Θέμη Σταυρούλα Θεμιστοκλέους ν. Πόπης Αντωνίου Χριστοδούλου (2010) 1 ΑΑΔ 1177

(2010) 1 ΑΑΔ 1177

[*1177]13 Ιουλίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΘΕΜΗ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

ν.

ΠΟΠΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2006)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Εξουσία Διευθυντή Κτηματολογίου να προβαίνει στη διόρθωση λαθών και παραλείψεων δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Δεν εκτείνεται στην επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου, οι οποίες αποτελούν αρμοδιότητα των Δικαστηρίων και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού Δικαστηρίου.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση – έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου Πάφου (Διευθυντή) με την οποία καθορίστηκαν τα σύνορα του τεμαχίου της στο χωριό Έμπα της Επαρχίας Πάφου και του όμορου τεμαχίου της εφεσείουσας, κατόπιν διόρθωσης λάθους στα σχετικά βιβλία του Κτηματολογίου που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα λανθασμένης χωρομετρίας και σχεδίου.

Με την αίτησή της η εφεσίβλητη απέδιδε στο Διευθυντή και τους υπαλλήλους του Κτηματολογίου μεροληπτική, προς όφελος της εφεσείουσας, στάση και συμπεριφορά. Παράλληλα, η εφεσίβλητη πρόβαλλε τη θέση ότι με την απόφαση προκαλείτο μεγάλη αδικία σε βάρος της, αφού η διόρθωση επηρέαζε σημαντική έκταση συγκεκριμένων ακινήτων της.

Ο Διευθυντής και η εφεσείουσα καταχώρησαν ενστάσεις χαρακτηρίζοντας ορθή την επίμαχη απόφαση και επικαλούμενοι τη φιλική διευθέτηση που έγινε το 1982 μεταξύ της μητέρας της εφεσί[*1178]βλητης και της εφεσείουσας για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 61 του Κεφ.224 αφού η επίδικη διαφορά δεν αφορούσε τη διόρθωση λάθους ή παράλειψης σε βιβλία ή σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου ή στον τίτλο ιδιοκτησίας των ακινήτων, αλλά διαφορά αναγόμενη στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας, η επίλυση της οποίας, ως εκ της φύσης της, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης ήταν η αίτηση – έφεση να γίνει πρωτόδικα δεκτή και συνακόλουθα να ανατραπεί η απόφαση του Διευθυντή.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως και στην υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου v. A.X. Καρακωτού (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 99, από την οποία άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο, έτσι και στην παρούσα περίπτωση η επίδικη απόφαση δεν υπαγορεύθηκε από αλλαγή στην υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων και δεδομένων «αλλά από λάθος που ο ίδιος ο Διευθυντής διέπραξε».

2.  Η επίλυση των επίδικων διαφορών συνεπάγεται δικαστική κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και γενικά επί των δεδομένων της υπόθεσης, γεγονός που ανάγει τη διαφορά σε διαφορά ιδιοκτησιακής φύσης υπαγόμενη στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων.

3.  Με δεδομένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίλυση των διαφορών στην παρούσα υπόθεση συνεπάγεται κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και συνεπώς η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και όχι του Διευθυντή του Κτηματολογίου, κατάληξη η οποία βρίσκει απόλυτα σύμφωνο το Εφετείο, η απόφαση για μη αξιολόγηση του κάθε ενός μάρτυρα χωριστά κρίνεται υπό τις περιστάσεις ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hassidoff v. Santi a.ο. (1970) 1 C.L.R. 220,

[*1179]Φελλάς κ.ά. v. Χ"Σάββα κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075,

Διευθυντής Κτηματολογίου v. Καρακωτού (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 99,

Νικολάου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1676,

Μάρκου v. Πασχάλη (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 829.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σωκράτους, E.Δ.), (Aίτηση-Έφεση Aρ. 143/2001), ημερομ. 29.9.2006.

Μ. Χάσικος για Μ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα.

Ε. Μακαρούνα με Κ. Χατζηχαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στις 29/9/2006 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στα πλαίσια αίτησης – έφεσης (η αίτηση) κατά απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου Πάφου (Διευθυντή). Η αίτηση καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη στην ενώπιον μας έφεση. Με την αίτηση επιζητείτο η ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή ως παράτυπης, παράνομης και αδικαιολόγητης.

Συνοψίζουμε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως αυτή καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση. Συνοψίζουμε επίσης τις αντίστοιχες εκδοχές όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να πηγάζουν από την εν λόγω μαρτυρία. Διευκρινίζουμε πως ενώ σημαντικό μέρος των γεγονότων συνιστά κοινό για τις εμπλεκόμενες πλευρές έδαφος, ένα άλλο εξίσου σημαντικό μέρος τους αμφισβητείται.

Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια των ακινήτων με αριθμό εγγραφής Β444, Β445 και Β446 του χωριού Έμπα (παλαιός αριθμός τεμαχίου 15).

Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια του ομόρου με τα ανωτέρω [*1180]τεμάχια ακινήτου με αριθμό εγγραφής 59 (παλαιός αριθμός τεμαχίου 19).

Τα πιο πάνω τεμάχια αρχικά είχαν συμπεριληφθεί – το 1978 – στο σχέδιο αναδασμού του χωριού Έμπα. Σε αργότερο στάδιο εξαιρέθηκαν από το εν λόγω σχέδιο γιατί είχαν ενταχθεί στην οικιστική ζώνη του χωριού.

Με ειδοποίηση του ημερομηνίας 17/5/2001 προς την εφεσίβλητη, ο Διευθυντής, ο οποίος να σημειωθεί ήταν εφεσίβλητος – καθ’ου η αίτηση 2 στην αίτηση, κοινοποιούσε στην τελευταία την πρόθεση του να προβεί σε συγκεκριμένη διόρθωση στα σχετικά βιβλία του Κτηματολογίου, λάθους όπως αναφέρει που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα λανθασμένης χωρομετρίας και σχεδίου. Το λάθος διαπιστώθηκε, σύμφωνα πάντα με την ειδοποίηση, κατά την ετοιμασία νέου σχεδίου από την κλίμακα 1:2.500 (λόγω εφαρμογής σχεδίου ενοποίησης και αναδασμού στην περιοχή) και κατά τη διαδικασία οριοθέτησης και εγγραφής των οικοπέδων με αριθμό 444 – 450 (πρώην τεμάχιο 15 στην κλίμακα 1:5.000). Σύμφωνα με την ειδοποίηση η μαύρη γραμμή που φαίνεται στο σχέδιο που επισυναπτόταν στην ειδοποίηση, λανθασμένα αναπαριστά μέρος των συνόρων των πιο πάνω ακινήτων. Παράλληλα δηλωνόταν ότι η ορθή θέση του μέρους των συνόρων καθορίζεται με την κόκκινη γραμμή. Σημειώνεται ότι με την τελευταία παράγραφο της ειδοποίησης, η εφεσίβλητη πληροφορείτο ότι «το ορθό εμβαδό των πιο πάνω ακινήτων είναι 530 τργ. μέτρα, 551 τργ. μέτρα και 558 τργ. μέτρα και όχι 588 τργ. μέτρα, 610 τργ. μέτρα και 629 τργ. μέτρα αντίστοιχα, που αναφέρονται στις πιο πάνω εγγραφές Β444, Β445 και Β446, αντίστοιχα».

Επειδή η μετακίνηση του συνόρου γινόταν προς το μέρος του τεμαχίου της εφεσίβλητης και συνακόλουθα απέληγε σε βάρος της, η εφεσίβλητη υπέβαλε ένσταση κατά της εν λόγω πρόθεσης του Διευθυντή.

Η ένσταση της εφεσίβλητης αφού εξετάστηκε απορρίφθηκε από το Διευθυντή, ο οποίος με σχετική ειδοποίηση του δυνάμει των προνοιών του Αρθρου 61(3) του Κεφ. 224, ημερομηνίας 27/6/2001 προς τη δικηγόρο της εφεσίβλητης, αφού πληροφορεί την τελευταία ότι εξέτασε την ένσταση αλλά δεν προέκυψε οποιοδήποτε νέο στοιχείο το οποίο να διαφοροποιεί την προηγούμενη του απόφαση, επαναλαμβάνει και επεξηγεί ότι,

“Το λάθος διαπιστώθηκε από το γεγονός ότι, ενώ στη δήλωση επίλυσης της συνοριακής διαφοράς ημερομ. 16.1.82 σύμφωνα με [*1181]τους φακ. Α 764/81 και Α 990/81 και στο σχετικό σχεδιάγραμμα φαίνεται ότι το κοινό σύνορο των εμπλεκομένων τεμαχίων 19 και 15 (νυν 59 και 444, 445, 446 στο σχέδιο 45/51.W1 στην κλίμακα 1:2.500 αντίστοιχα) βρίσκεται σε κάποια απόσταση (απέχει) από την υφιστάμενη οικοδομή εντός του τεμ. 19, στο νέο σχέδιο 45/51.W1 στην κλίμακα 1:2.500 φαίνεται ότι το κοινό σύνορο των δύο πιο πάνω ακινήτων εφάπτεται της πιο πάνω υφιστάμενης μέχρι σήμερα οικοδομής. Επειδή το ζήτημα της φιλικής διευθέτησης της συνοριακής διαφοράς με τους φακ. Α 764/81 και Α 990/81 δεν είχε τεθεί ενώπιον και συνεπώς δεν λήφθηκε υπόψη από μένα και τον κ. Π. Αργυρού γι αυτό και κοινοποιήθηκε στην πελάτιδα σας η επιστολή ημερομ. 28.1.98. Γι αυτό σας δίδω ειδοποίηση ότι έχω αποφασίσει να προβώ στη διόρθωση του λάθους σύμφωνα με την επιστολή μου ημερομηνίας 17.5.2001.”

Η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της εφεσίβλητης, έδωσε και το έναυσμα για καταχώριση της αίτησης – έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση.

Με την αίτησή της η εφεσίβλητη απέδιδε στο Διευθυντή και τους υπαλλήλους του Κτηματολογίου μεροληπτική, προς όφελος της εφεσείουσας, στάση και συμπεριφορά. Παράλληλα, η εφεσίβλητη πρόβαλλε τη θέση ότι με την απόφαση προκαλείτο μεγάλη αδικία σε βάρος της, αφού η διόρθωση επηρέαζε σημαντική έκταση συγκεκριμένων ακινήτων της.

Στις ενστάσεις τους η εφεσείουσα και ο Διευθυντής χαρακτήριζαν την επίμαχη απόφαση ορθή και επικαλούντο τη φιλική διευθέτηση που έγινε το 1982 μεταξύ της μητέρας της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας για διευθέτηση συνοριακής διαφοράς. Συγκεκριμένα, το 1981 η τότε ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 15, Αμαλία Σάββα, μητέρα της εφεσίβλητης και η εφεσείουσα, κατέθεσαν αιτήσεις συνοριακής διαφοράς. Κατά την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων, η τότε ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 15, μητέρα της εφεσίβλητης, και η εφεσείουσα κατέληξαν σε φιλική διευθέτηση στα πλαίσια της οποίας υπέγραψαν έγγραφο ημερομηνίας 16/1/1982 με το οποίο δήλωναν ότι έλαβαν τους τίτλους των κτημάτων τους και ότι συμφωνούν με τα υποδειχθέντα ορόσημα τα οποία συνήδαν με τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα κτηματολογικά σχέδια και με την επί τόπου κατάσταση. Ως αποτέλεσμα της υπογραφής της εν λόγω δήλωσης, οι αιτήσεις συνοριακής διαφοράς αποσύρθηκαν. Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως η ερμηνεία του κειμένου της συγκεκριμένης δήλωσης αποτέλεσε, σύμφωνα με επι[*1182]σήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά, αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των μερών κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία.

Μετά τη φιλική διευθέτηση της συνοριακής διαφοράς, η τότε ιδιοκτήτρια του πρώην τεμαχίου 15, μητέρα της εφεσίβλητης, υπέβαλε αίτηση για διαχωρισμό οικοπέδων. Τη χωρομετρική εργασία ανέλαβε και διεκπεραίωσε συγκεκριμένος Ανώτερος Χωρομέτρης (Μ.Ε. 2), ο οποίος κατέγραψε τις μετρήσεις σε χωρομετρική σελίδα και ετοίμασε χωρομετρικό σχέδιο.

Η πιο πάνω αίτηση εγκρίθηκε και ως αποτέλεσμα το τεμάχιο 15, διαχωρίστηκε σε οικόπεδα, εκ των οποίων τα τεμάχια Β444, Β445 και Β446, είναι τα επίδικα. Σχετικά με τα εν λόγω οικόπεδα εκδόθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας και πιστοποιητικό έγκρισης. Της έγκρισης, προηγήθηκε εξωτερική οριοθέτηση του κτήματος και μελέτες από το σχεδιαστήριο του χωρομετρικού τμήματος.

Σε μεταγενέστερο στάδιο καταχωρήθηκε αίτηση από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων 57 και 58, τα οποία εφάπτονται του υπ’ αριθμό 59 τεμαχίου της εφεσείουσας, για καθορισμό συνόρων. Ως αποτέλεσμα, ανοίχθηκε ο φάκελος Α991/95 για σκοπούς διερεύνησης ενδεχόμενης ύπαρξης λάθους, αφού μεταξύ των εμπλεκομένων ακινήτων στην κλίμακα 1:2.500 παρουσιάζονταν δύο γραμμές και υπήρχε αμφιβολία μεταξύ των ιδιοκτητών ποια ήταν η ορθή. Το φάκελο χειρίστηκε συγκεκριμένος Ανώτερος Κτηματολόγος (Μ.Ε.1).

Με οδηγίες του Μ.Ε.1 διεξήχθη η απαιτούμενη χωρομετρική εργασία με σκοπό να μεταφερθούν στο έδαφος τα κτήματα όπως εμφανίζονται στην κλίμακα 1:5.000, που ήταν το εν χρήσει σχέδιο. Η χωρομετρική εργασία η οποία έγινε στις 27/2/1997 κατέδειξε ότι τα σύνορα όπως απεικονίζονται στην κλίμακα 1:5.000 ήταν τα ίδια με αυτά που απεικονίζονται στο σχέδιο με κλίμακα 1:2.500. Ως αποτέλεσμα και αφού λήφθηκε υπόψη και η ιδιωτική συμφωνία ημερομηνίας 18/1/1982, αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε λάθος. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβανομένης και της εφεσείουσας, πλην όμως η εφεσείουσα δεν αντέδρασε.

Η εκδοχή της εφεσείουσας ήταν βασικά η εξής: Όταν κατά την υπογραφή της φιλικής διευθέτησης με τη μητέρα της εφεσίβλητης, τότε ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 15, τους υποδείχθηκε [*1183]από τον αρμόδιο χωρομέτρη το σύνορο των ακινήτων τους, ο τοίχος του σπιτιού της απείχε 10-12 μέτρα από το σύνορο.

Σύμφωνα με την εκδοχή του Διευθυντή, εφεσίβλητου 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, το 2001 παραπέμφθηκε από το Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου, στα γραφεία του Κτηματολογίου Πάφου, σημείωμα με οδηγίες για έκδοση απόφασης σχετικά με την αίτηση για την οποία είχε ανοιχθεί ο φάκελος Α991/95, τον οποίο είχε ήδη χειριστεί ο Μ.Ε.1. Του θέματος επιλήφθηκε άλλος από το Μ.Ε.1. υπάλληλος του Κτηματολογίου, ο Μ.Υ.4, ο οποίος εξέδωσε και την επίδικη απόφαση.

Στην επίδικη απόφαση ο Μ.Υ.4 οδηγήθηκε, σύμφωνα με την εκδοχή του Διευθυντή, μετά από μελέτη των φακέλων Α764/81 και Α990/81 οι οποίοι περιείχαν τις καταμετρήσεις που είχαν γίνει τότε στα πλαίσια των αιτήσεων συνοριακής διαφοράς που είχαν καταχωρηθεί από τη μητέρα της εφεσίβλητης και την εφεσείουσα, και αφού έλαβε υπόψη τόσο τη φιλική διευθέτηση όσο και τα πορίσματα χωρομετρικών εργασιών που διεξήγαγε η Χωρομετρία και αφορούσε τα τεμάχια 57, 58, 59, 444, 445 και 446, τα οποία παρουσίαζαν το σύνορο να απέχει 14 πόδια από την υφιστάμενη οικία της εφεσείουσας.

Όλοι οι ιδιοκτήτες των κατά καιρούς εμπλεκόμενων ακινήτων, περιλαμβανομένης και της εφεσείουσας, συγκατατέθηκαν στη διόρθωση του λάθους και μεταφορά των συνόρων, πλην της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνοντας αναφορά σε ουσιώδεις πτυχές της ενώπιον του μαρτυρίας και παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, αφετηρία της οποίας αποτελεί η υπόθεση Hassidoff v. Santi a.ο. (1970) 1 C.L.R. 220, κατέληξε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επίλυση της επίδικης διαφοράς «κείται εκτός πλαισίου του Αρθρου 61 του Κεφ. 224». Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η επίδικη διαφορά δεν αφορούσε τη διόρθωση λάθους ή παράλειψης σε βιβλία ή σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου ή στον τίτλο ιδιοκτησίας των ακινήτων, αλλά διαφορά αναγόμενη στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας, η επίλυση της οποίας, ως εκ της φύσης της, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Οι λόγοι που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επίμαχη κατάληξη, παρατίθενται με λεπτομέρεια και αναπτύσσονται με σαφήνεια στην απόφασή του. Αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραθέτουμε πιο κάτω, στα πλαίσια συ[*1184]ζήτησης των λόγων έφεσης. Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης ήταν η αίτηση - έφεση να γίνει πρωτόδικα δεκτή και συνακόλουθα η απόφαση του Διευθυντή να ανατραπεί. Εξ’ ου και η παρούσα έφεση.

Με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης προβάλλονται 17 συνολικά λόγοι έφεσης, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Όλοι τους όμως έχουν κοινό παρονομαστή∙ αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η παρούσα περίπτωση βρίσκεται εκτός εμβέλειας των προνοιών του Αρθρου 61 του Κεφ. 224. Ως εκ τούτου θα πραγματευθούμε τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, τους οποίους παραθέτουμε αυτούσιους πιο κάτω, υπό το φως του δεδομένου αυτού όχι όμως κατ’ ανάγκη με τη σειρά που έχουν ιεραρχηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της εφεσείουσας.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 1

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 61 του Κεφ. 224 δεν ετύγχαναν εφαρμογής.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 2

Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του Π. Αργυρού Μ.Ε.1 ή λανθασμένα απέδωσε σε αυτή τέτοια βαρύτητα ώστε αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με την εμπλοκή του και στην εξέταση των φακέλων που σχετίζονται με τα επίδικα ακίνητα.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 3

Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 4 ότι έγινε εξωτερική οριοθέτηση του επίδικου κτήματος.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 4

Η αναφορά της Πρωτόδικου Δικαστού στη σελ. 5 ότι στη χωρομετρική εργασία που έγινε στις 27.2.1997 διαπιστώθηκε ότι τα σύνορα όπως απεικονίζονται στη κλίμακα 1:5.000 ήταν τα ίδια όπως απεικονίζονται στο σχέδιο με κλίμακα 1:2.500 είναι λανθασμένη.

[*1185]ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 5

Η Πρωτόδικος Δικαστής στη σελ. 5 της απόφασης λανθασμένα αποφαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη στη διεξαγωγή της χωρομετρικής εργασίας η ιδιωτική συμφωνία ημερ. 18.1.1982 γι’ αυτό εστάλησαν οι επιστολές ημερ. 22.7.97 και 28.1.98 από τον Μ.Ε.1 Παναγιώτη Αργυρού ως επίσης και στην εφεσείουσα.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 6

Η Πρωτόδικος Δικαστής στη σελ. 5 και 6 της απόφασης λανθασμένα ερμηνεύει τη συμφωνία των διαδίκων ημερ. 18.1.1982 (Τεκ. 56).

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 7

Ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς στη σελίδα 6 αναφέρει ότι οι αρμόδιοι Λειτουργοί του Κτηματολογίου εμελέτησαν τους σχετικούς φακέλους και ενώ διαπίστωσαν και έλαβαν υπόψη στην ετοιμασία των σχεδίων τους για απεικόνιση των κτημάτων σχετικές αεροφωτογραφίες και ότι ισχύει η δεσμευτική συμφωνία της 18/1/82 καταλήγει στη συνέχεια σε άλλο ή αντίθετο εύρημα που στηρίζεται σε προφορικές απόψεις άσχετων με τα επιστημονικά δεδομένα προσώπων.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 8

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 7 εσφαλμένα ενέταξε τα γεγονότα της υπόθεσης στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας και έτσι η υπόθεση να ξεφύγει από την αρμοδιότητα του Διευθυντού του Κτηματολογίου.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 9

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 8 εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι πρόκειται περί διεκδίκησης κυριότητος και όχι περί διαφοράς συνόρων.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 10

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 8 της απόφασης εσφαλμένα αποδέχθηκε και/ή έδωσε βαρύτητα στη θέση της εφεσίβλητης ότι η μη καταχώρηση αίτησης – έφεσης από πλευράς εφεσείουσας (τότε εφεσίβλητης 1) εναντίον της απόφασης του κ. Π. [*1186]Αργυρού (Μ.Ε.1) συνιστά ουσιώδη παράλειψη της εφεσείουσας και διαφοροποίηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων της.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 11

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση από την υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου v. Ανδρέα Χριστοδούλου Καρακωτού (2005) 1(A) A.A.Δ. 99, από την οποία εξήξε λανθασμένα συμπεράσματα.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 12

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση από την υπόθεση Γεώργιου Κ. Νικολάου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1676 από την οποία εξήξε λανθασμένα συμπεράσματα.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 13

Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 10 της απόφασης κατέληξε στο εύρημα οι ισχυρισμοί ότι οι λάκκοι της οικίας της εφεσείουσας ευρίσκοντο στο δικό της τεμάχιο και επίσης ο τοίχος του σπιτιού της εφεσείουσας ήταν ένα πόδι στο ακίνητο της εφεσίβλητης σύμφωνα με τα ετοιμασθέντα σχέδια και την εργασία του κ. Αργυρού και έτσι δεν υπάγετο στη δικαιοδοσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου αλλά στην ευχέρεια του Δικαστηρίου.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 14

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση από την υπόθεση Λευκή Κόκου Μάρκου v. Όθωνος Μιχαήλ Πασχάλη (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 829 από την οποία εξήξε λανθασμένα συμπεράσματα.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 15

Η αναφορά και παραδοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 12 ότι δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση του κάθε ενός μάρτυρα ξεχωριστά είναι απόλυτα λανθασμένη.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 16

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αξιο[*1187]λογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και να κάνει αναφορά στην πραγματική μαρτυρία.

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 17

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Υ.1 Κυριάκου Παναγιώτου.”

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία. Για τους πιο κάτω λόγους κανένας από τους λόγους έφεσης ευσταθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντλώντας καθοδήγηση από τις υποθέσεις Φελλάς κ.ά. v. Χ"Σάββα κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075 και Διευθυντής Κτηματολογίου v. Α. Χ. Καρακωτού (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 99, από τις οποίες και παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα, καταλήγει ως εξής (σελ. 8 της πρωτόδικης απόφασης):

“..... Περαιτέρω, δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου, το γεγονός πως η εφεσίβλητη 1, στην οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση του κ. Π. Αργυρού (Μ.Ε.1) στην οποία αποφασιζόταν ότι δεν υπήρξε λάθος, δεν καταχώρησε αίτηση – έφεση εναντίον της. Αυτό προκύπτει από το Τεκμήριο 2 και τη μαρτυρία του κ. Αργυρού (Μ.Ε.1) την οποία και αποδέχομαι σαν ορθή και αξιόπιστη.

Εξάλλου, η επίδικη απόφαση η οποία διαφοροποιεί – διορθώνει αυτή του κ. Αργυρού, δεν βασίστηκε σε δεδομένα που ήδη άλλαξαν και επέβαλλαν διαφοροποίηση της, αλλά σε λάθος που ο ίδιος ο Διευθυντής διέπραξε. Δεν είναι δυνατό να γίνεται επίκληση ενδοτμηματικών λαθών ή λάθος του χωρομέτρη και να επιζητείται αλλαγή μίας διαμορφωμένης προς 14ετίας κατάστασης.

Εάν αφεθεί, το σύστημα του Κτηματολογίου να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος και θα επιφέρει αβεβαιότητα στα ιδιοκτησιακά καθεστώτα των πολιτών”.

Επίσης στη σελίδα 10 της εκκαλούμενης απόφασης, η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής κάμνοντας εκτενή αναφορά στη μαρτυρία και παραπέμποντας σε σχετική νομολογία (Νικολάου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1676 και Λευκή Κόκου Μάρκου v. Όθωνος Μιχαήλ Πασχάλη (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 829), καταλήγει ότι η επίδικη διαφορά συνεπάγεται κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και συνεπώς βρίσκεται εκτός εμβέλειας του Αρθρου 61 του Κεφ. 224. Ενόψει των λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα του σκεπτικού του πρωτόδικου [*1188]Δικαστηρίου.

“... Αμφότερες οι πλευρές επικαλούνται τη συμφωνία ημερ. 16.1.1982 ισχυριζόμενες εφαρμογή της.

Η θέση της εφεσείουσας, όπως προσφέρθηκε με τις ένορκες δηλώσεις και τις προφορικές μαρτυρίες, είναι πως κατά την ημερομηνία που έγινε η φιλική διευθέτηση και υπεγράφη η συμφωνία ημερ. 18.1.1982, διαπιστώθηκε ότι οι λάκκοι της οικίας της εφεσίβλητης 1, ευρίσκοντο στο δικό της τεμάχιο. Λόγω της οικονομικής κατάστασης της εφεσίβλητης 1 και για να μην προκαλέσουν περαιτέρω πρόβλημα σε αυτήν, αποδέχθησαν να μην χαλάσουν τους λάκκους, να αφήσουν την κατάσταση ως έχει και οι λάκκοι σιγά – σιγά να μετακινηθούν. Υπεδείχθη τέλος, πως ο λόγος που η μητέρα της εφεσείουσας κατέθεσε αίτηση για συνοριακή διαφορά, ήταν ακριβώς η εκ μέρους της διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη 1 έκτιζε την οικία της εντός του ακινήτου που τώρα κατέχει η εφεσείουσα.

Υπήρξε περαιτέρω ισχυρισμός ότι το σπίτι της εφεσίβλητης όχι μόνο δεν είχε καμία απόσταση από το σύνορο του τεμαχίου της εφεσείουσας αλλά ήταν ένα πόδι προς το τεμάχιο της.

Αντίθετα, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η οικία της απείχε 14 πόδια από το σύνορο της εφεσείουσας. Για το λόγο τούτο και γίνεται εκατέρωθεν επίκληση διάφορων σχεδίων και χωρομετρικών σχεδιαγραμμάτων όπως το Τεκμήριο 3, το Τεκμήριο 9 της ένορκης δήλωσης του Λ. Λάμπρου και τα Τεκμήρια 54 και 55, όπου στα μεν πρώτα η κατοικία παρουσιάζεται εφαπτόμενη στο τεμάχιο της εφεσείουσας, στα δε τελευταία, εμφαίνεται να έχει κάποια απόσταση από αυτό.

Ο ίδιος δε ο κ. Χριστοδουλίδης (Μ.Υ.2 Εφεσίβλητου 2) ο οποίος συνέταξε τη συμφωνία ημερ. 18.1.1982, ενώ αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ότι ετοίμασε σχέδιο, σ’ αυτό δεν εμφανίζεται η κατοικία της εφεσίβλητης 1, η οποία ήταν και το κυριότερο σημείο της διένεξης αλλά στην προφορική του ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ανέφερε πως όπου συμφωνούν τα μέρη για τα σύνορα τους, δεν επιδεικνύεται διαφιλονικούμενο μέρος. Απλά, μπαίνουν κάποιες καταμετρήσεις για να βεβαιωθεί ο ελεγκτής αν τοποθετήθηκαν σωστά.

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν θυμόταν την επιτόπου κατάσταση, ότι στηρίχθηκε στο σχέδιο που ετοίμασε ο κ. Συμεού, [*1189]αλλά επέμενε ότι η οικία της εφεσίβλητης απείχε 14 πόδια από το σύνορο της εφεσίβλητης 1.

Έχοντας αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με την επιτόπου κατάσταση, τα ετοιμασθέντα σχέδια, τις ανατροπές που επέφερε η εργασία του κ. Αργυρού με την αίτηση του 1995, κρίνεται πως η επίλυση των διαφορών αυτών, συνεπάγεται κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και η διαφορά αυτή δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου αλλά στην ευχέρεια του Δικαστηρίου.”

Έχει νομολογηθεί ότι η διόρθωση στην οποία ο Διευθυντής έχει δυνάμει του Αρθρου 61 του Κεφ. 224, εξουσία να προβαίνει, αποσκοπεί αποκλειστικά στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων, βιβλίων και εγγραφών. Κοντολογίς, εκείνο που υπόκειται σε διόρθωση είναι το λάθος ή η παράλειψη. Με κανένα τρόπο παρέχεται στο Διευθυντή εξουσία να επιλύει κτηματικές διαφορές ουσίας ή διαφορές που συνίστανται σε διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας. Η επίλυση τέτοιων διαφορών επιβάλλει τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας και τη με βάση την εν λόγω μαρτυρία κρίση επί επίδικων θεμάτων, στοιχείο που μεταθέτει την περίπτωση εκτός των πλαισίων του Αρθρου 61 και την υπάγει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Ενδεικτική είναι η επισήμανση της νομολογίας μας σχετικά με την εμβέλεια των προνοιών του Αρθρου 61 (Καρακωτού (πιο πάνω)):

“Στις περιπτώσεις όπου ο Διευθυντής ενεργεί σαν διαιτητής υπό οιωνεί δικαστική ιδιότητα, στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ρυθμίζει θέματα ιδιωτικής φύσης ως προς δικαιώματα σε ακίνητη περιουσία, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχει εξουσία να διαφοροποιήσει την απόφασή του, λόγω λάθους που ο ίδιος διέπραξε, με βάση το Αρθρο 61 (1) του Κεφ. 224 και ανεξάρτητα από τα χρονικά πλαίσια και τους μηχανισμούς που καθορίζει το Αρθρο 80 στο Κεφ. 224, έστω και αν αυτός ενεργεί μετά από αίτηση κάποιου ενδιαφερόμενου μέρους.

Εκτιμούμε δηλαδή ότι εφόσον η απόφαση του Διευθυντή περικλείει τα προαναφερόμενα στοιχεία και λαμβάνεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 80 του Κεφ. 224 και εφόσον δεν εφεσιβληθεί δυνάμει του Αρθρου 80 καθίσταται οριστική και τελεσίδικη και δεν παρέχεται ευχέρεια στη συνέχεια να διορθωθεί ή τροποποιηθεί έστω και μετά από αίτηση ενδιαφερόμενου μέ[*1190]ρους. Αν τέτοια απόφαση του Διευθυντή, όπως περιγράφεται ανωτέρω, μπορούσε να διαφοροποιηθεί ή τροποποιηθεί εξαιτίας προηγούμενου λάθους του Διευθυντή, ανεξάρτητα από τους μηχανισμούς και τα χρονικά πλαίσια του Αρθρου 80, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, αυτό θα είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία μεγάλης αβεβαιότητας στους ιδιοκτήτες γης των οποίων περιουσιακά δικαιώματα επηρεάστηκαν από απόφαση του Διευθυντή, εφόσον η απόφαση αυτή, καθ’ οιονδήποτε χρόνο και ανεξάρτητα από την αλλαγή της ιδιοκτησίας της γης, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί με βάση το Αρθρο 61 του Κεφ. 224 και κατόπιν αιτήσεως κάποιου ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη.

……………………………………………………………………

Στην υπόθεση Σολομώντος (ανωτέρω) αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο ο Διευθυντής, ενεργώντας όχι αυτοβούλως, να διορθώσει προηγούμενη απόφαση του, δυνάμει του Αρθρου 61, λόγω αλλαγής των δεδομένων στα οποία βάσισε την προηγούμενη του απόφαση. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, εφόσον η απόφαση του Διευθυντή της 2.4.1991 δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε δεδομένα που άλλαξαν στο μεταξύ αλλά βασίστηκε σε λανθασμένες μετρήσεις του αρμοδίου χωρομέτρη για τις οποίες βέβαια ο μόνος υπεύθυνος ήταν ο ίδιος ο Διευθυντής. Το Αρθρο 61 δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση.”

Όπως και στην υπόθεση Καρακωτού (πιο πάνω), έτσι και στην παρούσα περίπτωση η επίδικη απόφαση δεν υπαγορεύθηκε, όπως πολύ εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, από αλλαγή στην υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων και δεδομένων «αλλά από λάθος που ο ίδιος ο Διευθυντής διέπραξε». Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αντίθετη κατάληξη θα δημιουργούσε υπό τις περιστάσεις, «ένα φαύλο κύκλο και θα επέφερε αβεβαιότητα στα ιδιοκτησιακά καθεστώτα των πολιτών».

Η εφεσείουσα τονίζοντας την εδώ ύπαρξη της συμφωνίας στην οποία είχαν καταλήξει στα πλαίσια φιλικής διευθέτησης η εφεσείουσα και η μητέρα της εφεσίβλητης, όπως και ότι η παρούσα περίπτωση αφορά και αλλαγή κλίμακας, εισηγήθηκε τη διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Καρακωτού (πιο πάνω), (λόγος έφεσης 11). Ανάλογη εισήγηση είχε υποβληθεί και πρωτόδικα και απορρίφθηκε με ειδική αναφορά στις υποθέσεις Νικολάου (πιο πάνω) και Mάρκου (πιο πάνω), αναφορικά  με τις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας εισηγούνται διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης, βασικά λόγω ανόμοιων γεγονότων (λόγοι έφεσης 12 και 14).

[*1191]Οι πιο πάνω εισηγήσεις της εφεσείουσας δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Ειδικά σε σχέση με τις υποθέσεις Νικολάου (πιο πάνω) και Mάρκου (πιο πάνω), είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι στη μεν πρώτη από τις εν λόγω δύο υποθέσεις η ύπαρξη συμφωνίας διαχωρισμού μεταξύ των διαδίκων κρίθηκε, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν αποτελούσε παράγοντα καταλυτικής σημασίας για τη λύση της διαφοράς αφού διαπιστωνόταν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη ως προς την ερμηνεία της εν λόγω συμφωνίας, στη δε δεύτερη, η συμφωνία των μερών επί συνοριακής διαφοράς κρίθηκε ότι δεν επενεργούσε ανασταλτικά στο δικαίωμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που πηγάζει από το νόμο. Αυτό ισχύει και στην περίπτωσή μας. Όπως στις εν λόγω υποθέσεις, έτσι και στην παρούσα, οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με την επί τόπου κατάσταση, τα ετοιμασθέντα σχέδια και οι ανατροπές που επέφερε η εργασία του εντεταλμένου χωρομέτρη στα πλαίσια της αίτησης του 1995, σε συνδυασμό με την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη σχετικά με την ερμηνεία της συμφωνίας του 1981, εξυπακούει, όπως πολύ ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως η επίλυση των επίδικων διαφορών συνεπάγεται δικαστική κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και γενικά επί των δεδομένων της υπόθεσης, γεγονός που ανάγει τη διαφορά σε διαφορά ιδιοκτησιακής φύσης υπαγόμενη στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων.

Είναι επίσης η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ή εσφαλμένα απέδωσε στην εν λόγω μαρτυρία βαρύτητα (λόγος έφεσης 2). Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της συγκεκριμένης θέσης της εφεσείουσας, η επί του προκειμένου πτυχή της μαρτυρίας του μάρτυρα Αργυρού επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της επιστολής του μάρτυρα προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, ημερομηνίας 28/1/98 (τεκμήριο 2), με την οποία γνωστοποιείτο το γεγονός ότι δεν υπήρχε λάθος. Κατά συνέπεια, ούτε η εν λόγω θέση μας βρίσκει σύμφωνους.

Είναι επίσης η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση να μην αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία (λόγοι έφεσης 15, 16 και 17).

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στην απόφαση να μην προβεί σε αξιολόγηση του κάθε ενός μάρτυρα χωριστά, με το εξής σκεπτικό (σελ. 12 της απόφασης):

“Το Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση του κάθε ενός μάρτυρα ξεχωριστά δεδομένης της ανωτέρω κατάληξης του και [*1192]του θέματος το οποίο οδήγησε στην τελική του κρίση.”

Συμφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με δεδομένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίλυση των διαφορών στην παρούσα υπόθεση συνεπάγεται κρίση επί της υπάρχουσας μαρτυρίας και συνεπώς η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και όχι του Διευθυντή του Κτηματολογίου, κατάληξη η οποία, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, η απόφαση για μη αξιολόγηση του κάθε ενός μάρτυρα χωριστά κρίνεται υπό τις περιστάσεις ορθή.

Τέλος, σύμφωνους μας βρίσκουν επίσης και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες τεκμηριώνονται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ότι στις 22/7/1997 οι Χωρομετρικές και Κτηματολογικές Αρχές εξετάζοντας την αίτηση Α991/95 που είχε υποβληθεί από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων 57 και 58, αποφάνθηκαν ότι δεν υπήρχε λάθος, ενώ το 2001 οι ίδιες Αρχές με την επίμαχη απόφαση αποφαίνονται ότι έχουν επισημάνει λάθος. Θα πρέπει να λεχθεί ότι παρά το γεγονός ότι η αίτηση Α991/95 δεν αφορούσε τα κτήματα της εφεσίβλητης, η απόφαση του Διευθυντή για ύπαρξη λάθους επηρεάζει το όμορο κτήμα της εφεσίβλητης, μειώνοντας την έκτασή του σημαντικά.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο