Καλλικάς Γιαννάκης ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238

(2010) 1 ΑΑΔ 1238

[*1238]14 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΛΛΙΚΑΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 21/2008)

 

Συμβάσεις ― Ιδιώτης ο οποίος υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή του σε σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού («investor account»), τραπεζικού ιδρύματος, υπέγραψε συμφωνία στη βάση της οποίας ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, ο οποίος κατά τα αρχικά στάδια απέφερε ψηλές αποδόσεις και στη συνέχεια ακολούθησε πτωτική πορεία ― Κατά πόσο η συμφωνία μπορούσε να ακυρωθεί λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας, να διαγραφεί το χρέος του ιδιώτη προς την τράπεζα, να επιστραφεί σε αυτόν το ποσό το οποίο αντιπροσώπευε αξία χρεογράφων που έδωσε αρχικά στην τράπεζα ως εξασφαλίσεις, καθώς και απόφαση υπέρ του για το ποσό το οποίο αντιπροσώπευε την αξία των μετοχών οι οποίες ενεχυριάστηκαν στην τράπεζα.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά τόπον δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου σε πολιτικές υποθέσεις ― Βάση αγωγής ― Το θέμα της κατά τόπον δικαιοδοσίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων διέπεται από το Άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ― Ορισμός του όρου «βάσις της αγωγής» στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 14/60.

Συμβάσεις ― Ρήτρες σε γραπτή σύμβαση ― Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν.93(Ι)/96) ― Διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο ― Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Ανάγκη για συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων στα οποία στηρίζεται η αξίωση ― [*1239]Τα δικόγραφα πρέπει να είναι τόσο σύντομα όσο το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.19, θ.4 και Δ.19, θ.2.

Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες, οι οποίοι είναι τραπεζικό ίδρυμα (στο εξής η «τράπεζα») κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος – εναγόμενου (στο εξής ο «εναγόμενος») αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, ποσό £307.955, πλέον τόκο, από 1.10.02 επί ποσού £299.058,12. Τελικά η απαίτηση διαμορφώθηκε στις £244.141,63, πόσο το οποίο προέκυψε από τη συμμετοχή του εφεσείοντος σε επενδυτικό λογαριασμό («investor account»), στο εξής «το επενδυτικό σχέδιο», πλέον τόκο 9% ετησίως, από 1.1.07, πλέον £134.850,94 δεδουλευμένους τόκους μέχρι 31.12.06. Επιπρόσθετα, η τράπεζα αξίωσε διάταγμα για πώληση όλων των μετοχών που ενεχυριάστηκαν προς όφελός της.

Αρχικά, ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, στη βάση σχετικής συμφωνίας ημερ. 4.2.1999 με πιστωτικό όριο £30.000, το οποίο σταδιακά αυξήθηκε στις £250.000. Ο εφεσείων για σκοπούς εξασφάλισης της τράπεζας για τη συμμετοχή του στο σχέδιο, της παραχώρησε 7891 χρεόγραφα, αξίας £7.891. Επίσης εξουσιοδότησε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ (στο εξής «η ΕΤΕ») όπως ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπός του, μεταξύ άλλων, για το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού με την τράπεζα, για σκοπούς συμμετοχής του στο επενδυτικό σχέδιο και χειρισμού του λογαριασμού αυτού στα πλαίσια του σχεδίου.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την αγωγή και καταχώρησε και ανταπαίτηση εναντίον της τράπεζας ζητώντας ακύρωση της επίδικης συμφωνίας ημερομηνίας 4.2.99, λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας, διαγραφή του χρέους του προς την τράπεζα, επιστροφή του ποσού των £7.891 το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία χρεογράφων που είχε δώσει αρχικά στην Τράπεζα ως εξασφαλίσεις, καθώς επίσης και απόφαση για £46.005, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των μετοχών οι οποίες ενεχυριάστηκαν στην Τράπεζα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της τράπεζας και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος, για ποσό £378.992,57 με τόκο 9% ετησίως, επί ποσού £244.141,63 από 1.1.97 πλέον έξοδα. Περαιτέρω, εξέδωσε διάταγμα για πώληση των μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς μετοχών οι οποίες ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος της τράπεζας. Επίσης, το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, με έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι η πρωτόδι[*1240]κη απόφαση είναι εσφαλμένη.

Λόγοι έφεσης:

1.  Το εκδικάσαν την υπόθεση Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο τοπικής αρμοδιότητας για εκδίκασή της. Την απαιτούμενη αρμοδιότητα είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αφού η Λεμεσός ήταν ο τόπος όπου ο εφεσείων έθεσε την υπογραφή του επί της σχετικής αιτήσεως.

2.  Το ποσό της απόφασης δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.

3.  Δεν υπήρξε τερματισμός της συμφωνίας με αποτέλεσμα το χρέος να μην καταστεί ποτέ απαιτητό.

4.  Η συμφωνία είναι παράνομη ως αποτέλεσμα παραβάσεων Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και της παράλειψης της Τράπεζας να αποκαλύψει τις Εγκυκλίους.

5.  Η τράπεζα είχε υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασμένες μετοχές.

6.  Το Δικαστήριο δεν ενδιέτριψε επί του ισχυρισμού ότι η τράπεζα ήταν ένοχη επαγγελματικής αμέλειας.

7.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία της τράπεζας, του εφεσείοντος και των μαρτύρων του.

8.  Η τράπεζα δεν εξήγησε στον εφεσείοντα τους κινδύνους που διέτρεχε με τη συμμετοχή του σε ένα περίπλοκο επενδυτικό σχέδιο.

9.  Η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Με την έφεση προσβάλλονται επίσης τα ακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Η τράπεζα δεν υπείχε θέση διαχειριστή του λογαριασμού του εφεσείοντος.

Δεν δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος με αυξημένες υποχρεώσεις στην τράπεζα.

Ο εφεσείων έδωσε όλες τις εντολές που αφορούν στον επενδυτικό λογαριασμό.

[*1241]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι ανεξάρτητα από τον τόπο που ο εφεσείων έθεσε την υπογραφή του επί της αιτήσεως, αυτή εγκρίθηκε στη Λευκωσία και ως εκ τούτου ορθά κρίθηκε ότι εκεί συνομολογήθηκε. Επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία. Συντρέχουσα δικαιοδοσία φαίνεται να είχε και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, λόγω της κατοικίας του εφεσείοντος. Όμως, υπό τις περιστάσεις, δεν τίθεται θέμα αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Περαιτέρω, όλες οι πράξεις αγοραπωλησίας μετοχών γίνονταν στη Λευκωσία, όπου έγινε και η παράβαση. Πέραν τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και πάλιν θα είχε κατά τόπο αρμοδιότητα, αν ληφθεί υπόψη η υποχρέωση του εφεσείοντος, ως χρεώστη, να αναζητήσει για εξόφληση τον πιστωτή του στην έδρα του, που ήταν η Λευκωσία. Το θέμα της κατά τόπο αρμοδιότητας σε πολιτικές υποθέσεις διέπεται από το Άρθρο 21(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

2.  Το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση δεν ήταν εκτός δικογράφων. Η ενέργεια της τράπεζας, μετά την καταχώριση της έκθεσης υπεράσπισης, να διαμορφώσει μετά από αναδόμηση των λογαριασμών, το ποσό της απαίτησης προς τα κάτω, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτός δικογράφων. Πέραν τούτου, τα δικόγραφα δεν περιέχουν μαρτυρία και ως εκ τούτου η λεπτομέρεια των ισχυρισμών τίθεται σε κατοπινό στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου, με μαρτυρία.

     Στην προκειμένη περίπτωση, τα δικόγραφα καλύπτουν πλήρως την επίδικη διαφορά.  Το Δικαστήριο είχε την εξουσία, ανάλογα με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, να διαφοροποιήσει προς τα κάτω τα ποσά για τα οποία θα εξέδιδε απόφαση.

3.  Παρόλον ότι δεν υπήρχε πρόνοια ότι η συμφωνία θα πρέπει να τερματιστεί γραπτώς, η συμφωνία τερματίστηκε γραπτώς. Από δε τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία, το εύρημα ότι το χρέος κατέστη απαιτητό, είναι απόλυτα ορθό.

4.  Σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, υιοθετείται, εν προκειμένω, η θέση η οποία διαμορφώθηκε στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (2010) 1 A.A.Δ. 1131, ότι παρόμοια συμφωνία για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη.

5.  Η τράπεζα δεν είχε υποχρέωση στην πώληση των ενεχυριασμένων [*1242]μετοχών, ευθύς ως ανατράπηκε το περιθώριο εξασφάλισης. Εν προκεμένω, υιοθετείται πλήρως το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τους λόγους 5, 6, 7 και 10 της υπόθεσης Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω).

6.  Η δικογράφηση του ισχυρισμού για ύπαρξη επαγγελματικής αμέλειας, γίνεται με τον πλέον συγκαλυμμένο και ανορθόδοξο τρόπο. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δικογραφήθηκε ορθά και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί. Ανεξαρτήτως της κατάληξης αυτής, δεν υπήρξε μαρτυρία που να κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία να υποδεικνύει σε αμέλεια της τράπεζας.

7.  Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9 δεν ευσταθούν. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ορθή επί όλων των θεμάτων τα οποία εγείρονται με αυτούς τους λόγους έφεσης. Η τράπεζα δεν όφειλε να εξηγήσει τους κινδύνους από τη συμμετοχή του εφεσείοντος στο σχέδιο. Εν πάση περιπτώσει, το σχέδιο ήταν τόσο απλό και οι όροι του σύντομοι που δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς τους κινδύνους. Πέραν τούτου, δεν επρόκειτο για παροχή εγγύησης σε τρίτο πρόσωπο, ώστε η υπόθεση να καλύπτεται από τη νομολογία που αφορά στους εγγυητές. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαχώρισε την υπόθεση Alpha Bank Ltd. v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101.

Τα δικόγραφα θα πρέπει να περιέχουν μόνο μια συνοπτική έκθεση των ουσιωδών γεγονότων, στην οποία στηρίζεται η απαίτηση ή η υπεράσπιση. Οτιδήποτε περιττό, τείνει να επισκιάσει την υπόθεση του διαδίκου και δεν προωθεί ούτε τα συμφέροντα του ίδιου ούτε βέβαια και της δικαιοσύνης. Τέτοια δικόγραφα, θα έπρεπε να τύχουν αντιμετώπισης σύμφωνα με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι θεσμοί για διαγραφή τους (βλ. Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3), εφόσον κριθεί ότι η διατήρηση τους θα δυσχεράνει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Επίσης, με τον τρόπο που ετοιμάστηκε το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντος, το οποίο αποτελείται από 101 σελίδες, διαπιστώνεται παράβαση του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

Η βραχυλογία θα πρέπει πλέον να θεωρείται αρετή και όχι ελάττωμα και η καθαρότητα και περιεκτικότητα του λόγου αναμφίβολα βοηθά τα μέγιστα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

Η έφεση απορρίφθηκε με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.

[*1243]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 A.A.Δ. 1131,

Αντωνίου v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317,

Alpha Bank Ltd. v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101,

Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1 A.A.Δ. 974.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 13723/02), ημερομ. 14.12.2007.

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κωνσταντίνου για Α. Πασχαλίδη και Φ. Καμένος για Α. Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο Εφεσείων/Εναγόμενος, περί τις 4.2.1999, με αίτηση του (Τεκμ. 1) προς τους Εφεσίβλητους/Ενάγοντες, οι οποίοι είναι τραπεζικό ίδρυμα, (στο εξής «η Τράπεζα»), ζήτησε όπως συμμετάσχει σε σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού («investor account»), στο εξής «το επενδυτικό σχέδιο». Η αίτηση του έγινε δεκτή και υπεγράφη σχετική συμφωνία, στη βάση της οποίας ανοίχτηκε τρεχούμενος επενδυτικός λογαριασμός, με αρχικό πιστωτικό όριο £30.000, το οποίο σταδιακά αυξήθηκε στις £250.000. Ο Εφεσείων για σκοπούς εξασφάλισης της Τράπεζας για τη συμμετοχή του στο σχέδιο, της παραχώρησε 7891 χρεόγραφα, αξίας £7.891. Επίσης, την ίδια ημέρα 4.2.1999, εξουσιοδότησε (Τεκμ. 2) την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ. (στο εξής «η ΕΤΕ») να ενεργεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπός του. Μεταξύ άλλων, η ΕΤΕ εξουσιοδοτείτο να μεριμνήσει για το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού με την Τράπεζα, για σκοπούς συμμετοχής του στο επενδυτικό σχέδιο και να τον χειρί[*1244]ζεται μέσα στα πλαίσια του σχεδίου. Επίσης, εξουσιοδότησε την ΕΤΕ, όταν τελικά θα ανοίγετο ο λογαριασμός, μεταξύ άλλων να αγοράζει και να πωλεί για λογαριασμό του, μετοχές εγγεγραμμένες στο ΧΑΚ, καθώς επίσης και να τις ενεχυριάζει προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Εφεσείοντος προς την Τράπεζα. Την ίδια μέρα συνομολογήθηκε μεταξύ των μερών (Εφεσείοντος και ΕΤΕ) και δεύτερη συμφωνία (Τεκμ. 4) σχετικά με τα δικαιώματα και προμήθειες που θα κατέβαλλε ο Εφεσείων προς την ΕΤΕ για τις υπηρεσίες της. Η ΕΤΕ στηριζόμενη στο πληρεξούσιο έγγραφο, διαβίβασε την αίτηση του Εφεσείοντος στην Τράπεζα.

Ο λογαριασμός που ανοίχθηκε με την Τράπεζα, στα αρχικά στάδια απέφερε ψηλές αποδόσεις, οι οποίες επέτρεψαν στον Εφεσείοντα να αποσύρει από τον λογαριασμό του σε 6 περιπτώσεις, το συνολικό ποσό των £186.783. Η ανοδική όμως πορεία των μετοχών δεν έμελλε να συνεχιστεί. Ακολούθησε πτωτική πορεία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση τόσο της αξίας του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος, όσο και των εξασφαλίσεων που είχε δώσει στην Τράπεζα. Ως αποτέλεσμα, η Τράπεζα ζήτησε επιπλέον εξασφαλίσεις ύψους £39.107,60. Ο Εφεσείων αρνήθηκε να τις προσφέρει, με αποτέλεσμα η Τράπεζα, αφού τερμάτισε τον λογαριασμό στις 4.2.02 (Τεκμ. 12), να τον εναγάγει, αρχικά για το υπόλοιπο του λογαριασμού το οποίο κατά τις 30.9.02, ανερχόταν στις £307.955,10 σεντ. Αργότερα, μετά από αναδόμηση των σχετικών λογαριασμών, το υπόλοιπο μειώθηκε στις £244.141,63 σεντ, πλέον τόκο 9% ετησίως, από 1.1.07, πλέον £134.850,94 δεδουλευμένους τόκους μέχρι 31.12.06. Επιπρόσθετα, η Τράπεζα αξίωσε διάταγμα για πώληση όλων των μετοχών που ενεχυριάστηκαν προς όφελός της.

Ο Εφεσείων όχι μόνο αμφισβήτησε την εναντίον του αγωγή, αλλά καταχώρησε και ανταπαίτηση εναντίον της Τράπεζας, η οποία μαζί με την έκθεση υπεράσπισης του αποτελείται από 77 σελίδες, ζητώντας ακύρωση της επίδικης συμφωνίας ημερομηνίας 4.2.99, λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παρανομίας, διαγραφή του χρέους του προς την Τράπεζα, επιστροφή του ποσού των £7.891 το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία χρεογράφων που είχε δώσει αρχικά στην Τράπεζα ως εξασφαλίσεις, καθώς επίσης και απόφαση για £46.005, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των μετοχών οι οποίες ενεχυριάστηκαν στην Τράπεζα.

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Τράπεζα κάλεσε 7 μάρτυρες, ενώ για τον Εφεσείοντα κατάθεσαν, πλην του ιδίου, και άλλοι 2 μάρτυρες.

[*1245]Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την υπόθεση, στην άρτια και εμπεριστατωμένη απόφασή του, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Τράπεζας και απέρριψε τις θέσεις του Εφεσείοντος, τόσο στην υπεράσπιση όσο και στην ανταπαίτηση και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της Τράπεζας και εναντίον του Εφεσείοντος, για ποσό £378.992,57 με τόκο 9% ετησίως, επί ποσού £244.141,63 από 1.1.97 πλέον έξοδα.  Περαιτέρω, εξέδωσε διάταγμα για πώληση των μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, που αναφέρονται στην παράγραφο 16 της έκθεσης απαίτησης και οι οποίες ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος της Τράπεζας. Επίσης, το δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του Εφεσείοντος, με έξοδα.

Ο Εφεσείων με 18 λόγους έφεσης, ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και θα πρέπει να παραμεριστεί. Θα αρχίσουμε με το λόγο έφεσης 2, ο οποίος αφορά στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου.

Κατά πόσον υπάρχει έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή (Αρθρο 21(1)(α) του Νόμου 14/60) – Λόγος έφεσης 2

Το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αποδέχθηκε εισήγηση ότι αρμόδιο δικαστήριο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και όχι αυτό της Λευκωσίας. Στη σελίδα 26 της απόφασής του, κατέληξε ως εξής:-

«Δε με βρίσκει σύμφωνο η θέση αυτή. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ναι μεν η αίτηση υπογράφηκε από τον εναγόμενο στη Λεμεσό αλλά εγκρίθηκε στη Λευκωσία, όπου υπογράφηκαν το πληρεξούσιο τεκμ. 2 και η συμφωνία τεκμ. 4. Περαιτέρω, οι πλείστες των εντολών του διαβιβάζονταν άμεσα από τον ίδιο στην ΕΤΕ Λευκωσίας – όπου και υλοποιούνταν – και στη Λευκωσία απηύθυνε τα τεκμ. 5, 6(α)-6(στ) και εδώ τηρείτο ο λογαριασμός του. Ακόμη, από τη Λευκωσία του αποστέλλονταν τα πινακίδια συναλλαγών ως και οι τριμηνιαίες και μηνιαίες καταστάσεις. Επομένως, η Συμφωνία ολοκληρώθηκε στη Λευκωσία και το παρόν Δικαστήριο είναι – σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 21(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου – κατά τόπον αρμόδιο για εκδίκαση της υπόθεσης.»

Ο Εφεσείων αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη. Όπως σημειώνει ο δικηγόρος του, το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η επίδικη συμφωνία συνομολογήθηκε στη Λεμεσό, όπου βρίσκεται και η κατοικία του Εφεσείοντος.

[*1246]Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Το Αρθρο 21(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, μεταξύ άλλων προβλέπει ότι σε πολιτικές υποθέσεις κατά τόπο αρμοδιότητα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο εντός της Επαρχίας του οποίου (α) «η βάσις της αγωγής» έχει προκύψει είτε εν μέρει είτε καθ’ ολοκληρίαν και (β) βρίσκεται η κατοικία ή ο χώρος του εναγομένου κατά την έγερση της αγωγής. Ο όρος «βάσις της αγωγής» ορίζεται στο ερμηνευτικό Αρθρο 2 του Νόμου 14/60 ως εξής:-

«‘Βάσις της αγωγής’ περιλαμβάνει το σύνολον των γεγονότων των θεμελιούντων το αγώγιμον δικαίωμα, περί ου η αγωγή, αλλά εις αγωγάς εκ συμβάσεως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ολόκληρον την βάσιν της αγωγής. Βάσις της αγωγής θα θεωρήται ότι έχει προκύψει εντός της δικαιοδοσίας εάν η σύμβασις συνήφθη εντός αυτής, καίτοι η διάρρηξις δυνατόν να επήλθεν αλλαχού, και επίσης εάν η διάρρηξις επήλθεν εντός της δικαιοδοσίας, καίτοι η σύμβασις δυνατόν να συνήφθη αλλαχού.»

Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά κατά την άποψή  μας ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι ανεξάρτητα από τον τόπο που ο ίδιος έθεσε την υπογραφή του επί της αιτήσεως, αυτή εγκρίθηκε στη Λευκωσία και ως εκ τούτου ορθά κρίθηκε ότι εκεί συνομολογήθηκε. Επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία. Συντρέχουσα δικαιοδοσία φαίνεται να είχε και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, λόγω της κατοικίας του Εφεσείοντος. Όμως υπό τις περιστάσεις δεν τίθεται θέμα αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Περαιτέρω, όλες οι πράξεις αγοραπωλησίας μετοχών γίνονταν στη Λευκωσία, όπου έγινε και η παράβαση. Πέραν τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και πάλιν θα είχε κατά τόπο αρμοδιότητα, αν ληφθεί υπόψη η υποχρέωση του Εφεσείοντος, ως χρεώστη, να αναζητήσει για εξόφληση τον πιστωτή του στην έδρα του, που ήταν η Λευκωσία.

Κατά πόσον το ποσό της απόφασης δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα – Λόγος έφεσης 1

Κατά πόσον εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε σε αναδομημένους λογαριασμούς – Λόγος έφεσης 10

Η αγωγή ηγέρθη στην κλίμακα £250.000-£1.000.000. Η Τράπεζα με την έκθεση απαίτησης της αξίωνε, μεταξύ άλλων, ποσό £307.955, πλέον τόκο, από 1.10.02 επί ποσού £299.058,12. Τελικά, η απαίτηση διαμορφώθηκε στις £244.141,63. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στηρι[*1247]ζόμενο σε αναδομημένους λογαριασμούς, εξέδωσε απόφαση για £378.992,57, ήτοι για ποσό £244.141,63, πλέον τόκο 9% από 1.1.07, πλέον £134.850,94, δεδουλευμένους τόκους, μέχρι 31.12.2006.

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο για να διαμορφώσει τα πιο πάνω ποσά, έλαβε υπόψη την αναδομημένη κατάσταση, Τεκμήριο 35, η οποία όχι μόνο ήταν εκτός δικογράφων, αλλά ούτε καν είχε αποδειχθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Ο Εφεσείων θεωρεί την όλη απαίτηση της Τράπεζας, όπως τελικά διαμορφώθηκε μέσα από 4 αναδομημένους λογαριασμούς, ως «αβέβαιη και ατεκμηρίωτη» και ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τη συνεχή διαφοροποίηση των λογαριασμών που παρουσίασε η Τράπεζα.

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο του Εφεσείοντος, ότι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση ήταν εκτός δικογράφων. Εκείνο που συνέβη, ήταν ότι μετά την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης, η Τράπεζα έκρινε, μετά από αναδόμηση* των λογαριασμών, ότι θα έπρεπε να διαμορφώσει το ποσό της απαίτησης προς τα κάτω. Δεν βλέπουμε γιατί αυτή η ενέργεια, θα πρέπει να θεωρηθεί εκτός δικογράφων. Αυτός ακριβώς είναι ένας από τους σκοπούς των δικογράφων:- τα μέρη αφού αντιπαραβάλλουν τους ισχυρισμούς τους, διαμορφώνουν τις θέσεις τους με απώτερο πάντα σκοπό την επίλυση της διαφοράς. Πέραν τούτου, τα δικόγραφα δεν περιέχουν μαρτυρία και ως εκ τούτου η λεπτομέρεια των ισχυρισμών τίθεται σε κατοπινό στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου, με μαρτυρία.

Στην προκειμένη περίπτωση, τα δικόγραφα καλύπτουν πλήρως την επίδικη διαφορά. Το δικαστήριο είχε την εξουσία, ανάλογα με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, να διαφοροποιήσει προς τα κάτω τα ποσά για τα οποία θα εξέδιδε απόφαση. Ούτε με την καταχώρηση αναδομημένων λογαριασμών δημιουργείται οποιαδήποτε πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αναδομημένοι λογαριασμοί ετοιμάζονται μετά από παράκληση του αντιδίκου ή ακόμη και μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου στο στάδιο της προδικασίας και υποβοηθούν την ακροαματική διαδικασία, αφού επεξηγούν τον τρόπο υπολογισμού των τόκων και τη διαμόρφωση του τελικού υπολοίπου. Δεν διαπιστώνουμε να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε ασάφεια. Με την αναδόμηση των λογαριασμών, μετά τον εκ νέου υπο[*1248]λογισμό των τόκων, διαμορφώθηκε το τελικό υπόλοιπο του λογαριασμού, το οποίο κατά την 31.12.06 ανερχόταν στις £244.141,63 και ο χρεωστικός τόκος μέχρι 31.12.06, στις £134.850,94.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού βεβαιώθηκε ότι οι αναδομημένοι λογαριασμοί ήταν ορθοί, πρόσθεσε τα δύο άλλα κονδύλια για να διαμορφωθεί το συνολικό ποσό της απόφασης. Τίποτε το μεμπτό δεν παρατηρείται και ούτε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος μας υπέδειξε κάτι συγκεκριμένο που να αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα, η οποία ήταν σύμφωνη με τη δοθείσα μαρτυρία. Τα όσα κατέγραψε στην αγόρευση του ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, δεν είναι τίποτε άλλο από γενικόλογοι ισχυρισμοί και δηλώσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν οτιδήποτε.

Κατά πόσον ορθά κρίθηκε ότι υπήρξε τερματισμός και ότι το χρέος κατέστη απαιτητό – Λόγος έφεσης 3

Στην παράγραφο 20 της έκθεσης απαίτησης, η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεων του Εφεσείοντος, άσκησε το δικαίωμα της δυνάμει της παραγράφου 4 της Συμφωνίας ημερομηνίας 4.2.99 (Τεκμήρια 1 και 8) και με επιστολές της ημερομηνίας 24.9.01 και 11.6.02, τερμάτισε τη λειτουργία του εν λόγω λογαριασμού και κατέστησε απαιτητό το υπόλοιπο του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα για το θέμα του τερματισμού (σελ. 24 απόφασης):-

«7. Η ανοδική, όμως, πορεία δεν έμελλε να συνεχισθεί. Από το τέλος του 1999 διαφάνηκαν τα πρώτα σημάδια ότι θα ακολουθούσε πτώση, η οποία κατά τους μήνες που ακολούθησαν μείωσαν και την αξία του χαρτοφυλακίου του εναγόμενου. Αναπόφευκτα μειώθηκε και η αξία των μετοχών που ήταν ενεχυριασμένες στην Τράπεζα, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός του εναγόμενου να παρουσιάσει (αρχικά) υπέρβαση της τάξης των £39.107,60 σεντ. Λόγω αυτής της κατάστασης η ΕΤΕ απέστειλε στον εναγόμενο τρεις επιστολές – τα τεκμ. 7(α), (β) και (γ), ημερ. 11.10.00, 24.11.00 και 1.2.01, αντίστοιχα – με τις οποίες τον καλούσε να καλύψει την υπέρβαση. Ο εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε, γι’ αυτό και η ΕΤΕ με επιστολή ημερ. 24.9.01 (Τεκμ. 7(δ)) τον πληροφόρησε ότι ο επενδυτικός του λογαριασμός «έκλεισε» και τον καλούσε σε εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, που τότε – όπως αναφέρεται στην επιστολή – ανερχόταν στις £267.494. Του γνωστοποιούσε ταυτόχρονα ότι, σε περίπτωση παράλειψης του να συμμορφωθεί μέσα σε 15 ημέρες θα την ανά[*1249]γκαζε «... να προχωρήσει σε πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών ...» και, περαιτέρω, «... η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο αρμόδιο τμήμα για λήψη νομικών μέτρων εναντίον του». Ο εναγόμενος, βεβαίως, δεν συμμορφώθηκε ούτε σ’ αυτή την ειδοποίηση, με τελική κατάληξη να του σταλεί από την Τράπεζα η επιστολή ημερ. 4.9.02 (τεκμ. 12). Με αυτή τον πληροφορούσε ότι είχε τερματίσει τη λειτουργία του λογαριασμού του από 19.3.01 και τον καλούσε όπως μέσα σε 7 μέρες προβεί στην πλήρη εξόφλησή του, κάτι που δεν έπραξε, με αποτέλεσμα την έγερση της παρούσας αγωγής. Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι η Τράπεζα δεν προχώρησε σε πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, αλλά ούτε και ο εναγόμενος έδωσε σε οποιονδήποτε στάδιο τέτοια εντολή.»

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι:-

(α) ο όρος 4 της Συμφωνίας, «ρητά» προέβλεπε ότι ο τερματισμός ήταν προϋπόθεση για να καταστεί το χρέος απαιτητό, όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε τερματισμός με αποτέλεσμα το χρέος να μην καταστεί ποτέ απαιτητό,

(β) ο δικογραφημένος ισχυρισμός ότι ο τερματισμός έγινε δια του Τεκμηρίου 7(δ) στις 24.9.01 δεν αποδείχθηκε,

(γ) το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο τερματισμός έγινε, όπως αναφέρεται στην επιστολή, Τεκμήριο 12, στις 19.3.01, είναι εσφαλμένο·

και

(δ) η κατ’ ισχυρισμό επιστολή τερματισμού την οποία ο Εφεσείων θεωρεί ότι είναι το Τεκμήριο 7(δ), ημερομηνίας 24.9.01, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, γιατί στάληκε από την ΕΤΕ, η οποία είναι άλλο νομικό πρόσωπο.

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, κάλεσε το δικαστήριο να θεωρήσει ότι δεν επήλθε τερματισμός της συμφωνίας, ότι το χρέος δεν κατέστη απαιτητό σύμφωνα με τον όρο 4 της Συμφωνίας (Τεκμήριο 8) και ότι ως αποτέλεσμα η καταχώρηση της αγωγής ήταν πρόωρη.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

Ο όρος 4 της Συμφωνίας, προβλέπει ότι:-

«4. Η Τράπεζα δικαιούται οποτεδήποτε θελήσει και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση προς τον Investor να τερματί[*1250]σει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και να καταστήσει απαιτητό οποιοδήποτε δάνειο και/ή άλλες τραπεζικές ή πιστωτικές διευκολύνσεις και να ζητήσει αμέσως από τον Investor την πληρωμή όλων των οφειλομένων ποσών.»

Είναι σαφές ότι με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, δεν υπάρχει πρόνοια ότι η συμφωνία θα πρέπει να τερματιστεί γραπτώς. Παρά ταύτα, η συμφωνία τερματίστηκε γραπτώς. Η Τράπεζα με 2 επιστολές της, ημερομηνίας 11.11.2000 και 1.2.2001, προειδοποίησε τον Εφεσείοντα ότι αν δεν καλύψει τις υπερβάσεις του, δεν θα έχει άλλη επιλογή από του να τερματίσει τη συμφωνία. Στις 24.9.2001 τον πληροφόρησε ότι έχει προχωρήσει στο κλείσιμο του λογαριασμού και του ζήτησε για τελευταία φορά να εξοφλήσει κάθε υπόλοιπο και ότι αν παρέλειπε να το πράξει, θα προχωρούσαν σε πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών και λήψη νομικών μέτρων εναντίον του. Αυτό κατ’ ακρίβεια σήμαινε τερματισμό της συμφωνίας, εφόσον το επόμενο στάδιο ήταν η λήψη δικαστικών μέτρων. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η συμφωνία προέβλεπε για τερματισμό της συμφωνίας, χωρίς προειδοποίηση. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε όχι μόνο ικανοποιητική προειδοποίηση, αλλά και τερματισμός. Από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία, το εύρημα ότι το χρέος κατέστη απαιτητό, είναι απόλυτα ορθό. Φαίνεται ότι ο δικηγόρος του Εφεσείοντος όντως συγχέει τις περιπτώσεις εγγυητών. Εκεί η Τράπεζα καθιστά το χρέος του πρωτοφειλέτη απαιτητό, σύμφωνα με τη μεταξύ τους συμφωνία. Όμως για τον εγγυητή εφαρμόζονται διαφορετικοί όροι, εφόσον μεταξύ τους υπάρχει ξεχωριστή συμφωνία, αναφορικά με τον τερματισμό και πότε το χρέος καθίσταται απαιτητό.

Το γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης αναφερόταν ως ημερομηνία τερματισμού η 24.9.2001, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να βρει ότι ο τερματισμός έγινε σε άλλη ημερομηνία, αν κάτι τέτοιο προέκυπτε από τη μαρτυρία. Ούτε το γεγονός ότι η επιστολή, Τεκμήριο 7(δ), στάληκε σε επιστολόχαρτο της ΕΤΕ μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο της δεν στάληκε από την Τράπεζα. Είναι προφανές ότι μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν εκ παραδρομής επιστολόχαρτα της ΕΤΕ, αλλά είναι φανερό τόσο από το περιεχόμενο όσο και από την κατάληξη της επιστολής που υπογράφεται από τον Ανδρέα Μίτα, Σύμβουλο Επενδύσεων και Γιώργο Καραγιώργη, Διευθυντή Χρηματιστηρίου Συναλλαγών για λογαριασμό της «Ελληνικής Τράπεζας Λτδ.», ότι αυτή στάληκε από την ίδια την Τράπεζα.

Το γεγονός ότι στην επιστολή, Τεκμήριο 12, γίνεται αναφορά σε επιστολή, ημερομηνίας 19.3.01, δεν αλλοιώνει την κατάσταση αφού [*1251]και έτσι να έγινε, η αγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόωρη αφού καταχωρήθηκε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις 20.12.2002.

Κατά πόσον η συμφωνία είναι παράνομη ως αποτέλεσμα παραβάσεων Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και της παράλειψης της Τράπεζας να αποκαλύψει τις Εγκυκλίους – Λόγοι Έφεσης 4 και 5

Το πρωτόδικο δικαστήριο για το θέμα των Εγκυκλίων, κατέληξε ως εξής:-

«1. ……………….....……………………………………………..

Ο ισχυρισμός ότι η Τράπεζα «του απέκρυψε» την ανυπαρξία νομοθεσίας που να διέπει την αυστηρή λειτουργία του Σχεδίου δεν σημαίνει τίποτα. Ο Νόμος περί Συμβάσεων διαπνέεται από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν αντιλαμβάνομαι ποια νομική αρχή επιβάλλει τέτοιο καθήκον. Όσον αφορά την ισχυριζόμενη απόκρυψη των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, επισημαίνεται ότι κατά τη σύναψη της Συμφωνίας τέτοιες οδηγίες δεν υπήρχαν. Επομένως, κι αν ακόμη η Τράπεζα ήταν επιφορτισμένη με το ισχυριζόμενο καθήκον, λόγος για απόκρυψη δεν μπορεί να γίνει. Τέλος, όσον αφορά τους άλλους τρεις λόγους, όση προσπάθεια κι αν κατέβαλα, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω οτιδήποτε που έστω απομακρυσμένα να τους προσδίδει κάποια τεκμηρίωση.

2. Η θέση ότι η Συμφωνία αντίκειται στη Δημόσια Πολιτική ή ότι παραβιάσθηκαν οι Περί Κεντρικής Τράπεζας και Περί Τραπεζιτικών Εργασιών Νόμοι, προωθήθηκε στη βάση ότι η Τράπεζα δεν τήρησε τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας.

Παρατηρήθηκε, ήδη, ότι κατά το χρόνο σύναψης της Συμφωνίας τέτοιες οδηγίες δεν υπήρχαν και σε σχέση με το θέμα αυτό υπενθυμίζω ότι η πρώτη εγκύκλιος στάληκε στις τράπεζες 12.7.99 (τεκμ. 26(1)) ενώ η Συμφωνία έγινε πέντε περίπου μήνες προηγουμένως. Επομένως, σε καμιά περίπτωση – έστω για χάριν συζήτησης – δεν μπορεί να προβάλλεται ακυρότητα της Συμφωνίας στη βάση του προβληθέντος λόγου. Ο συνήγορος όμως του εναγόμενου προχώρησε περαιτέρω. Οι εν λόγω οδηγίες, υποστήριξε, αποκαλύπτουν την τότε δημόσια πολιτική και λόγω της παραβίασης τους από την Τράπεζα ο σκοπός ή αντιπαροχή της Συμφωνίας κατέστη παράνομος (Αρθρο 23(e) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149) και εν πάση περιπτώσει έπαυσε να το δεσμεύει.

...............................................................................................................

[*1252]Εγείρονται, επί του προκειμένου, δύο ερωτήματα. Το πρώτο, κατά πόσο οι εν λόγω εγκύκλιοι δημοσιοποιούν διαμορφωθείσα δημόσια πολιτική, χωρίς την κατάδειξη της οποίας δεν μπορεί να ευσταθήσει η υποστηριχθείσα θέση, και αν ναι, κατά πόσο η Τράπεζα τις παραβίασε. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφανώς αρνητική, στοιχείο που εκθεμελιώνει και το δεύτερο. Με την εγκύκλιο Τεκμ. 26(1) η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγόρευσε τη χορήγηση δανείων για επενδυτικούς σκοπούς, αλλά σύστηνε στις Τράπεζες να τα περιορίσουν και να’ ναι πιο προσεκτικές. Με τη δεύτερη εγκύκλιο, το Τεκμ. 26(2) δηλαδή – που φαίνεται να στάληκε μετά την αύξηση του πιστωτικού ορίου στις £250.000 – εκφραζόταν η προσδοκία (αναμενόταν, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται) ότι στο μέλλον οι εμπορικές τράπεζες δεν θα πρόσφεραν σε νέους επενδυτές ειδικούς λογαριασμούς για σκοπούς επενδύσεων, κάτι που δεν αφορούσε τον εναγόμενο ο οποίος ήταν παλιός επενδυτής. Εν πάση περιπτώσει, όπως και να εξετασθούν όλες οι εγκύκλιοι, δεν απαγορεύεται η παροχή πιστώσεων για επενδύσεις και, επομένως, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη δημόσιας πολιτικής που να τις απαγορεύει. Ούτε έχει τεκμηριωθεί παραβίαση των εν λόγω εγκυκλίων από την Τράπεζα, σ’ ότι αφορά τον επενδυτικό λογαριασμό του εναγόμενου.

Για όλα τα πιο πάνω, οι θέσεις για ακυρότητα της Συμφωνίας ή επιπτώσεις σ’ αυτή λόγω μη τήρησης των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.»

Ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η συμφωνία είναι παράνομη, δυνάμει του Αρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, γιατί με την τήρηση των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας όπως αυτές καθορίζονται στις σχετικές εγκυκλίους της, η συμφωνία αντίκειται στη δημόσια πολιτική ή το δημόσιο συμφέρον.

Συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προσέγγισε το θέμα για να καταλήξει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμφωνία δεν είναι παράνομη. Δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε, αφού πρόσφατα εξετάσαμε τα ίδια ακριβώς θέματα που ηγέρθηκαν και πάλιν από τον κ. Παπαντωνίου, στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (2010) 1 A.A.Δ. 1131 και καταλήξαμε σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ότι παρόμοια συμφωνία για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, δεν μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Υιοθετούμε τις ίδιες απόψεις και εδώ.

Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 4 και 5 δεν ευσταθούν.

[*1253]Κατά πόσον η Τράπεζα είχε ή όχι υποχρέωση να πωλήσει τις ενεχυριασμένες μετοχές – Λόγοι έφεσης 6 και 9

Κατά πόσον ήταν εσφαλμένο το εύρημα ότι η Τράπεζα δεν υπείχε θέση διαχειριστή του λογαριασμού του Εφεσείοντος– Λόγος έφεσης 7

Κατά πόσον είναι εσφαλμένο το εύρημα ότι δεν δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος με αυξημένες υποχρεώσεις στην Τράπεζα – Λόγος έφεσης 8

Ο όρος 13 του Εγγράφου Ενεχυρίασης μετοχών, Τεκμήριο 3, προβλέπει ότι σε περίπτωση που οι ενεχυριασμένες μετοχές δεν υπερκαλύπτουν τα ποσά που όφειλε ο Εφεσείων, «η Τράπεζα δικαιούται χωρίς προειδοποίηση .... να πωλήσει τις ενεχυριασμένες μετοχές με οποιονδήποτε τρόπο ....».

Το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελίδες 31-32 της απόφασης του, αναφέρει τα εξής:-

«Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ο συνήγορος του εναγόμενου έχει απομονώσει από το κείμενο του Σχεδίου μια φράση – ή πιο σωστά μια λέξη, τη λέξη «διαχείριση» - παραγνωρίζοντας πως εντάσσεται η φράση αυτή στο όλο κείμενο. Σ’ αυτό διατυπώνεται με απλότητα και με κάθε σαφήνεια ότι, η πώληση και αγορά μετοχών μπορούσε να γίνει με ένα απλό τηλεφώνημα του επενδυτή προς τους χρηματιστές της ΕΤΕ, οι μετοχές ναι μεν θα ενεχυριάζονταν προς όφελος της Τράπεζας αλλά αυτό δεν θα εμπόδιζε τον επενδυτή να τις πωλήσει οποτεδήποτε ήθελε και, τέλος, όλες οι συναλλαγές θα γίνονταν κατόπιν εντολής του, όπως συνέβη και στην παρούσα περίπτωση. Επομένως, το να απομονώνεται η λέξη «διαχείριση» και να χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο για επιχείρημα ότι η Τράπεζα είχε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του δεν συνάδει με τις αρχές ερμηνείας ενός κειμένου. Το κείμενο του Σχεδίου, ορώμενο στο σύνολό του, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο που το ερμηνεύει ο εναγόμενος. Η λέξη «διαχείριση» αναφέρεται στο λογαριασμό και όχι στο χαρτοφυλάκιο και σε σχέση μ’ αυτόν, η Τράπεζα ανάλαβε την τήρηση και παρακολούθηση του, καθώς επίσης και την ενημέρωση του εναγόμενου με το να του αποστέλλει σχετικές καταστάσεις.

Για όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι, η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση αλλά δικαίωμα για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών και η μη άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν είχε οποιαδήποτε συνέπεια στις υποχρεώσεις του εναγόμενου έναντί της. Ως εκ του [*1254]περισσού επισημαίνεται ότι ο εναγόμενος μπορούσε οποτεδήποτε ήθελε να δώσει οδηγίες για πώληση των εν λόγω μετοχών, κάτι που δεν έπραξε για δικούς του λόγους.»

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου είναι εσφαλμένη και ότι η Τράπεζα όφειλε να προχωρήσει σε πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, ευθύς ως ανατράπηκε το περιθώριο εξασφάλισης.

Οι λόγοι έφεσης 6 και 9 δεν ευσταθούν. Συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος προσέγγισε το θέμα. Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα τέθηκαν από το συνήγορο του Εφεσείοντος και στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ανωτέρω και υιοθετούμε πλήρως το σκεπτικό μας σε σχέση με τους λόγους 5, 6, 7 και 10, εκείνης της έφεσης. Παραθέτουμε για σκοπούς πληρότητας το σχετικό μέρος της απόφασης. Ο όρος 7 της συμφωνίας στην Π.Ε. 315/07, είναι όμοιος με τον όρο 13 του Τεκμηρίου 3 στην παρούσα υπόθεση:-

«Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας. Το λεκτικό του όρου 7 είναι σαφές. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα και όχι υποχρέωση που διατηρούσαν οι Εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές, δυνάμει του Αρθρου 134 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση (βλ. Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633, AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677 και Silven Properties Ltd and Another v. Royal Bank of Scotland plc and Others [2004] 4 All E.R. 484).

Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δικαίωμα σε υποχρέωση. Όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυριοδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.

[*1255]Δεν συμφωνούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση εγείρεται θέμα παραβίασης του περί Επιτροπών Εμπιστεύματος Νόμου, Κεφ. 193, όπως εισηγείται στην εκατοντασέλιδη αγόρευση του ο κ. Παπαντωνίου, στα πλαίσια του δέκατου λόγου έφεσης. Ούτε συμφωνούμε ότι όσα διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, έρχονται σε αντίθεση με τον δικαστικό λόγο της αγγλικής υπόθεσης China and South Sea Bank v. Tan (ανωτέρω). Η πιο πάνω υπόθεση χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ενισχύουσα τη θέση ότι ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί. Μπορεί η πιο πάνω αγγλική υπόθεση να έχει διαφορές με την υπό εκδίκαση, αλλά καμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται στην πιο πάνω διαπιστωθείσα αρχή του κοινοδικαίου, η οποία συνάδει με το δικό μας δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιείται στο Κεφ. 149. Επομένως, ούτε ο δέκατος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Κατά τα άλλα, το δικαίωμα πώλησης του δανειστή όπως και του ενυπόθηκου δανειστή, δεν μπορεί σύμφωνα με το γενικό δίκαιο να περιοριστεί, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφώνησαν διαφορετικά (βλ. Αρθρο 110, Κεφ. 149). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ίδια η Εφεσείουσα είχε δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές και θα μπορούσε η ίδια να το πράξει όποτε ήθελε, σύμφωνα με τον όρο 3 του σχεδίου, για να εξοφλήσει το χρέος της ή για να μειώσει τη ζημιά της, αλλά δεν το έπραξε. Όπως ορθά διαπιστώνει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, φαίνεται να πρυτάνευσε στο μυαλό της ίδιας και του συζύγου της που την συμβούλευε, η λογική της τότε εποχής και η ελπίδα για ανάκαμψη του ΧΑΚ. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία τέθηκε για να εξηγήσει γιατί η Εφεσείουσα δεν έδωσε οδηγίες για πώληση των μετοχών ή για τερματισμό της συνεργασίας της με τους Εφεσίβλητους. Ως εκ τούτου, ούτε ο λόγος 9 ευσταθεί.

Τέλος, η Εφεσείουσα είχε το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση αν θεωρούσε, είτε δυνάμει του Αρθρου 111 του Κεφ. 149 είτε άλλως πως, ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τη σύμβαση.»

Τα πιο πάνω καλύπτουν και τον ισχυρισμό ότι η Τράπεζα κατέστη διαχειριστής (λόγος έφεσης 7) και εμπιστευματοδόχος του Εφεσείοντος (λόγος έφεσης 8).

[*1256]Στα πλαίσια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης αυτής της ενότητας, ο κ. Παπαντωνίου εντελώς παράτυπα εγείρει κατά τρόπο συγκαλυμμένο, θέμα παραβίασης του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 (Ν. 93(Ι)/96).  Από τη στιγμή που το θέμα δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, δεν μπορεί να εξεταστεί. Όμως, ούτως ή άλλως, δεν εγείρεται τέτοιο θέμα. Εν πάση περιπτώσει, σε απάντηση των όσων εισηγείται ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, παραπέμπουμε στα αποφασισθέντα από την παρούσα σύνθεση στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, ανωτέρω, σε σχέση με το λόγο 4 σ’ εκείνη την έφεση.

Κατά πόσον είναι εσφαλμένο το εύρημα ότι ο Εφεσείων έδωσε όλες τις εντολές που αφορούν στον επενδυτικό του λογαριασμό – Λόγος έφεσης 11

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η Τράπεζα δεν προέβαινε σε αγοραπωλησία μετοχών για λογαριασμό του Εφεσείοντος. Αυτές, όπως αναφέρεται στη σελίδα 23 της απόφασης, «διενεργούνταν από την ΕΤΕ και στη βάση πάντα εντολών που της έδιδε ο εναγόμενος» (εφεσείων).

Ο Εφεσείων αμφισβητεί το πιο πάνω εύρημα και διατείνεται ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο σ’ ένα τέτοιο εύρημα. Πέραν τούτου, ο δικηγόρος του ισχυρίζεται ότι και να υπήρχαν οδηγίες, αυτές δεν ήταν γραπτές ή ηχογραφημένες, σύμφωνα με τις εγκυκλίους του ΧΑΚ.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Κατ’ αρχάς είναι ορθή η διαπίστωση ότι η Τράπεζα δεν είχε σχέση με αγοραπωλησία μετοχών, αφού αυτές διεκπεραιώνονται από τους πληρεξούσιους αντιπροσώπους του Εφεσείοντος, που ήταν η ΕΤΕ. Η Τράπεζα περιοριζόταν στον επενδυτικό τραπεζικό λογαριασμό. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπήρχε ικανοποιητικό μαρτυρικό υλικό που δικαιολογούσε το εύρημα ότι δόθηκαν οδηγίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις οδηγίες που ο Εφεσείων έδωσε με τις χειρόγραφες επιστολές του, Τεκμήρια 5, 6(α)-(στ) για μεταφορά χρημάτων. Επίσης, τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τα βιβλία εντολών, Τεκμήρια 23 και 28(β). Σχετικά είναι επίσης τα Τεκμήρια 31(α) και (β) που αφορούν σε οδηγίες για αγορά μετοχών στη «Logicom» και στην εταιρεία «Μαλλούπας και Παπακώστας». Περαιτέρω, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 29(γ) η δισκέτα η οποία περιείχε μαγνητοφωνημένες εντολές (Τεκμήριο 30). Πέραν των πιο πάνω, υπάρχει και η σχετικότατη μαρτυρία των μαρτύρων Μ.Ε.1, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, οι οποίοι εξήγησαν [*1257]τον τρόπο λήψης των εντολών για λογαριασμό του Εφεσείοντος.

Κατά την άποψή μας, τα πιο πάνω ήταν αρκετά για να πείσουν το πρωτόδικο δικαστήριο για το θέμα των εντολών. Από την άλλη, ο Εφεσείων πολύ λίγα είχε να αντιτείνει.

Κατά πόσον ήταν εσφαλμένο το εύρημα ότι αποστάληκαν από την Τράπεζα στον Εφεσείοντα, οι τριμηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών – Λόγος έφεσης 12

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ο Εφεσείων για να υποστηρίξει ότι το εύρημα του δικαστηρίου είναι εσφαλμένο, στηρίζεται στη μαρτυρία του Π. Χρυσοστόμου άλλως Βάκη (Μ.Υ.3), την οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη. Επομένως, πρόκειται για συγκαλυμμένο λόγο αμφισβήτησης του ευρήματος αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη (Μ.Ε.1, Μ.Ε.3 και το Τεκμήριο 18), ότι οι καταστάσεις αποστέλλονταν κάθε τρεις μήνες. Αυτό αμφισβητήθηκε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, την μαρτυρία όμως του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, χαρακτηρίζοντας την ως ψευδή. Ο λόγος συνδέεται με τους λόγους έφεσης 14-16 που αφορούν στα ευρήματα αξιοπιστίας. Από τη στιγμή που, όπως θα διαφανεί, εκείνοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται, δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω εξέτασης των όσων ισχυρίζεται ο δικηγόρος του Εφεσείοντος σε σχέση με τον λόγο έφεσης 12.

Κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενδιέτριψε επί του ισχυρισμού ότι η Τράπεζα ήταν ένοχη επαγγελματικής αμέλειας – Λόγος έφεσης 13

Η δικογράφηση του ισχυρισμού για ύπαρξη επαγγελματικής αμέλειας, γίνεται με τον πλέον συγκαλυμμένο και ανορθόδοξο τρόπο.

Στην παράγραφο 47 προβάλλεται ο ισχυρισμός για αμέλεια και παράβαση των εκ του νόμου καθηκόντων της Τράπεζας. Στην παράγραφο 48 της ανταπαίτησης, παρατίθενται μαζί «λεπτομέρειες απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή αμέλειας και/ή παράβασης τους εκ του νόμου και/ή από τους Κανονισμούς απορρεόντων καθηκόντων της ενάγουσας». Στη συνέχεια, παρατίθενται 16 λεπτομέρειες με πάμπολλες υποδιαιρέσεις, στις οποίες αναμιγνύονται διάφοροι ισχυρισμοί για δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και αμέλεια, με αποτέλεσμα να καθί[*1258]σταται αρκετά δυσχερές να διαχωριστούν οι διάφοροι ισχυρισμοί που αφορούν στην αμέλεια, από αυτούς που αφορούν στις άλλες παραβάσεις.

Θεωρούμε ότι ο ισχυρισμός για αμέλεια δεν δικογραφήθηκε ορθά και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εξεταστεί.  Ανεξαρτήτως της κατάληξης μας, είναι ορθή η επισήμανση του δικηγόρου της Τράπεζας ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν υπήρξε μαρτυρία που να κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία να υποδεικνύει σε αμέλεια της Τράπεζας. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί που προβάλλει σε σκόρπια σημεία της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης ο Εφεσείων, δεν ευσταθούν, αφού στηρίζονται στην ύπαρξη υποχρέωσης να πωλήσει η Τράπεζα τις μετοχές, θέση την οποία απορρίψαμε. Επειδή τα επιχειρήματα του κ. Παπαντωνίου είναι δομημένα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με αυτά που πρόβαλε στην υπόθεση Μαρία Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, ανωτέρω, υιοθετούμε τα όσα αναφέραμε εκεί, σε σχέση με τους λόγους έφεσης 12, 13 και 15.

Ούτε το θέμα της καθυστέρησης (laches) μπορεί να εξεταστεί, αφού δεν εγείρεται ως ξεχωριστός λόγος έφεσης, αλλά παρεισφρύει ως μέρος της αιτιολογίας του 13ου λόγου έφεσης.

Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη        μαρτυρία της Τράπεζας, του Εφεσείοντος και των μαρτύρων του – Λόγοι έφεσης 14-16

Αποτελεί πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να βλέπει και να ακούει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, εκτός αν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Αντωνίου v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 317).

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφιερώνει 5 σελίδες της απόφασης του για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, την οποία βρήκαμε απόλυτα εμπεριστατωμένη. Ο Εφεσείων δεν έθεσε ενώπιον μας ικανοποιητικό υλικό ή επιχειρήματα, που να υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν η πρέπουσα. Η κάθε κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου για την αποδοχή ή μη μαρτυρίας, συνοδεύεται με αιτιο[*1259]λογία, η οποία υπό τις περιστάσεις κρίνεται απόλυτα εύλογη. Τίποτε δεν τέθηκε ενώπιόν μας, που να συνηγορεί υπέρ της ανατροπής των ευρημάτων του δικαστηρίου για το θέμα της αξιοπιστίας.

Η ανεξαρτησία της νομικής συμβουλής – Λόγος έφεσης 17

Ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα κατέληξε ότι η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι ο Εφεσείων με τη λήψη ανεξάρτητης νομικής συμβουλής, αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο που διέτρεχε με τη συμμετοχή του σε ένα περίπλοκο επενδυτικό σχέδιο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η Τράπεζα δεν εξήγησε στον Εφεσείοντα τους κινδύνους και ούτε υπήρχε νομικός σύμβουλος, ανέφερε τα εξής στη σελίδα 33 της απόφασης:-

«... αφενός μεν δεν διευκρίνισε ποιους κινδύνους όφειλε η Τράπεζα να του εξηγήσει και δεν του εξήγησε και, αφετέρου, το ότι δεν έτυχε νομικής συμβουλής αφορά τον ίδιο. Σχετικά επικαλέσθηκε την υπόθεση Alfa Bank Ltd. v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του. Η υπόθεση αυτή αφορούσε παροχή εγγύησης και όπως κρίθηκε, με αναφορά στο Δίκαιο της Επιείκειας, μια τράπεζα όταν ζητά εγγύηση από κάποιο πρόσωπο έχει υποχρέωση να το προστατεύσει, κι αυτό όταν η σχέση του με τον πρωτοφειλέτη δεν είναι εμπορική.»

Κρίνουμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, ήταν ορθή η διαπίστωση του ότι ο Εφεσείων δεν ήταν ένας απλός πολίτης που επηρεάσθηκε από τις προτροπές της Τράπεζας να συμμετάσχει στο σχέδιο.  Όπως ορθά διαπιστώνει ο ευπαίδευτος Πρόεδρος πρωτοδίκως, η εισήγηση περί απλού επενδυτή στερείται σοβαρότητας. Το δικαστήριο με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, εύλογα καταλήγει ότι:-

«Αντίθετα, όπως επιβεβαιώνεται από τις εκατοντάδες αγοραπωλησίες μετοχών που έγιναν για λογαριασμό του, τόσο λόγω της συμμετοχής του στο Σχέδιο όσο και με δικά του χρήματα (τεκμ. 38), δεν ήταν ένας περιστασιακός «παίκτης». Ενεπλάκη έντονα και συστηματικά σε αγοραπωλησίες μετοχών εκατοντάδων χιλιάδων λιρών και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δοθεί πίστη στον ισχυρισμό του ότι επηρεάσθηκε με οποιονδήποτε τρόπο να συμμετάσχει στο Σχέδιο. Κρίνω, επομένως, ότι ο σχετικός ισχυρισμός του είναι ένα όψιμο κατασκεύασμα, όπως [*1260]όψιμος είναι και ο ισχυρισμός του ότι δήθεν του στέρησαν το δικαίωμα να τύχει ανεξάρτητης νομικής συμβουλής γιατί, δήθεν, τον διαβεβαίωσε ο Μ.Υ.3 ότι τα νομικά θέματα που σχετίζονταν με τους όρους συμμετοχής του στο Σχέδιο – τους οποίους, όπως βεβαίωσε με τη μαρτυρία του, διάβασε προτού υπογράψει – τα χειρίζονταν οι νομικοί της Τράπεζας.»

Κρίνουμε ορθή την προσέγγιση του δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το Σχέδιο ήταν τόσο απλό και οι όροι του σύντομοι που δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς τους κινδύνους. Πέραν τούτου, δεν επρόκειτο για παροχή εγγύησης σε τρίτο πρόσωπο, ώστε η υπόθεση να καλύπτεται από τη νομολογία που αφορά στους εγγυητές. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαχώρισε την υπόθεση Alpha Bank Ltd. v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101.

Κατά πόσον η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη – Λόγος έφεσης 8

Ο λόγος έφεσης στερείται κάθε σοβαρότητας. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καταλαμβάνει 38 ολόκληρες σελίδες και υπάρχουν σε αυτήν όλα τα στοιχεία μιας ορθά δομημένης απόφασης, δηλαδή ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων, αξιολόγηση της μαρτυρίας, διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και σαφής δικαστική απόφαση. Θα πρέπει να επαναλάβουμε με έμφαση, ότι τα δικαστήρια δεν έχουν καμία υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιόν τους, εκτός και αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο. Κατά συνέπεια, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Προτού δώσουμε την τελική μας κατάληξη, δεν μπορούμε να αφήσουμε απαρατήρητο τον τρόπο που ο δικηγόρος του Εφεσείοντος δικογράφησε και παρουσίασε την υπόθεσή του, ο οποίος κατά την άποψή μας αγγίζει τα όρια της κατάχρησης της διαδικασίας. Όπως σχολιάζει και το πρωτόδικο δικαστήριο, η έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, καταλαμβάνει 77 ολόκληρες σελίδες. Αντί να περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία για να καταγράψει τις υπερασπίσεις του πελάτη του, περιέλαβε δεκάδες ισχυρισμούς για τους οποίους στο τέλος δεν προσκόμισε την απαιτούμενη μαρτυρία για να τους αποδείξει, με αποτέλεσμα να παραμείνουν θεωρητικά εγχειρήματα. Η υπόθεση μπορεί να είχε κάποιο βαθμό δυσκολίας, αλλά η φύση της δεν δικαιολογούσε την έκταση που της δόθηκε. Τα δικόγραφα θα πρέπει να περιέχουν μόνο μια συνοπτική έκθεση των ουσιωδών γεγονότων, στην οποία στηρίζεται η απαίτηση ή η υπερά[*1261]σπιση. Οτιδήποτε περιττό, τείνει να επισκιάσει την υπόθεση του διαδίκου και δεν προωθεί ούτε τα συμφέροντα του ίδιου ούτε βέβαια και της δικαιοσύνης. Τέτοια δικόγραφα, θα έπρεπε να τύχουν αντιμετώπισης σύμφωνα με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι θεσμοί για διαγραφή τους (βλ. Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3), εφόσον κριθεί ότι η διατήρηση τους θα δυσχεράνει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

Επίσης, με τον τρόπο που ετοιμάστηκε το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντος, το οποίο αποτελείται από 101 σελίδες, διαπιστώνεται παράβαση του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, με τον Κανονισμό 10(v) προβλέπεται ότι:-

«10(v)

(iv) Περιεχόμενο Περιγράμματος Αγόρευσης:

Το περίγραμμα αγόρευσης ενσωματώνει συνοπτικά και περιεκτικά την επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων του διαδίκου στην έφεση ή αντέφεση, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς επαναλήψεις και αναφορά σε αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το ίδιο νομικό σημείο. Κατά κανόνα, γίνεται αναφορά στην κύρια ή στις κύριες αυθεντίες που υιοθετούν τον κανόνα ή την αρχή δικαίου που επικαλείται ο διάδικος.»

Θεωρούμε μάταιο να αναφερθούμε ξεχωριστά σε κάθε παράβαση των προνοιών του πιο πάνω Κανονισμού. Όπως υποδείξαμε και στην Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1 A.A.Δ. 974, η βραχυλογία θα πρέπει πλέον να θεωρείται αρετή και όχι ελάττωμα και η καθαρότητα και περιεκτικότητα του λόγου αναμφίβολα βοηθά τα μέγιστα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.

*           Συνήθως αυτό γίνεται για να αφαιρεθούν κάποιες χρεώσεις και δικαιώματα για τα οποία ο ενάγων φέρει ένσταση ή για να υπολογιστούν με διαφορετικό τρόπο οι τόκοι.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο