Κυριάκου Έλενα (2010) 1 ΑΑΔ 1332

(2010) 1 ΑΑΔ 1332

[*1332]19 Ιουλίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25.6.2010

 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΕ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ, ΗΜΕΡ. 25.6.2010,

ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ

ΜΕ ΑΡ. 152/2010.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari εναντίον ex parte διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης γονικής μέριμνας ― Η αίτηση έγινε δεκτή επειδή το ex parte διάταγμα ήταν προϊόν κατάχρησης της διαδικασίας και αποτελούσε προσπάθεια παράκαμψης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης που εξυπάκουαν όπως η αιτήτρια στην παρούσα διαδικασία, μητέρα των ανηλίκων, πληροφορηθεί για οποιαδήποτε διευθέτηση θα γινόταν ως προς τη νέα δομή της επικοινωνίας ― Κατά πόσο το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα ex parte βάσει των Κανονισμών 1972 και 1980 σε αναφορά με το Κεφάλαιο 102.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Καταχώρηση και απόσυρση πανομοιότυπων αιτήσεων ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε υπόθεση γονικής μέριμνας ― Συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα τα οποία εκδίδο[*1333]νται με μονομερή αίτηση ― Έκφραση απαρέσκειας και αποδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την παρατηρούμενη ευκολία με την οποία εκδίδονται τα διατάγματα ex parte από τα Δικαστήρια και εισηγήσεις για αντιμετώπιση της κατάστασης.

Στις 25.6.2010 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε σε μονομερή αίτηση υπ’ αρ.152/2010 στα πλαίσια της κυρίως αίτησης γονικής μέριμνας διάταγμα ως προς την επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του. Το ex parte διάταγμα ορίσθηκε επιστρεπτέο στις 2.7.2010.

Στις 29.6.2010 η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari ως προς το εκδοθέν διάταγμα. Η άδεια εδόθη και την επομένη καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari με στόχο την ακύρωση του προαναφερθέντος ex parte διατάγματος. Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση.

Ο συνήγορος της αιτήτριας επικαλέσθηκε τους Κανονισμούς του 1972 και 1980 σε αναφορά με το Κεφάλαιο 102, εισηγούμενος ότι, βάσει του Κανονισμού 8 ιδιαίτερα, το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα ex parte.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να δώσει διάταγμα ex parte, αν οι συνθήκες το απαιτούν και επομένως δεν υπάρχει έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. Η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας υπόκειται σε έλεγχο και η πρόνοια για τη δυνατότητά του να πράξει τούτο δεν αποτελεί εν λευκώ επιταγή για εφαρμογή σε οποιαδήποτε περίπτωση. Η πρόνοια αυτή πρέπει περαιτέρω να διαβαστεί βεβαίως με αναφορά στο Σύνταγμα το οποίο εξυπακούει την προσαρμογή των προ του Συντάγματος προνοιών στα του Συντάγματος, και ιδιαίτερα το δικαίωμα εκάστου διαδίκου στη βάση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης να ακούεται πριν οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση εκδοθεί εναντίον του.

2.  Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης, με την καταχώρηση και απόσυρση πανομοιότυπων αιτήσεων με τον ίδιο στόχο, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Η διαπιστούμενη κατάχρηση της διαδικασίας συνεχίστηκε και στα πλαίσια της νέας αίτησης 152/2010 και στην οποία αυτή τη φορά ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου επέλεξε να μη διατάξει επίδοση αλλά να εκδώσει το διάταγμα ex parte την ίδια μέρα.

[*1334]3.    Είναι λυπηρό ότι και το ίδιο το Δικαστήριο στην 152/2010 ουσιαστικά καταχράστηκε τη δική του δικαιοδοσία εκδίδοντας το διάταγμα ex parte ενώ είχε υπ’ όψη του τα προηγηθέντα και όφειλε, υπό τις συνθήκες εκείνες, ασφαλέστατα να είχε διατάξει επίδοση της αιτήσεως ex parte.

4.  Τα Δικαστήρια πρέπει να εκδίδουν ex parte διατάγματα μόνον όπου τα πράγματα είναι τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά που το Δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή, εξυπηρετώντας το σκοπό της δικαιοσύνης, παρά να εκδώσει το διάταγμα. Σε μια περίπτωση στην οποία το θέμα κρίνεται έστω επείγον, τα δικαστήρια έχουν την ευχέρεια, και χωρίς την έκδοση ex parte διατάγματος, να ορίσουν την οποιαδήποτε ενώπιόν τους αίτηση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όπως είναι η υποχρέωση τους βάσει του Συντάγματος, και να ακούσουν και τις δύο πλευρές πριν αποφασίσουν να εκδώσουν οποιοδήποτε διάταγμα. Αυτό δεν είναι μόνο θέμα δικαιοσύνης και στοιχειώδους συμμόρφωσης με τα δικαστηριακά πλαίσια, είναι και θέμα διευκόλυνσης της διαδικασίας. Η εμπειρία δείχνει ότι διαδικασίες που αρχίζουν με ex parte διατάγματα έχουν επιπλοκές και δεν οδηγούν πουθενά.

Η αίτηση έγινε δεκτή με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Θεοφάνους (2010) 1 A.A.Δ. 234.

Aίτηση.

Σ. Παπακυριακού, για την Αιτήτρια.

Ν. Καλλής, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Ex tempore

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της αίτησης παραπέμπουν σε προηγούμενη εναρκτήρια αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, την 216/2008, στα πλαίσια της οποίας είχε εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα στις 12.2.2009 που αφορούσε την επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα. Πέραν του ενός έτους μετά, δηλαδή στις 21.5.2010, φαίνεται ότι υπήρξε εκ μέρους του πατέρα αίτηση για τροποποίηση του εκ συμφώνου εκδοθέντος διατάγματος, και πολύ [*1335]ορθώς διετάχθη επίδοση της αίτησης εκείνης στη μητέρα (Αιτήτρια στην αίτηση ενώπιόν μου). Ορίσθη δε η αίτηση για τις 4.6.2010. Στις 4.6.2010 όμως ο Αιτητής απέσυρε τόσο την εναρκτήρια αίτηση όσο και την αίτησή του για τροποποίηση, και ενώ είχε καταχωρηθεί έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτηση (που, όπως παρατήρησε ο κ. Παπακυριακού, δεν απεσύρθησαν), επιφυλάσσοντας, όπως αναφέρεται στο πρακτικό, το δικαίωμα να καταχωρήσει νέα αίτηση. Όντως μετά από μόλις 6 μέρες, μόλις, ο Αιτητής επανήλθε με νέα εναρκτήρια αίτηση, την 140/2010, και νέα ex parte αίτηση της ίδιας μέρας, με την οποία ζητούσε ουσιαστικά και πανομοιότυπα την ίδια θεραπεία που ζητούσε με την εναρκτήρια αίτηση ως προς την επικοινωνία με τα ανήλικα. Την ημέρα όμως που είχε ορισθεί η ex parte αίτηση, παρόντος και του συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση, ο Αιτητής απέσυρε τόσο την εναρκτήρια αίτηση όσο και την ex parte αίτηση. Η αίτηση αυτή ήταν ενώπιον της Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ενώ η προηγούμενη Αίτηση Aρ. 216/2008 ήταν ενώπιον Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου και είχε αποσυρθεί, όπως ελέχθη. Ήταν μετά από δύο εβδομάδες που ο Αιτητής επανήλθε με νέα αίτηση, την 152/2010, καταχωρηθείσα στις 25.6.2010, με την οποία εζητείτο ακριβώς η ίδια θεραπεία που εζητείτο με την Αίτηση Aρ. 140/2010 και ταυτοχρόνως με νέα αίτηση ex parte με την οποία ζητούσε και πάλι όλη τη θεραπεία που ζητούσε με την κυρίως αίτηση. Η αίτηση αυτή ετέθη ενώπιον του προαναφερθέντος Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Την ίδια μέρα, 25.6.2010, το Δικαστήριο εξέδωσε το ex parte διάταγμα και το όρισε επιστρεπτέο στις 2.7.2010.

Παρενθετικώς να αναφέρω ότι υπήρξε κάποια σύγχιση όσον αφορά την ημέρα που το διάταγμα ορίσθηκε επιστρεπτέο, κατά πόσο δηλαδή ορίστηκε στις 2.7.2010 ή 21.7.2010. Το ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέν πρακτικό όμως αναφέρει 2.7.2010 και το Δικαστήριο ως εκ τούτου δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα αυτό σε συσχετισμό και με τις προεκτάσεις που θα είχε όσον αφορά τον ορισμό του διατάγματος ως επιστρεπτέου σε μακρινό χρόνο. Όμως τα πράγματα μένουν εκεί και το Δικαστήριο δεν θα εκφέρει γνώμη εκτός των όσων υπάρχουν ενώπιον του και δεν το αφορά οτιδήποτε άλλο θα είχε συμβεί ως προς την ημερομηνία αυτή στα πλαίσια της παρούσας αίτησης και με τα δεδομένα τα οποία έχει σήμερα ενώπιόν του.

Επανέρχομαι στο κυρίως θέμα για να πω ότι, όταν επεδόθη στην Αιτήτρια το διάταγμα, αυτή καταχώρησε, στις 29.6.2010, αίτηση για να εξασφαλιστεί άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari ως προς το εκδοθέν διάταγμα. Η άδεια εδόθη και η αίτηση κα[*1336]τεχωρήθη την επομένη, στις 30.6.2010. Είναι δε αυτή  την αίτηση που έχω σήμερα ενώπιόν μου. Στη συνέχεια, ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε την ένσταση του και το Δικαστήριο έχει τώρα ακούσει και τους ευπαίδευτους συνηγόρους επί του όλου θέματος.

Πέραν του θέματος της ημερομηνίας, το οποίο έχω ήδη σχολιάσει, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια ασχολήθηκε και με το θέμα των Κανονισμών του 1972 και 1980 σε αναφορά με το Κεφάλαιο 102, εισηγούμενος ότι, βάσει του Κανονισμού 8 ιδιαίτερα, το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει διάταγμα ex parte εφ’ όσον ο κανονισμός αυτός προνοεί ότι:

«Εις περίπτωσιν αιτήσεως αναφερομένης εις το πρόσωπον του ανηλίκου, το Δικαστήριον δεν εκδίδει διάταγμα δυνάμει του Νόμου, εκτός εάν παρευρίσκωνται προσωπικώς ενώπιον του δικαστηρίου·

(α) ο αιτητής

(β) οι γονείς (εάν υπάρχωσι) του ανηλίκου.»

Από το πρακτικό του Δικαστηρίου είναι σαφές ότι δεν ευρίσκετο ενώπιον του Δικαστηρίου είτε ο Αιτητής είτε οι γονείς όταν αυτό εξεδόθη. Το Δικαστήριο παρατήρησε βεβαίως ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 4, ο οποίος προνοεί για επίδοση αίτησης δυνάμει των κανονισμών, η αίτηση επιδίδεται και ορίζεται η μέρα ακρόασης της, προνοείται όμως ότι ο κανονισμός αυτός “shall not affect the power of the Court or Judge to grant an application ex parte where the circumstances so require”. Είναι επομένως δυνατό για το Δικαστήριο να δώσει διάταγμα ex parte αν, όπως λέει ο κανονισμός, οι συνθήκες το απαιτούν και επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα ex parte καθόλου. Ασφαλώς όμως, η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας δεν είναι χωρίς έλεγχο και η πρόνοια για τη δυνατότητα του να πράξει τούτο δεν είναι εν λευκώ επιταγή για εφαρμογή σε οποιαδήποτε περίπτωση παρά μόνο όπου όντως οι συνθήκες το απαιτούν. Η πρόνοια αυτή πρέπει περαιτέρω να διαβαστεί βεβαίως με αναφορά στο Σύνταγμα το οποίο εξυπακούει την προσαρμογή των προ του Συντάγματος προνοιών στα του Συντάγματος, και ιδιαίτερα το δικαίωμα εκάστου διαδίκου στη βάση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης να ακούεται πριν οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση εκδοθεί εναντίον του.

Τα έχω αναφέρει αυτά διότι με οδηγούν στο θέμα το οποίο φρο[*1337]νώ ότι συνιστά το ουσιαστικό θέμα της ενώπιόν μου αίτησης, δηλαδή το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας όπως το υπέδειξα ευθύς εξ αρχής στους ευπαιδεύτους συνηγόρους.

Η απλή παράθεση των γεγονότων στην οποία έχω προβεί προηγουμένως ορθώνει ενώπιον του Δικαστηρίου μια άκρως ανησυχητική κατάσταση την οποία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επισημάνει και προηγουμένως, όσον αφορά την ευχέρεια με την οποία εκδίδονται διατάγματα ex parte. Παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις και υποδείξεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εντύπωση που προκύπτει φαίνεται να είναι ότι διατάγματα ex parte εκδίδονται ως να ήταν ο κανόνας μάλλον παρά η εξαίρεση. Ασφαλέστατα, σε μια πρέπουσα περίπτωση το Δικαστήριο όχι μόνο έχει δικαιοδοσία αλλά και υποχρέωση να εκδώσει ex parte διάταγμα εάν οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης αυτό υποδεικνύουν.

Πόρρω απέχει η ενώπιόν μου υπόθεση από κάτι τέτοιο. Εδώ υπήρχε μια σχέση μεταξύ των διαδίκων η οποία δικαστικώς είχε καθοριστεί μέσω της Αίτησης Aρ. 216/2008 όσον αφορά την επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του.

Έχει αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον πατέρα, και έχουν γίνει αναφορές και στην ένορκη δήλωση η οποία κατεχωρήθη, ότι αναγκάστηκε ουσιαστικά να αποσύρει εκείνη την αίτηση και να ζητήσει νέο διάταγμα διότι η Αιτήτρια μητέρα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του διατάγματος και μάλιστα υπήρξαν 6, όπως ανάφερε, αιτήσεις παρακοής. Εξ ου και καταχώρησε την αίτηση για τροποποίηση στα πλαίσια της 216/2008 για να επιτύχει ένα καλύτερα εφαρμοζόμενο διάταγμα.

Δεν είναι του παρόντος Δικαστηρίου να σχολιάσει την εφαρμογή του διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί στην 216/2008, παρά μόνο να υποδείξει ότι αυτό ήταν το δεδομένα υφιστάμενο διάταγμα που καθόριζε τις σχέσεις μεταξύ των μερών. Η νομιμότητα και η ορθότητα της διαδικασίας επιβάλλει όπως ακολουθηθεί η νόμιμη οδός εφαρμογής του διατάγματος που είναι η αίτηση για παρακοή και όπως σε περίπτωση που ο Αιτητής αισθάνεται ότι το διάταγμα δεν ήταν ικανοποιητικό ή τέτοιο ώστε να μπορούσε να εφαρμοστεί δεόντως, να επιμείνει στην αίτησή του για τροποποίηση και το Δικαστήριο θα είχε υποχρέωση να δικάσει αυτή την αίτηση σύμφωνα με τις διαδικασίες. Αντί τούτου ο Αιτητής θεώρησε σωστό να αποσύρει εντελώς την υφιστάμενη αίτηση και την αίτηση του για τροποποίηση, επιφυλάσσοντας, όπως ανάφερε, δικαίωμα να επανέλθει με νέα αίτηση. Όχι μόνο τα πράγματα καθυστερούσαν περισσότερο με αυ[*1338]τό τον τρόπο αλλά και περιπλέκοντο διότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι η νέα αίτηση ήταν ως το θέμα να γεννάτο με αυτή εφ’ όσον πραγματικά και νομικά προϋπήρχε. Όλο εκείνο το ιστορικό επομένως θα έπρεπε να είχε τεθεί, εν πάση περιπτώσει, με πληρότητα και λεπτομέρεια ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο θα καταχωρείτο η νέα αίτηση για να μπορέσει το Δικαστήριο να σταθμίσει αναλόγως τα πράγματα, και πολύ ορθώς το Δικαστήριο είχε αρχικώς διατάξει όπως η αίτηση για τροποποίηση επιδοθεί και πολύ κακώς η αίτηση για τροποποίηση είχε καταχωρηθεί ex parte εφ’ όσον η ιδέα αυτής καθ’ εαυτής της τροποποίησης εξυπακούει ότι πρέπει και η άλλη πλευρά να ακουστεί.

Η πραγματικότητα εκείνη δεν μπορούσε να διαγραφεί με την καταχώρηση νέας αίτησης ex parte στα πλαίσια οποιασδήποτε νέας εναρκτήριας αίτησης, εφ’ όσον ουσιαστικά το νέο επιδιωκόμενο ex parte διάταγμα συνιστούσε διαφοροποίηση του προηγούμενου διατάγματος του Δικαστηρίου, έστω και αν αυτό είχε παύσει να υφίσταται με την απόσυρση της αίτησης. Η καταχώρηση αίτησης ex parte συνιστούσε, επομένως, κατάχρηση της διαδικασίας και προσπάθεια παράκαμψης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης που εξυπάκουαν όπως η μητέρα πληροφορηθεί για οποιαδήποτε διευθέτηση θα γίνει ως προς τη νέα δομή της επικοινωνίας.

Ακόμα πιο εκπληκτικό βεβαίως είναι το γεγονός ότι και η αίτηση εκείνη, η 140/2010, δηλαδή η νέα εναρκτήρια αίτηση, δεν εδικάσθη παρά το ότι σε σχέση με την ex parte αίτηση ήταν παρούσα η μητέρα και θα μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της η υπόθεση με την καταχώρηση ένστασης και την ακρόαση της ex parte αίτησης ως ουσιαστικά πλέον by summons, αλλά απεσύρθη την ημέρα εκείνη για να καταχωρηθεί νέα εναρκτήρια αίτηση και νέα αίτηση ex parte, τη φορά αυτή ενώπιον του αρχικού δικαστή ο οποίος είχε ενώπιόν του την 216/2008, χωρίς στη νέα αίτηση μάλιστα να γίνει αναφορά για τη μεσολαβήσασα Αίτηση Aρ. 140/2010, η οποία είχε οριστεί ενώπιον της Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου και στην οποία είχε εμφανιστεί η μητέρα και η οποία είχε αποσυρθεί.

Η διαπιστούμενη κατάχρηση της διαδικασίας συνεχίστηκε και στα πλαίσια της νέας Αίτησης Aρ. 152/2010, η οποία, όπως ήδη σημείωσα, ήταν πανομοιότυπη με την 140/2010 και στην οποία αυτή τη φορά ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου επέλεξε να μην διατάξει επίδοση αλλά να εκδώσει το διάταγμα ex parte την ίδια μέρα.

Από τα όσα είχαν  αναφερθεί στην ένορκη δήλωση σε στήριξη της [*1339]αίτησης για ex parte διάταγμα αλλά και από την ιστορία του πράγματος, προκύπτει ότι ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου είχε υπ’ όψη του την ιστορία του πράγματος και είχε υπ΄όψη του τη νέα αίτηση, δεν είχε όμως υπ’ όψη του τη μεσολαβήσασα αίτηση ενώπιον της Προέδρου. Η απόκρυψη βεβαίως αυτού του γεγονότος από μόνη της συνιστά λόγο ακύρωσης του διατάγματος, την τοποθετώ όμως και περαιτέρω στα πλαίσια της επιδιωχθείσας κατάχρησης της διαδικασίας εκ μέρους του Αιτητή με σκοπό δηλαδή να εξασφαλίσει διάταγμα, χωρίς να το γνωρίζει η μητέρα και χωρίς αυτή να ακουστεί, με επαναλαμβανόμενες αιτήσεις κατά το συμφέρον.

Το λυπηρό βεβαίως είναι ότι και το ίδιο το Δικαστήριο στην 152/2010 ουσιαστικά καταχράστηκε τη δική του δικαιοδοσία εκδίδοντας το διάταγμα ex parte ενώ είχε υπ’ όψη του τα προηγηθέντα και όφειλε, υπό τις συνθήκες εκείνες, ασφαλέστατα να είχε διατάξει επίδοση της αιτήσεως ex parte.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον πατέρα, μου έχει αναφέρει ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν τεθεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου ή να εκρίνοντο στα πλαίσια οποιασδήποτε έφεσης εναντίον της απόφασης. Μιλούμε όμως για εμφανέστατη κατάχρηση της διαδικασίας και για εμφανέστατη υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου το οποίο προφανώς δεν έχει λάβει υπ’ όψη του τα όσα έχουν επανειλημμένα επισημανθεί σε σχέση με τα διατάγματα ex parte, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μια προϊστορία στη δικαστική διαμάχη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια με έχει παραπέμψει σε πρόσφατη δική μου απόφαση, στη Βαλεντίνα Θεοφάνους (2010) 1 A.A.Δ. 234, όπου εξέφρασα τις έντονες ανησυχίες μου για την παρατηρούμενη ευκολία με την οποία διατάγματα ex parte εκδίδονται από τα δικαστήρια, και παρατηρώ ότι και εκείνη η υπόθεση αφορούσε το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η εντύπωσή μου είναι ότι οι διάδικοι χρησιμοποιούν τις διαδικασίες κατά το συμφέρον και ότι το Δικαστήριο δυστυχώς γίνεται συνεργός στην κατάχρηση αυτή. Διερωτώμαι με ποιο τρόπο θα μπορούσε να τονιστεί περαιτέρω η θεμελιακή διάσταση του Συντάγματος και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ότι διατάγματα ex parte είναι η άκρα εξαίρεση και όχι ο συνήθης κανόνας. Πρέπει τα πράγματα να είναι τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά που το Δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή, εξυπηρετώντας το σκοπό της δικαιοσύνης, παρά να εκδώσει το διάταγμα. Σε μια περίπτωση στην οποία το θέμα κρίνεται έστω επείγον, τα δικαστήρια έχουν την ευχέρεια, και χωρίς την έκδοση ex parte διατάγματος, να ορίσουν την οποιαδήποτε [*1340]ενώπιόν τους αίτηση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όπως είναι η υποχρέωση τους βάσει του Συντάγματος, και να ακούσουν και τις δύο πλευρές πριν αποφασίσουν να εκδώσουν οποιοδήποτε διάταγμα. Αυτό δεν είναι μόνο θέμα δικαιοσύνης και στοιχειώδους συμμόρφωσης με τα δικαστηριακά πλαίσια, είναι και θέμα διευκόλυνσης της διαδικασίας. Η εμπειρία δείχνει ότι διαδικασίες που αρχίζουν με ex parte διατάγματα έχουν επιπλοκές και δεν οδηγούν πουθενά.

Λυπάμαι που είχα σήμερα να αντιμετωπίσω μια από αυτές τις περιπτώσεις, αλλά το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να διατάξει την ακύρωση του διατάγματος το οποίο εξεδόθη ex parte και να επιστρέψει την υπόθεση στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο.

H αίτηση γίνεται δεκτή με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο