Olympic Insurance Agencies Limited ν. Lexus Insurance Agencies Limited και Άλλης (2010) 1 ΑΑΔ 1440

(2010) 1 ΑΑΔ 1440

[*1440]15 Σεπτεμβρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

OLYMPIC INSURANCE AGENCIES LIMITED,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. LEXUS INSURANCE AGENCIES LIMITED,

2. ΔΑΦΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 168/2007)

 

Απόδειξη ― Αντεξέταση ― Παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρος σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε.

Απόδειξη ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας σε αγωγή για είσπραξη ποσού ασφαλίστρων το οποίο οι εναγόμενοι αντιπρόσωποι ασφαλειών είχαν υποχρέωση να καταβάλουν προς την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία στη βάση της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας ― Οδήγησε σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Με προφορική συμφωνία που συνομολογήθηκε στη Λευκωσία κατά ή περί την 5.1.2000 οι εφεσείοντες – ενάγοντες (οι εφεσείοντες) διόρισαν τους εφεσίβλητους – εναγόμενους (οι εφεσίβλητοι) ως μεσάζοντες και/ή αντιπροσώπους των για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων και/ή για την είσπραξη των ασφαλίστρων ασφαλιστικών συμβολαίων, επί πληρωμή προκαθορισμένης και/ή προσυμφωνημένης προμήθειας πάνω στα εισπρακτέα ασφάλιστρα. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο βασικός μέτοχος και Διευθυντής της εφεσίβλητης 1.

Οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξιώνοντας το ποσό των £41.042,58 το οποίο ισοδυναμούσε με το ποσό των ασφαλίστρων το οποίο οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση των όρων της προαναφερθείσας συμφωνίας, δεν τους κατέβαλαν.

[*1441]Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες διέρρηξαν συμφωνία ότι θα αγόραζαν ομού με Γαλλική ασφαλιστική εταιρεία το goodwill (φήμη και πελατεία) της εφεσίβλητης 1, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να υποστούν ζημιά €50.992,44, την οποία και ανταπαιτούσαν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με το σκεπτικό (α) ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν συμβλήθηκε υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως διευθυντής και αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 1 και (β) διότι δεν ήταν απόλυτα σαφές αν η απαίτηση βασιζόταν σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated) ή σε υπόλοιπο λογαριασμού (account).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε περαιτέρω ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων, που αποδέχθηκε ως αληθή, ουδόλως καταδείκνυε προς την κατεύθυνση του εκκαθαρισμένου λογαριασμού και επίσης ότι το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν αντιδρούσαν στις εκκλήσεις να πληρώσουν το αξιούμενο ποσό δεν σήμαινε ότι δέχονταν ότι το όφειλαν.

Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε για το λόγο ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, λόγους έλλειψης αιτιολογίας σε σχέση με την απόρριψη της αξίωσής τους και εσφαλμένης αξιολόγησης σε σχέση με την παράλειψη των εφεσιβλήτων να αντεξετάσουν επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 12 (κατάσταση λογαριασμού).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η τελευταία Κατάσταση Λογαριασμού (τεκμ. 12) δείχνει ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν το ίδιο με το αξιούμενο στην αγωγή. Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί, ήταν αρκετή για απόδειξη της απαίτησης και οι ασάφειες και αοριστίες που έκρινε το Δικαστήριο ότι υπήρχαν, δεν ήσαν τέτοιας φύσης που να επηρέαζαν την ορθότητα της αξίωσης.

2.  Το τεκμήριο 12 κατατέθηκε χωρίς ένσταση και έγινε δήλωση ότι δεν γίνεται αποδεκτή η αλήθεια του περιεχομένου του. Όμως από τη στιγμή που ο μάρτυρας που το κατέθεσε ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο είναι ορθό, ώφειλε η πλευρά των εφεσιβλήτων να αντεξετάσει επί του ουσιώδους αυτού ισχυρισμού τον μάρτυρα των εφεσειόντων. Η παράλειψη αντεξέτασης μπορεί να οδηγήσει το [*1442]Δικαστήριο να καταλήξει ότι η πλευρά που παρέλειψε να αντεξετάσει δέχεται τα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο μάρτυρας της αντίδικης πλευράς.

3.  Η υπόθεση Γρηγορίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 A.A.Δ. 846, που επικαλέσθηκε η πλευρά των εφεσιβλήτων και στην οποία κρίθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε η αγωγή αφού δεν υπήρξε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, διακρίνεται από την παρούσα υπόθεση, αφού το τεκμ. 12 περιείχε πλήρη στοιχεία του αξιούμενου ποσού.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση ως η απαίτηση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89,

Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383,

Philippou General Bonded Warehouse Ltd. v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057,

Γρηγορίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 A.A.Δ. 846.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 9076/01), ημερομ. 31.5.2007.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Σ. Μ. Πατσαλίδης με Μ. Πατσαλίδου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγομένους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φωτίου, Δ..

[*1443]ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 31/5/2007 με την οποία απορρίφθηκε η Αγωγή Αρ. 9076/01 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που καταχώρησαν εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Οι εφεσείοντες ήσαν και είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διεξήγαγε κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ άλλων, εργασίες αντιπροσώπου ασφαλειών. Κατά τον ίδιο χρόνο η εφεσίβλητη 1 ήταν επίσης ιδιωτική μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διεξήγαγε εργασίες αντιπροσώπου ασφαλειών και/ή μεσάζοντα για ζητήματα ασφάλισης εκ μέρους αντιπροσώπου ασφαλειών. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο βασικός μέτοχος και Διευθυντής της εφεσίβλητης 1, ο οποίος σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων διεξήγαγε και προσωπικά τις ίδιες εργασίες με την εφεσίβλητη 1.

Με προφορική συμφωνία που συνάφθηκε στη Λευκωσία και/ή περί την 5/1/2000 οι εφεσείοντες διόρισαν, με έγκριση του Εφόρου Ασφαλειών, τους εφεσίβλητους ως μεσάζοντες και/ή αντιπρόσωπους των για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων και/ή για την είσπραξη των ασφαλίστρων ασφαλιστικών συμβολαίων, με αντάλλαγμα την πληρωμή σ’ αυτούς προκαθορισμένης και/ή προσυμφωνημένης προμήθειας πάνω στα εισπρακτέα ασφάλιστρα. Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι ενώ εισέπραξαν διάφορα ποσά από τους πελάτες των εφεσειόντων και/ή για λογαριασμό τους, κατά παράβαση των ρητών και/ή εξυπακουόμενων όρων της εν λόγω συμφωνίας, παρέλειψαν να τους πληρώσουν ποσά ασφαλίστρων που εισέπραξαν για την περίοδο Ιανουαρίου μέχρι Δεκεμβρίου 2000, ανερχόμενα στο ποσό των £41.042,58 το οποίο ποσό παραδέχθηκαν ως ορθό και οφειλόμενο προς τους ενάγοντες και το οποίο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, αρνήθηκαν να πληρώσουν. Έτσι οι εφεσείοντες ήγειραν την προαναφερθείσα αγωγή.

Οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι, με την υπεράσπιση τους αφού εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσίβλητος 2 ουδέποτε συνεβλήθει προσωπικά με τους εφεσείοντες, προχωρούν και αναφέρουν ότι η οποιαδήποτε συμφωνία έγινε, μεταξύ εφεσίβλητης 1 και εφεσειόντων, συνάφθηκε στη Λεμεσό και όχι στη Λευκωσία. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οποιαδήποτε πληρωμή από την εφεσίβλητη 1 προς τους εφεσείοντες θα γινόταν μεταξύ 3 έως 6 μηνών (και όχι 60 [*1444]ημερών από την είσπραξη τους ως ο ισχυρισμός των εφεσείοντων), αλλά στη Λεμεσό και όχι στη Λευκωσία. Επικαλούνται επίσης οι εφεσίβλητοι συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων ότι οι εφεσείοντες, ομού μετά της Γαλλικής εταιρείας Α.Χ.Α. Insurance θα αγόραζαν το goodwill (φήμη και πελατεία) της εφεσίβλητης 1 το οποίο υπολόγισαν σε €100-120 χιλιάδες και ότι μέχρι την πραγματοποίηση της εν λόγω συμφωνίας η εφεσίβλητη 1 θα ελάμβανε προμήθεια επί των πωλήσεων στα διάφορα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 10 της υπεράσπισης. Αφού δε ολοκληρώνετο η μεταφορά όλης της πελατείας (goodwill) υπό της εφεσίβλητης 1 προς τους εφεσείοντες, που τελικά υπολογίστηκε στα €114.996,24, συμφωνήθηκε ποσοστό 10% με υπόσχεση από πλευρας εφεσειόντων ότι η διευθέτηση αυτή θα συνέχιζε, ανεξάρτητα από την πορεία και έκβαση των διαπραγματεύσεων των εφεσειόντων με την εταιρεία Α.Χ.Α. Insurance οπότε οι εφεσείοντες θα αγόραζαν το goodwill της εφεσίβλητης 1 και τα γραφεία της τελευταίας στη Λεμεσό, θα θεωρούντο ως υποκατάστημα των εφεσειόντων. Με βάση την ίδια συμφωνία, ο εφεσίβλητος 2 θα είχε θέση στελέχους της εταιρείας των εφεσειόντων με αντιμισθία Λ.Κ.20.000,00 ετησίως.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι μετά την αποτυχία των εφεσειόντων να έλθουν σε συμφωνία με την Γαλλική εταιρεία, οι εφεσείοντες διέρρηξαν και την μετά της εφεσίβλητης εταιρείας προφορική συμφωνία, με αποτέλεσμα να εγείρουν οι εφεσείοντες την υπό έφεση αγωγή, την αξίωση της οποίας αρνούνται. Αντίθετα λόγω της διάρρηξης της μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσίβλητης 1 συμφωνίας για αγορά του goodwill οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ζημιά €50.992,44, όπως εξηγούν αναλυτικά στην έκθεση υπεράσπισης τους, το οποίο ποσό και ανταπαιτούν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε 3 μάρτυρες από πλευράς εφεσειόντων και 2 μάρτυρες από πλευράς εφεσιβλήτων (μεταξύ των οποίων και τον εφεσίβλητο 2) και παρόλο ότι έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσειόντων και αναξιόπιστους τους μάρτυρες υπεράσπισης, τελικά απέρριψε την αγωγή με το εξής, πολύ περιληπτικά, σκεπτικό:

(α) εναντίον του εφεσίβλητου 2 γιατί κρίθηκε ότι δεν συμβλήθηκε υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως διευθυντής και αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 1,

(β) διότι η απαίτηση δεν είναι απολύτως σαφές αν βασίζεται σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated) ή σε υπόλοιπο λογαριασμού (account) και ότι το δικόγραφο θα μπορούσε να εί[*1445]ναι περισσότερο σαφές. Συνεχίζει όμως το πρωτόδικο δικαστήριο και αναφέρει ότι η αντίληψη που δημιουργείται είναι ότι η αξίωση βασίζεται και στις δυο αυτές εναλλακτικές βάσεις αγωγής και καταλήγει ότι στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία (που έχει αποδειχθεί ως αληθή) με κανένα τρόπο δεν καταδεικνύει προς την κατεύθυνση του εκκαθαρισμένου λογαριασμού και ότι το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν αντιδρούσαν στις εκκλήσεις να πληρώσουν το αξιούμενο ποσό δεν σημαίνει ότι δέχθηκαν ότι όφειλαν αυτό το ποσό.

(γ) Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι «η αξίωση θα μπορούσε να προωθηθεί και στη βάση του υπόλοιπου λογαριασμού, πλην όμως για τους λόγους που έγινε προσπάθεια να εξηγηθούν, δεν θα μπορούσε να πετύχει αφού επικρατεί μια ασύγγνωστη ασάφεια σε ότι αφορά στο ποιό ακριβώς είναι το οφειλόμενο υπόλοιπο και από μια αυστηρή θεώρηση των πραγμάτων, αν πράγματι ένα τέτοιο υπόλοιπο υφίσταται.»

Επισημαίνουμε ότι η ανταπαίτηση απορρίφθηκε για το λόγο ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων (μεταξύ των οποίων ο εφεσίβλητος 2) κρίθηκαν αναξιόπιστοι, και η κατάληξη αυτή δεν εφεσιβάλλεται με τον ένα ή αλλο τρόπο.

Την απόρριψη της αγωγής οι εφεσείοντες προσβάλλουν με την παρούσα έφεση που βασίζουν στους ακόλουθους λόγους έφεσης:

«1ος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι δεν υπήρχε επεξήγηση στους λογαριασμούς (Τεκμήριο 12).

2ος Λόγος Έφεσης

Η αιτιολογία του Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε καμία εξήγηση γιατί δεν ζητήθηκαν ως οφειλόμενα οποιαδήποτε ποσά για τους μήνες Ιούνιο, Αύγουστο, Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Δεκέμβρη του 2000 λανθασμένα βάρυνε στην σκέψη του Δικαστηρίου ως λόγος απόρριψης της αξίωσης των Εφεσειόντων.

3ος Λόγος Έφεσης

Το γεγονός που ήτο εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα διατυπωθέντα ποσά στις επιστολές που επισυνάφθηκαν ως δέσμη στο Τεκμήριο 12 δεν συνέπιπταν με το ποσό της αγωγής δεν μπο[*1446]ρούσε να ήτο αιτιολογία για την απόρριψη της αξίωσης των Εφεσειόντων.

4ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την παράλειψη των Εφεσιβλήτων να αντεξετάσουν επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 12 και λανθασμένα αξιολόγησε την αποχή των Εφεσιβλήτων να αμφισβητήσουν τις καταστάσεις των λογαριασμών που τους παραδίδοντο.

5ος Λόγος Έφεσης

Η απουσία της επεξήγησης της κατάστασης λογαριασμού του Ιανουαρίου 2000 ύψους £2.019.79σ που εκ μεταφοράς καταχωρήθηκε στο Τεκμήριο 12 δεν έπρεπε να επιδράσει στην απόρριψη της αξίωσης των Εφεσειόντων.

6ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι δεν επρόκειτο περί εκκαθαρισμένου λογαριασμού.»

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης παρόλο που είναι διατυπωμένοι ξεχωριστά, στην ουσία, όπως προκύπτει κι από το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, αφορούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την απαίτησή τους όσον αφορά την εφεσίβλητη 1. Κατά την ακρόαση της έφεσης η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσειόντων δήλωσε ότι η αγωγή δεν βασιζόταν σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό. Επομένως θεωρούμε ότι ο 6ος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε. Επισημαίνουμε επίσης ότι η απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 2 δεν εφεσιβάλλεται.

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια καταλήγουμε ότι η έφεση ευσταθεί:

(α) Η αξίωση των εφεσειόντων στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα είχε ως εξής:

«£41.042,58 ως ποσό ασφαλίστρων που εισπράχθηκαν από τους εναγόμενους 1 και/ή 2 εκ μέρους και/ή προς όφελος και/ή για λογαριασμό των εναγόντων και που δεν πληρώθηκαν στους ενάγοντες κατά παράβαση σύμβασης και/ή των νομικών [*1447]τους καθηκόντων»

(β) Με την έκθεση απαίτησης που ακολούθησε, παράγραφος  9 η αξίωση διατυπώθηκε ως ακολούθως:

«9. Κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας που αναφέρεται πιο πάνω και/ή κατά παράβαση των νομικών καθηκόντων των οι εναγόμενοι παρέλειψαν να πληρώσουν στους ενάγοντες ποσά ασφαλίστρων που εισέπραξαν για την περίοδο Ιανουαρίου μέχρι Δεκεμβρίου 2000.

Λεπτομέρειες

Μέχρι 31/12/2000            Οφειλόμενο ποσό £41.028,58 το οποίο οι

                               Εναγόμενοι παραδέχθηκαν ως ορθό και

                               οφειλόμενο προς τους ενάγοντες.»

(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσειόντων και παντελώς αναξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων και αφού δέχθηκε τη συμφωνία αντιπροσώπευσης των εφεσειόντων από την εφεσίβλητη 1, όπως την επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, ότι δηλαδή έγινε στη Λευκωσία και όχι στη Λεμεσό, κατάληξε σε εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι εισέπραξαν διάφορα ποσά για λογαριασμό των εφεσειόντων τα οποία, αν και τους ζητήθηκε, παρέλειψαν να καταβάλουν και ότι το αξιούμενο ποσό οφείλεται. Συγκεκριμένα αναφέρει (σελ. 13 της απόφασης) τα ακόλουθα:

«Οι ενάγοντες διατηρούσαν λογαριασμό στον οποίο καταχωρούνταν οι διάφορες χρεοπιστώσεις αναλόγως της είσπραξης και υπολοίπων για τα οποία ήσαν επιβαρυμένοι οι εναγόμενοι 1.  Ο λογαριασμός αυτός άρχισε να διατηρείται από τον Ιανουάριο του 2000 και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου. Σε ό,τι αφορά στις καταστάσεις λογαριασμού στην πρώτη στήλη αναγράφεται η ημερομηνία εγγραφής/πράξης, στη δεύτερη στήλη τα ασφαλιστικά συμβόλαια και η κατηγορία τους, στην τρίτη και τέταρτη στήλη οι χρεώσεις και οι πιστώσεις αντιστοίχως και στην πέμπτη στήλη το υπόλοιπο του λογαριασμού των εναγομένων. Το ποσό εξακολουθεί να οφείλεται παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων προς τους εναγόμενους.»

(δ) Αναφορικά με τον 4ο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή οι εφεσίβλητοι δεν αντεξέτασαν τους μάρτυρες των εφεσειόντων επί του περιεχο[*1448]μένου του τεκμ. 12 (κατάσταση λογαριασμού), κρίνουμε ότι και αυτός ευσταθεί. Κατατέθηκε χωρίς ένσταση και έγινε δήλωση ότι δεν γίνεται αποδεκτή η αλήθεια του περιεχομένου του. Όμως από τη στιγμή που ο μάρτυρας που το κατέθεσε ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο είναι ορθό, ώφειλε η πλευρά των εφεσιβλήτων να αντεξετάσει επί του ουσιώδους αυτού ισχυρισμού τον μάρτυρα των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης και νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89, 105, Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 388, 389 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057, 1060), εκεί όπου ένας διάδικος παραλείπει να αντεξετάσει ένα μάρτυρα πάνω σε ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του, τότε το Δικαστήριο μπορεί (δηλαδή δεν είναι υπόχρεο) να καταλήξει ότι η πλευρά που παρέλειψε να αντεξετάσει, δέχεται τα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο μάρτυρας. Εδώ τα γεγονότα του τεκμηρίου 12 ήταν ουσιώδη, αφού αποτελούσε μαρτυρία για απόδειξη του οφειλόμενου ποσού, που ήταν η ουσία της αγωγής, και επομένως ώφειλε η πλευρά των εφεσιβλήτων να αντεξετάσει το μάρτυρα ως προς την ορθότητα ή μη της εν λόγω κατάστασης λογαριασμού. Επομένως ήταν περίπτωση που το Δικαστήριο μπορούσε να θεωρήσει ότι το απαιτούμενο ποσό ήταν ορθό και γι’ αυτό το λόγο, ως ποσό οφειλόμενο με βάση τη συμφωνία αντιπροσώπευσης, όπως άλλωστε ήταν εύρημα του Δικαστηρίου στις σελίδες 13 και 14 της απόφασης. Συγκεκριμένα στη σελ. 14 το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει τα εξής:

«Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι 1 δια του εναγομένου 2 εξακολουθούσαν να χρεωπιστώνονται με τα ποσά που με ακρίβεια και αλήθεια αναφέρονται στο τεκμήριο 12».

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Επισημαίνουμε εδώ ότι το τεκμ. 12 ήταν δέσμη εγγράφων και με διάφορες καταστάσεις λογαριασμού. Η τελευταία Κατάσταση Λογαριασμού δείχνει ότι κατά την 31/12/2000 το οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν £41.042.58, δηλαδή το ίδιο με το απαιτούμενο με την αγωγή. Κρίνουμε ότι η ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί, ήταν αρκετή για απόδειξη της απαίτησης και οι ασάφειες και αοριστίες που έκρινε το Δικαστήριο ότι υπήρχαν, δεν ήσαν τέτοιας φύσης που να επηρεάζουν την ορθότητα της αξίωσης.

(ζ) Η υπόθεση Γρηγορίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 A.A.Δ. 846, που επικαλέσθηκε η πλευρά των εφεσιβλήτων και στην οποία κρίθηκε ότι ορθά απορρίφθηκε η αγω[*1449]γή αφού δεν υπήρξε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, διακρίνεται από την παρούσα υπόθεση, αφού το τεκμ. 12 περιείχε πλήρη στοιχεία του αξιούμενου ποσού.

Ενόψει όλων των πιο πάνω και με βάση τα ευρήματα γεγονότων όπως τα αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγουμε ότι η αξίωση των εφεσειόντων έπρεπε να γίνει αποδεκτή.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση για €70.125,41 (ισότιμο των Λ.Κ.41.042,58) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση ως η απαίτηση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο