Τσιάρτας Ανδρέας και Άλλος ν. Alocay Holdings Ltd και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 1523

(2010) 1 ΑΑΔ 1523

[*1523]24 Σεπτεμβρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ,

2. ΣΑΒΒΑΣ Γ. ΛΕΒΕΝΤΗΣ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ALOCAY HOLDINGS LTD,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2008)

 

Αστικά αδικήματα Δόλος Ποία τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος του δόλου Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με το βάρος αποδείξεως.

Συμβάσεις Σύμβαση πώλησης ακινήτου Κατά πόσο υπήρχε έννομη συμβατική σχέση μεταξύ εναγόντων και εναγομένων (privity of contract), ώστε οι εναγόμενοι να καθίστανται νομικά υπόλογοι για την τήρηση των όρων της σύμβασης Κατά πόσο μπορούσε να καταλογιστεί ευθύνη στους εναγόμενους για «ματαίωση» της επίδικης σύμβασης.

Αγωγή Έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 Είναι αναγκαία στην καταχώρηση αγωγής για αποζημιώσεις για αστικό αδίκημα που συνιστά και κακούργημα.

Απόδειξη Αξιολόγηση μαρτυρίας Ισχυρισμός για αποδοχή προφορικής μαρτυρίας δίχως ενίσχυση σε αντίκρουση έγγραφης μαρτυρίας και κατάληξη σε ευρήματα αντίθετα με την πραγματική φύση της δικαιοπραξίας και συναλλαγής μεταξύ των διαδίκων Παράλειψη απόδοσης της δέουσας βαρύτητας σε αναντίλεκτα γεγονότα Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Η εταιρεία Bellapais ήταν οικογενειακή εταιρεία του εφεσείοντος 1 Α. Τσιάρτα, ο οποίος, ασχολείτο με κτηματομεσιτικές εργασίες. Με παρόμοιες εργασίες ασχολείτο και ο εφεσείων 2 Σ. Λεβέντης. Αμφότεροι διατηρούσαν άτυπο συνεταιρισμό αγοράς, πώλησης και αξιο[*1524]ποίησης γης.

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 27.10.1995 μεταξύ κάποιου Αντώνη Βασιλείου, ο οποίος εφέρετο ως ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Δήμητρας Π. Χριστοδούλου, κατοίκου Αγγλίας, και της Bellapais, ο πρώτος πώλησε στην Bellapais το ιδιόκτητο οικόπεδο της προαναφερθείσας Δήμητρας Χριστοδούλου στον Άγιο Αντώνιο Λευκωσίας, επί του οποίου υπήρχε μη εγγεγραμμένη οικοδομή, έναντι ποσού Λ.Κ.100.000. Το πωλητήριο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης την 1.11.1995. Πίσω από την Bellapais στην συμφωνία ήσαν οι δύο εφεσείοντες, οι οποίοι κατέβαλαν σε διάφορες ημερομηνίες ως προκαταβολή το ποσό των Λ.Κ.25.000, με χρήματα δικά τους ο καθένας για λογαριασμό του αλλά και χρήματα από κοινό ταμείο. Με βάση τη συμφωνία, η πληρωμή του υπολοίπου εκ Λ.Κ.75.000 θα γινόταν «μέχρι την 15.11.1995 ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση».

Ο εφεσίβλητος 2 Γεώργιος Αντωνίου ήταν ο πιστοποιών υπάλληλος, ο οποίος πιστοποίησε την γνησιότητα της υπογραφής της ιδιοκτήτριας Δήμητρας Π. Χριστοδούλου επί του πληρεξουσίου εγγράφου. Η τελευταία όμως στην πραγματικότητα ούτε καν γνώριζε τον εν λόγω Γεώργιο Αντωνίου.

Στις 15.11.1995 ο Παναγιώτης Αποστόλου διευθύνων σύμβουλος της εφεσίβλητης Alocay Holdings Ltd συμφώνησε προφορικώς με τους εφεσείοντες να αγοράσει το οικόπεδο για το ποσό των Λ.Κ.100.000, αφού οι τελευταίοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του τιμήματος. Το ποσό των Λ.Κ.25.000 που πλήρωσαν οι εφεσείοντες ως προκαταβολή θα πληρωνόταν στους ίδιους ενώ το υπόλοιπο των Λ.Κ.75.000 θα πληρωνόταν με επιταγή στον Αντώνη Βασιλείου, τον φερόμενο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας. Συναινούντος του Αντώνη Βασιλείου η μεταβίβαση του οικοπέδου έγινε στις 16.11.1995 απευθείας από τον ίδιο στην εταιρεία του Αποστόλου Alocay Holidays Ltd χωρίς να μεσολαβήσει μεταβίβαση στην Bellapais.

Στις 29.2.2000, η αρχική ιδιοκτήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου εξασφάλισε απόφαση, κατόπιν ακρόασης, με την οποία ακυρώθηκε η εγγραφή του οικοπέδου στην Alocay Holdings Ltd και διατάχθηκε η επανεγγραφή του στο όνομά της. Κρίθηκε ότι η μεταβίβαση του οικοπέδου έπρεπε να ακυρωθεί λόγω του ότι αποτελούσε προϊόν παρανόμων πράξεων άλλων που προηγήθηκαν, όχι της Alocay, η οποία κρίθηκε, όπως και οι αξιωματούχοι της, καλόπιστοι αγοραστές, ώστε το ακίνητο να επανέλθει και να εγγραφεί στο όνομα της νόμιμης ιδιοκτήτριας του. Κρίθηκε επίσης ότι ο Αντώνης Βασιλείου δεν ήταν νόμιμος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας και ότι παράνομα συνεβλήθη [*1525]εκ μέρους της και παράνομα εισέπραξε το τίμημα της πώλησης του οικοπέδου. Κρίθηκαν επίσης νομικά ανυπόστατες και οι όποιες άλλες συνέπειες της παράνομης σύμβασης. Εκδόθηκε επίσης απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου 2, για το ποσό των Λ.Κ.108.000 ως αποζημίωση για αμέλεια και παράβαση θέσμιου καθήκοντος. Η απόφαση, εφεσιβλήθηκε ανεπιτυχώς μόνο από τον εφεσίβλητο 2 Γεώργιο Αντωνίου.

Πριν την έκδοση της πιο πάνω απόφασης η Alocay, καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων Τσιάρτα και Λεβέντη καθώς και εναντίον του εφεσίβλητου 2 Γεώργιου Αντωνίου, αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ.108.600, το οποίο περιόρισε κατά τη δίκη στις Λ.Κ.100.000, με τόκο 9% λόγω αποτυχίας της αντιπαροχής ή ως ειδικές αποζημιώσεις λόγω δόλου, αμέλειας και/ή ψευδών παραστάσεων.

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο εφεσίβλητος 2 δέχθηκε όπως εκδοθεί απόφαση εναντίον του, θεωρώντας προφανώς δεσμευμένο τον εαυτό του από την απόφαση που είχε ήδη εκδοθεί εναντίον του.

Η Alocay ισχυρίστηκε ότι στηρίχθηκε στις διαβεβαιώσεις και/ή παραστάσεις των εφεσειόντων για να πληρώσει τις Λ.Κ.75.000 στον φερόμενο ως αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου Αντώνη Βασιλείου χωρίς πριν να εξακριβώσει ότι ο εν λόγω Αντώνης Βασιλείου ήταν πράγματι ο νόμιμος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι εφεσείοντες της πώλησαν το οικόπεδο χωρίς να είχαν δικαίωμα και/ή χωρίς να ερευνήσουν ή να βεβαιωθούν κλπ αν είχαν δικαίωμα πώλησης τούτου. Δόλο και αμέλεια απέδωσαν και στον εφεσίβλητο Γεώργιο Αντωνίου για λόγους αναγόμενους στην πιστοποίηση του πληρεξουσίου εγγράφου.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι ενήργησαν καλόπιστα, ότι δεν γνώριζαν ότι ο Αντώνης Βασιλείου που παρουσιάστηκε ως πληρεξούσιος της ιδιοκτήτριας, είχε πλαστογραφήσει την ταυτότητά της, και ότι το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια του οικοπέδου. Αρνήθηκαν επίσης ότι έδωσαν οδηγίες στην Alocay ή στον κ. Αποστόλου πληρωμής οποιουδήποτε ποσού για λογαριασμό τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων περί ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παράλειψης της ενάγουσας Alocay να δώσει γραπτή γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, κρίνοντας ότι δεν είχαν δοθεί επαρκή στοιχεία από τους εφεσείοντες ότι τα αδικήματα της απάτης, των ψευδών [*1526]παραστάσεων και της συνομωσίας προς καταδολίευση , τα οποία καταλόγιζαν σε αυτούς οι αντίδικοί τους, συνιστούσαν κακουργήματα.

Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως πωλητές του ακινήτου και ότι αυτοί «...... είχαν υποχρέωση κατά την εκπλήρωση της προφορικής τους συμφωνίας να μην ενεργήσουν αμελώς έναντι του Αποστόλου ως αγοραστή και/ή να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια έναντι του αντισυμβαλλόμενου τους».

Άλλη διαπίστωση ήταν ότι η πώληση και μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay ήταν αποτέλεσμα απάτης, πλαστογραφίας και/ή πλαστοπροσωπίας, με τη χρησιμοποίηση πληρεξουσίου εγγράφου με το οποίο ο Αντώνης Βασιλείου δήθεν εξουσιοδοτείτο να ενεργεί εκ μέρους της ιδιοκτήτριας το οποίο όμως η ίδια ουδέποτε υπέγραψε.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντιπαροχή ματαιώθηκε εφόσον το κτήμα επιστράφηκε στη νόμιμη ιδιοκτήτρια ενώ οι εφεσείοντες ωφελήθηκαν και/ή καρπώθηκαν Λ.Κ.25.000, ποσό το οποίο εισέπραξαν απευθείας οι ίδιοι αλλά και ποσό Λ.Κ.75.000 το οποίο πληρώθηκε καθ’ υπόδειξη και/ή για λογαριασμό τους στον Αντώνη Βασιλείου. Το Δικαστήριο καταλόγισε σε βάρος των εφεσειόντων δόλο και αμέλεια.

Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1 – 3 για ποσό £100.000, πλέον νόμιμο τόκο 9% επί του εν λόγω ποσού από τις 16.11.95 και στη συνέχεια νόμιμο τόσο όπως καθορίζεται από τον περί Τόκου Νόμο. Επιδικάσθηκε επίσης τόκος 9% επί του ποσού των μεταβιβαστικών τα οποία επεστράφησαν στην ενάγουσα εταιρεία από 16.11.95 μέχρι 10.8.00.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ή και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε αναντίλεκτα γεγονότα και μαρτυρία που τεκμηρίωναν το νομικά αβάσιμο της εναντίον τους απαίτησης. Γενικά θεώρησαν ότι η μαρτυρία δεν αξιολογήθηκε σωστά και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την υπόθεση στη βάση της ύπαρξης έννομης συμβατικής σχέσης (privity in contract) μεταξύ Alocay και εφεσειόντων ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε προκύψει η ύπαρξη τέτοιας σχέσης. Υποστήριξαν συναφώς πως το Δικαστήριο αποδέχθηκε προφορική δίχως ενίσχυση μαρτυρία σε αντίκρουση των εγγράφων που είχαν κατατεθεί με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ευρήματα αντίθετα προς την πραγματική φύση της όλης δικαιοπραξίας και συναλλαγής. Η απόρριψη ή και μη στήριξη των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου στο Τεκμ. 21 (έγγρα[*1527]φο ακύρωσης αρχικής συμφωνίας με την Bellapais), προκάλεσε την λανθασμένη πορεία του στην συλλογιστική της ύπαρξης συμφωνίας πωλήσεως μεταξύ της Alocay και των εφεσειόντων ενώ κάτι τέτοιο ήταν αυταπόδεικτο από το Τεκμ. 21 ότι δεν συνέβαινε. Υποστήριξαν επίσης ότι (α) η διαδικασία ακύρωσης του συμφωνητικού εγγράφου μεταξύ των εφεσειόντων και του φερομένου σαν πληρεξουσίου της ιδιοκτήτριας και η σύναψη νέας συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Αποστόλου ήταν καθόλα νόμιμη, λογική και γνήσια προς αποφυγή πληρωμής μεταβιβαστικών, και (β) το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε μαρτυρία ουσιώδους σημασίας αναφορικά με τα κίνητρα και τις προθέσεις των εφεσειόντων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 27.10.1995, αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της απ’ ευθείας μεταβίβασης του οικοπέδου στην Alocay. Αν δεν αποσυρόταν το πωλητήριο έγγραφο που είχε κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, το οικόπεδο υποχρεωτικά θα μεταβιβαζόταν πρώτα στην Bellapais και μετά στην Alocay οπότε θα πληρώνονταν διπλά μεταβιβαστικά κάτι που ήθελαν να αποφύγουν οι εφεσείοντες.

2.  Η μαρτυρία αποκαλύπτει ότι ο ρόλος που διεδραμάτισε ο Αντώνης Βασιλείου ήταν από κάθε άποψη ουσιώδης εφόσον η μεταβίβαση του οικοπέδου επ’ ονόματι της Alocay έγινε ταυτόχρονα με την παραλαβή από τον ίδιο της τραπεζικής επιταγής (banker’s draft) που ο Αποστόλου μερίμνησε να εκδοθεί στο όνομά του προς εξόφληση του υπολοίπου των Λ.Κ.75.000 και με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay και συνάμα την απαλλαγή της Bellapais από τις συμβατικές της υποχρεώσεις με βάση τη συμφωνία της 27.10.95. Το γεγονός ότι ο Αποστόλου ενεργούσε εκ μέρους εταιρείας το όνομα της οποίας αποκαλύφθηκε λίγο πριν τη μεταβίβαση του οικοπέδου στις 16.11.95 δεν επηρεάζει αρνητικά τη νομιμοποίηση της εταιρείας στη διαδικασία της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων όπως οι εφεσείοντες ισχυρίζονται.

3.  Δεν έχει εντοπιστεί μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση η επιλήψιμη συμπεριφορά των εφεσειόντων στη βάση της οποίας στοιχειοθετούνται, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, τα αστικά αδικήματα της αμέλειας και του δόλου. Η γενική και αόριστη διακήρυξη του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες (εναγόμενοι 1 και 2) είχαν υποχρέωση κατά την εκπλήρωση της προφορικής τους συμφωνίας να μην ενεργήσουν αμελώς έναντι του Αποστόλου ως αγοραστή και/ή να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια έναντι του αντισυμβαλλόμενου τους δεν [*1528]συνιστά αιτιολογία της απόφασης εφόσον δεν εξειδικεύεται η νομικά επιλήψιμη συμπεριφορά επί της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν τα αστικά αδικήματα του δόλου και της αμέλειας.

4.  Η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. Οι ενάγοντες φέρουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη η απόδειξη όλων των λεπτομερειών. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.

5.  Δεν υπήρξε μαρτυρία για οτιδήποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολία από πλευράς εφεσειόντων αναφορικά με την εγκυρότητα και τις προθέσεις του δήθεν πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας. Οι εφεσείοντες ενήργησαν υπό τις περιστάσεις όπως κάθε άλλος μέσος λογικός αγοραστής στα πλαίσια της συνήθους πορείας των πραγμάτων σχετικά με τέτοιου είδους συναλλαγές. Ούτε και προέκυψαν στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να καταλογισθεί ευθύνη στους εφεσείοντες ότι γνώριζαν για την απάτη που εκπορεύθηκε από τον Αντώνη Βασιλείου και δεν το αποκάλυψαν. Δεν υπάρχει επίσης μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν μέρος της συμφωνίας μεταξύ Αποστόλου και του δήθεν αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας η οποία οδήγησε στην μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay και συνεπώς δεν μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτούς ευθύνη για την «ματαίωση» της εν λόγω συμφωνίας.

Η έφεση επιτράπηκε με €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., και έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αντωνίου v. Χριστοδούλου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 183,

Ιακώβου v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992,

Kakoullou a.o. v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρ[*1529]χιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4576/96), ημερομ. 29.11.2007.

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Μιχαηλίδης και Ι. Τυπογράφος, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.

Ε. Φλουρέντζος και Χρ. Νεοφύτου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Δήμητρα Π. Χριστοδούλου, κάτοικος Αγγλίας, ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 673, τεμ. 224 του Φ/Σχ. XXI.54.3.II στον Άγιο Αντώνιο, Λευκωσίας, επί του οποίου υπήρχε μη εγγεγραμμένη οικοδομή. Κάποιος Αντώνης Βασιλείου παρουσιάζοντας πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 26.10.1995 εμφανίστηκε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου και δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 27.10.1995 με την Bellapais Abbey Estates Ltd πώλησε το οικόπεδο στην Bellapais για το ποσό των Λ.Κ.100.000. Το πωλητήριο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης την 1.11.1995.

Η Bellapais ήταν οικογενειακή εταιρεία του εφεσείοντα 1 Ανδρέα Τσιάρτα, ο οποίος, ασχολείτο με κτηματομεσιτικές εργασίες. Με παρόμοιες εργασίες ασχολείτο και ο εφεσείων 2 Σάββας Λεβέντης. Αμφότεροι διατηρούσαν άτυπο συνεταιρισμό αγοράς, πώλησης και αξιοποίησης γης. Προέκυψε ότι και οι δύο (εφεσείοντες) ήταν πίσω από την Bellapais στην προμνησθείσα συμφωνία αγοράς του οικοπέδου που αυτή συνήψε με το φερόμενο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας. Ουσιαστικά με χρήματα δικά τους ο καθένας για λογαριασμό του αλλά και χρήματα από κοινό ταμείο συμπλήρωσαν Λ.Κ.25.000 ποσό το οποίο πλήρωσαν σε διάφορες ημερομηνίες ως προκαταβολή για την αγορά του οικοπέδου με φερόμενη αγοράστρια την Bellapais. Με βάση τη συμφωνία, η πληρωμή του υπολοίπου εκ Λ.Κ.75.000 θα γινόταν «μέχρι την 15.11.1995 ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση.»

Οι εφεσείοντες λόγω οικονομικής αδυναμίας να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του τιμήματος πρόσφεραν προς πώληση το οικόπεδο που αγόρασαν στον Παναγιώτη Αποστόλου διευθύνοντα σύμβου[*1530]λο της εφεσίβλητης Alocay Holdings Ltd αντί του ιδίου ποσού των Λ.Κ.100.000 που αυτοί το αγόρασαν.

Στις 15.11.1995 ο Αποστόλου συμφώνησε προφορικώς με τους εφεσείοντες την αγορά του οικοπέδου για το ποσό των Λ.Κ.100.000. Το ποσό των Λ.Κ.25.000 που πλήρωσαν οι εφεσείοντες ως προκαταβολή θα πληρωνόταν στους ίδιους ενώ το υπόλοιπο των Λ.Κ.75.000 θα πληρωνόταν με επιταγή στον Αντώνη Βασιλείου, τον φερόμενο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας. Συναινούντος του Αντώνη Βασιλείου η μεταβίβαση του οικοπέδου έγινε στις 16.11.1995 απευθείας από τον ίδιο στην εταιρεία του Αποστόλου Alocay Holidays Ltd χωρίς να μεσολαβήσει μεταβίβαση στην Bellapais.

Η Alocay όταν έλαβε κατοχή του οικοπέδου άρχισε την κατεδάφιση της οικοδομής που βρισκόταν σ’ αυτό. Η αρχική ιδιοκτήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου πληροφορήθηκε για την κατεδάφιση της οικοδομής και με την Αγωγή Αρ. 421/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Alocay και άλλων, μεταξύ των οποίων και ο πιστοποιών υπάλληλος Γεώργιος Αντωνίου, εφεσίβλητος 2, ζήτησε την επανεγγραφή του οικοπέδου επ’ ονόματί της, αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες. Κατόπιν ακρόασης εκδόθηκε απόφαση στις 29.2.2000 με την οποία ακυρώθηκε η εγγραφή του οικοπέδου και διατάχθηκε η επανεγγραφή του στο όνομα της αρχικής ιδιοκτήτριας. Εκδόθηκε επίσης απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου 2, για το ποσό των Λ.Κ.108.000 ως αποζημίωση για αμέλεια και παράβαση θέσμιου καθήκοντος. Η Alocay και οι αξιωματούχοι της, κρίθηκε ότι ήσαν καλόπιστοι αγοραστές. Ωστόσο, η μεταβίβαση του οικοπέδου, ως το αποτέλεσμα παράνομων πράξεων άλλων που προηγήθηκαν έπρεπε να ακυρωθεί ώστε να επανέλθει το ακίνητο και να εγγραφεί στο όνομα της νόμιμης ιδιοκτήτριας Δήμητρας Χριστοδούλου. Σ’ εκείνη τη διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο Αντώνης Βασιλείου δεν ήταν νόμιμος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας και ότι παράνομα συνεβλήθη εκ μέρους της και παράνομα εισέπραξε το τίμημα της πώλησης του οικοπέδου. Κρίθηκαν επίσης νομικά ανυπόστατες και οι όποιες άλλες συνέπειες της παράνομης σύμβασης. Η απόφαση, εφεσιβλήθηκε ανεπιτυχώς μόνο από τον εφεσίβλητο 2 Γεώργιο Αντωνίου. Βλ. Αντωνίου v. Χριστοδούλου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 183.

Πριν την έκδοση της πιο πάνω απόφασης η Αlocay, καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων Τσιάρτα και Λεβέντη καθώς και εναντίον του εφεσίβλητου 2 Γεώργιου Αντωνίου. Η Alocay αξίωσε Λ.Κ.108.600, ποσό το οποίο περιόρισε κατά τη δίκη στις Λ.Κ.100.000, με τόκο 9% λόγω αποτυχίας της αντιπαροχής ή [*1531]ως ειδικές αποζημιώσεις λόγω δόλου, αμέλειας και/ή ψευδών παραστάσεων.

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος 2, Γεώργιος Αντωνίου, δέχθηκε όπως εκδοθεί απόφαση εναντίον του, θεωρώντας προφανώς δεσμευμένο τον εαυτό του από την απόφαση στην Αντωνίου v. Χριστοδούλου (ανωτέρω). Ταυτόχρονα, ο δικηγόρος του κάλεσε το δικαστήριο όπως σε περίπτωση που η αγωγή πετύχει εναντίον των εναγομένων 1 και 2, να επιμερίσει την ευθύνη κατά 2/3 σ’ αυτούς και κατά 1/3 στον πελάτη του.

Ο κεντρικός άξονας της υπόθεσης της Alocay είναι ο κατ’ ισχυρισμό δόλος και αμέλεια των εναγομένων 1 και 2. Συγκεκριμένα, η Alocay ισχυρίστηκε ότι στηρίχθηκε στις διαβεβαιώσεις και/ή παραστάσεις των εφεσειόντων για να πληρώσει, όπως της υπέδειξαν, τις Λ.Κ.75.000 στον δήθεν αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου Αντώνη Βασιλείου χωρίς να είχαν προηγουμένως εξακριβώσει ότι ο εν λόγω Αντώνης Βασιλείου ήταν πράγματι νόμιμος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου και ενώ δεν ήταν βέβαιοι γι’ αυτό. Η Alocay ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες της πώλησαν το οικόπεδο χωρίς να είχαν δικαίωμα και/ή χωρίς να ερευνήσουν ή να βεβαιωθούν κ.λ.π. αν είχαν δικαίωμα πώλησης τούτου. Δόλο και αμέλεια απέδωσαν και στον εφεσίβλητο Γεώργιο Αντωνίου για λόγους αναγόμενους στην πιστοποίηση του πληρεξουσίου εγγράφου.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι λόγω αδυναμίας  να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος των Λ.Κ.75.000 για την αγορά του οικοπέδου αλλά και για να μη χαθούν οι Λ.Κ.25.000 που είχαν ήδη πληρώσει έναντι του τιμήματος, προώθησαν την πώληση του οικοπέδου στον Αποστόλου της Alocay ο οποίος ενδιαφέρθηκε να το αγοράσει. Ο Αποστόλου και ο εμφανιζόμενος ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας,  συναντήθηκαν στις 16.11.95 στο γραφείο του Αποστόλου και συναινούντων των ιδίων (εφεσειόντων), κατέληξαν σε συμφωνία αγοράς του οικοπέδου. Η συμφωνία που συνήψαν, διαλάμβανε ότι το τίμημα πώλησης του οικοπέδου θα ήταν Λ.Κ.100.000 και η πληρωμή θα γινόταν με την καταβολή Λ.Κ.75.000 ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση, το δε υπόλοιπο εκ Λ.Κ.25.000 θα πληρωνόταν σε μεταγενέστερο χρόνο κατ’ εντολή και λογαριασμό της πωλήτριας (αρχικής ιδιοκτήτριας) στην Bellapais ως αντάλλαγμα για την ακύρωση της προηγούμενης συμφωνίας στα πλαίσια της οποίας είχε καταβληθεί ως προκαταβολή το ποσό των Λ.Κ.25.000. Ο εφεσείων 1 Τσιάρτας, κατέθεσε στο Κτη[*1532]ματολόγιο έγγραφο ακύρωσης της προηγούμενης συμφωνίας ημερ. 27.10.95 και απέσυρε το έγγραφο που είχε κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εγγραφή και μεταβίβαση του οικοπέδου επ’ ονόματι της Alocay.

Η βασική θέση των εφεσειόντων είναι ότι αυτοί ενήργησαν καλόπιστα σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, έθιμα και πρακτική. Δεν γνώριζαν ότι ο Αντώνης Βασιλείου, που παρουσιάστηκε ως πληρεξούσιος της ιδιοκτήτριας, είχε πλαστογραφήσει την ταυτότητά της ούτε γνώριζαν ότι το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια του οικοπέδου. Αρνήθηκαν επίσης ότι έδωσαν στην Alocay ή στον κ. Αποστόλου οδηγίες πληρωμής οποιουδήποτε ποσού για λογαριασμό τους. Οι ίδιοι συμφώνησαν να εισπράξουν από τον Αποστόλου το ποσό των Λ.Κ.25.000 για λογαριασμό της Bellapais η οποία είχε συγκατατεθεί στην ακύρωση της συμφωνίας έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η υλοποίηση της συμφωνίας μεταξύ Alocay και του πληρεξούσιου αντιπρόσωπου Αντώνη Βασιλείου ενώ το ποσό των Λ.Κ.75.000 πληρώθηκε απ’ ευθείας από την Alocay στον Αντώνη Βασιλείου ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση.

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, προκειμένου να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, εξέτασε διάφορα σημεία της μαρτυρίας τα οποία σχολίασε. Με βάση τα σχόλια και τις παρατηρήσεις της, αξιολόγησε ως αξιόπιστο μάρτυρα το σύμβουλο της Alocay, κ. Αποστόλου, ενώ αντίθετη ήταν η εντύπωση που σχημάτισε για τους εφεσείοντες. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι στις 15.11.1995, όταν ο Αποστόλου εκδήλωσε την απόφασή του για την αγορά του οικοπέδου, οι εφεσείοντες, ως τα πρόσωπα που ήταν πίσω από την Bellapais, από τη μια και ο Αποστόλου από την άλλη, συμφώνησαν μεταξύ τους την πώληση του οικοπέδου αντί του ποσού των Λ.Κ.100.000. Ο Αποστόλου θα εξέδιδε επιταγή Λ.Κ.75.000 στον Αντώνη Βασιλείου (ισόποσο του υπόλοιπου του τιμήματος που οι εφεσείοντες/Bellapais όφειλαν στον Βασιλείου), ενώ το υπόλοιπο των Λ.Κ.25.000 θα πληρωνόταν από τον Αποστόλου στους ίδιους. Διαπιστώθηκε επίσης ότι, καθ’ υπόδειξη του εφεσείοντα 1, ο Αποστόλου εξέδωσε επιταγή για Λ.Κ.75.000 στο όνομα του φερόμενου ως αντιπροσώπου. Για να αποφύγουν η Bellapais και/ή οι εφεσείοντες  την πληρωμή μεταβιβαστικών, διευθετήθηκε όπως η μεταβίβαση του οικοπέδου πραγματοποιηθεί από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο απευθείας προς την Alocay πράγμα που έγινε δεκτό από τον Αποστόλου.

[*1533]Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, η πρωτόδικος δικαστής συνόψισε τις αιτίες αγωγής αναφορικά με τους εφεσείοντες ως εξής:

«(α)  Αντιπαροχή που έπαυσε να υπάρχει ή απέτυχε: κατεβλήθη το ποσό των Λ.Κ.100.000 στους εναγόμενους 1 και 2 ενώ το κτήμα με την απόφαση του δικαστηρίου επεστράφη στη νόμιμη ιδιοκτήτριά του.

(β)   Αμέλεια.

(γ)   Δόλος.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε ως πρώτο θέμα εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων περί ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παράλειψης της ενάγουσας Alocay να δώσει γραπτή γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όπως προβλέπεται από το Αρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, για ανάλογες περιπτώσεις.

Το Αρθρο 67 του Κεφ. 148 όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο προτού καταργηθεί η επιφύλαξη με τον τροποποιητικό νόμο 29(1)/2000, προνοούσε ότι,

«67. Δεν συνιστά κώλυμα σε αγωγή για αστικό αδίκημα το ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν έγκλημα ή ποινικό αδίκημα βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος:

Νοείται όμως ότι αν το έγκλημα αυτό ή ποινικό αδίκημα συνιστά κακούργημα, καμιά αγωγή δεν δύναται να καταχωρηθεί σε σχέση με το αστικό αδίκημα, εκτός αν προηγουμένως δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

Το Δικαστήριο αφού εξέτασε τη νομική πτυχή του θέματος σε συνάρτηση με τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα πως αν τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν ποινικό αδίκημα με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 297 του Ποινικού Κώδικα (ψευδείς παραστάσεις, απάτη, συνομωσία προς καταδολίευση και επόμενα) τα εν λόγω αδικήματα συνιστούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο πλημμελήματα και όχι κακουργήματα και συνεπώς δεν απαιτείτο να δοθεί ειδοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα. Το Δικαστήριο σημείωσε επί του προκειμένου ότι ο δικηγόρος των εναγομένων δεν συγκεκριμενοποίησε και δεν κατεύθυνε το Δικαστήριο, ως όφειλε, σε συγκεκριμένα άρθρα του Ποινικού Κώδικα και αν τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης συνιστούν κακουργήματα.

[*1534]Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση των γεγονότων που είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως πωλητές του οικοπέδου και ότι ο Αποστόλου, ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες τους, πλήρωσε τις Λ.Κ.75.000 στον Βασιλείου ως το πρόσωπο που αυτοί του υπέδειξαν και ως τον έχοντα το δικαίωμα να εισπράξει το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει περαιτέρω ότι «Το ποσό των £75.000 ως υπόλοιπο πληρώθηκε κατ’ εντολή και προς όφελος των εναγομένων 1 και 2 ώστε να τους επιστραφεί το ποσό των £25.000, η προκαταβολή που οι ίδιοι ουσιαστικά έδωσαν, και την οποίαν θα έχαναν αν δεν τηρούσαν τη συμφωνία τους με τον Αντώνη Βασιλείου.»

Με δεδομένη την προαναφερθείσα διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως πωλητές του ακινήτου το δικαστήριο αποφαίνεται ότι αυτοί «..... είχαν υποχρέωση κατά την εκπλήρωση της προφορικής τους συμφωνίας να μην ενεργήσουν αμελώς έναντι του Αποστόλου ως αγοραστή και/ή να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια έναντι του αντισυμβαλλόμενου τους.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση στοιχεία που εμπεριέχονται σε έγγραφα του Κτηματολογίου, διαπίστωσε ότι το πωλητήριο έγγραφο που είχε καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο την 1.11.1995 για σκοπούς Ειδικής Εκτέλεσης, αποσύρθηκε στις 14.11.1995. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο εφεσείων Τσιάρτας ενήργησε ώστε η Bellapais να λάβει στις 14.11.1995 την απόφαση για την ακύρωση του συμβολαίου προτού οι εφεσείοντες καταλήξουν σε συμφωνία με τον Αποστόλου και ότι την ίδια ημέρα (14.11.1995) απέσυρε το συμβόλαιο από το Κτηματολόγιο. Οι ενέργειες αυτές του εν λόγω εφεσείοντα αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά στον Αποστόλου στις 16.11.1995 καθ’ οδόν προς το Κτηματολόγιο.

Σύμφωνα με άλλη διαπίστωση, η πώληση και μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay ήταν αποτέλεσμα απάτης, πλαστογραφίας και/ή πλαστοπροσωπείας, με τη χρησιμοποίηση πληρεξουσίου εγγράφου με το οποίο ο Αντώνης Βασιλείου δήθεν εξουσιοδοτείτο να ενεργεί εκ μέρους της ιδιοκτήτριας το οποίο όμως η ίδια ουδέποτε υπέγραψε.

Το δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αντιπαροχή ματαιώθηκε εφόσον το κτήμα επιστράφηκε στη νόμιμη ιδιοκτήτρια ενώ οι εφεσείοντες ωφελήθηκαν και/ή καρπώθηκαν Λ.Κ.25.000, ποσό το οποίο εισέπραξαν απευθείας οι ίδιοι αλλά και ποσό Λ.Κ.75.000 το οποίο πληρώθηκε καθ’ υπόδειξη και/ή για λογαριασμό τους στον Αντώνη Βασιλείου. Το δικαστήριο καταλόγισε σε [*1535]βάρος των εφεσειόντων δόλο και αμέλεια. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:

«Στην παρούσα υπόθεση και με τη μαρτυρία όπως έχει τεθεί ενώπιόν μου και τα ευρήματα όπως τα έχω διατυπώσει πιο πάνω βρίσκω ότι οι ενάγοντες έχουν αποδείξει δόλο των εναγομένων 1 και 2 με την αυστηρότητα που προδιαγράφει η νομολογία, αλλά και αμέλεια ως οι λεπτομέρειες των παραγράφων (α, β, γ, δ, ε, στ, ζ και η).

Βρίσκω ότι υποχρέωση των εναγομένων 1 και 2 να μην ενεργήσουν αμελώς κατά την εκτέλεση της μεταξύ τους και της εναγούσης συμφωνίας συντρέχει με το αυτοτελές αστικό αδίκημα της αμέλειας. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε ως συμβατική υποχρέωση είτε ως αστικό αδίκημα, οι εναγόμενοι υποχρεούνται να μην ενεργήσουν αμελώς έναντι της εναγούσης.»

Ενόψει των πιο πάνω κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος 2 ευθύνονται έναντι των εναγόντων και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους ως εξής:

«Είναι η κατάληξή μου ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 ευθύνονται έναντι των εναγόντων στη βάση των ευρημάτων μου, και καταλήγω να εκδώσω απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1-3:

(α)   ποσό £100.000,00 ως ζημιά που υπέστησαν οι ενάγοντες,

(β)   πλέον νόμιμο τόκο 9% επί του εν λόγω ποσού από τις 16.11.95 και στη συνέχεια νόμιμο τόκο όπως καθορίζεται από τον Περί Τόκου Νόμο,

(γ)   πλέον τόκο 9% επί του ποσού των £8.600 ως μεταβιβαστικά τα οποία επεστράφησαν στην ενάγουσα εταιρεία από 16.11.95 μέχρι 10.8.00,

(δ)   έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και ζητούν τον παραμερισμό της. Υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε ή και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε αναντίλεκτα γεγονότα και μαρτυρία που κατέληγαν στο νομικά αβάσιμο της εναντίον τους απαίτησης. Γενικά θεωρούν ότι η μαρτυρία δεν αξιολογήθηκε σωστά και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε την υπόθεση στη βάση της ύπαρξης έννομης συμβατικής σχέσης (privity in contract) μεταξύ της Alocay και [*1536]των εφεσειόντων ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει προκύψει μέσα από τη μαρτυρία η ύπαρξη τέτοιας σχέσης. Λέγουν συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε προφορική και δίχως ενίσχυση μαρτυρία σε αντίκρουση εγγράφων που κατατέθηκαν σαν μαρτυρία και κυρίως του Τεκμ. 21 (έγγραφο ακύρωσης αρχικής συμφωνίας με Bellapais) και του Τεκμ. 20 (απόφαση διοικητικού συμβουλίου Alocay ημερ. 16.11.1995) με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ευρήματα αντίθετα προς την πραγματική φύση της όλης δικαιοπραξίας και συναλλαγής. Η απόρριψη ή και μη στήριξη των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου στο Τεκμ. 21 προκάλεσε την λανθασμένη πορεία του στην συλλογιστική της ύπαρξης συμφωνίας πωλήσεως μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων ενώ κάτι τέτοιο ήταν αυταπόδεικτο από το Τεκμ. 21 ότι δεν συνέβαινε.

Οι εφεσείοντες υποβάλλουν επίσης ότι η παραγνώριση του περιεχομένου του Τεκμ. 20 από το οποίο προέκυπτε αναντίλεκτα η πραγματική φύση της συναλλαγής μεταξύ των εναγόντων και του φερομένου ως πληρεξουσίου της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου προκάλεσε την λανθασμένη πορεία του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας και στην εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων. Λέγουν επίσης ότι η διαδικασία ακύρωσης του συμφωνητικού εγγράφου μεταξύ των εφεσειόντων και του φερομένου σαν πληρεξουσίου της ιδιοκτήτριας και η σύναψη νέας συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Αποστόλου ήταν καθόλα νόμιμη, λογική και γνήσια προς αποφυγή πληρωμής μεταβιβαστικών.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε μαρτυρία ουσιώδους σημασίας αναφορικά με τα κίνητρα και τις προθέσεις των εφεσειόντων. Αναφέρονται στη μαρτυρία του Μίκη Κλαρκ (Μ.Ε.6) βοηθού γραμματέα της Νέας Σ.Π.Ε. Καϊμακλίου ο οποίος κατέθεσε για την αίτηση των εφεσειόντων στη Σ.Π.Ε. Καϊμακλίου για χορήγηση δανείου ύψους Λ.Κ.90.000 για την αποπληρωμή κλπ του υπολοίπου εκ Λ.Κ.75.000 του τιμήματος του οικοπέδου. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποβάλλει ότι αν εξασφαλιζόταν το ποσό του δανείου, οι εφεσείοντες θα ολοκλήρωναν τη συμφωνία με τον Αντώνη Βασιλείου και θα προχωρούσαν στη μεταβίβαση του οικοπέδου στις 15 ή 16 Νοεμβρίου. Οι ενέργειες αυτές των εφεσειόντων για εξασφάλιση δανείου για το συγκεκριμένο σκοπό αποδεικνύει, σύμφωνα με την εισήγηση, τη γνησιότητα των προθέσεών τους. Αν είχαν την παραμικρή υποψία ότι υπήρχε δόλος στην εξασφάλιση του πληρεξουσίου δεν θα έκαναν προσπάθειες να πάρουν δάνειο αλλά αντίθετα θα προσπαθούσαν να πάρουν πίσω το ποσό της προκαταβολής για να μη ζημιώσουν.

[*1537]Το τεκμ. 20 είναι η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Alocay που λήφθηκε το πρωί της 16.11.1995 για την αγορά του οικοπέδου «..... από την Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου αρ. Δ.Τ.513100 η οποία θα αντιπροσωπεύεται στο Κτηματολόγιο από τον κον Αντώνη Βασιλείου κάτοχο αρ. Δ.Τ. 465830 έναντι του ποσού των Λ.Κ.100.000» και περιλαμβάνει εξουσιοδότηση προς τον Αποστόλου να παρευρεθεί στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση κλπ του οικοπέδου. Το τεκμ. 21 είναι το έγγραφο ημερ. 15.11.1995 μεταξύ της Bellapais και του δήθεν αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας Αντώνη Βασιλείου για την ακύρωση της συμφωνίας και την απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου που κατέθεσε η Bellapais στο Κτηματολόγιο. Η απόσυρση του πωλητηρίου εγγράφου ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της απ’ ευθείας μεταβίβασης του οικοπέδου στην Alocay. Αν δεν αποσυρόταν το πωλητήριο έγγραφο που είχε κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, το οικόπεδο υποχρεωτικά θα μεταβιβαζόταν πρώτα στην Bellapais και μετά στην Alocay οπότε θα πληρώνονταν διπλά μεταβιβαστικά κάτι που ήθελαν να αποφύγουν οι εφεσείοντες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας εκ των μαρτύρων που υπέγραψαν το εν λόγω συμφωνητικό έγγραφο είναι ο γαμβρός του Αποστόλου ο οποίος ήταν και αυτός παρών στις διαπραγματεύσεις το απόγευμα της 15.11.95 που οδήγησαν στην υπογραφή των προαναφερόμενων εγγράφων (τεκμ. 20 και τεκμ. 21).

Η μαρτυρία αποκαλύπτει ότι οι διαπραγματεύσεις έγιναν μεταξύ Αποστόλου και εφεσειόντων οι οποίοι είχαν ουσιαστικά υπό τον έλεγχό τους τη διάθεση του οικοπέδου εφόσον το πωλητήριο ήταν κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Οι διαπραγματεύσεις αυτές αφ’ ενός οδήγησαν στην απαλλαγή της Bellapais από τις συμβατικές της υποχρεώσεις τις απορρέουσες από τη συμφωνία ημερ. 27.10.1995 και αφ’ ετέρου στη σύναψη νέας συμφωνίας μεταξύ του δήθεν αντιπροσώπου Αντώνη Βασιλείου και του Αποστόλου με τελική κατάληξη την απευθείας μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay από τον Βασιλείου. Είναι φανερό ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Βασιλείου ήταν από κάθε άποψη ουσιώδης εφόσον η μεταβίβαση του οικοπέδου επ’ ονόματι της Alocay έγινε ταυτόχρονα με την παραλαβή από τον ίδιο της τραπεζικής επιταγής (banker’s draft) που ο Αποστόλου μερίμνησε να εκδοθεί στο όνομά του προς εξόφληση του υπολοίπου των Λ.Κ.75.000 και με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay και συνάμα την απαλλαγή της Bellapais από τις συμβατικές της υποχρεώσεις με βάση τη συμφωνία της 27.10.95. Το γεγονός ότι ο Αποστόλου ενεργούσε εκ μέρους εταιρείας το όνομα της οποίας αποκαλύφθηκε λίγο πριν τη μεταβίβαση του οικοπέδου [*1538]στις 16.11.95 δεν επηρεάζει αρνητικά τη νομιμοποίηση της εταιρείας στη διαδικασία της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων όπως οι εφεσείοντες ισχυρίζονται. Ο Αποστόλου εξήγησε ότι η Alocay ιδρύθηκε στις 27.10.1995 και ότι οι παλαιοί αξιωματούχοι της παραιτήθηκαν από τις 12.12.1995 και άλλαξαν επίσης και οι μέτοχοι της. Είναι φανερό ότι στις 16.11.1995 οι διευθυντές της εν λόγω εταιρείας ήταν οι αρχικοί και ότι ο Αποστόλου νομίμως ενεργούσε εκ μέρους της συγκεκριμένης εταιρείας ασχέτως αν το όνομα της έγινε γνωστό στους εφεσείοντες το πρωί της ίδιας ημέρας.

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μαρτυρία του προαναφερόμενου Μίκη Κλαρκ ούτε και εξειδίκευσε τις πράξεις και ενέργειες ή και την εν γένει συμπεριφορά των εφεσειόντων που στη βάση νομικών κριτηρίων θα μπορούσε βάσιμα να στηρίξει συμπέρασμα διάπραξης των αστικών αδικημάτων δόλου και αμέλειας από τους εφεσείοντες. Πέρα από τη γενικόλογη αναφορά ότι οι εναγόμενοι (εφεσείοντες) με τις γνώσεις που διέθεταν μπορούσαν εύλογα να προβλέψουν το τι θα επακολουθούσε κατά την πιστοποίηση του πληρεξουσίου δεν αναφέρεται τίποτε άλλο στην εκκαλούμενη απόφαση που θα μπορούσε να θεμελιώσει πειστικά και στον απαιτούμενο βαθμό τη διάπραξη των προμνησθέντων αστικών αδικημάτων από τους εφεσείοντες. Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση την επιλήψιμη συμπεριφορά των εφεσειόντων στη βάση της οποίας στοιχειοθετούνται, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, τα αστικά αδικήματα της αμέλειας και του δόλου. Η γενική και αόριστη διακήρυξη του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες (εναγόμενοι 1 και 2) είχαν υποχρέωση κατά την εκπλήρωση της προφορικής τους συμφωνίας να μην ενεργήσουν αμελώς έναντι του Αποστόλου ως αγοραστή και/ή να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια έναντι του αντισυμβαλλόμενου τους δεν συνιστά αιτιολογία της απόφασης εφόσον δεν εξειδικεύεται η νομικά επιλήψιμη συμπεριφορά επί της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν τα αστικά αδικήματα του δόλου και της αμέλειας. Ό,τι αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της σελίδας 34 της πρωτόδικης απόφασης δεν συνιστά εξειδίκευση οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης των εφεσειόντων στη βάση της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθούν οι ισχυρισμοί περί δόλου ή αμέλειας των εφεσειόντων.

Σύμφωνα με τους Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., vol. 18, p. 189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992). Ορθά επισημαίνεται στην [*1539]πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ’ ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.

Η εκτενής συζήτηση που γίνεται στην απόφαση αναφορικά με το χρόνο που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο το ακυρωτικό έγγραφο της προηγούμενης συμφωνίας, αν δηλαδή αυτό καταχωρήθηκε στις 14.11.95 ή στις 16.11.95, ήταν νομίζουμε αχρείαστη καθότι επρόκειτο για ζήτημα επουσιώδους σημασίας έχοντας προς τούτο υπόψη τη φύση της υπόθεσης και το όλο πλέγμα των γεγονότων. Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση ότι αυτό κατατέθηκε στις 14.11.95 είναι λανθασμένη εφόσον το ίδιο το έγγραφο φέρει ημερομηνία 15.11.1995.

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη υπήρξε καλόπιστος αγοραστής του οικοπέδου έναντι ανταλλάγματος. Για να θεωρηθεί κάποιος ως καλόπιστος αγοραστής οφείλει να καταβάλει εύλογη φροντίδα και να προβεί στη διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας. Η εφεσίβλητη δήλωσε το ποσό των Λ.Κ.75.000 και δέχθηκε την επ’ ονόματί της μεταβίβαση του οικοπέδου στηριζόμενη στην γνησιότητα και εγκυρότητα του πληρεξουσίου εγγράφου που είχε στα χέρια του ο δήθεν αντιπρόσωπος της ιδιοκτήτριας, όπως αναμενόταν κάτω από παρόμοιες συνθήκες να έπραττε και οποιοσδήποτε άλλος ενδιαφερόμενος αγοραστής. Ανάλογη όμως ήταν και η στάση που τήρησαν και οι εφεσείοντες και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν τον φερόμενο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας του οικοπέδου. Δεν αποδείχθηκε ότι η τιμή του οικοπέδου ήταν παράλογα χαμηλή πράγμα που θα μπορούσε να κινήσει υποψίες ούτε υπήρξε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για οτιδήποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολία από πλευράς εφεσειόντων αναφορικά με την εγκυρότητα και τις προθέσεις του δήθεν πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας. Οι εφεσείοντες ενήργησαν υπό τις περιστάσεις όπως κάθε άλλος μέσος λογικός αγοραστής στα πλαίσια της συνήθους πορείας των πραγμάτων σχετικά με τέτοιου είδους συναλλαγές. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ο δικηγόρος κ. Λάμπρος Πελεκάνος προτού ετοιμάσει το πληρεξούσιο, ήλεγξε, όπως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του, την ταυτότητα της γυναίκας που είχε παρουσιαστεί ενώπιόν του ως ιδιοκτήτρια του οικοπέδου χωρίς ο ίδιος να υποψιαστεί οτιδήποτε το μεμπτό είτε [*1540]σε σχέση με την ταυτότητα του προσώπου είτε με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό κάτω από αυτές τις συνθήκες και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα να αποδοθεί στους εφεσείοντες οποιαδήποτε ευθύνη ότι γνώριζαν ή ότι έπρεπε να υποψιαστούν οτιδήποτε που θα μπορούσε να οδηγήσει στο γνωστό αποτέλεσμα. Ούτε βέβαια έχουν προκύψει στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να καταλογισθεί ευθύνη στους εφεσείοντες ότι γνώριζαν για την απάτη που εκπορεύθηκε από τον Αντώνη Βασιλείου και δεν το αποκάλυψαν. Δεν υπάρχει επίσης μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν μέρος της συμφωνίας μεταξύ Αποστόλου και του δήθεν αντιπροσώπου της ιδιοκτήτριας η οποία οδήγησε στην μεταβίβαση του οικοπέδου στην Alocay και συνεπώς δεν μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτούς ευθύνη για την «ματαίωση» της εν λόγω συμφωνίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Υπέρ των εφεσειόντων επιδικάζονται €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., καθώς και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του οικείου δικαστηρίου και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτυγχάνει με €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., και έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο