Αντωνιάδου Δόμνα (2010) 1 ΑΑΔ 1591

(2010) 1 ΑΑΔ 1591

[*1591]28 Σεπτεμβρίου, 2010

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11.1-2, 12.5(Β) ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΜΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,

ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡOΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ

 ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή MANDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΙ/ Ή ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 22.9.2010,

ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡ. 20967/08

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΚΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ

ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 29.9.2010,

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

ΥΠ’ ΑΡ. 20967/08 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 105/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Mandamus σε σχέση με διάταγμα και/ή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που εκδόθηκε στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, με την οποία διατάχθηκε η περαιτέρω κράτηση της αιτήτριας, όταν η υπόθεση επαναορίστηκε για σκοπούς αγόρευσης για μετριασμό της ποινής ― Άρνηση άδειας επειδή (α) η αίτηση αφορούσε άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία δεν ελέγχεται με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, (β) υπήρχε εναλλακτικό ένδικο μέσο και (γ) ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα δεν έφθανε σε βαθμό πλάνης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια ― Εκ πρώτης [*1592]όψεως συζητήσιμη υπόθεση ― Η διαπίστωση θα πρέπει να γίνει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ― Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ― Άδεια δεν παραχωρείται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος ― Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση καταδικασθέντος μέχρι την επιβολή ποινής ― Άρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Το Δικαστήριο χορηγώντας αναβολή κάτω από το Άρθρο 48, πρέπει να ενεργεί ορθά και δικαστικά προς το συμφέρον της δικαιοσύνης έχοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες και παρέχοντας τη δέουσα αιτιολογία όπως προνοεί το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Στις 15.9.2010 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταδίκασε την αιτήτρια, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία για έκδοση επιταγής επί της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των €67.500, προς όφελος του παραπονουμένου προσώπου, η οποία και επεστράφη χωρίς εξόφληση, ενόψει του γεγονότος ότι η αιτήτρια άνευ ευλόγου αιτίας έδωσε οδηγίες στην προαναφερθείσα Τράπεζα για τη μη εξαργύρωσή της. Το Δικαστήριο διέταξε την αιτήτρια να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τις 22.9.2010 όταν η υπόθεση ορίστηκε για επιβολή ποινής. Την ημέρα εκείνη η υπόθεση επαναορίστηκε για σκοπούς αγόρευσης για μετριασμό της ποινής στις 29.9.2010 στις 3.30 μ.μ., προφανώς, επειδή δεν είχε ετοιμαστεί εν τω μεταξύ η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ως προς τις προσωπικές συνθήκες της αιτήτριας, και η αιτήτρια διετάχθη και πάλι να παραμείνει μέχρι τότε υπό κράτηση.

Ο συνήγορος της αιτήτριας επικαλέσθηκε ως βασικό λόγο για την απελευθέρωσή της υπό όρους, την παροχή της δυνατότητας να προβεί σε προσπάθεια εξόφλησης του ποσού της επιταγής, ώστε να παρουσιαστεί πλήρως συμμορφωμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονός που θα βοηθήσει στην επιμέτρηση της ποινής.

Η αιτήτρια ζήτησε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 22.9.2010 με την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε την περαιτέρω κράτησή της μέχρι τις 29.9.2010.

[*1593]Ο συνήγορος της αιτήτριας επικαλέσθηκε τις πρόνοιες των Άρθρων 12.5 (β) και 30.3 (β) του Συντάγματος ως προς το δικαίωμα κατηγορούμενου να έχει επαρκή χρόνο για διευκόλυνση στην προπαρασκευή της υπεράσπισής του στα πλαίσια δίκης που περιλαμβάνει και την αποπληρωμή του ποσού μετά την ακροαματική διαδικασία. Επικαλέσθηκε επίσης νομολογία βάσει της οποίας η αποζημίωση του θύματος λαμβάνεται υπόψη ευεργετικά ως στοιχείο μεταμέλειας κατηγορουμένου σε ποινική διαδικασία. Περαιτέρω, ο συνήγορος υποστήριξε ότι το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε, θεωρώντας ότι δεν είχε τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη του απόφαση στις 15.9.2010, ενώ είναι σαφές από το Άρθρο 48 του Κεφ.155 ότι το Δικαστήριο αποφασίζει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την απόλυση ή προφυλάκιση κατηγορουμένου. Τέλος ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν ενίστατο στην παραμονή εκτός φυλακών της αιτήτριας για σκοπούς συμμόρφωσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ύπαρξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων καθώς επίσης και στους άλλους λόγους οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν σύμφωνα με την πάγια νομολογία, απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

1. Τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να ελέγξουν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από κατώτερο Δικαστήριο, ιδιαιτέρως κρίσης δικαστικής. Η απόφαση ενός κατώτερου Δικαστηρίου υπόκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο αποτελεί όχι μόνο το κατ’ εξοχήν δικονομικό μέτρο αναθεώρησης της απόφασης, αλλά και το οποίο θέτει υπό αναψηλάφηση και υπό το φως πλήρων δεδομένων και κάθε ενδιάμεση διαδικασία που οδηγεί στην τελική απόφαση.

2. Το προνομιακό ένταλμα αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και πρέπει να χορηγείται με μεγάλη φειδώ, ώστε να μην υποκαθιστά με ευκολία την έφεση.

3. Στην παρούσα περίπτωση δεν διαφαίνεται καταστρατήγηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον βαθμό και κατά τον τρόπο που το έθεσε ο συνήγορος της αιτήτριας. Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε αρμοδίως, μέσα στα πλαίσια των δικαιωμάτων του, κάτω από το Άρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ασκώντας προς τούτο δικαστική κρίση. Για τους λόγους αυτούς δεν προσφέρεται η περίπτωση για τη παραχώρηση άδειας.

4. Το γεγονός ότι ένα άλλο Δικαστήριο θα ενεργούσε κατά πάσα πιθα[*1594]νότητα με πολύ διαφορετικό τρόπο και θα ακολουθούσε διαφορετική προσέγγιση στο θέμα, δεν επαρκεί για να θεμελιώσει συζητήσιμη υπόθεση στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος για χορήγηση άδειας, εάν, κατά τα άλλα, η ενέργεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου δεν εμπίπτει σε ένα από τους θεμελιωμένους από τη νομολογία λόγους, ήτοι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου προφανή στα πρακτικά, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που λαμβάνει την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

5. Η κράτηση της αιτήτριας για το διάστημα μέχρι 29.9.2010, εάν και εφόσον αυτή θα έχει κάποια επίπτωση στην περαιτέρω πορεία και τον εν γένει χειρισμό της υπόθεσης από το Δικαστήριο, δύναται να ελεγχθεί στα πλαίσια έφεσης μετά την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας με τη επιβολή της ποινής.

6. Η θέση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι εάν ικανοποιείτο το αίτημα να αφεθεί η αιτήτρια ελεύθερη τη δεύτερη βδομάδα, το Δικαστήριο θα ανέτρεπε ουσιαστικά τη δική του προηγούμενη απόφαση πάνω στο ίδιο αίτημα, είναι εσφαλμένη διότι το Άρθρο 48 του Κεφ. 155, επιβάλλει την άσκηση δικαστικής κρίσης και δικαστικής ευχέρειας σε κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται θέμα απόλυσης ή προφυλάκισης κατηγορουμένου. Δεν συνιστά όμως έκδηλη πλάνη ώστε να χορηγηθεί άδεια.

7. Θα αναμενόταν πολύ διαφορετικός χειρισμός από το κατώτερο Δικαστήριο σε μια τέτοιου είδους υπόθεση, ιδιωτικής μάλιστα χροιάς, αλλά δεν διακρίνεται λόγος που να δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαρτούμπαλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,

Tζεννάρο Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

[*1595]Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Jespers v. Belgium No. 8403/78,

Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

The Attorney General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co Ltd (1966) 2 C.L.R. 25,

Σιούκρου v. Αρχηγού Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 1020.

Aίτηση.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για την Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και mandamus σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 22.9.10, με την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε την περαιτέρω κράτηση της αιτήτριας στις φυλακές μέχρι τις 29.9.10, στα πλαίσια της εκδίκασης της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης υπ’ αρ. 20967/08.

Συνοπτικά τα γεγονότα, όπως απορρέουν από την έκθεση, αλλά και την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, είναι ότι η αιτήτρια, στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής δίωξης, κατηγορήθηκε για έκδοση επιταγής επί της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των €67.500, προς όφελος του εκεί παραπονουμένου προσώπου, η οποία και επεστράφη χωρίς εξόφληση ενόψει του γεγονότος ότι η αιτήτρια, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, άνευ ευλόγου αιτίας, έδωσε οδηγίες στην εν λόγω Τράπεζα για τη μη εξαργύρωσή της. Η ακροαματική διαδικασία έληξε με καταδικαστική απόφαση που εξέδωσε το κατώτερο Δικαστήριο στις 15.9.2010 και που έχει επισυναφθεί ως Τεκμ. «Α» στην ένορκη δήλωση της Άντρης Στυλιανού, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο, Ρίκκος Ν. Ερωτοκρίτου & Σία, που χειρίζεται την υπόθεση μαζί με τον συνήγορο που εμφανίσθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης.

Ενδιαφέρει το τι ακολούθησε της κρίσης του κατωτέρου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή της αιτήτριας. Σύμφωνα με το πρακτικό, Τεκμ. «Β», ημερ. 22.9.2010, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τα όσα ο συνήγορος της αιτήτριας υπεστήριξε, προς απελευθέρωση της αι[*1596]τήτριας, η οποία και είχε διαταχθεί να παραμείνει υπό κράτηση μετά την καταδικαστική απόφαση μέχρι και τις 22.9.2010, όταν ορίσθηκε η υπόθεση για επιβολή ποινής, διέταξε και πάλι την παραμονή υπό κράτηση της αιτήτριας μέχρι και τις 29.9.2010 στις 3.30 μ.μ., όταν η υπόθεση επαναορίσθηκε για σκοπούς αγόρευσης για μετριασμό της ποινής. Φαίνεται ότι ένας από τους λόγους αναβολής ήταν και η μη ετοιμασία στο μεταξύ της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, για την οποία το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα έδωσε οδηγίες να ετοιμασθεί ως προς τις προσωπικές συνθήκες της αιτήτριας. Ο βασικός λόγος που προωθήθηκε από πλευράς του κ. Ερωτοκρίτου ενώπιον του κατωτέρου Δικαστηρίου για την απελευθέρωση της αιτήτριας υπό όρους, ήταν η παροχή της δυνατότητας να καταστεί αποτελεσματική η εκ μέρους της προσπάθεια για εξόφληση του ποσού της επιταγής, ώστε να παρουσιασθεί πλήρως συμμορφωμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονός που θα βοηθήσει στην επιμέτρηση της ποινής. Να σημειωθεί ότι με βάση τα όσα είχαν λεχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και καταγράφηκε και στο σχετικό πρακτικό ημερ. 22.9.10, η αιτήτρια παρουσιαζόταν να είχε ήδη καταβάλει στον παραπονούμενο ποσό €45.000, δηλαδή τα 2/3 του συνολικού οφειλομένου επί της επιταγής.

Ο κ. Ερωτοκρίτου αγορεύοντας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για σκοπούς παραχώρησης άδειας, αναφέρθηκε, κατά κύριο λόγο, στην καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αιτήτριας, εφόσον δεν της δόθηκε ο αυτονόητος χρόνος για να συλλέξει τα απαραίτητα χρήματα προς εξόφληση ή μείωση του οφειλομένου που θα επιμετρούσε αναλόγως στη σκέψη του Δικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής. Ο συνήγορος επικαλέσθηκε νομολογία βάσει της οποίας η αποζημίωση του θύματος σε ποινική διαδικασία λαμβάνεται υπόψη ευεργετικά ως στοιχείο μεταμέλειας (Χαρτούμπαλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28), αλλά και τις πρόνοιες των Άρθρων 12.5(β) και 30.3(β) του Συντάγματος, ως προς το δικαίωμα κατηγορούμενου να έχει επαρκή χρόνο για διευκόλυνση στην προπαρασκευή της υπεράσπισης του στα πλαίσια δίκης που περιλαμβάνει και την αποπληρωμή του ποσού μετά την ακροαματική διαδικασία. Κατά τη θέση του συνηγόρου, στις 22.9.2010, η  ποινή δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επιβληθεί ενόψει του γεγονότος ότι η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας δεν είχε ακόμα ετοιμασθεί, χωρίς βέβαια την υπαιτιότητα της αιτήτριας, και άρα υπήρχε κάθε καλός λόγος να μην παραμείνει πλέον η αιτήτρια υπό κράτηση, ώστε να εξυπηρετηθεί το καλώς νοούμενο συμφέρον της δικαιοσύνης και να αποδοθεί το δίκαιο στην αιτήτρια, στην οποία θα έπρεπε να είχε δοθεί το δικαίωμα της απρόσκοπτης πρόσβασης στους λογαριασμούς της και σε άλλες διευθετήσεις που θα μπορού[*1597]σε να κάμει, ώστε να εξευρεθεί το ποσό που υπολειπόταν για την αποπληρωμή της επιταγής.

Περαιτέρω, κατά τον συνήγορο, το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλλε διότι θεώρησε ότι δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη του απόφαση στις 15.9.2010, ενώ είναι σαφές από το Αρθρο 48 του Κεφ. 155, ότι το Δικαστήριο αποφασίζει ζήτημα απόλυσης ή προφυλάκισης κατηγορούμενου προσώπου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Ο κ. Ερωτοκρίτου επίσης ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε καμία απολύτως ένσταση στην παραμονή της αιτήτριας εκτός φυλακών για σκοπούς συμμόρφωσης.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος η ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτά διατυπώνονται σε σχετική νομολογία στις υποθέσεις, inter alia, Αναφορικά με τον Tζεννάρο Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535. Περαιτέρω, άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος. Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Αυτό φαίνεται σε αυθεντίες όπως τις Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.

Το Δικαστήριο έχει προσεκτικά αναλογιστεί την όλη υπόθεση ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένης της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε χθες από τον συνήγορο της αιτήτριας. Η ουσία των όσων προώθησε ο κ. Ερωτοκρίτου έγκειται στη θέση ότι η αιτήτρια στερήθηκε βασικού ανθρωπίνου δικαιώματος κατοχυρωμένου από το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.3(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παρεπέμφθη το Δικαστήριο στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention of Human Rights, 2η έκδ. (2009), σελ. 311, σχετικά με το δικαίωμα παροχής χρόνου για ορθή προετοιμασία στη δίκη, ώστε ένας κατηγορούμε[*1598]νος να απαλλαγεί των κατηγοριών ή «..... of obtaining a reduction in his sentence, of all relevant elements that have been or could be collected by authorities, including any document that concerns acts of which the defendant is accused, the credibility of testimony etc». Αυτά με αναφορά στην υπόθεση που μνημονεύεται στις υποσημειώσεις Jespers v. Belgium No. 8403/78. Aπόηχο της πιο πάνω θέσης εκφράζει και η Κυπριακή νομολογία, ιδιαιτέρως με την αναφερθείσα από τον συνήγορο υπόθεση στην Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, στη σελ. 223, όπου καταγράφεται εκτενώς η θέση αυτή και αναφέρεται η Ευρωπαϊκή νομολογία.

Το τι παραγνωρίζεται στην παρούσα υπόθεση και τούτο υποδείχθηκε κατά τη συζήτηση επί ακροατηρίω, είναι η φύση της διαδικασίας στην οποία εντάσσει το αίτημα της η αιτήτρια. Τα προνομιακά εντάλματα, όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, δεν έχουν σκοπό να ελέγξουν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από κατώτερο Δικαστήριο, ιδιαιτέρως κρίσης δικαστικής. Η απόφαση ενός κατώτερου Δικαστηρίου υπόκειται βεβαίως στο ένδικο μέρος της έφεσης, το οποίο αποτελεί όχι μόνο το κατ’ εξοχήν δικονομικό μέτρο αναθεώρησης της απόφασης, αλλά και το οποίο θέτει υπό αναψηλάφηση και υπό το φως πλήρων δεδομένων και κάθε ενδιάμεση διαδικασία που οδηγεί στην τελική απόφαση.

Το προνομιακό ένταλμα αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και πρέπει να χορηγείται με μεγάλη φειδώ, ώστε να μην υποκαθιστά με ευκολία την έφεση, έστω και αν σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε ευκόλως διακριτός ο διαχωρισμός μεταξύ έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας ή παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, που είναι δύο από τις περιπτώσεις που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιούνται για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

Με όλη την εκτίμηση στην επιχειρηματολογία του συνηγόρου της αιτήτριας, δεν προσφέρεται η περίπτωση για την παραχώρηση άδειας διότι δεν διαφαίνεται καταστρατήγηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο βαθμό και κατά τον τρόπο που έθεσε το θέμα ο συνήγορος. Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε αρμοδίως, μέσα στα πλαίσια των δικαιωμάτων του, κάτω από το Αρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ασκώντας προς τούτο δικαστική κρίση. Όπως λέχθηκε και στην The Attorney General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co Ltd (1966) 2 C.L.R. 25, στις σελ. 29-31, ένα Δικαστήριο χορηγώντας αναβολή κάτω από το Αρθρο 48, πρέπει να ενεργεί ορθά και δικαστικά προς το συμφέρον της δικαιοσύνης έχοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες παρέχοντας τη δέουσα αιτιολογία ως προνοεί και το Άρθρο 30.2 του Συντάγμα[*1599]τος. Να σημειωθεί δε ότι το Αρθρο 48, καθώς και το Αρθρο 157 του Κεφ. 155, κρίθηκαν στην υπόθεση Απτουλλάχ Νιαζί Σιούκρου v. Αρχηγού Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 1020, σε διαδικασία αίτησης Habeas Corpus, εναντίον διατάγματος κράτησης κατηγορούμενου διαρκούσης της δίκης του ενώπιον Κακουργιοδικείου, ότι δεν ήταν αντισυνταγματικό, εφόσον η σχετική εξουσία για κράτηση ή απόλυση κατηγορούμενου διαρκούσης της δίκης του καλύπτεται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος, ενώ το ένταλμα Habeas Corpus δεν είναι θεραπεία παρεχόμενη κατά ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά εκδίδεται ex debito justiciae.

Κατά μείζονα λόγο, εδώ, το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε ασκώντας διακριτική εξουσία μετά από καταδικαστική απόφαση που εξέδωσε επί της ουσίας της ιδιωτικής ποινικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον της αιτήτριας. Το ότι ένα άλλο Δικαστήριο θα ενεργούσε κατά πάσα πιθανότητα με πολύ διαφορετικό τρόπο και θα ακολουθούσε διαφορετική προσέγγιση στο θέμα, δεν επαρκεί για να θεμελιώσει συζητήσιμη υπόθεση στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος για χορήγηση άδειας, εάν, κατά τα άλλα, η ενέργεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου δεν εμπίπτει σε ένα από τους θεμελιωμένους από τη νομολογία λόγους, ήτοι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη νόμου προφανής στα πρακτικά, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που λαμβάνει την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

Η απόφαση του κατωτέρου Δικαστηρίου δύναται να ελεγχθεί στα πλαίσια έφεσης μετά την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας με την επιβολή της ποινής. Και βεβαίως παρεπόμενα και η κράτηση της αιτήτριας για το διάστημα μέχρι 29.9.2010, εάν και εφόσον αυτή θα έχει κάποια επίπτωση στην περαιτέρω πορεία και τον εν γένει χειρισμό της υπόθεσης από το Δικαστήριο.

Η περικοπή από το σύγγραμμα Harris, O´Boyle & Warbrick:  Law of the European Convention of Human Rights, ανωτέρω, καθώς και η σχετική αντίστοιχη από την απόφαση στην Parris, δεν έχει την εμβέλεια που της απέδωσε ο συνήγορος. Και αυτό γιατί η αιτήτρια με την περαιτέρω κράτησή της δεν αποστερήθηκε δικαιώματος να έχει ή να λάβει ή να πληροφορηθεί από τις αρχές («authorities»), οτιδήποτε που να έχει σχέση με την προοπτική μείωσης της ποινής της, εφόσον σαφώς προκύπτει από την έκθεση των γεγονότων και τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια ανεύρεσης περαιτέρω χρημάτων αφορά την ίδια την αιτήτρια και ενδεχομένως τους συγγενείς της που θα μπορούσαν να κινητο[*1600]ποιηθούν προς την κατεύθυνση αυτή, όπως και έπραξαν κατά την προηγηθείσα εβδομάδα, δηλαδή μεταξύ 15.9.2010-22.9.2010, για την οποία να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια αντίδραση εκ μέρους της αιτήτριας για τη χορήγηση αδείας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Δεν αφορά επομένως οποιαδήποτε κρατική αρχή ή ακόμη και τον αντίδικο, ώστε να γίνεται λόγος για αποστέρηση δικαιώματος, ιδιαιτέρως εφόσον η υπόθεση αφορά ιδιωτική ποινική δίωξη. Στην αιτήτρια, ευλόγως αναμένεται, έστω και υπό κράτηση, να είχε και να έχει όλες τις διευκολύνσεις σχετικές με το υπό κρίση ζήτημα.

Απασχόλησε η θέση του κατωτέρου Δικαστηρίου ότι εάν ικανοποιείτο το αίτημα να αφεθεί η αιτήτρια ελεύθερη τη δεύτερη εβδομάδα, το Δικαστήριο θα ανέτρεπε ουσιαστικά τη δική του προηγούμενη απόφαση πάνω στο ίδιο αίτημα. Αυτή η θέση του Δικαστηρίου όζει λάθους διότι το Αρθρο 48 του Κεφ. 155, επιβάλλει την άσκηση δικαστικής κρίσης και δικαστικής ευχέρειας σε κάθε περίπτωση που τίθεται θέμα απόλυσης ή προφυλάκισης κατηγορούμενου. Δεν φθάνει όμως ο τρόπος αντιμετώπισης του ζητήματος από το κατώτερο Δικαστήριο σε βαθμό πλάνης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, εφόσον το ίδιο το Δικαστήριο αμέσως προηγουμένως ανέφερε ότι θεώρησε ότι δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του που να διαφοροποιούσε τα δεδομένα που είχαν τεθεί κατά την προηγούμενη δικάσιμο, δηλαδή στις 15.9.2010. Αυτή η θέση του Δικαστηρίου, που παραγνώρισε στην ουσία τη μη ετοιμασία της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, αλλά και την ανεύρεση και αποπληρωμή στο μεταξύ μεγάλου μέρους του οφειλομένου ποσού, σίγουρα ελέγχεται με έφεση. Δεν αποτελεί όμως έκδηλη πλάνη ώστε να χορηγηθεί άδεια.

Όλοι οι πιο πάνω χειρισμοί του κατωτέρου Δικαστηρίου σίγουρα μπορούν να εξετασθούν κατ’ έφεση μετά την επιβολή της ποινής, όποια και αν είναι αυτή. Θα αναμενόταν πολύ διαφορετικός χειρισμός από το κατώτερο Δικαστήριο σε μια τέτοιου είδους υπόθεση, ιδιωτικής μάλιστα χροιάς, αλλά δεν διακρίνεται λόγος που να δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο