Dora Holdings Ltd και Άλλοι ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.Ε. (Aρ. 2) (2010) 1 ΑΑΔ 1605

(2010) 1 ΑΑΔ 1605

[*1605]13 Οκτωβρίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. DORA HOLDINGS LTD,

2. ΛΟΥΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

3. ΔΩΡΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 225/2006)

 

Συμβάσεις ― Τράπεζα συνήψε συμβάσεις με τους ενάγοντες, οι οποίες εξασφαλίζονταν με την υποθήκευση ακινήτων και οι οποίες εμφάνιζαν την τράπεζα να τους δανειοδοτεί, με αντάλλαγμα τις πιστωτικές διευκολύνσεις που η τράπεζα παρείχε προς συγκεκριμένη αδελφική εταιρεία της ενάγουσας 1 ― Κατά πόσο το άνοιγμα εξωλογιστικών και όχι πραγματικών λογαριασμών εκ μέρους της τράπεζας καταστρατηγούσε τα συμφωνηθέντα ― Κατά πόσο με βάση τον περί Τόκου Νόμο Αρ. 2/77, ο λογαριασμός θα έπρεπε να συνεχίζει να είναι τοκοφόρος και μετά το διπλασιασμό του κεφαλαίου.

Τραπεζικό Δίκαιο ― Εξωλογιστικοί λογαριασμοί και σημασία τους ― Κατά πόσο θεωρούνται πραγματικοί λογαριασμοί ― Κατά πόσο με βάση τον περί Τόκου Νόμο Αρ. 2/77, ένας εξωλογιστικός λογαριασμός είναι τοκοφόρος ακόμη και μετά το διπλασιασμό του κεφαλαίου.

Άδικος ή Αδικαιολόγητος πλουτισμός ― Αγωγή για αποζημιώσεις ή ζημιά απορρέουσα από παράβαση συμφωνίας, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατακράτησης χρημάτων στα χέρια τραπεζικού ιδρύματος ― Κατά πόσο η αγωγή ήταν βάσιμη, ενόψει των δικών της συνθηκών ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Επαναφορά θέματος με την υπό κρίση αγωγή το οποίο είχε κριθεί προηγουμένως και μεταξύ των ιδίων ουσιαστικά διαδίκων.

[*1606]Προκατάληψη Δικαστηρίου ― Οι λόγοι έφεσης με τους οποίους εγείρονται θέματα προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να προωθούνται με επίγνωση της σοβαρότητάς τους.

Η Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (εφεξής η εταιρεία), η οποία δεν είναι διάδικος, είναι αδελφική εταιρεία της εφεσείουσας 1.

Μεταξύ 3.11.79 – 13.5.88 η εφεσίβλητη τράπεζα (εφεξής η τράπεζα) δάνεισε στους εφεσείοντες το συνολικό ποσό των Λ.Κ.615.000, δυνάμει διαφόρων συμβάσεων και δηλώσεων υποθήκευσης ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι εφεσείοντες ως ενυπόθηκοι πλέον οφειλέτες υπέγραψαν σχετικό έντυπο είσπραξης του αντίστοιχου ποσού για κάθε υποθήκη και με αντάλλαγμα τις διευκολύνσεις που είχαν ήδη χορηγηθεί ή που θα χορηγούνταν μελλοντικά προς την εταιρεία, κατέθεσαν το συνολικό εισπραχθέν ποσό υπό μορφή δανείου στο Γενικό Λογαριασμό Εκκρεμείς Υποθέσεις Υπομερίς Καταθέσεις, Δεσμευμένο στο όνομα της τράπεζας.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον της τράπεζας αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ.1.273.122 ως αποζημιώσεις ή ζημιά απορρέουσα από παράβαση συμφωνίας, στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατακράτησης χρημάτων στα χέρια της τράπεζας. Το πιο πάνω ποσό, σύμφωνα με ισχυρισμό τους, ήταν ίσο με τόκο προς 9% ετησίως τον οποίο η τράπεζα λανθασμένα, παράνομα ή άδικα δεν πίστωσε κατά τις 11.6.99. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, που είναι η ουσιώδης ημερομηνία που λαμβάνουν οι εφεσείοντες για να υπολογίσουν το απωλεσθέν ποσό υπό μορφή τόκου που δεν δόθηκε, η εταιρεία όφειλε δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και άλλων μεταξύ της τράπεζας και της εταιρείας συμφωνιών, ποσό μεγαλύτερο από το διπλάσιο του συνόλου των καταθέσεων που είχαν γίνει στην τράπεζα από τους εφεσείοντες, οι οποίοι και είχαν κατά πάντα χρόνο την ιδιότητα του εγγυητή της εταιρείας. Στη βάση αυτής της οφειλής η τράπεζα, ασκώντας τα δικαιώματα που απέρρεαν από τις επιστολές κατάθεσης, συμψήφισε στις 11.6.99 τις δεσμευμένες καταθέσεις των εφεσειόντων με συγκεκριμένες οφειλές της εταιρείας, γεγονός που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες ως καταθέτες-εγγυητές.

Η τράπεζα υποστήριξε ότι οι λογαριασμοί που δημιουργήθηκαν λόγω των υποθηκών δεν ήταν πραγματικοί λογαριασμοί διότι γίνονταν για σκοπούς στατιστικής και παρακολούθησης της αξίας των υποθηκών. Ο ένας ήταν χρεωστικός με το ποσό της υποθήκης επ’ ονόματι των ιδιοκτητών των ακινήτων και ο άλλος πιστωτικός με το ίδιο ακριβώς ποσό αντικρυζόμενος με τον χρεωστικό. Αυτό το σύστημα ακολουθούσε στις περιπτώσεις αυτές η τράπεζα εφαρμόζοντας στην [*1607]ουσία το σύστημα της Ελλάδας, ήταν δε σε γνώση της Κεντρικής Τράπεζας και γι’ αυτό οι λογαριασμοί δεν παρουσιάζονταν είτε στο ενεργητικό, είτε στο παθητικό της τράπεζας, δεν φορολογούνταν και δεν αποκόπτετο φόρος άμυνας επ’ αυτών. Οι εξωλογιστικοί αυτοί λογαριασμοί, που δεν περιλαμβάνονταν στο ευρύτερο λογιστικό σύστημα της τράπεζας, και για τους οποίους δεν αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμού στους πελάτες, χρησιμοποιούνταν στις περιπτώσεις όπου η τράπεζα δεν χορηγούσε στην ουσία χρήματα, όπως  στην περίπτωση των εγγυήσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της τράπεζας και απέρριψε την αγωγή, παραπέμποντας σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την Κωνσταντίνα Σιάτη v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1598 και την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418, όπου, εξετάστηκε η συγκεκριμένη μέθοδος που ακολουθεί η τράπεζα σε παρόμοιες περιπτώσεις και κρίθηκε ορθή και νόμιμη. Κατά τη θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, το άνοιγμα του λογαριασμού δεσμευμένων καταθέσεων και ο τρόπος λειτουργίας αυτού δεν συνιστούσε παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα, ο δε αντικειμενικός στόχος ήταν να δοθούν οι υποθήκες προς περαιτέρω εξασφάλιση της τράπεζας έναντι των πιστωτικών διευκολύνσεων που αυτή παρείχε στην εταιρεία.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας 50 λόγους έφεσης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αποσύρθηκαν, και ορθά, οι λόγοι που αφορούσαν προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει των παρατηρήσεων του Εφετείου ότι τέτοιοι λόγοι πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να προωθούνται με επίγνωση της σοβαρότητάς τους. Κατά τα άλλα, η ουσιαστική τοποθέτησή του ήταν η λανθασμένη ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο επί των πραγματικών και αναντίλεκτων γεγονότων. Ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλούμενος τις συμφωνίες εισηγήθηκε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν πρωτοφανής και άδικη, εφόσον υιοθετήθηκε ερμηνεία έξω από το σαφές λεκτικό των συμφωνηθέντων, ενώ οι λογαριασμοί όπου τοποθετήθηκαν τα χρήματα ήταν πραγματικοί και όχι λογιστικοί. Κατατέθηκαν μέχρι και ταμειακά εντάλματα πληρωμής ως τεκμήρια και επομένως οι λογαριασμοί δεν ήταν ψευδείς, ενώ η τράπεζα εισήξε μαρτυρία πρωτοδίκως περί μιας πρακτικής που ακολουθούσε που δεν ήταν δικογραφημένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εκτός της επαρκούς δικογράφησης του τρόπου κατά τον οποίο [*1608]λειτουργούσε η τράπεζα σε σχέση με τους λογαριασμούς αυτούς, δικογραφούντο επίσης τα ακόλουθα θέματα: (α) Η θέση ότι αυτός ο τρόπος λειτουργίας ήταν γνωστός και στην Κεντρική Τράπεζα και (β) η θέση της τράπεζας περί λανθασμένης ανάγνωσης των εγγράφων καταθέσεως του προϊόντος των ενυποθήκων δανείων ως προς το πληρωτέο επιτόκιο. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τη θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων στην αγόρευσή του ότι η ισχυριζόμενη αυτή πρακτική και οι αιτιολογίες που η τράπεζα πρόβαλε δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα και αποτελούσαν εκ των υστέρων σκέψεις.  Και περαιτέρω ορθά το Δικαστήριο έκρινε εξίσου απορριπτέο και τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι υπήρξε παράλειψη αντεξέτασης των μαρτύρων τους επί ουσιωδών σημείων.

     Λανθασμένη είναι επίσης η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε να δοθεί προφορική μαρτυρία επί της πρακτικής της τράπεζας, τη στιγμή που αυτή η πρακτική (μέσα από τη μαρτυρία η οποία και έγινε αποδεκτή), όχι μόνο ήταν γνωστή στην Κεντρική Τράπεζα, αλλά και η τελευταία δεν τη θεωρούσε λανθασμένη ή προβληματική με οποιοδήποτε τρόπο.

     Την ιδιορρυθμία των λογαριασμών αυτών τη δέχθηκε ουσιαστικά και ο εφεσείων 2 κατά την αντεξέτασή του, εφόσον με δεδομένο ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να λάβει διευκολύνσεις λόγω του ότι η ίδια δεν είχε περιουσία, έπρεπε να γίνει διευθέτηση χρηματοδότησης με την εξασφάλιση εγγυήσεων υπό τύπο υποθηκών από τους εφεσείοντες 1 και τους μετόχους τους, εφεσείοντες 2 και 3. Επίσης ο εφεσείων 2 δέχθηκε ότι τα δάνεια αυτά και ο τρόπος κατάρτισης των υποθηκών, ήταν διαφορετικός «..... από τις άλλες τράπεζες από την πείρα που είχα». Έτσι αντί να τοποθετήσουν τα χρήματα που έλαβαν οι εφεσείοντες σε δικό τους λογαριασμό ή να τα «πάρουν μαζί τους», τα κατάθεσαν σε μια δεσμευτική κατάθεση επ’ ονόματι της τράπεζας. Δέχθηκε στη συνέχεια επίσης ότι γνώριζε ότι τα επιτρεπόμενα επιτόκια με βάση την εισήγηση της Κεντρικής Τράπεζας ήταν τότε λιγότερα και ότι επομένως το επιτόκιο προς 9% ήταν έξω από αυτό το μέτρο.

2.  Η θέση του Εφετείου σε σχέση με τον τρόπο χειρισμού των επίδικων συνθηκών στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λίμιτεδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας Α.Ε. (Αρ. 1) – ανωτέρω – η οποία λανθασμένα έτυχε της κριτικής του συνηγόρου των εφεσειόντων, ήταν ότι η εν λόγω απόφαση, τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μάλιστα η μαρτυρία που οι ίδιοι οι εφεσείοντες προσήγαγαν ενώπιον του πρωτο[*1609]δίκου Δικαστηρίου έθεσε τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση και από αυτή εξάγεται το συμπέρασμα, σε συμφωνία με τη θέση της τράπεζας, ότι αυτοί οι λογαριασμοί ήσαν μόνο εσωλογιστικοί και όχι πραγματικοί. Ο ίδιος ο Μ.Ε. 6 καταθέτοντας κατά την κύρια εξέταση εκ μέρους των εφεσειόντων εξήγησε με σαφήνεια ότι εξωλογιστικοί λογαριασμοί σήμαιναν ότι η τράπεζα ουδέποτε τους θεωρούσε να υπάρχουν, να μετρούν στα συνολικά δάνεια της ή στις συνολικές καταθέσεις της, δεν αντιπροσώπευαν πραγματικά χρήματα και ανοίγονταν ως βοηθητικοί- συνοδευτικοί της συναλλαγής ως οι απαιτήσεις του «head office» της τράπεζας, απλώς και μόνο για σκοπούς υπολογισμού της αξίας των υποθηκών. Στη δε αντεξέτασή του εξήγησε περαιτέρω ότι οι δύο εσωλογιστικοί αυτοί λογαριασμοί ήταν αντικρυζόμενοι, ο ένας ήταν χρεωστικός και ο άλλος με το ίδιο ακριβώς ποσό πιστωτικός,  (Τεκμ. 1Γ και 1Δ), δεν λαμβάνονταν καθόλου υπόψη από την τράπεζα για τον καθορισμό της ρευστότητάς της, θεωρούνταν δε και από την Κεντρική Τράπεζα, εκ μέρους της οποίας κατέθετε ο μάρτυρας, ως «λογαριασμοί στο χαρτί», λανθασμένα δε οι εφεσείοντες τους θεωρούσαν πραγματικούς λογαριασμούς. Ο μάρτυρας εξήγησε περαιτέρω ότι δεν νοείτο για μια τράπεζα που χρεώνει 9% τον πελάτη της για διευκολύνσεις, να χορηγεί ταυτόχρονα και 9% επιτόκιο επί των καταθέσεων και επίσης ότι οι πράξεις λογαριασμού τάξεως έχουν μοναδικό σκοπό να δίνουν ανά πάσα στιγμή την πραγματική αξία της υποθήκης και όποιες συναλλαγές γίνονται δεν αποτελούν μέρος του λογιστικού, το πιστωτικό δε μέρος των δύο λογαριασμών τάξεως είναι μόνο στο χαρτί.

3.  Και στην υπό κρίση περίπτωση, όπως και στην Κωνσταντίνα Μ. Σιάτη v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλαδός Α.Ε. – ανωτέρω – το άνοιγμα αυτών των λογαριασμών εκ μέρους της τράπεζας, ήταν προς εφαρμογή και όχι σε καταστρατήγηση των συμφωνηθέντων, ορθά δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που θα μπορούσε να επεξηγούσε περαιτέρω και πιο αναλυτικά στην απόφασή του το όλο ζήτημα, σημείωσε ότι η ερμηνεία που έδιναν οι εφεσείοντες στην όλη συναλλαγή θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Στη βάση δε των δεδομένων της υπόθεσης, δεν ήταν νοητή η χορήγηση περαιτέρω επιτοκίου μετά τον διπλασιασμό του ποσού ώστε ουσιαστικά οι εφεσείοντες να αποκτούν χρήματα από δάνεια τα οποία τους χορήγησε η ίδια η τράπεζα, στη βάση δεσμευμένου λογαριασμού τον οποίο οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα να χειριστούν με οποιοδήποτε τρόπο,  ούτε να κάνουν συναλλαγές με αυτό, η δε τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα να αναμειγνύει το ποσό της κατάθεσης με δικά της χρήματα προς εξόφληση των υποχρεώσεων της εταιρείας.

[*1610]4.    Υπό το φως των ανωτέρω, η θέση των εφεσειόντων ότι με βάση τον περί Τόκου Νόμο αρ. 2/77, έπρεπε να συνεχίζει να είναι τοκοφόρος ο λογαριασμός ακόμη και μετά το διπλασιασμό του κεφαλαίου, καταρρέει, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί ήταν εξωλογιστικοί και όχι πραγματικοί.

5.  Ο τρόπος που ενήργησε η τράπεζα σε πανομοιότυπες συνθήκες και μεταξύ των ιδίων ουσιαστικά διαδίκων, είχε κριθεί σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις ως απόλυτα ορθός. Αποτέλεσμα αυτού, είναι ότι η αγωγή των εφεσειόντων και η παρούσα έφεση αποτελούν στην ουσία κατάχρηση του δικαιώματός τους να προσφεύγουν στα Δικαστήρια.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιάτη v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1598,

Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418,

Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 A.A.Δ. 397.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταματίου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 16479/99), ημερομ. 9.6.2006.

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Λοΐζου για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη διαφορά δεν ήταν αμφισβητούμενα και εν πολλοίς κατατέθηκαν υπό [*1611]μορφή παραδεκτών γεγονότων ή μη αμφισβητηθείσας μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η Εφεσίβλητη Τράπεζα (εφεξής «η τράπεζα»), δάνεισε μεταξύ 3.11.79-13.5.88 στους εφεσείοντες δυνάμει διαφόρων συμβάσεων και δηλώσεων υποθηκεύσεως ακίνητης ιδιοκτησίας, το συνολικό ποσό των Λ.Κ.615.000. Οι ενάγοντες ως ενυπόθηκοι πλέον οφειλέτες υπέγραψαν σχετικό έντυπο είσπραξης του αντίστοιχου ποσού για κάθε υποθήκη και με αντάλλαγμα τις διευκολύνσεις που είχαν ήδη χορηγηθεί ή που θα χορηγούνταν μελλοντικά από την τράπεζα προς την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (εφεξής «η εταιρεία»), κατέθεσαν το συνολικό εισπραχθέν ποσό υπό μορφή δανείου στο Γενικό Λογαριασμό Εκκρεμείς Υποθέσεις Υπομερίς Καταθέσεις Δεσμευμένο στο όνομα της τράπεζας. Να σημειωθεί ότι η εταιρεία είναι αδελφική της εφεσείουσας 1.

Κατά την αξίωση των εναγόντων, όπως καταγράφηκε στην πρωτόδικη αγωγή, οι ενάγοντες είχαν καταθέσει το πιο πάνω χρηματικό ποσό στη βάση των συμφωνιών που υπογράφηκαν μεταξύ τους και της τράπεζας, με αποτέλεσμα τα διάφορα ποσά που συμποσούνταν, ως ήδη ελέχθη, στις Λ.Κ.615.000, να έφεραν τόκο 9% ετησίως και άρα, σύμφωνα με την εκδοχή τους, κατά τις 11.6.99, (η σημασία της οποίας θα αναφερθεί κατωτέρω), το συνολικό πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος τους έπρεπε να ήταν Λ.Κ.2.502.985, ενώ η τράπεζα λανθασμένα, παράνομα και άδικα δεν πίστωσε ποσό Λ.Κ.1.273.122, με αποτέλεσμα οι τοκοφόροι επιμέρους λογαριασμοί να είχαν ως υπόλοιπο μόνο το ποσό των Λ.Κ.1.229.863. Στη βάση επομένως αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατακράτησης χρημάτων στα χέρια της τράπεζας, οι ενάγοντες αξίωσαν το Λ.Κ.1.273.122, ως αποζημιώσεις ή ζημιά απορρέουσα από παράβαση συμφωνίας.

Η τράπεζα με την υπεράσπισή της εισηγήθηκε ότι λογαριασμοί προς όφελος των εναγόντων, με την έννοια τρεχούμενου λογαριασμού με καταθέσεις και αναλήψεις, δεν υπήρχαν. Οι συγκεκριμένοι αυτοί λογαριασμοί ήταν λογαριασμοί υποθήκης και είχαν ειδικούς κωδικούς που άρχιζαν με τον αριθμό 720 (πιστωτικός) και αντικρίζονταν με τους λογαριασμούς ενυπόθηκων δανείων που άρχιζαν με τον αριθμό 420 (χρεωστικός). Γι’ αυτό το λόγο οι λογαριασμοί κατάθεσης έφεραν το ίδιο επιτόκιο με τους λογαριασμούς ενυπόθηκου δανείου, ήτοι 9% ετησίως, πολύ πιο πάνω από το επιτρεπόμενο επιτόκιο από την Κεντρική Τράπεζα για καταθέσεις χρημάτων άλλων από εκείνων που δανείζονται στον καταθέτη από την τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα ούτε το λογίζει, ούτε το λαμβάνει υπόψη ως κατάθεση πελάτη σε σχέση με τα επίπεδα ρευστότητας που καθορίζονται από αυτή. Περαιτέρω, οι επιστολές κατάθεσης των ποσών που οι ενυπόθηκοι οφειλέτες-ενάγοντες [*1612]δανείσθηκαν παρείχαν στην τράπεζα το δικαίωμα και την πληρεξουσιοδότηση όπως μεταφέρει, κατά την απόλυτη κρίση της, οποιαδήποτε ποσά προς εξόφληση ή πληρωμή έναντι υφισταμένων ή μελλοντικών χρεών, είτε του οφειλέτη, είτε του εγγυητή, ο δε εγγυητής δεν δικαιούτο χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση της τράπεζας να αποσύρει οποιοδήποτε ποσό που κατατέθηκε ή θα κατατίθετο στην πορεία των συναλλαγών.

Η εταιρεία στις 11.6.99, που είναι η ουσιώδης ημερομηνία που λαμβάνουν οι εφεσείοντες για να υπολογίσουν το απολεσθέν, κατά τον ισχυρισμό τους, ποσό υπό μορφή τόκου που δεν δόθηκε, όφειλε δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και άλλων μεταξύ της τράπεζας και της εταιρείας συμφωνιών, ποσό μεγαλύτερο από το διπλάσιο του συνόλου των καταθέσεων που είχαν γίνει στην τράπεζα από τους εφεσείοντες, οι οποίοι και είχαν κατά πάντα χρόνο την ιδιότητα του εγγυητή της εταιρείας. Στη βάση αυτής της οφειλής η τράπεζα, ασκώντας τα δικαιώματα που απέρρεαν από τις επιστολές κατάθεσης, συμψήφισε στις 11.6.99 τις δεσμευμένες καταθέσεις των εφεσειόντων με συγκεκριμένες οφειλές της εταιρείας, γεγονός που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες ως καταθέτες-εγγυητές.

Δόθηκε μακρά μαρτυρία κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία που συνίστατο κυρίως από εμπειρογνώμονες μάρτυρες, ήτοι λογιστές, εκ μέρους εκάστου διαδίκου. Πέραν του ιδίου του εφεσείοντος 2, που είναι διευθυντής της εφεσείουσας 1 και σύζυγος της εφεσείουσας 3, μαρτυρία έδωσαν ο Λούκας Παπαλλής, λογιστής-ελεγκτής της εταιρείας, ο Ιάκωβος Ταλιαδώρος, λογιστής-ελεγκτής και ο Μιχάλης (Άλκης) Μαυρονύχης, εγγεγραμμένος λογιστής. Η βασική θέση των τριών αυτών λογιστών ήταν ότι στη λογιστική δεν υπάρχουν εγγραφές που να υποδηλώνουν ότι κάτι είναι πλασματικό ή ανύπαρκτο και επομένως η τράπεζα, με βάση το γραμμάτιο είσπραξης, έλαβε χρήματα, χρέωσε το ταμείο της και πίστωσε με κατάθεση τους εφεσείοντες. Η κατάθεση επομένως έφερε τόκο 9% ετησίως, με σχετικό ανατοκισμό, που έπρεπε να συνέχιζε μέχρι την ημερομηνία που η τράπεζα προέβη στον συμψηφισμό του ποσού των καταθέσεων για να εξοφλήσει υποχρεώσεις της εταιρείας προς αυτήν και να μην σταματούσε την ημέρα που το ποσό της κατάθεσης διπλασιάστηκε ως εκ του φερόμενου τόκου. Στην όλη  υπόθεση υπήρξαν πραγματικά δάνεια και πραγματικές καταθέσεις έναντι πραγματικών υποθηκών και δεν υπήρχαν έτσι αντικριζόμενοι λογαριασμοί.

Οι εφεσείοντες κάλεσαν προς επιβεβαίωση της θέσης τους, εκτός από δύο υπαλλήλους του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας [*1613]αναφορικά με τη συνομολόγηση των οκτώ υποθηκών και τρεις λειτουργούς της Κεντρικής Τράπεζας, τον Χριστάκη Φανόπουλο, λειτουργό στο Τμήμα Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων, τον Νίκο Νικολάου, προϊστάμενο του κλιμακίου που ελέγχει την τράπεζα, και την Αργυρώ Προκοπίου, Ανώτερη Λειτουργό. Σύμφωνα με την τελευταία, όντως η τράπεζα διατηρούσε ανέκαθεν δύο κατηγορίες λογαριασμών, μία που αφορούσε δάνεια επί υποθηκών, με αρ. 420 και μία κατηγορία  σχετικά με λογαριασμούς εγγυήσεων με αρ. 720. Αυτοί οι δύο τύποι λογαριασμών παρουσιάζονταν να είναι αντικριζόμενοι, δηλαδή εξωλογιστικοί, και δεν περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό που η τράπεζα υπέβαλλε στην Κεντρική Τράπεζα. Οι δύο αυτοί λογαριασμοί χαρακτηρίσθηκαν από τον μάρτυρα Νικολάου ως «λογαριασμοί τάξεως», οι οποίοι χρέωναν και πίστωναν το ίδιο ποσό στους δύο λογαριασμούς, με μοναδικό στόχο να είναι σε θέση η τράπεζα να αξιολογεί κατά πάντα χρόνο την αξία της εξασφάλισης που είχαν δώσει οι εφεσείοντες προς όφελος της τράπεζας και που συνίσταντο αποκλειστικά από ακίνητα τα οποία υποθηκεύτηκαν. Ο δε μάρτυρας Φανόπουλος, αναφερόμενος στον ισχύοντα τότε περί Τόκου Νόμο Αρ. 2/77, εξήγησε ότι μόνο τα δάνεια όταν διπλασιαστούν σταματούν να τοκίζονται, ενώ σε σχέση με τις καταθέσεις δεν συνηθίζεται να σταματά ο τόκος. Την εποχή εκείνη, με βάση τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, το ανώτατο επιτόκιο που μπορούσε να καταβληθεί επί καταθέσεων ήταν 7%, από δε το 1997 οι καταθέσεις προθεσμίας με προειδοποίηση έφεραν μέγιστο επιτόκιο 6,5%.

Η αντίθετη θέση της τράπεζας μέσα από τη δική της μαρτυρία, όπως προέκυψε από τον Λούκα Χατζησάββα, υπάλληλο της, και τον Νίκο Χαραλάμπους, συνέταιρο ελεγκτή στο λογιστικό οίκο Deloitte & Touches, ήταν ότι οι λογαριασμοί που δημιουργήθηκαν λόγω των υποθηκών δεν ήταν πραγματικοί λογαριασμοί διότι γίνονταν για σκοπούς στατιστικής και παρακολούθησης της αξίας των υποθηκών. Ο ένας ήταν χρεωστικός με το ποσό της υποθήκης επ’ ονόματι των ιδιοκτητών των ακινήτων και ο άλλος πιστωτικός με το ίδιο ακριβώς ποσό αντικρυζόμενος με τον χρεωστικό. Αυτό το σύστημα ακολουθούσε στις περιπτώσεις αυτές η τράπεζα εφαρμόζοντας στην ουσία το σύστημα της Ελλάδας, ήταν δε σε γνώση της Κεντρικής Τράπεζας και γι’ αυτό οι λογαριασμοί δεν παρουσιάζονταν είτε στο ενεργητικό, είτε στο παθητικό της τράπεζας, δεν φορολογούνταν και δεν αποκόπτετο φόρος άμυνας επ’ αυτών. Οι εξωλογιστικοί αυτοί λογαριασμοί, που δεν περιλαμβάνονταν στο ευρύτερο λογιστικό σύστημα της τράπεζας, και για τους οποίους δεν αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμού στους πελάτες, χρησιμοποιούνταν στις περιπτώσεις όπου η τράπεζα δεν χορηγούσε στην ουσία χρήματα, όπως  στην περίπτωση των εγγυήσεων.

[*1614]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε την ουσία της ενώπιόν του μαρτυρίας, δέχθηκε τη θέση της τράπεζας και απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι αποδοχή της προσέγγισης του ζητήματος, κατά τον τρόπο που εισηγούνταν οι εφεσείοντες θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, ενόψει του ότι αν γινόταν δεκτή η αξίωση τους, αυτό θα σήμαινε ότι με ενυπόθηκα δάνεια ύψους Λ.Κ.615.000, που η τράπεζα έδωσε προς τους εφεσείοντες, και χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε εκ μέρους των εφεσειόντων ποσό, αυτοί θα δικαιούνταν το διπλάσιο και πλέον ποσό ως τόκο στη βάση της ίδιας συναλλαγής. Στην ουσία η αξίωση των εφεσειόντων εδραζόταν πάνω σε μια διαφορετική ερμηνεία των συμφωνηθέντων, η οποία όμως προσέκρουε τόσο στη λογιστική εξήγηση των πραγμάτων, όσο και στην ευρύτερη λογική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την Κωνσταντίνα Σιάτη v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1598 και την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418, όπου, εξετάστηκε η συγκεκριμένη μέθοδος που ακολουθεί η τράπεζα σε παρόμοιες περιπτώσεις και κρίθηκε ορθή και νόμιμη. Κατά τη θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, το άνοιγμα του λογαριασμού δεσμευμένων καταθέσεων και ο τρόπος λειτουργίας αυτού δεν συνιστούσε παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα, ο δε αντικειμενικός στόχος ήταν να δοθούν οι υποθήκες προς περαιτέρω εξασφάλιση της τράπεζας έναντι των πιστωτικών διευκολύνσεων που αυτή παρείχε στην εταιρεία.

Η πρωτόδικη κρίση επί των ανωτέρω, αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας έφεσης, η οποία περιέχει 50 λόγους που κατά τους εφεσείοντες αιτιολογούν την παρέμβαση του Εφετείου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο κ. Δράκος απέσυρε, και ορθά, τους λόγους εκείνους που αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμόν προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει των παρατηρήσεων του Εφετείου, ότι λόγοι προκατάληψης πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να προωθούνται με επίγνωση της σοβαρότητάς τους. (Δέστε και Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 A.A.Δ. 397). Κατά τα άλλα, η ουσιαστική τοποθέτηση του ήταν η λανθασμένη ερμηνεία που δόθηκε από το Δικαστήριο επί των πραγματικών και αναντίλεκτων γεγονότων. Ο συνήγορος επικαλούμενος τις ίδιες τις συμφωνίες, εισηγήθηκε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν πρωτοφανής και άδικη, εφόσον υιοθετήθηκε ερμηνεία έξω από το σαφές λεκτικό των συμφωνηθέντων, ενώ οι λογαριασμοί όπου τοποθετήθηκαν τα χρήματα ήταν πραγματικοί και όχι λογιστικοί. Κατατέθηκαν μέχρι και ταμειακά εντάλματα πληρωμής ως τεκμήρια και επομένως οι λογαριασμοί δεν ήταν ψευδείς, [*1615]ενώ η τράπεζα εισήξε μαρτυρία πρωτοδίκως περί μιας πρακτικής που ακολουθούσε που δεν ήταν δικογραφημένη.

Αρχίζοντας από το τελευταίο ζήτημα κρίνεται ότι αδίκως παραπονείται ο κ. Δράκος περί της αποδοχής μαρτυρίας πρωτοδίκως επί πρακτικής της τράπεζας που δεν ήταν δικογραφημένη, διότι αναδρομή στην καταχωρηθείσα υπεράσπιση στην τροποποιηθείσα έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει ότι ζήτημα λειτουργίας των λογαριασμών αυτών ως ενός μηχανιστικού τρόπου εσωτερικών διεργασιών και εσωλογιστικού τρόπου εφαρμογής των συμφωνηθέντων δικογραφείται με την αναγκαία επάρκεια στην παρ. 3(4), με ταυτόχρονη επίσης δικογραφημένη θέση ότι αυτός ο τρόπος λειτουργίας ήταν γνωστός και στην Κεντρική Τράπεζα. Αλλά και περαιτέρω με την παρ. 6(α) της υπεράσπισης δικογραφείται η θέση της τράπεζας περί λανθασμένης ανάγνωσης των εγγράφων καταθέσεως του προϊόντος των ενυποθήκων δανείων ως προς το πληρωτέο επιτόκιο. Με βάση λοιπόν τη δικογραφία, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αρνητικά τη θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων στην αγόρευση του ότι η ισχυριζόμενη αυτή πρακτική και οι αιτιολογίες που η τράπεζα πρόβαλε δεν καλύπτονταν από τα δικόγραφα και αποτελούσαν εκ των υστέρων σκέψεις. Και περαιτέρω ορθά το Δικαστήριο έκρινε εξίσου απορριπτέο και τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι υπήρξε παράλειψη αντεξέτασης των μαρτύρων τους επί ουσιωδών σημείων. Μπορεί δε να προστεθεί ότι οι θέσεις αυτές του κ. Δράκου, που επαναλήφθηκαν και ενώπιον του Εφετείου, ήταν όψιμες ενόψει του ότι η ανάγνωση των πρακτικών και ιδιαίτερα της μαρτυρίας του εφεσείοντος 2, είναι αποκαλυπτική του γεγονότος ότι όχι μόνο ρωτήθηκε για αυτό τον τύπο λογαριασμών που διατηρούσε η τράπεζα με ταυτόχρονες υποβολές ότι γνώριζε περί αυτών, ότι οι λογαριασμοί δεν ήταν πραγματικοί, παρά μόνο «λογαριασμοί στα χαρτιά», αλλά και ουδεμία ένσταση ηγέρθηκε επ’ αυτών των ζητημάτων από πλευράς του. (σχετικές είναι οι σελ. 18 και 21-22 των πρακτικών).

Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η επίσης λανθασμένη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε να δοθεί προφορική μαρτυρία επί της πρακτικής της τράπεζας, τη στιγμή που αυτή η πρακτική (μέσα από τη μαρτυρία η οποία και έγινε αποδεκτή), όχι μόνο ήταν γνωστή στην Κεντρική Τράπεζα, αλλά και η τελευταία δεν τη θεωρούσε λανθασμένη ή προβληματική με οποιοδήποτε τρόπο. Ιδιαιτέρως σημειώνεται ότι η μαρτυρία στο σημείο αυτό του Λούκα Χατζησάββα ήταν ότι η τράπεζα χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο από το 1959, ήταν γνωστή στην Κεντρική Τράπεζα, ενώ με βάση και τη μαρτυρία του Νίκου Νικολάου, προϊσταμένου του κλιμα[*1616]κίου της Κεντρικής Τράπεζας που ήλεγχε ως εποπτικός φορέας την τράπεζα, η τελευταία λειτουργούσε ως κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στην Κύπρο, η δε πρακτική του ανοίγματος σε παρόμοιες περιπτώσεις λογαριασμών «τάξεως» ήταν μια διεργασία λογιστικοποίησης των υποθηκών με αποτέλεσμα να μην θεωρούνταν από την τράπεζα ως κανονικοί λογαριασμοί.

Η ουσία της υπόθεσης ήταν ότι οι λογαριασμοί αυτοί ήσαν λογαριασμοί παρακολούθησης της αξίας των υποθηκών, χαρακτηρίζονταν ως ειδικοί λογαριασμοί όπως ακριβώς αναφέρεται και στα εντάλματα πληρωμής Τεκμ. 5(ι) και 5(κ), όπου έναντι της τυπωμένης αναφοράς «ειδικός λογαριασμός», αναγράφεται «δάνεια επί υποθήκης – Dora Holdings Limited», στην δε αμέσως προηγούμενη γραμμή και έναντι της ένδειξης «γενικός λογαριασμός», αναγράφονται οι λέξεις «εκκρεμείς λογαριασμοί». Στο δε τεκμήριο 5(ι), προστίθεται ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν προς εγγύηση «...... απασών των οφειλών της εμπορικής εταιρείας Loukos Limited».

Το ότι οι λογαριασμοί αυτοί είχαν ιδιορρυθμία το δέχθηκε στην ουσία και ο εφεσείων 2 κατά την αντεξέταση του, εφόσον με δεδομένο ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να πάρει διευκολύνσεις λόγω του ότι η ίδια δεν είχε περιουσία, έπρεπε να γίνει διευθέτηση χρηματοδότησης με την εξασφάλιση εγγυήσεων υπό τύπο υποθηκών από τους εφεσείοντες 1 και τους μετόχους τους, εφεσείοντες 2 και 3. Στη δε σελ. 18 των πρακτικών, ο εφεσείων 2 δέχεται ότι τα δάνεια αυτά και ο τρόπος που έγιναν οι υποθήκες ήταν διαφορετικός «...... από τις άλλες τράπεζες  από την πείρα που είχα.». Έτσι αντί να τοποθετήσουν τα χρήματα που έλαβαν οι εφεσείοντες σε δικό τους λογαριασμό ή να τα «πάρουν μαζί τους», τα κατάθεσαν σε μια δεσμευτική κατάθεση επ’ ονόματι της τράπεζας. Δέχθηκε στη συνέχεια επίσης ότι γνώριζε ότι τα επιτρεπόμενα επιτόκια με βάση την εισήγηση της Κεντρικής Τράπεζας  ήταν τότε λιγότερα και ότι επομένως το επιτόκιο προς 9% ήταν έξω από αυτό το μέτρο.

Ο κ. Δράκος στους βασικούς λόγους έφεσής του, έθεσε θέμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε στην ουσία εξωγενή μαρτυρία προς παραποίηση των συμφωνηθέντων όπως αυτά απεικονίζονταν στα κατατεθέντα τεκμήρια, ήτοι, τα έγγραφα υποθηκών, τα συμπληρωματικά έγγραφα υποθηκών, τις οκτώ επιστολές κατάθεσης και τα ταμειακά εντάλματα ανάληψης και κατάθεσης. Κατά την εισήγηση του συνηγόρου ακόμη και με το ιδιόρρυθμο σύστημα που η τράπεζα επικαλέστηκε ότι τηρούσε, πιστώθηκαν τόκοι στις δεσμευμένες καταθέσεις και η διαφορά των εφεσειόντων με την τράπεζα ήταν σε σχέση με τη διάρκεια της τοκοφορίας και το ύψος [*1617]του ποσού και των τόκων που θα έπρεπε να πιστωθούν προς όφελος των πρώτων, εφόσον εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα έγινε ήταν, εφόσον οι εφεσείοντες δεν διέθεταν ρευστό χρήμα, η σύναψη δανείου με την τράπεζα με την εξασφάλιση υποθήκης με αποτέλεσμα την κατάθεση του προϊόντος του δανείου ως χρηματική εγγύηση για τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Είναι γεγονός, ότι απομονωμένα τα τεκμήρια και ιδιαιτέρως τα Τεκμ. 1(Α) και τα συναφή, δηλαδή η σύμβαση και δήλωση υποθηκεύσεως ακινήτου και το συμπληρωματικό έγγραφο Τεκμ. 1(Γ), κάνουν λόγο για κατατεθέντα ποσά με τόκο προς 9% ετησίως. Επομένως η θέση του κ. Δράκου και των εφεσειόντων γενικώς ήταν ότι ο τοκισμός των καταθέσεων αυτών δεν θα έπρεπε να σταματήσει να γίνεται με τον διπλασιασμό του ποσού, αλλά έπρεπε να συνεχίζει μέχρι και την ημέρα που η τράπεζα αποφάσισε να συμψηφίσει τις  καταθέσεις με τις υποχρεώσεις της εταιρείας προς αυτή.

Παραγνωρίζεται, όμως, η ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων που και δικογραφημένη ήταν από πλευράς της τράπεζας και  επί της οποίας δόθηκε μαρτυρία που έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως. Όπως αναγνώρισαν και οι εφεσείοντες, οι καταθέσεις αυτές προέρχονταν από δάνεια που η ίδια η τράπεζα έδωσε προς αυτούς προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εταιρείας. Πίσω από αυτά τα δάνεια στην ουσία ήσαν οι υποθήκες, οι οποίες εκποιούμενες θα αποπλήρωναν το δάνειο το οποίο δόθηκε για την κάλυψη των οφειλών της εταιρείας. Στην ουσία ήταν ως να είχε θέσει τις υποθήκες η ίδια η εταιρεία η οποία όμως δεν είχε τέτοια δυνατότητα εφόσον δεν διέθετε ακίνητη περιουσία. Παρέμεινε ως γεγονός ότι οι λογαριασμοί αυτοί είχαν ειδικούς κωδικούς και αντικρίζονταν μεταξύ τους, ήταν, δηλαδή, εσωτερικοί λογαριασμοί της τράπεζας, εξ ου και δεν αναφαίνονταν στους γενικότερους λογαριασμούς της τράπεζας, δεν περιέχονταν στα οφειλόμενα στοιχεία που η τράπεζα παρουσίαζε στην Κεντρική Τράπεζα, οι φερόμενοι ως καταθέτες δηλαδή οι εφεσείοντες, δεν λάμβαναν ποτέ λογαριασμούς και ουδέποτε πλήρωναν φόρο ή αποκόπτετο άμυνα επ’ αυτών.

Ο τρόπος χειρισμού των επίδικων συνθηκών απασχόλησε το Εφετείο και προηγουμένως στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λίμιτεδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας Α.Ε. (Αρ. 1) – ανωτέρω – τα όσα δε λέχθηκαν εκεί δεν ήταν καθόλου obiter, όπως εισηγήθηκε ο κ. Δράκος ενώπιον του παρόντος Εφετείου. Η υπόθεση εκεί αφορούσε αγωγή από την τράπεζα εναντίον της Εμπορικής Εταιρείας Λούκος Λίμιτεδ, ως πρωτοφειλέτιδας και των λοιπών εκεί εφεσειόντων,  ως εγγυητών, για συγκεκριμένο ποσό πλέον τόκους ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαρια[*1618]σμού τον οποίο η τράπεζα τερμάτισε κατόπιν ειδοποίησης. Έγινε αποδεκτή αίτηση για συνοπτική απόφαση, στην οποία οι εκεί εφεσείοντες και εδώ η εταιρεία, χωρίς να αμφισβητήσουν την ορθότητα του λογαριασμού, πρόβαλαν τον ισχυρισμό πως τον είχαν ήδη εξοφλήσει, ενώ ανταπαιτητικώς, έθεσαν ζήτημα ότι η τράπεζα τους όφειλε υπερδιπλάσιο ποσό. Το Εφετείο αναφέρθηκε στη μεθοδολογία που η τράπεζα είχε χρησιμοποιήσει ώστε να υπάρξει δανειοδότηση εξασφαλισμένη με υποθήκες επί ακίνητης ιδιοκτησίας των εγγυητών. Η μεθοδολογία συνίστατο στη σύναψη από τους εγγυητές σύμβασης με την τράπεζα, η οποία φαινόταν να δανείζει σε αυτούς διάφορα ποσά. Οι συμβάσεις αυτές συνοδεύονταν από υποθήκες, ενώ με άλλο έγγραφο εμφανιζόταν να γίνεται κατάθεση του δανεισθέντος ποσού στην ίδια την τράπεζα σε τοκοφόρο γενικό λογαριασμό, το δε ποσό θα παρέμενε με την τράπεζα ως ασφάλεια, ενέχυρο ή εγγύηση, η οποία και θα είχε το δικαίωμα με βάση τη σύμβαση να αναμειγνύει το ποσό αυτό με δικά της χρήματα και να το χρησιμοποιεί. Το Εφετείο είπε μετά την παράθεση αυτής της μεθοδολογίας, ότι:

«Επρόκειτο για δάνεια στο χαρτί ή λογιστικά δάνεια.  Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο αντικειμενικός σκοπός ήταν οι υποθήκες που τα συνόδευαν προς περαιτέρω εξασφάλιση της εφεσίβλητης έναντι των διαφόρων χρεών της 1ης εφεσείουσας.»

Η πιο πάνω θέση του Εφετείου, που λανθασμένα έτυχε της κριτικής του κ. Δράκου, εφαρμόζεται απόλυτα και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μάλιστα η μαρτυρία που οι ίδιοι οι εφεσείοντες προσήγαγαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου έθεσε τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση και από αυτή εξάγεται το συμπέρασμα, σε συμφωνία με τη θέση της τράπεζας, ότι αυτοί οι λογαριασμοί ήσαν μόνο εσωλογιστικοί και όχι πραγματικοί. Ο ίδιος ο μάρτυρας Νίκος Νικολάου, Μ.Ε.6, καταθέτοντας κατά την κύρια εξέταση εκ μέρους των εφεσειόντων εξήγησε με σαφήνεια ότι εξωλογιστικοί λογαριασμοί σήμαιναν ότι η τράπεζα ουδέποτε τους θεωρούσε να υπάρχουν, να μετρούν στα συνολικά δάνεια της ή στις συνολικές καταθέσεις της, δεν αντιπροσώπευαν πραγματικά χρήματα και ανοίγονταν ως βοηθητικοί- συνοδευτικοί της συναλλαγής ως οι απαιτήσεις του «head office» της τράπεζας, απλώς και μόνο για σκοπούς υπολογισμού της αξίας των υποθηκών (σελ. 109 και 112 των πρακτικών). Στη δε αντεξέταση του εξήγησε περαιτέρω ότι οι δύο εσωλογιστικοί αυτοί λογαριασμοί ήταν αντικρυζόμενοι, ο ένας ήταν χρεωστικός και ο άλλος με το ίδιο ακριβώς ποσό πιστωτικός,  (Τεκμ. 1Γ και 1Δ), δεν λαμβάνονταν καθόλου υπόψη από την τράπεζα για τον καθορισμό της ρευστότητας της (σελ. 115 των πρα[*1619]κτικών), θεωρούνταν δε και από την Κεντρική Τράπεζα, εκ μέρους της οποίας κατέθετε ο μάρτυρας, ως «λογαριασμοί στο χαρτί», λανθασμένα δε οι εφεσείοντες τους θεωρούσαν πραγματικούς λογαριασμούς (σελ. 116 των πρακτικών). Κατά την επανεξέταση του ο μάρτυρας εξήγησε περαιτέρω ότι δεν ήταν νοητό για μια τράπεζα που χρεώνει 9% τον πελάτη της για διευκολύνσεις, να χορηγεί ταυτόχρονα και 9% επιτόκιο επί των καταθέσεων. Στη δε σελ. 121 των πρακτικών, εξηγήθηκε και πάλι ότι οι πράξεις λογαριασμού τάξεως έχουν μοναδικό σκοπό να δίνουν ανά πάσα στιγμή την πραγματική αξία της υποθήκης και όποιες συναλλαγές γίνονται δεν αποτελούν μέρος του λογιστικού, το πιστωτικό δε μέρος των δύο λογαριασμών τάξεως είναι μόνο στο χαρτί. Να σημειωθεί ότι ο κ. Δράκος επιχείρησε, ανεπιτυχώς βεβαίως, να κηρύξει τον μάρτυρα αυτό εχθρικό κατά την επανεξέταση.

Αλλά και η Αργυρώ Προκοπίου, επίσης μάρτυρας της Κεντρικής Τράπεζας με ευθύνη την εποπτεία τραπεζών και ανώτερη σε θέση από τον προηγούμενο μάρτυρα Νικολάου και που επίσης κλήθηκε να καταθέσει εκ μέρους των εφεσειόντων, σαφέστατα εξήγησε αυτό τον τύπο λογαριασμών που διατηρούσε η τράπεζα, ένα στην κατηγορία 420 που χαρακτήριζε τα δάνεια επί υποθηκών και ένα στη κατηγορία 720, για το λογαριασμό εγγυήσεων (υποθηκών). Για την Κεντρική Τράπεζα η τήρηση αυτών των λογαριασμών δεν θεωρείτο λάθος «...... γιατί οι αντικρυζόμενοι λογαριασμοί είναι εξωλογιστικοί λογαριασμοί και διότι η τράπεζα δεν τους περιλαμβάνει στον ισολογισμό που υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα.». Σε αντίθεση δε με τη θέση του κ. Δράκου, εξήγησε στη σελ. 139 ότι δεν χρειαζόταν η Κεντρική Τράπεζα οποιαδήποτε γραπτή προς τούτο ενημέρωση, οι δε εξωλογιστικοί λογαριασμοί λέγονται έτσι διότι «δεν είναι on balance sheet», αλλά είναι «off balance sheet». Η μάρτυς στη σελ. 141, εξήγησε περαιτέρω, ότι αντικρυζόμενοι λογαριασμοί σημαίνει ότι ο ένας είναι καθρέφτης του άλλου και ότι αυτού του τύπου οι λογαριασμοί ονομάζονταν κάποτε και «contra  account», δηλαδή, το καθαρό άθροισμα των δύο ισούται με μηδέν.  Κατά την αντεξέταση εξήγησε περαιτέρω ότι εκτός από τη χρέωση του πελάτη με το δάνειο το οποίο εξασφαλίζετο με υποθήκη, η τράπεζα άνοιγε και αυτούς τους δύο αντικρυζόμενους λογαριασμούς ώστε να λογιστικοποιηθεί η αξία των υποθηκών απαντώντας επίσης με σαφήνεια και καταφατικά σε σχετική ερώτηση, ότι θα ήταν λάθος κάποιος να αντιλαμβανόνταν αυτούς τους λογαριασμούς ως κανονικούς λογαριασμούς (σελ. 153 των πρακτικών).

Απορρέει επομένως και από την ίδια τη μαρτυρία των εφεσειόντων την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε ως ανε[*1620]ξάρτητη στην ουσία μαρτυρία, ότι υπήρχε από πλευράς των εφεσειόντων ή των συμβούλων λογιστών τους που ενόρκως υποστήριξαν το αντίθετο, «...... άγνοια του μηχανιστικού τρόπου και των εσωτερικών διεργασιών που χρησιμοποιούσε η εφεσίβλητη, όχι για να καταστρατηγήσει ή διαφοροποιήσει αλλά για να εφαρμόσει, με το λογιστικό σύστημα και την ακολουθούμενη πρακτική τα όσα είχαν ζητηθεί και εγκριθεί.» (Κωνσταντίνα Μ. Σιάτη v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. – ανωτέρω).

Και στην υπό κρίση περίπτωση το άνοιγμα αυτών των λογαριασμών εκ μέρους της τράπεζας, ήταν προς εφαρμογή και όχι σε καταστρατήγηση των συμφωνηθέντων, ορθά δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που θα μπορούσε να επεξηγούσε περαιτέρω και πιο αναλυτικά στην απόφαση του το όλο ζήτημα, σημείωσε ότι η ερμηνεία που έδιναν οι εφεσείοντες στην όλη συναλλαγή θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα εφόσον δεν πρόκειτο για καταθέσεις με τη συνηθισμένη μορφή στη βάση σχέσης τραπεζίτη-πελάτη, «..... όπου ο πελάτης προβαίνει σε άνοιγμα λογαριασμού, καταθέτει χρήματα και αποκτά δικαιώματα σε αυτούς τους λογαριασμούς, γίνονται καταθέσεις και αναλήψεις και τοκίζονται πάνω σε συμφωνηθέν επιτόκιο.». Με αυτά τα δεδομένα, δεν ήταν νοητή η χορήγηση περαιτέρω επιτοκίου μετά τον διπλασιασμό του ποσού ώστε ουσιαστικά οι εφεσείοντες να αποκτούν χρήματα από δάνεια τα οποία τους χορήγησε η ίδια η τράπεζα, στη βάση δεσμευμένου λογαριασμού τον οποίο οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα να χειριστούν με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε να κάνουν συναλλαγές με αυτό, η δε τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα να αναμειγνύει το ποσό της κατάθεσης με δικά της χρήματα προς εξόφληση των υποχρεώσεων της εταιρείας.

Υπό το φως των ανωτέρω η θέση των εφεσειόντων ότι με βάση τον περί Τόκου Νόμο Αρ. 2/77, έπρεπε να συνεχίζει να είναι τοκοφόρος ο λογαριασμός ακόμη και μετά το διπλασιασμό του κεφαλαίου, καταρρέει, εφόσον οι λογαριασμοί αυτοί ήταν εξωλογιστικοί και όχι πραγματικοί. Ιδιαιτέρως, ο Νίκος Χαραλάμπους, Μ.Υ.2, εξήγησε στη σελ. 367-368 των πρακτικών, ότι στην περίπτωση των κανονικών καταθέσεων ο τόκος θα συνέχιζε να λογίζεται επί του ποσού έστω και μετά το διπλασιασμό του κεφαλαίου, αλλά στην υπό κρίση περίπτωση, οι λογαριασμοί δεν ήταν πραγματικοί, δεν αντιπροσώπευαν, δηλαδή, πραγματικές καταθέσεις.  Ήταν «εκκρεμείς λογαριασμοί», μη πραγματικοί ως απλές λογιστικές εγγραφές. Το ίδιο κατέθεσε και ο Λούκας Χατζησάββας, Μ.Υ.1, κατά την αντεξέτασή του, στη σελ. 338, όπου εξηγήθηκε το μη πραγματικό των λογαριασμών και επομένως δεν ήταν κανονι[*1621]κές καταθέσεις ώστε να εμπίπτουν στον πιο πάνω Νόμο. Αλλά και η τράπεζα λειτούργησε στην ίδια ακριβώς βάση όπως εξήγησε σαφώς με τις επιστολές της προς τους εφεσείοντες ημερ. 26.7.99, (Τεκμ. 3Β και 14(Α)).

Σε συμφωνία με τη θέση της τράπεζας στο δικό της περίγραμμα αγόρευσης ενώπιον του Εφετείου, η αγωγή των εφεσειόντων και η παρούσα έφεση αποτελούν στην ουσία κατάχρηση του δικαιώματος τους να προσφεύγουν στα Δικαστήρια εφόσον ο τρόπος ενέργειας της τράπεζας σε πανομοιότυπες συνθήκες και μεταξύ των ιδίων ουσιαστικά διαδίκων, είχε κριθεί προηγουμένως ως απόλυτα ορθός.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων  και υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο