Hossanzadeh Mahsa (2010) 1 ΑΑΔ 1669

(2010) 1 ΑΑΔ 1669

[*1669]25 Οκτωβρίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

MAHSA HOSSANZADEH, ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6

ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

    ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΤΗΝ 1.6.2010 ΦΥΛΑΚΙΣΑΝ ΤΗΝ

MAHSA HOSSANZADEH ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ

ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση της αιτήτριας η οποία εκρατείτο δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ― Κατά πόσο υπήρχε έρεισμα για την κράτηση της αιτήτριας στην οποία δεν είχαν γνωστοποιηθεί τα διατάγματα κράτησης και απέλασης πριν την ημε[*1670]ρομηνία καταχώρησης της παρούσας αίτησης.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητικές πράξεις οι οποίες δεν εξωτερικεύονται δεν αποκτούν οντότητα.

Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το Ιράν, ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, με στόχο την απελευθέρωσή της από αστυνομική κράτηση στην οποία βρισκόταν από 1.6.2010 μέχρι 22.9.2010, ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αίτησης. Είναι η θέση της ότι η κράτησή της είναι αντισυνταγματική και έκδηλα παράνομη, μεταξύ άλλων, επειδή τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της, ουδέποτε της κοινοποιήθηκαν. Επιπρόσθετα, ενώ αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αυτή συνέχισε να κρατείται στα Αστυνομικά Κρατητήρια, χωρίς νόμιμη αιτία και επ’ αόριστον.

Οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες αμφισβητούσαν τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης της αιτήτριας, εφόσον, όπως ισχυρίσθηκαν, το θέμα που εγείρετο δεν ήταν θέμα ιδιωτικού δικαίου αλλά δημόσιου δικαίου σε σχέση με το οποίο δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, επειδή οι καθ’ ων η αίτηση δεν έπεισαν το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της πριν την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησής της για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος, ήτοι, πριν από την 22.9.2010. Η κοινοποίηση ή η εξωτερίκευση των προαναφερομένων διαταγμάτων στην αιτήτρια αποτελούσε στοιχείο καίριας σημασίας επειδή, μόνο τότε τα διατάγματα θα τελειοποιούντο και θα αποκτούσαν εγκυρότητα ως διοικητικές πράξεις. Με την μαρτυρία τους, οι καθ’ ων η αίτηση, δεν αντέκρουσαν, κατά ικανοποιητικό τρόπο, τη μαρτυρία της αιτήτριας και επομένως δεν έπεισαν ότι οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις εξωτερικεύθηκαν και τελειοποιήθηκαν κατά το δέοντα τρόπο, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Διατάχθηκε η άμεση απελευθέρωση της αιτήτριας.

[*1671]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075,

Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256,

Kianiashvili (2007) 1 A.A.Δ. 312,

Vickey (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1817.

Aίτηση.

Α. Iωάννου, για την Αιτήτρια.

Ι. Δημητρίου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση της η αιτήτρια ζητά την έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή της αιτήτριας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να διαταχθεί η άμεση απελευθέρωσή της.

Η αιτήτρια κατάγεται από τον Ιράν και από 1.6.2010 μέχρι 22.9.2010, ημερομηνία καταχώρισης της  παρούσας αίτησης, κρατείτο στα Αστυνομικά Κρατητήρια της Κεντρικής Αστυνομίας Λεμεσού. Είναι η θέση της ότι η κράτηση της είναι αντισυνταγματική και έκδηλα παράνομη, μεταξύ άλλων, επειδή τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν εναντίον της, ουδέποτε της κοινοποιήθηκαν. Επιπρόσθετα, ενώ αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αυτή συνέχισε να κρατείται στα Αστυνομικά Κρατητήρια, χωρίς νόμιμη αιτία και επ’ αόριστον.

Στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση προβάλλονται προδικαστικές ενστάσεις σύμφωνα με τις οποίες το παρόν δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης της αιτήτριας και να εκδώσει το ζητούμενο προνομιακό ένταλμα επειδή η κράτηση της αιτήτριας έγινε με βάση διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο και η νομιμότητα τους δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης και στη βάση του Αρθρου 155.4 του Συντάγματος αλλά μόνο στη βάση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος. Το όλο δηλαδή ζήτημα δεν είναι ιδιωτικού δικαίου αλλά δημοσίου δικαίου.

[*1672]Στην υπόθεση Bondar (Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075 η Πλήρης Ολομέλεια επιβεβαίωσε τις αρχές που διατυπώθηκαν στην Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256 και τόνισε ότι τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το, προς αυτό συναρτώμενο, διάταγμα κράτησης αναμφισβήτητα συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις των οποίων η νομιμότητα μπορεί μόνο να ελεγχθεί με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Αρθρου 146.1 του Συντάγματος και όχι σε διαδικασία αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Αρθρου 155.4 του Συντάγματος.

Το ζήτημα όμως που εγείρεται στην παρούσα αίτηση είναι το κατά πόσο οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις της έκδοσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, ήταν έγκυρες, με την κοινοποίηση ή εξωτερίκευση τους στην αιτήτρια ή παρέμειναν εσωτερικό μέτρο της διοίκησης «internum» οπότε και θεωρούνται ως μη τελειοποιηθείσες και επομένως ως μη έγκυρες και μη παράγουσες έννομα αποτελέσματα.

Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου κυρίως πρωτοδίκων εξέτασε το ζήτημα της αναγκαίας κοινοποίησης ή εξωτερίκευσης μιας διοικητικής πράξης, που είναι όρος για την τελείωση τους (Δέστε, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Kianiashvili (2007) 1 A.A.Δ. 312 και Vickey (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1817).

Τα Αρθρα 4, 5 και 6 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, αφορούν σε ζητήματα έναρξης της ισχύος των διοικητικών πράξεων, ενημέρωσης για τα μέσα θεραπείας που έχει ο επηρεαζόμενος πολίτης και έναρξης έννομων αποτελεσμάτων των διοικητικών πράξεων, αντίστοιχα. Στο Αρθρο 4 προνοείται ότι η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.

Θεωρώ ότι προέχει η εξέταση του ζητήματος του κατά πόσον οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις της έκδοσης διατάγματος απέλασης αλλά και κυρίως της έκδοσης διατάγματος κράτησης της αιτήτριας είχαν κοινοποιηθεί ή εξωτερικευθεί σ’ αυτήν μέχρι την ουσιώδη ημερομηνία που είναι η ημερομηνία καταχώρισης της υπό εξέταση αίτησης της, δηλαδή η 22.9.2010.

Παρατηρώ ότι στην αίτηση της η αιτήτρια αναφέρει ρητά ότι κρατείται δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία ουδέποτε κοινοποιήθηκαν σ’ αυτή. Στην ένορκη δήλωση της αιτή[*1673]τριας ημερ. 20.9.2010, η οποία λήφθηκε στην Κεντρική Αστυνομία Λεμεσού, ενώπιον αρμοδίας Πρωτοκολλητού, και επομένως κρίνω ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άκυρη, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, η αιτήρια, στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσης της, αναφέρει ρητά ότι: «Σε περίπτωση που κρατούμαι δυνάμει διατάγματος απέλασης, ως η δικηγόρος μου με συμβουλεύει, καταρχήν αυτό είναι έκδηλα παράνομο αφού δεν μου επιδόθηκε ποτέ τέτοιο διάταγμα και δε μου εξηγήθηκε ποτέ ο λόγος κράτησής μου». Στην παράγραφο 15 της ίδιας ένορκης δήλωσης αναφέρεται επίσης ότι, παρόλο που είχαν συμπληρωθεί 3 μήνες κράτησης της, η ίδια συνέχισε να μη γνωρίζει τον πραγματικό λόγο κράτησης της.

Από την άλλη πλευρά, προς υποστήριξη των θέσεων των καθ’  ων η αίτηση υπάρχει ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και την οποίαν υπέγραψε η κα. Αλεξία Παντζιαρά, Λειτουργός στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 15.10.2010.  Στην ένορκη δήλωση της η κα. Παντζιαρά λέει ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από προσωπικό χειρισμό της και από μελέτη του περιεχομένου του σχετικού διοικητικού φακέλου τον οποίον έχει στην κατοχή της. Αφού εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι η αιτήτρια παρέβηκε τους όρους της αδείας παραμονής της και θεωρήθηκε ως παράνομος μετανάστης, λέγει ότι την 1.6.2010, όταν η αιτήτρια προσήλθε στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού για να λάβει πληροφορίες σχετικά με την αίτησή της για πολιτικό άσυλο, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση, στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λεμεσού. Κατέστη δηλαδή απαγορευμένος μετανάστης, βάσει του Αρθρου 6(1) (κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και επομένως εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης με ημερομηνία 1.6.2010, τα οποία επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ένορκη δήλωση της κας Παντζιαρά. Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε την ίδια μέρα, όχι όμως και η εκτέλεση του διατάγματος κράτησης. Στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης της κας Παντζιαρά αναγράφονται και τα εξής: «Η δε έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων της γνωστοποιήθηκε στην ίδια με επιστολή επίσης ημερομηνίας 1.6.2010, η οποία σημειώνεται και επισυνάπτεται στην παρούσα ως Τεκμήριο 4».

Το τεκμήριο 4, το οποίο είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, απευθύνεται προς την αιτήτρια, έχει ημερομηνία 1.6.2010 και σ’ αυτό αναγράφεται ότι η αιτήτρια πληροφορείται ότι είναι παράνομος μετανάστης δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας “because you of illegal stay”. Πληροφορείται επίσης ότι η προσωρινή άδεια παρα[*1674]μονής της ανακλήθηκε και ότι εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης ημερ. 1.6.2010. Ακόμα η αιτήτρια πληροφορείται ότι έχει το δικαίωμα να εκπροσωπηθεί ενώπιον του υπογράφοντος την επιστολή ή ενώπιον οποιασδήποτε Αρχής της Δημοκρατίας και να εκφράσει ενστάσεις εναντίον της απέλασης, έχοντας τις υπηρεσίες μεταφραστή. Η επιστολή υπογράφεται από τον Έπαρχο Κερύνειας. Στο κάτω αριστερό μέρος της επιστολής αναγράφονται τα εξής, στα ελληνικά, «Το παρόν έντυπο δόθηκε στην αλλοδαπή, το διάβασε, της το εξήγησα και αφού κατανόησε το περιεχόμενο του δεν το υπέγραψε στην παρουσία μου στις 2/6/10 και ώρα 0900 στην ΑΔΕ Λ/ΣΟΥ». Στη συνέχεια υπάρχει κάποια μονογραφή ή υπογραφή και ο αριθμός 1800.

Δεν πρόκειται να υπεισέλθω καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ουσία της υπόθεσης. Δεν θα εξετάσω δηλαδή κατά πόσον νόμιμα ή παράνομα εκδόθηκαν τα προαναφερόμενα διατάγματα εναντίον της αιτήτριας, ούτε το ζήτημα της γλώσσας στην οποία αναγράφηκε η επιστολή ημερ. 1.6.2010, τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης, ούτε το κατά πόσο η επιστολή υπογράφεται από το, σύμφωνα με το Νόμο, εντεταλμένο πρόσωπο, ούτε αν το περιεχόμενο της επιστολής είναι επαρκές. Αυτά όλα, σύμφωνα με την Bondar (Αρ. 2), ανωτέρω, ελέγχονται μόνο με προσφυγή δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος. Για τον ίδιο λόγο δεν θα προβώ σε σύγκριση μεταξύ του τεκμηρίου 7 και του τεκμηρίου 4. Παρατηρώ μόνον ότι το τεκμήριο 7 (κοινοποίηση της απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας για άσυλο, από την Υπηρεσία Ασύλου) διατυπώθηκε, προφανώς, στην περσική γλώσσα και στο κάτω μέρος του υπάρχει και πάλι η ίδια σημείωση στα ελληνικά, όπως και στο τεκμήριο 4. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως αναγράφεται ευκρινώς, εκτός από την υπογραφή, το όνομα και ο αριθμός του Αστυφύλακα που το επέδωσε καθώς και η υπηρεσία στην οποία υπηρετεί.

Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας το μόνο που έχει σημασία και μάλιστα αποφασιστική είναι το κατά πόσο τα προαναφερόμενα διατάγματα κοινοποιήθηκαν ή εξωτερικεύθηκαν στην αιτήτρια, πριν την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησής της. Δεν έχω πειστεί για κάτι τέτοιο για τους εξής λόγους:

(α)       Ενώ η αιτήτρια ρητά θέτει τόσο στην αίτηση της όσο και στην ένορκη δήλωση της ζήτημα μη κοινοποίησης σ’ αυτήν οποιωνδήποτε διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και ενώ θέτει ζήτημα ότι, παρά την κράτηση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν γνωρίζει τον πραγματικό λόγο κράτησής της, οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν στους προαναφερόμενους ισχυρισμούς με [*1675]ένορκη δήλωση της κας Παντζιαρά, της οποίας η γνώση προέρχεται από το χειρισμό της υπόθεσης και τη μελέτη του σχετικού διοικητικού φακέλου και η οποία, προφανώς, καμιά προσωπική γνώση έχει αναφορικά με το ζήτημα της κοινοποίησης ή εξωτερίκευσης των προαναφερόμενων διοικητικών μέτρων στην αιτήτρια.

(β)       Ο Αστυνομικός ή το πρόσωπο που υποτίθεται ότι επέδωσε το προαναφερόμενο τεκμήριο 4 στην αιτήτρια και υποτίθεται ότι της εξήγησε και το περιεχόμενό του, δεν αναφέρεται και δεν αναγράφεται πουθενά, στο τεκμήριο 4. Ούτε το όνομα του, ούτε πού υπηρετεί, αλλά μόνον κάποιος αριθμός 1800 (ο οποίος δεν επεξηγείται), αναγράφεται στο τεκμήριο 4. Το δικαστήριο θα ανέμενε ότι, ενόψει των ρητών ισχυρισμών της αιτήτριας, το πρόσωπο που κατ’ ισχυρισμό της επέδωσε και της εξήγησε το περιεχόμενο του τεκμηρίου 4 θα έπρεπε να είχε προβεί, το ίδιο, σε ένορκη δήλωση και να εξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η κατ’ ισχυρισμό επίδοση και επεξήγηση, ώστε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Θεωρώ ότι, υπό τις περιστάσεις, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν αντικρούονται, αποτελεσματικά, εφόσον η κα. Παντζιαρά στην ένορκη δήλωση της δεν αναφέρει ούτε καν την πηγή των πληροφοριών της ως προς το κρίσιμο ζήτημα της γνωστοποίησης των διαταγμάτων, στην αιτήτρια, πριν την 22.9.2010.

(γ)        Το ζήτημα της εξωτερίκευσης μιας διοικητικής πράξης είναι καίριο επειδή μόνο με την εξωτερίκευση, ουσιαστικά με την επίδοση ή τουλάχιστον την κοινοποίηση τους στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εξωτερικεύονται και κατά συνέπεια τελειοποιούνται και γίνονται έγκυρες οι διοικητικές πράξεις. Επομένως το ζήτημα αυτό, εφόσον ρητά αμφισβητήθηκε, θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, να αποδειχθεί από τους καθ’ ων η αίτηση. Με τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι καθ’ ων η αίτηση θεωρώ ότι αυτοί δεν αντέκρουσαν, κατά ικανοποιητικό τρόπο, τη μαρτυρία της αιτήτριας και επομένως δεν έπεισαν ότι οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις εξωτερικεύθηκαν και τελειοποιήθηκαν κατά το δέοντα τρόπο, μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.

Συναφώς παρατηρώ ότι ακόμα και η γυναίκα αστυνομικός που συνόδευσε την αιτήτρια, στην πρώτη της εμφάνιση στο δικαστήριο, στις 28.9.2010, σε ερώτηση του δικαστηρίου δήλωσε ότι δεν γνώριζε αν υπήρχε οποιονδήποτε διάταγμα κράτησης για την αιτήτρια.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω διατηρώ ουσια[*1676]στικές αμφιβολίες αναφορικά με την εξωτερίκευση των προαναφερόμενων διοικητικών πράξεων στην αιτήτρια. Δεν έχω πειστεί, δηλαδή, ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης τελειοποιήθηκαν και απέκτησαν εγκυρότητα, με την εξωτερίκευσή τους στην αιτήτρια, κατά τον ορθό τρόπο, πριν την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησής της. Κατά συνέπεια κρίνω ότι τα προαναφερόμενα διατάγματα, που εκδόθηκαν μεν αλλά δεν ικανοποιήθηκα ότι εξωτερικεύθηκαν δεόντως, δεν συνιστούν νόμιμο έρεισμα κράτησης της αιτήτριας και δεν τέθηκε οτιδήποτε άλλο ενώπιόν μου που συνιστά τέτοιο έρεισμα.

Επομένως η αίτηση επιτυγχάνει, με έξοδα εις βάρος των καθ’  ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση της αιτήτριας.

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση της αιτήτριας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο