Τσικκάς Μιχάλης και Άλλη ν. Χρίστου Χριστοφή και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 1802

(2010) 1 ΑΑΔ 1802

[*1802]18 Νοεμβρίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΚΚΑΣ,

2. ΑΝΤΡΗ ΤΣΙΚΚΑ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 309/2008)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση με την οποία οι ενάγοντες καταλόγιζαν ευθύνη στον εναγόμενο για τη διενέργεια παρακολούθησης των ιδίων ή ενός εξ αυτών και/ή της οικογένειάς τους ή της κατοικίας τους, για καθαρά εκδικητικούς λόγους ή λόγους έχθρας με σκοπό την πρόκληση βλάβης ηθικής ή υλικής φύσεως ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Θεμελιώδη Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ελευθερίες ― Δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και ελεύθερης επικοινωνίας ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «.... έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή τυγχάνει σεβασμού».

Ο εφεσείων 1 ο οποίος υπηρετούσε στην “Κοινοτική Αστυνόμευση” ως αστυφύλακας “αστυνομικός της γειτονιάς” καταχώρησε αγωγή με τη σύζυγό του, εφεσείουσα 2, αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο 1 αναπληρωτή λοχία και από την Κυπριακή Δημοκρατία εφεσίβλητη 2, αποζημιώσεις και απαγορευτικά διατάγματα για, κατ’ ισχυρισμόν, ζημιογόνες πράξεις του εφεσίβλητου 1, ήτοι, τη διενέργεια παρακολούθησης των ιδίων ή ενός εξ αυτών και/ή της οικογένειάς τους σε δύο περιπτώσεις από τον εφεσίβλητο 1 ενώ αυτός ήταν εκτός υπηρεσίας, χωρίς εντολές ή οδηγίες, για καθαρά εκδικητικούς λόγους. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν περαιτέρω, ότι ως αποτέλεσμα των ενεργειών του εφεσίβλητου 1, και [*1803]ιδιαίτερα της παραβίασης του δικαιώματος της προσωπικής τους ελευθερίας, ο εφεσείων 1 τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την υπηρεσία του, του αποκόπηκε ποσό £400 από τις απολαβές του και διατάχθηκε πειθαρχική έρευνα εναντίον του με 4 κατηγορίες για το ότι ενώ ήταν καθήκον, παρέλειψε να παρουσιαστεί ως έπρεπε και/ή ότι χωρίς να εξασφαλίσει άδεια, απείχε από τα καθήκοντά του. Το πιο πάνω ποσό καθώς επίσης και ποσό £500 το οποίο οι εφεσείοντες είχαν καταβάλει για την εκπροσώπηση του εφεσείοντος 1 από δικηγόρο σε πειθαρχική διαδικασία, αξιώνετο στην αγωγή τους. Αξιώνετο επίσης η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου που να διέτασσε τον εφεσίβλητο αρ. 1 να μη παρακολουθεί τους εφεσείοντες και/ή την κατοικία τους και άλλα διατάγματα με τα οποία να απαγορευόταν στον ίδιο να επεμβαίνει στην ιδιωτική, οικογενειακή και προσωπική ζωή των εφεσειόντων και να πλησιάζει τους εφεσείοντες και την κατοικία τους σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων.

Οι εφεσίβλητοι στην έκθεση υπεράσπισής τους και στη μαρτυρία τους υποστήριξαν ότι ο εφεσίβλητος 1, ως ιεραρχικά ανώτερος του εφεσείοντος 1 στην υπηρεσία, σε μια μόνο περίπτωση, κατά τον Οκτώβριο, 2004, ήλεγξε τις κινήσεις του εφεσείοντος 1, ιστάμενος σε πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι του. Διαπίστωσε τότε ότι ο εφεσείων 1, ενώ είχε φύγει από το Σταθμό για να διερευνήσει, όπως είπε, κάποιο σοβαρό παράπονο που έλαβε, εφαίνετο να ασχολείται με προσωπικές του εργασίες. Ο εφεσείων 1 τέθηκε σε διαθεσιμότητα και δικάστηκε πειθαρχικά, όπως δε προέκυψε από δοθείσα μαρτυρία, καταδικάστηκε και επιβλήθηκαν σ’ αυτόν κυρώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, υπό τις περιστάσεις, οι ενέργειες του εφεσίβλητου 1 δεν συνιστούσαν παραβίαση δικαιωμάτων των εφεσειόντων ή οποιουδήποτε εξ αυτών, σε σχέση με την προστασία της ιδιωτικής ζωής η οποία διασφαλίζεται με το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος. Τελικά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διεκδικούμενες από τον εφεσείοντα 1 ειδικές αποζημιώσεις για δικηγορικά έξοδα και για αποκοπή μέρους του μισθού του, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμη αξίωση για αποζημιώσεις στο πλαίσιο της εκδικασθείσας αγωγής. Η αγωγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι περισσότεροι λόγοι έφεσης αφορούν στην, κατ’ ισχυρισμόν, εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1 ως αξιόπιστης, αφού σε αυτή παρατηρήθηκαν αντιφάσεις, εν αντιθέσει με τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1. Προβλήθηκαν επίσης οι ακόλουθοι δύο λόγοι έφεσης:

1.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε στην από[*1804]φασή του το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν κατέγραψε το παράπονο που είπε ότι είχε λάβει, αφού η καταγραφή παραπόνου γινόταν κατά τη λήξη του καθήκοντός του.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε τη θέση, σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση ενός προσώπου εξυπακούει την απόδειξη κατ’ εξακολούθηση πράξεων και όχι μεμονωμένου περιστατικού.

3.  Ο εφεσίβλητος 1 ενεργούσε αυτοβούλως, εκτός του πλαισίου των καθηκόντων του και δεν υπέδειξε καμιά αστυνομική διάταξη ή διαταγή που θα καθιστούσε τις ενέργειές του νόμιμες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων περί εσφαλμένης αξιολόγησης της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου 1, δεν έχουν τεκμηριωθεί. Εκείνο που είχε εδώ σημασία ήταν το ότι ο εφεσίβλητος 1 μετέβηκε και βρισκόταν απέναντι από την οικία των εφεσειόντων και προέβηκε σε παρατήρηση των κινήσεων του εφεσείοντα 1 προς και από την κατοικία και όχι οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων 1 μπήκε στο σπίτι του ή τι αυτός φορούσε.

2.  Η αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου για τη μη καταγραφή του παραπόνου το οποίο, δήθεν, θα διερευνούσε ο εφεσείων 1, δεν εξυπακούει ότι το Δικαστήριο προσέδωσε σημασία αρνητική ως προς αυτή την εκδοχή. Το Δικαστήριο έδωσε σημασία στο ότι ενώ ο ίδιος ο εφεσείων αρ. 1 είχε ισχυριστεί ότι επρόκειτο περί σοβαρού παραπόνου, δεν ειδοποίησε τους συναδέλφους του περί οποιασδήποτε αδυναμίας του ίδιου να εξετάσει το παράπονο για το οποίο έφυγε από το Σταθμό, ώστε να εξετάσει το παράπονο εκείνο άλλος, και ούτε ανέφερε σε κανέναν οτιδήποτε σχετικό παρά μετά που του έγινε παρατήρηση.

     Επομένως, η σχετική αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου ούτε αδικαιολόγητη ήταν ούτε και ενείχε τη σημασία η οποία της αποδόθηκε.

3.  Το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Το βασικό θέμα το οποίο επομένως έπρεπε να εξεταστεί ήταν κατά πόσο οι πράξεις του εφεσίβλητου 1 ισοδυναμούσαν με έλλειψη σεβασμού προς την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των εφεσειόντων. Το εάν η επόπτευση των κινήσεων του εφεσείοντος 1 ήταν μεμονωμένη ή διαρκείας ή [*1805]κατ’ εξακολούθηση, συνιστούσαν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να καταδείξουν την έκταση και την ενδεχόμενη πρόκληση ενόχλησης ή άλλης ζημιάς στους εφεσείοντες και, επομένως, θα ισοδυναμούσαν ή όχι με επέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή, ανεξάρτητα από του εάν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως “παρακολούθηση”, ή όχι.

4.  Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 ενεργούσε καθηκόντως, εφόσον υπήρχε η σχέση προϊσταμένου και υφισταμένου και μέρος των καθηκόντων του εφεσίβλητου 1 ήταν η άσκηση ιεραρχικού ελέγχου σε σχέση με την τήρηση των ωραρίων των υφισταμένων του στην υπηρεσία.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν στοιχειοθετείτο εν πάση περιπτώσει η, κατ’ ισχυρισμόν, παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,

Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355,

Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Police v. Ekdotiki Eteria “Inomeni Dimosiographi Dias Ltd” a.o. (1982) 2 C.L.R. 63.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδουλίδου-Mέσσιου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 12029/04), ημερομ. 18.7.2008.

Οι Εφεσείοντες εμφανίζονται αυτοπροσώπως.

[*1806]Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αρ. 1 και ο εφεσίβλητος αρ. 1 είναι συνάδελφοι, μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, οι οποίοι κατά το 2004 υπηρετούσαν στην “Κοινοτική Αστυνόμευση”, ο μεν πρώτος ως αστυφύλακας “αστυνομικός της γειτονιάς”, ο δε δεύτερος ως αναπληρωτής λοχίας.

Τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέσω της οπισθογραφημένης Έκθεσης Απαίτησης σε αγωγή την οποία είχε καταχωρήσει ο εφεσείων αρ. 1 και η σύζυγος του εφεσείουσα αρ. 2, έφεραν στο προσκήνιο μια κάπως περίεργη και σίγουρα ασυνήθιστη περίπτωση, στη βάση της οποίας ζητούσαν θεραπείες αποζημιώσεων και απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον του εφεσίβλητου αρ. 1 αναπληρωτή λοχία και εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 2 Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, στην οποία καταλόγιζαν ευθύνη για κατ’ ισχυρισμό ζημιογόνες και/ή άδικες πράξεις του εφεσίβλητου αρ. 1. Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες καταλόγιζαν στον εφεσίβλητο αρ. 1 τη διενέργεια παρακολούθησης των ιδίων ή ενός εξ αυτών και/ή της οικογένειάς τους ή της κατοικίας τους σε δύο περιπτώσεις και ότι περαιτέρω η παρακολούθηση έγινε ενώ ο εφεσίβλητος αρ. 1 ήτο εκτός υπηρεσίας και χωρίς εντολές ή οδηγίες και έδρασε από μόνος του για καθαρά εκδικητικούς λόγους ή λόγους έχθρας προς τον εφεσείοντα αρ. 1 με σκοπό να προκαλέσει βλάβη ηθικής και υλικής φύσεως προς αυτόν και την οικογένειά του. Ισχυρίζονταν συναφώς οι εφεσείοντες στην αγωγή τους ότι ως αποτέλεσμα των πράξεων ή παραλείψεων του εφεσίβλητου αρ. 1 προκλήθηκε σ’ αυτούς φοβία και ανασφάλεια αναφορικά με τη ζωή τους, την υγεία τους και τη σωματική τους ακεραιότητα. Περαιτέρω, ότι ως αποτέλεσμα των ενεργειών του εφεσίβλητου αρ. 1, και ιδιαίτερα της παραβίασης του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας των εφεσειόντων, ο εφεσείων αρ. 1 τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την υπηρεσία του, του αποκόπηκε ποσό £400 από τις απολαβές του και διατάχθηκε πειθαρχική έρευνα εναντίον του με 4 κατηγορίες για το ότι ενώ ήταν καθήκον, παρέλειψε να παρουσιαστεί ως έπρεπε και/ή ότι χωρίς να εξασφαλίσει άδεια, απείχε από τα καθήκοντά του. Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ο εφεσείων αρ. 1 αναγκάστηκε να πληρώσει σε δικηγόρο το [*1807]ποσό των £500 για την εκπροσώπησή του στην πειθαρχική διαδικασία και τελικά υπέστη περαιτέρω ζημιά, αφού καταγράφηκε στον προσωπικό του υπηρεσιακό φάκελο αναφορά σε διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος και επηρεάστηκε έτσι η σταδιοδρομία και ανέλιξή του στην υπηρεσία. Γι’ αυτούς τους λόγους οι εφεσείοντες ζητούσαν στην αγωγή τους την καταβολή των προαναφερθέντων ποσών £400 και £500 για το ποσό της αποκοπής από τις απολαβές του και για το ποσό που πλήρωσε σε δικηγόρο, καθώς επίσης και γενικές ή ειδικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Ζητούσαν επίσης την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου που να διέτασσε τον εφεσίβλητο αρ. 1 να μη παρακολουθεί τους εφεσείοντες και/ή την κατοικία τους και άλλα διατάγματα με τα οποία να απαγορευόταν στον ίδιο να επεμβαίνει στην ιδιωτική, οικογενειακή και προσωπική ζωή των εφεσειόντων και να πλησιάζει τους εφεσείοντες και την κατοικία τους σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων.

Από την άλλη, η Έκθεση Υπεράσπισης των εφεσίβλητων και η μαρτυρία που δόθηκε από αυτούς, συμπλήρωσε κάποια κενά και έδωσε κάποιες εξηγήσεις για ενέργειες στις οποίες παραδεκτά είχε προβεί ο εφεσίβλητος αρ. 1 ως ιεραρχικά ανώτερος του εφεσείοντα αρ. 1 στην υπηρεσία. Σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή, επειδή υπήρχαν σοβαρές υποψίες για ολιγωρία του εφεσείοντα αρ. 1 στην άσκηση των καθηκόντων του και ως προς το ότι απουσίαζε από καθήκον εν ώρα υπηρεσίας ασχολούμενος με προσωπικές του εργασίες, σε μια μόνο περίπτωση, κατά τον Οκτώβριο 2004, ο εφεσίβλητος αρ. 1 ήλεγξε τις κινήσεις του εφεσείοντα αρ. 1, ιστάμενος σε πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι του. Διαπίστωσε τότε, ότι ο εφεσείων αρ. 1, ενώ βρισκόταν σε καθήκον και έφυγε από το Σταθμό για να διερευνήσει, όπως είπε, κάποιο σοβαρό παράπονο που έλαβε, δεν ανταποκρινόταν σε τηλεφωνικές κλήσεις του εφεσίβλητου αρ. 1 και όταν τελικά απάντησε και του ζητήθηκε να επιστρέψει στο Σταθμό, μπήκε στο σπίτι του με πολιτική περιβολή και αφού πέρασε λίγη ώρα εξήλθε με στολή για να μεταβεί στον Σταθμό. Ο εφεσείων αρ. 1 τέθηκε σε διαθεσιμότητα και δικάστηκε πειθαρχικά, όπως δε προέκυψε από δοθείσα μαρτυρία, καταδικάστηκε και επιβλήθηκαν σ’ αυτόν κυρώσεις.

Αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αρ. 1 αντί εκείνης του εφεσείοντα αρ. 1 και κατέληξε στο κεντρικό εύρημα ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 είχε προβεί σε κάποιες ενέργειες διερεύνησης των κινήσεων του εφεσείοντα αρ. 1 για να επιβεβαιώσει τις υποψίες τις οποίες είχε ως ιεραρχικά προϊστάμενος του, ως προς το ότι συχνά και αδικαιολόγητα [*1808]απουσίαζε από εντεταλμένη υπηρεσία για προσωπικούς του λόγους. Εν πάση δε περιπτώσει, από τη νομική διερεύνηση του θέματος στην οποία προέβηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, υπό τις περιστάσεις, οι ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος αρ. 1 δεν συνιστούσαν παραβίαση δικαιωμάτων των εφεσειόντων ή οποιουδήποτε εξ αυτών, σε σχέση με την προστασία της ιδιωτικής ζωής η οποία διασφαλίζεται με το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος. Τελικά δε, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διεκδικούμενες από τον εφεσείοντα αρ. 1 ειδικές αποζημιώσεις για δικηγορικά έξοδα και για αποκοπή μέρους του μισθού του, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμη αξίωση για αποζημιώσεις στο πλαίσιο της εκδικασθείσας αγωγής. Η αγωγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους.

Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες έθεσαν προς εξέταση οκτώ συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους και θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 6.

Αυτοί οι λόγοι έφεσης συνεξετάζονται καθότι αφορούν στο ίδιο κεντρικό θέμα, τον ισχυρισμό δηλαδή των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αρ. 1 στην οποία παρατηρήθηκαν αντιφάσεις, εν αντιθέσει με τη μαρτυρία του εφεσείοντα αρ. 1.

Είναι κατ’ αρχάς καλά γνωστή η αρχή σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της προσκομισθείσας κατά τη δίκη μαρτυρίας, είναι καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και η συνακόλουθη εξαγωγή συμπερασμάτων επί όλων των αμφισβητούμενων επίδικων θεμάτων. (Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιόν του δια ζώσης και είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά μόνο εάν το δεύτερο είτε παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένη διαπίστωση σχετικά με ένα ουσιώδες επίδικο θέμα, είτε προβαίνει σε συμπέρασμα ή κρίση ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα που δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά. (Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355, Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947, Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).

Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους για τους οποίους οι εφε[*1809]σείοντες καταλογίζουν αναξιοπιστία στον εφεσίβλητο αρ. 1, αλλά δεν μπορούμε να τους συμμεριστούμε. Με ιδιαίτερη λεπτομέρεια οι εφεσείοντες εντόπισαν και υπέδειξαν σημεία στη μαρτυρία του εφεσίβλητου αρ. 1 τα οποία θεωρούν ως αντιφάσεις και μάλιστα ως αντιφάσεις τέτοιας σημασίας που θα καθιστούσαν τη μαρτυρία του απαράδεκτη. Δεν θα τις μεταφέρουμε εδώ, περιοριζόμενοι να αναφέρουμε ότι διαφωνούμε με τη θέση αυτή των εφεσειόντων, είτε διότι αυτή δεν υποστηρίζεται από τα τηρηθέντα πρακτικά είτε επειδή αναφέρεται σε σημεία ήσσονος σημασίας. Εξάλλου, η βασική θέση τόσο του εφεσίβλητου αρ. 1 όσο και των εφεσειόντων ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δεν διίστατο σημαντικά. Ως προς το κυρίως επεισόδιο που οδήγησε στην πειθαρχική δίωξη του εφεσείοντα αρ. 1, ήταν παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 βρέθηκε πράγματι στο πεζοδρόμιο απέναντι από την οικία των εφεσειόντων και παρατήρησε τον εφεσείοντα αρ. 1 εν ώρα καθήκοντος να μπαινοβγαίνει, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εκείνο που έχει εδώ σημασία και είχε σημασία κατά την πρωτόδικη διαδικασία της εκδίκασης της αγωγής, δεν ήσαν οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων αρ. 1 μπήκε στο σπίτι του και βγήκε ή τι φορούσε κλπ. Αυτά τα θέματα θα ήσαν σχετικά και χρήσιμα στη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης εναντίον του η οποία ασφαλώς δεν ήταν εκείνη που προσβαλλόταν με την αγωγή, ούτε θα μπορούσε να ήταν. Εκείνο που είχε εδώ σημασία ήταν το ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 μετέβηκε και βρισκόταν απέναντι από την οικία των εφεσειόντων και προέβηκε σε παρατήρηση των κινήσεων του εφεσείοντα αρ. 1 προς και από την κατοικία.

Αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

Λόγος Έφεσης αρ. 2

Πριν από το επεισόδιο της 2.10.2004 έξω από την οικία των εφεσειόντων, είναι κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων αρ. 1, ενώ ήτο καθήκον, έφυγε από τον αστυνομικό Σταθμό αναφέροντας ότι θα πήγαινε να διερευνήσει κάποιο σοβαρό παράπονο. Κατά τη δίκη έγινε αρκετή ενασχόληση στη δοθείσα μαρτυρία, ως προς το εάν και κατά πόσο η λήψη και/ή η διερεύνηση ενός παραπόνου θα έπρεπε να καταγραφόταν από το λήπτη της στο ημερολόγιο του Σταθμού. Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε στην απόφασή του το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν κατέγραψε το παράπονο που είπε ότι είχε λάβει, αφού η καταγραφή παραπόνου γινόταν κατά τη λήξη του καθήκοντός του. Επικαλούνται προς τούτο οι εφεσείοντες τη μαρ[*1810]τυρία του Μ.Ε.1 Ζήνωνος, αστ. 139, ο οποίος εργαζόταν μαζί με τον εφεσείοντα αρ. 1 και τον εφεσίβλητο αρ. 1 στον ίδιο Σταθμό.

Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό, θα πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σημείο της απόφασής του στο οποίο παραπέμπουν οι εφεσείοντες, δεν ανέφερε οτιδήποτε περί του χρόνου καταγραφής λήψεως παραπόνου και συναφών θεμάτων. Το μόνο που ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά τη σύνοψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και είχε ως εξής:

“... Είπε ότι εκείνη την ημέρα ο ενάγοντας 1 έφυγε από το σταθμό αναφέροντας ότι θα πήγαινε να διερευνήσει κάποιο παράπονο για το οποίο όμως δεν υπάρχει γραπτή αναφορά ...”

Το ότι όμως τελικά δεν έγινε καμιά καταχώρηση λήψεως παραπόνου από τον εφεσείοντα, ανεξάρτητα από το πότε θα έπρεπε να είχε γίνει, είναι ένα γεγονός. Αφού και ο ίδιος ο εφεσείων αρ. 1 στη μαρτυρία του είχε πει ότι ενώ πήγαινε να εξετάσει το παράπονο, ασθένησε με γαστρεντερίτιδα καθοδόν και προτίμησε να πάει σε γιατρό και ουδέποτε κατέγραψε παράπονο. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι στην απουσία καταγραφής του παραπόνου που έδωσε σημασία αρνητική ως προς αυτή την εκδοχή. Σημασία έδωσε στο ότι ενώ ο ίδιος ο εφεσείων αρ. 1 είχε ισχυριστεί ότι επρόκειτο περί σοβαρού παραπόνου, δεν ειδοποίησε τους συναδέλφους τους περί οποιασδήποτε αδυναμίας του ίδιου να εξετάσει το παράπονο για το οποίο έφυγε από το Σταθμό, ώστε να εξετάσει το παράπονο εκείνο άλλος, και ούτε ανέφερε σε κανέναν οτιδήποτε σχετικό παρά μετά που του έγινε παρατήρηση.

Επομένως, η σχετική αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου ούτε αδικαιολόγητη ήταν ούτε και ενείχε τη σημασία η οποία της αποδόθηκε.

Λόγος Έφεσης αρ. 3

Με αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η θέση την οποία εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση ενός προσώπου εξυπακούει την απόδειξη κατ’ εξακολούθηση πράξεων και όχι μεμονωμένου περιστατικού, ήταν εσφαλμένη.

Προς ενίσχυση αυτού του λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες παραπέμπουν σε διάφορα ορθογραφικά/ερμηνευτικά λεξικά της Ελληνικής γλώσσας. Εισηγούνται δε ότι εν πάση περιπτώσει ακόμα και [*1811]η παρακολούθηση επί 25 λεπτά από τον εφεσίβλητο αρ. 1 της οικίας τους και των κινήσεών τους, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 15.1 του Συντάγματος.

Σε σχέση με το θέμα τούτο θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Είναι γεγονός ότι και κατά τις αγορεύσεις των διαδίκων και στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται αρκετή ενασχόληση με το θέμα της ερμηνείας των όρων “παρακολουθώ”, “παρακολούθηση” κλπ. Κατά την άποψή μας αχρείαστα έγινε η ενασχόληση αυτή. Πέραν του ότι είναι η  νομική ερμηνεία των όρων εκείνων που θα είχε εδώ σημασία και όχι η ορθογραφική ή εννοιολογική, το γεγονός είναι ότι σε καμιά νομοθετική διάταξη η οποία είχε σχέση με τα επίδικα θέματα συναντώνται αυτοί οι όροι έτσι ώστε να έχρηζαν ερμηνείας. Εδώ, η σχετική διάταξη που ενδιαφέρει ήταν το κείμενο του Αρθρου 15.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο “... έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει σεβασμού.” Το βασικό θέμα το οποίο έπρεπε επομένως να εξετασθεί ήταν κατά πόσο με τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος αρ. 1, παραβίασε ή όχι το δικαίωμα των εφεσειόντων που προστατεύεται από την πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Κατά πόσο δηλαδή οι πράξεις του ισοδυναμούσαν με έλλειψη σεβασμού προς την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των εφεσειόντων. Το εάν η επόπτευση των κινήσεων του εφεσείοντα αρ. 1 στην οποία προέβηκε ο εφεσίβλητος αρ. 1 ήταν μεμονωμένη, ή διαρκείας, ή κατ’ εξακολούθηση, ήταν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να καταδείξουν την έκταση και την ενδεχόμενη πρόκληση ενόχλησης ή άλλης ζημιάς στους εφεσείοντες και, επομένως, θα ισοδυναμούσαν ή όχι με επέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή, ανεξάρτητα από του εάν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως “παρακολούθηση”, ή όχι.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγοι Έφεσης αρ. 4 και 7

Όπως διατείνονται οι εφεσείοντες κάτω από το λόγο έφεσης αρ. 4, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 βρισκόταν σε άδεια κατά το Σαββατοκυρίακο, αποδεικνύει ότι δεν ενεργούσε μέσα στο πλαίσιο καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, αν του είχαν ανατεθεί, και επομένως ενεργούσε με δική του βούληση. Περαιτέρω, κάτω από το λόγο έφεσης αρ. 7 τον οποίο και εδώ συνεξετάζουμε με το λόγο αρ. 4, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 δεν ενεργούσε στο πλαίσιο καθηκόντων του και δεν υπέδειξε κα[*1812]μιά αστυνομική διάταξη ή διαταγή που θα καθιστούσε τις ενέργειές του νόμιμες.

Διαφωνώντας με αυτή τη θέση, ο συνήγορος των εφεσίβλητων αντέτεινε ότι με βάση το Αρθρο 24.3 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 κάθε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης θεωρείται ότι βρίσκεται στο καθήκον πάντοτε και ως προϊστάμενος του εφεσείοντα αρ. 1 άσκησε ιεραρχικό έλεγχο σε χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσείων αρ. 1 βρισκόταν σε υπηρεσία, ακριβώς για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο αυτός ασκούσε τα καθήκοντά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος αρ. 1 ενεργούσε καθηκόντως, εφόσον υπήρχε η σχέση προϊσταμένου και υφισταμένου και μέρος των καθηκόντων του εφεσίβλητου αρ. 1 ήταν να ασκεί ιεραρχικό έλεγχο σε σχέση με την τήρηση των ωραρίων των υφισταμένων του.

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με τις πιο πάνω επισημάνσεις του συνηγόρου των εφεσίβλητων. Όμως εκείνο το οποίο βέβαια έχει εδώ περισσότερη σημασία είναι το γεγονός ότι εφαρμόζοντας την επί του θέματος σχετική νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε ότι με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν στοιχειοθετείτο εν πάση περιπτώσει η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Police v. Ekdotiki Eteria “Inomeni Dimosiographi Dias Ltd” a.o. (1982) 2 C.L.R. 63). Ο εφεσίβλητος 1 είτε βρισκόταν σε καθήκον είτε όχι, είτε είχε εντολή, διαταγή ή νομοθετική κάλυψη είτε όχι, βρισκόταν στο πεζοδρόμιο απέναντι από την κατοικία των εφεσειόντων, παρακολουθώντας τις κινήσεις του εφεσείοντα 1 προς το σκοπό διερεύνησης ενός υπηρεσιακής φύσεως θέματος και υπό συνθήκες που δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής.

Επομένως ούτε και αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

Λόγος Έφεσης αρ. 5

Με αυτό το λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Μ.Ε.1 Ζήνων Ζήνωνος τον οποίο είχαν καλέσει οι ενάγοντες-εφεσείοντες, κάθε άλλο παρά ενίσχυσε τη θέση τους. Κατ’ αρχάς κάτι τέτοιο δεν ανέφερε το Δικαστήριο στην απόφασή του, τουλάχιστον με τη γενικότητα που προβάλλουν οι εφεσείοντες. Στη σελ. 8 της απόφασης, [*1813]αναφερόμενο ειδικά στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο εφεσείοντας αρ. 1 σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσίβλητος αρ. 1 διακατεχόταν από αρνητικά αισθήματα έναντι του και από αντιπάθεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Μ.Ε.1 τον οποίο ο εφεσείων 1 είχε καλέσει, κάθε άλλο παρά τον ενίσχυσε, αφού αυτός ανέφερε ότι μεταξύ των δύο υπήρχε σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου, ενώ υπήρχαν κάποιες διαφορές μεταξύ τους αλλ’ όχι έντονες ή ιδιαίτερες. Αυτή η αναφορά του Δικαστηρίου δικαιολογείται πλήρως από τα τηρηθέντα πρακτικά στη σελ. 4 των οποίων καταγράφηκε η ακόλουθη ερωταπάντηση κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1, ως προς τη σχέση εφεσείοντα 1 και εφεσίβλητητου 1:

«Ε.  Η σχέση τους;

  Α.   Προϊσταμένου-υφισταμένου. Υπήρχαν καμιά φορά προστριβές, όχι ιδιαίτερες. ...............................................................

............................................................................................................»

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης στοιχειοθετείται.

Λόγος Έφεσης αρ. 8

Στη σελ. 10 των τηρηθέντων πρακτικών της πρωτόδικης εκδίκασης της αγωγής, σε καταγραφείσα απάντηση του εφεσείοντα 1 αναφέρεται ότι «στον προσωπικό (του) φάκελο υπάρχουν ερωτικά σχόλια λόγω πειθαρχικής». Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, πρόκειται για λανθασμένη αναγραφή ενώ η ορθή αναφορά θα έπρεπε να ήταν ότι υπήρχαν «ειρωνικά» ή «δυσμενή» σχόλια στο φάκελο του. Συμφωνούμε ότι θα πρέπει να πρόκειται περί δακτυλογραφικού λάθους. Όμως ένα τέτοιο σφάλμα δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να εγερθεί ως λόγος έφεσης, ούτε και απασχόλησε με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη δίκη.

Η έφεση κρίνεται ως αδικαιολόγητη και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο