Μεταξά Παντελής ν. Χαράλαμπου Ιωάννου (2010) 1 ΑΑΔ 1814

(2010) 1 ΑΑΔ 1814

[*1814]19 Νοεμβρίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΕΤΑΞΑ,

Εφεσείων,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2007)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Ανακοπή πορείας μοτοσικλέτας, η οποία εκινείτο επί του κρασπέδου του δρόμου, από αυτοκίνητο, το οποίο εκινείτο επί του δρόμου και επιχείρησε στροφή αριστερά με πρόθεση να εισέλθει σε παρακείμενη φρουταρία, με αποτέλεσμα η μοτοσικλέτα να πλακωθεί κάτω από το αυτοκίνητο και ο οδηγός της να τραυματιστεί σοβαρά ― Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 2/3 στον οδηγό του αυτοκινήτου και σε ποσοστό 1/3 στον οδηγό της μοτοσικλέτας ― Εφετείο παραμέρισε την απόφαση και καταλόγισε στον οδηγό του αυτοκινήτου πλήρη ευθύνη, θεωρώντας δεσμευτική την δήλωσή του με την οποία αναλάμβανε πλήρη ευθύνη για το ατύχημα.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Επαγγελματίας λασιέρης ηλικίας 48 ετών είχε υποστεί πολύ σοβαρό τραύμα στον καρπό του δεξιού του χεριού με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η σχέση του μηνοειδούς και σκαφοειδούς οσταρίου, διάστρεμμα του αυχένα, θλάση μαλακών μορίων, καθώς και σοβαρό διάστρεμμα των ώμων ― Ακινητοποίηση του καρπού με γύψο και ανάρτησή του σε κρεμαστήρα ― Δημιουργία μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας ― Η κινητικότητα των ώμων είναι επώδυνη μόνο σε ακραίες κινήσεις ιδιαίτερα στην απαγωγή, ενώ το εύρος της κάμψης του δεξιού καρπού μειώθηκε κατά το ήμισυ ― Ανάγκη λήψης παυσιπόνων ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £8.000 ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε £12.000.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια εισοδηματικής ικανότητας ― Επιδίκαση ποσού £2.000 σε επαγγελματία λασιέρη ηλικίας 48 ετών ― Επιδικασθέν ποσό ύψους £2.000, αυξήθηκε κατ’ έφεση στις £4.000.

[*1815]Απόδειξη ― Δήλωση εναγομένου με την οποία αυτός αναλάμβανε πλήρη ευθύνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ― Ποία η αποδεικτική της αξία ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713.

Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Ιατρικές απόψεις και συμπεράσματα ως προς τα τραύματα του ενάγοντος, θύματος τροχαίου ατυχήματος ― Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.

Απόδειξη ― Κώλυμα ― Κώλυμα εκ συμπεριφοράς (estoppel by conduct) ― Δήλωση για ανάληψη πλήρους ευθύνης πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος.

Λέξεις και Φράσεις ― «Οδός» στο Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε.

Στις 6.10.2000 ο ενάγων, ηλικίας τότε 48 ετών, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του στο κράσπεδο της οδού Ακαδημίας στη Λεμεσό με ανατολική κατεύθυνση. Ο εναγόμενος ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του επί της οδού Ακαδημίας ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση, στην προσπάθειά του να στρίψει αριστερά σε διασταύρωση με πρόθεση να εισέλθει σε παρακείμενη φρουταρία, ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου, καταπλακώνοντας το μοτοποδήλατο κάτω από τον αριστερό μπροστινό τροχό του αυτοκινήτου του. Ο ενάγων τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Την ημέρα του ατυχήματος ο εναγόμενος προέβη σε γραπτή δήλωση αναλαμβάνοντας την ευθύνη πρόκλησής του. Ο ενάγων προέβη και αυτός σε γραπτή δήλωση αναφέροντας για τον τραυματισμό του και ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου, δηλαδή, ο εναγόμενος, ανάλαβε να του επιδιορθώσει τη ζημιά του αυτοκινήτου του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι δηλώσεις των διαδίκων στο Τεκμήριο 10 δεν αποτελούσαν σε καμιά περίπτωση συμφωνία μεταξύ τους ότι ο εναγόμενος αναλάμβανε την ευθύνη να καλύψει πλήρως οποιαδήποτε απαίτηση του ενάγοντος που προέρχετο από το ατύχημα. Αυτή όμως την παραδοχή ευθύνης του εναγόμενου θα την συνεκτιμούσε με τους άλλους παράγοντες κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Ο ενάγων εργαζόταν ως λασιέρης στο λιμάνι. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων δεν είχε σταθερή εργασία με σταθερές απολαβές και έτσι δεν παρεχόταν ακριβής βάση για τον κλασσικό τρόπο υπολογισμού της απώλειας μελλοντικών απολαβών λόγω των καταλοίπων του τραυματισμού του. Θεώρησε ότι η προσπάθεια του [*1816]ενάγοντος να διογκώσει τα τραύματά του και τα κατάλοιπά τους ήταν εμφανής, ενώ απέρριψε στην ουσία τους ισχυρισμούς του ότι ήταν δραστήριος ακτιβιστής και συγγραφέας διάφορων άρθρων. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων ήταν σε θέση να ασχολείται ως λασιέρης, όπως και προηγουμένως και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα συγκεκριμένης απώλειας μελλοντικών απολαβών. Παρά ταύτα έλαβε υπ’ όψιν τις δυσχέρειες στην άσκηση του επαγγέλματός του, το οποίο είναι βαριά χειρωνακτική εργασία, οι οποίες όμως χαρακτηρίστηκαν ως μη μεγάλες ή ως τέτοιες που να καθιστούσαν αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος αυτού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη μεταξύ των δύο οδηγών σε ποσοστό 2/3 εναντίον του εναγομένου και σε ποσοστό 1/3 εναντίον του ενάγοντος. Το Δικαστήριο επεδίκασε στον ενάγοντα αποζημιώσεις ύψους £2.000 ως μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας. Στο ποσό αυτό το Δικαστήριο πρόσθεσε ποσό £8.000 ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης για τον πόνο και την ταλαιπωρία την οποία ο ενάγων υπέστη. Συγκεκριμένα ο ενάγων είχε υποστεί κυρίως πολύ σοβαρό διάστρεμμα και τραυματική ρήξη των συνδέσμων των αρθρώσεων του καρπού της δεξιάς χειρός, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της σχέσης του μηνοειδούς και σκαφοειδούς οσταρίου, κάκωση η οποία διαπιστώθηκε και από τη μαγνητική τομογραφία η οποία έγινε έξι περίπου μήνες αργότερα. Ο δεξιός καρπός ακινητοποιήθηκε με γύψο από τον ιδιώτη ιατρό και αναρτήθηκε σε κρεμαστήρα. Παρακολουθείτο κατά διαστήματα ενώ έγινε αλλαγή του γύψου και του συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή και αποφυγή οποιασδήποτε εργασίας. Ο ενάγων υπέστη επίσης διάστρεμμα του αυχένα και θλάση μαλακών μορίων, καθώς και σοβαρό διάστρεμμα των ώμων.  Κατά το χρόνο της ακρόασης η κινητικότητα του αυχένα ήταν καλή και φυσιολογική. Υπήρχε επίσης πλήρης κινητικότητα της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης και του ποδός.

Ενάμιση μήνα μετά τον τραυματισμό του ο γύψος αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε επίδεσμος, ενώ ο ενάγων ακολούθησε φυσιοθεραπευτική αγωγή. Λόγω του τραύματος στο δεξιό καρπό η κάμψη έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Το Δικαστήριο δέχτηκε την άποψη του ιατρού Μ.Υ. 2 ότι δεν υπήρχε ανάγκη αρθρόδεσης του καρπού, αν και ο ιατρός δεν απέκλεισε την πιθανότητα δημιουργίας μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας. Διέγνωσε δε, ότι τυχόν επέμβαση όχι μόνο δεν θα βελτίωνε τη μείωση κάμψης του καρπού, αλλά ενδεχομένως να την αύξανε.

Με την έφεσή του ο ενάγων – εφεσείων (ο εφεσείων) αμφισβητεί [*1817]τον επιμερισμό της ευθύνης και το ύψος των αποζημιώσεων.

Με την αντέφεσή του ο εναγόμενος – εφεσίβλητος (ο εφεσίβλητος) αμφισβητεί τα διάφορα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ευθύνης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το Τεκμήριο 10. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό, συνιστά παραδοχή του εφεσίβλητου η οποία θέτει εκποδών τη μη παραδοχή του στην υπεράσπιση και συνιστά κώλυμα στην προώθηση ισχυρισμού ότι δεν ευθύνεται για το ατύχημα ή στην προβολή επιχειρήματος για συντρέχουσα αμέλειά του. Επικαλείται την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713, όπου αποφασίστηκε ότι μαζί με την υπόλοιπη ενώπιόν του μαρτυρία το Δικαστήριο είχε καθήκον να λάβει υπ’ όψιν και συνεκτιμήσει τη μαρτυρία για την παραδοχή του εφεσίβλητου για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Οι επόμενοι λόγοι έφεσης αναφέρονται στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα κατάλοιπα των τραυμάτων και τον επηρεασμό των δυνατοτήτων της ζωής του εφεσείοντος, καθώς και τις απώλειες που αυτός είχε ως προς τις απολαβές του. Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του ιατρού Μ.Υ. 2, του οποίου η μαρτυρία, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, ανατρέπεται από τις διαπιστώσεις της τομογραφίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το Τεκμήριο 10 δεν είναι ορθή. Κατ’ αρχάς δεν φαίνεται ότι σκοπός του Τεκμηρίου 10 είναι μόνο η μη εμπλοκή της αστυνομίας. Το εν λόγω τεκμήριο περιέχει μια ρητή, σαφή και χωρίς οποιαδήποτε πίεση δήλωση, ότι ο εφεσίβλητος αναλαμβάνει την ευθύνη πρόκλησης του ατυχήματος. Ο λόγος για τον οποίο προέβη στη γραπτή αυτή δήλωση δεν ενδιαφέρει.

     Η περίπτωση είναι διαφορετική από την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου, ανωτέρω, όπου το Εφετείο δέχτηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθήκον να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία για παραδοχή του εφεσίβλητου για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων. Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για ρητή παραδοχή του γεγονότος ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική ευθύνη του εφεσίβλητου. Η δήλωση αυτή δημιουργεί κώλυμα εκ συμπεριφοράς (estoppel by contact) γιατί με τη δήλωση αυτή δόθηκε μεταξύ [*1818]άλλων και η εντύπωση στον εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παραδεχόταν την εμπλοκή του και την αμέλειά του στο ατύχημα και συνεπώς ο εφεσείων μπορούσε να εφησυχάσει.

2.  Η διαφορά με την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου, είναι ότι τυχόν παραδοχή σε ποινική υπόθεση προσώπου, δεν καθορίζει και το βαθμό αμέλειας του προσώπου που παραδέχεται την ευθύνη του για κάποιο ατύχημα. Ποινική ευθύνη για αμέλεια, ενυπάρχει έστω κι αν το ποσοστό της είναι ελάχιστο. Αντιθέτως, στις αστικές υποθέσεις η ευθύνη του καθ’ ενός μπορεί να επιμεριστεί και να καθοριστεί σε ποσοστά, χωρίς να αποκλείεται ο ενάγων να φέρει συντρέχουσα αμέλεια.

3.  Το κράσπεδο αποτελεί μέρος του δρόμου σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε και ο εφεσίβλητος είχε καθήκον να το ελέγξει, προτού στρίψει αριστερά για να εισέλθει στη φρουταρία. Ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου «οδός» είναι η πρόσβαση από το κοινό. Το ουσιώδες είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ανοικτό διάστημα ή τόπος στον οποίο το κοινό, αλλά όχι μόνο μια συγκεκριμένη τάξη ή μέρος του κοινού έχει πρόσβαση, όχι δυνάμει αδείας, αλλά είτε λόγω ανοχής ή συνήθειας ή χωρίς ρητή απαγόρευση και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδηθούν φυσικά εμπόδια που τοποθετήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο που δικαιούται σε κατοχή. Γι’ αυτό το λόγο η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

4.  Ο ιατρός Μ.Υ.2 προέβη σε επαρκή αναφορά στις διαπιστώσεις της αξονικής τομογραφίας και κατέληξε σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα.

     Ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Υ.2 ήταν εσφαλμένα.

5.  Εν όψει της ηλικίας του εφεσείοντος, αλλά και της δυσκολίας με την οποία θα ασκεί τα καθήκοντά του, καθώς και την ανάγκη λήψης παυσίπονων σε ορισμένες περιπτώσεις, το ποσό των £2.000 που του επιδικάστηκε υπό μορφή απώλειας εισοδηματικής ικανότητας είναι μάλλον χαμηλό και θα πρέπει να αυξηθεί σε £4.000.

6.  Εξ ίσου χαμηλό είναι και το ποσό των γενικών αποζημιώσεων. Ενόψει δε του συνόλου των περιστάσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το επιδικασθέν ποσό των £8.000 θα πρέπει να αυξηθεί στις £12.000, ώστε να καθιστά δίκαιη και εύλογη την αποζη[*1819]μίωση για τις προσωπικές βλάβες, την ταλαιπωρία και τον πόνο τον οποίο είχε υποστεί ο εφεσείων, για τη δυσκολία κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του και για την απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας.

Η έφεση επιτράπηκε με €2.500 έξοδα, υπέρ του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. H αντέφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 713,

Athienou Bus Co. Ltd v. Vassiliou a.o. (1970) 1 C.L.R. 365,

Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134,

Νικηφόρου v. Αντωνίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 937,

Νεάρχου v. Στεφανίδη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351,

Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150,

Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα και αντέφεση από τον εφεσίβλητο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 6867/02), ημερομ. 26.1.2007.

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Καουτζάνη για Π. Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

[*1820]ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση προέκυψε από ένα τροχαίο ατύχημα που έγινε στις 6.10.2000 στην οδό Ακαδημίας στη Λεμεσό. Ο εφεσείων-ενάγων οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του στην οδό Ακαδημίας στη Λεμεσό με ανατολική κατεύθυνση και ο εφεσίβλητος-εναγόμενος το αυτοκίνητό του στην ίδια κατεύθυνση. Σε διασταύρωση, στην προσπάθειά του να στρίψει αριστερά, με πρόθεση να εισέλθει σε παρακείμενη φρουταρία, ανέκοψε την πορεία του εφεσείοντα, ο οποίος οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του στο κράσπεδο του δρόμου. Το μοτοποδήλατό του πλακώθηκε κάτω από τον αριστερό μπροστινό τροχό του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.

Ο εφεσείων τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.  Το δικαστήριο αφού καταμέρισε την ευθύνη μεταξύ των δύο οδηγών σε 2/3 εναντίον του εφεσίβλητου και 1/3 εναντίον του εφεσείοντα, επιδίκασε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον καταμερισμό της ευθύνης και οι άλλοι τέσσερις στρέφονται εναντίον του ύψους των αποζημιώσεων.

Ο εφεσίβλητος άσκησε αντέφεση αμφισβητώντας διάφορα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της ευθύνης.

Την ημέρα του δυστυχήματος τόσο ο εφεσείων, όσο και ο εφεσίβλητος προέβηκαν σε σχεδόν ταυτόσημες γραπτές δηλώσεις. Ο εφεσίβλητος έκαμε την ακόλουθη δήλωση:

«Σχετικά με το δυστύχημα στο οποίο ενέχομαι και συνέβηκε σήμερα 6.10 θέλω να αναφέρω ότι δεν τραυματίστηκα. Αναλαμβάνω την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος και δεν επιθυμώ την περαιτέρω ανάμιξη της αστυνομίας.»

Αντίθετα, ο εφεσείων αναφέρει ότι τραυματίστηκε και ότι ο οδηγός του ΕΗΚ 231, δηλαδή ο εφεσίβλητος, ανάλαβε να του επιδιορθώσει τις ζημιές του αυτοκινήτου του. Τελικά δηλώνει ότι δεν επιθυμούσε την περαιτέρω ανάμιξη της αστυνομίας.

Η δήλωση του εφεσίβλητου διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην πρωτόδικη διαδικασία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη σημασία των δύο δηλώσεων αποφάσισε ως ακολούθως:

«Από το περιεχόμενο των δύο δηλώσεων των διαδίκων επι[*1821]βεβαιώνεται η θέση του Εναγόμενου ότι υπόγραψε τη δήλωση γιατί δεν επιθυμούσε την περαιτέρω ανάμιξη της Αστυνομίας και ανάλαβε απλά να επιδιορθώσει το όχημα του Ενάγοντα που και αυτό θα το χειριζόταν η Ασφαλιστική του Εταιρεία. Δεν μπορώ να βασιστώ αποκλειστικά στη δήλωση του Εναγόμενου στην Αστυνομία ότι αναλαμβάνει την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος και να θεωρήσω τον Εναγόμενο ως μόνο υπεύθυνο για το δυστύχημα εφόσον η δήλωση με βάση τη μαρτυρία και τεκμήρια ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το κατά πόσο επιθυμούσε τις περαιτέρω ενέργειες και ανάμιξη της Αστυνομίας. Οι δηλώσεις των διαδίκων στο Τεκμήριο 10 δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση συμφωνία μεταξύ τους ότι ο Εναγόμενος αναλαμβάνει την ευθύνη να καλύψει πλήρως οποιαδήποτε απαίτηση του Ενάγοντα που προέρχεται από το δυστύχημα. Αυτή όμως η παραδοχή ευθύνης του Εναγόμενου θα συνεκτιμηθεί με τους άλλους παράγοντες κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο Ενάγοντας εξακολουθεί να έχει το βάρος απόδειξης αμέλειας από μέρους του Εναγόμενου.».

Ο πρώτος λόγος έφεσης προσβάλει ακριβώς την πιο πάνω κατάληξη του δικαστηρίου. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η πιο πάνω δήλωση δημιούργησε στον εφεσίβλητο αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό (τεκμήριο 10), συνιστά παραδοχή του εφεσίβλητου η οποία θέτει εκποδών τη μη παραδοχή του στην υπεράσπιση και συνιστά κώλυμα στην προώθηση ισχυρισμού ότι δεν ευθύνεται για το δυστύχημα ή στην προβολή επιχειρήματος για συντρέχουσα αμέλειά του. Επικαλείται την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 713, όπου αποφασίστηκε ότι μαζί με την υπόλοιπη ενώπιόν του μαρτυρία το δικαστήριο είχε καθήκον να λάβει υπ’ όψιν και συνεκτιμήσει τη μαρτυρία για την παραδοχή του εφεσίβλητου για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου (βλέπε Athienou Bus Co. Ltd v. Vassiliou a.o. (1970) 1 C.L.R. 365).

Είναι η θέση του εφεσίβλητου ότι σε καμιά περίπτωση δεν ανέλαβε την ευθύνη για το δυστύχημα, ενώ είναι εμφανές ότι το έγγραφο που υπέγραψε είναι τυποποιημένο.

[*1822]Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δεχτεί ότι ο εφεσίβλητος υπέγραψε τη δήλωση επειδή δεν επιθυμούσε την περαιτέρω ανάμιξη της αστυνομίας και ανέλαβε απλά να επιδιορθώσει το όχημα του εφεσείοντα. Το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί αποκλειστικά στη δήλωση του εφεσίβλητου στην αστυνομία ότι αναλαμβάνει την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος και να τον θεωρήσει ως μόνο υπεύθυνο για το δυστύχημα, αφού η δήλωσή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το κατά πόσο επιθυμούσε να υπάρχουν περαιτέρω ενέργειες και ανάμιξη ή μη της αστυνομίας.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Κατ’ αρχάς δεν φαίνεται ότι σκοπός του τεκμηρίου 10 είναι μόνο η μη εμπλοκή της αστυνομίας. Έχουμε μια ρητή, σαφή και χωρίς οποιαδήποτε πίεση δήλωση, ότι ο εφεσίβλητος αναλαμβάνει την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος. Ο λόγος για τον οποίο προέβη στη γραπτή αυτή δήλωση δεν ενδιαφέρει.

Η περίπτωση είναι διαφορετική από την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου, ανωτέρω, όπου το Εφετείο δέχτηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καθήκον να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία για παραδοχή του εφεσίβλητου για σκοπούς εξαγωγής ορθών συμπερασμάτων.  Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για ρητή παραδοχή του γεγονότος ότι το δυστύχημα οφείλεται στην αποκλειστική ευθύνη του εφεσίβλητου. Η δήλωση αυτή δημιουργεί κώλυμα εκ συμπεριφοράς (estoppel by contact) γιατί με τη δήλωση αυτή δόθηκε μεταξύ άλλων και η εντύπωση στον εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παραδεχόταν την εμπλοκή του και την αμέλεια του στο δυστύχημα και συνεπώς ο εφεσείων μπορούσε να εφησυχάσει.

Η διαφορά με την υπόθεση Αγησιλάου v. Χρίστου, είναι ότι τυχόν παραδοχή σε ποινική υπόθεση προσώπου, δεν καθορίζει και το βαθμό αμέλειας του προσώπου που παραδέχεται την ευθύνη του για κάποιο δυστύχημα. Ποινική ευθύνη για αμέλεια, ενυπάρχει έστω κι’ αν το ποσοστό της είναι ελάχιστο. Αντιθέτως, στις αστικές υποθέσεις η ευθύνη του καθ’ ενός μπορεί να επιμεριστεί και να καθοριστεί σε ποσοστά, χωρίς να αποκλείεται ο ενάγων να φέρει συντρέχουσα αμέλεια. Η παραδοχή σε ποινική υπόθεση δεν αποκλείει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από την άλλη πλευρά, ενώ στη ρητή δήλωση της παρούσας υπόθεσης που έγινε αμέσως μετά το δυστύχημα, ο εφεσίβλητος παραδέχεται ότι ευθύνεται πλήρως για τη σύγκρουση, αφού αναλαμβάνει την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος.

Άνκαι από την πιο πάνω κατάληξή μας είναι φανερό ότι δεν [*1823]χρειάζεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας για διερεύνηση του κατά πόσο ο ενάγων-εφεσείων φέρει συντρέχουσα αμέλεια, θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε με τους λόγους αντέφεσης που προβάλλει ο εφεσίβλητος. Δεν συμφωνούμε ούτε με το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο αποφάσισε ότι λόγω του γεγονότος πως ο εφεσείων οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του στο κράσπεδο του δρόμου, δεν μπορούσε να έχει επαρκή εποπτεία του δρόμου και της κίνησης σ’ αυτό και γι’ αυτό απέτυχε να αντιληφθεί έγκαιρα το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου και το σήμα που έδωσε για την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά.

Σύμφωνα με το Αρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν.86/72, όπως τροποποιήθηκε, «οδός» σημαίνει οιανδήποτε οδό, δρόμο, πλατεία, ατραπό, ανοικτό χώρο ως και κάθε χώρο προσιτό στο κοινό, περιλαμβάνει δε πάσα γέφυρα, γεφύρι, ρείθρο, ανάχωμα, αύλακα, λιθόστρωτο ή τοίχωμα υποστήριξης, χρησιμοποιούμενο αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν.

Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134, ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου «οδός» είναι η πρόσβαση από το κοινό. Το ουσιώδες είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ανοικτό διάστημα ή τόπος στον οποίο το κοινό, αλλά όχι μόνο μια συγκεκριμένη τάξη ή μέρος του κοινού έχει πρόσβαση, όχι δυνάμει αδείας, αλλά είτε λόγω ανοχής ή συνήθειας ή χωρίς ρητή απαγόρευση και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδηθούν φυσικά εμπόδια που τοποθετήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο που δικαιούται σε κατοχή. Το θέμα είναι πραγματικό (Νικηφόρου v. Αντωνίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 937).

Το κράσπεδο είναι μέρος του δρόμου και κάθε οδηγός έχει ασφαλώς την υποχρέωση να αντιλαμβάνεται και να λαμβάνει υπ’ όψιν οτιδήποτε κινείται σ’ αυτό. Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί κάποιος που οδηγεί στο κράσπεδο αδυνατεί να παρακολουθεί την κίνηση στο δρόμο. Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος είχε ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγώντας το αυτοκίνητό του παρέλειψε να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντα επί του κρασπέδου, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει. Ασφαλώς και ο εφεσίβλητος έπρεπε να ελέγξει το κράσπεδο το οποίο, όπως είδαμε, αποτελεί μέρος του δρόμου προτού στρίψει αριστερά για να εισέλθει στη φρουταρία που ήθελε να πάει. Ο δρόμος, για σκοπούς οδικής συμπεριφοράς, δεν τελειώνει, όπως εισηγείται ο εφεσίβλητος, στην άσπρη συνεχή γραμμή στην αριστερή πλευρά του δρόμου, αλλά εκτείνεται και στο κράσπεδο [*1824]όπου υπάρχει πιθανότητα να κινούνται οχήματα αλλά και πεζοί.  Γι’ αυτούς τους λόγους η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Οι επόμενοι λόγοι έφεσης αναφέρονται στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα κατάλοιπα των τραυμάτων και τον επηρεασμό των δυνατοτήτων της ζωής του εφεσείοντα, καθώς και τις απώλειες που αυτός είχε ως προς τις απολαβές του.

Ειδικότερα ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο προέβη σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τα τραύματά του αφού λανθασμένα αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία και έκρινε ως αξιόπιστο τον Μ.Υ.2 γιατρό Ηλία Γεωργίου, του οποίου η μαρτυρία, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, ανατρέπεται από τις διαπιστώσεις της τομογραφίας.

Δεν συμφωνούμε με το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την αξιοπιστία του Μ.Υ.2 και ότι η μαρτυρία του ανατρέπεται από τις διαπιστώσεις της αξονικής τομογραφίας.

Έχει λεχθεί ότι καθήκον των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων είναι να παράσχουν τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν, σκοπό έχουν να αποβούν χρήσιμα, προκειμένου το δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις (Νεάρχου v. Στεφανίδη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351). Έχει επίσης επανειλημμένα τονιστεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και το πράττει μόνο αν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα τα συμπεράσματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία ή όταν αυτά είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεκτεί ως αξιόπιστη.  Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο δικαστήριο να προβεί στα συμπεράσματα στα οποία προέβη σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλέπε μεταξύ άλλων Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150, Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

Ο εφεσείων απέτυχε να μας ικανοποιήσει ότι τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Υ.2 ήταν εσφαλμένα.

[*1825]Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχεται την κατάθεση του Μ.Υ.2, η οποία θα πρέπει να πούμε ότι βασικά δεν διαφέρει με την ιατρική μαρτυρία που δόθηκε για λογαριασμό του εφεσείοντα και τεκμηριώνει την προτίμησή του αυτή. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Δρ. Γεωργίου προβαίνει σε επαρκή αναφορά στις διαπιστώσεις της αξονικής τομογραφίας καταλήγοντας στα δικά του, τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχουμε εντοπίσει οποιανδήποτε μαρτυρία που δόθηκε για λογαριασμό του που να επεξηγεί την έκθεση της αξονικής τομογραφίας και όσα αναγράφονται σ’ αυτή. Σημειώνουμε επίσης ότι η μαρτυρία του Δρος Γεωργίου ήταν τεκμηριωμένη, ο μάρτυρας απαντούσε με θετικότητα, ουδέποτε υπέπεσε σε αντιφάσεις, ενώ οι απαντήσεις του ήταν ξεκάθαρες.  Απλώς έδωσε τη γνώμη του για τις συνέπειες των τραυμάτων του εφεσείοντα, οι οποίες θα πρέπει και πάλι να σημειώσουμε ότι δεν διαφέρουν κατά πολύ με τις διαπιστώσεις των γιατρών που κατέθεσαν για λογαριασμό του και το δικαστήριο τελικά για τους πειστικούς λόγους που δίδει, προτίμησε την εκδοχή του Μ.Υ.2.

Για παράδειγμα, όπως εξηγείται και στην πρωτόδικη απόφαση, ενώ οι μεν Μ.Ε.3 και Μ.Ε.8 απέκλεισαν τη δυνατότητα άσκησης από μέρους του εφεσείοντα χειρωνακτικής εργασίας, όπως αυτή με την οποία ασχολείτο προηγουμένως, σε αντίθεση με τον Μ.Υ.2 ο οποίος επέμενε ότι ο εφεσείων ήταν ικανός να ασκεί τέτοια εργασία με κάποιες παροδικές ενοχλήσεις πόνου και αίσθηση δυσκαμψίας στο δεξιό καρπό, σε περίπτωση βαριάς χειρωνακτικής εργασίας, ο μεν Μ.Ε.8 δεν ήταν σε θέση να αναφέρει έστω και μία δραστηριότητα που απαιτούσε την πλήρη κάμψη του καρπού, ενώ ο Μ.Ε.3 δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι το τραύμα αυτό εμποδίζει τον εφεσείοντα στην εργασία του και στις καθημερινές του δραστηριότητες.

Ο εφεσείων περαιτέρω υποστηρίζει ότι το δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με τα κατάλοιπα των τραυμάτων του, ενώ προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση του χρόνου αποχής του από την εργασία του, αφού έκρινε ότι είναι σε θέση να ασκεί την εργασία του λασιέρη όπως πριν. Τέλος υποστηρίζει ότι οι επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις καθώς και οι απώλειες μελλοντικών εισοδημάτων είναι έκδηλα ανεπαρκείς.

Στις 6.10.2000, ημέρα του ατυχήματος και στις 5 το απόγευμα, ο εφεσείων επισκέφθηκε το Νοσοκομείο Λεμεσού όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορά αριστερής κνήμης, εκδορά και οίδημα αριστερής ποδοκνημικής, οίδημα και άλγος στη δεξιά πηχιοκαρπική άρθρωση. Παραπονέθηκε επίσης για άλγος στον αυχένα. Ακτινο[*1826]λογικός έλεγχος δεν έδειξε κάταγμα. Αυθημερόν απολύθηκε από το νοσοκομείο και τρεις μέρες αργότερα επισκέφθηκε ιδιώτη γιατρό.

Από το ατύχημα είχε υποστεί κυρίως πολύ σοβαρό διάστρεμμα και τραυματική ρήξη των συνδέσμων των αρθρώσεων του καρπού της δεξιάς χειρός, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της σχέσης του μηνοειδούς και σκαφοειδούς οσταρίου, κάκωση η οποία διαπιστώθηκε και από τη μαγνητική τομογραφία η οποία έγινε έξι περίπου μήνες αργότερα. Ο δεξιός καρπός ακινητοποιήθηκε με γύψο από τον ιδιώτη ιατρό και αναρτήθηκε σε κρεμαστήρα. Παρακολουθείτο κατά διαστήματα ενώ έγινε αλλαγή του γύψου και του συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή και αποφυγή οποιασδήποτε εργασίας.

Ενάμιση μήνα μετά τον τραυματισμό του ο γύψος αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε επίδεσμος, ενώ ο εφεσείων ακολούθησε φυσιοθεραπευτική αγωγή. Λόγω του τραύματος στο δεξιό καρπό η κάμψη έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Το δικαστήριο δέχτηκε την άποψη του Μ.Υ.2 ότι δεν υπάρχει ανάγκη αρθρόδεσης του καρπού, άνκαι δεν αποκλείεται η πιθανότητα δημιουργίας μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας. Τυχόν επέμβαση όχι μόνο δεν θα βελτίωνε τη μείωση κάμψης του καρπού, αλλά υπήρχε και η πιθανότητα να την αυξήσει.

Ο εφεσείων υπέστη επίσης διάστρεμμα του αυχένα και θλάση μαλακών μορίων, καθώς και σοβαρό διάστρεμμα των ώμων. Κατά το χρόνο της ακρόασης η κινητικότητα του αυχένα ήταν καλή και φυσιολογική. Υπήρχε επίσης πλήρης κινητικότητα της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης και του ποδός.

Πρόσφατες ακτινογραφίες που λήφθηκαν πριν την ακρόαση έδειξαν οστεοαρθρίτιδα στα δύο οστάρια η οποία όμως βρισκόταν στα αρχικά στάδια, ενώ αναμενόταν ότι σταδιακή επιδείνωση θα ήταν βραδείας εξέλιξης. Η έκταση του καρπού είναι φυσιολογική, ενώ οι στροφικές κινήσεις του αντιβραχίου πλήρεις.

Η κινητικότητα των ώμων είναι επώδυνη μόνο σε ακραίες κινήσεις ιδιαίτερα στην απαγωγή, ενώ το εύρος της κάμψης του δεξιού καρπού μειώθηκε κατά το ήμισυ.

Το δικαστήριο δεν δέχτηκε τον ισχυρισμό ότι λόγω του τραυματισμού του δεν ήταν σε θέση να παίζει ποδόσφαιρο, ενώ κατέληξε ότι όσον αφορά αθλήματα που απαιτείται η χρήση των άνω άκρων βρίσκει ότι αδύνατη ήταν η άσκηση μόνο εκείνων των αθλη[*1827]μάτων που απαιτούν κάμψη του καρπού πέραν του ημίσεως.

Ως προς τη δυνατότητα διεξαγωγής εργασίας το δικαστήριο κατέληξε ότι σε παρατεταμένη βαριά χειρωνακτική εργασία ο εφεσείων θα είχε ενοχλήσεις σε ανεκτό επίπεδο, ενώ σε περιόδους έξαρσης λόγω ιδιαίτερων συνθηκών, συνιστάται η λήψη αναλγητικών.

Το δικαστήριο δέχτηκε ότι κατά το χρόνο της ακρόασης ο εφεσείων εργαζόταν με μηνιαίες απολαβές £400, ενώ επισήμανε ότι δεν δήλωσε σε οποιοδήποτε ταμείο ή αρχή τις απολαβές του από το Φεβράρη του 1996 μέχρι το Φεβράρη του 2006, παράλειψη η οποία κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση στα πλαίσια διεκδίκησης αξίωσης.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε ικανοποιηθεί ότι οι απολαβές του από τον Απρίλη του 1995 έως το Φεβράρη του 1996, όπως τις δήλωσε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναφέρονταν σε απασχόλησή του ως λασιέρης στο λιμάνι, ενώ, αντίστοιχα, κατέληξε ότι το ποσό το οποίο ισχυρίστηκε ότι δηλωνόταν στο Ταμείο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις αξιώσεις του για απώλεια απολαβών.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν είχε σταθερή εργασία με σταθερές απολαβές και έτσι δεν παρεχόταν ακριβής βάση για τον κλασσικό τρόπο υπολογισμού της απώλειας μελλοντικών απολαβών λόγω των καταλοίπων του τραυματισμού του. Θεώρησε ότι η προσπάθεια του εφεσείοντα να διογκώσει τα τραύματά του και τα κατάλοιπά τους ήταν εμφανής, ενώ απέρριψε στην ουσία τους ισχυρισμούς του ότι ήταν δραστήριος ακτιβιστής και συγγραφέας διάφορων άρθρων. Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν σε θέση να ασχολείται ως λασιέρης, όπως και προηγουμένως και συνεπώς δεν τίθεται θέμα συγκεκριμένης απώλειας μελλοντικών απολαβών. Παρά ταύτα έλαβε υπ’ όψιν τις δυσχέρειες στην άσκηση του επαγγέλματός του το οποίο είναι βαριά χειρωνακτική εργασία, οι οποίες όμως χαρακτηρίστηκαν ως μη μεγάλες ή ως τέτοιες που να καθιστούν αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος αυτού.

Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφερόμενο στην υπόθεση Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, κατέληξε ότι η έλλειψη σταθμητών στοιχείων και η αβεβαιότητα για επαγγελματική απασχόληση δεν εμποδίζουν το δικαστήριο να προβεί σε κάποιο υπολογισμό των πιθανών απωλειών και αφού έλαβε υπ’ όψιν ότι κατά το χρόνο της ακρόασης ήταν 53 χρονών και κατά το χρόνο του δυστυχήματος 48, αλλά και τη φύση της εργασίας του, του επιδίκασε ποσό [*1828]£2.000 ως μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας. Σ’ αυτό προσέθεσε ποσό £8.000 ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης για τον πόνο και την ταλαιπωρία την οποία υπέστη.

Κρίνουμε ότι, εν όψει της ηλικίας του εφεσείοντα, αλλά και της δυσκολίας με την οποία θα ασκεί τα καθήκοντά του, καθώς και την ανάγκη λήψης παυσίπονων σε ορισμένες περιπτώσεις, το ποσό των £2.000 που του επιδικάστηκε υπό μορφή απώλειας εισοδηματικής ικανότητας είναι μάλλον χαμηλό και θα πρέπει να αυξηθεί σε £4.000.

Εξ ίσου χαμηλό βρίσκουμε και το ποσό που του επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Ο εφεσείων ο οποίος παρουσιάστηκε ως ένας πολύ ενεργητικός και δραστήριος άνθρωπος, σε μια όχι και τόσο μεγάλη ηλικία, πράγματι υπέστη πόνο και ταλαιπωρία, ενώ αντιμετωπίζει και κάποια δυσκολία κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Κι αυτό παρά την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μπορεί να ασχολείται με αθλήματα στα οποία δεν είναι απαραίτητη η πλήρης κάμψη του καρπού.

Παρά ταύτα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις ενώπιόν μας περιστάσεις, κρίνουμε ότι το ποσό των £8.000 θα πρέπει να αυξηθεί στις £12.000, ποσό το οποίο θεωρούμε πλέον δίκαιο για την περίπτωση.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται, τόσο ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης, αφού καταλήξαμε ότι ο εφεσίβλητος φέρει την πλήρη ευθύνη του ατυχήματος, όσο και ως προς την απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα και τις γενικές αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν υπέρ του.

Οι ειδικές ζημίες δεν έχουν αμφισβητηθεί κατ’ έφεση, ενώ δεν έχουμε λόγο να επέμβουμε στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τον τόκο που φέρουν τα επιδικασθέντα ποσά.  Δεν υπάρχει άλλωστε και σχετικός λόγος έφεσης ή αντέφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται αναλόγως με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Η έφεση επιτρέπεται με €2.500 έξοδα, υπέρ του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. H αντέφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο