(2010) 1 ΑΑΔ 1851
[*1851]29 Νοεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΕΣΣΑΡΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Σ. ΚΑΤΣΙΑΜΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος,
v.
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΥΓΑ,
Εφεσιβλήτων-Τριτοδιάδικων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 376/2006)
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Aνήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν ― Tο Eφετείο σπάνια επεμβαίνει και υπό προϋποθέσεις.
Δικαστική απόφαση ― Κατά πόσο σημειώθηκε καθυστέρηση μεταξύ επιφύλαξης της απόφασης και έκδοσής της.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων εντός εύλογου χρόνου ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση αγωγής ― Ο εφεσείων δεν μπορεί να επικαλείται καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας που οφείλεται έστω και εμμέσως σε δική του υπαιτιότητα.
Δικαστική παρέμβαση ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την ακροαματική διαδικασία, ώστε να επηρεαστούν δυσμενώς τα συνταγματικά δικαιώματα του εναγομένου ― Το παράπονο διαδίκου για παρέμβαση του Δικαστηρίου πρέπει να στοιχειοθετείται, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα σημεία.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων (στο εξής ο εφεσίβλητος), δάνεισε στον εφε[*1852]σείοντα – εναγόμενο (στο εξής ο εφεσείων), μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, τριτοδιάδικου 1, το ποσό των £23.000. Η πληρεξουσιοδότηση ήταν έγγραφη (τεκμήριο 1). Στις 16.7.1999 καταχωρήθηκε υποθήκη προς εξασφάλιση του δανείου. Η υποθήκη υπογράφηκε, βάσει του πληρεξουσίου εγγράφου από τον τριτοδιάδικο 1 και πάλιν υπό την ιδιότητά του ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντος. Ο εφεσείων, μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, δανείστηκε ξανά διάφορα ποσά συνολικού ύψους £27.500 εντόκως. Ταυτόχρονα ανέθεσε στον εφεσίβλητο την ανεύρεση αγοραστών για κάποια ακίνητα, παραδίδοντάς του τους σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας.
Σε κάποιο χρόνο ο εφεσείων, για κάποιους λόγους, κατήγγειλε στην αστυνομία ως ένοχο πλαστογραφίας τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του, τριτοδιάδικο 1. Ο εφεσίβλητος κλήθηκε στην αστυνομία και έδωσε σχετική κατάθεση. Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι η υπογραφή που έφερε το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν γνήσια και ανήκε στον εφεσείοντα.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή για είσπραξη του προς αυτόν οφειλομένου ποσού από τον εφεσείοντα. Κατά τη διαδικασία της δίκης έδωσε μαρτυρία ο Μ.Υ. 2 Χρ. Νικήτας, ελεγκτής στον οποίο ο εφεσείων ανέθεσε να ελέγξει τους λογαριασμούς που ετοίμασε ο εφεσίβλητος ως προς τα ακριβή χρηματικά ποσά που οφείλονταν. Ο Μ.Υ. 2 προσυπόγραψε τις καταστάσεις των λογαριασμών που ετοίμασε ο εφεσίβλητος. Ο Μ.Υ. 2 προσπάθησε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του να αρνηθεί ότι η προσυπογραφή των λογαριασμών σήμαινε και αποδοχή του περιεχόμενου τους. Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία αυτή, καταλήγοντας ότι πράγματι ο Μ.Υ. 2 είχε αποδεχθεί τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν γνήσιο το πληρεξούσιο έγγραφο και επίσης ότι η πληρωμή των χρημάτων της υποθήκης προς τον εφεσείοντα έγινε μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εκ μέρους του εφεσίβλητου και ότι το δάνειο εξασφαλίστηκε με υποθήκη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος είχε αποδείξει την υπόθεσή του και ο εφεσείων του όφειλε το ποσό των £36.200 πλέον τόκους. Έκρινε επίσης ότι η καταγγελία του εφεσείοντος περί της πλαστότητας του πληρεξουσίου εγγράφου αποτελούσε σκέψη εκ των υστέρων προς αποφυγή εξόφλησης της οφειλής του προς τον εφεσίβλητο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε ισχυρισμούς για καθυστέρηση [*1853]στην εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά και στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. Αναφέρονται επίσης και σε, κατ’ ισχυρισμόν, αδικαιολόγητες και συνεχείς παρεμβάσεις και επεμβάσεις εις βάρος της υπόθεσης του εφεσείοντος κατά τη διάρκεια της κατάθεσης των μαρτύρων και των συνηγόρων του.
Άλλοι λόγοι έφεσης αναφέρονται στην, κατ’ ισχυρισμόν, εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων η οποία οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, στο ότι η απόφαση δεν στηρίζεται σε μαρτυρία και στο ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων δεν έγινε κανονικά. Περαιτέρω προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπόθεσή του και ότι εσφαλμένα εκδόθηκε διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση η οποία επιφυλάχθηκε στις 17.3.2006 εκδόθηκε τελικά στις 26.7.2006. Το διάστημα αυτό δεν θεωρείται από μόνο του αρκετό για να στοιχειοθετήσει ισχυρισμό για καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης.
2. Ο εφεσείων δεν μπορεί να επικαλείται καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας που οφείλονταν έστω και εμμέσως σε δική του υπαιτιότητα.
3. Από απλή ανάγνωση των πρακτικών δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο παρενέβη ή/και επενέβη στη διαδικασία, μάλιστα με τέτοιο, κατ’ ισχυρισμόν, τρόπο που να επηρεάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος. Εν πάση περιπτώσει, ήταν καθήκον του εφεσείοντος να επισημάνει τα σημεία τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το πιο πάνω παράπονό του και να μην περιοριστεί σε γενικότοπες και αόριστες καταγγελίες για παρέμβαση, χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένα σημεία.
4. Δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος προς στήριξη του ισχυρισμού του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την αξιοπιστία των μαρτύρων. Συνεπώς οι λόγοι που έχουν σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντος θα πρέπει να απορριφθούν.
5. Ούτε και οι αντιφάσεις από πλευράς των μαρτύρων του εφεσίβλητου έχουν τεκμηριωθεί. Αντιθέτως, εκτός του ότι η μαρτυρία για τον εφεσίβλητο τεκμηριώνεται και με ανεξάρτητη μαρτυρία, [*1854]έχει ως αντίβαρο την ασταθή και αβέβαιη μαρτυρία από τον εφεσείοντα, ο οποίος στην πραγματικότητα όχι μόνο παραδέχτηκε το πόρισμα της αστυνομίας περί της γνησιότητας της υπογραφής του, αλλά από την άλλη προσπάθησε να διασκεδάσει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι δεν θυμάται αν το υπέγραψε ενώπιον της πιστοποιούσας υπαλλήλου.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351,
Τσαρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1 A.A.Δ. 239.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Mιλτιάδους, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3208/02), ημερομ. 20.7.2006.
Φ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.
Π. Παυλίδης, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Καμιά εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους-Τριτοδιάδικους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ο ενάγων-εφεσίβλητος δάνεισε στον εφεσείοντα-εναγόμενο, μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Γεώργιου Χριστοδούλου, τριτοδιάδικου 1, το ποσό των £23.000. Η πληρεξουσιοδότηση ήταν έγγραφη (τεκμήριο 1). Προς εξασφάλιση του δανείου καταχωρήθηκε στις 16.7.1999 η υπ’ αρ. Υ5254/99 υποθήκη. Η υποθήκη υπογράφηκε, βάσει του πληρεξουσίου εγγράφου από τον τριτοδιάδικο 1 και πάλιν υπό την ιδιότητά του ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εναγόμενου-εφεσείοντα. Ακολούθως και σε διάφορες ημερομηνίες, ο εφεσίβλητος δάνεισε στον εφεσείοντα, ξανά μέσω του [*1855]πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους £27.500 εντόκως. Συνάμα ανέθεσε στον εφεσίβλητο την ανεύρεση αγοραστών για κάποια ακίνητα, παραδίδοντας του τους σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας.
Λόγω μη εξόφλησης των οφειλομένων προς τον εφεσίβλητο πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των διαδίκων και των δικηγόρων τους, όπου συμφωνήθηκε όπως οι μεταξύ τους λογαριασμοί ελεγχθούν από το λογιστή του εφεσείοντα, Μ.Υ.2, Χριστάκη Νικήτα. Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε και ο κ. Νικήτας τις υπέγραψε ως ορθές.
Σε κάποιο χρόνο ο εφεσείων, για κάποιους λόγους, κατήγγειλε στην αστυνομία ως ένοχο πλαστογραφίας τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του, τριτοδιάδικο 1. Ο εφεσίβλητος κλήθηκε στην αστυνομία και έδωσε σχετική κατάθεση. Η αστυνομία τελικά αποφάνθηκε ότι η υπογραφή που έφερε το πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο παρεμπιπτόντως είχε υπογραφεί ενώπιον της πιστοποιούσας υπαλλήλου Νιόβης Πετρίδου, ήταν γνήσια και ανήκε στον εφεσείοντα. Τελικά το πληρεξούσιο έγγραφο ανακλήθηκε στις 9.7.2001.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν γνήσιο, η δε υπογραφή ανήκε στον εφεσείοντα. Είχε υπογραφεί από τον εφεσείοντα ενώπιον της πιστοποιούσας υπαλλήλου Νιόβης Πετρίδου, η οποία τήρησε την υπό του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία ως προς την αναγνώριση του υπογράφοντος και την πιστοποίηση της υπογραφής του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε επίσης ότι η πληρωμή των χρημάτων της υποθήκης προς τον εφεσείοντα έγινε μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εκ μέρους του εφεσίβλητου και ότι το δάνειο εξασφαλίστηκε με υποθήκη.
Όπως είδαμε και προηγουμένως, σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων ανέθεσε στον ελεγκτή Χριστάκη Νικήτα, Μ.Υ.2, να ελέγξει τους λογαριασμούς που ετοίμασε ο εφεσίβλητος ως προς τα ακριβή χρηματικά ποσά που οφείλονταν, πράγμα το οποίο και έγινε. Ο Μ.Υ.2 προσυπόγραψε τις καταστάσεις των λογαριασμών που ετοίμασε ο εφεσίβλητος.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος είχε αποδείξει την υπόθεσή του και ο εφεσείων του όφειλε το ποσό των £36.200 πλέον τόκους. Έκρινε επίσης ότι η καταγγελία του εφεσείοντα περί της πλαστότητας του πληρεξουσίου εγγράφου αποτελούν ύστερες [*1856]σκέψεις προς αποφυγή εξόφλησης της οφειλής.
Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε ισχυρισμούς για καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά και στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. Αναφέρονται επίσης και σε αδικαιολόγητες και συνεχείς παρεμβάσεις και επεμβάσεις εις βάρος της υπόθεσης του εναγόμενου-εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της κατάθεσης των μαρτύρων και των συνηγόρων του.
Η απόφαση η οποία επιφυλάχθηκε στις 17.3.2006 εκδόθηκε τελικά στις 26.7.2006. Το διάστημα αυτό δεν θεωρείται από μόνο του ως αρκετό για να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης. Το διάστημα μεταξύ του πέρατος της ακρόασης και της επιφύλαξης της απόφασης δεν ήταν τέτοιο που να ενισχύει ισχυρισμό ότι το δικαστήριο δεν μπορούσε πλέον να καταλήξει σε αξιόπιστα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Περαιτέρω σημειώνουμε ότι κάποια καθυστέρηση για χρονικό διάστημα πέντε περίπου μηνών οφειλόταν στις οδηγίες που το δικαστήριο έπρεπε να δώσει για ετοιμασία έκθεσης από γραφολόγο της αστυνομίας, ανάγκη που προέκυψε μετά την κατάθεση του εφεσείοντα και τον ισχυρισμό του ότι η υπογραφή επί του πληρεξουσίου εγγράφου δεν ήταν δική του. Η καθυστέρηση αυτή είχε βεβαίως σκοπό να βοηθήσει το δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Σημειώνεται επίσης ότι πολλαπλές αναβολές της υπόθεσης δόθηκαν ύστερα από αίτημα του ίδιου του εφεσείοντα και του δικηγόρου του και συνεπώς δεν μπορεί να επικαλείται καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας που οφείλονταν έστω και εμμέσως σε δική του υπαιτιότητα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου επισημαίνει ότι ο εφεσείων είναι υπεύθυνος για την πρόκληση αδικαιολόγητης καθυστέρησης και κατά το στάδιο της κατ’ έφεση διαδικασίας, αφού χρειάστηκε περίοδο πέραν των επτά μηνών για να καταχωρήσει το περίγραμμα αγόρευσής του, συμπεριφορά ενδεικτική, σύμφωνα πάντα με τον εφεσίβλητο, της στάσης που επέδειξε και πρωτόδικα.
Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για παρεμβάσεις του δικαστηρίου και παραβίασης της αρχής της ισότητας κατά τη διαδικασία, αρκεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων παρέλειψε να παραπέμψει σχετικά σε οποιοδήποτε σημείο των πρακτικών. Μια απλή ανά[*1857]γνωση των πρακτικών δείχνει ότι το δικαστήριο ούτε παρενέβη, αλλά ούτε και επενέβη στη διαδικασία, μάλιστα με τέτοιο, κατ’ ισχυρισμό, τρόπο που να επηρεάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν καθήκον του εφεσείοντα να επισημάνει τα σημεία τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το πιο πάνω παράπονο και να μην περιοριστεί σε γενικότοπες και αόριστες καταγγελίες για παρέμβαση, χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένα σημεία.
Πολλοί από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αναφέρονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων και στα λανθασμένα συμπεράσματα στα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε. Γίνεται ακόμα ισχυρισμός ότι η απόφαση δεν στηρίζεται σε μαρτυρία και ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων δεν έγινε κανονικά. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπόθεσή του, δεν ελήφθη υπ’ όψιν το έγγραφο μαρτυρικό υλικό και ότι εσφαλμένα εκδόθηκε διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης.
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από την ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα στην κατάθεση του Μ.Υ.2 Χριστάκη Νικήτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσίβλητος, ύστερα από συνεννόηση με τον κ. Νικήτα, ετοίμασε αναλυτικούς λογαριασμούς των οικονομικών σχέσεών του με τον εφεσείοντα, τους οποίους παρουσίασε στον κ. Νικήτα για έλεγχο. Ο κ. Νικήτας πιστοποίησε ουσιαστικά την ακρίβεια των λογαριασμών αναγράφοντας σ’ αυτούς «Ο.Κ.» και υπογράφοντάς τους.
Κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ο κ. Νικήτας προσπάθησε να αρνηθεί ότι η προσυπογραφή των λογαριασμών σήμαινε και αποδοχή του περιεχόμενου τους. Το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία αυτή, καταλήγοντας ότι πράγματι ο Μ.Υ.2 είχε αποδεχθεί τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά.
Αφού η κατάθεση του κ. Νικήτα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, καμιά αναφορά σ’ αυτή δεν μπορεί να γίνεται με σκοπό την ενίσχυση των ισχυρισμών του εφεσείοντα. Θα πρέπει, εξ άλλου, να σημειωθεί ότι οι λόγοι οι οποίοι έχουν δοθεί για να υποστηριχθεί ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε να απορρίψει τη μαρτυρία του κ. Νικήτα, ουδόλως ευσταθούν ή πείθουν.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, τα θέματα της αξιοπιστίας των μαρτύρων βαρύνουν πάντα το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει (βλέπε μεταξύ άλλων Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351 και Τσαρμαντίδης κ.ά. v. Δη[*1858]μητρίου (2010) 1 A.A.Δ. 239). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση στην κατάληξη για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Κανένας λόγος δεν προβλήθηκε προς στήριξη του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της κας Νιόβης Πετρίδου, πιστοποιούσας υπαλλήλου, αλλά και της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 υπαστυνόμου Σωτηριάδη, ο οποίος αναφέρθηκε στο αστυνομικό πόρισμα μετά το γραφολογικό έλεγχο της γνησιότητας της υπογραφής του εφεσείοντα επί του πληρεξουσίου (γραφολογική έκθεση της αστυνομίας, τεκμήριο 34). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο εφεσείων αποδέχεται το πόρισμα της αστυνομίας και το γνήσιο της υπογραφής του, ενώ δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η υπογραφή του αποσπάστηκε με δόλο ή απάτη.
Μπορεί επίσης να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα περί της υπογραφής του πληρεξουσίου ενώπιον της κας Νιόβης Πετρίδου έχει πολλά να ζηλέψει από μία αξιόπιστη τοποθέτηση.
Εκτός από την ασάφεια της μαρτυρίας του ως προς το κατά πόσο υπέγραψε ή όχι το πληρεξούσιο ενώπιον της πιστοποιούσας υπαλλήλου και το γεγονός ότι η εκδοχή του δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, επισημαίνουμε ότι δεν παρουσιάστηκε, στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Το δικαστήριο ορθά τους απέρριψε. Συνεπώς οι λόγοι που έχουν σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα θα πρέπει να απορριφθούν. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογιστεί και η μαρτυρία του υπαστυνόμου Σωτηριάδη ο οποίος αναφέρθηκε στο αστυνομικό πόρισμα μετά το γραφολογικό έλεγχο της γνησιότητας της υπογραφής του εφεσείοντα.
Γενικά δεν συμφωνούμε με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι οι λεπτομέρειες της κατάθεσης των μαρτύρων του ενάγοντα-εφεσίβλητου καταδεικνύουν αντιφάσεις, αοριστολογίες και μάλιστα καίριες και καθοριστικές οι οποίες πλήττουν θεμελιακά την αξιοπιστία τους. Αντίθετα, εκτός του ότι η μαρτυρία για τον εφεσίβλητο τεκμηριώνεται και με ανεξάρτητη μαρτυρία, όπως είναι αυτή του υπαστυνόμου Σωτηριάδη, αλλά και της πιστοποιούσας υπαλλήλου, έχει ως αντίβαρο την ασταθή και αβέβαιη μαρτυρία από τον εφεσείοντα, ο οποίος στην πραγματικότητα όχι μόνο παραδέχτηκε το πόρισμα της αστυνομίας περί της γνησιότητας της υπογραφής του, αλλά από την άλλη προσπάθησε να διασκεδάσει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι δεν θυμάται αν το υπέγραψε ενώ[*1859]πιον της πιστοποιούσας υπαλλήλου.
Εν όψει όλων των ανωτέρω καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, αξιολογώντας, επίσης ορθά, την ενώπιόν του μαρτυρία.
Θα θέλαμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας για τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρεται στο πρωτόδικο δικαστήριο, χρησιμοποιώντας ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι αναφορές αυτές είναι εντελώς ατεκμηρίωτες και αβάσιμες.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο