(2010) 1 ΑΑΔ 1872
[*1872]1 Δεκεμβρίου, 2010
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964
ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙHΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/7/2010 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ
1. FRANTISEK STEPANEK,
2. JAROSLAV ROKOS, MBA ΚΑΙ
3. SOKOLOVSKA UHELNA PRAVNI NASTUPCE A.S.
ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 2103/2010
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ.
(Αίτηση Αρ. 96/2010)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση διατάγματος «Anton Piller» το οποίο είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και το οποίο δεν είχε ορισθεί επιστρεπτέο ― Η αίτηση έγινε δεκτή, παρά την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου, λόγω της στοιχειοθέτησης εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος Certiorari όταν προσφέρονται άλλα ένδικα μέσα και επίσης λόγω της δραστικότητας του διατάγματος «Anton Piller» και των επιπτώσεών του στον αιτητή.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα «Anton Piller» ― Κατά πόσο το προαναφερθέν διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, έπρεπε να γίνει επιστρεπτέο, όπως επιβάλλει το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ή αν μπορούσε να είναι οριστικό όπως είχε εκδοθεί, οπότε η μόνη θεραπεία του εναγομένου ήταν [*1873]να αποταθεί με αίτηση για παραμερισμό ή τροποποίησή του, με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Οι ενάγοντες στην Αγωγή Aρ. 2103/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, εξασφάλισαν στις 29/7/2010 κατόπιν μονομερούς αιτήσεως διάταγμα «Anton Piller» εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3, 4 και 5. Ο εναγόμενος 5, αιτητής στην παρούσα διαδικασία, καταχώρησε, μετά από σχετική άδεια, την παρούσα αίτηση με κλήση με την οποία ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το προαναφερθέν διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην έκταση που αυτό δεν έχει γίνει επιστρεπτέο, δηλαδή των παραγράφων Α και Β αυτού, αφού οι υπόλοιπες κατέστησαν επιστρεπτέες.
Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε με βάση το Άρθρο 9 του Κεφ. 6, μονομερώς, και επομένως έπρεπε να γίνει επιστρεπτέο.
Οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος αφού το επίδικο διάταγμα τύπου Anton Piller ημερ. 29/7/2010 εκδόθηκε νομότυπα και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής έχει άλλο ένδικο μέσο όπως για παράδειγμα αίτηση με βάση την Δ.48, Κ. 8(4), και επομένως δεν έπρεπε να του δοθεί άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Υποστήριξαν επίσης οι καθ’ ων η αίτηση ότι η αίτηση είναι επιπόλαιη, ενοχλητική, προκαλεί αμηχανία και είναι αντικανονική αφού επιδόθηκε στους δικηγόρους τους και όχι στους ιδίους ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:
1. Στην υπόθεση αυτή το εκδοθέν διάταγμα τύπου «Anton Piller», το οποίο είχε εκδοθεί χωρίς να γίνει επιστρεπτέο, όπως επιβάλλει το Άρθρο 9(3) του Κεφ. 6, είχε τη δυνατότητα να ακυρωθεί με το ένδικο μέσο της αίτησης με κλήση με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) και όχι με την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Όμως, κρίνεται πρέπον να χορηγηθεί το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα, κατ’ εξαίρεση του κανόνα ότι η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου συνιστά κώλυμα στην έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ενόψει της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων και της δρα[*1874]στικότητας του διατάγματος «Anton Piller» με τις ανάλογες επιπτώσεις στον αιτητή.
2. Εκδίδεται διάταγμα του τύπου Certiorari με το οποίο το διάταγμα που εκδόθηκε στις 29/7/2010 στην Αγωγή Αρ. 2103/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην έκταση που τούτο δεν είχε γίνει επιστρεπτέο, ακυρώνεται.
Η αίτηση επιτράπηκε με €800 έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Εκδόθηκε διάταγμα ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιn Re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429,
Τράπεζα Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010,
The κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 933,
In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,
Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010,
Έλληνας v. Χριστοδούλου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 438,
Νικολαΐδου v. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1620,
Μιχαηλίδου v. Πεδίου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1995,
In re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Michailovic κ.ά. (Αρ. 1) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 666,
Michailovic κ.ά. (Αρ. 2) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 729,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535.
Aίτηση.
Α. Γιωρκάτζιης με Ν. Θρασυβούλου, για τον Αιτητή.
[*1875]Κ. Θεοδωρίδης με Μ. Λοΐζου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Μετά από σχετική άδεια που δόθηκε στις 26/8/2010 στην Αίτηση Aρ. 92/2010, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με κλήση με την οποία ζητά την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 29/7/2010 στην Αγωγή Aρ. 2103/2010 (στην οποία ο αιτητής ήταν ο 5ος εναγόμενος, οι δε καθ’ ων η παρούσα αίτηση ήταν οι ενάγοντες) στην έκταση που το εν λόγω διάταγμα δεν έχει γίνει επιστρεπτέο, δηλαδή των παραγράφων Α και Β αυτού, αφού οι υπόλοιπες κατέστησαν επιστρεπτέες.
Ενόψει του γεγονότος ότι το εν λόγω διάταγμα είναι πολύ μακροσκελές, περιορίζομαι να παραθέσω το σχετικό μέρος των παραγράφων Α και Β αυτού:
Η παράγραφος Α έχει ως εξής:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου τύπου “Anton Piller”, με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 ή/και οι αξιωματούχοι ή/και οι διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ’ εντολή τους, να επιτρέψουν στον κ. Διομήδη Π. Καλλή ή στον κ. Λουκά Κ. Διομήδους, δικηγόρους της Δ.Ε.Π.Ε. Καλλής & Καλλής από την Οδό Ανδρέα Αβραμίδη 9, Πολυκατ. Πελεκάνος 32, Γραφ. 101-102, 2024 Λευκωσία, υπό την ιδιότητά τους ως επιτηρητές δικηγόροι (supervising solicitors) για σκοπούς εκτέλεσης του παρόντος διατάγματος, συνοδευόμενους από τους δικηγόρους των Εναγόντων/Αιτητών κύριους Κυριάκο Ν. Θεοδωρίδη και/ή Μιχάλη Γ. Λοΐζου και/ή Μορφάκη Π. Κούμα, και/ή οποιονδήποτε άλλο δικηγόρο από τον Δικηγορικό Συνεταιρισμό των κυρίων Γιώργος Γ. Γιάγκου & Σία και μέχρι και 3 άλλα άτομα, εργοδοτούμενους του Δικηγορικού Συνεταιρισμού των κυρίων Γιώργος Γ. Γιάγκου & Σία και αντιπροσώπους των Εναγόντων/Αιτητών που θα τους συνοδεύουν (στο εξής καλούμενοι συλλογικά «η Ομάδα Αναζήτησης»), να εισέλθουν στους λειτουργικούς χώρους των υποστατικών των Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 που αναφέρονται πιο κάτω, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναζητήσουν, να επιθεωρήσουν, να φωτοτυπήσουν και να παραδώσουν στην ασφαλή φύλαξη του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όλα τα έγγραφα, που αναφέρονται πιο κάτω:
[*1876]...........................................................................................................»
(Ακολουθεί η περιγραφή των αιτουμένων εγγράφων)
Η παράγραφος Β έχει ως ακολούθως:
«Επιπρόσθετα του αιτούμενου διατάγματος υπό του προτιθέμενου διατακτικού Α ανωτέρω, Διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάζει τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5, ή τους αξιωματούχους ή/και διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ’ εντολή τους, όπως αφού θα έχει επιτραπεί στην Ομάδα Αναζήτησης, να εισέλθει στα υποστατικά, να επιτρέπει στην Ομάδα Αναζήτησης να παραμείνει στα υποστατικά έως ότου να ολοκληρωθεί η αναζήτηση. Σε περίπτωση που καθίσταται αναγκαίο για οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά να εξέλθουν από τα υποστατικά πριν από την ολοκλήρωση της αναζήτησης, οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 3, 4 και 5 ή/και οι αξιωματούχοι ή/και διευθυντές αυτών ή/και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ενεργούν κατ’ εντολή τους, πρέπει να τους επιτρέψουν να εισέλθουν εκ νέου στις εγκαταστάσεις όταν αυτοί εκ νέου το απαιτήσουν, είτε την ίδια ή την επόμενη ημέρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αναζήτηση.»
Στην αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση/εναγόντων η οποία στηρίζεται σε 10 λόγους που πολύ περιληπτικά μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
(α) Η αίτηση είναι άκυρη γιατί δεν αναφέρει τα ορθά άρθρα των Νόμων και των Κανονισμών στα οποία βασίζεται και/ή γιατί δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρονται όλα τα σχετικά γεγονότα.
(β) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος αφού το επίδικο διάταγμα τύπου Anton Piller ημερ. 29/7/2010 εκδόθηκε νομότυπα και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής έχει άλλο ένδικο μέσο όπως για παράδειγμα αίτηση με βάση την Δ.48, Κ. 8(4), και επομένως δεν έπρεπε να του δοθεί άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
(γ) Η αίτηση αποτελεί κακόπιστο και καταχρηστικό διαδικαστικό διάβημα αφού υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων στην ένορκη δήλωση του αιτητή που συνόδευε την μονομερή αίτηση για χορήγηση άδειας, γεγονός που δείχνει ότι δεν ήλθε στο δικαστήριο με «καθαρά χέρια».
[*1877](δ) Η αίτηση είναι επιπόλαιη, ενοχλητική, προκαλεί αμηχανία στους καθ’ ων η αίτηση και είναι αντικανονική αφού επιδόθηκε στους δικηγόρους των καθ’ ων η αίτηση και όχι στους καθ’ ων η αίτηση ως οι οδηγίες του δικαστηρίου.
Την ένσταση υποστηρίζει σχετική ένορκη δήλωση του Μιχαήλ Γ. Λοΐζου, Δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση.
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αγόρευσε προφορικά, ο δε ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατέθεσε, με τη συγκατάθεση του συνηγόρου του αιτητή γραπτή αγόρευση και συμπλήρωσαν τα επιχειρήματα τους προφορικά ενώπιόν μου.
Αναφορικά με τους λόγους ένστασης (α) (γ) και (δ) πιο πάνω, κρίνω ότι δεν ευσταθούν. Βασική νομοθετική πρόνοια για αιτήσεις αυτής της φύσης είναι το Αρθρο 155.4 του Συντάγματος καθώς επίσης και ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος 33/64 και εδώ γίνεται επίκληση τους στην αίτηση. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν φαίνονται τα γεγονότα σε ένορκη δήλωση, επίσης κρίνω ότι δεν ευσταθεί, αφού, με την επισύναψη της αίτησης για χορήγηση άδειας όπου υπάρχει ένορκη δήλωση από τον αιτητή, φαίνονται και τα γεγονότα για σκοπούς της παρούσας αίτησης.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό (δ) πιο πάνω ότι η επίδοση στους δικηγόρους των καθ’ ων η αίτηση είναι αντικανονική και ενάντια της απόφασης του δικαστηρίου με την οποία παραχωρήθηκε άδεια, ούτε αυτός ευσταθεί. Στην απόφαση η οδηγία ήταν όπως η «αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά ....». Εφόσον δε η «άλλη πλευρά» είχε ήδη δικηγόρους και εφόσον το δικαστήριο δεν διέταξε προσωπική επίδοση στους ενάγοντες, κρίνω ότι η επίδοση είναι κανονική. Έτσι προχωρώ στην εξέταση του (β) λόγου ένστασης, όπως τον διατύπωσα πιο πάνω, που κρίνω ότι είναι και ο πιο ουσιαστικός.
Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις. Το κρίνω βοηθητικό να δούμε τη νομική βάση της μονομερούς αίτησης με βάση την οποία εκδόθηκε το διάταγμα του οποίου, στην έκταση που δεν έγινε επιστρεπτέο, ζητείται η ακύρωση του με την παρούσα.
Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στις 29/7/2010 στη βάση μονομερούς αίτησης ημερ. 28/7/2010 που είχαν καταχωρήσει οι ενάγοντες [*1878](καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα αίτηση) η οποία είχε την ακόλουθη νομική βάση.
«Η παρούσα Αίτηση βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφάλαιο 6, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό στα Άρθρα 2, 4, 5 και 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο, Νόμος 14 του 1960, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό στα Άρθρα 29, 30, 32 στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θ.1, 2 και 3, στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την έκδοση Παρεμπιπτόντων Διαταγμάτων τύπου «Anton Piller» και «Norwich Pharmacal» και, ήτοι στην βάση των νομικών αρχών που καθιερώθηκαν από το κοινοδίκαιο από τις υποθέσεις, Anton Piller KG v. Manufacturing Processes Ltd [1976] Ch 55 και Norwich Pharmacal Co and Others v. Commissioners and Customs Excise [1973] 2 All E.R. 943 και/ή σε οποιαδήποτε άλλη σχετική καθοδηγητική Νομολογία, καθώς επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.»
Το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, διέπει τις περιπτώσεις όπου ένα διάταγμα μπορεί να εκδοθεί χωρίς ειδοποίηση, κατά παράβαση δηλαδή του γενικού κανόνα ότι πρέπει να ακούεται και η άλλη πλευρά, και τούτο μπορεί να γίνει όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις. Το εδάφιο (3) του Αρθρου 9 διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι’ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό. κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά. και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στη δική του αγόρευση, υποστήριξε ότι το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε με βάση το Αρθρο 9 του Κεφ. 6, μονομερώς, και επομένως έπρεπε να γίνει επιστρεπτέο. Επικαλέστηκε τις υποθέσεις Ιn Re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429, Τράπεζα Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010, και την πρόσφατη απόφαση The κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 933, του αδελφού Δι[*1879]καστή Ερωτοκρίτου. Εφοδίασε επίσης το Δικαστήριο με σχετικές σελίδες του συγγράμματος Commercial Fraud In Civil Practice του Paul McGrath, και του Practice Notes issued by the Chief Justice του Federal Court of Australia και υπέβαλε ότι τα διατάγματα Anton Piller δεν εξαιρούνται των προνοιών του Αρθρου 9(3) του Κεφ. 6.
Αντίθετα με τις πιο πάνω θέσεις, στη δική τους, εμπεριστατωμένη μπορώ να πώ αγόρευση, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο διάταγμα δεν εκδόθηκε μονομερώς με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 9(1) του Κεφ. 6 αλλά λόγω της φύσης του η οποία απαιτεί μυστικότητα. Επικαλέστηκαν προς τούτο αγγλικά συγγράμματα. Βέβαια στη νομική βάση της μονομερούς αίτησης, την οποία παράθεσα πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση (τότε αιτητές), βάσισαν την αίτησή τους (μεταξύ άλλων) τόσο στο Αρθρο 9 του Κεφ. 6 όσο και στο Αρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Ο κ. Θεοδωρίδης εξήγησε ότι το Αρθρο 9 ήταν στην αίτηση αφού αυτή αφορούσε και άλλα διατάγματα. Δέχθηκε όμως, πως βάση για έκδοση του διατάγματος Anton Piller ήταν και το Αρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/50 (ως έχει τροποποιηθεί).
Έχω προσέξει ότι αρκετό μέρος της αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση αφιερώθηκε στο να δείξουν ότι ορθά το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς, αφού αυτό επιτρέπεται από τη φύση τέτοιων διαταγμάτων δηλαδή του τύπου Anton Piller. Η θέση ότι το διάταγμα μπορούσε να εκδοθεί μονομερώς, με βρίσκει σύμφωνο. Το ερώτημα είναι αν έπρεπε να γίνει επιστρεπτέο, όπως επιβάλλει το Αρθρο 9(3) του Κεφ. 6 ή αν μπορούσε να είναι οριστικό όπως έχει εκδοθεί, οπότε η μόνη θεραπεία του αιτητή ήταν να αποταθεί με αίτηση για παραμερισμό ή τροποποίηση του, με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως ισχυρίζεται η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση.
Αρχίζοντας από τις υποθέσεις που επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή, πράγματι στην υπόθεση In re Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429, εκδόθηκε διάταγμα certiorari αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρξε νομικό σφάλμα προφανές στην όψη της διαδικασίας, για το λόγο ότι προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε με βάση το Αρθρο 9 του Κεφ. 6, δεν είχε καταστεί επιστρεπτέο.
Στην υπόθεση In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568 εκδόθηκε, στη βάση μονομερούς αίτησης που καταχώρησε ο πατέρας ανηλίκου, προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδιζόταν η μητέρα να [*1880]μεταφέρει το παιδί εκτός Κύπρου, το οποίο όμως διάταγμα, δεν έγινε επιστρεπτέο. Αφού πρώτα εξασφάλισε άδεια, στη συνέχεια η μητέρα καταχώρησε αίτηση certiorari, στην οποία κρίθηκε ότι αυτό όχι μόνο αποτελούσε νομικό σφάλμα εμφανές στην όψη της διαδικασίας, αλλά και νομικό λάθος ουσίας αφού αποστέρησε τον άλλο διάδικο από το δικαίωμα να ακουστεί. Έτσι το διάταγμα ακυρώθηκε με certiorari.
Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010 εκδόθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα στη βάση μονομερούς αίτησης, το οποίο παρόλο που έγινε επιστρεπτέο, η ημερομηνία υπερέβαινε τα χρονικά όρια που απαιτούνταν για σκοπούς επίδοσης του, όπως προβλέπει το Αρθρο 9(3) και αυτό κρίθηκε ότι αποτελούσε νομικό σφάλμα που διακρινόταν στην όψη του παρουσιασθέντος πρακτικού και η Ολομέλεια, επέτρεψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (όπου είχε κριθεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση της εν λόγω απόφασης) και ακύρωσε το διάταγμα.
Ήδη ανάφερα πιο πάνω ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ’ ων η αίτηση με αναφορά στη Δ.48, Κ.8(1) που απαριθμεί τις περιπτώσεις όπου ένα διάταγμα μπορεί να εκδοθεί μονομερώς χωρίς τούτο να καθίσταται επιστρεπτέο, αλλά το πρόσωπο που επηρεάζεται μπορεί να ζητήσει με αίτηση με κλήση τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίησή του, εισηγήθηκαν ότι το επίδικο διάταγμα εντάσσεται σ’ αυτή την κατηγορία και επομένως ο αιτητής, αν επιθυμούσε τον τερματισμό του διατάγματος, έπρεπε να αποταθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο που το εξέδωσε, με αίτηση με κλήση όπως προνοεί η Δ.48, Κ.8(4). Επομένως υπήρξε διαζευκτική θεραπεία ούτως ώστε να μη χωρεί αίτηση για certiorari. Επικαλέστηκαν μεταξύ άλλων και τις υποθέσεις Έλληνας v. Χριστοδούλου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 438, Νικολαΐδου v. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1620 και Μιχαηλίδου v. Πεδίου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1995. Σημειώνω όμως ότι οι εν λόγω υποθέσεις, καθώς και όλες οι περιπτώσεις διαταγμάτων που εκδίδονται μονομερώς με βάση τη Δ.48, Κ.8(1), διαφοροποιούνται από την παρούσα αφού αφορούσαν απλώς διατάγματα με βάση τη Δ.48. Εδώ το διάταγμα ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού του ως Anton Piller order, όπως θα έλεγα και για το διάταγμα τύπου mareva (αμφότερα στην Αγγλία περιγράφονται ως nuclear weapons), είναι διατάγματα δραστικής μορφής που εκδίδονται με βάση το Αρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, τα οποία εφόσον εκδίδονται μονομερώς με βάση το Αρθρο 9 του Κεφ. 6, πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου (3), δηλαδή (α) να γίνονται επιστρεπτέα και (β) σε σύντομο χρόνο όσος είναι αναγκαίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, για σκοπούς επίδο[*1881]σής τους. Ο ισχυρισμός των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, ότι δεν είναι με βάση το Αρθρο 9 του Κεφ. 6 που εκδόθηκε το διάταγμα δεν με βρίσκει σύμφωνο, αφού (α) το άρθρο αυτό είναι στη νομική βάση της αίτησης τους και (β) εμπίπτει, λόγω της φύσης του διατάγματος όπως την περιέγραψαν και οι συνήγοροι των καθ’ ων η αίτηση στις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αρθρου 9(1) του Κεφ. 6 αν δεν ικανοποιείτο το κατεπείγον. Βέβαια στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση τους για έκδοση των διαταγμάτων Anton Piller (βλ. παράγραφο 40) οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν και το επείγον αφού ισχυρίστηκαν ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αμέσως, δυνατό τα έγγραφα να αποξενωθούν ή καταστραφούν. Επομένως η προσπάθεια των καθ’ ων η αίτηση να θέσουν τη μονομερή τους αίτηση όσον αφορά το διάταγμα Anton Piller έξω από τις πρόνοιες του Αρθρου 9 του Κεφ. 6, δεν γίνεται δεκτή.
Εφόσον κατάληξα ότι το επίδικο μονομερές διάταγμα θα έπρεπε με βάση το Αρθρο 9(3) του Κεφ. 6 να είναι επιστρεπτέο, κάτι που αποτελεί κοινό έδαφος ότι δεν έγινε, το ερώτημα είναι αν η περίπτωση είναι τέτοια που καθιστά την υπόθεση κατάλληλη για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος certiorari παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, όπως για παράδειγμα αίτηση με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) που συνήθως γίνεται για διατάγματα που εκδίδονται μονομερώς με βάση τους διαδικαστικούς κανονισμούς.
Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή πως όταν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, και ειδικά αυτό της έφεσης, για αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης, δεν χωρούν τα προνομιακά εντάλματα εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις ή όπου το δικαστικό μέτρο αντικείμενο της αίτησης, είναι τόσο δραστικό, με ανάλογες επιπτώσεις στον αιτητή, που το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει πρέπον να δώσει άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος (βλ. μεταξύ άλλων In re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Vesko Michailovic κ.ά. (Αρ. 1) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 666, Vesko Michailovic κ.ά. (Αρ. 2) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 729 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535.
Στο σύγγραμμα Βlackstone Civil Practice (2002) σελ. 418 διαβάζουμε ότι το διάταγμα τύπου Anton Piller “is regarded as a serious stigma on the defendants commercial reputation and well often result in banks refusing further credit or even calling in loans”. Η δραστικότητα διαταγμάτων αυτής της φύσης προκύπτει και από τα συγγράμματα που αναφέρθηκαν οι συνήγοροι των καθ’ ων η αίτηση.
[*1882]Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρώ τη φύση του επίδικου διατάγματος ως πολύ δραστικής μορφής, που παρά την ύπαρξη του ένδικου μέσου της αίτησης με κλήση με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) κρίνω ότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες που η πιο αρμόζουσα διαδικασία είναι η έκδοση προνομιακού διατάγματος. Ενόψει του ότι υπήρχε υποχρέωση του αιτητή να συμμορφωθεί με το διάταγμα, τυχόν αίτηση με βάση τη Δ.48, Κ.8(4) δυνατό να αντιμετώπιζε ένσταση ότι δεν δικαιούται να ακουστεί πριν συμμορφωθεί, οπότε τα θέματα θα περιπλέκοντο. Η δραστικότητα του διατάγματος φαίνεται από την ίδια την ειδοποίηση που έδωσαν οι επιτηρητές δικηγόροι για σκοπούς εκτέλεσής του, δηλαδή (α) ότι είχαν 2 ώρες να ζητήσουν νομική συμβουλή και (β) ότι μπορούν να μην επιτρέψουν είσοδο, αλλά υπόκεινται σε διαδικασία παρακοής και φυλάκισης. Από την Ανθίμου (πιο πάνω), σελ. 50, φαίνεται ότι στην In re Philippou (ανωτέρω) ορθά ακυρώθηκε το προσωρινό διάταγμα, που δεν έγινε επιστρεπτέο, με certiorari.
Eνόψει των πιο πάνω κρίνω ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου.
Η αίτηση επιτυγχάνει με €800 έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Εκδίδεται διάταγμα του τύπου certiorari με το οποίο το διάταγμα που εκδόθηκε στις 29/7/2010 στην Αγωγή Αρ. 2103/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην έκταση που τούτο δεν είχε γίνει επιστρεπτέο, ακυρώνεται.
Η αίτηση επιτρέπεται με €800 έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) εναντίον των καθ’ ων η αίτηση. Εκδίδεται διάταγμα ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο