Χρυσοστόμου Πανίκος ν. Andrew Joseph Cameron (2010) 1 ΑΑΔ 1992

(2010) 1 ΑΑΔ 1992

[*1992]21 Δεκεμβρίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ANDREW JOSEPH CAMERON,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 71/2008)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για πρόκληση τροχαίου ατυχήματος σε οδηγό αυτοκινήτου ο οποίος οδηγώντας επικίνδυνα επεχείρησε να προσπεράσει από δεξιά άλλο όχημα το οποίο εκινείτο διαγωνίως προς το κέντρο του δρόμου με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε χώρο στάθμευσης, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του με το δείκτη πορείας ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, κατά πλειοψηφία.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Τροχαίο ατύχημα ― Αστυνομικοί εξεταστές της υπόθεσης ― Τα Δικαστήρια οφείλουν να απαγορεύουν ερωτήσεις προς αστυνομικούς εξεταστές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η σύγκρουση μεταξύ των εμπλεκομένων οχημάτων και το ποιος ευθύνεται για αυτή.

Ο εφεσίβλητος – ενάγων (στο εξής ο εφεσίβλητος), στάθμευσε το αυτοκίνητό του στην αριστερή πλευρά του δρόμου για να πάει σε κάποιο κατάστημα. Όταν τελείωσε, οδήγησε το όχημά του στο κέντρο του δρόμου για να στρίψει δεξιά σε χώρο στάθμευσης 200 μέτρα πιο μπροστά, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του με το δείκτη πορείας. Το όχημα του εφεσείοντος – εναγόμενου (στο εξής ο εφεσείων), το οποίο ερχόταν από πίσω του, στην προσπάθειά του να προσπεράσει το όχημα του εφεσίβλητου συγκρούστηκε με αυτό. Μετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, αφήνοντας περί τα 20 μέτρα ίχνη πλαγιολίσθησης, κατέληξε εκτός δρόμου στα δεξιά, μέσα στο χώρο στάθμευσης όπου συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο εκεί. Το σημείο σύγκρουσης ήταν κοντά στο κέντρο του δρόμου προς τα δεξιά, τα δε σημεία επαφής των αυτοκινήτων είναι η μπρο[*1993]στινή δεξιά πλευρά του εφεσίβλητου και η μπροστινή αριστερή πλευρά του εφεσείοντος.

Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου, αυτός σταμάτησε στο κέντρο του δρόμου για να ελέγξει την κίνηση και αφού διαπίστωσε ότι ο δρόμος ήταν καθαρός άρχισε να στρίβει. Αφού έλεγξε ξανά μέσα από τον καθρέφτη την κίνηση από πίσω, όπου υπήρχε καμπή του δρόμου, είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα, οπότε σταμάτησε. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντος όμως συγκρούστηκε με το δικό του.

Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι ο εφεσίβλητος, κινούμενος λοξώς από την άκρη του δρόμου όπου ήταν σταθμευμένος προς το κέντρο του δρόμου, του απέκοψε την πορεία και ο ίδιος, παρά το ότι προσπάθησε να τον αποφύγει από δεξιά, συγκρούστηκε μαζί του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή του εφεσίβλητου και απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος στον εφεσείοντα. Το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τόσο τον εφεσείοντα όσο και τον αστυνομικό εξεταστή της σκηνής. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου, ήταν ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, όπως προέκυπτε από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και την ακόλουθη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του και, μη ελέγχοντας δεόντως την οδήγησή του και αντί να σταματήσει, επιχείρησε να προσπεράσει τον εφεσίβλητο ενώ αυτός είχε ήδη σταματήσει και δείξει την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά. Το Δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία στην ύπαρξη συνεχούς άσπρης γραμμής στο δρόμο, θέμα το οποίο τονίστηκε πολύ από τον εφεσείοντα για να καταδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος δεν έπρεπε να επιχειρήσει στροφή δεξιά διασχίζοντάς την. Και αυτό, αφού η κατάληξή του ήταν ότι η όποια τέτοια γραμμή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, δεν ήταν ευκρινής, ώστε να μην υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στη συμπεριφορά του εφεσίβλητου να επιχειρήσει να στρίψει δεξιά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι σημειώθηκε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

A. Υπό Χατζηχαμπή, Δ. συμφωνούντος και του Πασχαλίδη, Δ.:

1.  Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Εφετείου οτιδήποτε που να στηρίζει τις εισηγήσεις του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην προσέγγισή του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

[*1994]2.    Το μόνο λάθος του Δικαστηρίου ήταν ότι επέτρεψε να αναφέρει ο αστυνομικός την άποψή του για το πως έγινε η σύγκρουση και το ποιος ευθύνετο για αυτή. Αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Τα Δικαστήρια οφείλουν, ασκώντας το καθήκον τους, να απαγορεύουν ερωτήσεις προς αστυνομικούς εξεταστές όσον αφορά τέτοια θέματα, έστω και αν οι συνήγοροι δεν αντιλαμβάνονται ότι εκφεύγουν των ορίων, και όχι απαθώς να τις επιτρέπουν να υποβάλλονται και να απαντώνται.

3.  Η οδήγηση του εφεσείοντος δεν ήταν μόνο αμελής αλλά και επικίνδυνη. Αυτός είχε βασική υποχρέωση να οδηγά με τέτοια ταχύτητα ώστε να μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σταματήσει αν αυτό ήταν αναγκαίο ως εκ της παρουσίας άλλων μπροστά του. Εδώ ο εφεσείων όχι μόνο δεν εκτέλεσε αυτή του την υποχρέωση αλλά ούτε ελάττωσε ταχύτητα ούτε χρησιμοποίησε φρένα, παρά, συνέχισε την πορεία του, επιχειρώντας να προσπεράσει τον εφεσίβλητο από δεξιά, χωρίς όμως τελικά να το κατορθώσει παρά το γεγονός ότι ο δρόμος απέναντι ήταν καθαρός.

Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1.  Η ύπαρξη της συνεχούς άσπρης γραμμής επί του ασφαλτοστρώματος ήταν κοινώς αποδεκτή από τους διαδίκους, έκαστος των οποίων την επικαλέστηκε για να αποδώσει στον έτερο συντρέχουσα, τουλάχιστον, αμέλεια. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου στην ένορκη κατάθεσή του πρωτοδίκως κατά την αντεξέταση ότι δεν είχε δει τέτοια άσπρη διαχωριστική γραμμή διότι ο δρόμος ήταν φθαρμένος, κανένας δε δεν μπορούσε να δει οποιαδήποτε σήματα επί του εδάφους που δεν υπήρχαν εν πάση περιπτώσει, ερχόταν σε κάθετη αντίθεση με την ίδια τη δικογραφημένη του θέση. Λανθασμένα επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα το οποίο εμφανώς ήταν καταλυτικό στη σκέψη του εφόσον, όπως το ίδιο διαπίστωσε, εάν υπήρχε ευκρινής άσπρη συνεχόμενη γραμμή, ο μεν εφεσίβλητος θα διέπραττε σφάλμα και θα ήταν αμελής επιχειρώντας να τη διασταυρώσει, ενώ ο εφεσείων, εάν ο εφεσίβλητος δεν παρανομούσε κατά τον ως άνω τρόπο, θα μπορούσε να τον προσπεράσει με ασφάλεια από τη δεξιά πλευρά ασχέτως της δικής του ταχύτητας.

2.  Η ύπαρξη διαχωριστικής γραμμής, υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης και από το σχέδιο που ετοίμασε και κατατέθηκε ως Τεκμ.1.

3.  Η μη απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας στη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, η οποία περιείχε και την παραδεκτή και από [*1995]τους δύο οδηγούς στη δικογραφία τους, θέση περί της ύπαρξης άσπρης διαχωριστικής γραμμής, ενώ βέβαια δεκτό ήταν και ότι η σύγκρουση έγινε στη αρχή της δεξιάς λωρίδας του δρόμου, ήταν λανθασμένη.

4.  Πλημμελές είναι και το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων με συνακόλουθη την επιτυχή κατάληξη του αντίστοιχου λόγου έφεσης υπ’ αρ. 3. Δεν δόθηκε απολύτως καμιά μαρτυρία πρωτοδίκως ως προς την ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο θεώρησε απλώς τη θέση του εφεσίβλητου ως προς τούτο, ως δεκτή στα ευρύτερα πλαίσια της αξιόπιστης, κατά την πρωτόδικη κρίση, μαρτυρίας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα όμως μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα ως προς την ταχύτητα και παρερμήνευσε πλήρως το λόγο των τριών αποφάσεων που μνημονεύει στην απόφασή του.

5.  Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, δεν είναι δυνατό στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα να εξάγεται συμπέρασμα αναφορικά με την ταχύτητα οχήματος.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς λανθασμένα προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα. Στήριξε τη θέση του περί ταχύτητας στη δική του αντίληψη πραγμάτων, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, δεχόμενο τη θέση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα.

7.  Η ταχύτητα οχήματος δεν μπορεί να εξαχθεί ή να υποτεθεί από μόνη τη βιαιότητα της σύγκρουσης. Έτσι και εδώ, η ταχύτητα του εφεσείοντος δεν δύναται να υποτεθεί απλώς ή να θεωρηθεί  ως μεγάλη με μόνη την πλαγιολίσθηση.

8.  Το επίδικο τροχαίο οφείλετο στην αμέλεια και των δύο οδηγών. Η ευθύνη του εφεσείοντος επιμερίζεται σε ποσοστό 70% και η ευθύνη του εφεσίβλητου σε ποσοστό 30%.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κρασισμένου v. Σωφρονίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1152,

[*1996]Πότση v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120,

Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175,

Χαραλάμπους v. Χατζηπαναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1148,

Χαραλάμπους v. Ξυδά (2007) 1 Α.Α.Δ. 792,

Karaolis v. Charalambous (1976) 1 C.L.R. 310,

Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tαλαρίδου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 7213/2004), ημερ. 28/1/2008.

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαριάδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας είναι των Δικαστών Χατζηχαμπή και Πασχαλίδη. Ο Δικαστής Ναθαναήλ, διαφωνών, θα δώσει τη δική του απόφαση.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με μόνο μη συμφωνημένο θέμα εκείνο της ευθύνης, η απαίτηση του Εφεσίβλητου κατά του Εφεσείοντα εκδικάσθηκε στη βάση των εκατέρωθεν εκδοχών ως προς το οδικό δυστύχημα που προκάλεσε τις ζημιές του, όπως και εκείνες του Εφεσείοντα τις οποίες αξίωσε με ανταπαίτηση.

Η εκδοχή του Εφεσίβλητου ήταν ότι, έχοντας σταθμεύσει το αυτοκίνητό του στην αριστερή πλευρά του δρόμου για να πάει σε ένα κατάστημα, όταν τέλειωσε από εκεί στη συνέχεια το οδήγησε στο κέντρο του δρόμου για να στρίψει δεξιά σε χώρο στάθμευσης 200 μέτρα πιο μπροστά, γνωστοποιώντας την πρόθεση του με το δεί[*1997]κτη πορείας. Σταμάτησε όμως στο κέντρο του δρόμου για να ελέγξει την κίνηση και, διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε κίνηση από την αντίθετη κατεύθυνση αλλά ούτε και από πίσω, άρχισε να στρίβει.  Ελέγχοντας τότε ξανά μέσα από τον καθρέπτη την κίνηση από πίσω, όπου υπήρχε καμπή του δρόμου, είδε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα, οπότε σταμάτησε. Το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα όμως συγκρούστηκε με το δικό του.

Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν πολύ διαφορετική. Ισχυρίσθηκε ότι ο Εφεσίβλητος, κινούμενος λοξώς από την άκρη του δρόμου όπου ήταν σταθμευμένος προς το κέντρο του δρόμου, του απέκοψε την πορεία και ο ίδιος, παρά το ότι προσπάθησε να τον αποφύγει από δεξιά, συγκρούστηκε μαζί του.

Να σημειωθεί ότι, στη συνέχεια της σύγκρουσης, το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, αφήνοντας περί τα 20 μέτρα ίχνη πλαγιολίσθησης, κατέληξε εκτός δρόμου στα δεξιά μέσα στο χώρο στάθμευσης όπου συγκρούσθηκε με άλλο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο εκεί. Να σημειωθεί επίσης ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν κοντά στο κέντρο του δρόμου προς τα δεξιά, τα δε σημεία επαφής των αυτοκινήτων είναι η μπροστινή δεξιά πλευρά του Εφεσίβλητου και η μπροστινή αριστερή πλευρά του Εφεσείοντα.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής προτίμησε την εκδοχή του Εφεσίβλητου από εκείνη του Εφεσείοντα, κρίνοντας τον Εφεσίβλητο αξιόπιστο και τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο, δίδοντας τους λόγους της. Αναξιόπιστο έκρινε και τον αστυνομικό εξεταστή της σκηνής. Η εκτίμησή της, και ως θέμα κοινής λογικής, ήταν ότι ο Εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, όπως προέκυπτε από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και την ακόλουθη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του και, μη ελέγχοντας δεόντως την οδήγηση του και αντί να σταματήσει, επιχείρησε να προσπεράσει τον Εφεσίβλητο ενώ αυτός είχε ήδη σταματήσει και δείξει την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά. Πολύς λόγος είχε γίνει για την ύπαρξη συνεχούς άσπρης γραμμής στο δρόμο για να καταδειχθεί ότι ο Εφεσίβλητος δεν έπρεπε να είχε επιχειρήσει στροφή στα δεξιά διασχίζοντάς την. Η ευπαίδευτη Δικαστής όμως δεν απέδωσε σημασία στο θέμα αυτό αφού η κατάληξη της ήταν ότι η όποια τέτοια γραμμή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, δεν ήταν ευκρινής, ώστε να μην υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου να επιχειρήσει να στρίψει δεξιά. Απεφάσισε λοιπόν ότι η ευθύνη εβάρυνε εξ ολοκλήρου τον Εφεσείοντα, επεδικάζοντας στον Εφεσίβλητο το σύνολο των ζημιών του όπως είχαν συμφωνηθεί και απορρίπτοντας την ανταπαίτηση του Εφεσείοντα.

[*1998]Το βάρος των λόγων έφεσης είναι στις εισηγήσεις για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υπεδείξαμε κατά την ακρόαση το περιορισμένο της δυνατότητας του Εφετείου να παρέμβει ως προς τούτο, και ασφαλώς δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την καθιερωμένη αρχή. Να περιορισθούμε να πούμε ότι δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας οτιδήποτε που να στηρίζει τις εισηγήσεις του Εφεσίβλητου ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην προσέγγιση του ως προς την αξιολόγηση. Τόσο η αιτιολόγηση της προτίμησης του όσο και το εύλογο των συμπερασμάτων του δικαιολογούσαν πλήρως την κατάληξή του. Να σημειώσουμε μόνο, έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία, ότι δεν ήταν ορθή αλλά μάλλον παραπλανητική η θέση του Εφεσείοντα κατά την ακρόαση ότι ο Εφεσίβλητος δεν ανέφερε ότι είχε ελέγξει το δρόμο πίσω του πριν αρχίσει να στρίβει. Ότι το έκανε αυτό το είπε ρητά στη σ. 16 των πρακτικών κατά την αντεξέτασή του. Όσο για τη μαρτυρία του αστυνομικού, δεν εκπλήττει καθόλου, έχοντας υπ’ όψη τις αναφορές του Δικαστηρίου και έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία του, που το Δικαστήριο εσχημάτισε την εντύπωση αναξιόπιστου και μεροληπτικού μάρτυρα και απέρριψε τη μαρτυρία του. Το μόνο λάθος του Δικαστηρίου ήταν ότι επέτρεψε να αναφέρει ο αστυνομικός την άποψή του για το πώς έγινε η σύγκρουση και το ποιος ευθύνετο για αυτή. Αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Τα Δικαστήρια οφείλουν, ασκώντας το καθήκον τους, να απαγορεύουν ερωτήσεις προς αστυνομικούς εξεταστές όσον αφορά τέτοια θέματα, έστω και αν οι συνήγοροι δεν αντιλαμβάνονται ότι εκφεύγουν των ορίων, και όχι απαθώς να τις επιτρέπουν να υποβάλλονται και να απαντώνται. Ούτε, όπως λέγει ο Εφεσείων, μετέτρεψε το Δικαστήριο τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα επί της ταχύτητας. Εδώ δεν χρειαζόταν περισσή κοινή λογική, και το Δικαστήριο ενήργησε στη βάση της κοινής λογικής, για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος ότι ο Εφεσείων οδηγούσε με τέτοια υπερβολική ταχύτητα (για να μην επεκταθούμε στην επάρκεια του ελέγχου του δρόμου) ώστε να μην μπορέσει να σταματήσει εγκαίρως το αυτοκίνητό του όταν είδε το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου σταματημένο ή να σταματά διαγωνίως στο κέντρο του δρόμου χωρίς να ολοκληρώνει τη στροφή. Πέραν της αναφοράς του Εφεσίβλητου, όλα τα στοιχεία αυτό έδειχναν, αφού το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα πλαγιολίσθησε 20 μέτρα, εξετράπη του δρόμου και συγκρούσθηκε με άλλο αυτοκίνητο εκτός του δρόμου. Όχι απλώς αμελής αλλά επικίνδυνη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η οδήγηση αυτή. Βασική υποχρέωση του Εφεσείοντα ήταν να οδηγά με τέτοια ταχύτητα ώστε να μπορούσε να σταματήσει αν αυτό ήταν αναγκαίο ως εκ της παρουσίας άλλων μπροστά του. Εδώ ο Εφεσείων όχι μόνο δεν έκανε τούτο αλλά ούτε ταχύτητα δεν ελάττωσε ούτε φρένα δεν χρησιμοποίησε παρά, συνεχίζοντας την πορεία του, επιχείρησε να προσπεράσει τον Εφεσίβλητο από δεξιά και, παρά το [*1999]ότι ο δρόμος απέναντι ήταν καθαρός, ούτε τούτο δεν κατόρθωσε.

Υποστηρίχθηκε εντόνως από τον Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε τη μαρτυρία ως προς την ύπαρξη της συνεχούς άσπρης γραμμής που απαγόρευε στον Εφεσίβλητο να στρίψει δεξιά. Εφ’ όσον όμως δεν ανατρέπεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία, το Δικαστήριο ορθώς ενήργησε επί της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου ότι η εν λόγω γραμμή δεν ήταν επαρκώς ευκρινής για να εγίνετο δεόντως αντιληπτή ως έχουσα την έννοια που της αποδίδεται. Περαιτέρω όμως, επαναλαμβάνουμε την απορία που είχαμε κατά την ακρόαση ως προς το ποία η σημασία της εν λόγω γραμμής σε σχέση με την ευθύνη. Εφ’ όσον είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του Εφεσίβλητου ως προς την κίνηση του στο δρόμο (οδήγηση προς το κέντρο του δρόμου καλύπτοντας απόσταση 200 μέτρων, στάση εκεί και έλεγχος του δρόμου μπροστά και πίσω, επιχείρηση στροφής, επανέλεγχος του δρόμου, και πάλι στάση), το ότι επιχείρησε να στρίψει δεξιά ήταν άσχετο, ως προς το θέμα της ευθύνης, προς την ύπαρξη ή όχι τέτοιας γραμμής. Ο Εφεσείων, εφ’ όσον ακολουθούσε, όφειλε να οδηγά με τέτοια ταχύτητα ώστε να μπορούσε να σταματήσει έγκαιρα σε περίπτωση που αυτό θα ήταν αναγκαίο αν προπορευόμενο αυτοκίνητο σταματούσε, και αυτό απότυχε να κάνει. Οι ενέργειες του Εφεσίβλητου ουδόλως συνέβαλαν στην πρόκληση της σύγκρουσης. Ορθώς λοιπόν και η ευπαίδευτη Δικαστής δεν κατελόγισε ουδεμία ευθύνη στον Εφεσίβλητο.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. στον Εφεσίβλητο.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Διατηρώ αντίθετη άποψη από αυτή της πλειοψηφίας και με όλο το σεβασμό προς αυτήν, προχωρώ να διατυπώσω τη δική μου αντίληψη επί των γεγονότων και τη νομική επ’ αυτών θέση.

Τα δεδομένα αναφορικά με τον τρόπο που επεσυνέβη το τροχαίο ατύχημα καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας έτσι που να καθίσταται αχρείαστη η επανάληψη τους, εκτός στο βαθμό που η παράθεση ορισμένων αναγκαίων λεπτομερειών καθίσταται απαραίτητη για την εξαγωγή των δικών μου συμπερασμάτων. Η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αποδίδοντας το σύνολο της ευθύνης στον εφεσείοντα για την πρόκληση του αυτοκινητικού ατυχήματος, διέρχεται μέσα από λανθασμένη, κατά την κρίση μου, αξιολόγηση της μαρτυρίας και των πραγματικών ή άλλων αναντίλεκτων γεγονότων που ήταν ενώπιον του. Αποτελεί κατ’ αρχάς εύρημα του Δικαστηρίου στη σελ. 7 του σκεπτικού του, ότι «η άσπρη [*2000]συνεχόμενη γραμμή που διαχώριζε το δρόμο δεν φαινόταν ευκρινώς με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί ο ενάγοντας ότι απαγορευόταν να στρίψει δεξιά σε εκείνο το σημείο.». Περαιτέρω στη σελ. 8, καταγράφει με αναφορά στην, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, άμεμπτη οδήγηση του ενάγοντα ότι:

«Είναι γεγονός ότι εάν δεν παρανομούσε με το να περάσει την άσπρη συνεχόμενη γραμμή ο εναγόμενος θα μπορούσε να προσπεράσει με ασφάλεια από τα δεξιά όποια και εάν ήταν η ταχύτητα του. Όμως ο ενάγοντας ανέφερε ότι δεν αντιλήφθηκε να υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή στο σημείο όπου επιχειρούσε να στρίψει δεξιά. Ανέφερε ότι μέχρι και σήμερα η άσπρη γραμμή, εάν υπάρχει, εξακολουθεί να είναι φθαρμένη και μη ορατή για τον οδηγό. Η πλευρά της υπεράσπισης δεν παρουσίασε αξιόπιστη μαρτυρία για να αποδείξει ότι η άσπρη συνεχής γραμμή φαινόταν ευκρινώς στο σημείο του δρόμου όπου ο ενάγοντας επιχειρούσε να στρίψει δεξιά.».

Η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ελέγχεται ως παντελώς λανθασμένη, εφόσον η ίδια η δικογραφημένη θέση του ενάγοντα-εφεσίβλητου ήταν ότι ο εναγόμενος-εφεσείων ήταν αμελής είτε αποκλειστικά, είτε λόγω συντρέχουσας αμέλειας, μεταξύ άλλων, διότι «παραβίασε σήμα τροχαίας, ήτοι, άσπρη συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή.». Αυτή ήταν η ρητή θέση του ίδιου του εφεσίβλητου στην παρ. 4(ιδ) του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, όπου καταγράφησαν οι λεπτομέρειες αμέλειας και ή παράβασης των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του εναγομένου-εφεσείοντα. Αλλά και περαιτέρω δεν τίθετο καν θέμα αμφισβήτησης της ύπαρξης άσπρης συνεχόμενης γραμμής που διαχώριζε στην ουσία το δρόμο, εφόσον και ο ίδιος ο εφεσείων στη δική του υπεράσπιση και ανταπαίτηση καταλόγισε αμέλεια και/ή παράβαση του νόμου και των κανονισμών στον εφεσίβλητο λόγω ακριβώς της παραβίασης σήματος τροχαίας, δηλαδή, της άσπρης συνεχόμενης γραμμής επιχειρώντας έτσι λανθασμένα, όπως αναφέρεται στην παρ. 5(στ) «...... να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο και να σταθμεύσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου.».

Η άσπρη συνεχόμενη γραμμή επί του ασφαλτοστρώματος ήταν λοιπόν κοινώς αποδεκτή από τους διαδίκους, έκαστος των οποίων την επικαλέστηκε για να αποδώσει στον έτερο συντρέχουσα, τουλάχιστον, αμέλεια. Με βάση τα πιο πάνω, η μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου στην ένορκη του κατάθεση πρωτοδίκως κατά την αντεξέταση στις σελ. 12-13 των πρακτικών ότι δεν είχε δει τέτοια άσπρη διαχωριστική γραμμή διότι ο δρόμος ήταν φθαρμένος, [*2001]κανένας δε δεν μπορούσε να δει οποιαδήποτε σήματα επί του εδάφους που δεν υπήρχαν εν πάση περιπτώσει, ερχόταν σε κάθετη αντίθεση με την ίδια τη δικογραφημένη του θέση. Λανθασμένα επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως προηγουμένως αναφέρθηκε, εύρημα το οποίο εμφανώς ήταν καταλυτικό στη σκέψη του εφόσον, όπως το ίδιο διαπίστωσε, εάν υπήρχε ευκρινής άσπρη συνεχόμενη γραμμή, ο μεν εφεσίβλητος θα διέπραττε σφάλμα και θα ήταν αμελής επιχειρώντας να τη διασταυρώσει, ενώ ο εφεσείων, εάν ο εφεσίβλητος δεν παρανομούσε κατά τον ως άνω τρόπο, θα μπορούσε να τον προσπεράσει με ασφάλεια από τη δεξιά πλευρά ασχέτως της δικής του ταχύτητας.

Αλλά και περαιτέρω, η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης αστυφύλακα αρ. 2313, Νεόφυτου Προκοπίου, Μ.Ε. 2, την οποία μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσίβλητος κάλεσε, σαφώς αναφέρθηκε στη σελ. 30 των πρακτικών κατά την αντεξέταση του, ότι στην οδό Πάφου στην Ερήμη, όπου συνέβη το ατύχημα, υπήρχε διαχωριστική γραμμή απαγορευτική της διάβασης της, η δε γραμμή αυτή υπήρχε και δεν είχε ξεθωριάσει ή σβηστεί. Το δε σχέδιο που ετοίμασε και κατατέθηκε ως Τεκμ. 1, σαφώς δείχνει την ύπαρξη διαχωριστικής γραμμής.  Να σημειωθεί ότι το σχέδιο αυτό κατατέθηκε από κοινού κατά την έναρξη της ακρόασης (σελ. 3 των πρακτικών), και χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσίβλητο κατά την προώθηση της υπόθεσης του ως ενάγοντα πρωτοδίκως. Παρά τη σαφή θέση του αστυφύλακα κατά την αντεξέταση ότι υπήρχε διαχωριστική γραμμή, ουδεμία επανεξέταση επί του σημείου αυτού έγινε και πολύ ορθά βέβαια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του αστυφύλακα διότι, ως εξήγησε, «.... δεν μου έκανε καλή εντύπωση και θεωρώ ότι μεροληπτούσε υπέρ του εναγόμενου.». Η θέση αυτή του Δικαστηρίου συνδέθηκε με το γεγονός ότι είχε κληθεί από την πλευρά του εφεσίβλητου να καταθέσει, αλλά αρχικώς δεν παρουσιάστηκε με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, όταν δε κατέθεσε στο Δικαστήριο δεν είχε το φάκελο της υπόθεσης μαζί του. Ως θέμα λογικής, όμως, το αληθές ή μη της μαρτυρίας του δεν ήταν δυνατό να συναρτάται προς τα ανωτέρω. Η δε επίκριση ότι μεροληπτούσε υπέρ του εφεσείοντος, δεν εξάγεται από την ανάγνωση της ένορκης μαρτυρίας του. Κατέγραψε το Δικαστήριο ότι:

«..... κατά την κυρίως εξέταση δεν ήταν βέβαιος να απαντήσει τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν διότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τα γεγονότα εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε ξεχάσει να φέρει μαζί του τον φάκελο. Ξαφνικά στο στάδιο της αντεξέτασης και με επιλεκτικό τρόπο θυμήθηκε συγκεκριμένες λεπτομέ[*2002]ρειες για τα αίτια πρόκλησης του δυστυχήματος.»

Η μομφή αυτή δεν έχει έρεισμα. Η κυρίως εξέταση ήταν ιδιαιτέρως σύντομη, δεν αφέθηκε δε από το ίδιο το Δικαστήριο να εξηγήσει ο μάρτυρας το ετοιμασθέν υπό αυτού σχεδιάγραμμα, που ήταν το συμμετρικό σχέδιο που μετέφερε από το πρόχειρο, που έκαμε στη σκηνή. Το μόνο που ανέφερε ο μάρτυρας κατά την κύρια εξέταση του ότι δεν θυμόταν, και αυτό εν μέρει, ήταν ως προς το αν συμφώνησαν και οι δύο οδηγοί αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, αλλά ακόμη και σ’ αυτό απάντησε ότι ήταν σίγουρος ότι είχε συμφωνήσει ο εφεσείων. Ουδόλως εξάγεται το αφοριστικό συμπέρασμα πρωτοδίκως ότι δεν θυμόταν γεγονότα διότι δεν είχε μαζί του το φάκελο. Όσο για την αντεξέταση, δεν διαπιστώνεται ότι ο αστυφύλακας μεροληπτικά κατέθετε υπέρ του εφεσείοντος. Αντιθέτως σ’ αυτό το στάδιο ήταν που είπε ότι δεν θυμόταν σε ερωτήσεις που ήταν μάλλον βοηθητικές προς τον εφεσείοντα, δηλαδή, ως προς την υγεία του στη σκηνή του τροχαίου και ποια ήταν η κατάληξη της ποινικής υπόθεσης που ηγέρθηκε εναντίον του εφεσίβλητου για αμελή οδήγηση, ούτε θυμόταν αν το όχημα του τελευταίου είχε «αναμμένο το φλάς». Εν πάση περιπτώσει ήταν λανθασμένη η μη απόδοση οποιασδήποτε βαρύτητας στη μαρτυρία του αστυφύλακα, η οποία περιείχε και την παραδεκτή και από τους δύο οδηγούς στη δικογραφία τους, θέση περί της ύπαρξης άσπρης διαχωριστικής γραμμής, ενώ βέβαια δεκτό ήταν και ότι η σύγκρουση έγινε στη αρχή της δεξιάς λωρίδας του δρόμου.

Τα πιο πάνω επομένως δικαιολογούν πλήρως τους λόγους έφεσης 2 και 4, αναφορικά με το πλημμελές της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου περί μη ύπαρξης ή μη ευκρινούς αποτύπωσης διαχωριστικής άσπρης γραμμής, και την απόρριψη της θέσης του αστυφύλακα, ο οποίος ήταν στην ουσία ανεξάρτητος μάρτυρας που κλήθηκε να διερευνήσει τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος.

Πλημμελές είναι όμως και το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων με συνακόλουθη την επιτυχή κατάληξη του αντίστοιχου λόγου έφεσης υπ’  αρ. 3. Δεν δόθηκε απολύτως καμιά μαρτυρία πρωτοδίκως ως προς την ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο θεώρησε απλώς τη θέση του εφεσίβλητου ως προς τούτο, ως δεκτή στα ευρύτερα πλαίσια της αξιόπιστης, κατά την πρωτόδικη κρίση, μαρτυρίας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα όμως μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα ως προς την ταχύτητα.  Το έπραξε αυτό ενόψει της πλαγιολίσθησης του οχήματος του εφεσείοντος μετά τη σύγκρουση και της μετέπειτα σύγκρουσης του με έτερο όχημα σε από[*2003]σταση αρκετών μέτρων. Παρερμήνευσε δε προς τούτο πλήρως το λόγο των τριών αποφάσεων που μνημονεύει   στη σελ. 4 της απόφασής του, τις Κρασισμένου v. Σωφρονίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1152, Πότση v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252 και Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120.  Οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν τίποτε να κάνουν με την ανεύρεση της ταχύτητας ενός οχήματος αμέσως πριν ή αμέσως μετά από σύγκρουση, ούτε και διαφοροποίησαν ή αλλοίωσαν με οποιοδήποτε τρόπο την αρχή που δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα στην απουσία ειδικής προς τούτο μαρτυρίας. Αντίθετα την επιβεβαίωσαν. Η Κρασισμένου v. Σωφρονίου, αφορούσε τον επιμερισμό ευθύνης σε σχέση με σύγκρουση δύο οχημάτων όταν το ένα επιχείρησε στροφή προς δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του εξ αντιθέτου διερχομένου οχήματος, κατά τη διέλευση του από φώτα τροχαίας. Υποδείχθηκε, απορρίπτοντας την έφεση, ότι το Δικαστήριο στην αξιολόγηση του προέβηκε σε συλλογισμούς που ήταν μόνο η απόρροια των διαθέσιμων στοιχείων υπό το φως της κοινής λογικής και απέβλεπαν στην εξήγηση μιας πραγματικότητας στη βάση των ευρημάτων στα οποία είχε ήδη καταλήξει. Δεν τέθηκε εκεί ζήτημα ταχύτητας. Οι αποστάσεις επί του σχεδίου και οι εξηγήσεις που δόθηκαν διέψευδαν την εκδοχή της εφεσείουσας ότι ήταν πολύ μακριά ο εφεσίβλητος, αλλά αντίθετα ήταν  εκείνη που επιχείρησε να στρίψει, ενώ ο άλλος οδηγός ήταν ήδη πολύ κοντά.

Όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις, η Πότση αφορούσε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα με θύμα ανήλικη πεζή ηλικίας 8 ετών όταν κτυπήθηκε σε διάβαση πεζών, όπου πέραν του ασύνδετου της υπόθεσης με τα υπό κρίση γεγονότα, το Εφετείο ανέφερε στη σελ. 263, προς επιβεβαίωση του κανόνα, ότι δεν θα ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα ελλείψει μαρτυρίας ως προς το πώς θα μπορούσε να είχε επισυμβεί το ατύχημα, ενώ η πραγματική μαρτυρία δυνατόν να αποτελέσει οδηγό για την αξιοπιστία των μαρτύρων, όταν είναι αφ’ εαυτής αποκαλυπτική των γεγονότων και συνθηκών του ατυχήματος. Στη δε Νεοφύτου είχε δοθεί εμπειρογνώμονη μαρτυρία ως προς την ενδεχόμενη ταχύτητα και των δύο οχημάτων. Ήταν σ’ αυτά τα πλαίσια που το Εφετείο διατράνωσε τη γενικότερη αρχή (που όμως δεν είχε καμιά συνάρτηση με τον προσδιορισμό ταχύτητας), ότι:

«...... θέματα έχοντα σχέση με οδική συμπεριφορά, με προβλήματα της οδήγησης, με τις δυνατότητες και τις ενδεχόμενες αντιδράσεις οδηγών, αντικρύζονται με βάση τη γενική αντίληψη του δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής. Δεν χρειάζεται, σε σχέση με τέτοια θέματα, οποι[*2004]αδήποτε εμπειρογνωμοσύνη εκτός βέβαια όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή.».

Τα πιο πάνω λέχθηκαν για να απαντηθεί ισχυρισμός ότι ο εκεί εφεσείων είχε αντιληφθεί λανθασμένα τα φανάρια του εξ αντιθέτου διερχομένου οχήματος από απόσταση 100 μέτρων, ως αποκαλυπτικό οδήγησης του άλλου οχήματος εντός της δικής του λωρίδας πορείας.

Καμιά σχέση δεν είχαν λοιπόν τα αναφερθέντα αποσπάσματα από το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη θέση του ότι μπορούσε να καταλήξει το ίδιο στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κινείτο με μεγάλη ταχύτητα, ενεργώντας έτσι ουσιαστικά το ίδιο ως εμπειρογνώμονας, στην απουσία οποιασδήποτε σχετικής μαρτυρίας. Τη στιγμή μάλιστα που ο εφεσείων στην ένορκη του μαρτυρία κατέθεσε ότι κινείτο με 50 χλμ. ανά ώρα (σελ. 42 των πρακτικών), και επ’ αυτού ουδεμία αντεξέταση έγινε και ποσώς δεν αμφισβητήθηκε η θέση αυτή. Έχει κατ’ επανάληψη κριθεί από τη νομολογία ότι δεν είναι δυνατό στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα να εξάγεται συμπέρασμα αναφορικά με την ταχύτητα οχήματος (δέστε Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175 και Χαραλάμπους v. Χατζηπαναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1148).

Εντελώς λανθασμένα επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα.  Ενήργησε έξω από τα ορθά νομολογιακά πλαίσια και αντίθετα με τη μαρτυρία. Βάσισε τη θέση του περί ταχύτητας στη δική του αντίληψη πραγμάτων, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, δεχόμενο τη θέση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, (δέστε συναφώς και τη Χαραλάμπους v. Ξυδά (2007) 1 Α.Α.Δ. 792), ενώ όπως υποδείχθηκε ανωτέρω, ο εφεσείων είχε δώσει και μαρτυρία περί ανυπαρξίας άσπρης συνεχόμενης γραμμής σε πλήρη αντίθεση με τη δική του δικογραφημένη θέση, η οποία συνέπιπτε και μ’ αυτήν του αντιδίκου του, ενώ ακόμη και η συνήγορος του στη γραπτή της αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δέχθηκε στη σελ. 3 (σελ. 52 των πρακτικών), ότι υπήρχε αμέλεια από πλευράς του εφεσίβλητου στο «.... ότι εισήλθε στη δεξιά λωρίδα του δρόμου παραβιάζοντας εκεί την άσπρη συνεχόμενη γραμμή που βρισκόταν στο δρόμο.». Η παραβίαση της άσπρης συνεχόμενης γραμμής αποτελεί παράβαση εκ του νόμου καθήκοντος και συνιστά αμέλεια. (Karaolis v. Charalambous (1976) 1 C.L.R. 310 και Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811).

[*2005]Κρίνω, λοιπόν, ότι ο κ. Σαουρής ορθά εισηγείται στους λόγους έφεσης 1 και 3, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε σε αντίθεση και κατά πλάνη ως προς τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, στην απουσία δε σχετικής μαρτυρίας περί της πλαγιολίσθησης του οχήματος του εφεσείοντα ως συμβατής μόνο με μεγάλη ταχύτητα εκ μέρους του, στην απουσία μάλιστα μαρτυρίας για τα μέτρα της πλαγιολίσθησης, αφού δεν εξηγήθηκε ούτε το σχεδιάγραμμα της σκηνής, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν αντινομική. Έχει αποφασιστεί στη Χαραλάμπους v. Χατζηπαναγιώτου, ανωτέρω, ότι η ταχύτητα οχήματος δεν μπορεί να εξαχθεί ή να υποτεθεί από μόνη τη βιαιότητα της σύγκρουσης. Έτσι και εδώ, η ταχύτητα του εφεσείοντα δεν δύναται να υποτεθεί απλώς ή να θεωρηθεί  ως μεγάλη με μόνη την πλαγιολίσθηση.

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος είχε αντιληφθεί την κίνηση του εφεσείοντα προσπαθώντας να διασταυρώσει λανθασμένα την άσπρη συνεχόμενη γραμμή και σταμάτησε (σελ. 13 και 16 των πρακτικών). Η δική του παράβαση ήταν συντελεστική στην πρόκληση του ατυχήματος.

Με όλα τα πιο πάνω, είναι η δική μου κρίση ότι το επίδικο τροχαίο επισυνέβη λόγω λανθάνουσας οδικής συμπεριφοράς και από τους δύο διαδίκους. Ο καταμερισμός ευθύνης συναρτάται ως προς την αιτιώδη συνάφεια και τη γενεσιουργό πράξη των αντίστοιχων οδηγών. Εδώ και οι δύο οδηγοί είχαν επιδείξει αμέλεια. Ο εφεσείων ήταν αμελής διότι εξερχόμενος από τη στροφή, παρέλειψε να ενεργήσει έγκαιρα ώστε να σταματήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα, αλλά λανθασμένα, να προσπεράσει τον εφεσείοντα από τη δεξιά του πλευρά επιχειρώντας να αποφύγει με τον τρόπο αυτό το άλλο όχημα. Ο εφεσίβλητος είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά σε ανοικτό χωράφι που είχε χώρο για να κάμει επαναστροφή και να γυρίσει σπίτι του αναγνωρίζοντας στην ουσία, μέσω της δικηγόρου του, ότι η διάβαση της άσπρης συνεχόμενης γραμμής συνιστούσε αμέλεια. Ο καταμερισμός της ευθύνης κρίνεται ότι πρέπει να βαρύνει τον εφεσείοντα κατά 70% και τον εφεσίβλητο κατά 30%.

Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση κατά το ανωτέρω ποσοστό    ευθύνης.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.A., υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο