Κυριάκου Ανδρέας Π. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 2006

(2010) 1 ΑΑΔ 2006

[*2006]21 Δεκεμβρίου, 2010

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 1,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 36/2008)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Έκδοση απόφασης εναντίον πρωτοφειλέτη, λόγω παράλειψης εμφάνισης ― Απόρριψη αίτησης για παραμερισμό της απόφασης με άδεια υπεράσπισης λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης και της απουσίας ύπαρξης υπεράσπισης ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Πολιτική Δικονομία ― Κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο ― Υποκατάστατη επίδοσή του ― Κατά πόσο συνιστούσε την ορθή διαδικασία στην παρούσα υπόθεση.

Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής της εφεσίβλητης τράπεζας εναντίον του εναγόμενου 1 – εφεσείοντος (στο εξής ο εφεσείων), για οφειλές του δυνάμει συμφωνιών δανείου 21.6.1999 και 8.10.2001, εναντίον της εναγόμενης 2 συζύγου του ως εγγυήτριας επί του πρώτου δανείου και εναντίον του εναγόμενου 3 υιού, του ως ενυπόθηκου εγγυητή του για τα δάνεια, επιδόθηκε στον εφεσείοντα την 4.8.2006 με υποκατάστατη επίδοση στον υιό του στην Κύπρο. Η σχετική αίτηση της εφεσίβλητης υπεβλήθη μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια επίδοσης της αγωγής στη δηλωθείσα από τον εφεσείοντα διεύθυνσή του. Στις 2.10.2006 η εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση ερήμην εναντίον όλων ελλείψει εμφανίσεως. Στις 3.10.2007 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και της εκδοθείσας απόφασης και αν αυτό δεν επετύγχανε, για παραμερισμό της απόφασης με άδεια υπεράσπισης. Ο εφεσείων, στην αίτησή του για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου, υποστήριξε ότι από τον Ιανουάριο του 2001 έπαυσε να είναι κάτοικος Κύπρου [*2007]και κατοικούσε μόνιμα στην Ρουμανία όπου και εργαζόταν, και το γεγονός αυτό ήταν εν γνώσει της εφεσίβλητης. Εφόσον λοιπόν το κλητήριο ένταλμα εκδόθηκε για επίδοση εντός της δικαιοδοσίας, αναφέροντας ως διεύθυνσή του τη διεύθυνσή του στην Κύπρο, αυτό δεν μπορούσε στη συνέχεια να του επιδίδετο με υποκατάστατη επίδοση παρά μόνο προσωπικά στην Κύπρο, άλλως η εφεσίβλητη θα έπρεπε να ακολουθήσει τη διαδικασία της Δ.6 για επίδοση ή ειδοποίηση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι τα τεκμήρια που ο εφεσείων είχε επισυνάψει στην ένορκη δήλωσή του δεν αποδείκνυαν τον ισχυρισμό του ότι αυτός ήταν στη Ρουμανία όταν κατεχωρήθη η αγωγή. Επίσης, ούτε και η εφεσίβλητη γνώριζε, κατά την καταχώρηση της αγωγής, ότι ο εφεσείων ήταν εκτός Κύπρου, πληροφορηθείσα μόνο από τον επιδότη, όταν η επίδοση στην εν λόγω διεύθυνση στην Κύπρο δεν κατέστη δυνατή, ότι ο υιός του εφεσείοντος είχε πει του επιδότη ότι ο εφεσείων είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης, με αναφορά στη νομολογία, ότι, ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος είναι εκτός δικαιοδοσίας, η αγωγή μπορεί να επιδοθεί σε αυτόν εντός δικαιοδοσίας όταν υπάρχει και άλλος εναγόμενος εντός δικαιοδοσίας, όπως εδώ που ο εναγόμενος 3 υιός του εφεσείοντος ήταν δεδομένα εντός δικαιοδοσίας.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αποδίδοντας στην εφεσίβλητη κακοπιστία και υστεροβουλία ώστε να εξασφαλίσει ερήμην απόφαση εναντίον του και υποστηρίζοντας ότι, εφόσον αυτός ήταν στη Ρουμανία κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, δεν ήταν επιτρεπτή η υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ενήργησε κατά παράβαση των θεσμών και των αρχών της νομολογίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει ότι η διεύθυνση κατοίκησής του στην Κύπρο κατά το χρόνο σύναψης των συμφωνιών του δανείου, είχε διαφοροποιηθεί και, για παρόντες σκοπούς, συγκεκριμένα ότι είχε μετοικήσει στη Ρουμανία και ήταν εκεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής σε γνώση της εφεσίβλητης. Απέτυχε δε να αποσείσει το βάρος αυτό, αφού δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ήταν στη Ρουμανία και όχι στην Κύπρο την 5.4.2006 που κατεχωρήθη η αγωγή. Οι δε ισχυρισμοί του για γνώση της εφεσίβλητης ότι είχε μετοικήσει στη Ρουμανία και για δόλια και καταχρηστική καταχώρηση της αγωγής για επίδοση εντός δικαιοδοσίας με αλλότριο σκοπό είναι όχι μόνο γυμνοί κάθε τεκμη[*2008]ρίωσης αλλά και εξωφρενικοί, αποδίδοντας στην εφεσίβλητη προθέσεις και κίνητρα έξω από τη λογική των δεδομένων.

2.  Η απόφαση στην υπόθεση Myerson v. Martin [1979] 3 All E.R. 667, την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων, αφορά περιπτώσεις που δεδομένα ο εναγόμενος είναι εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής.

3.  Στη βάση του ότι το κλητήριο είχε περιέλθει σε γνώση του εφεσείοντος, αφού του το είχε κοινοποιήσει ο υιός του όπως αυτός έλεγε, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η πολύμηνη καθυστέρησή του στην καταχώρηση της αίτησης για άδεια υπεράσπισης. Περαιτέρω δε, ο εφεσείων δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση αφού δεν αρνείτο το βασικό ποσό του δανείου ενώ, προβάλλοντας γενικούς ισχυρισμούς για υπερβολικούς τόκους, δεν τεκμηρίωσε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια όταν απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντος για άδεια υπεράσπισης αλλά και για παραμερισμό της απόφασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Myerson v. Martin [1979] 3 All E.R. 667.

Έφεση.

Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γερολέμου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 988/2006), ημερ. 7/12/2007.

Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πελεκάνος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 5.4.2006 η Εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα ως Εναγόμενου 1 για [*2009]οφειλές του δυνάμει συμφωνιών δανείου 21.6.1999 και 8.10.2001, εναντίον της Εναγόμενης 2 συζύγου του ως εγγυήτριας του επί του πρώτου δανείου και εναντίον του Εναγόμενου 3 υιού του ως ενυπόθηκου εγγυητή του για τα δάνεια. Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο επιδόθηκε στον Εφεσείοντα την 4.8.2006 με υποκατάστατη επίδοση στον υιό του στην Κύπρο, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου δοθείσας την 31.5.2006 επί αίτησης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 25.5.2006. Η αίτηση υπεβλήθη μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια επίδοσης της αγωγής στη διεύθυνση που ο Εφεσείων είχε δηλώσει στην Εφεσίβλητη. Ελλείψει εμφανίσεως, την 2.10.2006 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση εναντίον όλων. Ένα έτος μετά, την 3.10.2007, ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και ακολούθως και της απόφασης και, προφανώς αν τούτο δεν επετύγχανε, για παραμερισμό της απόφασης με άδεια υπεράσπισης. Την αίτηση του για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου βάσισε στη θέση ότι από τον Ιανουάριο του 2001 έπαυσε να είναι κάτοικος Κύπρου και κατοικούσε μόνιμα στη Ρουμανία όπου και απασχολείτο επαγγελματικά, γεγονός που ήταν γνωστό στην Εφεσίβλητη. Εφ’ όσον λοιπόν, εισηγήθηκε, το κλητήριο ένταλμα εκδόθηκε για επίδοση εντός της δικαιοδοσίας, αναφέροντας ως διεύθυνση του Εφεσείοντα τη μέχρι τη μετοίκηση του στη Ρουμανία διεύθυνση του στην Κύπρο, αυτό δεν μπορούσε στη συνέχεια να του επιδίδετο με υποκατάσταση επίδοση παρά μόνο προσωπικά στην Κύπρο, άλλως η Εφεσίβλητη θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη διαδικασία της Δ.6 για επίδοση ή ειδοποίηση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας.

Η Εφεσίβλητη, παρατηρώντας ότι ο Εφεσείων δεν ζητούσε την ακύρωση του ίδιου του κλητηρίου παρά μόνο της επίδοσής του, αμφισβήτησε ότι ο Εφεσείων ήταν μόνιμος κάτοικος Ρουμανίας και εν πάση περιπτώσει ότι ήταν στη Ρουμανία όταν κατεχωρήθη η αγωγή.

Ο ευπαίδευτος Δικαστής εξέτασε το θέμα με αναφορά στο κατά πόσο όντως απεδείχθη ότι ο Εφεσείων ήταν στη Ρουμανία όταν κατεχωρήθη η αγωγή, για να καταλήξει ότι τα τεκμήρια που είχε επισυνάψει προς τούτο ο Εφεσείων στην ένορκη δήλωσή του δεν αποδείκνυαν τον ισχυρισμό του, παρατηρώντας ότι ούτε διεύθυνση ούτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία διαμονής του στη Ρουμανία παρείχε, ενώ αντιθέτως, και μετά από τον Ιανουάριο του 2001 που ισχυρίζετο ότι κατοικούσε στη Ρουμανία, δηλώνετο στα έγγραφα με τα οποία ο ίδιος και η σύζυγος του συνεβάλλοντο με την Εφεσίβλητη (16.3.2001 και 8.10.2001) η εξ αρχής δηλωθείσα διεύθυνση τους στην Κύπρο. Ούτε και η Εφεσίβλητη γνώριζε, όταν καταχώ[*2010]ρησε την αγωγή την 5.4.2006, ότι ο Εφεσείων διέμενε ή ήταν εκτός Κύπρου, πληροφορηθείσα μόνο από τον επιδότη, όταν η επίδοση στην εν λόγω διεύθυνση στην Κύπρο δεν κατέστη δυνατή, ότι ο υιός του Εφεσείοντα είχε πει του επιδότη ότι ο Εφεσείων είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία. Ο ευπαίδευτος Δικαστής παρατήρησε επίσης, με αναφορά στη νομολογία, ότι, ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος είναι εκτός δικαιοδοσίας, η αγωγή μπορεί να επιδοθεί σε αυτόν εντός δικαιοδοσίας όταν υπάρχει και άλλος εναγόμενος εντός δικαιοδοσίας, όπως εδώ που ο Εναγόμενος 3 υιός του Εφεσείοντα ήταν δεδομένα εντός δικαιοδοσίας.

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι κακώς εθεωρήθη ότι δεν ήταν κάτοικος Ρουμανίας και ότι η Εφεσίβλητη δεν γνώριζε τούτο. Το Δικαστήριο, εισηγείται, παρερμήνευσε την αναφορά στην ένορκη δήλωση του ότι ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στη Ρουμανία από τον Ιανουάριο 2001, αγνοώντας ότι η δήλωση ανέφερε «περίπου», με αποτέλεσμα να τη θεωρήσει ως αντίθετη με τα ενώπιόν του στοιχεία ως προς τη συμφωνία της 16.3.2001 και 8.10.2001. Εξ άλλου, λέγει περαιτέρω, η αλληλογραφία την οποία επεσύναψε στην ένορκο δήλωση του καταδείκνυε όχι μόνο ότι όντως ήταν εγκατεστημένος στη Ρουμανία αλλά και ότι η Εφεσίβλητη γνώριζε τούτο, όπως φαίνεται από την ίδια την αναφορά της στην αίτηση για υποκατάσταση επίδοση ότι ο επιδότης την πληροφόρησε σχετικά, και κακόπιστα και υστερόβουλα το απέκρυψε όταν καταχώρησε την αγωγή της για να μη λάβει γνώση ο Εφεσείων και να εκδοθεί ερήμην απόφαση εναντίον του. Τούτου δοθέντος, καταλήγει ο Εφεσείων, εφ’ όσον ο ίδιος ήταν στη Ρουμανία κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, δεν ήταν επιτρεπτή, έχοντας υπ’ όψη τη νομολογία, η υποκατάσταση επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ενήργησε κατά παράβαση των θεσμών και των αρχών της νομολογίας.

Με ζητούμενο κατά πόσο ο Εφεσείων ήταν κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δεν διαπιστώνουμε λόγο παρέμβασης μας με την κατάληξη του ευπαίδευτου Δικαστή.  Αφετηρία πρέπει βεβαίως να είναι το δεδομένο της κατοίκησης του Εφεσείοντα στην Κύπρο κατά το χρόνο σύναψης των εν λόγω συμφωνιών, στις οποίες και δηλώθηκε η διεύθυνση του στην Κύπρο.  Η διεύθυνση αυτή ήταν και σημαντική για σκοπούς των συμφωνιών, όπως προκύπτει και από τον όρο 10 αλλά και γενικώς αφού καθόριζε και τη γνώση της Εφεσίβλητης και τη βάση της επικοινωνίας. Έκτοτε, το βάρος ήταν στον Εφεσείοντα να αποδείξει ότι η κατοίκηση του εκεί είχε διαφοροποιηθεί και, για παρόντες σκοπούς, συγκεκριμένα ότι είχε μετοικήσει στη Ρουμανία και ήταν εκεί [*2011]κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής σε γνώση της Εφεσίβλητης. Πέραν του δικού του ισχυρισμού και της αλληλογραφίας την οποία επεσύναψε στην ένορκη δήλωσή του, που ορθώς εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν ήταν επαρκής και αποτελεσματική για τους λόγους που ο ευπαίδευτος Δικαστής εξήγησε, δεν ετέθη οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδείκνυε είτε το ότι ο Εφεσείων είχε μετοικήσει στη Ρουμανία είτε ότι ήταν εκεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής. Ο Εφεσείων δεν παρουσίασε στοιχεία ως προς τη διεύθυνση του στη Ρουμανία, την όποια άδεια παραμονής του ή άλλες σχέσεις του με το Ρουμανικό κράτος και τις υπηρεσίες εντός αυτού, τις διακινήσεις του προς και από τη Ρουμανία και κάθε τι που θα μπορούσε να διέπει τη σχέση του με τη Ρουμανία. Και βεβαίως, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ήταν στη Ρουμανία και όχι στην Κύπρο την 5.4.2006 που κατεχωρήθηκε η αγωγή. Οι δε ισχυρισμοί του για γνώση της Εφεσίβλητης ότι είχε μετοικήσει στη Ρουμανία και για δόλια και καταχρηστική καταχώρηση της αγωγής για επίδοση εντός δικαιοδοσίας με αλλότριο σκοπό είναι όχι μόνο γυμνοί κάθε τεκμηρίωσης αλλά και εξωφρενικοί, αποδίδοντας στην Εφεσίβλητη προθέσεις και κίνητρα έξω από τη λογική των δεδομένων. Απεναντίας μάλιστα, η Εφεσίβλητη φαίνεται να πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο Εφεσείων δεν διέμενε στη δηλωθείσα διεύθυνση όταν δεν κατέστη δυνατή η εκεί επίδοση της αγωγής, ούτε απέκρυψε από το Δικαστήριο αλλά απεκάλυψε, όταν ζήτησε υποκατάσταση επίδοση, την πληροφόρηση που είχε ο επιδότης από τον υιό του Εφεσείοντα. Εκείνη δε η πληροφόρηση, που ήταν και λανθασμένη, ασφαλώς δεν αποδεικνύει ότι όντως ο Εφεσείων είχε μετοικήσει στη Ρουμανία και ήταν εκεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής.  Και συνιστά παρερμηνεία από τον Εφεσείοντα της αναφοράς του Δικαστηρίου στη σ. 9 της απόφασης ως περιέχουσας εύρημα ότι ο Εφεσείων είχε μετοικήσει στη Ρουμανία, αφού σαφώς στην αναφορά αυτή το Δικαστήριο δεν κάνει εύρημα παρά μόνο συζητά το θέμα θεωρητικά ως προς την πληροφόρηση του επιδότη.

Με αυτή την κατάληξη, δεν χρειάζεται βεβαίως να μας απασχολήσει η νομολογία στην οποία στηρίζεται ο Εφεσείων, και δη η Myerson v. Martin [1979] 3 All E.R. 667, αφού αυτή αφορά περιπτώσεις που δεδομένα ο εναγόμενος είναι εκτός δικαιοδοσίας κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής. Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε ότι στην υπόθεση εκείνη ήταν δεδομένο όχι μόνο ότι ο Εναγόμενος κατοικούσε εκτός δικαιοδοσίας αλλά και ότι την ημέρα καταχώρησης της αγωγής δεν ήταν στην Αγγλία, ετονίσθη δε ότι ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής. Ακόμα και έτσι δε, τόσο ο Waller LJ όσο και ο Everleigh LJ, αναγνώρισαν ότι ο [*2012]κανόνας δεν έχει την αυστηρότητα με την οποία τον εξέφρασε ο Lord Denning MR και ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, μπορεί να δοθεί άδεια για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Ο Waller LJ, αποδεχόμενος ότι η Ο.4, r.1 που διέπει την υποκατάστατη επίδοση επιτρέπει την άσκηση τέτοιας διακριτικής ευχέρειας, παρατήρησε ότι, αν και η ευχέρεια είναι περιορισμένη (σ. 672):

«… that does not mean that the discretion has entirely vanished, and there may well be cases where an application may be made relating to somebody who may be briefly outside the jurisdiction at the time of the issue of the writ, but who is nevertheless domiciled within the jurisdiction, and wholly resident within the jurisdiction, when there would be no conflict between the provisions of Ord 65, r.4, and Ord 11, r.1, and where it might be perfectly proper for the court to exercise its discretion in favour of allowing substituted service. That would cover the extreme example which was put in the course of argument of a man who was temporarily absent for two or three days from the country and a writ being issued on one of those days, when all the rest of the time he was residing within this country.»

Και ο Everleigh LJ (σ. 672):

«I do not think that Fry v. Moore [1889] 23 Q.B.D. 395, [1886-90] All E.R. Rep 309 and the other authorities referred to the court compel me to hold that there can never be substituted service where the defendant is out of the jurisdiction at the time of the issue of the writ, no matter who the defendant is or where he lives. I would accept that no substituted service is permissible in a case where personal service has never been possible; but, once it becomes possible, as by the presence of the defendant after the writ has been issued, I am inclined to think that the court has power to order substituted service.»

Με την αποτυχία αυτής της πτυχής της έφεσης, στρεφόμεθα να εξετάσουμε την άλλη πτυχή της που αφορά το θέμα της άδειας υπεράσπισης. Ο ευπαίδευτος Δικαστής, απορρίπτοντας το αίτημα για παραμερισμό της επίδοσης, προχώρησε να απορρίψει και το επόμενο αίτημα για παραμερισμό της απόφασης και άδεια υπεράσπισης. Διαπίστωσε ότι η διαχωρισθείσα υποκατάστατη επίδοση ευλόγως αναμένετο να έθετε κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο υπ’ όψη του Εφεσείοντα, και μάλιστα ότι το κλητήριο είχε περιέλθει εις γνώση του Εφεσείοντα αφού ο ίδιος ο [*2013]Εφεσείων ανέφερε ότι, αν και ο ίδιος δεν θυμόταν αν του το είχε κοινοποιήσει ο υιός του ή όχι, εν τούτοις ο υιός του έλεγε ότι του το είχε κοινοποιήσει. Σε αυτή τη βάση, έκρινε ότι δεν είχε δικαιολογηθεί από τον Εφεσείοντα η πολύμηνη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για άδεια υπεράσπισης. Και περαιτέρω, ότι ο Εφεσείων δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση αφού δεν αρνείτο το βασικό ποσό του δανείου ενώ, προβάλλοντας γενικούς ισχυρισμούς για υπερβολικούς τόκους, δεν τεκμηρίωσε οτιδήποτε το συγκεκριμένο.

Ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των ανωτέρω καταλήξεων. Οι εισηγήσεις του όμως είναι χωρίς έρεισμα. Το ότι ο ίδιος λέγει ότι δεν θυμόταν αν ο υιός του τον είχε πληροφορήσει ή όχι δεν αναιρεί ούτε το ότι ο υιός του λέγει ότι τον πληροφόρησε ούτε το ότι ευλόγως μπορούσε να αναμένετο ότι ο υιός του θα τον πληροφορούσε. Οι εισηγήσεις του αναφορικά με την καθυστέρηση, ότι ήταν μόνο 4-5 μήνες αντί 8 όπως εξέλαβε το Δικαστήριο, δεν έχουν έρεισμα αλλά και να είχαν δεν θα δικαιολογείτο καθυστέρηση έστω και 4-5 μηνών. Οι δε εισηγήσεις του για υπεράσπιση παρέμειναν το ίδιο γυμνές στο Εφετείο όπως και πρωτοδίκως, ώστε να μην μπορεί να διαπιστωθεί ως προς τις ακριβώς ζητά άδεια υπεράσπισης.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., στην Εφεσίβλητη.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο