Krishnakanthan Sangaralingam (2011) 1 ΑΑΔ 7

(2011) 1 ΑΑΔ 7

[*7]11 Iανουαρίου, 2011

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

SANGARALINGAM KRISHNAKANTHAN

EΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΑΜΙΛ ΥΠΗΚΟΟΥ ΣΡΙ-ΛΑΝΚΑΣ,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ

ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ

ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ

ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ.

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ

ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

3.     ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

4.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

(Πολιτική Αίτηση αρ. 153/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση εκδόσεώς του ― Θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα αντιληπτή στον δηλούντα και να συνοδεύεται από μετάφρασή της [*8]στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης.

Ο αιτητής, εθνικότητας Ταμίλ και υπήκοος Σρι – Λάνκα, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, με την οποία αμφισβητεί την νομιμότητα της κράτησής του, δυνάμει εκδοθέντων από τις 20.1.2010 διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στη χώρα του. Ταυτοχρόνως επιδιώκει την άμεση αποφυλάκισή του.

Οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν προδικαστικώς τα ακόλουθα θέματα:

1.         Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι παράτυπη σε βαθμό που πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν συνοδεύεται, η αίτηση από πραγματικό υπόβαθρο, έτσι ώστε να προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία.

2.         Ο αιτητής, με την παρούσα διαδικασία, αμφισβητεί ουσιαστικά τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία δεν ελέγχονται, παρά μόνο, με διοικητική προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

            Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης έπαυσαν να υφίστανται αφ’ ης στιγμής τέθηκε σε εφαρμογή η Οδηγία 2008/115/ΕΚ στις 24.12.2010 και ως εκ τούτου το θέμα αμφισβήτησης της νομιμότητάς τους δεν τίθεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η αμφισβήτηση της νομιμότητας της κράτησης επικεντρώνεται σ’ αυτή τη νομική βάση και συγκεκριμένα στην παράγραφο 5 του Άρθρου 15 της Οδηγίας, όπου σαφώς καθορίζεται ότι η κράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.         Η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν τηρήθηκε η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς, ήτοι, στο Annual Practice 1955, σελ. 683, σε σχέση με την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση. Η ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες θεσμούς πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη [*9]δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Στην προκείμενη περίπτωση, η μετάφραση της ενόρκου δηλώσεως από ελληνικά σε αγγλικά, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων. Εξ άλλου, μεθοδολογία όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.

2. Ενόψει των ανωτέρω, δεν υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει, εκ πρώτης όψεως, βάσιμο λόγο για να προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει τους προβληθέντες από τους καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμούς περί της νομιμότητας ή όχι της κράτησης του αιτητή.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Atkinson v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1671,

Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783,

El-Boustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736.

Aίτηση.

M. Παρασκευάς, για τον αιτητή.

Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

O Αιτητής είναι παρών.

Εx tempore

[*10]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, εθνικότητας Ταμίλ και υπήκοος της Σρι-Λάνκα, βρισκόμενος υπό περιορισμό δυνάμει εκδοθέντων από τις 20 Γενάρη 2010 διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στη χώρα του, καταχώρισε την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, με την οποία, αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησης του και ταυτοχρόνως επιδιώκει την άμεση αποφυλάκισή του.

Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου στις 31 Δεκεμβρίου, 2010, δόθηκαν οδηγίες για επίδοση και μετά την εμφάνιση δικηγόρου της Δημοκρατίας, η υπόθεση προγραμματίστηκε σήμερα 11 Γενάρη, 2011, για ακρόαση.

Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστικώς τρία θέματα τα οποία θα με απασχολήσουν αρχικώς. Η ένορκη δήλωση, υποστηρίχτηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, που συνοδεύει την αίτηση, είναι παράτυπη σε βαθμό που πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν συνοδεύεται, η αίτηση από πραγματικό υπόβαθρο, έτσι ώστε να προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία. Με τη δεύτερη και τρίτη προδικαστική ένσταση η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση πρόβαλε ότι ο αιτητής, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ουσιαστικώς αμφισβητεί τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία δεν ελέγχονται, παρά μόνο, με διοικητική προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αμφισβήτησε την ορθότητα των προβληθέντων προδικαστικών ενστάσεων και ισχυρίστηκε ότι, η αναγκαιότητα μετάφρασης ενόρκου δηλώσεως σε γλώσσα καταληπτή στον αιτητή, στοχεύει στη δική του προστασία. Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει μεταφράσει, όπως ανέφερε ο συνήγορος, το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως στα Αγγλικά, προς όφελος του αιτητή. Ως προς την ουσία της αιτήσεως ο συνήγορος υποστήριξε ότι δεν τίθεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας αφού είναι ανεξάρτητο και ασύνδετο το θέμα αμφισβήτησης της νομιμότητας των εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία κατά την εισήγηση του, έπαυσαν να υφίστανται από τη στιγμή που τέθηκε σε εφαρμογή η Οδηγία 2008/115/ΕΚ στις 24 Δεκεμβρίου, 2010. Σ’ αυτή τη νομική βάση επικεντρώνεται η αμφισβήτηση της νομιμότητας της κράτησης και συγκεκριμένα στην παράγραφο 5 του άρθρου 15 της Οδηγίας, όπου σαφώς καθορίζεται ότι η κράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο συνήγορος αποδέχθηκε ότι με βάση την παράγρα[*11]φο 6 του άρθρου 15 της Οδηγίας, μπορεί αυτή η περίοδος να παραταθεί για ακόμη 12 μήνες υπό κάποιες όμως προϋποθέσεις τις οποίες κατονόμασε. Καμία έλλειψη συνεργασίας δεν υπήρξε εκ μέρους του αιτητή και ούτε προβλήθηκε αδυναμία εξασφάλισης των αναγκαίων εγγράφων από την τρίτη χώρα γι’ αυτόν. Επομένως, εισηγήθηκε, από τη στιγμή που έχουν παρέλθει οι 6 μήνες ο αιτητής δικαιούται να αφεθεί ελεύθερος.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, παραγρ. 3,36 σε διαδικασία προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι η κράτηση του δεν είναι νόμιμη, οπότε το βάρος απόδειξης της νομιμότητας της κράτησης μετατίθεται στο πρόσωπο που έχει τη φυσική κράτηση του ατόμου. Στην παράγραφο 3,37 του ιδίου Συγγράμματος, αναφέρεται ότι στις περιπτώσεις που μια υπόθεση βασίζεται σε γεγονότα το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) το έχει ο αιτητής έτσι ώστε να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία που να μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συμπεράσματος.

Με το πιο πάνω νομικό σκεπτικό, επανέρχομαι στο πρώτο θέμα που τέθηκε, και έχει σχέση με τη νομιμότητα και την επάρκεια της ενόρκου δηλώσεως η οποία συνοδεύει την αίτηση. Όπως επισήμανε η συνήγορος της Δημοκρατίας ο αιτητής υπογράφει μια ένορκη δήλωση που έχει συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα. Στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως αναφέρεται ότι του έχει μεταφραστεί από ελληνικά στα αγγλικά και έχει αντιληφθεί πλήρως το περιεχόμενο. Ανάλογη αναφορά γίνεται στο τέλος της ενόρκου δηλώσεως από, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, τον πρωτοκολλητή, ο οποίος έχει αποδεχθεί τον όρκο. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και στις δύο εμφανίσεις που προηγήθηκαν και στη σημερινή, υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση από ταμίλ σε αγγλικά και από αγγλικά σε ελληνικά, έτσι ώστε ο αιτητής να μπορεί να παρακολουθήσει την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

Σύμφωνα με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν.67/88) η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου γίνεται στην ελληνική γλώσσα. Με την τροποποίηση του άρθρου 5 του Νόμου, που έγινε με το Νόμο Ν.154/90 «σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα» μεταξύ άλλων αναφέρεται και η «ένορκη δήλωση». (Atkinson v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1671.)

[*12]Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). Η σημείωση του πρωτοκολλητή, ότι μεταφράστηκε από ελληνικά σε αγγλικά, που στην προκείμενη περίπτωση όπως υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, είναι ικανοποιητική για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων (El-Boustani (1991) 1 A.A.Δ. 736). Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, είμαι της γνώμης ότι δεν έχει ακολουθηθεί η σωστή διαδικασία. Ως αποτέλεσμα τούτου, δεν υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει, εκ πρώτης όψεως, βάσιμο λόγο για να προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει τους προβληθέντες από τους καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμούς περί της νομιμότητας ή όχι της κράτησης του αιτητή.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο