Γενικός Eισαγγελέας ν. Kartashov Vlatislav του Nikolay (2011) 1 ΑΑΔ 55

(2011) 1 ΑΑΔ 55

[*55]21 Ιανουαρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑϊΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

KARTASHOV VLATISLΑV ΤΟΥ NIKOLAY,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 124/2008)

Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Αίτηση για έκδοση φυγοδίκου ― Ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε με το Νόμο 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο 97/70, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το Νόμο 97/90 ― Απόρριψη αίτησης πρωτοδίκως με το σκεπτικό ότι (α) ο καθ’ ου η αίτηση ως αιτητής πολιτικού ασύλου δεν μπορεί να εκδοθεί στη Ρωσία πριν την τελική εξέταση του αιτήματός του από την υπηρεσία ασύλου, (β) οι κατηγορίες τις οποίες ο καθ’ ου η αίτηση αντιμετώπιζε στη Ρωσία, ήταν μολυσμένες με πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων και (γ) σε περίπτωση έκδοσης του καθ’ ου η αίτηση στη Ρωσία, υπήρχε κίνδυνος να παραβιασθεί κατάφορα το δικαίωμά του να τύχει δίκαιης δίκης ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου ― Το βάρος αποδείξεως ότι ένα εύρημα αξιοπιστίας είναι εσφαλμένο βρίσκεται στην πλευρά που το αμφισβητεί.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αίτηση που καταχώρησε η Ρωσική Ομοσπονδία με στόχο την έκδοση του καθ’ ου η αίτηση για τη διάπραξη, κατ’ ισχυρισμό, σειράς αδικημάτων. Η αίτηση στηρίζετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο 97/70, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με το Νόμο 97/90.

[*56]Τα κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που συνιστούν τα αδικήματα που ο καθ’ ου η αίτηση αντιμετωπίζει στη Ρωσική Ομοσπονδία, και τα οποία, αυτός αμφισβήτησε έντονα, συνοψίζονται ως ακολούθως:

Ο καθ’ ου η αίτηση ενώ κατείχε κατά το έτος 1998 τη θέση προϊστάμενου του τμήματος προγραμματισμού της εταιρείας Juridical Financial Company, προσχώρησε σε οργανωμένη ομάδα και συμμετείχε σε υποθέσεις φοροδιαφυγής, στις οποίες προέβαινε οργανισμός που ασχολείτο με την πώληση πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων των εταιρειών παραγωγής και διύλισης πετρελαίου, θυγατρικών του ομίλου εταιρειών “OC Yukos OJSC” καθώς και σε υπεξαίρεση κυβερνητικών κεφαλαίων με δόλια μέσα.

Σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως οι παράνομες ενέργειες του καθ’ ου η αίτηση πέραν της παράβασης της Ρωσικής νομοθεσίας, συνιστούν ποινικά αδικήματα και κατά το Κυπριακό Δίκαιο. Συγκεκριμένα παραβαίνουν τα πιο κάτω άρθρα του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα:

Άρθρο 255 (κλοπή), 269 (κλοπή από διευθυντές), 270 (κλοπή από αντιπροσώπους), 297, 298 και 299 (απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και εξασφάλιση εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις, 300 (απάτη), 302 (συνομωσία για καταδολίευση), 331, 333, 334 και 335 (πλαστογραφία, καταρτισμός πλαστού εγγράφου) και 371 (συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος). Επιπλέον συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 4 & 5 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης από ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες Νόμου 1996-2004 και των άρθρων 49, 50 & 51 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78.

Ο καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η έκδοσή του επιδιώκετο για αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα για πολιτικούς λόγους. Η πάγια θέση του ήταν ότι το σύνολο των ποινικών υποθέσεων που καταχωρήθηκαν στη Ρωσία με τη γενικότερη ονομασία «υποθέσεις Yukos» έχουν πολιτικά κίνητρα. Βασικός στόχος ήταν οι αξιωματούχοι της εταιρείας και κυρίως ο Πρόεδρος της Γκοντορκόβσκι, ο οποίος θεωρήθηκε απειλή για την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο Πούτιν λόγω της οικονομικής και πολιτικής δύναμης που απέκτησε η Yukos από την επιχειρηματική της δραστηριότητα στον πετρελαϊκό τομέα. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι σε περίπτωση έκδοσης του καθ’ ου η αίτηση, αυτός δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω ακριβώς των πολιτικών κινήτρων της Ρωσικής κυβέρνησης αλλά και των παραβιάσεων που σημειώθηκαν στις δίκες της Yukos που διεξήχθησαν μέχρι τώρα στη Ρωσία.

[*57]Ο εφεσείων – αιτητής (ο εφεσείων) εφεσίβαλε την απόφαση, αμφισβητώντας τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το Άρθρο 3 της σχετικής σύμβασης. Η συνήγορος του εφεσείοντος προέλαβε θέσεις οι οποίες αφορούν στο ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και στις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου σε τέτοια θέματα. Η συνήγορος υποστήριξε ότι η επίμαχη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πολιτικών κινήτρων στερείται πραγματικού υπόβαθρου και είναι αντίθετη με τη μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.         Η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

2.         Το Εφετείο κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, αντικειμενικά κρινόμενες, καταφαίνονται ανυπόστατες ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που δεν αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης.

3.         Το βάρος απόδειξης να πεισθεί το Εφετείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση μαρτυρίας, το φέρει ο εφεσείων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εφεσείων απέτυχε να το αποσείσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του να αποδεχθεί την εκδοχή του εφεσίβλητου. Επομένως η μαρτυρία του εφεσείοντος, ορθώς κριθείσα ως αναξιόπιστη, δεν μπορούσε να είχε αποτελέσει το υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων / ευρημάτων / διαπιστώσεων που εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντος.

4.         Η μαρτυρία ενός μάρτυρα, εάν σε μια υπόθεση κρίθηκε ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων /ευρημάτων /διαπιστώσεων, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του σε μια άλλη υπόθεση, παρόμοιας ή ακόμα και πανομοιότυπης φύσης, δικαιολογεί πανομοιότυπη αξιολόγηση.

5.         Το σκεπτικό του Δικαστηρίου και οι λόγοι για τους οποίους η ένσταση της συνηγόρου του εφεσείοντος απορρίφθηκε αναφορικά με το αποδεκτό σειράς εγγράφων τα οποία κατέθεσε η υπεράσπιση, βρίσκει απόλυτα σύμφωνο το Εφετείο.

[*58]6. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν άσχετη με τα επίδικα θέματα μαρτυρία, δεν ευσταθεί. Η σύνδεση της παρούσας υπόθεσης με τις υποθέσεις Yukos δεν εισήχθηκε μόνο με τη γραμμή της υπεράσπισης, αλλά αναδυόταν και μέσα από τη μαρτυρία που προσκόμισε η αιτούσα χώρα, τόσο προφορική όσο και έγγραφη. Πέραν δε τούτων, ήταν η γραμμή της υπεράσπισης, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ότι η δίωξη του καθ’ ου η αίτηση μολύνετο με τα ίδια πολιτικά κίνητρα που μολύνοντο οι διώξεις άλλων αξιωματούχων της Yukos.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273,

Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,

Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401,

Πίτσιλλος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1549,

Ταρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1(Α) A.A.Δ. 239,

Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633,

Mylonas a.o. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγιώτου, A.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 2/07), ημερομ. 10.4.2008.

Ελ. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Γεωργίου και Μ. Πικής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*59]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτησή της που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Ρωσική Ομοσπονδία επεδίωξε την έκδοση του καθ’ου η αίτηση για σειρά αδικημάτων.

Την έκδοση του καθ’ου η αίτηση η Ρωσική Ομοσπονδία επεδίωξε δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο 97/70, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με το Νόμο 97/90.

Τα κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που συνιστούν τα αδικήματα που ο καθ’ου η αίτηση αντιμετωπίζει στη Ρωσική Ομοσπονδία, και τα οποία να σημειωθεί ο καθ’ ου η αίτηση αμφισβήτησε έντονα, συνοψίζονται με περισσή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. Τα επαναλαμβάνουμε και για σκοπούς της παρούσας απόφασής μας.

Ο καθ’ ου η αίτηση ενώ κατείχε κατά το έτος 1998 τη θέση προϊστάμενου του τμήματος προγραμματισμού της εταιρείας Juridical Financial Company, προσχώρησε σε οργανωμένη ομάδα και συμμετείχε σε υποθέσεις φοροδιαφυγής, στις οποίες προέβαινε οργανισμός που ασχολείτο με την πώληση πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων των εταιρειών παραγωγής και διύλισης πετρελαίου, θυγατρικών του ομίλου εταιρειών “OC Yukos OJSC” καθώς και σε υπεξαίρεση κυβερνητικών κεφαλαίων με δόλια μέσα.

Συγκεκριμένα, κατέχοντας την θέση του γενικού διευθυντή της εταιρείας “Mitra” η οποία ήταν εγγεγραμμένη στην επικράτεια της πόλης Lesnoy με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, με στόχο την αποφυγή καταβολής φόρων και υπεξαίρεση κεφαλαίων, ως μέλος οργανωμένης ομάδας συμμετείχε στην πλαστογραφία εγγράφων που σχετίζονταν με την παραγωγή και διύλιση πετρελαίου από θυγατρικές εταιρείες της Yukos και συγκεκριμένα συμφωνίες αγορών – πωλήσεων πετρελαίου, πιστοποιητικών μεταφοράς – αποδοχής πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων των εταιρειών της Yukos και τιμολογίων. Επίσης, καταχώρισε έγγραφα με ψευδή στοιχεία στις φορολογικές και τοπικές αρχές με στόχο την εξαπάτησή τους.

Ο καθ’ου η αίτηση γνώριζε ότι η “Mitra” ήταν στην πραγματικότητα εταιρεία ‘βιτρίνα’ αφού δεν είχε ποτέ επιχειρηματική δραστηριότητα. Πετρέλαιο ή πετρελαϊκά προϊόντα δεν μεταφέρθηκαν ποτέ στο Lesnoy παρά μόνο γίνονταν ψευδείς καταχωρίσεις στα βιβλία [*60]της “Mitra” στη βάση εγγράφων που περιείχαν ψευδή στοιχεία.

Επιπλέον κατά παράβαση της Ρωσικής νομοθεσίας, το Δεκέμβριο του 1999 αντί της πληρωμής φορολογίας για την “Mitra” που αφορούσε το τελευταίο τέταρτο του έτους 1999 και για το έτος 2000, παρέδωσε γραμμάτιο του ομίλου εταιρειών “OC Yukos OJSC”. Υπέβαλε δε ψευδή στοιχεία στη φορολογική δήλωση και άλλα έγγραφα για το 1999 και παρέλειψε να καταθέσει τον ισολογισμό της εταιρείας “Mitra” για το έτος 2000, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να αποφύγει την καταβολή φορολογίας ύψους 4.513.805.551 ρουβλίων, ποσό που οικειοποιήθηκε μαζί με τους συνεργάτες του.

Το Δεκέμβριο του 2000 με στόχο την υπεξαίρεση κεφαλαίων, με ψευδείς παραστάσεις ως μέλος οργανωμένης ομάδας, παραπλανώντας τους αξιωματούχους της διοίκησης της πόλης Lesnoy πέτυχε την επιστροφή φορολογίας ποσού 44.072.126.61 στην εταιρεία “Mitra” για ισχυριζόμενη υπερχρέωση κερδών, ποσό που οικειοποιήθηκε με τους συνεργάτες του.

Η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, αποκάλυψε κατά τις Ρωσικές αρχές ότι ο καθ’ου η αίτηση στη Μόσχα το 2001–2003, προσχώρησε σε οργανωμένη ομάδα που δημιουργήθηκε από κάποιο Michael Brundo και άλλους αξιωματούχους της Yukos και συμμετείχε στην υπεξαίρεση πετρελαίου εταιρειών της Yukos, το οποίο οι εν λόγω εταιρείες τους είχαν εμπιστευθεί.

Επιπλέον, ως γενικός διευθυντής των εταιρειών Ratibor, Ratmir και Mega Alliance, ο καθ’ ου η αίτηση συμμετείχε στην πλαστογραφία εγγράφων αγοράς και πώλησης πετρελαίου που κλάπηκε από οργανισμούς παραγωγής πετρελαίου της εταιρείας Yukos μέσω των πιο πάνω εταιρειών. Υπέγραψε ψεύτικες συμφωνίες με τις τρεις πετρελαιοπαραγωγικές εταιρείες της Yukos που αφορούσαν σκηνοθετημένες δημοπρασίες αγοράς πετρελαίων με σκοπό τη δημιουργία ψεύτικης εικόνας μηχανισμού τιμών αγοράς πετρελαίου έτσι ώστε να δικαιολογήσουν τις μη πραγματικές τιμές στις οποίες πωλήθηκε το πετρέλαιο. Με τη μειωμένη τιμή πώλησης του πετρελαίου, ο καθ’ ου η αίτηση με τους συνεργάτες του, μετέφεραν πετρέλαιο στις πιο πάνω εταιρείες στην τιμή των 45–50 δολαρίων ανά τόνο, το οποίο στη συνέχεια πώλησαν στην τιμή των 150–160 δολαρίων ανά τόνο και υπεξαίρεσαν πετρέλαιο προκαλώντας ζημιές συνολικού ποσού 399,9 δις ρουβλιών στις εταιρείες Yuganskneftegas και Tomskneft της Yukos.

[*61]Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις Ρωσικές αρχές ο καθ’ου η αίτηση έχει προβεί σε νομιμοποίηση εσόδων που αποκτήθηκαν από την πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα και συγκεκριμένα με την αποστολή μερισμάτων των εταιρειών Ratibor και Fargoil στις Κυπριακές Εταιρείες Dunsley Ltd και Nassaubridge Management Ltd που είναι εγγεγραμμένες ως κάτοχοι των πιο πάνω Ρωσικών Εταιρειών. Τα έσοδα που νομιμοποιήθηκαν με αυτό τον τρόπο ανέρχονται σε 221,5 δις ρούβλια.

Σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, οι πιο πάνω ενέργειες πέραν της παράβασης της Ρωσικής νομοθεσίας, συνιστούν ποινικά αδικήματα και κατά το Κυπριακό Δίκαιο. Συγκεκριμένα παραβαίνουν τα πιο κάτω άρθρα του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα:

Άρθρο 255 (κλοπή), 269 (κλοπή από διευθυντές), 270 (κλοπή από αντιπροσώπους), 297, 298 και 299 (απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και εξασφάλιση εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις, 300 (απάτη), 302 (συνομωσία για καταδολίευση), 331, 333, 334 και 335 (πλαστογραφία, καταρτισμός πλαστού εγγράφου) και 371 (συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος). Επιπλέον συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 4 & 5 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης από ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες Νόμου 1996-2004 και των άρθρων 49, 50 & 51 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78.

Οι ισχυρισμοί του καθ’ου η αίτηση, ο οποίος υπενθυμίζουμε, αμφισβητούσε έντονα τη θέση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, περιστρέφοντο γύρω από τη θέση ότι ο ίδιος κανένα από τα αδικήματα που του καταλογίζονταν έχει διαπράξει και ότι η έκδοση του επιδιώκετο για αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα για πολιτικούς λόγους. Ήταν, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, πάγια θέση του καθ’ου η αίτηση ότι το σύνολο των ποινικών υποθέσεων που καταχωρήθηκαν στη Ρωσία με τη γενικότερη ονομασία «υποθέσεις Yukos» έχουν πολιτικά κίνητρα. Βασικός στόχος ήταν οι αξιωματούχοι της εταιρείας και κυρίως ο Πρόεδρος της Γκοντορκόβσκι, ο οποίος θεωρήθηκε απειλή για την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο Πούτιν λόγω της οικονομικής και πολιτικής δύναμης που απέκτησε η Yukos από την επιχειρηματική της δραστηριότητα στον πετρελαϊκό τομέα. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι σε περίπτωση έκδοσης του καθ’ ου η αίτηση, αυτός δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω ακριβώς των πολιτικών κινήτρων της Ρωσικής κυβέρνησης αλλά και των παραβιάσεων που σημειώθηκαν στις δίκες της Yukos που διεξήχθησαν μέχρι τώρα στη Ρωσία.

[*62]Η φύση των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων, ο τεράστιος αριθμός εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ο μεγάλος αριθμός μαρτύρων που κλήθηκαν και κατέθεσαν και από τις δύο πλευρές – δεκατρείς συνολικά μάρτυρες – όπως και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων πραγματικών και νομικών που ηγέρθηκαν στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν οι βασικοί παράγοντες που παρά τις προσπάθειες του πρωτόδικου δικαστηρίου, οδήγησαν σε χρονοβόρα διαδικασία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη μακροσκελή απόφασή του – 60 σελίδες – αφού παραθέτει και αξιολογεί το ενώπιον του αποδεκτό υλικό και πραγματεύεται τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, καταλήγει να απορρίψει την ενώπιον του αίτηση. Παραθέτουμε τους λόγους απόρριψης, όπως αυτοί ανακεφαλαιώνονται από τον πρωτόδικο δικαστή στη σελ. 60 της απόφασής του, κάτω από τον τίτλο «Συμπεράσματα»:

“1.          Ο καθ’ου η αίτηση ως αιτητής πολιτικού ασύλου δεν μπορεί να εκδοθεί στην Ρωσία πριν την τελική εξέταση του αιτήματος του από την υπηρεσία ασύλου, δυνάμει του κανόνα του ‘non – refoulement’ όπως καθιερώθηκε με το άρθρο 33(1) της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες.

2.           Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο καθ’ου η αίτηση στην Ρωσία, είναι μολυσμένες με πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων.

3.           Σε περίπτωση έκδοσης του καθ’ου η αίτηση στην Ρωσική Ομοσπονδία, υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να παραβιαστεί κατάφωρα το δικαίωμα του για δίκαιη Δίκη.”

Και οι τρεις πιο πάνω λόγοι απόρριψης της αίτησης, εφεσιβάλλονται με ισάριθμους λόγους έφεσης, από τους οποίους, ο μεν λόγος έφεσης 2 είναι διττός, ο δε λόγος έφεσης 3 είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το λόγο έφεσης 2.

Συγκεκριμένα, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης, με το οποίο προτιθέμεθα να ασχοληθούμε αμέσως πιο κάτω, προσβάλλεται η ορθότητα του υπό στοιχείο 2 πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενώ η ορθότητα του υπό στοιχείο 3 πιο πάνω συμπεράσματος, προσβάλλεται με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 2. Το καθένα όμως από τα εν λόγω δύο συμπεράσματα, από μόνο του είναι αρκετό για να οδη[*63]γήσει σε απόρριψη της αίτησης για έκδοση του εφεσίβλητου και συνακόλουθα απόρριψη της παρούσας έφεσης. Με το λόγο έφεσης 3 επιδιώκεται η ανατροπή ως εσφαλμένης, της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία, σε αντίθεση με τους μάρτυρες του εφεσίβλητου που κρίθηκαν αξιόπιστοι, οι μάρτυρες του εφεσείοντα κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις πρόνοιες του άρθρου 3 της σχετικής Σύμβασης, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που αυτές μας αφορούν, οι οποίες αποτελούν τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι προσβαλλόμενες με το υπό συζήτηση στην παρούσα έφεση, πρώτο μέρος του λόγου έφεσης 2, διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Άρθρο 3 “1. Δεν χωρεί έκδοσις, εάν η παράβασις, δι’ ην αιτείται αύτη, θεωρείται υπό του ετέρου Μέρους ως πολιτική τοιαύτη ή ως πράξις συμφυής προς τοιαύτην παράβασιν.

                2. Ο αυτός κανών ισχύει, εάν το καλούμενον προς έκδοσιν Μέρος έχη σοβαρούς λόγους να πιστεύη, ότι η αίτησις εκδόσεως αιτιολογηθείσα διά τινος παραβάσεως του Κοινού Δικαίου υπεβλήθη επί τω σκοπώ διώξεως ή κολάσεως ατόμου διά τα φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτικά τούτου φρονήματα ή εθνικά τοιαύτα, ή ότι η θέσις του εν λόγω ατόμου διατρέχει κίνδυνον να επιδεινωθή από τον ένα ή τον έτερον των ως άνω λόγων.

                3. ...................................................................................

                4. ..................................................................................”

Επίσης, επειδή το ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 3 αφορά καθαρά θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τις αρχές που οριοθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του για παρέμβαση σε τέτοια θέματα.

Η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Είναι κατ’ εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότη[*64]τας για την κρίση της αξιοπιστίας του (βλ. C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273), και πως οι γνώσεις του για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του παράγοντες.

Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, υποδεικνύεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία, ενώ στην υπόθεση Χριστοφή v. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401, αφού επισημάνθηκε το γεγονός ότι η μαρτυρία θα πρέπει να προσεγγίζεται με πολλή προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα», λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του. Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του προσδίδουν κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία».

Το Εφετείο κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, αντικειμενικά κρινόμενες, καταφαίνονται ανυπόστατες ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που δεν αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης (βλ. Πίτσιλλος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1549, Ταρμαντίδης κ.ά. v. Δημητρίου (2010) 1(Α) A.A.Δ. 239 και Λαζάρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 A.A.Δ. 633).

Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι το βάρος απόδειξης να πεισθεί το Εφετείο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση μαρτυρίας, το φέρει ο εφεσείων (βλ. Mylonas α.ο. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κατέθεσαν πρωτόδικα συνολικά 13 μάρτυρες· εννέα για την αιτούσα χώρα και τέσσερις για τον εφεσίβλητο. Θα πρέπει να λεχθεί ότι από τους εννέα μάρτυρες που κατέθεσαν για την αιτούσα χώρα, οι τρεις ήταν τυπικοί, ενώ οι υπόλοιποι έξι, οι οποίοι προέρχονταν από τη Ρωσία, κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες επί θεμάτων ρωσικού ποινικού δικαίου και του σχετικού συστήματος που ακολουθείται στην εν λόγω χώρα, με ιδιαίτερη αναφορά στα αδικήματα αναφορικά με τα οποία επιδιώκεται η έκδοση του εφεσιβλήτου. Και οι τέσσερις [*65]μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες επίσης επί των εν λόγω θεμάτων, καθώς επίσης και αναφορικά με το πλέγμα των υποθέσεων γνωστών ως «η υπόθεση Yukos» και τη σχέση της υπό εξέταση περίπτωσης με τις εν λόγω υποθέσεις.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα εντάσσει τις σχετικές με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης θέσεις της σε χωριστές ενότητες στα πλαίσια των οποίων και τις πραγματεύεται με αναφορά, λεπτομερή οφείλουμε να πούμε, στο σύνολο της μαρτυρίας, τόσο της προφορικής όσο και της έγγραφης. Οι εν λόγω θέσεις, όπως και τα σχετικά με αυτές επιχειρήματα της κας Λοϊζίδου, αλληλοκαλύπτονται και στις ουσιώδεις πτυχές τους συμπίπτουν. Είναι αρκετό να επισημάνουμε το γεγονός ότι όλες έχουν κοινό στόχο∙ αυτόν της ανατροπής της αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της ενώπιον του μαρτυρίας, ως εσφαλμένης. Ως εκ τούτου, τις σχετικές με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης θέσεις της κας Λοϊζίδου, όπως και τις σχετικές με τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος φέρνει στο προσκήνιο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το ζήτημα της αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου σε τέτοια θέματα, θα τις εξετάσουμε μαζί.

Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό από την πρωτόδικη απόφαση απόσπασμα που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας:

“Όσον αφορά την αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας, πρέπει να πω ότι οι μάρτυρες Bowring, Sakwa και Gladyshev, μου έκαναν εξαιρετική εντύπωση από το εδώλιο. Η όλη στάση τους και ο εμπεριστατωμένος τρόπος που απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους τίθονταν δεν μου άφησε καμία αμφιβολία ότι βασικός σκοπός της μαρτυρίας τους ήταν να βοηθήσουν ως εμπειρογνώμονες το Δικαστήριο να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Επιπλέον, οι γνώμες που εξέφρασαν με την μαρτυρία τους δεν ήταν αυθαίρετες. Κάθε θέση τους είτε αφορούσε επιστημονική άποψη είτε μαρτυρία γεγονότων, στηριζόταν και τεκμηριωνόταν με μαρτυρικό υλικό, το οποίο παρουσίασαν στο Δικαστήριο. Στην χρονοβόρα αντεξέταση τους, η οποία αποσκοπούσε κυρίως να πλήξει την αμεροληψία τους παρά τις ακαδημαϊκές τους απόψεις, απαντούσαν πάντοτε με τεκμηριωμένο τρόπο χωρίς να κλονιστούν σε κανένα σημείο.

Να αναφέρω μόνο το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ρώσου Δικηγόρου Gladyshev όταν του υπεβλήθη μεταξύ άλλων κα[*66]τά την αντεξέταση ότι είναι προκατειλημμένος εναντίον της χώρας του. Απάντησε πολύ εύστοχα ότι θεωρεί τον εαυτό του Ρώσο πατριώτη και ως τέτοιος έχει υποχρέωση να καταγγέλλει την χώρα του όταν παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ζημιά στην χώρα τους προξενούν όπως είπε, αυτοί που δικαιολογούν τέτοιες πράξεις και όχι αυτοί που τις καταγγέλλουν. Άποψη με την οποία κατά την γνώμη μου, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος.

Την ίδια καλή εντύπωση μου έκανε και η Μ.Υ. 4 Δικηγόρος Elena Lipster. Η μάρτυρας αυτή που υπήρξε μάρτυρας γεγονότων, κατέθεσε σε σχέση με τα προβλήματα που η ίδια αντιμετώπισε ως Δικηγόρος του Lebetev αλλά και αναφορικά με παράπονα που της έγιναν από άλλους Δικηγόρους υπεράσπισης λόγω της καταπιεστικής στάσης των Ρωσικών αρχών και ιδιαίτερα για τα εντάλματα έρευνας στα γραφεία τους. Ήταν απόλυτα πειστική ως προς την θέση της ότι απειλήθηκε με προσωπική ποινική δίωξη από εισαγγελέα της υπόθεσης Yukos, καθώς και στους φόβους της σε σχέση με πιθανολογούμενη στέρηση εκ μέρους των Ρωσικών αρχών της άδειας της για άσκηση του Δικηγορικού επαγγέλματος.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία όλων των μαρτύρων για τον καθ’ου η αίτηση, κρίνεται στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

Αντιθέτως, η πλευρά της αιτήτριας χώρας δεν αντέταξε οτιδήποτε πειστικό για να αντικρούσει την εμπεριστατωμένη μαρτυρία που προσέφερε η πλευρά του καθ’ου η αίτηση. Οι μάρτυρες Yani, Halioulin, Krokhina, Rousanova, Klevtsova και Yablokov, αντί να απαντήσουν με πειστικά επιχειρήματα στην επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση της υπεράσπισης, αρκέστηκαν με την μαρτυρία τους σε γενικής φύσης αφορισμούς όπως π.χ.:

   Η ανακρίτρια Rousanova (Μ.Α. 7), «όποιος ισχυρίζεται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δίκες της Yukos πρέπει να μισεί πολύ την Ρωσία» ή «τα δικηγορικά έξοδα του καθ’ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία πληρώνονται από την κλοπή πετρελαίου της Yukos» ή ακόμα «η εισηγήτρια του Pace ήταν προκατειλημμένη και δεν έλαβε υπόψη τις θέσεις της Ρωσικής πλευράς» παραγνωρίζοντας ότι στην έκθεση της Schnarrenberger γίνεται εκτενής αναφορά στις θέσεις και των δύο πλευρών.

[*67]•       Η δημόσια κατήγορος Klevtsova (Μ.Α.8) «Η Αγγλία δεν συνηθίζει να εκδίδει κανένα φυγόδικο, έχει καταστεί άσυλο εγκληματιών, οι οποίοι μελλοντικά θα της δημιουργήσουν πρόβλημα» ή «Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ελβετίας για απόρριψη αιτήματος έκδοσης, έγινε μετά από πολιτικές παρεμβάσεις για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της “Δύσης” χωρίς να αναφέρει τι εννοεί με τον όρο “Δύση” ή ακόμα η απαξιωτική θέση της για τους Δικηγόρους ότι «Οι δικηγόροι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα χρήματα παρά για την απονομή της δικαιοσύνης».

•   Ο καθηγητής Halioulin (Μ.Α. 5) όταν του υποδείχθηκε ότι οι αξιωματούχοι της Yukos κρατούνται σκόπιμα σε απόσταση πολλών ωρών με το αεροπλάνο από την Μόσχα με αποτέλεσμα να στερούνται επικοινωνίας με τους Δικηγόρους τους απάντησε «Η Ρωσία είναι μια μεγάλη χώρα και οι δικηγόροι πρέπει να ταξιδεύουν συνεχώς για να δουν τους πελάτες τους». Όσον αφορά το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ισχυρίστηκε ότι το PACE δεν μπορεί να κρίνει την ποινή ευθύνη των αξιωματούχων της Yukos, παραγνωρίζοντας βέβαια ότι το εν λόγω ψήφισμα δεν διεκδικεί δικαίωμα να αποφασίσει επί των κατηγοριών αλλά καταγγέλλει την Ρωσία για παραβιάσεις των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης στις δικαστικές διαδικασίες και για την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων στις διώξεις. Σε σχέση δε με τις παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης, ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προέρχονται από τα Δυτικά Μ.Μ.Ε. που χρηματοδοτούνται από την Yukos. Παρόλα αυτά ο ίδιος προτού καταθέσει στο Δικαστήριο, ζήτησε την γνώμη Ρώσων Δικαστών για να αντικρούσει τις θέσεις της υπεράσπισης, μερικοί εκ των οποίων επιλήφθηκαν παραπόνων των διευθυντών της Yukos και ένας τουλάχιστον εξ’ αυτών υπηρετεί στο Δικαστήριο στο οποίο θα δικαστεί ο καθ’ ου αν εκδοθεί στην Ρωσία.

•   Ο καθηγητής Yianni Pavel (Μ.Α.4) όταν του υποβλήθηκε ότι η δίωξη στην παρούσα έγινε με παρέμβαση του Προέδρου Πούτιν «δεν θα με εξέπληττε αν οι υπεύθυνοι του οικονομικού εγκλήματος αρνούνταν να ανοίξουν υπόθεση», υπονοώντας διασυνδέσεις του καθ’ου η αίτηση με Ρώσους αξιωματούχους. Όταν δε ρωτήθηκε για το ψήφισμα του PACE απάντησε αφηρημένα «κάτι άκουσα γι’ αυτό». Και ενώ αναφέρθηκε με απαξιωτικό τρόπο στις απόψεις του Δικηγόρου Gladyshev σε σχέση με τα φορολογικά θέματα, στην αντεξέταση δέχθηκε ότι δεν είναι ειδικός στο φορολογικό δίκαιο.

[*68]•       Η Μ.Α.6 Julia Krokhina ότι οι γνώσεις του Δικηγόρου Gladyshev σε ζητήματα φορολογικού δικαίου δεν υπερβαίνουν αυτές που έχει τριτοετής φοιτητής της Νομικής.

Επιπλέον, οι Μ.Α. 5, 6, 7 & 8, αναφέρθηκαν με περιφρονητικό τρόπο για όλους τους μάρτυρες του καθ’ου η αίτηση, αφήνοντας υπονοούμενα για την εντιμότητά τους και εκφράζοντας την άποψη ότι έχουν καλοπληρωθεί από την Yukos χωρίς να τεκμηριώνουν όμως τις κατηγορίες αυτές. Με περιφρονητικό τρόπο έχουν αναφερθεί και στις αποφάσεις Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων όπως της Βρετανίας και της Ελβετίας με ιδιαίτερη αναφορά στον Δικαστή Workman του Bow Street Magistrates Court αλλά και στο πρόσωπο της εισηγήτριας του PACE Schnarrenberger, πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης της Γερμανίας. Η προσέγγιση αυτή όμως δεν ήταν ικανή να ανατρέψει την εμπεριστατωμένη μαρτυρία που προσήγαγε η πλευρά του καθ’ ου σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Σημειώνω χαρακτηριστικά την στάση κάποιων από τους Μ.Α. όταν ρωτήθηκαν στην αντεξέταση για την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην υπόθεση Lebetev. Επέμεναν να τονίζουν, μόνο το μέρος της απόφασης που απέρριπτε κάποια παράπονα του Lebetev εναντίον της Ρωσίας, παραγνωρίζοντας πλήρως ότι στην ίδια απόφαση, η Ρωσία καταδικάστηκε από το Ε.Δ.Α.Δ. για συγκεκριμένες παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το ίδιο έγινε και με το ψήφισμα του P.A.C.E. H M.A. 8 Klevtsova επέλεξε να αναφερθεί μόνο στο άρθρο 15 του ψηφίσματος, στο οποίο αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Ρωσίας να προσαγάγει στην δικαιοσύνη αυτούς που παραβαίνουν τον Νόμο, παραγνωρίζοντας ότι σε ολόκληρο το υπόλοιπο κείμενο, γίνεται εκτενής αναφορά σε παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων στις Δίκες της Yukos.

Η γενικότερη εντύπωση που μου έδωσαν οι Μ.Α. 4, 5, 6, 7, 8 & 9 είναι ότι σκοπός της μαρτυρίας τους δεν ήταν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο με τις γνώσεις τους για να διαμορφώσει μια αντικειμενική άποψη για τα γεγονότα αλλά ήταν να προωθήσουν αποκλειστικά την υπόθεση έκδοσης του καθ’ου η αίτηση. Στην προσπάθειά τους δε αυτή δεν δίσταζαν να αποφεύγουν επιμελώς να απαντούν σε ερωτήσεις που δεν θεωρούσαν υποβοηθητικές για την θέση τους. Επιπλέον κατά την αντεξέταση, κατέφευγαν εύκολα σε αφορισμούς και απαράδεκτους χαρακτηρισμούς για πρόσωπα που είχαν αντίθετη άποψη μαζί τους. Γεγονός παραμένει ότι η πλευρά της αιτήτριας χώρας δεν κατάφερε να δώσει μια πειστική απάντηση σε όσα με εμπεριστατωμένο τρόπο κατέθεσαν οι μάρτυρες για τον καθ’ου η αίτηση.”

[*69]Προχωρούμε τώρα να παραθέσουμε το σκεπτικό με το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης, στην προσβαλλόμενη με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης διαπίστωσή του:

“Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση και με δεδομένο ότι οι κατηγορίες που ο καθ’ου η αίτηση αντιμετωπίζει στην Ρωσία, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο των υποθέσεων που αφορούν την εταιρεία Yukos, κρίνω ότι η έκδοση του στην Ρωσία δεν θα πρέπει να διαταχθεί λόγω πολιτικών κινήτρων στην έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του σύμφωνα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων. Είναι άσχετο το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει ποτέ αναμειχθεί με την πολιτική ούτε και εξέφρασε πολιτικές απόψεις όπως υποστήριξε η αιτήτρια χώρα. Το κριτήριο για να κριθεί μια υπόθεση ως πολιτικά υποκινούμενη δυνάμει του άρθρου 3 της Σύμβασης, δεν είναι μόνο οι πολιτικές απόψεις του φυγόδικου. Όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε από τον συνήγορο του καθ’ ου η αίτηση, στο άρθρο 3 θα πρέπει να δίνεται μια πιο ευρεία ερμηνεία με τρόπο ώστε να καλύπτει και τις απόψεις που η αιτήτρια χώρα αποδίδει στον εκζητούμενο.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει σημασία αν ο καθ’ ου η αίτηση έχει πολιτικές απόψεις ή αν συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στην πολιτική ζωή της Ρωσίας. Σημασία έχει ότι οι κατηγορίες που του προσάπτονται, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της υπόθεσης Yukos, πίσω από την οποία υπάρχουν οικονομικά και πολιτικά κίνητρα, σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Ο δε καθ’ου η αίτηση ως διευθυντής εταιρείας που ήταν συνδεδεμένη με την Yukos θα πρέπει να θεωρείται ως μέρος της τάξης των «ολιγαρχικών». Μιας τάξης, την διάλυση της οποίας οι Ρωσικές αρχές έθεσαν ως πολιτικό στόχο, σύμφωνα με την μαρτυρία του καθηγητή Sakwa που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Πρέπει επίσης να σημειώσω ότι έντονο πολιτικό χρώμα υπήρχε και στην μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν για την αιτήτρια χώρα. Δεν μπορούν παρά να κριθούν ως καθαρά πολιτικές, οι απόψεις περί προκατάληψης και μίσους εναντίον της Ρωσίας, δυσφήμισης της Ρωσικής Δικαιοσύνης από τα δυτικά Μ.Μ.Ε. και επέμβασης πολιτικών στην Ελβετία για έκδοση Δικαστικών αποφάσεων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Δύσης.

Την πολιτική χροιά της παρούσας αίτησης δεν απέκλεισε ούτε η Μ.Α.3 Μορφάκη λόγω των αποφάσεων Ευρωπαϊκών Δικα[*70]στηρίων με τα οποία αρνήθηκαν την έκδοση αξιωματούχων της εταιρείας Yukos ακριβώς για αυτόν τον λόγο.”

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε στο προσβαλλόμενο με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης, εύρημά του, αφού, για τους λόγους που παραθέτει και στους οποίους έχουμε αναφερθεί πιο πάνω, έκρινε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης αξιόπιστη και απέρριψε αυτή των μαρτύρων της αιτούσας χώρας ως αναξιόπιστη.

Ήταν η θέση της κας Λοϊζίδου ότι η επίμαχη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, στερείται πραγματικού υπόβαθρου και είναι αντίθετη με τη μαρτυρία.

Στο στόχαστρο των πιο πάνω δύο θέσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα, βρίσκεται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί του αξιόπιστου της μαρτυρίας που ο εφεσίβλητος προσκόμισε και συνακόλουθα του αναξιόπιστου της μαρτυρίας που ο εφεσείων προσκόμισε. Οι λόγοι για τους οποίους η μεν μαρτυρία του εφεσίβλητου κρίθηκε πρωτόδικα αξιόπιστη ενώ αυτή του εφεσείοντα αναξιόπιστη, έχουν εκτεθεί πιο πάνω, στα πλαίσια παράθεσης του σχετικού με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση όπως και του σχετικού από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, αποσπάσματος, γι’ αυτό θεωρούμε περιττό να τα επαναλάβουμε. Περιοριζόμαστε στην υπενθύμιση της αρχής ότι εκείνος που φέρει το βάρος απόδειξης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε στον τομέα αξιολόγησης της μαρτυρίας έτσι ώστε να επιβάλλεται η επέμβαση του Εφετείου, είναι ο εφεσείων, ο οποίος όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση απέτυχε να το αποσείσει. Κρίνουμε τους λόγους που το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε ως λόγους που το οδήγησαν να δεχθεί την εκδοχή του εφεσίβλητου αναφορικά με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 2, αντί αυτής του εφεσείοντα, ικανοποιητικούς και δεόντως αιτιολογημένους. Επομένως η μαρτυρία του εφεσείοντα, ορθώς κριθείσα ως αναξιόπιστη, δεν μπορούσε να είχε αποτελέσει το υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων/ευρημάτων/διαπιστώσεων που εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα.

Δεν μας διαφεύγει βέβαια ότι η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην επίμαχη διαπίστωσή του, μετά που έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη, μη αποδεκτή μαρτυρία – δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και στον τύπο καθώς και ισχυρισμούς από άτομα με ίδια συμ[*71]φέροντα να εξυπηρετήσουν.

Ένας από τους βασικούς άξονες γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο πιο πάνω ισχυρισμός της κας Λοϊζίδου, συνιστά η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Αίτηση Aρ. 2/2005 (απόφαση του επαρχιακού δικαστή Θ. Θωμά). Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η εκεί μαρτυρία του εδώ μάρτυρα για την υπεράσπιση William Bowring (M.Y.3), κρινόμενη στα πλαίσια παρόμοιας με την παρούσα αίτηση, αίτησης, κρίθηκε ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων / ευρημάτων / διαπιστώσεων. Η κα Λοϊζίδου, εμμέσως πλην σαφώς, για τεκμηρίωση της θέσης της ότι ο πρωτόδικος δικαστής στην παρούσα περίπτωση έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, επικαλείται την κρίση επί της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αίτηση 2/2005. Περιοριζόμαστε στην παρατήρηση ότι το γεγονός ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα σε μια υπόθεση κρίθηκε ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων/ευρημάτων/διαπιστώσεων, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του σε μια άλλη υπόθεση, παρόμοιας ή ακόμα και πανομοιότυπης φύσης, δικαιολογεί πανομοιότυπη αξιολόγηση. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να λεχθεί, κι’ αυτό για σκοπούς σφαιρικής πληροφόρησης, ότι η τελική κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αίτηση 2/2005, έχει εφεσιβληθεί από τον εδώ εφεσείοντα. Για τους ίδιους λόγους θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι τα έγγραφα τεκμήρια 42, 43, 44, 45 και 46, το περιεχόμενο των οποίων συνιστά το βασικό υπόβαθρο επί του οποίου η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα, ως εμπειρογνώμονα βασίστηκε, τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στην εδώ πρωτόδικη διαδικασία, χωρίς ένσταση.

Ένας άλλος βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο πιο πάνω ισχυρισμός της κας Λοϊζίδου, συνιστά η θέση ότι η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που ήγειρε πρωτόδικα, αναφορικά με το αποδεκτό των τεκμηρίων 30, 31, 32 και 33 είναι εσφαλμένη. Να σημειωθεί ότι τα εν λόγω τεκμήρια κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου ως έγγραφα στο περιεχόμενο των οποίων ο Μ.Υ.3 κάμνει αναφορά στην έκθεσή του την οποία είχε ήδη καταθέσει στο δικαστήριο ως μέρος της κύριας εξέτασής του. Στα εν λόγω έγγραφα, ο μάρτυρας αναφέρεται ως έγγραφα επισυναπτόμενα στην έκθεσή του.

Η σχετική με την περί το αποδεκτό των εν λόγω εγγράφων ένσταση της κας Λοϊζίδου, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδι[*72]κο δικαστήριο, είχε ουσιαστικά τρεις πτυχές. Τις παραθέτουμε μαζί με το σκεπτικό απόρριψη της κάθε μιας χωριστά, του πρωτόδικου δικαστηρίου:

(α)          Τα εν λόγω έγγραφα δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του άρθρου 13 του Νόμου 97/70. Η εν λόγω πτυχή της ένστασης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο με το εξής σκεπτικό «στο άρθρο 13 του σχετικού Νόμου, αναφέρεται στον τίτλο του σε αποδεικτικά στοιχεία όμως κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν περιορίζει τη δυνατότητα των διαδίκων να προσαγάγουν αποδεικτικό υλικό πέραν από αυτό που καθορίζεται στο ίδιο το άρθρο. Κατά την κρίση μου η ειδική αναφορά σε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία αφορά την υποχρέωση της αιτούσας χώρας σε περίπτωση που ζητά την έκδοση οιουδήποτε προσώπου τα έγγραφα τα οποία προσκομίζει δικαιολογώντας την αίτηση να είναι επικυρωμένα και αναφέρομαι ιδιαίτερα σε δικαστικές αποφάσεις ή σε μαρτυρικό υλικό που έχει σχέση με δικαστική διαδικασία. Το άρθρο 13 δεν περιορίζει και δεν θα ήταν λογικό να περιορίσει τη δυνατότητα οποιουδήποτε διαδίκου να προσκομίσει αποδεικτικό υλικό πέραν από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο.»

(β)          Πρόκειται για έγγραφα για τα οποία δεν είχε γνώση η πλευρά της Δημοκρατίας και αρκετά από αυτά δεν έχουν ετοιμασθεί από το μάρτυρα ή έχουν εκτυπωθεί από το διαδίκτυο.

   Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκαμε αναφορά στον περί Αποδείξεως Νόμο καθώς επίσης και στο γεγονός ότι έγγραφα που είχαν εκτυπωθεί από το διαδίκτυο είχε καταθέσει και η αιτούσα χώρα, απέρριψε και τη συγκεκριμένη πτυχή της ένστασης με το εξής σκεπτικό «η οποιαδήποτε αποδεικτική αξία του υλικού αυτού, θα μπορούσε να διαπιστωθεί μετά την τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει, όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε, αφού το Δικαστήριο λάβει υπόψη και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο μάρτυρας αυτός για να καταλήξει στην πραγματομοσύνη του.

   Να υπενθυμίσω επίσης ότι οι μάρτυρες της αιτούσας χώρας έχουν επισυνάψει έγγραφα στην κυρίως εξέτασή τους που κατατέθηκαν γραπτώς που επίσης δεν εμπίπτουν εντός του άρθρου 13 και που επίσης σύμφωνα με τους ίδιους τους μάρτυρες έχουν εκτυπωθεί από το internet. Δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει να στερηθεί στην άλλη πλευρά το ίδιο δικαίωμα.»

[*73](γ)  Εφόσον η αιτούσα χώρα αμφισβητεί ότι ο Μ.Υ.3 είναι εμπειρογνώμονας τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν πρέπει να γίνουν δεκτά ως έγγραφα επί του περιεχομένου των οποίων ο συγκεκριμένος μάρτυρας παραπέμπει για σκοπούς στοιχειοθέτησης της γνώμης του. Και η συγκεκριμένη πτυχή της ένστασης απορρίφθηκε. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό: «Υπενθυμίζω ότι ο μάρτυρας και η πλευρά που τον κάλεσε ισχυρίζεται ότι είναι εμπειρογνώμονας επί των θεμάτων των οποίων καταθέτει. Κατέθεσε το Τεκμήριο 29 για το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι έκθεση πραγματομοσύνης του επί των επίδικων θεμάτων που επιλαμβάνεται το Δικαστήριο. Επιχείρησε να καταθέσει σειρά εγγράφων πάνω στα οποία στήριξε τη γνώμη που αναφέρεται στο Τεκμήριο 29.

   Δεν βλέπω κανένα νομικό λόγο γιατί να μην είναι σε θέση να καταθέσει τα έγγραφα στα οποία στήριξε τη γνώμη του.  Αντίθετη απόφαση στο παρόν στάδιο θα προδίκαζε κατά την κρίση μου και το κατά πόσο είναι ή όχι εμπειρογνώμονας.».

Το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και οι λόγοι για τους οποίους η ένσταση αναφορικά με το αποδεκτό των συγκεκριμένων τεκμηρίων, απορρίφθηκε, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

Τέλος αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε μαρτυρία από πρόσωπα που είχαν ίδιο συμφέρον να εξυπηρετήσουν, περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι πουθενά στη μαρτυρία δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να τείνει έστω, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είναι βεβαίως αληθές ότι σχετικές με τη συγκεκριμένη θέση αναφορές για τους μάρτυρες του εφεσίβλητου, έγιναν από τους μάρτυρες του εφεσείοντα. Όμως, η μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντα έχει κριθεί, ορθά όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, αναξιόπιστη και ως τέτοια δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων / ευρημάτων / διαπιστώσεων.

Είναι επίσης η θέση της κας Λοϊζίδου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, άσχετη με τα επίδικα θέματα, μαρτυρία.

Η πιο πάνω θέση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, διαπίστωση της οποίας η ορθότητα αμφισβητείται με την παρούσα έφεση, ότι η δίωξη του εφεσίβλητου αφορούσε σε υποθέσεις οι οποίες αποτελούσαν μέρος μιας σειράς υποθέσεων που στο σύνολό τους είναι γνωστές [*74]ως «υπόθεση Yukos».

Η σύνδεση της παρούσας υπόθεσης με τις υποθέσεις Yukos δεν εισάγεται μόνο από τη γραμμή που η υπεράσπιση υιοθέτησε. Αναδύεται και μέσα από τη μαρτυρία που προσκόμισε η αιτούσα χώρα, προφορική και έγγραφη (βλέπε Τεκμήρια 1, 2 ,3 και μαρτυρία των μαρτύρων 3 και 5 της αιτούσας χώρας). Η εν λόγω σύνδεση προκύπτει επίσης από την ουσία των όσων αποδίδονται από την αιτούσα χώρα στον εφεσίβλητο μεταξύ των οποίων είναι η κατ’ ισχυρισμόν συμμετοχή του σε υποθέσεις φοροδιαφυγής σχετικά με θυγατρικές εταιρείες του ομίλου εταιρειών «OC YUKOS OJSC» όπως και η κατ’ ισχυρισμόν συμμετοχή του σε πλαστογραφία εγγράφων που είχαν σχέση με την παραγωγή και διύλιση πετρελαίου από θυγατρικές εταιρείες της Yukos. Πέραν τούτων ήταν η γραμμή της υπεράσπισης, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ότι η δίωξη του εφεσίβλητου μολύνετο με τα ίδια πολιτικά κίνητρα που μολύνοντο οι διώξεις άλλων αξιωματούχων της Yukos. Κατά συνέπεια η κατ’ ισχυρισμόν άσχετη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη κάθε άλλο παρά άσχετη ήταν. Αντίθετα ήταν σχετική με την ουσία των επίδικων θεμάτων.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης 2, δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Η εν λόγω κατάληξή μας σφραγίζει και τη μοίρα ολόκληρης της έφεσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο