Oικονόμου T. & M. και Yιός Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 140

(2011) 1 ΑΑΔ 140

[*140]31 Ιανουαρίου, 2011

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Τ. & Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/΄Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ

ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 13/01/11 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

ΔΙΑΛΥΣΗΣ (ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ) ΑΡ. 40/10 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/΄Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΑΝΕΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΚΑΙ

ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

ΣΤΟ ΑΡΜΟΔΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΔΗΛΑΔΗ

ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/2011)

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία αναστάληκε η ενώπιόν του διαδικασία για εκκαθάριση της εταιρείας των αιτητών και διατάχθηκε ταυτόχρονα η παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, ήτοι, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ― Προβολή ισχυρισμών για υπέρβαση εξουσίας, νομική πλάνη και παράβαση, ισχύουσας στην περίπτωση, νομοθετικής πρόνοιας ― Άρνηση άδειας, υπήρχε δυνατότητα άσκησης εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ’ αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εξαιρετικές περιστάσεις για [*141]χορήγηση άδειας, όπου προβλέπεται το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης ― Χρόνος εκδίκασης της έφεσης ― Δεν αποτελεί, από μόνος του, εξαιρετικές περιστάσεις.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για χορήγηση άδειας ― Εξετάζεται πάντοτε με φειδώ ― Προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να ικανοποιηθούν ώστε να επιτύχει η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων.

Δικαστήρια ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Παραπομπή δίκης ― Εξουσία προς παραπομπή ― Έκδοση διατάγματος παραπομπής υπόθεσης από αναρμόδιο κατά τόπον Επαρχιακό Δικαστήριο, σε αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά πόσο το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το σχετικό διάταγμα παραπομπής στη βάση του περί Δικαστηρίων (Τροπ.) (Αρ. 3) Νόμου αρ. 118(Ι)/08, ενήργησε εντός του ορθού νομικού πλαισίου και είχε δικαιοδοσία εκδόσεώς του.

Εταιρείες ― Αίτηση προς εκκαθάριση ή διάλυση εταιρείας ― Κατά πόσο ο περί Δικαστηρίων (Τροπ.) (Αρ. 3) Νόμος αρ. 118(Ι)/08 ή το Άρθρο 210(2) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ετύγχανε εφαρμογής αναφορικά με διάταγμα παραπομπής υπόθεσης από αναρμόδιο κατά τόπον Δικαστήριο, σε αρμόδιο Δικαστήριο.

Νομοθεσία ― Τροποποίηση νομοθεσίας ― Τροποποίηση υφιστάμενου Νόμου επιφέρουσα διαφορετικές ρυθμίσεις στον ίδιο το Νόμο ― Υπερισχύει ως νεώτερη της προγενέστερης («leges posteriores priores contrarias abrogant»).

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε και προώθησε εναντίον των αιτητών στην παρούσα διαδικασία, Αίτηση Εκκαθάρισης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ως εξ αποφάσεως δανειστής, ενόψει οφειλής των αιτητών ποσού ύψους €152.760,93 πλέον τόκο και έξοδα από 19.1.2007. Το εν λόγω ποσό επιδικάσθηκε σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 18.1.2008 και αντιπροσωπεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές των αιτητών για κατανάλωση νερού προς άρδευση από κυβερνητικά υδατικά έργα. Ενόψει του γεγονότος ότι οι αιτητές δεν πλήρωσαν οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, ένταλμα δε κινητών εναντίον τους επεστράφη ανεκτέλεστο, καταχωρήθηκε η προαναφερθείσα αίτηση εκκαθάρισης με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, Άρθρα 211(ε) και 212(β).

Οι αιτητές ήγειραν θέμα κατά τόπον αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ενόψει του ότι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου [*142]γραφείου της εταιρείας των αιτητών βρισκόταν στη Λεμεσό.

Αποτέλεσε κοινή θέση μεταξύ των διαδίκων ότι όντως η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου θα έπρεπε να ανασταλεί και ότι η αίτηση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο, δηλαδή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Προέκυψε όμως διαφωνία ως προς τον τρόπο παραπομπής. Η μεν πλευρά του εξ αποφάσεως πιστωτή εισηγείτο ότι υπήρχε απευθείας εξουσία παραπομπής, η δε θέση των αιτητών ήταν ότι τέτοια εξουσία κέκτηται μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 210 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Στις 13.1.2011 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ανέστειλε τη διαδικασία ενώπιόν του με βάση και τα προνοούμενα στη Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εκδίδοντας διαταγή παραπομπής της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού χωρίς οποιαδήποτε διαταγή εξόδων. Στήριξε δε τη διαταγή για παραπομπή στο Άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ.14/60, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Δικαστηρίων (Τροπ.) (Άρθρο 3) Νόμο αρ. 118 (Ι)/08, που δημοσιεύτηκε στις 31.12.2008.

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 13.1.2011. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι το διάταγμα παραπομπής εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, κάτω από νομική πλάνη και κατά παράβαση της συγκεκριμένης πρόνοιας του Άρθρου 210(2) του Κεφ. 113, που ρυθμίζει εξειδικευμένα το θέμα και επομένως υπερισχύει της γενικότερης ρύθμισης που επέφερε σε σχέση με τις αγωγές, ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 118(Ι)/08.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα ακόλουθα θέματα:

Στις αρχές οι οποίες πρέπει να ικανοποιηθούν ώστε να χορηγηθεί η άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, στο ότι η σχετική αίτηση εξετάζεται πάντοτε με φειδώ ενόψει του γεγονότος ότι η χορήγηση τέτοιας άδειας συνιστά ένα προνόμιο και είναι μέτρο που κατ’ εξαίρεση και μόνο χορηγείται, στο ότι πρέπει πάντοτε να καταδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να παρακαμφθεί ο κανόνας ότι δεν χωρεί αίτηση καταχώρησης αίτησης για παραχώρηση άδειας Certiorari, όταν υπάρχουν εναλλακτικά ένδικα μέσα καθώς και στο ότι περιπτώσεις εμφανούς υπέρβασης δικαιοδοσίας εντάσσονται σε εκείνες όπου δικαιωματικά έλκουν την έκδοση Certiorari.

[*143]Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

1.         Η επιθυμία για εξασφάλιση σύντομης εκδίκασης ενός θέματος στα πλαίσια μιας διαδικασίας που κατά την άποψη του αιτητή είναι ταχύτερη δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις. Εφόσον δε παρέχεται η δυνατότητα έφεσης, ο χρόνος της εκδίκασής της, δεν θεωρείται από μόνος του εξαιρετική περίσταση, ώστε να ενεργοποιείται η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς χορήγηση άδειας. Τα προνομιακά εντάλματα δεν καθίστανται υποκατάστατα της έφεσης, ενώ, πάντοτε βεβαίως, για καλό λόγο μια έφεση μπορεί να επισπευσθεί αν ο χρόνος αποτελεί πρόβλημα.

2.         Το Δικαστήριο εξέτασε σφαιρικά την όλη νομοθεσία, αποφασίζοντας ότι είχε την εξουσία δυνάμει του τροποποιητικού Νόμου αρ. 118(Ι)/08, να θεωρήσει ότι εφόσον η αίτηση εκκαθάρισης εμπίπτει στην πολιτική εν γένει διαδικασία, (θέση δεκτή και από τους αιτητές), το Άρθρο 210(2), σιωπηρώς ατόνησε ή κατέστη ανεφάρμοστο υπό το φως της γενικότερης ρύθμισης στον ίδιο τον περί Δικαστηρίων Νόμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 118(Ι)/08, δεν κατήργησε το Άρθρο 61 κ.ε., αλλά καθόρισε εφαρμόσιμη πρόνοια προς υπέρβασή του. Επομένως, σε πρώτο επίπεδο η κρίση του Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση υφιστάμενου Νόμου που επιφέρει διαφορετικές ρυθμίσεις στον ίδιο το Νόμο, υπερισχύει ως νεώτερη της προγενέστερης, («leges posteriores priores contrarias abrogant»), παρουσιάζεται ορθή. Σε δεύτερο επίπεδο, με την τροποποίηση που επήλθε εντός του περί Δικαστηρίων Νόμου, είναι πιθανή η ερμηνεία εκείνη που διαφοροποιεί τη διαδικασία και μόνο και όχι την ουσία, που προβλέπεται από το Άρθρο 210(2) του Κεφ. 113 ώστε να μην εφαρμόζεται η γενικότερη αρχή του «generalia specialibus non derogant».

3.         Το Δικαστήριο και ο συνήγορος των αιτητών δεν σχολίασαν τη διαζευκτική δυνατότητα που προσφέρει το εδάφιο (1) του Άρθρου 210 του Κεφ. 113, στη βάση της οποίας το Δικαστήριο δύναται ακόμη και να αφήσει ενώπιόν του τη διαδικασία έστω και αν δεν είναι το Δικαστήριο στο οποίο αυτή θα έπρεπε να είχε εγερθεί, ρύθμιση που διαβλέπει την ουσία και όχι τον τύπο του πράγματος. Αυτή η διαζευκτική τοποθέτηση του νομοθέτη αποστερεί και το έρεισμα των αιτητών να ισχυρίζονται υπέρβαση δικαιοδοσίας, απλώς και μόνο διότι παραπέμφθηκε η υπόθεση σε άλλο Δικαστήριο που ήταν εν πάση περιπτώσει η σαφής επιδίωξή τους.

4.         Η τροποποίηση που επετεύχθη με το Νόμο αρ. 118(Ι)/08, αλλά ακόμη και η τροποποίηση που έγινε μεταγενέστερα με τον τρο[*144]ποποιητικό Νόμο αρ. 138(Ι)/09 ημερ. 18.12.2009, στόχευαν στην επίλυση των προβλημάτων που αναφύησαν στην πορεία του χρόνου από τις διατάξεις του Άρθρου 61 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αλλά και της Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εκδίδει καν διαταγή παραπομπής εκτός σε συντρέχουσες δικαιοδοσίες.

5.         Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αποφασίζοντας να παραπέμψει απευθείας την αίτηση εκκαθάρισης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ενήργησε στη βάση μιας νομοθετικής διάταξης, που εκ πρώτης όψεως, προσέφερε τη δυνατότητα αυτή. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται έκδηλη υπέρβαση δικαιοδοσίας, παρατηρούμενη από το φάκελο της υπόθεσης.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κολοκασσίδου (1994) 1 Α.Α.Δ. 87,

Tζεννάρο Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Μικρού (1997) 1 Α.Α.Δ. 609,

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

Τσαγγάρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 326,

Θεοδώρου εμπορευόμενος με την εμπορική επωνυμία P. Th. Survival (2010) 1 A.A.Δ. 572,

Αργυρού (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 567,

[*145]Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Κυπριανού (2006) 1 Α.Α.Δ. 176,

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 1370,

Χριστοφόρου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λίμιτεδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714,

Ελληνική Τράπεζα Λίμιτεδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87,

Βασιλειάδης v. Νικολάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 328,

Toumaian v. Χριστοδουλίδου (2009) 1(B) A.A.Δ. 881.

Aίτηση.

Χρ. Παύλου, για τους Αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η επιδιωκόμενη παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, έχει ως υπόβαθρο την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 13.1.2011, με την οποία ενώ το Δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία για εκκαθάριση της εταιρείας των αιτητών, ταυτόχρονα διέταξε και την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο, δηλαδή, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Τα γεγονότα, όπως απορρέουν από τα διαθέσιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στοιχεία, μέσα από την έκθεση γεγονότων, αλλά και την υποστηρικτική ένορκη δήλωση του Γεώργιου Οικονόμου, διευθυντή και μετόχου των αιτητών, είναι ότι το εγγεγραμμένο γραφείο των αιτητών βρίσκεται στη Λεμεσό. Στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου καταχωρήθηκε και προωθήθηκε η Αίτηση Εκκαθάρισης υπ’ αρ. 40/10, με αιτητή τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εξ αποφάσεως δανειστή, ενόψει οφειλής των αιτητών ποσού ύψους €152.760,93 πλέον τόκο πλέον έξοδα από 19.1.2007, ποσό που επιδικάστηκε στην υπ’ αρ. 144/2007 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερ. 18.1.2008, και που αντιπροσωπεύει ληξιπρόθεσμες οφειλές των αιτητών για κατανάλωση νερού προς άρδευση από κυβερνητικά [*146]υδατικά έργα. Ενόψει του γεγονότος ότι οι αιτητές δεν πλήρωσαν οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, ένταλμα δε κινητών εναντίον τους επεστράφη ανεκτέλεστο, καταχωρήθηκε η προαναφερθείσα αίτηση εκκαθάρισης με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, άρθρα 211(ε) και 212(β).

Αναφέρεται πρόσθετα στην έκθεση γεγονότων ότι η εν λόγω αίτηση ανεβλήθη από τις 7.10.2010, όταν ήταν ορισμένη για ακρόαση, για οδηγίες στις 18.11.2010 σε μια προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης. Όταν αυτή η προσπάθεια απέτυχε, οι αιτητές διά του δικηγόρου τους ήγειραν θέμα κατά τόπον αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ενόψει του ότι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας των αιτητών βρισκόταν στη Λεμεσό.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 13.1.2011, εξέδωσε την απόφαση του επί του προδικαστικού κατ’ ουσίαν ζητήματος της κατά τόπον αρμοδιότητάς του. Ήταν, ως διαφαίνεται από την απόφαση, συνημμένη ως Τεκμ. Β στην ένορκη δήλωση του Γεώργιου Οικονόμου, κοινός τόπος μεταξύ των διαδίκων ότι όντως η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου θα έπρεπε να ανασταλεί και ότι η αίτηση θα έπρεπε να παραπεμφεί στο αρμόδιο Δικαστήριο, δηλαδή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Η διαφωνία που προέκυψε ήταν ως προς τον τρόπο παραπομπής, με την πλευρά του εξ αποφάσεως πιστωτή να εισηγείται ότι υπήρχε απευθείας εξουσία παραπομπής, ενώ η θέση των αιτητών ήταν ότι τέτοια εξουσία κέκτηται μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό, στη βάση του άρθρου 210 του Κεφ. 113, το οποίο προνοεί ότι η εκκαθάριση εταιρείας ή οποιαδήποτε διαδικασία εκκαθάρισης:

«..... δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο και σε οποιοδήποτε στάδιο, και είτε μετά είτε χωρίς αίτηση από οποιοδήποτε μέρος σ’ αυτή, να παραπεμφθεί από ένα Δικαστήριο σε άλλο Δικαστήριο ή δύναται να παραμείνει στο Δικαστήριο που άρχισε η διαδικασία αν και δεν είναι το Δικαστήριο στο οποίο θα έπρεπε να είχε εγερθεί.»

Το επίμαχο ζήτημα προέκυψε από τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 210, το οποίο αναφέρει ότι:

«(2) Οι εξουσίες παραπομπής που χορηγούνται από τις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δύνανται, τηρουμένων και σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς, να ασκη[*147]θούν από τον Αρχιδικαστή.»

Το Δικαστήριο προσάρμοσε την αναφορά σε Αρχιδικαστή με βάση το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος σε αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, προχωρώντας να αποφασίσει ότι το λεκτικό των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 210, δεν άφηνε σ’ αυτό αμφιβολία ότι η εξουσία παραπομπής της επίδικης αίτησης εκκαθάρισης μπορούσε να ασκηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο και όχι από το ίδιο. Συνεχίζοντας τη σκέψη του, το Δικαστήριο έκρινε ότι το μόνο ορθό συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να αχθεί, θα ήταν η αναστολή της διαδικασίας με βάση και τα προνοούμενα στη Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς παράλληλα να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή αναφορικά με την παραπομπή της διαδικασίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Πρόσθεσε, όμως, ότι λύση στο πρόβλημα έδινε ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος αρ. 118(Ι)/08, που δημοσιεύτηκε στις 31.12.2008, ο οποίος και τροποποίησε το άρθρο 21 του βασικού Νόμου, προσθέτοντας το ακόλουθο νέο εδάφιο:

«(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 61, 62, 63 και 64 σε περίπτωση που το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εισήχθη ή καταχωρίστηκε η αγωγή δεν είναι κατά τόπο αρμόδιο, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), μπορεί να παραπέμψει την αγωγή ή την υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπο Επαρχιακό Δικαστήριο.»

Υπό το φως και του ορισμού στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ότι «αγωγή» περιλαμβάνει διαδικασία πολιτικής φύσεως που άρχεται με κλητήριο ένταλμα ή άλλο τρόπο ως καθορίζεται από Διαδικαστικό Κανονισμό και κατ’ αναλογίαν προς τα αποφασισθέντα στην απόφαση Κολοκασσίδου (1994) 1 Α.Α.Δ. 87, θεώρησε ότι και η αίτηση προς εκκαθάριση ή διάλυση της εταιρείας εμπίπτει στον ορισμό της «αγωγής» και ότι μπορούσε να εφαρμόσει το τροποποιηθέν άρθρο 21, ως ανωτέρω, εφόσον ως μεταγενέστερος Νόμος υπερισχύει οποιασδήποτε αντίθετης πρόνοιας του ιδίου Νόμου. Επίσης ότι αποτελεί βασική αρχή του δικαίου ότι όταν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ προηγούμενης και μεταγενέστερης νομοθεσίας, υπερισχύει η πιο πρόσφατη. Ανέστειλε λοιπόν τη διαδικασία ενώπιόν του, εκδίδοντας διαταγή παραπομπής της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η εισήγηση των αιτητών είναι απλή. Κατά την άποψή τους το διάταγμα παραπομπής, ως ανωτέρω, εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση [*148]εξουσίας, κάτω από νομική πλάνη και κατά παράβαση της συγκεκριμένης πρόνοιας του άρθρου 210(2) του Κεφ. 113, που ρυθμίζει εξειδικευμένα το θέμα και επομένως υπερισχύει της γενικότερης ρύθμισης που επέφερε σε σχέση με τις αγωγές, ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 118(Ι)/08.

Οποιαδήποτε αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος εξετάζεται πάντοτε με φειδώ ενόψει του γεγονότος ότι η χορήγηση τέτοιας άδειας αποτελεί ακριβώς ένα προνόμιο και είναι μέτρο που κατ’ εξαίρεση και μόνο χορηγείται. Η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι μια αίτηση δεν επιτυγχάνει όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Πρέπει βεβαίως να υπάρχει και εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση η άδεια δεν δίνεται όπου υπάρχει ή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και εάν συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση του προηγηθέντος κανόνα. (Δέστε σχετικά τις υποθέσεις Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.) Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας (δέστε Μικρού (1997) 1 Α.Α.Δ. 609).

Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ’ εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

Περιπτώσεις εμφανούς υπέρβασης δικαιοδοσίας εντάσσονται βεβαίως σ’ εκείνες όπου δικαιωματικά έλκουν την έκδοση certiorari. Στην Τσαγγάρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 326, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα certiorari όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, [*149]καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, έδωσε άδεια για συνέχιση της διαδικασίας αγωγής εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας, εφόσον τέτοια δικαιοδοσία είχε μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ως το Δικαστήριο της εκκαθάρισης. Στη Θεοδώρου, εμπορευόμενος με την εμπορική επωνυμία P. Th. Survival (2010) 1 A.A.Δ. 572εκδόθηκε ένταλμα certiorari απαγορευτικό της δυνατότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος παρεμπίπτοντος διατάγματος στα πλαίσια αγωγής, ενώ ταυτόχρονα είχε το ίδιο αναγνωρίσει ότι κατά τόπον αρμοδιότητα είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Στην απόφαση καταγράφεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρέπεμψε την αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21(4) του Νόμου αρ. 14/60, αλλά δεν έγινε οποιαδήποτε κρίση επ’ αυτού του θέματος.

Στην υπό κρίση περίπτωση και όπως το Δικαστήριο υπέδειξε στο συνήγορο κατά την ακρόαση, εκείνο το οποίο φαίνεται να έπραξε το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ήταν να προχωρήσει σε μια ερμηνευτική άσκηση των διατάξεων του νέου τροποποιητικού Νόμου αρ. 118(Ι)/08, ο οποίος καθόρισε ότι ανεξάρτητα από τις διάφορες διατάξεις των άρθρων 61-64, το Επαρχιακό Δικαστήριο εάν διαπιστώσει ότι είναι αναρμόδιο κατά τόπο να προχωρήσει στην εκδίκαση αγωγής, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο κατά τόπον Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τροποποιητικός αυτός Νόμος επηρέαζε και υπερίσχυε των ειδικών διατάξεων του άρθρου 210(1) και (2) του Κεφ. 113, ώστε να ήταν δυνατό να παραπέμψει το ίδιο την εκκρεμούσα ενώπιον του υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Σε ερώτηση δε του Δικαστηρίου προς το συνήγορο πώς επηρεάζεται η αίτηση του για χορήγηση άδειας, εφόσον οι ίδιοι οι αιτητές είχαν εισαγάγει το θέμα της κατά τόπον αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με στόχο βέβαια την παραπομπή της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ο συνήγορος αναγνώρισε ότι πράγματι αυτή ήταν η επιδίωξη των αιτητών και ότι, είτε μέσω του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε διά απευθείας παραπομπή της αιτήσεως από το ένα Δικαστήριο στο άλλο, το αποτέλεσμα θα είναι το αυτό, με χρονική μόνο καθυστέρηση, εάν η παραπομπή θα έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Τέθηκε έτσι εμμέσως ζήτημα επιδίωξης επίλυσης του εγερθέντος θέματος με τη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος που θεωρείται ότι παρέχει ένα προσφορότερο και ταχύτερο μέσο, παρά αν ακολουθηθεί η διαδικασία της έφεσης. Έχει λεχθεί, όμως, κατ’ επανάληψη ότι η επιθυμία για εξασφάλιση σύντομης εκδίκασης ενός θέ[*150]ματος στα πλαίσια μιας διαδικασίας που κατά την άποψη του αιτητή είναι ταχύτερη δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις (δέστε Αργυρού (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 567, με αναφορά και στην Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Επίσης αναγνωρίστηκε στην απόφαση Κυπριανού (2006) 1 Α.Α.Δ. 176, ότι εφόσον παρέχεται η δυνατότητα έφεσης, ο χρόνος της εκδίκασής της από μόνος του δεν θεωρείται εξαιρετική περίσταση, ώστε να ενεργοποιείται η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς χορήγηση άδειας. Όπως κατ’ επανάληψη έχει λεχθεί, τα προνομιακά διατάγματα δεν καθίστανται υποκατάστατα της έφεσης, ενώ, πάντοτε βεβαίως, για καλό λόγο μια έφεση μπορεί να επισπευσθεί αν ο χρόνος αποτελεί πρόβλημα. (Δέστε Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464, καθώς και την Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1 A.A.Δ. 1370.

Υπό το φως των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στην έκδοση της επίδικης διαταγής, πόσο μάλλον έκδηλη υπέρβαση, της εφέσεως προσφερόμενης για να ελεγχθεί η απόφασή του. Το Δικαστήριο έκρινε την ενώπιον του αίτηση προβαίνοντας σε μια σφαιρική θεώρηση της όλης νομοθεσίας, αποφασίζοντας ότι είχε την εξουσία δυνάμει του τροποποιητικού Νόμου αρ. 118(Ι)/08, να θεωρήσει ότι εφόσον η αίτηση εκκαθάρισης εμπίπτει στην πολιτική εν γένει διαδικασία, (θέση δεκτή και από τους αιτητές), το άρθρο 210(2), σιωπηρώς ατόνησε ή κατέστη ανεφάρμοστο υπό το φως της γενικότερης ρύθμισης στον ίδιο τον περί Δικαστηρίων Νόμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 118(Ι)/08, δεν κατήργησε το άρθρο 61 κ.ε., αλλά καθόρισε εφαρμόσιμη πρόνοια προς υπέρβαση του. Επομένως, σε πρώτο επίπεδο η κρίση του Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση υφιστάμενου Νόμου που επιφέρει διαφορετικές ρυθμίσεις στον ίδιο το Νόμο, υπερισχύει ως νεώτερη της προγενέστερης, («leges posteriores priores contrarias abrogant»), παρουσιάζεται ορθή. Σε δεύτερο επίπεδο, με την τροποποίηση που επήλθε εντός του περί Δικαστηρίων Νόμου, είναι πιθανή η ερμηνεία εκείνη που διαφοροποιεί τη διαδικασία και μόνο και όχι την ουσία, που προβλέπεται από το άρθρο 210(2) του Κεφ. 113 ώστε να μην εφαρμόζεται η γενικότερη αρχή του «generalia specialibus non derogant».

Πρέπει δε το ζήτημα να ιδωθεί υπό το φως και της διαζευκτικής δυνατότητας που προσφέρει το εδάφιο (1) του άρθρου 210 του Κεφ. 113, η οποία παρέμεινε ασχολίαστη από το Δικαστήριο ή το συνήγορο των αιτητών, ότι το Δικαστήριο δύναται ακόμη και να αφήσει ενώπιον του τη διαδικασία έστω και αν δεν είναι το Δικαστήριο στο οποίο αυτή θα έπρεπε να είχε εγερθεί, ρύθμιση που διαβλέπει την ουσία και όχι τον τύπο του πράγματος. Αυτή η διαζευ[*151]κτική τοποθέτηση του νομοθέτη αποστερεί και το έρεισμα των αιτητών να ισχυρίζονται υπέρβαση δικαιοδοσίας, απλώς και μόνο διότι παραπέμφθηκε η υπόθεση σε άλλο Δικαστήριο που ήταν εν πάση περιπτώσει η σαφής επιδίωξή τους.

Είναι πρόδηλο ότι η τροποποίηση που επετεύχθη με το Νόμο αρ. 118(Ι)/08, αλλά ακόμη και η τροποποίηση που έγινε μεταγενέστερα με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 138(Ι)/09, ημερ. 18.12.2009, που έδωσε δικαίωμα στα Επαρχιακά Δικαστήρια σε περίπτωση που αποφασίζουν ότι είναι καθ’ ύλην αναρμόδια να παραπέμπουν απευθείας την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας, είχαν σκοπό να επιλύσουν τα προβλήματα που αναφύησαν στην πορεία του χρόνου από τις διατάξεις του άρθρου 61 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αλλά και της Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εκδίδει καν διαταγή παραπομπής εκτός σε συντρέχουσες δικαιοδοσίες, όπως αναγνωρίστηκε και στη Χριστοφόρου v. Ελληνικής Τράπεζας Λίμιτεδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714, με παραπομπή και στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λίμιτεδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87 (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία αναφέρθηκε και η αντίστοιχη με το άρθρο 210(2), πρόνοια του Καν. 14(1) των περί Πτωχεύσεως Θεσμών, χωρίς όμως να παρίστατο ανάγκη να αποφασιστεί οτιδήποτε το σχετικό. Οι υποθέσεις Βασιλειάδης v. Νικολάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 328 και Toumaian v. Χριστοδουλίδου (2009) 1(B) A.A.Δ. 881, αφορούν παρόμοια θέματα σε σχέση με οικογενειακές διαφορές.

Δεν παρέχεται ενόψει όλων των ανωτέρω, λόγος συζήτησης της ουσίας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ως προς την ορθότητα της θέσης του να παραπέμψει απευθείας την αίτηση εκκαθάρισης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με τη διαδικασία του προνομιακού εντάλματος. Το έπραξε αυτό στη βάση μιας νομοθετικής διάταξης, που εκ πρώτης όψεως, προσέφερε τη δυνατότητα αυτή. Δεν διαπιστώνεται έκδηλη υπέρβαση δικαιοδοσίας, παρατηρούμενη από το φάκελο της υπόθεσης.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο