Oυζουνιάν Ατκέν ν. Aντρέ Kωνσταντινίδου (2011) 1 ΑΑΔ 177

(2011) 1 ΑΑΔ 177

[*177]1 Φεβρουαρίου, 2011

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΛΥΣΗΣ ΓΑΜΟΥ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΤΚΕΝ ΟΥΖΟΥΝΙΑΝ,

Αιτητής,

v.

ΑΝΤΡΕ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Νομικό Ερώτημα Αρ. 364)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 3(2) του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου, N. 87(Ι)/1994, αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του γάμου, αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Οικογενειακά Δικαστήρια ― Σύνθεση Οικογενειακού Δικαστηρίου Θρησκευτικών Ομάδων της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του γάμου ― Κατά πόσο είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

Λέξεις και Φράσεις ― «Mutatis mutandis» ― Ποία η γενική έννοια του εν λόγω λατινικού όρου ― Κατά πόσο αντιστοιχεί στη φράση «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» στο Άρθρο 111.3 του Συντάγματος.

Ο αιτητής είναι μέλος της Αρμενικής Εκκλησίας και η καθ’ ης η αίτηση είναι μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τέλεσαν δε το γάμο τους σύμφωνα με την ιεροτελεστία της Αρμενικής Εκκλησίας. Η αίτηση για λύση του γάμου τους κατεχωρήθη στο Οικογενειακό Δικα[*178]στήριο Θρησκευτικών Ομάδων για τη Θρησκευτική Ομάδα των Αρμενίων. Το εν λόγω Δικαστήριο συστάθηκε δυνάμει του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 (Ν.87(Ι)/1994) και δη του Άρθρου 3, αυτού.

Η καθ’ ης η αίτηση υπέβαλε προδικαστική ένσταση στην υπεράσπισή της ως προς τη συνταγματικότητα της σύνθεσης του Δικαστηρίου, καθώς επίσης και αίτηση για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο Νομικού Ερωτήματος κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν.87(Ι)/1994 είναι σύμφωνες με το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος, με αναφορά στο οποίο θεσπίστηκε ο Ν.87(Ι)/1994.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο θεώρησε ότι υπάρχει ασάφεια στο λεκτικό της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» στην Παράγραφο 3 του Άρθρου 111 του Συντάγματος, αναφορικά με το ποίες αναλογίες των Παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου αυτού πρέπει να τηρούνται, και έτσι παρέπεμψε, δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Δικαστήριο το Νομικό Ερώτημα, κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν.87(Ι)/1994, αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του Γάμου, είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

Η καθ’ ης η αίτηση, με αναφορά στο Άρθρο 111.3 «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», εισηγήθηκε ότι παραπέμπει στο Άρθρο 111.2 Α με τρόπον ώστε τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2 ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για όσους ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να ισχύουν κατ’ ακριβή αναλογία και αντιστοιχία ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων, στην προκείμενη περίπτωση των Αρμενίων. Έτσι, σε διαδικασία διαζυγίου, τη δίκη θα έπρεπε να επιλαμβανόταν, κατά το πρότυπο του Άρθρου 111.2, ένας αξιωματούχος κληρικός νομομαθής διοριζόμενος από την Αρμενική Εκκλησία και δύο νομομαθείς ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανήκοντες στην Αρμενική Εκκλησία διοριζόμενοι από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η καθ’ ης η αίτηση επικαλέσθηκε τον λατινικό όρο «mutatis mutandis» για να υποστηρίξει ότι ο όρος αυτός αντιστοιχεί στη φράση «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω».

Ο αιτητής υποστήριξε ότι είναι ανέφικτη η σύσταση Οικογενειακού Δικαστηρίου των Αρμενίων κατ’ ακριβή αντιστοιχία προς τα διέποντα το Οικογενειακό Δικαστήριο των Ορθοδόξων, παραπέμποντας στον πολύ περιορισμένο αριθμό των Αρμενίων σε σύγκριση με εκείνο των Ορθοδόξων, με ανάλογη αντιστοιχία στην κατηγορία των νομο[*179]μαθών που να μπορούσαν να ικανοποιήσουν την πρόνοια του Άρθρου 111.2Α ως προς νομομαθείς «ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου». Ο αιτητής παρέπεμψε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Toumaian (2007) 1 Α.Α.Δ. 1024, όπου η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε τις διατάξεις του Ν.87(Ι)/1994 αναφορικά με τη σύνθεση των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων, ουσιαστικά επικροτώντας τη συνταγματικότητά της.

Αποφασίστηκε ότι:

A. Υπό Χατζηχαμπή, Δ. συμφωνούντων και των Δικαστών Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Κραμβή, Παπαδοπούλου, Ναθαναήλ, Παμπαλλή, Κληρίδη και Πασχαλίδη:

1. «Τηρουμένων των αναλογιών» σημαίνει να τηρηθούν οι αναλογίες και δεν σημαίνει «mutatis mutandis» ή «να γίνει ανάλογη ή αντίστοιχη ρύθμιση» ως προς τις ίδιες τις πρόνοιες. Η παρερμηνεία βεβαίως εντοπίζεται στην αντίληψη ότι «τηρουμένων των αναλογιών» έχει αναφορά στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 111.2Α αντί στα δεδομένα των θρησκευτικών ομάδων. Όμως η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να προνοήσει ειδικώς ως προς τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχοντας υπ’ όψη τόσο το μέγεθος της όσο και την παραδοσιακή εμπλοκή της στα του διαζυγίου, επιφέροντας ένα συγκερασμό των παραδοσιακών και των σύγχρονων δεδομένων τόσο ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στην περίπτωση του διαζυγίου όσο και ως προς τους λόγους του διαζυγίου. Προφανώς, ως προς τις θρησκευτικές ομάδες που αναφέρονται στο Άρθρο 2.3, έκρινε ότι δεν υπήρχαν τα ίδια δεδομένα που να δικαιολογούσαν συνταγματική πρόνοια είτε με πανομοιότυπες είτε με άλλες συνταγματικής διάστασης ρυθμίσεις. Έδωσε λοιπόν ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προνοήσει εκείνος για αυτές, «τηρουμένων των αναλογιών» μεταξύ της ελληνορθόδοξης κοινότητας και των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων «προς τα ανωτέρω», δηλαδή ως προς τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2Α ζητήματα. Ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπ’ όψιν και τους παράγοντες στους οποίους παρέπεμψε ο αιτητής για να καταδείξει το ανέφικτο της λειτουργίας αυτοτελούς Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων – όπως είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο για τους Ελληνορθόδοξους – κατά το πρότυπο που εισηγείται η καθ’ ης η αίτηση.

2. Ενόψει των ανωτέρω, οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου [*180]του 1994 αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του γάμου είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

Β. Υπό Αρτέμη, Π. συμφωνούντων και των Δικαστών Φωτίου, Νικολάτου και Ερωτοκρίτου:

1. Ενόψει της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» (και ασχέτως αν αποδίδεται η έννοιά της με το mutatis mutandis), όρος που αναφέρεται στα προβλεπόμενα στο Άρθρο 111.2 Α(α) του Συντάγματος, θα έπρεπε και σ’ αυτή την περίπτωση ο Νόμος να προέβλεπε ότι ο διορισμός του Προέδρου του Δικαστηρίου θα γίνεται από την Αρμενική Εκκλησία με το διορισμό αξιωματούχου κληρικού νομομαθούς και μόνο στην περίπτωση που δεν διορίζεται από την Αρμενική Εκκλησία, θα διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, αν λόγω ανυπαρξίας κατάλληλων προσώπων που να ικανοποιούν τα κριτήρια που θέτει το Σύνταγμα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο η Αρμενική Εκκλησία δεν διορίζει τον Πρόεδρο, τότε ο διορισμός μπορεί να γίνει από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’ αναλογία με την περίπτωση του Οικογενειακού Δικαστηρίου που αφορά πρόσωπα που ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.

2. Περαιτέρω πρόβλημα φαίνεται να υπάρχει και με το διορισμό του ενός από τα δυο μέλη του εν λόγω Δικαστηρίου (της Γ. Κυριακίδου, Ε.Δ.) αφού αυτή δεν είναι πρόσωπο που ανήκει στην Αρμενική Εκκλησία, κατ’ αναλογία της πρόνοιας για διορισμό δύο μελών της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Επίσης, πρόβλημα υπάρχει και για το κοινοτικό μέλος, αφού δεν προνοείται, κατ’ αναλογία, ότι τα κοινοτικά μέλη πρέπει να είναι νομομαθείς ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου, όπως για το Οικογενειακό Δικαστήριο της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

3. Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Toumaian (ανωτέρω) την οποία επικαλέσθηκε ο αιτητής το θέμα της συνταγματικής συμβατότητας του Νόμου 87(Ι)/1994 δεν ήταν επίδικο.

4. Ο διαζευκτικός ισχυρισμός του αιτητή ότι δικαιολογείται η πρόνοια του Άρθρου 3(2) του Ν. 87(Ι)1994 από το δίκαιο της ανάγκης, όπως τούτο νομολογήθηκε με την υπόθεση Attorney-General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195, δεν ευσταθεί.

[*181]    Ενόψει των ανωτέρω, το Άρθρο 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 (ως έχει τροποποιηθεί) στην έκταση που διαλαμβάνει για διορισμό Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων από τα μέλη της δικαστικής εξουσίας και όχι σε πρώτο στάδιο διορισμό Προέδρου από την Αρμενική Εκκλησία, αλλά και το διορισμό μέλους, προσώπου που δεν ανήκει στην Αρμενική Εκκλησία, και όχι δύο μελών νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου που ανήκουν στην Αρμενική Εκκλησία, είναι αντίθετο με το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος.

Απάντηση στο Νομικό Ερώτημα ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδουλίδου v. Toumaian (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1024,

Housman v. Waterhouse 191 App. Div. 850, 182 N.Υ.S. 249,

R. v. Forrest 1983 Can LII 252 (BC S.C.) (Kαναδέζικη Yπόθεση),

Ashok Service Centre a.o. v. State οf Orissa [1983] SCR (2) 363 (Iνδική Yπόθεση),

Attorney-General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195.

Nομικό Eρώτημα.

Nομικό Eρώτημα από το Oικογενειακό Δικαστήριο (Θρησκευτικών Oμάδων) (Θρησκευτική Oμάδα Aρμενίων) (Aίτ. Aρ. 6/2009), κατόπιν αίτησης του δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, το οποίο παραπέμφθηκε στο Aνώτατο Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του περί Oικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Oμάδες) Nόμου 87(I)/94 είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

Α. Τσάρκατζης με Π. Πανάγου, για τον Αιτητή.

Λ. Βραχίμης με Α. Παπαδοπούλου (κα), για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η γνωμάτευση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δ. Χατζηχαμπής, Δ.. Με αυτή [*182]συμφωνούν οι Γ. Κωνσταντινίδης, Φ. Νικολαΐδης, Α. Κραμβής, Ε. Παπαδοπούλου, Στ. Ναθαναήλ, Κ. Παμπαλλής, Κ. Κληρίδης και Α. Πασχαλίδης, ΔΔ..

Την απόφαση μειοψηφίας θα δώσω εγώ. Με αυτή συμφωνούν και οι Μ. Φωτίου, Μ. Νικολάτος και Γ. Ερωτοκρίτου, ΔΔ..

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αίτηση, στα πλαίσια της οποίας παρεπέμφθη το ενώπιόν μας Νομικό Ερώτημα δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, κατεχωρήθη στο Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων για τη Θρησκευτική Ομάδα των Αρμενίων με επιδίωξη τη λύση του γάμου των διαδίκων ο οποίος ετελέσθη σύμφωνα με την ιεροτελεστία της Αρμενικής Εκκλησίας και ενώ ο μεν Αιτητής είναι μέλος της Αρμενικής Εκκλησίας η δε Καθ’ ης η Αίτηση είναι μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το εν λόγω Δικαστήριο συστάθηκε δυνάμει του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 (Ν. 87(Ι)/1994) και δη του Αρθρου 3 το οποίο προνοεί:

«3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θρησκευτικών ομάδων συγκροτούνται-

(α)          Σε δίκη για διαζύγια από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)·

(β)          σε κάθε άλλη δίκη από έναν από τους δικαστές, του Οικογενειακού Δικαστηρίου που δεν είναι το κοινοτικό μέλος αυτού·

(2)   Οι δικαστές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι-

(α)          Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τον οποίο ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα Μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, και

(β)          δύο μέλη, από τα οποία το ένα είναι Επαρχιακός Δικαστής και ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια θα καλείται «τακτικό μέλος») και το άλλο είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι και το οποίο επιλέγεται από κατάλογο πέντε προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπό της στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η διάρκεια της θητεί[*183]ας του μέλους αυτού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), είναι για δύο μόνο χρόνια. Το μέλος αυτό του δικαστηρίου θα καλείται «κοινοτικό μέλος».

(3)   Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η υπόδειξη κοινοτικού μέλους του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης διαδίκου ή του εκπρόσωπου της θρησκευτικής ομάδας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δύναται να διορίσει Επαρχιακό Δικαστή ως δεύτερο μέλος του Δικαστηρίου ή δύναται να εγκρίνει την εκδίκαση της υπόθεσης από τον Πρόεδρο και το τακτικό μέλος μόνο.»

Διορίσθησαν λοιπόν από το Ανώτατο Δικαστήριο ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου ένας Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως μέλος ένας Επαρχιακός Δικαστής και ως άλλο μέλος ένας εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας των Αρμενίων από κατάλογο πέντε προσώπων που υπέδειξε ο εκπρόσωπος της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων στη Βουλή.

Σε συνέχεια προδικαστικής ένστασης στην υπεράσπισή της ως προς τη συνταγματικότητα της σύνθεσης του Δικαστηρίου, η Καθ’ ης η Αίτηση υπέβαλε αίτηση για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο Νομικού Ερωτήματος κατά πόσο οι διατάξεις του Αρθρου 3(2) του Ν. 87(Ι)/1994 είναι σύμφωνες με το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος, με αναφορά στο οποίο θεσπίσθηκε ο Ν. 87(Ι)/1994.

Το Άρθρο 111 του Συντάγματος προνοεί:

 

«1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος παν ζήτημα των ανηκόντων εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν ή εις θρησκευτικήν ομάδα, δι’ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του Αρθρου 2, σχέσιν έχον προς τον αρραβώνα, τον γάμον, το κύρος του γάμου, διέπεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος υπό του εκκλησιαστικού νόμου της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ή υπό του εκκλησιαστικού νόμου εκάστης θρησκευτικής ομάδος, αναλόγως της περιπτώσεως.

2 Α. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακών δικαστηρίων έκαστον των οποίων σύγκειται:

[*184](α)    Εις την περί διαζυγίου δίκην εκ τριών δικαστών, ο εις των οποίων είναι αξιωματούχος κληρικός, νομομαθής διοριζόμενος υπό της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και προεδρεύει τούτου, οι δε έτεροι δύο επιλέγονται μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανηκόντων εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εις ην περίπτωσιν δεν διορίζεται αξιωματούχος κληρικός ως ανωτέρω, το Ανώτατον Δικαστήριον διορίζει και τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.

(β)   Εις πάσαν άλλην δίκην εξ’ ενός δικαστού ως νόμος θέλει ορίσει.

3. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις θρησκευτικήν ομάδα δι’ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του Αρθρου 2, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακού δικαστηρίου, περί της ιδρύσεως, της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας του οποίου νόμος θέλει ορίσει, τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω.»

Ήταν η εισήγηση της Καθ’ης η Αίτηση ότι, η αναφορά στο Άρθρο 111.3 «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», παραπέμπει στο Άρθρο 111.2Α με τρόπον ώστε τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2 ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τους ανήκοντες στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να ισχύουν κατ’ ακριβή αναλογία και αντιστοιχία ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων, στην προκειμένη περίπτωση των Αρμενίων. Έτσι, κατέληξε, η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου, προκειμένου περί δίκης διαζυγίου, να έπρεπε να ήταν όχι όπως προνοείται στο Ν. 87(Ι)/1994 αλλά, κατά το πρότυπο του Άρθρου 111.2, ένας αξιωματούχος κληρικός νομομαθής διοριζόμενος από την Αρμενική Εκκλησία και δύο νομομαθείς ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανήκοντες στην Αρμενική Εκκλησία διοριζόμενοι από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της αίτησης, θεώρησε ότι υπάρχει ασάφεια στο λεκτικό της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» αναφορικά με το ποίες αναλογίες των Παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 111 πρέπει να τηρούνται, και έτσι έκρινε ότι υπήρχε θέμα για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, διατυπώνοντας ως ακολούθως το Νομικό Ερώτημα το οποίο και παρέπεμψε:

[*185]«Κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου, 87(Ι)/1994, αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του Γάμου, είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.»

Ενώπιόν μας, η Καθ’ ης η Αίτηση ανέπτυξε στην ίδια βάση τη θέση της. Εφ’ όσον, λέγει, οι διάδικοι, μη ανήκοντες στην ίδια Εκκλησία, επέλεξαν δυνάμει του Άρθρου 22.2(α) του Συντάγματος όπως ο γάμος τους διέπεται από το δίκαιο της Αρμενικής Εκκλησίας, ώστε η λύση του να είναι στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων, το Δικαστήριο αυτό, για να είναι νομίμως συσταθέν, θα πρέπει η σύνθεση του να είναι σύμφωνα με τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.3 ώστε να πρέπει να αναπαράγονται οι πρόνοιες του Άρθρου 111.2Α και για τα Οικογενειακά Δικαστήρια των Θρησκευτικών Ομάδων. Τούτο, λέγει, είναι το αποτέλεσμα, με αναφορά στις ερμηνευτικές αρχές, της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», που αντιστοιχεί στον όρο «mutatis mutandis”. Η πρόνοια αυτή, εισηγείται, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρά ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται οι πρόνοιες στις οποίες παραπέμπει με μόνο τις ανάλογες φραστικές προσαρμογές, όπως στην περίπτωση του mutatis mutandis που σημαίνει μόνο «with the necessary changes in points of detail» («με τις αναγκαίες αλλαγές στις λεπτομέρειες»), σύμφωνα με την Κοινοπολιτιακή νομολογία και τα Αγγλικά νομικά λεξικά στα οποία παραπέμπει. Δεν παρείχετο λοιπόν, καταλήγει η Καθ’ ης η Αίτηση, ευχέρεια στο νομοθέτη να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του Άρθρου 111.2Α, ο μόνος δε λόγος που χρησιμοποιήθηκε η επίμαχη φράση στο Άρθρο 111.3 ήταν η αποφυγή αχρείαστης επανάληψης των προνοιών του Άρθρου 111.2Α. Ούτε υπάρχει αδυναμία συγκρότησης Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη θρησκευτική Ομάδα των Αρμενίων κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 111.2Α, αφού και πριν από την τροποποίηση του Άρθρου 111.2 η Αρμενική Εκκλησία λειτουργούσε το δικό της Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, εις περίπτωση δε μη διορισμού αξιωματούχου κληρικού ως προεδρεύοντα, αυτός θα ορισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2Α, ενώ υπάρχουν διαθέσιμοι εκπρόσωποι των Αρμενίων για την πλήρωση των άλλων δύο θέσεων όπως καταδεικνύεται από τον κατάλογο των πέντε προσώπων που υποβάλλεται βάσει του Ν. 87(Ι)/1994 για την επιλογή του εκπροσώπου των Αρμενίων.

Ο Αιτητής έχει άλλη άποψη του πράγματος, εισηγούμενος ότι η επίμαχη φράση αποσκοπεί όχι στη διαμόρφωση ρυθμίσεων πανο[*186]μοιότυπων προς εκείνες του Άρθρου 111.2Α, οπότε θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα και οι λόγοι διαζυγίου του Άρθρου 111.2Α (που είναι εκείνοι που προβλέπονται στο Καταστατικό της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) να μεταφέροντο αυτούσιοι στα του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Αρμενίων (που θα ήταν ακόμα πιο παράλογο στην περίπτωση των Μαρωνιτών, η Εκκλησία των οποίων δεν αναγνωρίζει τη λύση του γάμου), αλλά να παραπέμψει στις ευρύτερες αναλογίες μεγεθών, ιδιαιτεροτήτων και αναγκών μεταξύ της Ορθόδοξης και της Αρμενικής ή άλλης κοινότητας. Παραπέμποντας στον πολύ περιορισμένο αριθμό των Αρμενίων σε σύγκριση με εκείνο των Ορθοδόξων, με ανάλογη αντιστοιχία στην κατηγορία των νομομαθών που να μπορούσαν να ικανοποιήσουν την πρόνοια του Άρθρου 111.2Α ως προς νομομαθείς «ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου», ο Αιτητής παρατηρεί το ανέφικτο της σύστασης Οικογενειακού Δικαστηρίου των Αρμενίων κατ’ ακριβή αντιστοιχία προς τα διέποντα το Οικογενειακό Δικαστήριο των Ορθοδόξων, αφού μάλιστα ακόμα και ο κατάλογος των πέντε προσώπων από τα οποία διορίζεται ο εκπρόσωπος των Αρμενίων δεν περιλαμβάνει καν νομομαθείς. Ο Αιτητής παραπέμπει εξ άλλου στην υπόθεση Χριστοδουλίδου v. Toumaian (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1024, όπου η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιλαμβανόμενη Νομικού Ερωτήματος, εξέτασε τις διατάξεις του Ν. 87(Ι)/1994 αναφορικά με τη σύνθεση των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων, ουσιαστικά επικροτώντας τη συνταγματικότητά της. Την υπόθεση αυτή υποβαθμίζει η Καθ’ ης η Αίτηση λέγοντας ότι το θέμα που αφορά εδώ δεν ήταν επίδικο εκεί, ώστε τα λεχθέντα ως προς τη συνταγματική συμβατότητα του Ν. 87(Ι)/1994 να ελέχθησαν στα πλαίσια ιστορικής αναδρομής και όχι σε συνάρτηση με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία.

Η υπόθεση Χριστοδουλίδου v. Toumaian συνιστά βεβαίως υπολογίσιμη νομολογιακή αφετηρία για σκοπούς του ενώπιον μας Νομικού Ερωτήματος, και ασφαλώς δεν μπορεί να παραγνωρισθεί με τον τρόπο που εισηγείται η Καθ’ ης η Αίτηση. Η απόφαση συνιστά συνειδητή αντίληψη της Ολομέλειας ως προς τη συνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Ν. 87(Ι)/1994 σε σχέση με τη σύσταση των Οικογενειακών Δικαστηρίων της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων αφού αυτή ήταν και προϋπόθεση της εξέτασης του θέματος που εγείρετο και αφορούσε την εμβέλεια της δικαιοδοσίας του. Αλλά και συνειδητή αντίληψη ως προς τις διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων του Άρθρου 111.2Α και εκείνων του Ν. 87(Ι)/1994. Και οι αναφορές ότι «Το Οικογενειακό Δικαστήριο των Θρησκευτικών Ομάδων, κατ’ αναλογίαν με τα Οικογενειακά Δικαστήρια [υπογράμμιση δική μας] συγκροτείται ...» (σ. 1032) και ότι ο Ν. [*187]87(Ι)/1994 θεσπίσθηκε «κατά τον ίδιο και ανάλογο τρόπο όπως προνοείται στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90» (σ. 1033) έχουν την ίδια κατεύθυνση.

Θα χρειαζόταν μεγάλη πειστικότητα στα όποια επιχειρήματα περί του αντιθέτου, την οποία σαφώς τα επιχειρήματα της Καθ’ ης η Αίτηση δεν διαθέτουν, ούτε συμμεριζόμαστε την εντύπωση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου ότι υπάρχει ασάφεια στο λεκτικό της εν λόγω φράσης. Οι εισηγήσεις της εδράζονται σε πεπλανημένη αντίληψη της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω», την οποία εξισώνει προς το «mutatis mutandis» ή προς το «ανάλογες ή αντίστοιχες ρυθμίσεις». Τέτοια εξίσωση δεν επιτρέπουν οι ίδιες οι λέξεις «τηρουμένων των αναλογιών» με τη γραμματική τους έννοια.  «Τηρουμένων των αναλογιών» σημαίνει να τηρηθούν οι αναλογίες και δεν σημαίνει «mutatis mutandis» ή «να γίνει ανάλογη ή αντίστοιχη ρύθμιση» ως προς τις ίδιες τις πρόνοιες.  Η παρερμηνεία βεβαίως εντοπίζεται στην αντίληψη ότι «τηρουμένων των αναλογιών» έχει αναφορά στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 111.2Α αντί στα δεδομένα των θρησκευτικών ομάδων. Αν όμως αυτή ήταν η πρόθεση του Συνταγματικού νομοθέτη, δεν θα εκφράζετο όπως εξεφράσθη αλλά θα μπορούσε να εκφράζετο είτε με ευθεία αναφορά σε «ανάλογες ή αντίστοιχες ρυθμίσεις προς τα ανωτέρω», είτε με την απλή επανάληψη των προνοιών του Άρθρου 111.2Α αφού αντικαθίσταντο οι αναφορές «Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» ως προς τον προεδρεύοντα και «Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» ως προς τους άλλους δύο Δικαστές με τις αναφορές «Αρμενικής Εκκλησίας» και «Αρμενικήν Εκκλησίαν» αντιστοίχως. Και ποίο έρεισμα θα είχε η ακριβής αντιστοιχία που εισηγείται η Καθ’ ης η Αίτηση ως προς τις πρόνοιες του Άρθρου 111.2Α για τους λόγους του διαζυγίου, αφού, αν ίσχυε τέτοια αντίληψη, θα έπρεπε η ακριβής αντιστοιχία να επεκτείνετο και εκεί; Δεν ήταν όμως ασφαλώς αυτή η πρόθεση. Ο συνταγματικός νομοθέτης προνόησε ειδικώς ως προς τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχοντας υπ’ όψη τόσο το μέγεθος της όσο και την παραδοσιακή εμπλοκή της στα του διαζυγίου, επιφέροντας ένα συγκερασμό των παραδοσιακών και των σύγχρονων δεδομένων τόσο ως προς τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στην περίπτωση του διαζυγίου όσο και ως προς τους λόγους του διαζυγίου. Προφανώς, ως προς τις θρησκευτικές ομάδες που αναφέρονται στο Άρθρο 2.3, έκρινε ότι δεν υπήρχαν τα ίδια δεδομένα που να δικαιολογούσαν συνταγματική πρόνοια είτε με πανομοιότυπες είτε με άλλες συνταγματικής διάστασης ρυθμίσεις. Έδωσε λοιπόν ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προνοήσει εκείνος για αυτές, «τηρουμένων των αναλογιών» μεταξύ της ελληνορθόδοξης κοινότητας και των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων «προς τα ανω[*188]τέρω», δηλαδή ως προς τα προνοούμενα στο Άρθρο 111.2Α ζητήματα. Και ο κοινός νομοθέτης, στα πλαίσια της ευρείας αυτής ευχέρειας του, κρίνοντας τις αναλογίες αυτές και έχοντας υπ’ όψη τα δεδομένα και τις αναλογίες των εν λόγω θρησκευτικών ομάδων, νομοθέτησε «αναλόγως», προνοώντας και για τη λειτουργικότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων και για την κατά το δυνατό και λογικό εκπροσώπηση σε αυτό των κοινοτήτων που τις απαρτίζουν. Έτσι νομοθετώντας, ασφαλώς έλαβε υπ’ όψη του και τους παράγοντες στους οποίους παρέπεμψε ο Αιτητής για να καταδείξει το ανέφικτο της λειτουργίας αυτοτελούς Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων – όπως είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο για τους Ελληνορθόδοξους – κατά το πρότυπο που εισηγείται η Καθ’ ης η Αίτηση.

Είναι λοιπόν η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ενώπιον του παραπεμφθέν Νομικόν Ερώτημα ότι οι διατάξεις του Αρθρου 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του γάμου είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων, Θρησκευτική Ομάδα Αρμενίων, στη Δικαιοδοσία Λύσης Γάμου, μετά από προδικαστική ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση ότι η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι αντισυνταγματική, όπως αντισυνταγματικές είναι και οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 μέχρι 2004 (Ν.87(Ι)/1994 ως έχει τροποποιηθεί) και ως αποτέλεσμα αιτήματος για παραπομπή του θέματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, παρέπεμψε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος, για γνωμάτευση το πιο κάτω ερώτημα.

«Κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου, 87(Ι)/1994, αναφορικά με τη σύνθεση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας λύσης του Γάμου, είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Άρθρου 111.3 του Συντάγματος.»

Το Άρθρο 3 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994, προβλέπει τα ακόλουθα:

«3(1)          Τα Οικογενειακά Δικαστήρια Θρησκευτικών Ομάδων [*189]συγκροτούνται –

(α) Σε δίκη για διαζύγια από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)

...............................................................................................

   (2) Οι δικαστές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι –

(α) ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τον οποίο ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα Μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, και

(β) δύο μέλη, από τα οποία το ένα είναι Επαρχιακός Δικαστής και ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια θα καλείται «τακτικό μέλος»), και το άλλο είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι και το οποίο επιλέγεται από κατάλογο πέντε  προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπό της στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η διάρκεια της θητείας του μέλους αυτού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), είναι για δύο μόνο χρόνια. Το μέλος αυτό του δικαστηρίου θα καλείται «κοινοτικό μέλος».

   (3) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η υπόδειξη κοινοτικού μέλους του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει Επαρχιακό Δικαστή ως δεύτερο μέλος.

         ...................................................................................................»

Η σημερινή σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελείται από τους Χ. Πογιατζή, Π., Πρόεδρο και μέλη τους Γ. Κυριακίδου, Ε.Δ. και Ρ. Σαμονιάν, μέλος Θρησκευτικής Ομάδος Αρμενίων, που διορίστηκαν όλοι από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989 (Ν.95/89) το οποίο κατά τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η Αίτηση παραβιάστηκε από το Αρθρο 3(2) του πιο πάνω Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:

«3. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις θρησκευτικήν ομάδα δι’ ην [*190]ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του Αρθρου 2, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακού δικαστηρίου, περί της ιδρύσεως της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας του οποίου νόμος θέλει ορίσει, τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω.»

Είναι το επιχείρημα των συνηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση ότι  ενόψει της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 111.2Α(α), που σχέση έχουν με τους ανήκοντες εις «την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν» το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«2 Α. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τα οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακών δικαστηρίων έκαστον των οποίων σύγκειται:

(α)   Εις την περί διαζυγίου δίκην εκ τριών δικαστών, ο εις των οποίων είναι αξιωματούχος κληρικός, νομομαθής διοριζόμενος υπό της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και προεδρεύει τούτου, οι δε έτεροι δύο επιλέγονται μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανηκόντων εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εις ην περίπτωσιν δεν διορίζεται αξιωματούχος κληρικός ως ανωτέρω, το Ανώτατον Δικαστήριον διορίζει και τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.

     ......................................................................................................»

Κατ’ αντίθεση, η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή είναι ότι το Άρθρο 3(2) του Νόμου δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα καθόσο υπάρχει η αναλογία των τριών μελών και η συμμετοχή κοινοτικού μέλους, αλλά και αν ακόμα κριθεί ότι συγκρούεται, τότε δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης.

Προκύπτει από τα πιο πάνω, πως ουσιαστικό θέμα για απάντηση είναι η έννοια της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω».

Σύμφωνα με την θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση, η έννοια του όρου «τηρουμένων των αναλογιών», συμπίπτει με την έννοια του λατινικού όρου που χρησιμοποιείται ευρέως, mutatis mutandis.

[*191]Η έννοια του λατινικού όρου mutatis mutandis είναι, όπως αναφέρεται στο Radin Law Dictionary, «having changed what should be changed» («έχοντας αλλάξει ότι έπρεπε να αλλαχθεί»).

Στην υπόθεση Housman v. Waterhouse 191 App. Div. 850, 182 N.Υ.S. 249, 251, κρίθηκε ότι η έννοια του όρου είναι «... with the necessary changes in points of detail, meaning that matters or things are generally the same, but to be altered when necessary, as to names, offices, and the like».

Σε μετάφραση: «... με τις αναγκαίες αλλαγές στις λεπτομέρειες, που σημαίνει ότι θέματα ή πράγματα είναι γενικά τα ίδια, αλλά αλλάσσεται όπου είναι αναγκαίο, ότι αφορά ονόματα, αξιώματα ή θέσεις, και τα παρόμοια.»

Μια ανάλυση που υποστηρίζει την πιο πάνω ερμηνεία του όρου, δίδεται στη γραπτή αγόρευση της Καθ’ ης η Αίτηση με αναφορά στην Καναδική υπόθεση R. v. Forrest 1983 Can LII 252 (BC S.C.) και στην Ινδική υπόθεση Ashok Service Centre a.o. v. State Of Orissa 1983 SCR (2) 363.

Προς υποστήριξη της θέσης του ότι η υπό κρίση πρόνοια του Νόμου είναι συνταγματική, ο Αιτητής επικαλείται την απόφαση στην υπόθεση Χριστοδουλίδου v. Toumaian (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1024  και εισηγείται ότι ουσιαστικά η Ολομέλεια εκεί επικρότησε τη συνταγματικότητα της πρόνοιας. Κατά την άποψή μας, τέτοια ερμηνεία είναι εσφαλμένη, αφού στην υπόθεση εκείνη το θέμα της συνταγματικής συμβατότητας του Νόμου 87(Ι)/1994 δεν ήταν επίδικο.

Αφού εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις, έχουμε καταλήξει ότι η πιο πάνω θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ευσταθεί.

Ενόψει της φράσης «τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω» (και ασχέτως αν αποδίδεται η έννοιά της με το mutatis mutandis), όρος που αντιλαμβανόμαστε αναφέρεται στα προβλεπόμενα στο Άρθρο 111.2Α(α) του Συντάγματος, θα έπρεπε και σ’ αυτή την περίπτωση ο Νόμος να προέβλεπε ότι ο διορισμός του Προέδρου του Δικαστηρίου θα γίνεται από την Αρμενική Εκκλησία με το διορισμό αξιωματούχου κληρικού νομομαθούς και μόνο στην περίπτωση που δεν διορίζεται από την Αρμενική Εκκλησία, θα διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, αν λόγω ανυπαρξίας κατάλληλων προσώπων που να ικανοποιούν τα κριτήρια που θέτει το Σύνταγμα ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο η Αρμενική Εκκλησία δεν διορίζει τον Πρόεδρο, τότε ο διορισμός μπορεί να [*192]γίνει από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’ αναλογία με την περίπτωση του Οικογενειακού Δικαστηρίου που αφορά πρόσωπα που ανήκουν στην Ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία.

Με τα πιο πάνω, απαντάται και η άποψη του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή ότι θα είναι ανέφικτο να διοριστεί ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου «αξιωματούχος κληρικός νομομαθής» υπό της Αρμενικής Εκκλησίας. Αν πράγματι αυτό είναι ανέφικτο ή αν ακόμα είναι εφικτό αλλά η εν λόγω Εκκλησία, για οποιοδήποτε λόγο, δεν διορίσει πρόεδρο, τότε αυτός διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Περαιτέρω, πρόβλημα φαίνεται να υπάρχει και με το διορισμό του ενός από τα δυο μέλη του εν λόγω Δικαστηρίου (της Γ. Κυριακίδου, Ε.Δ.) αφού αυτή δεν είναι πρόσωπο που ανήκει στην Αρμενική Εκκλησία, κατ’ αναλογία της πρόνοιας για διορισμό δύο μελών της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Επίσης, πρόβλημα υπάρχει και για το κοινοτικό μέλος, αφού δεν προνοείται, κατ’ αναλογία, ότι τα κοινοτικά μέλη πρέπει να είναι νομομαθείς ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου, όπως για το Οικογενειακό Δικαστήριο της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ο διαζευκτικός ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ότι δικαιολογείται η πρόνοια του Αρθρου 3(2) του Ν. 87(Ι)1994 από το δίκαιο της ανάγκης, όπως τούτο νομολογήθηκε με την υπόθεση Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το Αρθρο 3(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμου του 1994 (ως έχει τροποποιηθεί) στην έκταση που διαλαμβάνει για διορισμό Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Θρησκευτικής Ομάδας των Αρμενίων από τα μέλη της δικαστικής εξουσίας και όχι σε πρώτο στάδιο διορισμό Προέδρου από την Αρμενική Εκκλησία, αλλά και το διορισμό μέλους, προσώπου που δεν ανήκει στην Αρμενική Εκκλησία, και όχι δύο μελών νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου που ανήκουν στην Αρμενική Εκκλησία, είναι αντίθετο με το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος.

Απάντηση στο Νομικό Ερώτημα ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο