Tράπεζα Kύπρου Δημόσια Eταιρεία Λτδ ν. Γ. & K. Bιονευρολογική Λτδ και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 234

(2011) 1 ΑΑΔ 234

[*234]18 Φεβρουαρίου, 2011

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. Γ. & Κ. ΒΙΟΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΤΔ.,

2. ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΓΟΥΛΕΤΑ,

3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2010)

 

Δικαστικό προηγούμενο ― Απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο ― Η σχετική νομολογία είναι πάγια ― Συνοψίζεται και επεξηγείται από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μαυρογένης v. Bουλής των Aντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315 ― Πότε παρέχεται δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια της Δ.17, θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Κατά πόσο επηρεάζουν τα δικαιώματα μη διαδίκων στη διαδικασία ― Κατά πόσο η έκδοση απόφασης εναντίον εγγυητή αποστερεί τον πρωτοφειλέτη από το δικαίωμά του να προβάλει τις υπερασπίσεις που του προσφέρονται από το δίκαιο ― Κατά πόσο η απόφαση στη Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021, είναι νομικά ορθή.

Με μονομερή αίτηση την οποία καταχώρισε στο πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα αξίωνε απόφαση εναντίον της πρώην εφεσίβλητης 1, όπως και του εφεσίβλητου 2, λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης. Η αίτηση απορρίφθηκε. Για μεν την πρώην εφεσίβλητη 1 το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νομότυπη και ως εκ τούτου το ακύρωσε, για δε τον εφεσίβλητο 2, με αναφορά στην υπόθεση Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268, ότι η αίτηση ήταν πρόωρη.

[*235]Με την έφεση η εφεσείουσα αρχικά πρόσβαλλε ως εσφαλμένη τόσο την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την πρώην εφεσίβλητη 1, όσο και την κρίση του σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2. Όμως, στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης, η συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε την έφεση στο βαθμό και την έκταση που στρεφόταν εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την πρώην εφεσίβλητη 1, με αποτέλεσμα η έφεση να προωθηθεί και να συζητηθεί, στο βαθμό και την έκταση, που στρεφόταν εναντίον της πρωτόδικης κρίσης σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2.

Η συνήγορος των εφεσειόντων κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο είτε να αποστεί από τη Σιαμμάς (ανωτέρω), την οποία θεωρεί «νομικά ανυπόστατη και/ή λανθασμένη καθώς και αντίθετη με τις μέχρι σήμερα καθιερωμένες αρχές της νομολογίας», είτε να μην την εφαρμόσει καθότι η υπό συζήτηση υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα, από την υπόθεση Σιαμμάς (ανωτέρω).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ορθά γεγονότα της υπόθεσης Σιαμμάς v. Λαϊκής Kυπριακής Tράπεζας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268, είναι αυτά που παρατίθενται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στον Τόμο (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021 σε αντικατάσταση αυτών που δημοσιεύθηκαν στον Τόμο (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268.

2.  Η απόφαση Σιαμμάς είναι εσφαλμένη για τους πιο κάτω λόγους:

(i) Έκδοση απόφασης εναντίον συνεναγομένου δεν προκαθορίζει ούτε και προαποφασίζει κατ’ ανάγκη, ως το σκεπτικό της υπόθεσης Σιαμμάς εισηγείται, τη μοίρα της αξίωσης εναντίον άλλου συνεναγομένου. Η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά και με βάση το υλικό που ο αιτητής επιλέγει να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου.

(ii)          Απόφαση που εκδίδεται λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, δεν καθορίζει με τελεσίδικο ή απόλυτο τρόπο ακόμη και τα δικαιώματα αυτού τούτου του ενάγοντα εναντίον του εγγυητή. Ο τελευταίος, διαθέτει την ευχέρεια, δυνάμει των Δικονομικών Κανονισμών (βλ. θ.10 της Δ.17) να αποταθεί στο δικαστήριο, για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης, ακόμα και να απαιτήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ενδεχομένως να είχε καταβάλει στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης.

(iii)          Ακόμη και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν εγκρίνει το [*236]αίτημα του εναγόμενου – εγγυητή για παραμερισμό της απόφασης, γιατί δεν έχει πειστεί ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, τέτοια απόφαση δεν δημιουργεί δεδικασμένο εναντίον του πρωτοφειλέτη έτσι ώστε ο πρωτοφειλέτης να εμποδίζεται από του να προβάλει υπεράσπιση. Ο λόγος είναι προφανής. Εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επίδικων θεμάτων. Η διαδικασία έκδοσης απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, όπως και η διαδικασία παραμερισμού της απόφασης, αποτελούν διαδικασίες μεταξύ του ενάγοντα και του εγγυητή, επομένως δεν υφίσταται ταύτιση διαδίκων έτσι ώστε να δεσμεύεται από την απόφαση ο πρωτοφειλέτης. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της διαδικασίας που προνοείται από το θ. 4 της Δ.17, επηρεάζουν τα δικαιώματα μόνο των διαδίκων στην εν λόγω διαδικασία. Δεν είναι δυνατό να επηρεάζουν και τα δικαιώματα του πρωτοφειλέτη, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία και συνεπώς δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί. Αντίθετη πορεία και προσέγγιση θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ο πρωτοφειλέτης είναι απόλυτα ελεύθερος να προβάλει οποιεσδήποτε υπερασπίσεις του προσφέρονται από το δίκαιο και η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν τον αποστερεί από το εν λόγω δικαίωμα. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η αρχή η οποία έχει υιοθετηθεί στη Σιαμμάς είναι εσφαλμένη. Επομένως είναι δυνατή η απόκλιση από το λόγο της (ratio).

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 (εναγόμενου 2), πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με οποιοδήποτε από τους εναγόμενους 1 και 3, εναντίον του οποίου ενδεχομένως να έχει εκδοθεί απόφαση ή θα εκδοθεί στο μέλλον.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268,

[*237]Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315,

Α. Panayides Contracting Ltd. v. Xαραλάμπους (2004) 1(Α) A.A.Δ.416.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 68/2009), ημερ. 22/4/2010.

Στ. Πολυβίου (κα) με Μ. Ναθαναήλ (κα), για τους Εφεσείοντες.

Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με κλητήριο ένταλμα το οποίο καταχώρισε δυνάμει των προνοιών του θ. 6 της Δ.2, η εφεσείουσα Τράπεζα αξίωνε εναντίον και των τριών εναγομένων συγκεκριμένο ποσό, στη βάση συμβολαίου ενοικιαγοράς, δυνάμει των προνοιών του οποίου η εφεσείουσα, υπό την εγγύηση των εναγομένων 2 και 3 (εφεσίβλητου 2 και εναγόμενου 3), παραχώρησε στην εναγόμενη 1 (πρώην εφεσίβλητη 1) με τη μορφή ενοικιαγοράς, συγκεκριμένα αντικείμενα.

Με μονομερή αίτηση την οποία καταχώρισε στο πρωτόδικο δικαστήριο, η εφεσείουσα αξίωνε απόφαση εναντίον της πρώην εφεσίβλητης 1, όπως και του εφεσίβλητου 2, λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης. Η αίτηση απορρίφθηκε. Για μεν την πρώην εφεσίβλητη 1 το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η έκδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νομότυπη και ως εκ τούτου το ακύρωσε, για δε τον εφεσίβλητο 2, με αναφορά στην υπόθεση Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268, ότι η αίτηση ήταν πρόωρη.

Με την έφεση η εφεσείουσα αρχικά πρόσβαλλε ως εσφαλμένη τόσο την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την πρώην εφεσίβλητη 1, όσο και την κρίση του σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2. [*238]Όμως, στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας απέσυρε την έφεση στο βαθμό και την έκταση που στρεφόταν εναντίον της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την πρώην εφεσίβλητη 1, με αποτέλεσμα η έφεση να προωθηθεί και να συζητηθεί, στο βαθμό και την έκταση, που στρεφόταν εναντίον της πρωτόδικης κρίσης σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2.

Επιχειρηματολογώντας η κα Πολυβίου, μας κάλεσε, είτε να αποστούμε από την υπόθεση Σιαμμάς (πιο πάνω), την οποία θεωρεί «νομικά ανυπόστατη και/ή λανθασμένη καθώς και αντίθετη με τις μέχρι σήμερα καθιερωμένες αρχές της νομολογίας», είτε να μην την εφαρμόσουμε καθότι η υπό συζήτηση υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα, από την υπόθεση Σιαμμάς (πιο πάνω).

Τα γεγονότα στην υπόθεση Σιαμμάς, όπως αυτά εκτίθενται στην απόφαση που είναι δημοσιευμένη στον Τόμο (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268, η οποία αποτελεί και το σημείο αναφοράς τόσο του σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και της επιχειρηματολογίας της κας Πολυβίου, έχουν ως εξής: Ο εφεσείων ήταν ο εγγυητής χρέους της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας προς την εφεσίβλητη Τράπεζα, η οποία είχε καταχωρίσει αίτηση για συνοπτική απόφαση. Στην εν λόγω αίτηση, η μεν πρωτοφειλέτιδα έφερε ένσταση ισχυριζόμενη ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νομότυπη, ο δε εφεσείων ζήτησε άδεια να καταχωρίσει υπεράσπιση. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ έκαμε δεκτή την ένσταση της πρωτοφειλέτιδας και ακύρωσε την επίδοση, απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα, εναντίον του οποίου προχώρησε και έκδωσε απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας την έφεση, ανέφερε τα εξής σχετικά με τη διαδικασία που το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε:

“Ακολουθώντας όμως αυτή τη διαδικασία το Δικαστήριο αποφάσισε ουσιαστικά και τελεσίδικα την ύπαρξη του χρέους και την οφειλή της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, γιατί με την κατάληξη αυτή εκδίδεται στην πράξη και απόφαση εναντίον της εταιρείας, η οποία δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, μιας και το κλητήριο ένταλμα που της επιδόθηκε ακυρώθηκε. Όταν οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, με την καταχώριση εμφάνισης εκ μέρους της εταιρείας, θα προβληθεί λογικά το ερώτημα: ποία υπεράσπιση θα μπορεί να προβάλει, εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη την ύπαρξη και την οφειλή του χρέους και εξέδωσε απόφαση για τον εγγυητή;”

Τα ορθά γεγονότα όμως της υπόθεσης Σιαμμάς δεν είναι τα πιο [*239]πάνω. Τα ορθά γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης είναι αυτά που παρατίθενται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στον Τόμο (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021, σε αντικατάσταση αυτών που δημοσιεύθηκαν στον Τόμο (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268, στην οποία η έρευνά μας, μας οδήγησε. Τα παραθέτουμε: Ο εφεσείων ήταν εγγυητής χρέους της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας προς την εφεσίβλητη Τράπεζα. Η Τράπεζα καταχώρισε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης σημειώματος εμφάνισης, η οποία έγινε δεκτή. Ακολούθησε αίτηση τόσο από πλευράς της πρωτοφειλέτιδας, όσο και από πλευράς του εφεσείοντα, για παραμερισμό της απόφασης. Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την αίτηση της πρωτοφειλέτιδας γιατί η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νομότυπη και παραμέρισε την απόφαση εναντίον της, δεν έκαμε δεκτή την αίτηση του εφεσείοντα, την οποία απέρριψε λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Το Ανώτατο Δικαστήριο με πανομοιότυπο, όπως και την πρώτη φορά, σκεπτικό έκαμε δεκτή την έφεση του εφεσείοντα – εγγυητή και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση.

Στρέφουμε τώρα την προσοχή μας στην υπό κρίση περίπτωση. «Παρέχεται ή όχι ευχέρεια να αποστούμε, ως η εισήγηση της εφεσείουσας, από το λόγο (ratio) της απόφασης στην υπόθεση Σιαμμάς v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021;». Αυτό είναι και το μόνο ερώτημα που εγείρεται. Εφόσον η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η υπόθεση Σιαμμάς δεν τυγχάνει εφαρμογής λόγω ουσιαστικής διαφοροποίησης της από την παρούσα περίπτωση ως προς τα γεγονότα, δεν έχει σαν πραγματικό υπόβαθρο τα ορθά γεγονότα της υπόθεσης Σιαμμάς, τότε, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διαφοροποίηση.

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από τη νομολογία, έχουν πλέον νομολογιακά παγιωθεί. Παρέχεται στο δικαστήριο τέτοια δυνατότητα εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη. (Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και Α. Panayides Contracting Ltd. v. Xαραλάμπους (2004) 1(Α) A.A.Δ. 416).

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Σιαμμάς, η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, αφαιρεί οποιαδήποτε υπεράσπιση από τον πρωτοφειλέτη «εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη την ύπαρξη και την οφειλή του χρέους και εξέδωσε απόφαση για τον εγγυητή». Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η δυναμική του σκεπτικού της απόφασης στην υπόθεση Σιαμμάς επηρεάζεται ως εκ των πραγμάτων από τα πιο πάνω, για τους λόγους που ακολου[*240]θούν, η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν συνεπάγεται τις συνέπειες που υποδεικνύονται στην υπόθεση Σιαμμάς.

Τέτοια απόφαση είναι δυνατό να εκδοθεί δυνάμει των προνοιών του θ.4 της Δ.17 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, οι οποίες αντιστοιχούν με αυτές του θ.4 της Δ.13 των παλαιών Αγγλικών Δικονομικών Κανονισμών και οι οποίες έχουν ως εξής:

4. Where the writ of summons is for a liquidated demand, whether specially indorsed or otherwise, and there are several defendants, of whom one or more appear to the writ, and another or others of them fail to appear, the plaintiff may apply for judgment, as in the preceding rule, against such as have not appeared, and may issue execution upon such judgment without prejudice to his right to proceed with the action against such as have appeared.”

Προκύπτει επομένως ότι η δυνατότητα έκδοσης ξεχωριστών αποφάσεων εναντίον συνεναγομένων στη βάση ξεχωριστών αιτήσεων για απόφαση, είναι θεσμικά κατοχυρωμένη.

Η απόφαση στη Σιαμμάς εκδόθηκε χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις πρόνοιες του θ.4 της Δ.17 και κατά πλήρη παραγνώριση και παραβίαση τους. Επομένως, είναι εσφαλμένη.

Όμως, η απόφαση Σιαμμάς είναι εσφαλμένη και για τους πιο κάτω λόγους:

Έκδοση απόφασης εναντίον συνεναγομένου δεν προκαθορίζει ούτε και προαποφασίζει κατ’ ανάγκη, ως το σκεπτικό της υπόθεσης Σιαμμάς εισηγείται, τη μοίρα της αξίωσης εναντίον άλλου συνεναγομένου. Η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά και με βάση το υλικό που ο αιτητής επιλέγει να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου. Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με την εμβέλεια του πεδίου εφαρμογής των προνοιών του θ. 4 της Δ.13, οι οποίες υπενθυμίζουμε είναι πανομοιότυπες με αυτές του θ. 4 της Δ.17, παραπέμπουμε στην επεξηγηματική σημείωση του συγγράμματος Annual Practice του 1958 υπό τον τίτλο “Some Defendants not Served”, σελ. 156.

Απόφαση που εκδίδεται λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, δεν καθορίζει με τελεσίδικο ή απόλυτο τρόπο ακόμη και τα δικαιώματα αυτού τούτου του ενάγοντα εναντίον του εγγυητή. Ο τελευταίος, διαθέτει την ευχέρεια, δυνάμει των Δικονο[*241]μικών Κανονισμών (βλ. θ. 10 της Δ.17) να αποταθεί στο δικαστήριο, για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης, ακόμα και να απαιτήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ενδεχομένως να είχε καταβάλει στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης. Η νομολογία μας έχει θέσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις τις οποίες ο εναγόμενος, στην περίπτωση μας ο εγγυητής εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση λόγω μη εμφάνισης, θα πρέπει να ικανοποιήσει για να δικαιούται σε διάταγμα παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του. Δεν είναι βέβαια του παρόντος η συζήτηση σε βάθος αναφορικά με την ουσία των εν λόγω προϋποθέσεων. Αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε ότι ο εναγόμενος για να δικαιούται σε παραμερισμό απόφασης, θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο, εκ πρώτης όψεως βέβαια, ότι έχει καλή ή συζητήσιμη υπεράσπιση και θα πρέπει να μην έχει επιδείξει αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναγόμενη σε περιφρόνηση του δικαστηρίου στην υποβολή της αίτησης του για παραμερισμό.

Ακόμη και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν εγκρίνει το αίτημα του εναγόμενου – εγγυητή για παραμερισμό της απόφασης, γιατί δεν έχει πειστεί ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, τέτοια απόφαση δεν δημιουργεί δεδικασμένο εναντίον του πρωτοφειλέτη έτσι ώστε ο πρωτοφειλέτης να εμποδίζεται από του να προβάλει υπεράσπιση. Ο λόγος είναι προφανής. Εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επίδικων θεμάτων. Η διαδικασία έκδοσης απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, όπως και η διαδικασία παραμερισμού της απόφασης, αποτελούν διαδικασίες μεταξύ του ενάγοντα και του εγγυητή, επομένως δεν υφίσταται ταύτιση διαδίκων έτσι ώστε να δεσμεύεται από την απόφαση ο πρωτοφειλέτης. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της διαδικασίας που προνοείται από το θ. 4 της Δ.17, επηρεάζουν τα δικαιώματα μόνο των διαδίκων στην εν λόγω διαδικασία. Δεν είναι δυνατό να επηρεάζουν και τα δικαιώματα του πρωτοφειλέτη, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία και συνεπώς δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί. Αντίθετη πορεία και προσέγγιση θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ο πρωτοφειλέτης είναι απόλυτα ελεύθερος να προβάλει οποιεσδήποτε υπερασπίσεις του προσφέρονται από το δίκαιο και η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν τον αποστερεί από το εν λόγω δικαίωμα. Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αρχή η οποία έχει υιοθετηθεί στη Σιαμμάς είναι εσφαλμένη. Επομένως είναι δυνατή η απόκλιση από το λόγο της (ratio).

[*242]Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Το σύνολο του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού βρίσκεται ενώπιον μας στο φάκελο. Το κρίνουμε ικανοποιητικό. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 (εναγόμενου 2), πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με οποιοδήποτε από τους εναγόμενους 1 και 3, εναντίον του οποίου ενδεχομένως να έχει εκδοθεί απόφαση ή θα εκδοθεί στο μέλλον.

Δοθέντος ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και ενώπιον μας, κρίνουμε δίκαιο όπως μη επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα έφεσης.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 (εναγόμενου 2), πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με οποιοδήποτε από τους εναγόμενους 1 και 3, εναντίον του οποίου ενδεχομένως να έχει εκδοθεί απόφαση ή θα εκδοθεί στο μέλλον.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο