Bογαζιανός Πραξιτέλης και Άλλοι ν. Tράπεζα Kύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 253

(2011) 1 ΑΑΔ 253

[*253]18 Φεβρουαρίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. ΠΡΑΞΙΤΕΛΗΣ ΒΟΓΑΖΙΑΝΟΣ,

2. ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΑΖΙΑΝΟΥ,

3. ΧΕΛΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 281/2006)

 

Κώλυμα (Estoppel) ― Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς ― Συμβαλλόμενος εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων την οποία έχει προβάλει προηγουμένως, και ο άλλος συμβαλλόμενος ενήργησε βάσει αυτής διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη ― Ποίες μορφές μπορεί να λάβει το Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς ― Κατά πόσο η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής η αρχή του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς των εναγομένων και ότι αυτοί δεν εμποδίζοντο να εγείρουν θέμα παρανομίας της σύμβασης παραχώρησης τραπεζικού δανείου προς αυτούς από την ενάγουσα τράπεζα, ήταν ορθή.

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου ― Τόκος ― Παράνομη χρέωση τόκου ― Χρήση ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών για τον υπολογισμό των τόκων ― Οδήγησε το ποσοστό  του τόκου πέραν του τότε επιτρεπόμενου 9% ετησίως ― Κατά πόσο το γεγονός της υπογραφής της σύμβασης από τον λήπτη του δανείου εξουδετέρωνε την παρανομία του σχετικού προς τον τόκο όρου της σύμβασης.

Συμβάσεις ― Παρανομία ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου ― Κατά πόσο η σύμβαση μπορούσε να διασωθεί παρά την ύπαρξη παρανομίας σε σχέση με τη χρέωση μεγαλύτερου τόκου από τον επιτρεπόμενο ― Θετική η απάντηση στο ερώτημα, λόγω της δυνατότητας διαχωρισμού του όρου ως προς τον τόκο από το υπόλοιπο μέρος της σύμβασης.

[*254]Τόκος ― Όρος αναφορικά με τον τόκο σε σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου, οδήγησε το οφειλόμενο από τον χρεώστη ποσοστό του τόκου, πέραν του τότε επιτρεπόμενου ― Κατά πόσο η διαγραφή του προαναφερθέντος όρου επηρέασε το υπόλοιπο της σχετικής σύμβασης παραχώρησης τραπεζικού δανείου, καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι (οι εφεσίβλητοι) αξίωναν από τον εναγόμενο 1, εφεσείοντα 1 ποσό £126.099,48, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 29/5/2001 επί ποσού £66.922,00 μέχρι εξοφλήσεως, οφειλόμενο δυνάμει σύμβασης δανείου ημερομηνίας 13/3/1991, και από τους εφεσείοντες 2 και 3 το ίδιο ποσό, υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητές του εφεσείοντος 1.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των £83.914,24 και διατάγματα εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων και ενεχυριασθεισών μετοχών.

Το Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων κατέληξε ότι ο εφεσείων 1, στις 13.3.1991 συνήψε σύμβαση δανείου για ποσό £66.922 για να πληρώσει προηγούμενες υποχρεώσεις του προς την τράπεζα. Επρόκειτο για το υπόλοιπο ενός τρεχούμενου λογαριασμού και ενός δανείου που είχε συναφθεί στις 18.3.1985. Ουδεμία πίεση είχε ασκηθεί από την τράπεζα και για τη σύναψη του δανείου αποδέχθηκε την παραχώρηση εξασφαλίσεων πέραν εκείνων που υπήρχαν μέχρι τότε τόσο από τους υφιστάμενους όσο και από τους νυν εγγυητές.

Το Δικαστήριο δεν είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1, αιτιολογώντας τη θέση του αυτή, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των δύο λογιστών που κατέθεσαν για τους εφεσείοντες, οι οποίοι, έκρινε ότι, σε γενικές γραμμές, είπαν την αλήθεια.

Σε σχέση με το θέμα “τόκος”, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η χρήση από τους εφεσίβλητους για υπολογισμό του τόκου ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών - (όρος 4(α) της Σύμβασης Τεκμήριο 2) - οδήγησε στην επιβολή τόκου μεγαλύτερου του προβλεπομένου, μερικά, έστω, δέκατα της εκατοστιαίας μονάδας. Καθοδηγούμενο από νομολογία, έκρινε ότι, παρά τη διαπίστωση παρανομίας στον εν λόγω όρο, αυτός μπορούσε να διαχωριστεί από το υπόλοιπο μέρος της σύμβασης, η οποία δεν επηρεαζόταν. Στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.4 [*255]- και την Κατάσταση ΒΣ6, που αυτός ετοίμασε με τη χρήση ως διαιρέτη των 365 ημερών, κατέληξε ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε £125.272,21, με τοκοφόρο υπόλοιπο £66.903,25.

Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες, εφόσον υπέγραψαν ελεύθερα τη σύμβαση, εμποδίζονταν, λόγω συμπεριφοράς, να εγείρουν θέμα παρανομίας σε σχέση με τις προηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες εξοφλήθηκαν με το επίδικο δάνειο, όπου υπήρχε ο ίδιος όρος σε σχέση με τον τόκο. Η ύπαρξη της παρανομίας, κατέληξε, εξουδετέρωσε το οποιοδήποτε κώλυμα, λόγω συμπεριφοράς των εφεσειόντων. Διαπιστώνοντας την ίδια παρανομία ως προς τον υπολογισμό του τόκου τόσο στη σύμβαση δανείου ημερομηνίας 18/3/1985 όσο και στη συμφωνία του τρεχούμενου λογαριασμού της 26/4/1982, κατέληξε, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.4 ότι, κατά την ημερομηνία υπογραφής του επίδικου δανείου, τα οφειλόμενα ποσά, σύμφωνα με τις προηγούμενες συμβάσεις, ήταν μικρότερα. Συνολικά, οι εφεσείοντες, στις 13/3/1991, όφειλαν £61.320,46, με τοκοφόρο υπόλοιπο £41.957,12, και, συνεπώς, το επίδικο δάνειο για £66.922,00 περιείχε ποσά τόκων ύψους £5.601,54 πέραν των οφειλομένων, και συμφωνήθηκε η πληρωμή τόκου επί μεγαλύτερου του οφειλόμενου ποσού.

Το Δικαστήριο αφού αφαίρεσε το ποσό των £5.601,54, κατέληξε ότι το πραγματικά οφειλόμενο από τον εφεσείοντα 1 ποσό ήταν το ποσό το οποίο επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων, ήτοι, £83.914,24. Την ανταπαίτηση των εφεσειόντων την απέρριψε χωρίς έξοδα.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση αμφισβητώντας ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση, καθ’ όλη της την έκταση, ενώ οι εφεσίβλητοι, με την αντέφεσή τους, αμφισβητούν την ορθότητα της επιδίκασης ποσού μικρότερου από το αξιούμενο και τη μη εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντος 1 και της μαρτυρίας των υπολοίπων μαρτύρων που κατέθεσαν γι’ αυτόν.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, δεν το εφάρμοσε ορθά στα γεγονότα της υπόθεσης. Το γεγονός ότι ο εφεσείων 1, από τη στιγμή που γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει τα οφειλόμενα στη βάση των προηγούμενων συμβάσεων ποσά και δεν αμφισβήτησε καθ’ οιονδή[*256]ποτε τρόπο το ποσό που οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν ως οφειλόμενο αλλά ελεύθερα προχώρησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης, εκ των υστέρων, εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη της ισχυριζόμενης κατάστασης πραγμάτων. Οι εφεσίβλητοι, στηριζόμενοι στη συμπεριφορά του και στις δηλώσεις του ότι αποδέχεται τη σύναψη του δανείου, προχώρησαν στην παραχώρησή του, μαζί με άλλες διευκολύνσεις, όπως η έκδοση εγγυητικών επιστολών.

3. Η χρησιμοποίηση ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών, ως προνοείται στον όρο 4(α) της επίδικης σύμβασης, αναμφίβολα, οδήγησε σε επιβολή τόκου μεγαλύτερου του προβλεπομένου, με αποτέλεσμα, παρά την υπογραφή της συμφωνίας από τον εφεσείοντα 1, ο πιο πάνω όρος να καθίσταται παράνομος.

4. Η διαγραφή του προαναφερθέντος όρου δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο το υπόλοιπο μέρος της σύμβασης. Η σημασία του εν λόγω όρου, εξεταζόμενη στο πλαίσιο του συνόλου της επίδικης σύμβασης, δεν ήταν τέτοιας φύσης, που να μην επέτρεπε το διαχωρισμό του.

5. Η διαπίστωση ως προς το οφειλόμενο ποσό των £125.272,21, με τοκοφόρο υπόλοιπο £66.903,25, είναι ορθή.

    Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό και τα έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £125.272,21 - (€214.040,28), πλέον τόκο 9% ετησίως επί ποσού £66.903,25 - (€114.310,99) από 29/5/2001 μέχρι εξοφλήσεως.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Holy Monastery of Ayios Neophytos v. Antoniades (1968) 1 C.L.R. 10,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Ιωάννου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522,

[*257]Παχατουριάν v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 322,

Louis Georges Fashions Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 272,

Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 768.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Zωμενής, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 10577/2001), ημερ. 30/6/2006.

Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Ι. Μαλέκου (κα), για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Απόφαση, η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπέρ των εφεσιβλήτων (εναγόντων) και εναντίον των εφεσειόντων (εναγομένων), για το ποσό των £83.914,24 και διατάγματα εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων και ενεχυριασθεισών μετοχών, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 10577/01, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση έφεσης από τους εναγομένους και αντέφεσης από τους ενάγοντες.

Για να είναι κατανοητά όσα στη συνέχεια θα συζητήσουμε, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στα αναγκαία, κατά την κρίση μας, γεγονότα.

Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι τράπεζα και διεξάγουν τραπεζικές εργασίες, με αγωγή τους αξίωναν: από τον εφεσείοντα 1  ποσό £126.099,48, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 29/5/2001 επί ποσού £66.922,00 μέχρι εξοφλήσεως, οφειλόμενο δυνάμει σύμβασης δανείου ημερομηνίας 13/3/1991, και από τους εφεσείοντες  2 και 3 το ίδιο ποσό, υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητές του εφεσείοντα 1. Αξίωναν, επίσης, εναντίον όλων διατάγματα εκποίησης ενυπόθηκων εξασφαλίσεων και ενεχυριασθεισών προς όφελός τους μετοχών.

Οι εφεσείοντες, με την Υπεράσπισή τους, πρόβαλαν εικονικό[*258]τητα του δανείου, στη βάση του γεγονότος ότι ο εφεσείων 1 δεν έλαβε χρήματα, αφού αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τους εφεσίβλητους προς εξόφληση άλλων υποχρεώσεων που αυτός είχε μαζί τους. Περαιτέρω, πρόβαλαν το άκυρο της σύμβασης, ελλείψει πρόθεσης σύναψής της. Ήταν η θέση τους ότι, σε άλλους λογαριασμούς που ο εφεσείων 1 διατηρούσε με τους εφεσίβλητους πριν από την επίδικη σύμβαση, γίνονταν χρεώσεις πέραν των επιτρεπομένων από το νόμο και ότι σκοπός της επίδικης σύμβασης, η οποία έγινε στη βάση όσων οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν στον εφεσείοντα 1 ως οφειλόμενα ποσά, ήταν η χρέωση τόκου επί τόκου. Με ορθούς υπολογισμούς και χωρίς υπερχρεώσεις, όχι μόνο ο εφεσείων 1 δεν όφειλε το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό, αλλά είχε να λαμβάνει το ποσό των £22.380,92, πλέον τόκο 9% ετησίως από 13/3/1991, το οποίο και ανταπαιτούσαν. Οι εφεσείοντες 2 και 3 εξάρτησαν την ευθύνη τους από εκείνη του εφεσείοντα 1, η οποία, υποστήριξαν, είναι ανύπαρκτη.

 

Για την υπόθεση ακούστηκαν συνολικά πέντε μάρτυρες: Ένας από πλευράς εφεσιβλήτων και τέσσερις από πλευράς εφεσειόντων.  Κατατέθηκε, επίσης, αριθμός τεκμηρίων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, κατέληξε ως εξής:-

«Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου προκύπτει ότι στις 13.3.1991 ο εναγόμενος 1 συνήψε τη σύμβαση δανείου για ποσό £66.922. Το προϊόν του δανείου χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή προηγουμένων υποχρεώσεων του Εναγομένου 1 προς την τράπεζα που παρουσίαζαν καθυστερήσεις. Επρόκειτο για το υπόλοιπο ενός τρεχούμενου λογαριασμού και ενός δανείου που είχε συναφθεί στις 18.3.1985. Ο ίδιος αποφάσισε να συνάψει τη σύμβαση χωρίς να ασκηθεί οποιαδήποτε πίεση από την τράπεζα και για τη σύναψη του δανείου αποδέχθηκε την παραχώρηση εξασφαλίσεων πέραν εκείνων που υπήρχαν μέχρι τότε τόσο από τους υφιστάμενους όσο και από νέους εγγυητές.

Σε σχέση με το δάνειο στο οποίο βασίζεται η αξίωση της ενάγουσας προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι υπάρχει παρανομία λόγω υπερχρέωσης τόκου. Σύμφωνα με την υπεράσπιση η υπερχρέωση προκύπτει από το γεγονός ότι στον υπολογισμό του τόκου λήφθηκε σαν διαιρέτης ο αριθμός 360 που αντιστοιχεί στο εμπορικό έτος και όχι ο αριθμός 365 ή 366 που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος. Έτσι παρά την χρήση του ανώτατου επιτρεπομένου επιτοκίου στην πραγματικότητα ο υπολογισμός του τόκου δίνει αποτέλεσμα που αντιστοιχεί σε ποσό που μόνο από τη χρήση πιο ψηλού επιτοκίου μπορούσε να προέλθει.

Η χρήση του αριθμού 360 ως διαιρέτη προβλέπεται στη σύμβαση δανείου (Τεκμήριο 2) και ο εναγόμενος 1 τη δέχθηκε. Όμως παρά την αποδοχή από τον εναγόμενο αν διαπιστωθεί παρανομία σε θέμα που δεν αφορά τα ατομικά δικαιώματα του εναγομένου αλλά θέμα δημόσιας πολιτικής ή ενδιαφέροντος, η διαπίστωση μπορεί να προκαλέσει την παρέμβαση του Δικαστηρίου.»

Δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, για λόγους που εξήγησε, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των δύο λογιστών που κατέθεσαν για τους εφεσείοντες, οι οποίοι, έκρινε ότι, σε γενικές γραμμές, είπαν την αλήθεια. Από τη μαρτυρία τους δεν αποδέχτηκε τους τρόπους υπολογισμού των οφειλομένων ποσών, στη βάση της θέσης ότι οι διάφοροι λογαριασμοί που διατηρούσε ο εφεσείων 1 με τους εφεσίβλητους αποτελούσαν ενιαίο λογαριασμό.

Με δεδομένο ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμος του 1977, (Ν. 2/77), το Άρθρο 3 του οποίου καθόριζε ως ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο το 9% ετησίως, και λαμβάνοντας υπόψη το Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, σύμφωνα με το οποίο «‘έτος’ σημαίνει ημερολογιακό έτος», κατέληξε ότι η χρήση από τους εφεσίβλητους για υπολογισμό του τόκου ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών - (όρος 4(α) της Σύμβασης Τεκμήριο 2) - οδήγησε στην επιβολή τόκου μεγαλύτερου του προβλεπομένου, μερικά, έστω, δέκατα της εκατοστιαίας μονάδας. Καθοδηγούμενο από νομολογία*, έκρινε ότι, παρά τη διαπίστωση παρανομίας στον εν λόγω όρο, αυτός μπορούσε να διαχωριστεί από το υπόλοιπο μέρος της σύμβασης, η οποία δεν επηρεαζόταν. Στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.4 - Β. Στυλιανού και την Κατάσταση ΒΣ6, που αυτός ετοίμασε με τη χρήση ως διαιρέτη των 365 ημερών, κατέληξε ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε £125.272,21, με τοκοφόρο υπόλοιπο £66.903,25.

Στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσο η επίδικη σύμβαση μολυνόταν και από άλλη παρανομία, αφού, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, και στις προηγούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις, οι οποίες εξοφλήθηκαν με το επίδικο δάνειο, υπήρχε ο ίδιος όρος. Απέρριψε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες, εφόσον υπέγραψαν ελεύθερα τη σύμβαση, εμποδίζονταν, λόγω συμπεριφοράς, να εγείρουν θέμα [*260]σε σχέση με τις προηγούμενες διευκολύνσεις. Η ύπαρξη της παρανομίας, κατέληξε, εξουδετέρωσε το οποιοδήποτε κώλυμα, λόγω συμπεριφοράς των εφεσειόντων. Διαπιστώνοντας την ίδια παρανομία ως προς τον υπολογισμό του τόκου τόσο στη σύμβαση δανείου ημερομηνίας 18/3/1985 όσο και στη συμφωνία του τρεχούμενου λογαριασμού της 26/4/1982, κατέληξε, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.4 - Β. Στυλιανού, ότι, κατά την ημερομηνία υπογραφής του επίδικου δανείου, τα οφειλόμενα ποσά, σύμφωνα με τις προηγούμενες συμβάσεις, ήταν μικρότερα. Συνολικά, οι εφεσείοντες, στις 13/3/1991, όφειλαν £61.320,46, με τοκοφόρο υπόλοιπο £41.957,12, και, συνεπώς, το επίδικο δάνειο για £66.922,00 περιείχε ποσά τόκων ύψους £5.601,54 πέραν των οφειλομένων, και συμφωνήθηκε η πληρωμή τόκου επί μεγαλύτερου του οφειλόμενου ποσού.

Εξετάζοντας κατά πόσο η πιο πάνω παρανομία μόλυνε την επίδικη σύμβαση, σε βαθμό που να την καθιστά άκυρη, η κατάληξή του ήταν αρνητική. Υπήρχε, διαπίστωσε, από πλευράς εφεσείοντα 1, πρόθεση σύναψης συμφωνίας δανείου, για να εξοφληθούν προηγούμενες υποχρεώσεις του προς τους εφεσίβλητους και να του παραχωρηθούν νέες διευκολύνσεις. Επρόκειτο για νέα σύμβαση, η οποία συνομολογήθηκε ελεύθερα, με διαφορετικούς από τις προηγούμενες συμβάσεις όρους. Μετά από υπολογισμούς και αφαίρεση του ποσού των £5.601,54, το οποίο ήταν πέραν του οφειλομένου και υπολογίστηκε στο ποσό του δανείου, κατέληξε ότι το πραγματικά οφειλόμενο από τον εφεσείοντα 1 ποσό ήταν £83.914,24 - αντιστοιχεί στο διπλάσιο του τοκοφόρου υπολοίπου, που υπήρχε την ημερομηνία συνομολόγησης της σύμβασης - και για το ποσό αυτό εξέδωσε απόφαση, πλέον έξοδα, με νόμιμο τόκο επί του μέρους της απόφασης που αφορά τα έξοδα. Την ανταπαίτηση των εφεσειόντων την απέρριψε χωρίς έξοδα.

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται και από τις δύο πλευρές. Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι την αμφισβητούν με έξι λόγους έφεσης, ουσιαστικά, καθ’ όλη της την έκταση, ενώ οι εφεσίβλητοι, με την αντέφεσή τους, πλήττουν την ορθότητα της επιδίκασης ποσού μικρότερου από το αξιούμενο - (λόγοι αντέφεσης 1, 2 3) - και τη μη εφαρμογή του κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς - (λόγοι αντέφεσης 4 και 5).

Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης αρ. 4, που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία, καθώς διατείνονται οι εφεσείοντες, είναι εσφαλμένη, και, στη συνέχεια, τους λόγους της αντέφεσης, αφού το αποτέλεσμά τους επιδρά και επηρεάζει τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 5 και 6.

[*261]Υποστηρίζουν οι εφεσείοντες ότι εσφαλμένα πρωτοδίκως δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 - υποστηριζόταν από τεκμήρια και μαρτυρία - και, αντί αυτής, προτιμήθηκε η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, ο οποίος αρνήθηκε τη συνάντηση που είχε με τον εφεσείοντα 1 και, επίσης, δε γνώριζε για τους λογαριασμούς που ο εφεσείων 1 διατηρούσε πριν από το επίδικο δάνειο με τους εφεσίβλητους.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης - (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Ευχέρεια για παραμερισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη - (βλ. Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολό της, βρίσκουμε τους λόγους που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 ως και για την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας των υπολοίπων μαρτύρων που κατέθεσαν γι’ αυτόν καθ’ όλα πειστικούς και εύλογους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι αυτός:-

«... δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο. Προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν ένα εύπιστο πρόσωπο που συμφωνούσε στα όσα του εισηγήθηκαν υπάλληλοι της τράπεζας και που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι λογαριασμοί. ... Στην πραγματικότητα ... γνώριζε πολύ καλά κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε τη συνεργασία του με την τράπεζα. Είναι ο ίδιος λογιστής και πρώην υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου. Σύμφωνα με την Νικολάου χειριζόταν ο ίδιος τις καταστάσεις λογαριασμών, που ήταν προσωπική του υπόθεση. Σύμφωνα με τον Στυλιανού γνώριζε τους λογαριασμούς με κάθε λεπτομέρεια. Λάμβανε και είχε στην κατοχή του τις περιοδικές καταστάσεις λογαριασμού που έστελνε η τράπεζα στους πελάτες. ... Ενώ ισχυρίζεται ότι ο λόγος μη πληρωμής ήταν οι υποψίες του για υπερχρεώσεις δεν φαίνεται να αναζητά οποιεσδήποτε λεπτομέρειες μέχρι το 2000, την ίδια περίπου εποχή που η τράπεζα άρχισε να πιέζει για πληρωμή, όπως φαίνεται και από [*262]τις επιστολές που ακολούθησαν περί τα τέλη 2000 για την επικείμενη λήψη δικαστικών μέτρων (Τεκμήριο 14 και 15). Λίγους μήνες πριν με το Τεκμήριο 18 ο εναγόμενος 1 εισηγήθηκε τρόπο διευθέτησης των υποχρεώσεων του.»

Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

Υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι ότι, εφόσον ο εφεσείων 1 αποδέχτηκε την απόφαση/έγκρισή τους για παραχώρηση του επίδικου δανείου, προς το σκοπό αποπληρωμής συγκεκριμένων υποχρεώσεών του - Τεκμήριο 1 - εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τον κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς και δηλώσεων. Σ’ αυτό οι εφεσείοντες αντιτείνουν ότι το οποιοδήποτε κώλυμα λόγω συμπεριφοράς υπήρχε εξουδετερώθηκε, αφού η υπογραφή των Τεκμηρίων 1 και 2 από τον εφεσείοντα 1 ήταν το αποτέλεσμα ψευδών, ή αναληθών, ή δόλιων παραστάσεων εκ μέρους των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παρέστησαν σ’ αυτόν ότι το ύψος των προηγούμενων οφειλών του ανερχόταν σε £66.922,00. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι, από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα 1, οι εφεσίβλητοι ούτε τη θέση τους μετέβαλαν, ούτε υπέστησαν οποιαδήποτε βλάβη.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των μερών, δε συμφωνούμε, όμως, με την κατάληξη πρωτοδίκως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, δεν το εφάρμοσε ορθά στα γεγονότα της υπόθεσης.  Στην Ιωάννου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522, σε σχέση με το κώλυμα, διαβάζουμε τα εξής:- (σελ. 1527-1528)

«Σύμφωνα με τον Nokes το Κώλυμα (Estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός (Nokes ‘Introduction to Evidence’, 3rd Ed., page 208), ενώ σύμφωνα με τον Phipson είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως. (Phipson on Evidence, 12th Ed., page 912).

Το Κώλυμα μπορεί να είναι

(1)          Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record),

(2)          Κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed) και

(3)          Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or  Estoppel in pais).

[*263]Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,

‘Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή’. (HadjiYiannis v. Attorney-General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32).

Το Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς μπορεί να πάρει τη μορφή του

  (i)   Κωλύματος λόγω παραστάσεων (Soanes v. London and South Western Railway [1919] 120 L.T. 598).

 (ii)   Κωλύματος λόγω υποσχέσεων (Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] 1 K.B. 130) και

(iii)   Περιουσιακού Κωλύματος.»

Ο εφεσείων 1, όπως ήταν η διαπίστωση πρωτόδικα, στη βάση όσων ο ίδιος και οι μάρτυρες Υπεράσπισης κατέθεσαν, γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια οτιδήποτε αφορούσε τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους. Όντας ο ίδιος λογιστής και πρώην υπάλληλός τους, γνώριζε πολύ καλά οτιδήποτε αφορούσε τις καταστάσεις λογαριασμών που του αποστέλλονταν. Η εικόνα, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που έδωσε ο εφεσείων 1, ήταν ότι η ανακαίνιση του θέματος των υπερχρεώσεων ήταν εκ των υστέρων σκέψη, αφού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν ακόμη εισηγήθηκε τρόπο διευθέτησης των υποχρεώσεών του σε σχέση με το επίδικο δάνειο ζήτημα υπερχρεώσεων δεν έθεσε. Θεωρούμε ότι ο εφεσείων 1, από τη στιγμή που γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει τα οφειλόμενα στη βάση των προηγούμενων συμβάσεων ποσά και δεν αμφισβήτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ποσό που οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν ως οφειλόμενο αλλά ελεύθερα προχώρησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης, εκ των υστέρων, εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη της ισχυριζόμενης κατάστασης πραγμάτων. Οι εφεσίβλητοι, στηριζόμενοι στη συμπεριφορά του και στις δηλώσεις του ότι αποδέχεται τη σύναψη του δανείου, προχώρησαν στην παραχώρησή του, μαζί με άλλες διευκολύνσεις, όπως η έκδοση εγγυητικών επιστολών.

Με την αποδοχή της θέσης των εφεσιβλήτων ως προς το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, θα εξετάσουμε την ορθότητα των διαπιστώσε[*264]ων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν τη νομιμότητα του όρου 4(α) του Τεκμηρίου 2 και τις επιπτώσεις του στη σύμβαση, οι οποίες πλήττονται τόσο από τους εφεσείοντες όσο και από τους εφεσίβλητους. Ισχυρίζονται οι τελευταίοι ότι η διαπίστωση σε σχέση με το παράνομο της χρήσης των 360 ημερών ως διαιρέτη για τον υπολογισμό των τόκων είναι εσφαλμένη και παραπέμπουν, σχετικά, στην Παχατουριάν v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 322, ενώ οι εφεσείοντες υποστηρίζουν την ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης και διατείνονται ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν μπορούσε να διαχωριστεί και να διασωθεί η επίδικη σύμβαση.

Ο όρος 4(α) της επίδικης συμφωνίας προβλέπει ότι:-

«4. Το ρηθέν δάνειον θα χρεώνηται

(α)   Με τόκον προς 9% ετησίως επί ημερησίων υπολοίπων, του τοιούτου τόκου υπολογιζομένου και καταβαλλομένου την 30ήν Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Προς υπολογισμόν του τόκου, θα λογίζωνται οι μήνες προς όσας έκαστος τούτων έχει ημέρας, προς εύρεσιν δε του τόκου θα λαμβάνηται ως διαιρέτης το εκ 360 ημερών εμπορικόν έτος. Νοείται ότι η Τράπεζα θα δικαιούται να καταλογίζη τα έναντι του δανείου εκάστοτε κατατιθέμενα ποσά πρώτον προς εξόφλησιν ή μερικήν εξόφλησιν των μέχρι της ημέρας της καταθέσεως δεδουλευμένων τόκων, προμηθείας και δικαιωμάτων, τυχόν δε υπόλοιπον έναντι του κεφαλαίου. Οι τόκοι θα κεφαλαιοποιούνται την 30ήν Ιουνίου και/ή την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους, νοουμένου ότι η τοιαύτη κεφαλαιοποίησις δεν θα αντίκειται προς την εκάστοτε ισχύουσαν Νομοθεσίαν.»

Στην Παχατουριάν v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, (πιο πάνω), ο πιο πάνω όρος απασχόλησε όχι όμως ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, όπως εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, αλλά από άποψη νομιμότητας του τρόπου καταλογισμού των κατατεθειμένων έναντι του δανείου ποσών - πότε, δηλαδή, αφαιρείται ο δεδουλευμένος τόκος από τις καταβαλλόμενες δόσεις.

Στην παρούσα περίπτωση, η χρησιμοποίηση ως διαιρέτη των 360 αντί των 365 ημερών, αναμφίβολα, οδήγησε σε επιβολή τόκου μεγαλύτερου του προβλεπομένου, με αποτέλεσμα, παρά την υπογραφή της συμφωνίας από τον εφεσείοντα 1, ο πιο πάνω όρος να καθίσταται παράνομος. Τα όσα εισηγούνται οι εφεσίβλητοι περί εμπορικού έτους και πρακτικής, χωρίς οτιδήποτε που να τα υποστηρίζει, δεν [*265]είναι δυνατό να θεραπεύσουν την παράνομη χρέωση, αφού η χρησιμοποίηση ως διαιρέτη των 360 ημερών οδήγησε το ποσοστό του τόκου πέραν του τότε επιτρεπομένου 9% ετησίως.

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη σύμβαση μπορούσε να διασωθεί, παρά την ύπαρξη της παρανομίας σε σχέση με τη χρέωση μεγαλύτερου τόκου από τον  επιτρεπόμενο. Υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση σε σχέση με τον τόκο επέδρασε και επηρέασε ολόκληρη τη σύμβαση, έτσι ώστε η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί.

Στη Louis Georges Fashions Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 272, σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 276)

«... εάν, κατά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληγε ότι υπήρξε ανατοκισμός, θα μπορούσε να τον παραμερίσει χωρίς να επηρεαστεί το υπόλοιπο της απαίτησης. Δηλαδή, η πρόνοια για ανατοκισμό δεν εμόλυνε τη σύμβαση στην ολότητά της: βλ. Turkish Bank of Nicosia Ltd. v. Mustafa H. Cukurova and Others (1977) 1 C.L.R. 233. Στο ίδιο κατατείνει και η απόφαση στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και Άλλοι v. Coudounaris Food Products Ltd και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641

(Βλ., επίσης, Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 768.)

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγουμε ότι η διαγραφή του όρου που αφορούσε στο διαιρέτη δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο το υπόλοιπο μέρος της σύμβασης. Η σημασία του εν λόγω όρου, εξεταζόμενη στο πλαίσιο του συνόλου της επίδικης σύμβασης, δεν ήταν τέτοιας φύσης, που να μην επέτρεπε το διαχωρισμό του. Ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.

Δεδομένης της απόρριψης του λόγου έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, την επιτυχία της αντέφεσης σε σχέση με το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς και της δυνατότητας διαχωρισμού, από την υπόλοιπη σύμβαση, του μέρους του όρου που αφορούσε στην παρανομία, είναι η κατάληξή μας ότι η διαπίστωση ως προς το οφειλόμενο ποσό των £125.272,21, με τοκοφόρο υπόλοιπο £66.903,25, είναι ορθή.

Ενόψει των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με το [*266]οφειλόμενο ποσό και τα έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £125.272,21 - (€214.040,28), πλέον τόκο 9% ετησίως επί ποσού £66.903,25 - (€114.310,99) από 29/5/2001 μέχρι εξοφλήσεως.

Τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο