Kωνσταντίνου Eλένη ν. Γεώργιου Tσιλίδη (2011) 1 ΑΑΔ 301

(2011) 1 ΑΑΔ 301

[*301]24 Φεβρουαρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟY ΤΣΙΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 182/2007)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία και στη συνέχεια να προβεί σε ευρήματα επί των αμφισβητούμενων γεγονότων έτσι ώστε η απόφασή του να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση επί όλων των επιδίκων θεμάτων ― Οδήγησε σε επιτυχία της έφεσης και σε διαταγή για επανεκδίκαση.

Το τροχαίο ατύχημα στο οποίο αφορά η υπόθεση αυτή συνέβηκε στις 5.8.2008 στο δρόμο Κελλιών – Τρούλλων. Το όχημα της εφεσείουσας εκινείτο από τα Κελλιά με κατεύθυνση προς Τρούλλους και το όχημα του εφεσίβλητου με αντίθετη κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου το όχημα της εφεσείουσας κατευθύνθηκε δεξιά σε σχέση με την πορεία της, ενώ ακολούθως προς τα αριστερά καταλήγοντας σε χωμάτινο ανάχωμα εκτός του δρόμου με το οποίο και συγκρούστηκε. Το όχημα του εφεσίβλητου από την άλλη, στο ίδιο ευρύτερο σημείο του δρόμου, κατευθύνθηκε προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με ένα άλλο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε η Σταυρούλα Φιλίππου, το οποίο προηγουμένως ακολουθούσε το όχημα της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου και των μαρτύρων που αυτοί κάλεσαν αποδέχτηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι ήταν η εφεσείουσα που οδηγούσε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και βρέθηκε μπροστά του. Ο ίδιος δε, για να αποφύγει τη σύγκρουση, έκανε ελιγμό προς τα δεξιά του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα το οποίο ερχόταν επίσης από απέναντι και ακολουθούσε εκεί[*302]νο της εφεσείουσας, οδηγούμενο από τη Σταυρούλα Φιλίππου. Το Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της απαίτησης, ενώ στην ανταπαίτηση του εναγομένου – εφεσίβλητου εξέδωσε απόφαση για το ποσό των £615, με νόμιμο τόκο.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση, εγείροντας προς εξέταση διάφορα θέματα τα οποία καθάπτονται του τρόπου προσέγγισης και αξιολόγησης ή μη αξιολόγησης δοθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην εκκαλούμενη απόφαση σημειώθηκαν σοβαρές αδυναμίες, σφάλματα και παραλείψεις σε καίρια σημεία της διαδικασίας αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η αξιολόγηση της μαρτυρίας να είναι μεμπτή.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου σε σχέση με τα αίτια πρόκλησης του ατυχήματος και περιορίστηκε στην έκφραση κρίσης μόνο ως προς τη μαρτυρία της εφεσείουσας την οποία, αφού σ’ αυτήν εντόπισε αδυναμίες, δεν αποδέχτηκε, και χωρίς άλλο προέβηκε σε εύρημα ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Ούτε και έδωσε το Δικαστήριο εξήγηση ή αιτιολογία γιατί προτίμησε την εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία είχε έντονα αμφισβητηθεί ως αναληθής, ως μη συνάδουσα με πραγματικά γεγονότα, από τη μαρτυρία της εφεσείουσας.

3.  Τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να εξετάζουν και αξιολογούν το σύνολο της ενώπιόν τους μαρτυρίας και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα. Ασφαλώς δε, επειδή το Δικαστήριο σημειώνει ελλείψεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία του ενάγοντος, αυτό δεν μπορεί χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας του εναγομένου να οδηγήσει χωρίς άλλο στην αποδοχή της εκδοχής του δεύτερου, ανεξαρτήτως της ποιότητάς της.

4.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ούτε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, που ήταν ο αστυνομικός εξεταστής του ατυχήματος. Τελικά δε, το Δικαστήριο απέρριψε εντελώς «τις θέσεις» του μάρτυρα – εξεταστή, επειδή αυτός βασίστηκε, «μεταξύ άλλων στις καταθέσεις των εμπλεκομένων οδηγών, γεγονός που στερεί από το πόρισμα του την αντικειμενικότητα».

5.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη [*303]μαρτυρία της εφεσείουσας. Η μόνη συγκεκριμένη αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ήταν το ότι εάν ευσταθούσε η εκδοχή της ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το όχημά του στη δική της πλευρά, «τότε κάποιος λογικά θα ανάμενε ότι αυτή θα προσπαθούσε να το αποφύγει οδηγώντας το αυτοκίνητο της στο πλάι, δηλαδή στο αριστερό παγκέτο σύμφωνα με την πορεία της και όχι να διασχίσει τον δρόμο και να πάει στην αντίθετη πλευρά.» Έθιξε επίσης το Δικαστήριο και το θέμα των σημείων πρόκλησης ζημιών στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου χωρίς να βασισθεί στη μαρτυρία πραγματογνώμονα.

6.  Η πιο πάνω προσέγγιση και αιτιολογία, είναι εσφαλμένη. Κατ’ αρχή δεν φαίνεται να λήφθηκε στην περίπτωση υπόψη η γνωστή νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία οι αντιδράσεις ενός οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα στο δρόμο, θα πρέπει να κρίνονται υποκείμενοι στην αγωνιώδη κατάσταση στην οποία αυτός τίθεται και το γεγονός ότι οδηγός κάτω από αυτή την πίεση μπορεί να επιλέξει μια πορεία η οποία δεν είναι η πλέον κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

7.  Άλλο σημαντικό κενό και σοβαρή παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η μη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο πραγματογνωμόνων, η μαρτυρία των οποίων δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη από το Δικαστήριο.

8.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, εάν γινόταν δεκτή, τότε κανενός πραγματογνώμονα ή άλλου μάρτυρα που προσαγάγει πραγματική μαρτυρία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου θα λαμβανόταν ποτέ υπόψη η μαρτυρία του.

9.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε ακόμα μια σοβαρότατη παράλειψη, όταν συνόψισε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 εκτιμητή μηχανοκινήτων οχημάτων και διπλωματούχου μηχανικού με σπουδές που περιλάμβαναν διερεύνηση δυστυχημάτων (accident investigation), όμως δεν την αξιολόγησε και την παραγνώρισε εντελώς, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση.

10.  Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναδεικνύουν ότι ελλείπει η άσκηση δικαστικής κρίσης επί καίριας σημασίας μερών της μαρτυρίας και εσφαλμένη αξιολόγηση ή παράλειψη αξιολόγησης ή συνυπολογισμού άλλης σημαντικής μαρτυρίας η οποία είχε δοθεί κατά τη δίκη.

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφα[*304]ση παραμερίσθηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου επί του θέματος μόνο της ευθύνης για το επίδικο δυστύχημα, εφόσον οι υπολογισμοί αποζημιώσεων δεν έχουν αμφισβητηθεί. Επιδικάσθηκαν υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Διατάχθηκε όπως τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στην αγωγή, να είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,

Κωνσταντινίδης v. Φιλίππου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 807,

Pilavas Land Developments Ltd v. Κόκκινου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 964,

Adamis a.ο. v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kαρακάννα, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1179/2004), ημερ. 14/6/2007.

Ν. Νικηφόρου, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Κουκούνης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το τροχαίο δυστύχημα που απετέλεσε τη γενεσιουργό αιτία της έγερσης της αγωγής αρ. 1179/2004, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, είχε επισυμβεί στις 5.8.2003 στο δρόμο Κελλιών-Τρούλλων και σ’ αυτό ενέχονταν τρία οχήματα, αν και η αγωγή ήταν μεταξύ των δύο μόνο οδηγών ως διαδίκων.

[*305]Η εφεσείουσα οδηγούσε το όχημά της με αρ. εγγραφής ΕΤΡ184 από τα Κελλιά με κατεύθυνση προς Τρούλλους, ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση το όχημά του με αρ. εγγραφής ΑΑΕ500. Το όχημα της εφεσείουσας σε κάποιο σημείο του δρόμου κατευθύνθηκε πρώτα στα δεξιά σε σχέση με την πορεία της, ενώ ακολούθως κατευθύνθηκε προς τα αριστερά καταλήγοντας σε χωμάτινο ανάχωμα εκτός του δρόμου με το οποίο και συγκρούστηκε. Το όχημα του εφεσίβλητου από την άλλη, στο ίδιο ευρύτερο σημείο του δρόμου, κατευθύνθηκε προς τη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με ένα άλλο αυτοκίνητο τρίτου προσώπου, της Σταυρούλας Φιλίππου, το οποίο προηγουμένως ακολουθούσε το όχημα της εφεσείουσας.

Τόσο στις καταθέσεις που είχαν δώσει στην Αστυνομία, όσο και στο Δικαστήριο, οι δύο ενεχόμενοι στο δυστύχημα οδηγοί, εφεσείουσα και εφεσίβλητος, έδωσαν αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές.

Σύμφωνα με την εκδοχή της εφεσείουσας, ενώ αυτή οδηγούσε κανονικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου, είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση να εισέρχεται στην αντίθετη σε σχέση με την πορεία του λωρίδα κυκλοφορίας, δηλαδή στη δική της λωρίδα. Η εφεσείουσα τότε έστριψε προς τα δεξιά για να το αποφύγει και στη συνέχεια κατέληξε στο αριστερό χαντάκι του δρόμου και συγκρούστηκε με το ανάχωμα. Το όχημά της υπέστηκε εκτεταμένες ζημιές, ενώ η ίδια υπέστηκε σωματικές βλάβες.

Σύμφωνα με την αντίθετη εκδοχή του εφεσίβλητου, ήταν η εφεσείουσα που οδηγούσε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και βρέθηκε μπροστά του. Ο ίδιος δε, για να αποφύγει τη σύγκρουση, έκανε ελιγμό προς τα δεξιά του, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα το οποίο ερχόταν επίσης από απέναντι και ακολουθούσε εκείνο της εφεσείουσας, οδηγούμενο από τη Σταυρούλα Φιλίππου.

Μεταξύ των μαρτύρων που κλήθηκαν και κατάθεσαν στο Δικαστήριο ήταν και ο Γ. Τζιρκαλλής ο οποίος ασχολείται, μεταξύ άλλων, και με τη διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων, καθώς επίσης και η ρηθείσα Σταυρούλα Φιλίππου, οι οποίοι κατάθεσαν κληθέντες από την εφεσείουσα. Κληθείς από τον εφεσίβλητο κατάθεσε και ο Άγγελος Αγαθαγγέλου ο οποίος επίσης ασχολείται με την αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων.

[*306]Μετά από επισκόπηση και αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας και αποδέχτηκε εκείνη του εφεσίβλητου. Προχώρησε δε αναπόφευκτα στην απόρριψη της Απαίτησης, ενώ στην Ανταπαίτηση του εναγομένου-εφεσιβλήτου εξέδωσε απόφαση για το ποσό των £615, με νόμιμο τόκο.

Η εφεσείουσα, η οποία προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί διάφορων σημείων, με τον πρώτο Λόγο Έφεσης εγείρει προς εξέταση διάφορα θέματα τα οποία καθάπτονται του τρόπου προσέγγισης και αξιολόγησης ή μη αξιολόγησης δοθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο. Αυτά τα θέματα εγείρονται και στους άλλους λόγους έφεσης και θα τα συνεξετάσουμε.

Η προσέγγιση και αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Μελετήσαμε με προσοχή όλες τις παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας σχετικά με ελλείψεις, παραλείψεις ή και σφάλματα στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι σε καίρια σημεία της η διαδικασία αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι μεμπτή. Θα αναλύσουμε στη συνέχεια σοβαρά δείγματα των αδυναμιών που παρατηρούνται:

Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε εντελώς να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου σε σχέση με τα αίτια πρόκλησης του δυστυχήματος και περιορίστηκε στην έκφραση κρίσης μόνο ως προς τη μαρτυρία της εφεσείουσας την οποία, αφού σ’ αυτήν εντόπισε αδυναμίες, δεν αποδέχτηκε, και χωρίς άλλο προέβηκε σε εύρημα ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο δεν έδωσε καμιά εξήγηση ή αιτιολογία γιατί η εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία είχε έντονα αμφισβητηθεί ως αναληθής, ως μη συνάδουσα με πραγματικά ευρήματα στα οποία είχε προβεί ο αστυνομικός εξεταστής κλπ., ήταν προτιμητέα εκείνης της εφεσείουσας.

Όπως υποδείχθηκε σαν αυτονόητη αυτή αρχή, μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552 και Κωνσταντινίδης v. Φιλίππου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 807, τα πρωτόδικα Δικαστήρια ενώπιον των οποίων τίθεται η μαρτυρία, έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας η οποία παρουσιάζεται και να [*307]προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα. Ασφαλώς δε, επειδή το Δικαστήριο σημειώνει ελλείψεις ή αδυναμίες στη μάρτυρα του ενάγοντα, αυτό δεν μπορεί χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας του εναγομένου να οδηγήσει χωρίς άλλο στην αποδοχή της εκδοχής του δεύτερου, όποιας ποιότητας και να ήταν η δική του μαρτυρία.

Άλλος μάρτυρας του οποίου η καίριας σημασίας μαρτυρία δεν έτυχε αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ο Μ.Ε.1 Ι. Γιάγκου, που ήταν ο αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος. Ο μάρτυρας επισκέφθηκε τη σκηνή, πήρε καταθέσεις, ετοίμασε σχεδιάγραμμα της σκηνής κλπ. Η μαρτυρία του είχε αμφισβητηθεί σε διάφορα σημεία που είχαν σημασία, ο ίδιος δε ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να υπογράψει το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που ο μάρτυρας είχε ετοιμάσει επειδή διαφωνούσε. Υπήρξε έντονη διαφωνία ως προς το εάν και κατά πόσο σημάδια στην άσφαλτο τα οποία ο μάρτυρας είχε χαρακτηρίσει ως «ίχνη τροχοπέδησης» ήσαν στην πραγματικότητα ίχνη πλαγιολίσθησης, όπως τελικά δέχθηκε ότι ήταν και το Δικαστήριο. Έγιναν αλλεπάλληλες υποβολές από πλευράς υπεράσπισης ότι ο μάρτυρας ήταν προκατειλημμένος κλπ..

Εν τούτοις, το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας ούτε αυτού του μάρτυρα, ούτε και σε εξαγωγή ευρημάτων, περιορισθέν στη σελίδα 3 της Απόφασης να αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε τις μετρήσεις που αποτυπώνονται στο σχεδιάγραμμα, αμφισβήτησε όμως την κατάληξη του εξεταστή σε σχέση με την πορεία του. Τελικά δε, το Δικαστήριο, στη σελίδα 8 της Απόφασής του, απέρριψε εντελώς «τις θέσεις» του μάρτυρα – εξεταστή, επειδή αυτός βασίστηκε, «μεταξύ άλλων στις καταθέσεις των εμπλεκομένων οδηγών, γεγονός που στερεί από το πόρισμα του την αντικειμενικότητα».

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Το σχετικό απόσπασμα από την αξιολόγηση, στη σελίδα 7, έχει ως εξής:

“Σε σχέση με τα αίτια του ατυχήματος θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η μαρτυρία της ενάγουσας κάθε άλλο παρά πειστική ήταν, αντιθέτως μου έδωσε την εντύπωση ότι είχε αποστηθίσει κάποιους ισχυρισμούς, τους οποίους επαναλάμβανε συνεχώς, ενώ σ’ άλλα κύρια και ουσιαστικά σημεία της υπόθεσης δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιανδήποτε απάντηση. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η μόρφωση της ήταν περιο[*308]ρισμένη, στοιχείο που την δυσκόλευε στην έκφραση, αυτός όμως δεν ήταν ο λόγος που η μαρτυρία της κάθε άλλο παρά θετική ήταν. Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οδηγούσε το όχημα του στη δική της πλευρά, εάν αυτό ευσταθούσε τότε κάποιος λογικά θα ανάμενε ότι αυτή θα προσπαθούσε να το αποφύγει οδηγώντας το αυτοκίνητο της στο πλάϊ, δηλαδή στο αριστερό παγκέτο σύμφωνα με τη πορεία της και όχι να διασχίσει τον δρόμο και να πάει στην αντίθετη πλευρά. Οι ζημιές δε του οχήματος του εναγομένου και της Σταυρούλας Φιλίππου υποστηρίζουν, κατά την άποψη μου την εκδοχή του εναγομένου ότι για να αποφύγει το όχημα της ενάγουσας, που ερχόταν κατά πάνω του, πήγε λοξά δεξιά, γεγονός που δικαιολογεί και τις ζημιές του αυτοκινήτου του στο μπροστινό μέρος και στο αριστερό φτερό.”

Κατ’ αρχάς, δεν αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τους χαρακτηρισμούς που απέδωσε στη μαρτυρία της εφεσείουσας. (Βλ. Pilavas Land Developments Ltd v. Κόκκινου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 964). Η μόνη συγκεκριμένη αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ήταν το ότι εάν ευσταθούσε η εκδοχή της ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε το όχημά του στη δική της πλευρά, «τότε κάποιος λογικά θα ανάμενε ότι αυτή θα προσπαθούσε να το αποφύγει οδηγώντας το αυτοκίνητο της στο πλάι, δηλαδή στο αριστερό παγκέτο σύμφωνα με την πορεία της και όχι να διασχίσει τον δρόμο και να πάει στην αντίθετη πλευρά.» Έθιξε επίσης το Δικαστήριο και το θέμα των σημείων πρόκλησης ζημιών στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου χωρίς να βασισθεί στη μαρτυρία πραγματογνώμονα.

Η πιο πάνω προσέγγιση και μοναδική αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένη. Κατ’ αρχή, δεν φαίνεται να λήφθηκε στην περίπτωση υπόψη η γνωστή νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία οι αντιδράσεις ενός οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα στο δρόμο, θα πρέπει να κρίνονται υποκείμενοι στην αγωνιώδη κατάσταση στην οποία αυτός τίθεται και το γεγονός ότι οδηγός κάτω από αυτή την πίεση μπορεί να επιλέξει μια πορεία η οποία δεν είναι η πλέον κατάλληλη υπό τις περιστάσεις. (Βλ. Adamis a.o. v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746).

Περαιτέρω, εφόσον χρησιμοποιήθηκε εκείνο το επιχείρημα του τι θα αναμενόταν λογικά να είχε πράξει η εφεσείουσα ευρεθείσα προ του κινδύνου, διερωτάται κάποιος γιατί το ίδιο επιχείρημα δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί με το ίδιο αποτέλεσμα και για την εκ[*309]δοχή του εφεσίβλητου ο οποίος, όπως ήταν η θέση του, ευρεθείς προ του κινδύνου τον οποίο δημιούργησε η εφεσείουσα έστριψε προς τα δεξιά του, αντί π.χ. να κατευθυνόταν προς το αριστερό σε σχέση με την πορεία του χωμάτινο παγκέτο.

Άλλο, σημαντικό κενό και σοβαρή παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η μη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο πραγματογνωμόνων, η μαρτυρία των οποίων δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη από το Δικαστήριο.

Τη μαρτυρία του μάρτυρα Τζιρκαλλή ο οποίος είχε κληθεί και δώσει εκτεταμένη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης αστυφύλακα Ιωάννη Γιάγκου, το Δικαστήριο δεν την έλαβε καθόλου υπόψη. Όπως είχε αναφέρει στη σελίδα 6 της Απόφασης:

“Ο μάρτυρας Τζιρκαλλής όπως επίσης και ο εξεταστής Γιάγκος υποστήριξαν την εκδοχή της ενάγουσας. Τόσο ο μάρτυρας Τζιρκαλλής όσο και ο εξεταστής βασίσθηκαν μεταξύ άλλων στις καταθέσεις των εμπλεκομένων οδηγών, γεγονός που στερεί από το πόρισμα τους την αντικειμενικότητα και συνεπώς οι θέσεις τους δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο.”

Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, εάν η πιο πάνω προσέγγιση γινόταν δεκτή, τότε κανενός πραγματογνώμονα ή άλλου μάρτυρα που προσαγάγει πραγματική μαρτυρία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου θα λαμβανόταν ποτέ υπόψη η μαρτυρία του. Όπως είχε καταθέσει ο μάρτυρας Τζιρκαλλής, είναι εκτιμητής ζημιών οχημάτων και εμπειρογνώμονας τροχαίων δυστυχημάτων, ασχολείται δε εδώ και χρόνια με αναπαραστάσεις δυστυχημάτων και διερευνήσεις των αιτίων και συνθηκών δυστυχημάτων. Πήρε οδηγίες να διερευνήσει το επίδικο δυστύχημα από το συνήγορο της εφεσείουσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επισκέφθηκε το μέρος όπου έγινε το δυστύχημα επειδή είχαν περάσει από τότε πέραν των δύο έτη και η διαμόρφωση του δρόμου άλλαξε. Για να ετοιμάσει την έκθεσή του την οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του και μελέτησε το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος, την κατάθεση που έδωσε η εφεσείουσα, την κατάθεση του εφεσίβλητου και την κατάθεση της μάρτυρος Σταυρούλας Φιλίππου (σελίδες 162-163 πρακτικών).

Εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί το γεγονός ότι ο εμπειρογνώμονας αλλά και ο εξεταστής έλαβαν υπόψη τις καταθέσεις, όχι [*310]ενός, αλλά όλων των εμπλεκομένων στο δυστύχημα οδηγών, συνιστούσε από μόνο του έλλειψη αντικειμενικότητας, σε βαθμό μάλιστα όχι που μείωσε τη βαρύτητα της μαρτυρίας τους, αλλά που την εξοβέλισε;

Υπάρχει βέβαια και ακόμα μια σοβαρότατη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως έχει προαναφερθεί, μαρτυρία πραγματογνώμονα είχε προσφερθεί στην ίδια υπόθεση και από την πλευρά του εφεσίβλητου. Κλήθηκε και κατάθεσε ο Μ.Υ.2 Άγγελος Αγαθαγγέλου εκτιμητής μηχανοκινήτων οχημάτων και διπλωματούχος μηχανολόγος, με σπουδές που περιλάμβαναν και τον τομέα της διερεύνησης δυστυχημάτων (accident investigation). Αυτός ο μάρτυρας, πέραν των άλλων στοιχείων τα οποία συνέλεξε και έλαβε υπόψη, επισκέφθηκε και τη σκηνή του δυστυχήματος και προέβηκε σε δικές του επιπρόσθετες μετρήσεις, υπολόγισε τη θέση του ήλιου τη συγκεκριμένη στιγμή του δυστυχήματος κλπ.. Ετοίμασε σχετική έκθεση ως προς τις συνθήκες και αίτια του δυστυχήματος και απέδωσε τις απόψεις του στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία του, όπως και των άλλων μαρτύρων. Παρόλον όμως τούτο, σε καμιά αξιολόγηση ή έστω αναφορά στη μαρτυρία αυτού του μάρτυρα δεν προέβηκε στη συνέχεια το Δικαστήριο, παραγνωρίζοντας την εντελώς, χωρίς καμιά εξήγηση.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας, αναδεικνύουν ότι δυστυχώς ελλείπει η άσκηση δικαστικής κρίσης επί καίριας σημασίας μερών της μαρτυρίας και εσφαλμένη αξιολόγηση ή παράλειψη αξιολόγησης ή συνυπολογισμού άλλης σημαντικής μαρτυρίας η οποία είχε δοθεί κατά τη δίκη.

Αυτό το συμπέρασμα οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης επί του προβαλλόμενου τούτου λόγου και αναπόφευκτα σε διαταγή για επανεκδίκαση ως τη μόνη προσφερόμενη υπό τις συνθήκες πορεία.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η διαταγή εξόδων.

Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου επί του θέματος μόνο της ευθύνης για το επίδικο δυστύχημα, εφόσον οι υπολογισμοί αποζημιώσεων δεν έχουν αμφισβητηθεί.

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα της έφεσης, [*311]πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στην αγωγή, να είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου επί του θέματος μόνο της ευθύνης για το επίδικο δυστύχημα, εφόσον οι υπολογισμοί αποζημιώσεων δεν έχουν αμφισβητηθεί. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Διατάσσεται όπως τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στην αγωγή, να είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο