Eκδόσεις Aρκτίνος ν. Δώρου Γεωργιάδη (2011) 1 ΑΑΔ 407

(2011) 1 ΑΑΔ 407

[*407]4 Μαρτίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, με τα οποία γίνονταν στον ενάγοντα, επώνυμο μουσικό και καλλιτεχνικό παράγοντα, αναφορές για σεξουαλική παρενόχληση και εκμετάλλευση νεαρών κοριτσιών, και τα οποία (δημοσιεύματα) απέδιδαν στον ενάγοντα ότι βρισκόταν υπό τη διερεύνηση της Αστυνομίας για λόγους για τους οποίους η Αστυνομία εμφανιζόταν πως είχε στοιχεία και ότι εν πάση περιπτώσει, η Αστυνομία είχε εύλογες υποψίες ότι αυτός ενεχόταν στα υπό διερεύνηση αδικήματα ― Κατά πόσο τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα ― Κατά πόσο η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι υπερασπίσεις της αλήθειας των γεγονότων με βάση το Άρθρο 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, του προνομιούχου δημοσιεύματος με βάση το Άρθρο 20(1)(δ) του Νόμου, και του έντιμου σχολίου, ήταν ορθή ― Προϋποθέσεις επιτυχίας των προαναφερομένων υπερασπίσεων.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό.

Λέξεις και Φράσεις ― Ποίο το νόημα του όρου ― «Σχόλιο» στο Αγγλικό νομικό σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ.103.

Εφετείο ― Γενικές παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, την ελευθερία του τύπου και το δίκαιο της δυσφήμισης ― Η εξισορρόπηση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών από τον τύπο και τα μέσα ενημέρωσης και του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου για την προ[*408]στασία της φήμης και της υπόληψής του, δεν είναι εύκολο έργο ― Κύριο επιχείρημα για την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου, είναι η ενθάρρυνση για ένα ελεύθερο διάλογο σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Ο εφεσίβλητος, γνωστός μουσικός, μουσικοσυνθέτης και στιχουργός, νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρξε αντικείμενο αριθμού δημοσιευμάτων μεταξύ 3.8.2001 και 18.8.2001 στην εφημερίδα «Πολίτης» την οποία εκδίδουν οι εφεσείοντες. Στα δημοσιεύματα αυτά αναφέρονταν πληροφορίες για σεξουαλικά αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν σε βάρος ανήλικων κοριτσιών με φερόμενους δράστες τον εφεσίβλητο και κάποιο Γ. Σερδάρη, οι οποίοι σχετίζονταν επαγγελματικά με τις ανήλικες. Εκτός από την εφημερίδα «Πολίτης» ασχολούνταν με το ίδιο θέμα και τις διαστάσεις που προσέλαβε – ιδιαίτερα, μετά την εμπλοκή της αστυνομίας, την προσαγωγή υπόπτων στο Δικαστήριο και την κράτησή τους για σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων και ερευνών – σχεδόν καθημερινά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας «Πολίτης» η αστυνομία θεωρούσε τον εφεσίβλητο ως ένα εκ των υπόπτων στις υποθέσεις που αυτή διερευνούσε.

Στις 7.8.2001 το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κράτησης εναντίον του εφεσίβλητου και του Σερδάρη για τέσσερις μέρες και στις 11.8.2001 εκδόθηκε και δεύτερο διάταγμα κράτησης έξι ημερών των δύο υπόπτων. Στις 17.8.2001 καταχωρήθηκε εναντίον τους ποινική υπόθεση για διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων και αμφότεροι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.

Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε κατηγορητήριο από οκτώ κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου οι δε υπόλοιπες αφορούσαν άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία η παραπονούμενη ήταν το ίδιο πρόσωπο ενώ στις υπόλοιπες, οι παραπονούμενες ήταν διαφορετικά πρόσωπα στην κάθε κατηγορία. Η ποινική δίωξη στην πρώτη κατηγορία αναστάληκε και η πέμπτη κατηγορία αποσύρθηκε. Η δίκη προχώρησε για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσίβλητο στην τρίτη κατηγορία τον βρήκε όμως ένοχο στις υπόλοιπες και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ χρόνων. Εναντίον της καταδίκης ο εφεσίβλητος άσκησε έφεση γεγονός το οποίο οδήγησε στην αθώωσή του. (Βλ. Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.)

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε πιστό αντίγραφο των πρακτικών της δικαστικής διαδικασίας (τεκμ. 12) στην αίτηση προ[*409]φυλάκισης του εφεσίβλητου και του Σερδάρη στις 7.8.2001. Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι μέχρι τότε έγιναν έξι καταγγελίες και λήφθηκαν δέκα καταθέσεις και ότι αναμενόταν η λήψη άλλων τριάντα καταθέσεων από κοπέλες που είχαν επικοινωνήσει με την αστυνομία και ανέφεραν ότι είχαν υποστεί άσεμνες επιθέσεις από τους δύο υπόπτους.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων για δυσφήμιση. Ισχυρίστηκε ότι με τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα οι εφεσείοντες παραβίασαν και εξακολουθούν να παραβιάζουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, το τεκμήριο της αθωότητάς του, το δικαίωμά του για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη, το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και ότι οι εφεσείοντες πρόσβαλαν την τιμή και υπόληψή του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα συνιστούν δυσφήμιση με όλες τις απορρέουσες δυσμενείς συνέπειες και επιπτώσεις στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή.

Οι εφεσείοντες ουσιαστικά παραδέχθηκαν τα δημοσιεύματα υπό την επιφύλαξη ότι κάποια από τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν σε διαφορετικές σελίδες των ίδιων εκδόσεων ήταν αυτοτελή και όχι ενιαία. Ωστόσο, αμφισβήτησαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο και ισχυρίστηκαν ότι τα γεγονότα που εκτέθηκαν ήταν αληθή και τα σχόλια δίκαια και καλόπιστα ως αφορώντα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους, προσδιορίζοντας το καθήκον, κατ’ επίκληση του οποίου έγιναν τα δημοσιεύματα, έδωσαν σχετικές λεπτομέρειες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο. Απέρριψε όλες τις υπερασπίσεις που οι εφεσείοντες προέβαλαν, και έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά αφού με αυτά, αποδιδόταν στον εφεσίβλητο η διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων κατά των ηθών τα οποία έχουν χαρακτηριστεί και ως αδικήματα κατά της ίδιας της κοινωνίας. Τα επίδικα δημοσιεύματα υπερέβησαν τόσο σε έκταση όσο και κατ’ ουσία το υπό τις περιστάσεις ευλόγως επαρκές, οι δε λεπτομέρειες ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανακριβείς και ξεπερνούσαν το τι θα μπορούσε να κριθεί ως αρκετό για να ενημερωθεί ο αναγνώστης για το γεγονός της διερεύνησης μιας υπόθεσης που αφορούσε σε καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων προσώπων.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση υποστηρίζοντας ότι το εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και/ή περιείχαν ανακρίβειες και/ή υπερβολές ως προς την εξιστόρηση των γεγονότων που λάμβαναν χώ[*410]ραν τον Αύγουστο του 2001. Λανθασμένη θεωρούν και την κρίση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της Γεωργίας Ψαριά (Μ.Υ.) ήταν αναξιόπιστη και ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου στο σύνολό της ως αξιόπιστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει τα επίδικα δημοσιεύματα στην ολότητά τους και χωρίς να αξιολογήσει τις περιβάλλουσες συνθήκες και το χρόνο δημοσίευσής τους, λανθασμένα αποφάσισε ότι αυτά ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο. Η απόφαση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά είναι το αποτέλεσμα λανθασμένης και/ή πλημμελούς ερμηνείας και εφαρμογής των νομικών αρχών και λανθασμένης εκτίμησης των γεγονότων της υπόθεσης. Η διαπίστωση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ημερ. 3.8.2001 και 6.8.2001 έγινε αντιληπτό ότι αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και/ή ότι με αυτά αποδιδόταν στον εφεσίβλητο απόπειρα παρέμβασης στην αστυνομική έρευνα, είναι λανθασμένη. Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη και τη διαπίστωση ότι δεν απέδειξαν τις υπερασπίσεις της αλήθειας και του ευλόγου σχολίου όπως αυτές δικογραφούνται στην υπεράσπισή τους. Τέλος, υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε (α) την υπεράσπιση του απόλυτα προνομιούχου δημοσιεύματος σε σχέση με το επίδικο δημοσίευμα ημερ. 8.8.2001 και/ή του ευλόγου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος που έγινε καλόπιστα σε σχέση με τους τίτλους και/ή το εισαγωγικό μέρος του εν λόγω δημοσιεύματος και (β) την υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομίου και/ή ότι αυτοί ενεργούσαν κατά την άσκηση του δικαιώματος και υποχρέωσής τους να πληροφορούν το κοινό που είχε εν προκειμένω δικαίωμα και ενδιαφέρον να πληροφορείται και/ή ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δημοσιεύθηκαν στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης που προστατεύει το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις. Οι εφεσείοντες θεωρούν ως έκδηλα υπερβολικό το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων και εισηγούνται ότι η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης είναι προϊόν λανθασμένης ερμηνείας και εφαρμογής τόσο των νομικών αρχών όσο και των γεγονότων της υπόθεσης. Υποβάλλουν επίσης ότι  αδικαιολόγητα και νομικώς λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η μεταγενέστερη συμπεριφορά τους ήταν μεμπτή και ότι τους διακατείχε κακεντρέχεια και εμμονή να δυσφημούν τον εφεσίβλητο και μετά την έναρξη της δίκης του. Τέλος, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε πεπλανημένα με αποτέλεσμα να παραβιάζεται με την εκκαλούμενη απόφαση το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα της 3.8.2001 περιείχε ανακρίβειες και δεν αντικατόπτριζε την ακριβή εικόνα, συνιστά προϊόν λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας. [*411]Το εν λόγω δημοσίευμα προφανώς αναφερόταν στη  γραπτή κατάθεση της νεαρής Μ.Μ., που παρουσιάστηκε ως τεκμήριο κατά τη δίκη του εφεσίβλητου. Στην πολυσέλιδη εκείνη κατάθεσή της η Μ.Μ. περιέγραψε ερωτικές σκηνές και γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου όταν ήταν ανήλικη. Στο δημοσίευμα της 3.8.2001 δεν κατονομάζεται ο εφεσίβλητος ως ο δράστης των πράξεων που περιέγραψε η νεαρή στην κατάθεσή της. Ωστόσο, μετά τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της εν λόγω κατάθεσης στα πλαίσια της δίκης του εφεσίβλητου, ο τελευταίος συνδέθηκε με το δημοσίευμα. Οι ερωτικές σκηνές που περιέγραψε η νεαρή στην κατάθεσή της σαφώς υποδηλώνουν τέλεση ερωτικών επαφών και πράξεων μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου.

2.  Αντιπαραβάλλοντας τα επίδικα δημοσιεύματα, το κάθε ένα χωριστά αλλά και όλα ως ενιαίο σύνολο, προς όσα λάμβαναν χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο σε σχέση με την υπόθεση του εφεσίβλητου και του Γ. Σερδάρη, έχοντας ταυτόχρονα στραμμένη την προσοχή στην πηγή των πληροφοριών, (καταθέσεις των παραπονουμένων στην αστυνομία, μαρτυρίες ενώπιον του δικαστηρίου προς υποστήριξη αιτημάτων της αστυνομίας για κράτηση των υπόπτων για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων και τη μαρτυρία στο Δικαστήριο, κατά τη δίκη του εφεσίβλητου στο Κακουργιοδικείο), προκύπτει ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα είναι απαλλαγμένα από το στοιχείο της όποιας αθέμιτης υπερβολής και ότι αυτά απέδιδαν κατά τρόπο ισορροπημένο μια ρεαλιστική εικόνα της ροής των γεγονότων που αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση η οποία αναμφίβολα ήταν υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην εγκυρότητα των πηγών αυτής της πληροφόρησης η αστυνομία στήριξε τα αιτήματά της για την προσωποκράτηση του εφεσίβλητου, το δε Κακουργιοδικείο τα ευρήματά του που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσίβλητου. Έπεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το νόημα των δημοσιευμάτων και τις διαπιστώσεις σχετικά με ψεύδη του περιεχομένου τους καθώς και τις προθέσεις των εφεσειόντων, είναι εσφαλμένα. Η ουσία του περιεχομένου των επίδικων δημοσιευμάτων δεν διέφερε από την ουσία της μαρτυρίας που είχε στα χέρια της η αστυνομία και που σταδιακά ερχόταν στο φως της δημοσιότητας μέσα στις αίθουσες των Δικαστηρίων.

3.  Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα, θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά [*412]την εξέταση του κειμένου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα.

4.  Αν αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι ο παραπονούμενος είναι υπό υποψία ή ότι διερευνάται γι’ αυτόν υπόθεση, δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευτεί ή να γίνει αντιληπτό ότι σημαίνει πως αυτός είναι ένοχος γιατί αν ο κοινός λογικός άνθρωπος σκεφτόταν πως όποτε υπάρχει αστυνομική έρευνα ο υπό διερεύνηση είναι ένοχος, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δοθεί ακριβής πληροφόρηση για οτιδήποτε για το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να γνωρίζει και να πληροφορείται. Σε περίπτωση που τα επίδικα δημοσιεύματα επιδέχονται μιας πιο «αθώας» ερμηνείας από την πιο σοβαρή που εισηγείται ο παραπονούμενος, τότε θα προτιμηθεί η πρώτη.

5.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να αναζητήσει το νόημα των δημοσιευμάτων σωρευτικά. Λανθασμένα, εξέτασε το κάθε δημοσίευμα στενά περιοριζόμενο ακόμα και στην αναζήτηση εννοιών και νοημάτων μεμονωμένων λέξεων χωρίς συνάρτηση με το πνεύμα του δημοσιεύματος και του συνόλου του περιεχομένου του.

6.  Δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων ότι αυτά αναφέρονταν σε οτιδήποτε άλλο αναφορικά με τον εφεσίβλητο παρά μόνο στο ότι η αστυνομία διερευνούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς οι εφεσείοντες να εκφράζουν άποψη ή υπονοούμενα περί της ενοχής του εφεσίβλητου.

7.  Ενόψει των σχετικών με την παρούσα υπόθεση στοιχείων, η υπεράσπιση της αλήθειας με βάση το Άρθρο 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ήταν βάσιμη και η περί του αντιθέτου διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι εσφαλμένη.

8.  Επιπλέον, και εδώ μπορούσε να επιτύχει η υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος με βάση το Άρθρο 20(1)(δ) του Νόμου την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε.

9.  Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, ετύγχανε επίσης εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, ενόψει της ιδιότητας του εφεσίβλητου ως επώνυμου μουσικού και καλλιτεχνικού παράγοντα και της φύσης των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που είχαν σχέση με την επαγγελματική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Τα επίδικα [*413]δημοσιεύματα είχαν, εν προκειμένω, ως υπόβαθρο τα γεγονότα που διαδραματίζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και τα οποία ευλόγως μπορούσε να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν ικανοποιητική βάση για τα όποια καλόπιστα σχόλια ή κριτική των εφεσειόντων.

10.  Ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι τα σχόλια ήταν κακόπιστα ή ότι η κριτική που ασκήθηκε δεν ήταν έντιμη έκφραση άποψης των εφεσειόντων.

11.  Το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό κρίνεται από το Δικαστήριο το οποίο αποφασίζει το θέμα ως θέμα πραγματικό αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις τη συνήθη και φυσική τους έννοια όπως και ο μέσος λογικός άνθρωπος θα έπραττε.

12.  Η ελευθερία του λόγου διασφαλίζεται τόσο από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και από το Άρθρο 19 του Κυπριακού Συντάγματος. Δε νοείται όμως η ελευθερία του τύπου να μη συνοδεύεται από ευθύνες και περιορισμούς στη μετάδοση των πληροφοριών. Όπως όμως προνοείται στο Άρθρο 10 της Σύμβασης, οι περιορισμοί πρέπει να είναι «αναγκαίοι σε μία δημοκρατική κοινωνία».

13.  Το Αγγλικό δίκαιο αναγνωρίζει τώρα την ελευθερία του λόγου ως βασικό συνταγματικό δικαίωμα, ταυτίζοντας το δικαίωμα με εκείνο που διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

14.  Οι πρόνοιες του κοινού δικαίου, που αφορούν τη δυσφήμιση, ισοδυναμούν με περιορισμό του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου και της έκφρασης και της μετάδοσης πληροφοριών. Ο σκοπός του περιορισμού είναι η προστασία της φήμης και της υπόληψης του ατόμου.

15.  Το έργο της εξισορρόπησης του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών από τον τύπο και τα μέσα ενημέρωσης και του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου για τη φήμη και υπόληψή του δεν είναι εύκολο έργο. Το κύριο επιχείρημα για την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου, είναι η ενθάρρυνση για ένα ελεύθερο διάλογο σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

16.  Το πραγματικό βάθρο των επίδικων δυσφημιστικών δημοσιευμάτων ήταν αληθές και τα σχόλια εύλογα, δίκαια και έντιμα. Όπου δε εγείρεται θέμα προνομίου υπό επιφύλαξη, το δημοσίευμα έγινε δικαιωματικά και καλόπιστα, και όπου συνιστούσε παράθεση της [*414]δικαστικής διαδικασίας, ήταν ακριβοδίκαιο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1,

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου v. Καψού (2009) 1(Β) A.A.Δ. 1175,

Γαληνιώτης v. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) A.A.Δ. 577,

Lyon v. Daily Telegraph [1943] 1 KB 746,

Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25,

Dichand a.ο. v. Austria, Application No. 29271/95, ημερ. 26.5.2002,

Reynolds v. Times Newspapers [1998] 3 All E.R. 961,

Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All E.R. 609,

Charman v. Orion Ltd [2008] 1 All E.R. 750,

R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All E.R. 756.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαλαχτός, A.E.Δ.), (Aγωγή  Aρ. 2294/2003), ημερ. 6/3/2008.

Μ. Βορκάς και Μ. Παναγίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

[*415]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου αποζημίωση για δυσφήμιση ύψους €100.000 πλέον έξοδα. Οι εφεσείοντες είναι οι εκδότες της καθημερινής εφημερίδας «Πολίτης» η οποία κυκλοφορεί σε όλη την Κύπρο και σε κάποιες χώρες του εξωτερικού. Μέρος του περιεχομένου της εν λόγω εφημερίδας δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα των εφεσειόντων.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος ήταν γνωστός μουσικός, μουσικοσυνθέτης και στιχουργός, νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών.

Αρχές Αυγούστου του 2001 είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για σεξουαλικά αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν σε βάρος ανήλικων κοριτσιών με φερόμενους δράστες δύο άτομα τα οποία σχετίζονταν επαγγελματικά με τις ανήλικες. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ασχολούνταν σχεδόν καθημερινά με το θέμα και τις διαστάσεις που προσέλαβε ιδιαίτερα, μετά την εμπλοκή της αστυνομίας, την προσαγωγή υπόπτων στο δικαστήριο και την κράτησή τους για σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων και ερευνών. Έτσι λοιπόν, μεταξύ 3.8.2001 και 18.8.2001 υπήρξε αριθμός δημοσιευμάτων και στην εφημερίδα «Πολίτης» για το ίδιο θέμα που αναφέρονταν και στον εφεσίβλητο και που η αστυνομία θεωρούσε ως ένα εκ των υπόπτων στις υποθέσεις που διερευνούσε.

Η αστυνομία, ενεργούσα με βάση καταγγελίες νεαρών γυναικών ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικών αδικημάτων που διέπραξαν σε βάρος τους ο εφεσίβλητος και κάποιος Γεώργιος Σερδάρης, προχώρησε στη διεξαγωγή ερευνών στα πλαίσια των οποίων, εκδόθηκαν στις 2.8.2001 εντάλματα σύλληψης των δύο προαναφερόμενων. Ο εφεσίβλητος συνελήφθη στις 6.8.2001 και την ίδια ημέρα ερευνήθηκε και η κατοικία του στη Λάρνακα. Στις 7.8.2001 ο εφεσίβλητος και ο Σερδάρης οδηγήθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου το οποίο διέταξε την κράτηση τους για τέσσερις ημέρες για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Για τον ίδιο σκοπό, εκδόθηκε στις 11.8.2001 και δεύτερο διάταγμα κράτησης έξι ημερών των δύο υπόπτων. Στις 17.8.2001 καταχωρήθηκε εναντίον τους ποινική υπόθεση για διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων και αμφότεροι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.

Ενώ οι έρευνες της αστυνομίας βρίσκονταν σε εξέλιξη, η εφημερίδα «Πολίτης», στις 3.8.2001 δημοσίευσε για πρώτη φορά τόσο στην πρώτη όσο και σε άλλη σελίδα της, δημοσιεύματα με τίτλους/υπότιτλους «Συνταρακτικά στοιχεία στα χέρια της Αστυνο[*416]μίας – ΚΥΚΛΩΜΑ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ – Κατηγορούνται επώνυμοι του καλλιτεχνικού χώρου. Έταζαν σε ανήλικα κορίτσια ότι θα τις κάνουν μεγάλες τραγουδίστριες – Νέες καταθέσεις θυμάτων ενισχύουν την πρώτη καταγγελία – Καλλιτεχνικοί παράγοντες σε κύκλωμα παιδεραστίας». Στα δημοσιεύματα αναφερόταν ότι την όλη υπόθεση έφερε στο φως ο τηλεοπτικός σταθμός «Σίγμα» σε σχετικό ρεπορτάζ που πρόβαλε ο σταθμός το προηγούμενο βράδυ. Καθώς προκύπτει από το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων, αυτά στηρίχθηκαν στις πληροφορίες και σε ό,τι μεταδόθηκε σχετικά με το θέμα στο ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού. Σύμφωνα λοιπόν με τα δημοσιεύματα του «Πολίτη» ημερ. 3.8.2001, δύο γνωστοί καλλιτεχνικοί παράγοντες, εκμεταλλευόμενοι την αθωότητα ανήλικων κοριτσιών που προέβησαν σε καταγγελίες, υπόσχονταν ότι θα τις προωθούσαν να διαπρέψουν στο μουσικό στερέωμα, όπως έγινε και με άλλες συμπατριώτισσες μας, και με τους τρόπους τους, τις έπειθαν να ενδώσουν στις σεξουαλικές τους επιθυμίες.

Στις 4.8.2001 δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Πολίτης» είδηση υπό τον τίτλο «Ο Αρχηγός της Αστυνομίας ανέλαβε τις έρευνες – Απαγόρευση εξόδου στους δυο για διαφθορά – Αυξάνονται οι καταγγελίες κοριτσιών για το κύκλωμα του καλλιτεχνικού χώρου – Νέα υπόθεση βιασμού ανήλικης – Συνελήφθη ο θείος». Το δημοσίευμα συνέχιζε σε άλλη σελίδα της εφημερίδας με τίτλο «Και τρίτη καταγγελία για κύκλωμα παιδεραστών στον καλλιτεχνικό χώρο – Στο στοπ-λιστ οι δύο – Υπόθεση διαφθοράς ανήλικης και στη Λευκωσία». Στο εν λόγω δημοσίευμα γινόταν λόγος για νέες καταγγελίες εναντίον των δύο επώνυμων και μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι την πρώτη καταγγελία έκανε προ τριών ημερών 22χρονη, καταθέτοντας στην αστυνομία ότι υπήρξε θύμα διαφθοράς όταν ήταν 13 ετών. Σύμφωνα με την καταγγελία, ο δράστης ήταν γνωστός καλλιτεχνικός παράγοντας στη Λάρνακα, ο οποίος την παρέπεμψε στη συνέχεια σε άλλο επώνυμο μουσικό παράγοντα στη Λευκωσία. Υποστήριξε ακόμη ότι οι δύο διέπρατταν κατ’ εξακολούθηση τα εν λόγω αδικήματα υποσχόμενοι σε νεαρά κορίτσια λαμπρή καριέρα στον καλλιτεχνικό κόσμο.

Στις 5.5.2001 σε σχετικό με την υπόθεση δημοσίευμα του «Πολίτη» υπό τον τίτλο «Η σιωπή των Αμνών», επικρίνεται η στάση των δημοσιογράφων γενικά οι οποίοι, προτιμούν τη σιωπή αντί τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των υπόπτων τα οποία γνωρίζουν (οι δημοσιογράφοι). Σε άλλο σχόλιο της εφημερίδας γίνεται υπαινιγμός ή εκφράζεται ο φόβος ότι οι ύποπτοι της υπόθεσης θα ξεφύγουν, προφανώς υπονοώντας ότι θα ξεφύγουν από το νόμο.

[*417]Στις 6.8.2001 η εφημερίδα επανήλθε στο ίδιο θέμα με δημοσίευμα κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Συλλήψεις από στιγμή σε στιγμή για την υπόθεση των καλλιτεχνών - Χιονοστιβάδα οι καταγγελίες - Τεράστιο το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων - Στέλλα Κυριακίδου: Ακόμη και παιδιά 4-5 χρονών τα θύματα - Νίκος Κόσιης: Δεν θα κουκουλωθεί η ιστορία». Στο δημοσίευμα αναφερόταν ότι προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις «το σκάνδαλο της ύπαρξης κυκλώματος παιδεραστίας», και ότι «οι καταγγελίες εναντίον των δύο καλλιτεχνικών παραγόντων που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση φθάνουν πλέον σωρηδόν στις αρχές». Δημοσιεύεται επίσης δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης ότι «Πρώτιστο μέλημα των αστυνομικών Αρχών είναι να φθάσει το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο στην υπόθεση της παιδεραστίας» κλπ..

Στις 7.8.01 δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα του «Πολίτη» η είδηση, «Ενώπιον του δικαστηρίου οδηγούνται σήμερα οι δύο γνωστοί μουσικοσυνθέτες Δώρος Γεωργιάδης και Γεώργιος Σερδάρης με αίτημα την έκδοση διατάγματος κράτησής τους. Η αστυνομία αποφάσισε να τους συλλάβει χθες το πρωί, βασιζόμενη στις μαρτυρίες – καταγγελίες πέντε κοριτσιών για άσεμνες επιθέσεις εναντίον τους. Και οι δύο μέσω των δικηγόρων τους και συγγενικών τους προσώπων δηλώνουν «αθώοι» και αποδίδουν τις εναντίον τους καταγγελίες σε αισθήματα εκδίκησης, επειδή αυτές που προέβησαν στις καταγγελίες δεν πέτυχαν να κάνουν καριέρα στον καλλιτεχνικό χώρο. Η Αστυνομία, σε έρευνες που έκαμε στα σπίτια των δύο υπόπτων, βρήκε και κατέσχε βιντεοκασέτες, φωτογραφίες και σημειώσεις.» Στο δημοσίευμα γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στις συνθήκες σύλληψης των δυο υπόπτων και στις έρευνες που διεξήγαγε η αστυνομία στα σπίτια τους. Σε άλλη σελίδα της εφημερίδας, δημοσίευμα υπό τον τίτλο «Κλείστε ... την υπόθεση τώρα» εκφράζεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο γραφής η ανησυχία από ενδεχόμενο κουκούλωμα της υπόθεσης.

Στις 8.8.20001 δημοσίευμα του «Πολίτη» υπό τον τίτλο «Ανώνυμες επιστολές για τους δύο μουσικοσυνθέτες στάληκαν και στο Αρχηγείο – Αστυνομική έρευνα και προ εξαμήνου», αναφέρεται σε ανώνυμες επιστολές και ηλεκτρονικά μηνύματα που στάληκαν στο Αρχηγείο Αστυνομίας πριν από έξι μήνες και αφορούσαν καταγγελίες εναντίον των Γεωργίου Σερδάρη και Δώρου Γεωργιάδη για άσεμνες επιθέσεις εναντίον ανηλίκων κοριτσιών. Το δημοσίευμα αναφέρεται επίσης σε οδηγίες του Αρχηγού της Αστυνομίας για την περαιτέρω πορεία των ερευνών.

Στην ίδια έκδοση, η εφημερίδα «Πολίτης» υπό τον τίτλο «Συ[*418]νταρακτικές λεπτομέρειες της πολύκροτης υπόθεσης στο δικαστήριο – Έτσι έστηναν τη μουσική παγίδα – Εναντίον των Γεωργιάδη – Σερδάρη εξετάζονται υποθέσεις: Συνωμοσία προς διαφθορά θήλεος, άσεμνη επίθεση κατά θήλεος, προβολή ανήθικων θεμάτων». Το δημοσίευμα αναφερόταν σε μαρτυρία που δόθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος ενώπιον του οποίου είχαν προσαχθεί οι Σερδάρης και Γεωργιάδης προς ακρόαση αιτήματος της αστυνομίας για κράτηση των εν λόγω ατόμων, ως υπόπτων διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος ανήλικων κοριτσιών, για σκοπούς διερεύνησης των υποθέσεων. Μεταξύ άλλων αναφέρονταν στο δημοσίευμα τα εξής:

«Συνταρακτικές λεπτομέρειες και στοιχεία επικαλέσθηκε εχθές στο Δικαστήριο Λάρνακας η Αστυνομία για να πετύχει τελικά την έκδοση διατάγματος 4ήμερης κράτησης του μουσικού Γιώργου Σερδάρη, 65 χρονών, από τη Λάρνακα, και του μουσικοσυνθέτη Δώρου Γεωργιάδη, 52 χρονών, από τη Λευκωσία. Και οι δύο συνελήφθησαν ως ύποπτοι σχετικά με διερευνώμενες υποθέσεις άσεμνων επιθέσεων σε βάρος ανήλικων κοριτσιών, αδικήματα που διαπράχθηκαν τα έτη 1991-1996.»

Το κείμενο του δημοσιεύματος είναι εκτενές και ουσιαστικά αναφέρεται στο περιεχόμενο της μαρτυρίας που η αστυνομία έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη του αιτήματός της για κράτηση των υπόπτων.

Στη σελίδα 8 της ίδιας έκδοσης του «Πολίτη», δημοσίευμα υπό τον τίτλο «Σεξουαλική εκμετάλλευση; Άντε σιόρ!» η εφημερίδα, με αφορμή την ίδια γνωστή υπόθεση αφηρημένα και με τρόπο γενικό, ασχολείται με τα αδικήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και εκμετάλλευσης και επικριτικά θίγει την αδυναμία λήψης μέτρων αποτροπής.

Δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας ημερ. 9.8.2001 κάτω από τον τίτλο «Σε μεγαλύτερο κελί λόγω κατάθλιψης ο Δώρος Γεωργιάδης – Μακραίνει η λίστα με τις μαρτυρίες – Από επαγγελματία μουσικό η έβδομη κατάθεση - Ντρεπόταν προτού καταγγείλει όσα υπέστη» αναφερόταν ότι διευρύνονται οι έρευνες και οι ανακρίσεις της αστυνομίας σχετικά με την υπόθεση διαφθοράς ανηλίκων για την οποία βρίσκονται υπό κράτηση ο Δώρος Γεωργιάδης και ο Γεώργιος Σερδάρης και ότι οι καταθέσεις που εμπλέκουν τους υπόπτους στην υπόθεση άσεμνων επιθέσεων πληθαίνουν κλπ.. Στο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης ότι ο Δώρος Γεωργιάδης οδηγήθηκε δύο φορές στο νοσοκομείο και ότι ο ψυχίατρος που τον εξέτασε [*419]συνέστησε την παραχώρηση μεγαλύτερου κελιού.

Το δημοσίευμα συνέχιζε και σε άλλη σελίδα της εφημερίδας όπου κάτω από τον τίτλο «Αστυνομία: οι ύποπτοι δεν πρόλαβαν να καταστρέψουν τεκμήρια – Μεγαλύτερο κελί συνέστησε ο ψυχίατρος – Ολοκληρώθηκε στο ΤΑΕ Λάρνακας και η κατάθεση – καταγγελία της έβδομης κοπέλας ηλικίας 21 ετών» αναφερόταν ότι σύμφωνα με πληροφορίες, ο Δώρος Γεωργιάδης έχει ιστορικό κατάθλιψης, ότι εξετάστηκε από κυβερνητικό γιατρό και ότι έγινε αλλαγή του χώρου κράτησης του. Γινόταν επίσης λόγος σε καταγγελία γυναίκας από τη Λεμεσό η οποία ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική στο εξωτερικό, σύμφωνα με την οποία, είχε υποστεί άσεμνη επίθεση από τους δυο υπόπτους. Στο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης και εκτίμηση του αστυνομικού διευθυντή Λάρνακας για νέα προσαγωγή των υπόπτων στο δικαστήριο για ανανέωση της κράτησής τους.

Στο δημοσίευμα του «Πολίτη» ημερ. 10.8.2001 κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Μιλούν στους αστυνομικούς – φοβούνται να καταθέσουν – και μαθήτριες στην αστυνομία – άλλες δυο κοπέλες έδωσαν χτες καταθέσεις για άσεμνες επιθέσεις – Διευρύνεται η χρονική περίοδος δράσης των δυο υπόπτων», δημοσιευόταν ότι προστέθηκαν στη λίστα των καταγγελιών για τις υποθέσεις ασέμνων επιθέσεων από τους φερόμενους ως δράστες Γιώργο Σερδάρη και Δώρο Γεωργιάδη άλλες δυο καταγγελίες από μαθήτριες οι οποίες σε πολυσέλιδες καταθέσεις τους ανέφεραν πως όταν ήταν σε νεαρή ηλικία, δέχτηκαν άσεμνες επιθέσεις από τους δύο υπόπτους. Στο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης ότι ο Δώρος Γεωργιάδης αρνείται να απαντήσει στις οποιεσδήποτε ερωτήσεις των εξεταστών ενώ εκφράζει συνεχώς τη δυσαρέσκειά του σε ό,τι αφορά την κράτησή του. Στο δημοσίευμα αναφερόταν επίσης ότι και οι δύο ύποπτοι αρνούνται κάθε ανάμιξη στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σε άλλη σελίδα της ίδιας έκδοσης της εφημερίδας υπό τον τίτλο «Θα σε κάμω .... Βανδή!» δημοσιεύθηκαν τα εξής: « «Θα σε κάμω Βίσση, θα σε κάμω Αλέξια, θα σε κάμω Βανδή» μετέδιδε προ ημερών τηλεοπτικός σταθμός με αφορμή τη σύλληψη και κράτηση των δυο υπόπτων για άσεμνες επιθέσεις σε κορίτσια και τα όσα φέρονται να τους υπόσχονταν για να πετύχουν το σκοπό τους ....»

Στις 13.8.2001 σε δημοσίευμα του Πολίτη κάτω από τον τίτλο «Τι ισχυρίζονται τρεις ανήλικες σε καταθέσεις τους – Καταγγελίες για άσεμνες επιθέσεις το 2000 και 2001», αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι το διάταγμα κράτησης των δύο υπόπτων ανανεώθηκε το Σάββατο για άλλες έξι μέρες σε διαδικασία που έγινε κεκλει[*420]σμένων των θυρών μετά από αίτημα της υπεράσπισης και ότι οι συνήγοροι της υπεράσπισης υποστήριξαν στο δικαστήριο πως τα Μ.Μ.Ε. διαστρεβλώνουν τα γεγονότα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να θέτουν σε κίνδυνο το θεμελιακό δικαίωμα των πελατών τους να έχουν δίκαιη δίκη και να θεωρούνται αθώοι μέχρι η δικαιοσύνη να αποφανθεί διαφορετικά. Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται ότι τρεις από τις 13 καταθέσεις που έχουν στα χέρια τους οι διωκτικές αρχές αφορούν αδικήματα που οι παραπονούμενες ισχυρίζονται ότι διαπράχθηκαν κατά την περίοδο 2000-2001 και εμπλέκουν τους δύο υπόπτους.

Σε δημοσίευμα του Πολίτη ημερ. 15.8.01 κάτω από τον τίτλο «Υπόθεση Γεωργιάδη – Σερδάρη» αναφέρεται ότι σχηματίστηκε ο φάκελος της υπόθεσης με βάση 13 καταγγελίες και τα αδικήματα που προκύπτουν δεν συνεπάγονται δίωξη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Στο δημοσίευμα του «Πολίτη» ημερ. 18.8.2001 κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Αδικήματα μέχρι τον Μάιο του 2001 – κατηγορούνται για κακουργήματα – προβλέπονται ποινές μέχρι και 20 χρόνια – 17 κατηγορίες για Γ. Σερδάρη και οκτώ για Δ. Γεωργιάδη» δημοσιεύεται το γεγονός της παραπομπής των προαναφερόμενων σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ότι ο δικηγόρος του Δώρου Γεωργιάδη υποστήριξε πως επιβάλλεται η διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας όχι κεκλεισμένων των θυρών αλλά δημόσια χάριν της προστασίας του πελάτη του. Αναφερόταν επίσης ότι οι δύο κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση και ότι οι πιο βασικές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν αφορούν αδικήματα για σεξουαλική εκμετάλλευση και για άσεμνη επίθεση κατά θήλεος.

Το δημοσίευμα συνέχιζε στη σελ. 3 της εφημερίδας υπό τον τίτλο «Σερδάρης – Γεωργιάδης στο Κακουργιοδικείο» – Αμαρτίες από το 89 μέχρι φέτος» επαναλαμβάνοντας την είδηση για παραπομπή των δυο για δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου καθώς και τις κατηγορίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν.

Αφού παραθέσαμε την ουσία των δημοσιευμάτων, χωρίς να έχει παραλειφθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε κατά την κρίση μας να θεωρηθεί χρήσιμο ή ουσιώδες για οποιοδήποτε σκοπό ή πτυχή της υπόθεσης, σημειώνουμε ότι ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε τελικά κατηγορητήριο από οκτώ κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου οι δε υπόλοιπες αφορούσαν άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία η παραπονούμενη ήταν το ίδιο πρόσωπο ενώ [*421]στις υπόλοιπες, οι παραπονούμενες ήταν διαφορετικά πρόσωπα στην κάθε κατηγορία. Η ποινική δίωξη στην πρώτη κατηγορία αναστάληκε και η πέμπτη κατηγορία αποσύρθηκε. Η δίκη προχώρησε για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσίβλητο στην τρίτη κατηγορία τον βρήκε όμως ένοχο στις υπόλοιπες και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ χρόνων. Εναντίον της καταδίκης ο εφεσίβλητος άσκησε έφεση γεγονός το οποίο οδήγησε στην αθώωσή του. (Βλ. Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.)

Ο εφεσίβλητος ενήγαγε τους εφεσείοντες για δυσφήμιση. Ισχυρίστηκε ότι με τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα οι εφεσείοντες παραβίασαν και εξακολουθούν να παραβιάζουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, το τεκμήριο της αθωότητάς του, το δικαίωμά του για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη, το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και ότι οι εφεσείοντες πρόσβαλαν την τιμή και υπόληψή του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα συνιστούν δυσφήμιση με όλες τις απορρέουσες δυσμενείς συνέπειες και επιπτώσεις στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή.

Οι εφεσείοντες ουσιαστικά παραδέχθηκαν τα δημοσιεύματα υπό την επιφύλαξη ότι κάποια από τα κείμενά που δημοσιεύθηκαν σε διαφορετικές σελίδες των ίδιων εκδόσεων ήταν αυτοτελή και όχι ενιαία. Ωστόσο, αμφισβήτησαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο και ισχυρίστηκαν ότι τα γεγονότα που εκτέθηκαν ήταν αληθή και τα σχόλια δίκαια και καλόπιστα ως αφορώντα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους, προσδιορίζοντας το καθήκον, κατ’ επίκληση του οποίου έγιναν τα δημοσιεύματα, έδωσαν σχετικές λεπτομέρειες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όλες τις υπερασπίσεις που προέβαλαν οι εφεσείοντες και έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι με το δημοσίευμα της 3.8.2001 αποδιδόταν στον εφεσίβλητο ότι ήταν ο ένας από τους δύο εγκεφάλους κυκλώματος παιδεραστίας, ότι έταζε σε ανήλικα κορίτσια ότι θα τις κάμει μεγάλες τραγουδίστριες, κάμπτοντας με αυτό τον τρόπο τις αναστολές τους, μετατρέποντας τις ανήλικες σε αντικείμενα ηδονής, και ότι είχε σεξουαλική επαφή με κορίτσι 13 ετών. Με το δημοσίευμα της 6.8.2001 αποδίδεται στον εφεσίβλητο συμμετοχή σε κύκλωμα παιδεραστίας και ότι προς ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων, θυματοποίησε κοπέλες για πολλά χρόνια και ότι η δράση του είχε διάρκεια πολλών ετών. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ακόμη [*422]ότι με τα δημοσιεύματα της 3.8.2001 και 6.8.2001 αποδιδόταν στον εφεσίβλητο απόπειρα παρέμβασης σε αστυνομική έρευνα που διεξαγόταν εναντίον του και προσπάθεια «κουκουλώματος» της υπόθεσης. Τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά αφού με αυτά, αποδιδόταν στον εφεσίβλητο η διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων κατά των ηθών τα οποία έχουν χαρακτηριστεί και ως αδικήματα κατά της ίδιας της κοινωνίας. (Βλ. Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.) Τα επίδικα δημοσιεύματα υπερέβησαν τόσο σε έκταση όσο και κατ’ ουσία το υπό τις περιστάσεις ευλόγως επαρκές. Σύμφωνα πάντα με την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, οι λεπτομέρειες ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανακριβείς και ξεπερνούσαν το τι θα μπορούσε να κριθεί ως αρκετό για να ενημερωθεί ο αναγνώστης για το γεγονός της διερεύνησης μιας υπόθεσης που αφορούσε σε καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων προσώπων.

Οι εφεσείοντες προώθησαν δώδεκα λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τα παράπονα που διατυπώνουν, συνοψίζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν παραπλανητικά και/ή περιείχαν ανακρίβειες και/ή υπερβολές ως προς την εξιστόρηση των γεγονότων που λάμβαναν χώραν τον Αύγουστο του 2001. Λανθασμένη θεωρούν και την κρίση του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της Γεωργίας Ψαριά (Μ.Υ.) ήταν αναξιόπιστη και ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου στο σύνολό της ως αξιόπιστη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει τα επίδικα δημοσιεύματα στην ολότητά τους και χωρίς να αξιολογήσει τις περιβάλλουσες συνθήκες και το χρόνο δημοσίευσής τους, λανθασμένα αποφάσισε ότι αυτά ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο. Η απόφαση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά είναι το αποτέλεσμα λανθασμένης και/ή πλημμελούς ερμηνείας και εφαρμογής των νομικών αρχών και λανθασμένης εκτίμησης των γεγονότων της υπόθεσης. Η διαπίστωση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ημερ. 3.8.2001 και 6.8.2001 έγινε αντιληπτό ότι αναφέρονταν στο εφεσίβλητο και/ή ότι με αυτά αποδιδόταν στον εφεσίβλητο απόπειρα παρέμβασης στην αστυνομική έρευνα είναι λανθασμένη. Οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη και τη διαπίστωση ότι δεν απέδειξαν τις υπερασπίσεις της αλήθειας και του ευλόγου σχολίου όπως αυτές δικογραφούνται στην υπεράσπισή τους, και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση του απόλυτα προνομιούχου δημοσιεύματος σε σχέση με το επίδικο δημοσίευμα ημερ. 8.8.2001 και/ή του ευλόγου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος που έγινε καλόπιστα σε σχέση με τους τίτλους και/ή το ει[*423]σαγωγικό μέρος του εν λόγω δημοσιεύματος.

Οι εφεσείοντες λέγουν επίσης ότι το δικαστήριο χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του, απέρριψε την υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομίου και/ή ότι αυτοί ενεργούσαν κατά την άσκηση του δικαιώματος και υποχρέωσής τους να πληροφορούν το κοινό που είχε εν προκειμένω δικαίωμα και ενδιαφέρον να πληροφορείται και/ή ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δημοσιεύθηκαν στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης που προστατεύει το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις. Οι εφεσείοντες θεωρούν ως έκδηλα υπερβολικό το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων και εισηγούνται ότι η κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης είναι προϊόν λανθασμένης ερμηνείας και εφαρμογής τόσο των νομικών αρχών όσο και των γεγονότων της υπόθεσης. Υποβάλλουν επίσης ότι  αδικαιολόγητα και νομικώς λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η μεταγενέστερη συμπεριφορά τους ήταν μεμπτή και ότι τους διακατείχε κακεντρέχεια και εμμονή να δυσφημούν τον εφεσίβλητο και μετά την έναρξη της δίκης του. Τέλος, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε πεπλανημένα με αποτέλεσμα να παραβιάζεται με την εκκαλούμενη απόφαση το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, αντιπαραβάλλοντας το δημοσίευμα της 3.8.2001 με τις μέχρι τότε υπάρχουσες καταγγελίες, διαπίστωσε πως,

«εμπεριείχε ανακρίβειες και δεν αντικατόπτριζε την ακριβή εικόνα. Ενδεικτικά σημειώνω πως καμιά πληροφορία δεν υφίστατο πως ο επώνυμος μουσικός παράγοντας στη Λευκωσία, ο ενάγοντας, είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με την πρώτη καταγγέλλουσα, όπως μνημονεύεται στο δημοσίευμα».

Έχουμε την άποψη ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι προϊόν λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το δημοσίευμα της 3.8.2001 προφανώς αναφερόταν στη γραπτή κατάθεση της νεαρής Μ.Μ., που παρουσιάστηκε ως τεκμήριο κατά τη δίκη του εφεσίβλητου. Στην πολυσέλιδη εκείνη κατάθεση της η Μ.Μ. περιέγραψε ερωτικές σκηνές και γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου όταν ήταν ανήλικη. Μεταξύ άλλων, ανέφερε για τον εφεσίβλητο, «... Μετά μου είπε να μου δείξει ένα τρόπο να φιλώ και άρχισε να με φιλά με τη γλώσσα του για αρκετή ώρα. Μετά κάθισε στην καρέκλα του, κατέβασε το παντελόνι του και το εσώρουχό του και έσπρωξε με τα χέρια του το κεφάλι μου [*424]στα γεννητικά όργανα, εγώ τράβηξα πίσω και με ξανά έσπρωξε αναγκάζοντάς να τον φιλήσω στα γεννητικά του όργανα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων και ενώ προσπαθούσα να σηκώσω πάνω το κεφάλι μου, αυτός με έσπρωξε κάτω, οπότε και εκσπερμάτισε μέσα στο στόμα μου».

Στο δημοσίευμα της 3.8.2001 δεν κατονομάζεται ο εφεσίβλητος ως ο δράστης των πράξεων που περιέγραψε η νεαρή στην κατάθεσή της. Ωστόσο, μετά τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της εν λόγω κατάθεσης στα πλαίσια της δίκης του εφεσίβλητου, ο τελευταίος συνδέθηκε με το δημοσίευμα. Οι ερωτικές σκηνές που περιέγραψε η νεαρή στην κατάθεσή της σαφώς υποδηλώνουν τέλεση ερωτικών επαφών και πράξεων μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου.

Σε σχέση με το δημοσίευμα του «Πολίτη» ημερ. 4.8.2001 ο ευπαίδευτος δικαστής, αναφερόμενος στην κατάθεση της νεαρής ΜΜ, σημειώνει ότι αυτή δεν απέδωσε στον ενάγοντα ότι την παρενοχλούσε κατ’ εξακολούθηση αλλά ότι αυτή είχε αναφερθεί σε ένα μόνο περιστατικό και ότι τα περί υποσχέσεων καριέρας ποτέ δεν τα απέδωσε (η Μ.Μ.) στον ενάγοντα.

Είναι γεγονός ότι η Μ.Μ. στη γραπτή κατάθεσή της αναφέρθηκε σε ένα μόνο περιστατικό μεταξύ της ίδιας και του εφεσίβλητου. Ωστόσο, στην ίδια κατάθεση η Μ.Μ. αναφέρθηκε σε σεξουαλικές παρενοχλήσεις που είχαν υποστεί άλλες νεαρές από τους Σερδάρη και εφεσίβλητο για τις οποίες της είχαν μιλήσει οι ίδιες και με τις οποίες στη συνέχεια, συνάντησαν δικηγόρο στη Λάρνακα, ο οποίος τις συμβούλευσε να καταγγείλουν την υπόθεση στην αστυνομία. Η μια από τις πιο πάνω νεαρές που η Μ.Μ. αναφέρει στην κατάθεση της, έδωσε κατάθεση στις 3.8.2001 (τεκμ. 6) όπου κατέθεσε για όσα της είπε ο εφεσίβλητος για γνωστές καλλιτέχνιδες που είχαν γνωρίσει τον έρωτα ενώ ήταν στη δική της ηλικία και ότι για να έχει κάποια ωραίο σώμα έπρεπε να έχει σεξουαλικές εμπειρίες από μικρή.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στις 29.7.2001 η μητέρα της Μ.Μ. έδωσε κατάθεση στην αστυνομία στην οποία ανέφερε ότι η κόρη της είπε ότι οι δάσκαλοι της Δώρος και Γιώργος την παρενοχλούσαν σεξουαλικά κατ’ επανάληψη και ότι η ίδια (η Μ.Μ.) επειδή την έκαμναν να πιστεύει ότι για να φτάσει ψηλά όπως η Άννα Βίσση κλπ. «πρέπει να κάμνει γιατί αυτές έκαναν το ίδιο και ήταν απόλυτα φυσιολογικό».

Η τρίτη νεαρή γυναίκα που η Μ.Μ. αναφέρει στη γραπτή κατάθεσή της είναι η Α.Τ. η οποία και αυτή σε γραπτή κατάθεση στην [*425]αστυνομία, κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος και ο Σερδάρης, στο στούντιο του εφεσίβλητου, την έβαζαν να βλέπει πορνοταινίες πρώτα για να ερεθιστεί και μετά να ενδώσει και να κάνει έρωτα μαζί τους.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε πιστό αντίγραφο των πρακτικών της δικαστικής διαδικασίας (τεκμ. 12) στην αίτηση προφυλάκισης του εφεσίβλητου και του Σερδάρη στις 7.8.2001. Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι μέχρι τότε έγιναν έξι καταγγελίες και λήφθηκαν δέκα καταθέσεις και ότι αναμενόταν η λήψη άλλων τριάντα καταθέσεων από κοπέλες που είχαν επικοινωνήσει με την αστυνομία και ανέφεραν ότι είχαν υποστεί άσεμνες επιθέσεις από τους δύο υπόπτους.

Αναφορικά με το δημοσίευμα στον Πολίτη ημερ. 8.8.2001 για διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας προ εξαμήνου για τους δύο υπόπτους, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε στο εν λόγω δημοσίευμα αδικαιολόγητα υπέρμετρη σημασία και βαρύτητα επειδή προφανώς παρέλειψε να σταθμίσει και τη μαρτυρία που υπήρχε επί του προκειμένου, ότι δηλαδή, το Αρχηγείο της Αστυνομίας ήταν ενήμερο για ανεπίσημες καταγγελίες μέσω διαδικτύου πλην όμως δεν προχώρησαν οι έρευνες λόγω της ανωνυμίας, γεγονός το οποίο η εφημερίδα αναφέρει στην ίδια έκδοση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σχολιάζοντας το δημοσίευμα του Πολίτη ημερ. 9.8.2001 διαπιστώνει ότι δεν τεκμηριώθηκε η ύπαρξη καταγγελίας από επαγγελματία μουσικό και ότι η σύνταξη (της εφημερίδας) παρέμεινε εκτεθειμένη. Η διαπίστωση είναι ορθή. Όμως, φαίνεται ότι διέφυγε της προσοχής του δικαστηρίου πως με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία εναντίον του εφεσίβλητου υπήρξε καταγγελία από φοιτήτρια μουσικής και επαγγελματία ηθοποιό γεγονός το οποίο καθόλου δεν διαφοροποιεί την όποια εντύπωση θα μπορούσε να αποκομίσει κάποιος που διάβασε το δημοσίευμα.

Αναφορικά με το δημοσίευμα της 10.8.2001 το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν καταθέσεις – καταγγελίες μαθητριών την προηγούμενη ημέρα αφού στις 8.8 ή 9.8.2001 όντως δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία. Υπήρξε όμως μαρτυρία ότι λήφθηκαν καταθέσεις στις 7.8.2001, 10.8.2001 και 11.8.2001 και ότι δυο από αυτές έγιναν από μαθήτριες.

Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έγινε αντιληπτό ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ημερ. 3.8.2001 και 6.8.2001 αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και/ή ότι αποδιδόταν σ’ αυτόν απόπειρα παρέμβασης στην αστυνομική έρευνα, προσβάλλεται ως λανθα[*426]σμένο. Στην έκθεση απαίτησης δεν καταγράφονται οι απαραίτητες λεπτομέρειες ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο ούτε οι σχετικές αναφορές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που διάβασαν το δημοσίευμα θα γνώριζαν ότι οι εν λόγω αναφορές αφορούσαν στον εφεσίβλητο. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν γνωστός με τον Δρα Κάσσιο, ιατρό του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν μπορούσε από μόνο του να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο χωρίς μαρτυρία η οποία να τεκμηριώνει ότι η σχέση του εφεσίβλητου με τον ιατρό του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν γνωστή σε τρίτους ώστε εύλογα κάποιος να συσχετίσει το δημοσίευμα με τον εφεσίβλητο.

Αντιπαραβάλλοντας τα επίδικα δημοσιεύματα, το κάθε ένα χωριστά αλλά και όλα ως ενιαίο σύνολο, προς όσα λάμβαναν χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο σε σχέση με την υπόθεση του εφεσίβλητου και του Γεώργιου Σερδάρη, έχοντας ταυτόχρονα στραμμένη την προσοχή στην πηγή των πληροφοριών, (καταθέσεις των παραπονουμένων στην αστυνομία, μαρτυρίες ενώπιον του δικαστηρίου προς υποστήριξη αιτημάτων της αστυνομίας για κράτηση των υπόπτων για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων και τη μαρτυρία στο δικαστήριο κατά τη δίκη του εφεσίβλητου στο Κακουργιοδικείο), προκύπτει ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα είναι απαλλαγμένα από το στοιχείο της όποιας αθέμιτης υπερβολής και ότι αυτά απέδιδαν κατά τρόπο ισορροπημένο μια ρεαλιστική εικόνα της ροής των γεγονότων που αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση η οποία αναμφίβολα ήταν υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην εγκυρότητα των πηγών αυτής της πληροφόρησης η αστυνομία στήριξε τα αιτήματα της για την προσωποκράτηση του εφεσίβλητου το δε Κακουργιοδικείο τα ευρήματα του που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσίβλητου. Έχουμε επομένως την άποψη ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το νόημα των δημοσιευμάτων και τις διαπιστώσεις σχετικά με ψεύδη του περιεχομένου τους καθώς και τις προθέσεις των εφεσειόντων είναι εσφαλμένα. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι η πηγή του δημοσιεύματος ότι ο εφεσίβλητος είχε σεξουαλική επαφή με κορίτσι 13 χρόνων ήταν η μαρτυρία της ίδιας της παραπονουμένης η οποία παρέπεμπε σ’ αυτό το γεγονός. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τα δημοσιεύματα που αναφέρονταν σε συμπεριφορές του εφεσίβλητου έναντι ή σε σχέση με ανήλικες γυναίκες που και αυτές παρέπεμπαν μέσω των καταθέσεών τους σε ερωτικές σκηνές με συμμετοχή των ιδίων και του εφεσίβλητου. Η ουσία του περιεχομένου των επίδικων δημοσιευμάτων δεν διέφερε από την ουσία της μαρτυρίας που είχε στα χέρια της η αστυνομία και που σταδιακά ερχόταν στο φως της [*427]δημοσιότητας μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται πως δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα όσα προαναφέραμε αφού φαίνεται να διέφυγε της προσοχής του ότι εναντίον του εφεσίβλητου δεν εξεταζόταν υπόθεση συνομωσίας προς διαφθορά θήλεος ούτε υπόθεση προβολής ανήθικων θεμάτων παρά μόνο υποθέσεις άσεμνης επίθεσης κατά θήλεος με βάση το περιεχόμενο των γραπτών καταθέσεων και των όσων οι παραπονούμενες είχαν προσάψει εναντίον του χωρίς να γίνεται ταύτιση με την αλήθεια των καταγγελιών.

Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:

«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible range of meaning and setting the “ground rules” for the trial.

Thus in Shah v. Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as “alleged” or “apparently” meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):

“(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-[*428]defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any “bane and antidote” taken together. (6) Τhe hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation ... (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense”. (Jeynes v. New Magazines Ltd [2008] EWCA Civ. 130.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη.

Έτσι, στην υπόθεση Shah v. Standard Chartered Bαnk, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν  ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος· αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ’ ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):

«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιληφθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν. (6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών [*429]σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές.»

Στις περιπτώσεις όπου τα επίδικα δημοσιεύματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδουν στον παραπονούμενο κάποια συμμετοχή σε σχέση με ποινικά αδικήματα, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί με βάση τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές είναι μέχρι ποιό βαθμό συμμετοχή σε αυτό αποδίδεται στον παραπονούμενο.

Στον Gatley (ανωτέρω), σελ. 124 αναφέρονται τα εξής:

«It is usually said that there are two levels of imputation below that of guilt (“Level 1”) which are possible in such a situation, both of which are defamatory, though in different degrees: that there are reasonable grounds to suspect that the claimant is involved (“Level 2”) or that there are grounds to investigate what the claimant has done (“Level 3”). In Lewis v. Daily Telegraph [1964] A.C. 234 it was admitted that the words were defamatory in the last sense (or something like it) but the defendants could justify that by showing that the investigation was taking place.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Συνήθως λέγεται ότι υπάρχουν δύο επίπεδα καταλογισμού, κάτω από εκείνο της ενοχής (επίπεδο 1), τα οποία είναι δυνατόν σε μια τέτοια περίπτωση, να είναι και τα δύο δυσφημιστικά, διαφορετικού όμως βαθμού σοβαρότητας: ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να υποψιαστεί κανείς την εμπλοκή του ενάγοντος (επίπεδο 2) ή ότι υπάρχει βάσιμος λόγος για να διερευνηθεί τί έπραξε ο ενάγων (επίπεδο 3). Στην υπόθεση Lewis ήταν παραδεκτό ότι οι λέξεις ήταν δυσφημιστικές με την τελευταία έννοια (ή κατά τρόπο ανάλογο), αλλά οι εναγόμενοι μπόρεσαν να το αιτιολογήσουν, προβάλλοντας ότι η διεξαγωγή της έρευνας ελάμβανε χώρα.»

Εν ολίγοις, συνάγεται από τα πιο πάνω πως αν αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι ο παραπονούμενος είναι υπό υποψία ή ότι διερευνάται γι’ αυτόν υπόθεση δεν μπορεί ευλόγως να ερμηνευτεί ή να γίνει αντιληπτό ότι σημαίνει πως αυτός είναι ένοχος γιατί αν ο [*430]κοινός λογικός άνθρωπος σκεφτόταν πως όποτε υπάρχει αστυνομική έρευνα ο υπό διερεύνηση είναι ένοχος, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δοθεί ακριβής πληροφόρηση για οτιδήποτε για το οποίο το κοινό ενδιαφέρεται να γνωρίζει και να πληροφορείται. Συνάγεται επίσης πως σε περίπτωση που τα επίδικα δημοσιεύματα επιδέχονται μιας πιο «αθώας» ερμηνείας από την πιο σοβαρή που εισηγείται ο παραπονούμενος, τότε θα προτιμηθεί η πρώτη.

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναζήτησε το νόημα των δημοσιευμάτων σωρευτικά. Λανθασμένα, κατά τη γνώμη μας, εξέτασε το κάθε δημοσίευμα στενά περιοριζόμενο ακόμα και στην αναζήτηση εννοιών και νοημάτων μεμονωμένων λέξεων χωρίς συνάρτηση με το πνεύμα του δημοσιεύματος και του συνόλου του περιεχομένου του. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε οποιαδήποτε σημασία στη λέξη «φέρονται» του δημοσιεύματος της 3.8.2001 ενώ αντίθετα ασχολήθηκε με την αναζήτηση των εννοιών των λέξεων «αποκαλύψεις» και «καταγγελίες» για να καταλήξει ότι δεν επρόκειτο για καταγγελίες αλλά για αποκαλύψεις.

Τα πλείστα, αν όχι όλα τα επίδικα δημοσιεύματα, αποδίδουν στον εφεσίβλητο ότι βρισκόταν υπό τη διερεύνηση της αστυνομίας για λόγους για τους οποίους η αστυνομία εμφανιζόταν πως είχε στοιχεία και ότι εν πάση περιπτώσει, η αστυνομία είχε εύλογες υποψίες ότι αυτός ενεχόταν στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων ότι αυτά αναφέρονταν σε οτιδήποτε άλλο αναφορικά με τον εφεσίβλητο παρά μόνο στο ότι η αστυνομία διερευνούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς οι εφεσείοντες να εκφράζουν άποψη ή υπονοούμενα περί της ενοχής του εφεσίβλητου. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της 11.8.2001 με τίτλο «Στα χέρια της δικαιοσύνης» όπου οι εφεσείοντες εκφράζουν τη διαφωνία τους με τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης από κάποια μέσα ενημέρωσης διατυπώνοντας ταυτόχρονα τη θέση πως μόνο η δικαιοσύνη θα αποφασίσει αν οι δύο ύποπτοι είναι ή όχι ένοχοι, θέση ταυτόσημη με σχετική ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που δημοσιεύθηκε στον Πολίτη στις 15.8.2001.

Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά και ότι η υπεράσπιση της αλήθειας που προώθησαν οι εφεσείοντες δεν έχει αποδειχθεί. Οι εφεσείοντες εισηγούνται πως με βάση τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους και τη μαρτυρία που προσκομίστηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης, το πρωτόδικο δικαστή[*431]ριο έπρεπε να είχε διαπιστώσει ότι αποδείχθηκε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων η δικογραφημένη υπεράσπιση της αλήθειας.

Με βάση το Αρθρο 19 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελεί υπεράσπιση ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές.

Στο Gatley (ανωτέρω) σελ. 320 αναφέρονται τα εξής:

«Substantial justification sufficient. Some leeway for exaggeration and error is given by the defences of fair comment and qualified privilege. However, for the purposes of justification, if the defendant proves that “the main charge, or gist, of the libel is true, he may not justify statements or comments which do not add to the sting of the charge or introduce any matter by itself actionable.

...............................................................................................................

...............................................................................................................

When considering substantial truth it is important to «isolate the essential core of the libel and not to be distracted by inaccuracies around the edge – however substantial». Journalists «need to be permitted a degree of exaggeration even in the context of actual assertions» (Turn v. New Group Newspapers Ltd [2005] EWHC 799 QBD) ...»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Ουσιαστική αλήθεια επαρκής. Κάποιo περιθώριο για υπερβολή και σφάλμα παρέχεται μέσα από την υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου και του προνομίου υπό επιφύλαξη. Ωστόσο, για σκοπούς της υπεράσπισης της αλήθειας, αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η κυρίως κατηγορία ή η ουσία της δυσφήμισης αληθεύει, δεν απαιτείται να δικαιολογήσει τις δηλώσεις ή τα σχόλια εκείνα που δεν προσθέτουν στην κατηγορία ή δεν εισάγουν ισχυρισμό που  από μόνος του θα ήταν αγώγιμος.

...............................................................................................................

...............................................................................................................

Κατά την εξέταση της ουσιαστικής αλήθειας, είναι βασικό να απομονωθεί ο αναγκαίος πυρήνας του λιβέλου και όχι να αποσπαστεί η προσοχή από ανακρίβειες σε σχέση με περιθωριακές λεπτομέρειες – έστω και ουσιαστικές. Οι δημοσιογράφοι «πρέπει να δικαιούνται κάποιο βαθμό υπερβολής ακόμη και σε σχέση με ισχυρισμούς γεγονότων ...»

[*432]Στη Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου v. Καψού (2009) 1(Β) A.A.Δ. 1175, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η υπεράσπιση της αλήθειας έχει καταχωρηθεί νομοθετικά μέσω του Αρθρου 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«19. Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση –

(α) ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές.

Νοείται ότι, όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα περιέχει δύο ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγορίες κατά του ενάγοντα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφου αυτής δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε μιας κατηγορίας, αν το μέρος του δημοσιεύματος που δεν αποδείκτηκε ως αληθές, δεν βλάπτει ουσιωδώς την υπόληψη του ενάγοντα, αφού ληφθεί υπόψη το αληθές των υπόλοιπων κατηγοριών.»

Όπως προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του προαναφερθέντος άρθρου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθινά, βλάπτουν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών. Νομοθετική πρόνοια με παρόμοιο λεκτικό συναντάτο και στο Αγγλικό Defamation Act 1952, Αρθρο 5. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Pumplin v. Express Newspapers Ltd (No. 2) [1998] 1 All E.R. 282, μια υπεράσπιση η οποία βασίζεται στη μερική αλήθεια των προβληθέντων ισχυρισμών, μπορεί να ευσταθήσει, εάν δε αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο εναγόμενος μπορεί να βασισθεί στα αποδειχθέντα ως αληθή γεγονότα, έτσι ώστε να μειώσει και σχεδόν να εκμηδενίσει το ποσό των επιδικασθησόμενων αποζημιώσεων. Όπως δε τονίστηκε και στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers Ltd and Others [1999] 4 All E.R. 609, η απόδειξη της αλήθειας συνιστά μια ολοκληρωμένη υπεράσπιση. Εάν ο εναγόμενος αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών του αυτό είναι αρκετό. [*433]Στην απόφαση του House of Lords στην υπόθεση Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732, τονίστηκε ότι είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο έχει προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.

Όπως περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ’ εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.»

Η απόδειξη της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης του εφεσίβλητου και η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 7.8.2001 για την προφυλάκιση του είναι στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να κριθούν αρκετά στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων για να τεκμηριώσουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων υπήρχε εύλογη υποψία σύνδεσης του εφεσίβλητου και του άλλου προσώπου με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων ήτοι, της συνομωσίας προς διαφθορά θήλεος, άσεμνες επιθέσεις κατά θήλεος και προβολή ανήθικων θεαμάτων. Ένα άλλο στοιχείο, εξίσου σημαντικό, είναι και η καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον των δύο υπόπτων και η παραπομπή τους σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου γεγονός το οποίο και πάλιν αποδεικνύει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την ύπαρξη ακόμη πιο ισχυρής εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσίβλητου με τη διάπραξη των αδικημάτων στα οποία αφορούσε η ουσία των επίδικων δημοσιευμάτων. Ενόψει των πιο πάνω, έχουμε την άποψη πως η υπεράσπιση της αλήθειας με βάση το Αρθρο 19(α) του Νόμου ήταν βάσιμη και λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε το αντίθετο.

Το δημοσίευμα της 8.8.2001 είναι αυτό που αναφερόταν στη μαρτυρία που δόθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατά τη διαδικασία ακρόασης αιτήματος της αστυνομίας για την κράτηση [*434]των δύο υπόπτων και αποτελούσε στην ουσία ένα δικαστικό ρεπορτάζ. Κατόπιν αντιπαραβολής του περιεχομένου του εν λόγω δημοσιεύματος με τα πρακτικά και την απόφαση του δικαστηρίου (τεκμ. 12 και 13) διαπιστώσαμε ότι το δημοσίευμα αποδίδει ακριβοδίκαια τα λεχθέντα κατά τη διαδικασία στο δικαστήριο. Βλ. Γαληνιώτης v. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) A.A.Δ. 577 και συνεπώς και εδώ μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος με βάση το Αρθρο 20(1)(δ) του Νόμου την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε.

Οι εφεσείοντες προώθησαν παράλληλα και την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου σε σχέση με τους τίτλους και τις αναφορές των δημοσιευμάτων στις εκδόσεις του Πολίτη από 3.8.2001 μέχρι 10.8.2001 καθώς και εκείνου της 15.8.2001.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και αυτή την υπεράσπιση επειδή, καθώς έκρινε, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι τα γεγονότα στα οποία αναφέρονταν τα σχόλιά τους ήταν αληθινά κατά τον τρόπο που το δικαστήριο αναφέρει πως έπρεπε να γίνει η σχετική τεκμηρίωση.

Στον Gatley (ανωτέρω) αποδίδεται στον όρο «σχόλιο» η εξής έννοια:

«Though “comment” is often equated with “opinion” this is an over – simplification. More accurately it has been said that the sense of comment is “something which is or can be reasonably be inferred to be deduction, inference, conclusion, criticism, remark, observation etc. Clark v. Norton [1910] VLR 494.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Αν και το ‘σχόλιο’ συχνά ταυτίζεται με την ‘γνώμη’, αυτό αποτελεί μια υπεραπλούστευση. Ακριβέστερα έχει ειπωθεί ότι, η έννοια του σχολίου «είναι ή μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι αποτελεί συμπέρασμα, κριτική, διαπίστωση, παρατήρηση κ.λ.π.»

Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου για να πετύχει πρέπει σωρευτικά να ικανοποιήσει ότι οι πιο κάτω τρεις προϋποθέσεις (βλ. Gatley, 10η έκδ., σελ. 289),

(α)   τα γεγονότα για τα οποία έγινε το σχόλιο να είναι ουσιωδώς αληθή,

(β) το σχόλιο να είναι εύλογο και καλόπιστο,

[*435](γ)     το σχόλιο να αφορά θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος ή συμφέροντος.

Στη Lyon v. Daily Telegraph [1943] 1 KB 746 τονίστηκε ότι το δικαίωμα έντιμου σχολίου είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ελεύθερου προφορικού και γραπτού λόγου και είναι ζωτικής σημασίας στην επικράτηση του δικαίου στο οποίο βασιζόμαστε για την προσωπική μας ελευθερία.

Η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως επώνυμου μουσικού και καλλιτεχνικού παράγοντα και η φύση των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που είχαν σχέση με την επαγγελματική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα είναι στοιχεία τα οποία ευλόγως εντάσσουν τα θέματα επί των οποίων έγινε σχόλιο ή κριτική στα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην προκείμενη περίπτωση, τα επίδικα δημοσιεύματα είχαν ως υπόβαθρο τα γεγονότα που διαδραματίζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και τα οποία ευλόγως μπορούσε να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν ικανοποιητική βάση για τα όποια καλόπιστα σχόλια ή κριτική των εφεσειόντων. Βλ. Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25 και Dichand and Others v. Austria, Application No. 29271/95, ημερ. 26.5.2002.

Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι τα σχόλια ήταν κακόπιστα ή ότι η κριτική που ασκήθηκε δεν ήταν έντιμη έκφραση άποψης των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι, όταν δημοσίευαν τα επίδικα δημοσιεύματα, καλόπιστα πίστευαν ότι τα γεγονότα ήταν ουσιωδώς αληθινά, όχι βέβαια ως προς την ενοχή του εφεσείοντα, αλλά ως προς το υλικό που η αστυνομία είχε στα χέρια της υπό μορφή καταγγελιών και καταθέσεων και το δικαστήριο αποδεχόταν ως στοιχείο μαρτυρίας για τους σκοπούς των ενώπιόν του διαδικασιών.

Σαφώς δεν έχει σημασία κατά πόσο ένας αναγνώστης δυνατόν να θεωρήσει το δημοσίευμα ως αληθές ή όχι ούτε έχει σημασία πως έγινε αντιληπτό αυτό το δημοσίευμα από τον ίδιο τον ενάγοντα ή κάποια άλλα άτομα. Το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό κρίνεται από το δικαστήριο το οποίο αποφασίζει το θέμα ως θέμα πραγματικό αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις τη συνήθη και φυσική τους έννοια όπως και ο μέσος λογικός άνθρωπος θα έπραττε.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να προβούμε σε μερικές γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, την ελευθερία του τύπου και το δίκαιο της δυσφήμισης. Η [*436]ελευθερία του λόγου διασφαλίζεται τόσο από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και από το Άρθρο 19 του Κυπριακού Συντάγματος. Δε νοείται όμως η ελευθερία του τύπου να μη συνοδεύεται από ευθύνες και περιορισμούς στη μετάδοση των πληροφοριών. Όπως όμως προνοείται στο Άρθρο 10 της Σύμβασης, οι περιορισμοί πρέπει να είναι «αναγκαίοι σε μία δημοκρατική κοινωνία».

Το κοινό δίκαιο και οι πρόνοιές του σχετικά με τη δυσφήμιση, εξελίχθηκε ανεξάρτητα από τη διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και τώρα πρέπει να εφαρμόζεται σε συσχετισμό με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου που διασφαλίζεται με το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Η νομολογία των χωρών της Κοινοπολιτείας που υιοθέτησαν το αγγλικό κοινό δίκαιο ως τον πυρήνα του δικαίου τους, δείχνει μια συνεχή τάση διεύρυνσης των ορίων της ελευθερίας του λόγου και περιορισμού του πεδίου των παρεκκλίσεων που προνοούνται για το δικαίωμα. Στην Αγγλία, η τάση είναι παρόμοια και υπήρξε διεύρυνση του πεδίου της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη. (Δέστε Reynolds v. Times Newspapers [1998] 3 All E.R. 961, [1999] 4 All E.R. 609), και Charman v. Orion Ltd [2008] 1 All E.R. 750). Το Αγγλικό δίκαιο αναγνωρίζει τώρα την ελευθερία του λόγου ως βασικό συνταγματικό δικαίωμα του ατόμου, όπως κάποιος μπορεί να διαπιστώσει από την απόφαση R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All E.R. 756 ταυτίζοντας το δικαίωμα με εκείνο που διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι πρόνοιες του κοινού δικαίου, που αφορούν τη δυσφήμηση, ισοδυναμούν με περιορισμό του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου και της έκφρασης και της μετάδοσης πληροφοριών. Ο σκοπός του περιορισμού είναι η προστασία της φήμης και της υπόληψης του ατόμου.

Το ερώτημα της εξισορρόπησης του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και μετάδοσης πληροφοριών από τον τύπο και τα μέσα ενημέρωσης και του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου και τη φήμη και υπόληψη του δεν είναι εύκολο έργο. Το κύριο επιχείρημα για την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου, είναι η ενθάρρυνση για ένα ελεύθερο διάλογο σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ενώ, αφενός, είναι αναγκαίο να αποκλείονται αναληθείς και δυσφημιστικές δηλώσεις, για να προστατεύεται η φήμη των πολιτών και να βελτιώνεται η ποιότητα της δημοσιογραφίας με τον αποκλεισμό λανθασμένης πληροφόρησης και με την προστασία του δικαιώματος του κοινού να ενημερώνεται [*437]ορθά, αφετέρου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ανακριβείς δηλώσεις είναι αναπόφευκτες στον ελεύθερο διάλογο και πρέπει να προστατεύονται για να υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που θα διασφαλίσουν την επιβίωση της ελευθερίας της έκφρασης.

Για τους λόγους στους οποίους εκτενώς αναφερθήκαμε, διαπιστώνουμε ότι το πραγματικό βάθρο των επίδικων δυσφημιστικών δημοσιευμάτων ήταν αληθές και τα σχόλια εύλογα, δίκαια και έντιμα. Όπου δε εγείρεται θέμα προνομίου υπό επιφύλαξη, το δημοσίευμα έγινε δικαιωματικά και καλόπιστα, και όπου συνιστούσε παράθεση της δικαστικής διαδικασίας ήταν ακριβοδίκαιο. Με αυτή την κατάληξη, αναπόφευκτα εκθεμελιώνεται η περί του αντιθέτου πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο