Γαληνιώτης Eλευθέριος ν. Eκδοτικός Oίκος Δίας Λτδ και Άλλης (2011) 1 ΑΑΔ 474

(2011) 1 ΑΑΔ 474

[*474]15 Μαρτίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ,

2. ΠΑΠΥΡΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ

    ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΥΠΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Δημοσίευση δικαστικής διαδικασίας σε ημερήσια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας, που αφορούσε σε διατάγματα προσωποκράτησης υπόπτων σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση πλαστογραφίας, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απάτης κατά τη διαδικασία πώλησης ακινήτων ― Προβολή των υπερασπίσεων του απολύτου προνομίου, της αλήθειας του δημοσιεύματος και του εντίμου σχολίου σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος ― Κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ― Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι προβληθείσες υπερασπίσεις ― Προϋποθέσεις επιτυχίας των εν λόγω υπερασπίσεων.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Πως κρίνεται η έννοια της δυσφήμισης σε σχετικές αγωγές ― Κατά πόσο η γνώμη του ενάγοντος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι ενός κειμένου, ενέχει οποιαδήποτε σημασία ― Κατά πόσο η αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το κατά πόσο το κείμενο ήταν ή όχι δυσφημιστικό, ήταν δόκιμη.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Υπερασπίσεις απόλυτου και περιορισμένου προνομίου ― Δημοσιεύματα περί δικαστικών διαδικασιών ― Κατά πόσο εντάσσονται στην κατηγορία του απόλυτου ή του περιορισμένου προνομίου ― Ύπαρξη ουσιώδους διαφοράς μεταξύ των αρχών του κοινοδικαίου και του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το [*475]αποτέλεσμα της δίκης.

Εφετείο ― Σχόλιο Εφετείου και γενικότερη καθοδήγησή του σε σχέση με την ορθή δικογραφική καταγραφή αξιώσεων και υπερασπίσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης.

Ο εφεσείων, ηλικίας 56 ετών όταν ήγειρε την αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ασκούσε το επάγγελμα του πιστοποιούντος υπαλλήλου και του συμβούλου επί κτηματολογικών διαδικασιών. Στις 13.3.2003, ο εφεσείων και ο Χριστάκης Γεωργίου διατάχθηκαν να παραμείνουν υπό κράτηση για έξι ημέρες ως ύποπτοι σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση πλαστογραφίας, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απάτης κατά τη διαδικασία πώλησης περιουσίας. Το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της προσωποκράτησης είχε ενώπιόν του μαρτυρία σύμφωνα με την οποία, στη βάση 13 πληρεξουσίων που είχαν πιστοποιηθεί από τον εφεσείοντα, η πληρεξουσιοδοτούσα Ελέγκω Κύπρου Χωματένου, νόμιμη ιδιοκτήτρια διαφόρων κτημάτων στα χωριά Σια, Πυργά, Κόρνο, Δάλι και Πέρα Χωρίο, παρουσιαζόταν να είχε εξουσιοδοτήσει τον έτερο των υπόπτων Χριστάκη Γεωργίου να μεταβιβάσει και πωλήσει τα εν λόγω τεμάχια.  Σε θεληματική όμως κατάθεση του εφεσείοντος στις 13.3.2003, έγινε παραδοχή ότι πιστοποίησε τα εν λόγω πληρεξούσια χωρίς η Χωματένου να είχε υπογράψει στην παρουσία του, ο δε άλλος ύποπτος Χριστάκης Γεωργίου παραδέχθηκε πλαστογραφία της υπογραφής της ιδιοκτήτριας. Στη βάση των ανωτέρω, οι ύποπτοι, προχώρησαν στην πώληση 15 τεμαχίων, αξίας £26.400.

Στις 14.3.2003 η εφημερίδα «Σημερινή» δημοσίευσε άρθρο του Κωνσταντίνου Καρατζιά δημοσιογράφου εργαζόμενου στη «Σημερινή» υπό τον τίτλο «Πωλούσαν γη που δεν τους ανήκε» και υπότιτλο «Προφυλάκιση δύο υπόπτων», που αφορούσε το διάταγμα προσωποκράτησης που είχε εκδοθεί εναντίον του εφεσείοντος και του Χριστάκη Γεωργίου στις 13.3.2003.

Ο εφεσείων θεώρησε το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό για τον ίδιο και καταχώρησε αγωγή επιδιώκοντας γενικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή λίβελο και/ή συκοφαντία και/ή ψευδή και/ή ανακριβή δημοσιεύματα σε βάρος του, εναντίον των εφεσιβλήτων, η  πρώτη των οποίων είναι η εταιρεία που εκδίδει την ημερήσια εφημερίδα «Σημερινή», η δε δεύτερη, η εταιρεία που διανέμει την εν λόγω εφημερίδα κατ΄ αποκλειστικότητα σε όλη την Κύπρο.

Ο εφεσείων κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι οι αναφορές ότι αυτός πιστοποιούσε τα πληρεξούσια χωρίς τη συγκατάθεση της ιδιοκτή[*476]τριας ή ότι πώλησε τα προαναφερθέντα 15 τεμάχια γης έναντι του ποσού των £26.400, ήσαν παντελώς ψευδείς και κακόβουλες και είχαν ως στόχο να τον βλάψουν επαγγελματικά και κοινωνικά εφόσον με αυτό μπορούσε να εκληφθεί ότι ήταν εγκληματίας του κοινού Ποινικού Δικαίου και πλαστογράφος. Κατά την αντεξέτασή του, συμφώνησε ότι η διαδικασία προσωποκράτησης ήταν δημόσια και ανοικτή και ότι όσα αναφέρθηκαν στο επίμαχο δημοσίευμα προέρχονταν από τα όσα είπε ο εξεταστής κατά την ένορκη μαρτυρία του.  Ως προς τα πληρεξούσια της Χωματένου, δέχθηκε ότι αυτός μεν τα πιστοποίησε, αρνήθηκε δε ότι καταρτίστηκαν στην απουσία της.

Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν τις υπερασπίσεις του απόλυτου προνομίου, της αλήθειας του δημοσιεύματος και του εντίμου σχολίου σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το δημοσίευμα ήταν όντως δυσφημιστικού περιεχομένου εφόσον αποδιδόταν στον εφεσείοντα η διάπραξη διαφόρων αδικημάτων που έτειναν να τον επηρεάσουν στην υπόληψή του ως επαγγελματία και ως άνθρωπο. Αποφάνθηκε όμως ότι ετύγχαναν εφαρμογής και οι τρεις υπερασπίσεις των εφεσιβλήτων, και απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός δεν ήταν αξιόπιστος, διότι ενώ χαρακτήρισε ψευδείς τις  αναφορές ότι πιστοποίησε τα πληρεξούσια έγγραφα στην απουσία της ιδιοκτήτριας, στην αστυνομική του κατάθεση ανέφερε ότι η ιδιοκτήτρια ουδέποτε υπέγραψε ενώπιόν του. Ως εσφαλμένη επίσης προσβάλλει και την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα ήταν ακριβοδίκαιη καταγραφή των όσων λέχθηκαν στη δικαστική διαδικασία και ότι δεν υπήρξε κακοπιστία στη συγγραφή και δημοσίευση του επίμαχου άρθρου. Τέλος, προσβάλλει ως εσφαλμένη την επιδίκαση εξόδων εναντίον του, εφόσον το δημοσίευμα είχε κριθεί δυσφημιστικό και άρα ο εφεσείων έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως επιτυχών διάδικος.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο, ο συνήγορος του εφεσείοντος, στην ουσία, περιόρισε το όλο θέμα στην, κατά το επιχείρημά του, λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα ορθά απέδιδε τα διαμειφθέντα κατά τη διαδικασία προφυλάκισης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σε αγωγές για δυσφήμιση το θέμα κρίνεται από το Δικαστήριο ως [*477]πραγματικό ζήτημα αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνηθισμένη και φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος, είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου. Η θέση του Δικαστηρίου τεκμαίρεται ότι αποδίδει την αντίληψη του μέσου κοινού λογικού ανθρώπου.

2.  Η αξιολόγηση των μαρτύρων ως προς τη πτυχή της υπόθεσης που αφορούσε το κατά πόσο το κείμενο ήταν ή δεν ήταν δυσφημιστικό δεν ήταν δόκιμη. Η αξιολόγηση θα είχε σημασία μόνο σε περίπτωση κατά την οποία παρίστατο ανάγκη να αποφασιστεί ζήτημα κακοβουλίας ή αποζημιώσεων.

3.  Το προνόμιο, γενικώς αποτελεί υπεράσπιση, διαχωρίζεται δε σε απόλυτο («absolute privilege») και περιορισμένο («conditionally» ή «qualified privilege»). Οι κατηγορίες που εμπίπτουν στην υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου εμπεριέχονται στο Άρθρο 20(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, μεταξύ των οποίων είναι και η υποπαράγραφος (ζ), που καλύπτει την περίπτωση το δημοσίευμα να είναι «.... στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβής και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί, πραχθεί ή επιδειχθεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, και το Δικαστήριο δεν απαγόρευσε τη δημοσίευση αυτή·» Το εδάφιο (2) του Άρθρου 20, προνοεί επίσης ότι όταν η δημοσίευση δυσφημιστικού, κατά τα άλλα, δημοσιεύματος κρίνεται απόλυτα προνομιούχος, τότε «.... είναι αδιάφορο κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν αληθές ή αναληθές, και κατά πόσο ο εναγόμενος εγνώριζε ή όχι το αναληθές του δημοσιεύματος και κατά πόσο η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει ή όχι.». Αυτή η σαφέστατη νομοθετική πρόνοια προσφέρει και τον οδηγό για το Δικαστήριο ως προς την αντιμετώπιση των διαφόρων υπερασπίσεων.

4.  Το απόλυτο προνόμιο καλύπτει και όσα λέχθηκαν σε μια δικαστική διαδικασία, με την προϋπόθεση ότι μεταφέρεται σε δημοσίευμα ακριβοδίκαια. Παραλείψεις ή ανακρίβειες ήσσονος σημασίας θεωρούνται ότι δεν εξαλείφουν ή αναιρούν το προνόμιο. Η δε εφημερίδα δεν υποχρεούται να επαληθεύσει ότι οτιδήποτε ελέχθη από ένα συνήγορο ή ένα μάρτυρα είναι ακριβές.

5.  Κατά το κοινοδίκαιο δημοσιεύσεις περί δικαστικών διαδικασιών, πιθανόν να εντάσσονται και στην κατηγορία του περιορισμένου προνομίου, οι δικαστικές δε αυτές διαδικασίες είναι διάφορες ή [*478]έχουν διευρυμένη έκταση από αυτές που ελκύουν το απόλυτο προνόμιο. Παρατηρείται λοιπόν ουσιώδης διαφορά με το Κεφ. 148, όπου νομοθετικά καλύπτεται μόνο η περίπτωση του απόλυτου προνομίου με το Άρθρο 20(1)(ζ), ενώ το Άρθρο 21(1)(ε), που αφορά το υπό επιφύλαξη προνομιούχο δημοσίευμα, καλύπτει μόνο την ακριβοδίκαιη και ακριβή αναφορά σε σχέση με οτιδήποτε έχει λεχθεί σε οποιοδήποτε νομοθετικό σώμα.

6.  Η υπεράσπιση της αλήθειας έχει δυσκολίες στην απόδειξή της, οι οποίες υπάρχουν για να εμποδίζεται η κατάχρησή της. Εάν η ουσία του δημοσιεύματος είναι αληθής, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας των γεγονότων στο δημοσιευμένο κείμενο, οι δε λεπτομέρειες που αποδεικνύονται αναληθείς δεν επιδεινώνουν τον δυσφημιστικό χαρακτήρα του κειμένου ή διαφοροποιούν τη φύση του. Το βάρος αποδείξεως της υπεράσπισης αυτής φέρει ο εναγόμενος, εφόσον δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει το ψεύδος του κειμένου.

7.  Ο εναγόμενος φέρει επίσης και το βάρος αποδείξεως του έντιμου σχολιασμού. Ο έντιμος σχολιασμός περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης: (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο («fair») σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Για να τύχει εφαρμογής η υπεράσπιση αυτή πρέπει το σχόλιο να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, τα γεγονότα για τα οποία αυτό γίνεται πρέπει να είναι αληθή και θα μπορούσε να γίνει από ένα έντιμο άνθρωπο. Λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolled-up plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου.

8.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα ενέπιπτε στην περίπτωση του απόλυτου προνομίου, είναι ορθή, εφόσον η δικαστική διαδικασία δεν έγινε κεκλεισμένων των θυρών, η αναδημοσίευσή της δεν απαγορεύθηκε από το δικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το δε δημοσίευμα ευλόγως αποτελούσε μια ακριβοδίκαιη, σύγχρονη αναφορά των όσων είχαν λεχθεί από τον ανακριτή.

     Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημοσίευμα ήταν ακριβοδίκαιο και σύγχρονο με το γεγονός της κατάθεσης του εξεταστή.

[*479]9.      Το Εφετείο στη Γαληνιώτης v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.ά. (2009) 1(A) Α.Α.Δ. 577 που αφορούσε τον ίδιο εφεσείοντα και στηριζόταν στα ίδια με την παρούσα υπόθεση γεγονότα, (εκτός από το γεγονός ότι το επίδικο δημοσίευμα είχε γίνει στην εφημερίδα «Πολίτης») επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η αγωγή απερρίφθη αφού στοιχειοθετήθηκε η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου.

10.  Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, και ορθά, ότι το δημοσίευμα καλυπτόταν από την υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου, ήταν εντελώς αχρείαστη, ακόμη και νομικά αντιφατική, η ενασχόλησή του με τις υπερασπίσεις της αλήθειας και του εντίμου σχολίου. Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα ως προς το κατά πόσο το δημοσίευμα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχόλιο και αν ναι κατά πόσο αυτό ήταν έντιμο, καθώς και την υπεράσπιση της αλήθειας επί των γεγονότων, έδειχνε μια αχρείαστη περιδίνηση στις νομικές αυτές υπερασπίσεις.

11.  Η ανεπιτυχής έκβαση της αξίωσης του εφεσείοντος, δικαιολογούσε την έκδοση διαταγής για επιδίκαση των εξόδων της διαδικασίας εναντίον του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Σχόλιο Εφετείου:

Η ορθή δικογραφική καταγραφή στις αξιώσεις και τις υπερασπίσεις σε υποθέσεις δυσφήμισης, καθ’ όσον αφορά την αγωγή, είναι η ακόλουθη: Το δημοσίευμα θα πρέπει να παρατίθεται αυτούσιο και διαδοχικά να καταγράφεται η δυσφημιστική έννοιά του είτε στη συνήθη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται, ή, όπου υπάρχει ισχυρισμός για υπαινιγμό, να παρατίθενται σε ξεχωριστή παράγραφο με λεπτομέρειες, οι έννοιες κατά τις οποίες το κείμενο θεωρείται δυσφημιστικό για τον ενάγοντα. Ακόμη να καταγράφονται εκείνα τα εξωγενή γεγονότα που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα αναφέρεται στον ενάγοντα.

Καθ’ όσον αφορά τις υπερασπίσεις, ιδιαιτέρως, του απόλυτου ή του περιορισμένου προνομίου, δεν θα πρέπει αυτές να αναμειγνύονται (ούτε βεβαίως και η υπεράσπιση της αλήθειας), σε μια και μοναδική παράγραφο, όπως έγινε στην κρινόμενη περίπτωση, αλλά να διαχωρίζονται ευκρινώς. Πρέπει δε να ακολουθούνται τα πρότυπα που [*480]προβλέπονται από τα σχετικά νομικά συγγράμματα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290,

Capital & County’s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745,

Harvey v. French [1832] 1 Cr. & M11 (149 E.R. Exch 293),

Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1944] 1 All E.R. 495,

Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1198,

Beevis v. Dawson [1957] 1 QBD 195,

Γαληνιώτης ν. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.ά. (2009) 1(A) Α.Α.Δ. 577.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 9803/2003), ημερ. 29/2/2008.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Σύμφωνα με τα δεδομένα της υπόθεσης, ο εφεσείων ήταν 56 ετών όταν ήγειρε την αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ασκούσε δε την εργασία του πιστοποιούντος υπαλλήλου, καθώς και το επάγγελμα του συμβούλου επί κτηματολογικών διαδικασιών. Στις 13.3.2003, ο εφεσείων ως ύποπτος, μαζί με τον επίσης ύποπτο Χριστάκη Γεωργίου, οδηγήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για σκοπούς προσωποκράτησης σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση πλαστογραφίας, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απάτης κατά τη διαδικασία πώλησης περιουσίας. Εναντίον των υπόπτων εκδόθηκε εξαήμερο διάταγμα προσωποκράτησης, αφού έδωσε μαρτυρία [*481]ενώπιον του Δικαστηρίου ο εξεταστής της υπόθεσης λοχίας Ιωάννης Γιωρκάτζης, ο οποίος και κατέθεσε αναφορικά με τα γεγονότα της υπό διερεύνηση υπόθεσης.

Σύμφωνα με τη δοθείσα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μαρτυρία για σκοπούς προσωποκράτησης, (λεπτομέρειες της οποίας θα αναφερθούν αργότερα στο σκεπτικό), οι δύο ύποπτοι ήταν αναμεμειγμένοι κατά τον εξής τρόπο: Στη βάση 13 πληρεξουσίων που είχαν πιστοποιηθεί από τον εφεσείοντα, η πληρεξουσιοδοτούσα Ελέγκω Κύπρου Χωματένου, νόμιμη ιδιοκτήτρια διαφόρων κτημάτων στα χωριά Σια, Πυργά, Κόρνο, Δάλι και Πέρα Χωρίο, παρουσιαζόταν να είχε εξουσιοδοτήσει τον έτερο των υπόπτων Χριστάκη Γεωργίου να μεταβιβάσει και πωλήσει τα εν λόγω τεμάχια. Σε θεληματική όμως κατάθεση του εφεσείοντα στις 13.3.2003, έγινε παραδοχή ότι πιστοποίησε τα εν λόγω πληρεξούσια χωρίς η Χωματένου να είχε υπογράψει στην παρουσία του, ο δε άλλος ύποπτος Χριστάκης Γεωργίου παραδέχθηκε πλαστογραφία της υπογραφής της ιδιοκτήτριας. Στη βάση επομένως των ανωτέρω, οι τότε ύποπτοι, σύμφωνα με τον εξεταστή της υπόθεσης, προχώρησαν στην πώληση 15 τεμαχίων, αξίας £26.400.

Την επομένη ημέρα, η εφημερίδα «Σημερινή» δημοσίευσε με αναφορά την υπόθεση αυτή, τα εξής:

«Πωλούσαν γη

που δεν τους ανήκε

Προφυλάκιση δύο υπόπτων

Του Κωνσταντίνου Καρατζιά

Οδηγήθηκαν χθες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και τέθηκαν υπό εξαήμερη κράτηση οι δύο ύποπτοι Χριστάκης Γεωργίου, 58 χρονών, από την Μοσφιλωτή και Ελευθέριος Γαληνιώτης, 56 χρονών από το Τσέρι, σχετικά με υπόθεση πλαστογραφίας, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και απάτη κατά την πώληση περιουσίας. Σύμφωνα με τον ανακριτή της υπόθεσης Ιωάννη Γιωρκάτζη ο πρώτος ύποπτος φέρεται να υπέγραψε πληρεξούσια κτημάτων που ανήκαν σε άλλο πρόσωπο, προκειμένου να μπορέσει να τα πωλήσει και να εξασφαλίσει χρήματα.

Όσον αφορά στο δεύτερο ύποπτο, αυτός φέρεται να πιστοποίησε τα εν λόγω πληρεξούσια χωρίς την συγκατάθεση της νόμιμης ιδιοκτήτριας Ελέγκως Κύπρου Χωματένου, η οποία κατείχε το 1/6 των κτημάτων, που βρίσκονται στα χωριά Σιά, Πυργά, [*482]Κόρνος, Δάλι και Πέρα Χωρίο.

Ανακρινόμενοι, οι δύο ύποπτοι ομολόγησαν την διάπραξη των αδικημάτων, ενώ από μαρτυρίες, που εξασφάλισε η αστυνομία, προκύπτει ότι αυτοί προχώρησαν στην πώληση 15 τεμαχίων αξίας £26.400.  Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 1984-1987. Μέχρις στιγμής έχουν ληφθεί 24 καταθέσεις και υπολείπονται άλλες 50, ενώ δεν αποκλείεται η υπόθεση να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις.»

Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή επιδιώκοντας γενικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή λίβελλο και/ή συκοφαντία και/ή ψευδή και/ή ανακριβή δημοσιεύματα σε βάρος του, εναντίον των εφεσιβλήτων, η πρώτη των οποίων είναι η εταιρεία που εκδίδει την ημερήσια εφημερίδα «Σημερινή», η δε δεύτερη, η εταιρεία που διανέμει την εν λόγω εφημερίδα κατ’ αποκλειστικότητα σε όλη την Κύπρο. Δόθηκε πρωτοδίκως μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ενώ για τους εφεσίβλητους έδωσαν μαρτυρία ο Κωνσταντίνος Καρατζιάς, δημοσιογράφος εργαζόμενος στη «Σημερινή» και ο λοχίας Ιωάννης Γιωρκάτζης, εξεταστής της υπόθεσης.

Ο εφεσείων κατέθεσε ότι με το δημοσίευμα οι εφεσίβλητοι είχαν σκοπό να τον βλάψουν επαγγελματικά και κοινωνικά εφόσον με αυτό μπορούσε να εκληφθεί ότι ήταν εγκληματίας του κοινού Ποινικού Δικαίου και πλαστογράφος. Ήταν παντελώς ψευδείς και κακόβουλες οι αναφορές ότι αυτός πιστοποιούσε τα πληρεξούσια χωρίς τη συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας ή ότι πώλησε τα προαναφερθέντα 15 τεμάχια γης έναντι του ποσού των £26.400. Συνεπεία των ενεργειών και πράξεων των εφεσιβλήτων τέθηκε σε κοινή περιφρόνηση, αποστροφή, δημόσια απέχθεια και δημόσιο σκάνδαλο.  Συνεπεία δε του δημοσιεύματος ανακλήθηκε ο διορισμός του ως πιστοποιούντος υπαλλήλου, ο οποίος διορισμός όμως αποκαταστάθηκε αργότερα με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.10.2004. Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι είχε ερευνήσει σε περίπτερα και καφενεία την κυκλοφορία και τον αριθμό των φύλλων που πωλούσαν οι εφεσίβλητοι και ότι δημοσιεύματα για την υπόθεση, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, είχαν εμφανιστεί και στις εφημερίδες «Φιλελεύθερος» και «Πολίτης» εναντίον των οποίων επίσης ήγειρε αγωγή. Συμφώνησε ότι η διαδικασία προσωποκράτησης ήταν δημόσια και ανοικτή και ότι όσα αναφέρθηκαν στο επίμαχο δημοσίευμα προέρχονταν από τα όσα είπε ο εξεταστής κατά την ένορκη μαρτυρία του. Ως προς τα πληρεξούσια της Χωματένου, δέχθηκε ότι αυτός μεν τα πιστοποίησε, αρνήθηκε δε ότι καταρτίστηκαν στην απουσία της.

[*483]Ο Κωνσταντίνος Καρατζιάς, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, κατέθεσε ότι είχε παρακολουθήσει τη διαδικασία προσωποκράτησης ως δικαστηριακός συντάκτης κρατώντας προς τούτο σημειώσεις, το δε περιεχόμενο του δημοσιεύματος αντικατόπτριζε τα όσα ο ανακριτής ανέφερε στο Δικαστήριο. Οι τότε ύποπτοι δεν ανέφεραν οτιδήποτε στο Δικαστήριο. Κατά την άποψη του όσα περιελήφθησαν στο δημοσίευμα είχαν λεχθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και αποτελούσαν ουσιώδη και δίκαιη αναφορά και συμπέρασμα των όσων έλαβαν χώραν. Ο λοχίας Ιωάννης Γιωρκάτζης κατέθεσε ότι είχε τότε διερευνήσει την υπόθεση, ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ότι υπέγραψε τα πληρεξούσια στην απουσία της Χωματένου, το δε Τεκμ. 1Β, δηλαδή, η αίτηση προσωποκράτησης ήταν το κείμενο που πράγματι ανέγνωσε στο Δικαστήριο την ημέρα της αίτησης προσωποκράτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, προέβηκε σε ευρήματα και μετά από ανάλυση της νομικής πτυχής της έννοιας της δυσφήμισης, όπως απαντάται στο Αρθρο 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία, κατέληξε ότι το δημοσίευμα σε ό,τι αφορούσε τον εφεσείοντα ήταν όντως δυσφημιστικού περιεχομένου εφόσον του αποδιδόταν η διάπραξη  διαφόρων αδικημάτων που έτειναν να τον επηρεάσουν στην υπόληψη του ως επαγγελματία και ως άνθρωπο. Προχώρησε όμως να εξετάσει τις προβληθείσες από τους εφεσίβλητους υπερασπίσεις του απόλυτου προνομίου, της αλήθειας του δημοσιεύματος και του εντίμου σχολίου σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Ως προς την πρώτη υπεράσπιση, θεώρησε ότι το δημοσίευμα ήταν «..... στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβής και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί, πραχθεί ή επιτευχθεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος προσωποκράτησης. Η δίκη δεν διεξάγετο κεκλεισμένων των θυρών ούτε απαγορεύθη από το Δικαστήριο η δημοσίευση αυτή.». Έχοντας περαιτέρω θεωρήσει ότι ο τίτλος του δημοσιεύματος και ο υπότιτλος του δεν αποτελούσαν σχόλια, αλλά ήταν μέρος αυτών που λέχθηκαν κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης, προχώρησε να εξετάσει και τις υπόλοιπες δύο υπερασπίσεις. Έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει την αλήθεια των γεγονότων επί των οποίων βασίστηκε το επίμαχο δημοσίευμα, αλλά και ότι αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ως έντιμος σχολιασμός σε θέμα δημοσίου συμφέροντος. Απέρριψε λοιπόν την αγωγή με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.

[*484]Με έξι λόγους έφεσης επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Βάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ήταν αξιόπιστος, διότι ενώ χαρακτήρισε ψευδείς τις αναφορές ότι πιστοποίησε τα πληρεξούσια έγγραφα στην απουσία της ιδιοκτήτριας, στην αστυνομική του κατάθεση ανέφερε ότι η ιδιοκτήτρια ουδέποτε υπέγραψε ενώπιον του. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι το δημοσίευμα ήταν ακριβοδίκαιη καταγραφή των όσων είχαν λεχθεί στη δικαστική διαδικασία. Αντίθετα, το δημοσίευμα περιείχε μόνο μέρος της κατάθεσης του λοχία Γιωρκάτζη, τα δε υπόλοιπα ήταν κακόβουλα σχόλια που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως έντιμα ή καλόπιστα, με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατή η αποδοχή των υπερασπίσεων που ήγειραν οι εφεσίβλητοι. Συναφώς, ο τίτλος και υπότιτλος του δημοσιεύματος δεν αποτελούσαν μέρος των όσων λέχθηκαν στο Δικαστήριο. Υπήρχε δε κακοπιστία στη συγγραφή και δημοσίευση του επίμαχου άρθρου διότι ο συντάκτης του δεν φρόντισε να λάβει προηγουμένως τις θέσεις του εφεσείοντα σε σχέση με τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες. Τέλος, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα εναντίον του εφεσείοντος εφόσον είχε κρίνει το δημοσίευμα δυσφημιστικό και άρα ο εφεσείων έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως επιτυχών διάδικος.

Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν από κάθε άποψη ορθή, αποτέλεσμα επαρκούς και δίκαιης αξιολόγησης της μαρτυρίας και εφαρμογής των νομικών αρχών.

Παρά το εκτεταμένο των λόγων έφεσης και του κατατεθέντος  περιγράμματος του εφεσείοντα, στην ουσία ο κ. Παπαθεοδώρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο, περιόρισε το όλο θέμα στην κατά το επιχείρημα του, λανθασμένη απόφαση του Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα ορθά απέδιδε το τι διεμείφθη κατά τη διαδικασία προφυλάκισης. Η σύγκριση του επίδικου δημοσιεύματος με τα όσα ο ανακριτής της υπόθεσης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, αποκάλυπτε διάσταση στη μεταφορά των λεχθέντων κατά τρόπο που να λογίζονταν εναντίον του εφεσείοντος ποινικά αδικήματα, ο δε συντάκτης του δημοσιεύματος προέβηκε σε συμπεράσματα που δεν εξάγονταν από τα όσα παρουσιάστηκαν κατά την αίτηση προφυλάκισης, ενώ καμία ομολογία δεν έγινε ουσιαστικά από τον εφεσείοντα, εναντίον του οποίου καμία κατηγορία δεν προσάφθηκε εν τέλει ούτε πειθαρχικής, ούτε ποινικής φύσεως.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό για τον εφεσείοντα και επ’ αυτού δεν υπάρχει βέβαια έφεση ή αντέφεση.  Η διαφορά επομένως που προέκυψε σχετίζεται με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι το δημο[*485]σίευμα καλυπτόταν από τις υπερασπίσεις που ήγειραν οι εφεσίβλητοι. Ως προς την ορθότητα και τη δικονομική επάρκεια της δικογραφίας εν γένει, αλλά ιδιαιτέρως των υπερασπίσεων που είχαν προβληθεί, θα γίνει αναφορά στο τέλος του σκεπτικού.

Με δεδομένο το δυσφημιστικό του κειμένου παρέλκει η εξέταση των όσων διεξοδικά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την έννοια της δυσφήμισης. Είναι οφειλόμενη όμως η παρατήρηση σε αυτό το στάδιο, ότι σε αγωγές για δυσφήμιση το θέμα κρίνεται από το Δικαστήριο ως πραγματικό ζήτημα αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνηθισμένη και φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος, είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου. (Δέστε τις υποθέσεις Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290, Capital & County’ s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745 και Harvey v. French [1832] 1 Cr. & M11 (149 E.R. Exch 293). Η θέση του Δικαστηρίου τεκμαίρεται ότι αποδίδει την αντίληψη του μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1944] 1 All E.R. 495 και Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1198). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, 16η έκδ., σελ. 142:

«The statement is judged by the standard of an ordinary, right-thinking member of society. Hence the test is an objective one, and it is no defence to say that the statement was not intended to be defamatory or uttered by way of a joke.»

Και στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. (2003), σελ. 487-488:

«The judge decides whether a statement is capable of bearing a defamatory meaning, whether in its normal meaning or by innuendo. That being resolved in the affirmative, the jury then decides whether it did bear a defamatory meaning on the occasion complained of.»

Στην Κύπρο βεβαίως ο Δικαστής προβαίνει σε μια νοητική εργασία που καλύπτει και τις δύο ανωτέρω λειτουργίες.

Επομένως, η αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς αυτή την πτυχή, κατά πόσο, δηλαδή, το κείμενο ήταν ή όχι δυσφημιστικό δεν ήταν δόκιμη. Μάλιστα, πρέπει να λε[*486]χθεί, με όλη την εκτίμηση και προς το πρωτόδικο Δικαστήριο και προς την επιχειρηματολογία αμφοτέρων των συνηγόρων, ότι λανθασμένα ασχολήθηκαν με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία, όπως θα διαφανεί και κατωτέρω, θα είχε σημασία μόνο σε περίπτωση που παρίστατο ανάγκη να αποφασιστεί ζήτημα κακοβουλίας ή αποζημιώσεων.

Κατά τα άλλα, υπήρξαν οι διαζευκτικές υπερασπίσεις του απόλυτου προνομίου, της αλήθειας του κειμένου και του εντίμου σχολιασμού. Το προνόμιο, γενικώς, αποτελεί υπεράσπιση, διαχωρίζεται δε σε απόλυτο («absolute privilege») και περιορισμένο («conditionally» ή «qualified privilege»). Οι κατηγορίες που εμπίπτουν στην υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου εμπεριέχονται στο Αρθρο 20(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, μεταξύ των οποίων είναι και η υποπαράγραφος (ζ), που καλύπτει την περίπτωση το δημοσίευμα να είναι «.... στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβής και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί, πραχθεί η επιδειχθεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, και το Δικαστήριο δεν απαγόρευσε τη δημοσίευση αυτή·» Το εδάφιο (2) του Αρθρου 20, προνοεί επίσης ότι όταν η δημοσίευση δυσφημιστικού, κατά τα άλλα, δημοσιεύματος κρίνεται απόλυτα προνομιούχος, τότε «.... είναι αδιάφορο κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν αληθές ή αναληθές, και κατά πόσο ο εναγόμενος εγνώριζε ή όχι το αναληθές του δημοσιεύματος και κατά πόσο η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει ή όχι.». Αυτή η σαφέστατη νομοθετική πρόνοια προσφέρει και τον οδηγό για το Δικαστήριο ως προς την αντιμετώπιση των διαφόρων υπερασπίσεων, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω.

Όπως καταγράφεται στο σύγγραμμα Salmond on the Law of  Torts – πιο πάνω – σελ. 163-164, το απόλυτο προνόμιο έχει αναγνωριστεί ως αναγκαία υπεράσπιση για λόγους δημόσιας πολιτικής, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία του λόγου έχοντας υπόψη ότι τα Δικαστήρια στελεχώνονται από άτομα, ο έντιμος χαρακτήρας των οποίων δεν θα θέσει σε κίνδυνο ή κατάχρηση αυτό το προνόμιο. Αλλά και ό,τι λέγεται στη δικαστική διαδικασία, με την προϋπόθεση ότι μεταφέρεται σε δημοσίευμα ακριβοδίκαια, θεωρείται επίσης καλυπτόμενο από το απόλυτο προνόμιο. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα στις σελ. 164-165, το δημοσίευμα δεν είναι ανάγκη να είναι verbatim αναδημοσίευση του τι λέχθηκε, αλλά είναι αρκετό εάν στη βάση του αποτελεί μια ακριβοδίκαιη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί («a fair account of what took place»). Παραλείψεις ή ανακρίβειες ήσσονος σημασίας θεωρούνται ότι δεν εξαλείφουν ή αναιρούν το προνόμιο. Η δε εφημερίδα δεν υποχρεούται να επαληθεύσει ότι οτιδήποτε ελέχθη από ένα συνή[*487]γορο ή ένα μάρτυρα είναι ακριβές.

Να διευκρινιστεί εδώ ότι κατά το κοινοδίκαιο δημοσιεύσεις περί δικαστικών διαδικασιών, πιθανόν να εντάσσονται και στην κατηγορία του περιορισμένου προνομίου, οι δικαστικές δε αυτές διαδικασίες είναι διάφορες ή έχουν διευρυμένη έκταση από αυτές που ελκύουν το απόλυτο προνόμιο (δέστε Salmond on the Law of Torts – ανωτέρω – σελ. 171-172 και Street on Torts – ανωτέρω – σελ. 519-520). Παρατηρείται λοιπόν ουσιώδης διαφορά με το Κεφ. 148, όπου νομοθετικά καλύπτεται μόνο η περίπτωση του απόλυτου προνομίου με το Αρθρο 20(1)(ζ), ενώ το Αρθρο 21(1)(ε), που αφορά το υπό επιφύλαξη προνομιούχο δημοσίευμα, καλύπτει μόνο την ακριβοδίκαιη και ακριβή αναφορά σε σχέση με οτιδήποτε έχει λεχθεί σε οποιοδήποτε νομοθετικό σώμα.

Όσον αφορά την υπεράσπιση της αλήθειας («justification») της οποίας το βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος, εφόσον δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει το ψεύδος του κειμένου (Beevis v. Dawson [1957] 1 QBD 195), αυτή όπως το θέτει και το σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, - ανωτέρω - σελ. 160, είναι πάντοτε επικίνδυνη διότι τυχόν ανεπιτυχής προσπάθεια θεμελίωσης της αλήθειας του κειμένου, μπορεί να θεωρηθεί εν τέλει επιβαρυντική της αρχικής ζημιογόνας πράξης της δημοσίευσης. Αυτό, διότι αν το κείμενο είναι τελικώς ψευδές, δεν έχει σημασία για σκοπούς υπεράσπισης ότι ο εναγόμενος έντιμα και εύλογα πίστευε ότι ήταν ορθό. Η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας των γεγονότων στο δημοσιευμένο κείμενο δεν χρειάζεται να αποδειχθεί, υπό την αίρεση ότι η ουσία του δημοσιεύματος είναι αληθής, οι δε λεπτομέρειες που αποδεικνύονται αναληθείς δεν επιδεινώνουν τον δυσφημιστικό χαρακτήρα του κειμένου ή διαφοροποιούν τη φύση του. Όπως εξηγείται και στον Street on Torts – ανωτέρω – σελ. 502-503, οι δυσκολίες απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας υπάρχουν για να εμποδίζεται η κατάχρησή της.

Ο έντιμος σχολιασμός, από την άλλη, το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμους του εναγομένου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης: (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο («fair») σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της [*488]φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από ένα έντιμο άνθρωπο. Συμπληρώνεται εδώ ότι λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolled-up plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου.

Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το δημοσίευμα ως εμπίπτον στην περίπτωση του απόλυτου προνομίου. Η κρίση του επ’ αυτού ήταν ορθή εφόσον η δικαστική διαδικασία δεν έγινε κεκλεισμένων των θυρών, η αναδημοσίεύση της δεν απαγορεύθηκε από το δικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το δε δημοσίευμα ευλόγως αποτελούσε μια ακριβοδίκαιη, σύγχρονη αναφορά των όσων είχαν λεχθεί από τον ανακριτή. Κρίνεται άστοχη η επίκριση από τον εφεσείοντα ότι το δημοσίευμα ουσιωδώς απέκλινε από τα λεχθέντα στο Δικαστήριο κατά την προσαγωγή των υπόπτων για σκοπούς προσωποκράτησης. Η κατάθεση του λοχία Γιωρκάτζη ως έχει διατυπωθεί στο Τεκμ. 1Β στα ουσιώδη μέρη του, για σκοπούς σύγκρισης με το δημοσίευμα έκαμε αναφορά στη διερεύνηση έξι συγκεκριμένων αδικημάτων ήτοι, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης κατά την πώληση ακίνητης περιουσίας, εξασφάλισης εγγράφων με ψευδείς παραστάσεις και δόλια διάθεση περιουσίας από επίτροπο εμπιστεύματος, όλα κατηγοριοποιούμενα ως ποινικά αδικήματα κάτω από τον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154. Ο ανακριτής κατέθεσε ότι πριν αποβιώσει η Ελέγκω Χωματένου το 1994, διαπίστωσε μαζί με το γιο της, ότι υπήρξε πλαστογραφία σε μια μεταβίβαση για την οποία χρησιμοποιήθηκε πλαστό πληρεξούσιο, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν και οι υπόλοιπες πλαστογραφίες. Υπήρξε στη συνέχεια καταγγελία στην αστυνομία και ο ύποπτος Χριστάκης Γεωργίου συνελήφθη, αφού δε έγινε σύγκριση υπογραφών, αυτός εν τέλει παραδέχθηκε στις 12.3.2003, ημέρα της σύλληψης του, ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της Χωματένου και ότι τα χρήματα από το 1/6 μερίδιο που η αποβιώσασα δικαιούτο στα πωληθέντα κτήματα, τα εισέπραττε ο ίδιος.  Κλήθηκε για κατάθεση και ο εφεσείων, ο οποίος σε δική του  θεληματική κατάθεση παραδέχθηκε ότι είχε πιστοποιήσει την υπογραφή της Χωματένου, χωρίς αυτή να είχε υπογράψει στην παρουσία του. Συνελήφθη επίσης στις 12.3.2003. Από τις μαρτυρίες που υπήρχαν προέκυπτε ότι και οι δύο ύποπτοι εν γνώσει τους ότι η Χωματένου ουδέποτε υπέγραψε τα πληρεξούσια, προχώρησαν να πωλήσουν τα κτήματα αυτά, 15 τον αριθμό, αξίας τότε £26.400.

Υπό το φως της ανωτέρω κατάθεσης του εξεταστή της υπόθεσης, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημοσίευμα ήταν ακριβοδίκαιο [*489]και σύγχρονο με το γεγονός της κατάθεσης του εξεταστή. Δεν υπάρχει ορισμός του σύγχρονου, όμως δεν αμφισβητείται ότι η επόμενη ημέρα, όταν έγινε η δημοσίευση, ήταν σύγχρονη με την κατάθεση του εξεταστή που είχε λάβει χώραν μόλις την προηγούμενη. Παρενθετικά αναφέρεται ότι στο ισχύον τώρα στην Αγγλία Defamation Act 1996, προνοείται ότι η λέξη «contemporaneous» στο s.14, που αφορά το απόλυτο προνόμιο («absolute privilege»), συναρτάται με «a fair and accurate report of judicial proceedings in public and published contemporaneously with those proceedings», περιλαμβάνει δε δημοσιεύματα που εμφανίζονται «as soon as practicable after publication is permitted». (s. 14(2)).

Τόσο ο τίτλος «Πωλούσαν γη που δεν τους ανήκε», όσο και ο υπότιτλος «Προφυλάκιση δύο υπόπτων», προέρχονται από τα όσα ανέφερε ο εξεταστής της υπόθεσης κατά τη διαδικασία της προφυλάκισης και αποτελούν μια ακριβοδίκαιη αναδιατύπωση των λεχθέντων. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο τίτλος και ο υπότιτλος δεν αποτελούν σχόλιο, αλλά είναι μέρος των όσων είχαν λεχθεί στην αίθουσα του Δικαστηρίου.

Δεν είναι ορθή επομένως η θέση του εφεσείοντα ότι το δημοσίευμα δεν αντιστοιχεί ή δεν αποδίδει ορθά την κατάθεση του εξεταστή. Αντίθετα, εξάγεται από την κατάθεση του ανακριτή ότι υπήρξε ομολογία σε εκείνο τουλάχιστο το στάδιο από τον εφεσείοντα ότι δεν πιστοποίησε στην παρουσία της Χωματένου την υπογραφή της στα πληρεξούσια έγγραφα. Το ουσιώδες για την κρίση κατά πόσον είναι ή όχι απόλυτα προνομιούχο το δημοσίευμα, είναι η ακριβοδίκαιη μεταφορά του τι ελέχθηκε τότε στο Δικαστήριο από τον ανακριτή και όχι οι αντιφατικές ή άλλες θέσεις που πρόβαλε ο εφεσείων σε σχέση με την υπογραφή του πληρεξουσίου σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας. Δεν υπήρξε καμία αλλαγή των ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων της κατάθεσης του εξεταστή, ούτε εξάγεται ως συμπέρασμα ότι δεν είχε ανάμειξη ο εφεσείων στην όλη διαδικασία και ότι ο μόνος πλαστογράφος και πωλητής των κτημάτων ήταν ο έτερος ύποπτος. Η δε λέξη «προκύπτει» που καταγράφεται στο δημοσίευμα αναφορικά με την πώληση των 15 τεμαχίων γης, δεν είναι συμπέρασμα ασύνδετο και μη εξαγόμενο από την κατάθεση του ανακριτή στο Δικαστήριο.

Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το Εφετείο στη Γαληνιώτης v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.ά. (2009) 1(A) Α.Α.Δ. 577, η οποία υπόθεση αφορούσε τον ίδιο εφεσείοντα σε σχέση με αγωγή δυσφήμισης για παρόμοιο δημοσίευμα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 14.3.2003. Αφορμή για το δημοσίευμα ήταν η ίδια αίτη[*490]ση προσωποκράτησης του εφεσείοντος και του άλλου προσώπου. Η αγωγή απερρίφθη με γνώμονα ότι στοιχειοθετήθηκε η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου, θέση που έγινε δεκτή από το Εφετείο το οποίο απέρριψε την έφεση. Όπως αναφέρθηκε στις σελ. 582-583 της εν λόγω απόφασης, με παραπομπές από τον Gatley on Libel and Slander, 8η έκδ. σελ. 257-258, παρ. 604 και σελ. 264 παρ. 621, δεν είναι ανάγκη το δημοσίευμα για να ενταχθεί στην κατηγορία του ακριβοδίκαιου, να αποτελεί επί λέξει καταγραφή των διαδραματισθέντων στο Δικαστήριο. Για να είναι δε ακριβοδίκαια η παρουσίαση, θα πρέπει να εκθέτει και τις θέσεις της άλλης πλευράς, όπου υπάρχουν, που στην υπό κρίση υπόθεση ορθά δεν αναζητήθηκαν οι απόψεις του εφεσείοντος εφόσον αυτός δεν ανέφερε οτιδήποτε στο Δικαστήριο κατά την προφυλάκισή του.

Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, και ορθά, ότι το δημοσίευμα καλυπτόταν από την υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου, ήταν εντελώς αχρείαστη, ακόμη και νομικά αντιφατική, η ενασχόληση του με τις υπερασπίσεις της αλήθειας και του εντίμου σχολίου. Και θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση του Δικαστηρίου πρωτοδίκως ότι παρά το εύρημά του ότι ο τίτλος του δημοσιεύματος δεν αποτελούσε σχόλιο, εν τούτοις θα προχωρούσε να εξέταζε κατά πόσο το δημοσίευμα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχόλιο και αν ναι κατά πόσο αυτό ήταν έντιμο, καθώς και την υπεράσπιση της αλήθειας επί των γεγονότων, έδειχνε μια αχρείαστη περιδίνηση στις νομικές αυτές υπερασπίσεις. Όπως έχει εξηγηθεί προηγουμένως, η ουσιώδης διαφορά της υπεράσπισης του απόλυτου προνομίου με αυτή του περιορισμένου προνομίου, αλλά και του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος, είναι ότι η πρώτη υπεράσπιση, εφόσον βεβαίως αποδεικνύεται, δεν επηρεάζεται ή αναιρείται από την τυχόν ύπαρξη κακοβουλίας, η οποία αντίθετα εξουδετερώνει την υπεράσπιση του περιορισμένου προνομίου και του εντίμου σχολιασμού (δέστε το λεκτικό της επιφύλαξης του Αρθρου 19(β) και τις πρόνοιες του Αρθρου 21 του Κεφ. 148). Γι’ αυτό και ήταν αντιφατική η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις εναλλακτικές αυτές υπερασπίσεις.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης με τον τελευταίο λόγο έφεσης ότι κακώς δεν επιδικάσθηκαν έξοδα υπέρ του, εφόσον το δημοσίευμα κρίθηκε δυσφημιστικό για το άτομο του. Παρόμοιο επιχείρημα είχε προβληθεί στην προαναφερθείσα υπόθεση Ελευθέριος Γαληνιώτης v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.ά., το οποίο όμως απερρίφθη με το σκεπτικό ότι για να θεωρηθεί ένας ενάγων ως επιτυχών διάδικος σε αγωγή δυσφήμισης, δεν είναι αρκετή η απόφαση ότι το δημοσίευμα ήταν όντως δυσφημιστικό, αλλά θα πρέπει ταυ[*491]τόχρονα να αποτύχει και η οποιαδήποτε τυχόν υπεράσπιση προβάλλεται. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και στην υπό κρίση περίπτωση. Δεν νοείται επιτυχών ενάγων όταν δεν δικαιώνεται μέχρι τέλους στις αξιώσεις του, που κατά λογική ακολουθία, εξυπακούει ταυτοχρόνως και την απόρριψη της υπεράσπισης.

Τέλος, υπό τύπο σχολίου και γενικότερης καθοδήγησης, λόγω του ότι παρατηρείται γενικώς μια λανθασμένη δικογραφική καταγραφή στις αξιώσεις και τις υπερασπίσεις σε υποθέσεις δυσφήμισης, πρέπει να λεχθεί ότι όσον αφορά την αγωγή θα πρέπει το δημοσίευμα να παρατίθεται αυτούσιο και διαδοχικά να καταγράφεται η δυσφημιστική έννοια του είτε στη συνήθη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται, ή, όπου υπάρχει ισχυρισμός για υπαινιγμό, να παρατίθενται σε ξεχωριστή παράγραφο με λεπτομέρειες, οι έννοιες κατά τις οποίες το κείμενο θεωρείται δυσφημιστικό για τον ενάγοντα. Ακόμη να καταγράφονται εκείνα τα εξωγενή γεγονότα που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα αναφέρεται στον ενάγοντα (Gatley on Libel and Slander 6η έκδ. σελ. 442). Ιδιαιτέρως, όμως, όσον αφορά τις υπερασπίσεις του απόλυτου ή του περιορισμένου προνομίου δεν θα πρέπει αυτές να αναμειγνύονται (ούτε βεβαίως και η υπεράσπιση της αλήθειας), σε μια και μοναδική παράγραφο, όπως έγινε στην υπό κρίση περίπτωση, αλλά να διαχωρίζονται ευκρινώς. Η κάθε μια από τις υπερασπίσεις αυτές πρέπει να εγείρεται ρητώς στην υπεράσπιση μαζί με τα γεγονότα και τα περιστατικά που την υποστηρίζουν. Είναι δε ορθό σε αυτές τις περιπτώσεις για σκοπούς καλής δικογράφησης, να ακολουθούνται τα πρότυπα που προβλέπονται από τα σχετικά συγγράμματα όπως, για παράδειγμα, του Bullen and Leake and Jacob’s “Precedents of Pleadings” 12η έκδ. σελ. 1172-1177, πρότυπα υπ’ αρ. 996, 998 και 999. Παρόμοια πρότυπα υπάρχουν και στον OdgersPrinciples of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 498-499, πρότυπο αρ. 46, σε σχέση με την υπεράσπιση της αλήθειας και του περιορισμένου προνομίου.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο