Kotlyarenko Dmitry ν. Διευθυντή των Kεντρικών Φυλακών (2011) 1 ΑΑΔ 505

(2011) 1 ΑΑΔ 505

[*505]17 Μαρτίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν. 95/70),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ DMITRY KOTLYARENKO ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 8.7.2010

ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡ. 1/2009.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Έφεση εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, ώστε ο αιτητής – εφεσείων ο οποίος εκρατείτο μέχρις ότου εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, όπου εκκρεμούσε ποινική υπόθεση εναντίον του, να αφεθεί ελεύθερος ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Προϋποθέσεις για εγκυρότητα της [*506]απόφασης για έκδοση φυγοδίκου ― Ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν.95/70) ― Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970 (Ν.97/70) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Έκδοση φυγοδίκων ― Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ― Είναι περιορισμένη εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν έχει εξουσία αναθεώρησης των ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο επελήφθη της έκδοσης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την έκδοση του εφεσείοντος στη Ρωσική Ομοσπονδία και την παραμονή του υπό κράτηση μέχρι την έκδοσή του. Σκοπός ήταν να δικαστεί στη Ρωσική Ομοσπονδία για εκκρεμούσα ποινική υπόθεση στην οποία αυτός φερόταν να είχε διαπράξει το αδίκημα της απάτης σε σύμπραξη με άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του Άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο το αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 χρόνια.

Η διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο είχε διεξαχθεί με βάση και πλαίσιο τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό Νόμο) του 1970 (Ν. 95/70) (η Σύμβαση) και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν. 97/70).

Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση Habeas Corpus στο Ανώτατο Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία ζήτησε τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησής του και διάταγμα αποφυλάκισής του, υποστηρίζοντας ότι:

α)    Το διάταγμα έκδοσής του στη Ρωσική Ομοσπονδία εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, επειδή δεν τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού, που έδωσε την απαραίτητη εξουσιοδότηση έναρξης της διαδικασίας, πρωτότυπο ή  πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος.

β)    Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία της μάρτυρος του εφεσείοντος και δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των αιτητών που υποστήριξαν τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης.

γ) Λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι (i) το τεκμήριο 28 ήταν πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης, (ii)το τεκμήριο 10 δεν ήταν φωτοτυπία του εντάλματος σύλληψης και (iii) συνέτρεχε το [*507]στοιχείο της αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του στα πλαίσια της αίτησης Habeas Corpus, είναι περιορισμένη εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν έχει εξουσία αναθεώρησης των ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου που επελήφθη της αίτησης έκδοσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν εντός των εξουσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αποδεκτεί τη μαρτυρία των μαρτύρων των αιτητών αναφορικά με τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος, στη βάση του οποίου εκδόθηκε η εξουσιοδότηση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, και να απορρίψει τη μαρτυρία της μάρτυρος του καθ’ ου η αίτηση-εφεσείοντος στην παρούσα διαδικασία, η οποία εμφανίστηκε ως εμπειρογνώμονας στο Ρωσικό Δίκαιο. Κατ’ επέκταση έκρινε, επίσης, ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε συμπεράνει πως τα αδικήματα που αποδίδονταν στον εφεσείοντα ήταν και αδικήματα σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και επομένως ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση της διπλής ποινικοποίησης.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για Habeas Corpus. Οι λόγοι έφεσης αφορούν (α) στην κατ’ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου επειδή δεν παρουσιάστηκε ενώπιόν του πιστό αντίγραφο εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος, (β) ένεκα του ότι έπασχε η εξουσιοδότηση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, (γ) επειδή δεν παρουσιάστηκε ορθή έκθεση γεγονότων όπως απαιτείται από το Άρθρο 12(2) της Σύμβασης, (δ) επειδή δεν απεδείχθη το στοιχείο της διπλής ποινικοποίησης και (ε) επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του, αγνόησε τη μαρτυρία της μάρτυρος-εμπειρογνώμονος που έδωσε μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα δεδομένα που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου έδιδαν σε αυτό το δικαίωμα να κρίνει ότι το ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντος, που παρουσιάστηκε ενώπιόν του ως μέρος του τεκμηρίου 6 και με βάση το οποίο ο αρμόδιος Υπουργός εξέδωσε εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου, εναντίον του εφεσείοντος, ήταν επίσημο αντίγραφο του εντάλματος συλλήψεως του εφεσείοντος όπως προνο[*508]είται στο Άρθρο 12(2) της Σύμβασης.

2.  Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία στα πλαίσια αιτήσεων όπως η παρούσα, ούτε να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, εφόσον αυτή κινήθηκε μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Εξετάζεται μόνο το κατά πόσον, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση του φυγόδικου. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε όντως επαρκής μαρτυρία, αναφορικά με τη γνησιότητα και τον επίσημο χαρακτήρα του αντιγράφου του ρωσικού εντάλματος σύλληψης εναντίον του φυγόδικου και το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία, αναφορικά με τη μαρτυρία που προσφέρθηκε ενώπιόν του και από τις δύο πλευρές, μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Ήταν δηλαδή δικαίωμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος και να δεχθεί εκείνη των εφεσιβλήτων και με βάση τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων να εκδώσει το διάταγμα έκδοσης του φυγόδικου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ως προς τη διπλή ποινικοποίηση, όπως επίσης σε ορθά συμπεράσματα, είχε καταλήξει και το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το γεγονός ότι υπήρχαν δύο εκθέσεις γεγονότων οι οποίες δεν έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά απλά η μια ήταν λεπτομερέστερη της άλλης, δεν δημιούργησαν οποιαδήποτε σύγχυση. Όπως παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1228 από την οποία καθοδηγήθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκείνο που είναι απαραίτητο είναι όπως η έκθεση γεγονότων συνιστά ουσιαστική έκθεση των αξιόποινων πράξεων που καταλογίζονται στον εκζητούμενο.

4.  Το κριτήριο κατά την απόφαση έκδοσης φυγόδικου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα δυνάμει του ημεδαπού δικαίου αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα και με το ημεδαπό δίκαιο.

5.  Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, στα οποία αντιστοιχεί η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του εφεσείοντος, είναι εκείνα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, της απάτης κατά παράβαση του Άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 298 του Ποινικού Κώδικα και των Άρθρων 255, 269 και 270 του Ποι[*509]νικού Κώδικα που αφορούν σε αδικήματα κλοπής, κλοπής από διευθυντές και κλοπής από αντιπροσώπους. Για όλα τα πιο πάνω αδικήματα προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hachem v. Διευθυντή Kεντρικών Φυλακών (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 191,

Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1228,

Shylenko (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111,

R. v. Secretary of State for India, Ex-parte Ezekiel [1941] 2 All E.R. 546,

Moumdjis v. Michaelidou a.o. (1974) 1 C.L.R. 226.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Aίτηση Aρ. 83/2010), ημερ. 7/9/2010.

Σ. Πίττας με Β. Αδαμίδου (κα) για Ν. Αναστασιάδη, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Λοϊζίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Εναντίον του εφεσείοντα καταχωρήθηκε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο (στη συνέχεια το Επαρχιακό Δικαστήριο), αίτηση για έκδοση του στη Ρωσία σύμφωνα με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό Νόμο) του 1970 (Ν. 95/70) (η Σύμβαση) και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν. 97/70). Καταζητείτο ο εφεσείων από τις Αρχές της [*510]Ρωσικής Ομοσπονδίας επειδή εκκρεμούσε εναντίον του ποινική υπόθεση στην οποίαν αυτός φερόταν να είχε διαπράξει το αδίκημα της απάτης σε σύμπραξη με άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του Αρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο το αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 10 χρόνια.

Ο εφεσείων ανακόπηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας προερχόμενος από το Παρίσι, και εξασφαλίστηκε προσωρινό ένταλμα σύλληψής του, το οποίο εκτελέστηκε στις 30.3.2009.

Η Ρωσική Ομοσπονδία έστειλε τα απαιτούμενα έγγραφα, μεταφρασμένα στην Αγγλική γλώσσα, και στις 4.5.2009 υπογράφηκε η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 5.5.2009.

Τα βασικά θέματα που τέθηκαν από τον εφεσείοντα, κατά τη διαδικασία έκδοσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν τα εξής:

(α) Η εξουσιοδότηση έναρξης της διαδικασίας που έδωσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του Αρθρου 7 του Ν. 97/70 και του Αρθρου 12(2) της Σύμβασης επειδή δεν τέθηκε ενώπιον του Υπουργού πρωτότυπο ή πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε στη Ρωσία, εναντίον του εφεσείοντα.

(β) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Αρθρου 12(2) της Σύμβασης επειδή δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ένταλμα σύλληψης που να συνάδει με τις επιτακτικές πρόνοιες του Αρθρου 12(2) (β) και επειδή δεν υπήρχε επαρκής έκθεση γεγονότων από την οποία να φαίνεται η ικανοποίηση του κανόνα της διπλής ποινικοποίησης (double criminality), όπως ορίζεται στο Αρθρο 2 της Σύμβασης.

(γ) Οι μεταφράσεις των συνοδευτικών εγγράφων της αίτησης για έκδοση του εφεσείοντα δεν ήταν ικανοποιητικές, και

(δ) Ο Υπουργός δεν είχε λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της αίτησης πριν δώσει την εξουσιοδότηση του για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, σε μια εμπεριστατωμένη και λεπτομερή απόφαση, ανέλυσε την ενώπιον του μαρτυρία, δέχθηκε ουσιαστικά τη μαρτυρία των αιτητών και απέρριψε τη μαρτυρία του καθ’ ου η αίτηση-εφεσείοντα, αλλά και της κας Merkulova, δικηγόρου [*511]από την Αγία Πετρούπολη, η οποία εμφανίστηκε ως μάρτυρας του εφεσείοντα. Ανέλυσε επίσης τις νομικές αρχές παραθέτοντας σειρά σχετικών κυπριακών και αγγλικών αποφάσεων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του εφεσείοντα στη Ρωσία ικανοποιούνταν. Ως εκ τούτου, εξέδωσε το ζητηθέν διάταγμα για την έκδοση του εφεσείοντα στη Ρωσική Ομοσπονδία και την παραμονή του υπό κράτηση μέχρι την έκδοση του.

Ο εφεσείων, όπως είχε δικαίωμα, καταχώρησε αίτηση Habeas Corpus στο Ανώτατο Δικαστήριο (το πρωτόδικο δικαστήριο) με την οποία ζήτησε τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης του και διάταγμα αποφυλάκισής του. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους λόγους που προέβαλε ο εφεσείων, που συνοψίζονται στους εξής:

(α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο εσφαλμένα και καθ’ υπέρβαση εξουσίας διέταξε την έκδοση του αιτητή στη Ρωσική Ομοσπονδία επειδή δεν τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού, που έδωσε την απαραίτητη εξουσιοδότηση έναρξης της διαδικασίας, πρωτότυπο ή  πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα.

(β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία της κας Merkulova και δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των αιτητών Μ.Α.3, Μ.Α.4 και Μ.Α.6 που υποστήριξαν τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης.

(γ) Λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε το τεκμήριο 28 ενώπιον του, ως πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης παρά τις χειρόγραφες σημειώσεις που υπήρχαν σ’ αυτό.

(δ) Λανθασμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, έκρινε ότι το τεκμήριο 10 δεν ήταν φωτοτυπία του εντάλματος σύλληψης, και

(ε) Λανθασμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, συμπέρανε ότι συνέτρεχε το στοιχείο της αμφιτερόπλευρης εγκληματικότητας.

Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε τη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του στα πλαίσια της αίτησης εκείνης, είναι περιορισμένη εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν έχει εξουσία αναθεώρησης των ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου που επελήφθη της αίτησης έκδοσης. Αναφέρθηκε σχετικά στις αποφάσεις στις υποθέσεις Hachem v. Διευθυντή Kεντρικών Φυλακών (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 191, Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1228 και Shylenko (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. [*512]1111. Αναφέρθηκε επίσης και στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρος Αρτέμης, Πρώτη έκδοση, 2004, σελ. 83.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν εντός των εξουσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία των μαρτύρων των αιτητών αναφορικά με τη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος, στη βάση του οποίου εκδόθηκε η εξουσιοδότηση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, και να απορρίψει τη μαρτυρία της μάρτυρος του καθ’ ου η αίτηση-εφεσείοντος στην παρούσα διαδικασία, η οποία εμφανίστηκε ως εμπειρογνώμονας στο Ρωσικό Δίκαιο. Αναφέρθηκε συναφώς στις αποφάσεις R. v. Secretary of State for India, Ex-parte Ezekiel [1941] 2 All E.R. 546 και Moumdjis v. Michaelidou a.o. (1974) 1 C.L.R. 226. Στη βάση της μαρτυρίας την οποία δέχθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ορθά θεωρήθηκε το τεκμήριο 6, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντος και επομένως ως συνάδον με τις προϋποθέσεις του Αρθρου 12(2) (α) της Σύμβασης. Αναφορικά με το ζήτημα της έκθεσης γεγονότων το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη δύο εκθέσεων γεγονότων, μια λιγότερη λεπτομερής και μια περισσότερο λεπτομερής, δεν προκαλούσε οποιαδήποτε σύγχυση σε σχέση με τα αδικήματα που αποδίδονταν στον εφεσείοντα. Κατ’ επέκταση έκρινε,  επίσης, ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε συμπεράνει πως τα αδικήματα που αποδίδονταν στον εφεσείοντα ήταν και αδικήματα σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και επομένως ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση της διπλής ποινικοποίησης.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντα για Habeas Corpus. Οι λόγοι έφεσης είναι οι εξής:

1.  Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα αποδεχόμενο τη θέση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η εξουσιοδότηση έναρξης της διαδικασίας έκδοσης δεν είχε δοθεί καθ’ υπέρβαση και παράβαση του Αρθρου 7 του Ν. 97/70 και του Αρθρου 12(2) της Σύμβασης (Ν. 95/70), επειδή δεν είχε τεθεί ενώπιον του Υπουργού πρωτότυπο ή πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα. Με το λόγο αυτό αμφισβητείται και πάλι η ορθότητα των ευρημάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων, στα οποία προέβηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου.

2.  Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του [*513]εφεσείοντα για Habeas Corpus και επικύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοση του εφεσείοντα στη Ρωσία και τούτο επειδή δεν είχε παρουσιαστεί πιστό αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

3.  Λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση της διπλής ποινικοποίησης. Ενόψει της ύπαρξης δύο εκθέσεων γεγονότων δεν μπορούσε να συναχθεί σαφώς το συμπέρασμα ότι οι πράξεις που αποδίδονταν στον εφεσείοντα συνιστούν αδικήματα και στη Ρωσία και στην Κύπρο.

4.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ουσιαστικά επανάληψη του πρώτου λόγου έφεσης και αφορά στην κατ’ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την εξέταση της αίτησης έκδοσης φυγοδίκου.

5.  Ο πέμπτος λόγος έφεσης περιλαμβάνει ουσιαστικά όλους τους προηγούμενους λόγους και αφορά και πάλι (α) στην κατ’ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου επειδή δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του πιστό αντίγραφο εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα, (β)  ένεκα του ότι έπασχε η εξουσιοδότηση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, (γ) επειδή δεν παρουσιάστηκε ορθή έκθεση γεγονότων όπως απαιτείται από το Αρθρο 12(2) της Σύμβασης, (δ) επειδή δεν απεδείχθη το στοιχείο της διπλής ποινικοποίησης και, ακόμα, (ε) επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του, αγνόησε τη μαρτυρία της μάρτυρος-εμπειρογνώμονος που έδωσε μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντα.

Το Αρθρο 12(2) (α) της Σύμβασης προνοεί ότι, προς υποστήριξη αίτησης για έκδοση φυγοδίκου, θα πρέπει να προσάγεται, ενώπιον του δικαστηρίου, το πρωτόκολλο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης, είτε του εντάλματος σύλληψης, είτε άλλης πράξης που έχει την ίδια ισχύ και εκδίδεται κατά τους τύπους που καθορίζει η νομοθεσία του αιτούντος μέρους, δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το Αρθρο 7(2) (α) του Ν. 97/70 προνοεί ότι κάθε αίτηση για έκδοση φυγοδίκου, στην περίπτωση προσώπου διωκομένου για κάποιο αδίκημα, θα συνοδεύεται από το ένταλμα σύλληψης του προσώπου εκείνου, που εκδόθηκε στην αιτήτρια χώρα.

Το ζήτημα επομένως της νομιμότητας του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα, σύμφωνα με τους νόμους της αιτήτριας χώρας, είναι ουσιώδους σημασίας, τόσο για την έκδοση του διατάγματος έκ[*514]δοσης φυγοδίκου, όσο και, κατ’ επέκταση, για τη μη έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus το οποίο είχε ζητήσει ο αιτητής.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως ήδη παρατηρήσαμε, σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση του, απέρριψε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα για λόγους τους οποίους επεξήγησε, και δέχθηκε τη μαρτυρία που πρόσφεραν οι αιτητές - σε εκείνη την υπόθεση - εφεσίβλητοι στην παρούσα διαδικασία. Ήταν αδιαμφισβήτητο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ότι το πρωτότυπο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα, το οποίο στάληκε από τη Ρωσία στην Κύπρο, αρχικά στο Υπουργείο Εξωτερικών, χάθηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας αποστολής του.   Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όμως, τέθηκε αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του εφεσείοντα, ως τεκμήριο 6 και στη συνέχεια ξανατέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και άλλα αντίγραφα του εντάλματος σύλληψης ως τεκμήρια 10, 22, 24 και 28. Εκείνο όμως στο οποίο βασίστηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης για να εκδώσει την εξουσιοδότηση του ήταν το αρχικό ένταλμα που περιλαμβανόταν στη δέσμη εγγράφων του τεκμηρίου 6 και για εκείνο το ένταλμα έδωσαν μαρτυρία οι μάρτυρες αιτητών 3, 4 και 6. Οι μάρτυρες αιτητών 3 και 4 είναι πρόξενοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας και αρμόδιοι να προβαίνουν σε πιστοποιήσεις και διαβεβαιώσεις ότι κάποια έγγραφα είναι πιστά αντίγραφα των πρωτοτύπων και άρα επίσημα αντίγραφα, σύμφωνα με το νόμο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι δύο αυτοί μάρτυρες πιστοποίησαν ότι το ένταλμα σύλληψης που περιλαμβανόταν στο τεκμήριο 6 είναι τέτοιο πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου και επομένως επίσημο αντίγραφο. Ο μάρτυρας αιτητών 6, που είναι νομικός στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Μόσχας, του οποίου η μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε, ανέφερε ότι θεωρεί τα έγγραφα του τεκμηρίου 6 ως πιστά αντίγραφα του πρωτοτύπου. Πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου ήταν και το τεκμήριο 28 το οποίο σύμφωνα με το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν πανομοιότυπο με το ένταλμα σύλληψης του τεκμηρίου 6, παρά τις κάποιες σημειώσεις που υπήρχαν στο τεκμήριο 28, οι οποίες δεν διαφοροποιούσαν την κατάσταση εφόσον η χρησιμότητα του τεκμηρίου 28 ήταν απλά η σύγκρισή του με το ένταλμα σύλληψης του τεκμηρίου 6. Με αυτά τα δεδομένα το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι το ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα, που παρουσιάστηκε ενώπιον του ως μέρος του τεκμηρίου 6 και με βάση το οποίο ο αρμόδιος Υπουργός εξέδωσε εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου, εναντίον του εφεσείοντα, ήταν επίσημο αντίγραφο του εντάλματος συλλήψεως του εφεσείοντα όπως προνοείται στο Αρθρο 12(2) της Σύμβασης.

[*515]Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε πρωτόδικα, είτε κατ’ έφεση, σε αιτήσεις Habeas Corpus, από φυγόδικους εναντίον των οποίων έχει εκδοθεί διάταγμα έκδοσης, περιορίζονται, αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας, στην εξέταση του κατά πόσο, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, στα πλαίσια τέτοιων αιτήσεων, ούτε να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, εφόσον αυτή κινήθηκε μέσα σε νόμιμα πλαίσια (δέστε: Hachem, ανωτέρω).

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και τις αρχές που διατυπώθηκαν στη Hachem (ανωτέρω), ότι δηλαδή στα πλαίσια αιτήσεων Habeas Corpus, από φυγόδικους, είτε πρωτόδικα είτε κατ’ έφεση, δεν αναθεωρούνται τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά μόνον εξετάζεται το κατά πόσον, από αντικειμενική θεώρηση, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση του φυγόδικου. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι υπήρχε όντως επαρκής μαρτυρία, αναφορικά με τη γνησιότητα και τον επίσημο χαρακτήρα του αντιγράφου του ρωσικού εντάλματος σύλληψης εναντίον του φυγόδικου και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία, αναφορικά με τη μαρτυρία που προσφέρθηκε ενώπιον του και από τις δύο πλευρές, μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Ήταν δηλαδή δικαίωμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα και να δεχθεί εκείνη των εφεσιβλήτων και με βάση τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων να εκδώσει το διάταγμα έκδοσης του φυγόδικου.

Με βάση τα προαναφερόμενα, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται ως αβάσιμοι. Όσον αφορά τον 3ο λόγο θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ως προς τη διπλή ποινικοποίηση, όπως επίσης σε ορθά συμπεράσματα, είχε καταλήξει και το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το γεγονός ότι υπήρχαν δύο εκθέσεις γεγονότων οι οποίες δεν έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά απλά η μια ήταν λεπτομερέστερη της άλλης, δεν δημιούργησαν οποιαδήποτε σύγχυση. Με βάση τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ορθά, κατά την κρίση μας, κατέληξε πρώτα το Επαρχιακό Δικαστήριο και στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του εφεσείοντα συνιστούσε αδίκημα τόσο σύμφωνα με το ρωσικό δίκαιο όσο και σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο. Όπως παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Mechanov (Αρ. 2), ανωτέρω, από την οποία καθοδηγήθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκείνο που είναι απαραίτητο είναι όπως η έκθεση γεγονότων συνιστά ουσιαστική έκθεση των αξιόποινων πρά[*516]ξεων που καταλογίζονται στον εκζητούμενο.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την αρχή ότι το κριτήριο, κατά την απόφαση έκδοσης φυγόδικου, δεν είναι το κατά πόσο το αδίκημα που αναφέρεται στο αλλοδαπό ένταλμα σύλληψης είναι ουσιαστικά παρόμοιο με αδίκημα δυνάμει του ημεδαπού δικαίου αλλά ότι η συμπεριφορά του φυγόδικου θα συνιστούσε αδίκημα σύμφωνα και με το ημεδαπό δίκαιο.

Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε σε λεπτομέρεια το αδίκημα που καταλογίζεται στο φυγόδικο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αδίκημα που αντιμετωπίζει ο εφεσείων κατά τη ρωσική ποινική νομοθεσία, είναι αντίστοιχο αδικημάτων της κυπριακής ποινικής νομοθεσίας και έτσι το προαπαιτούμενο στοιχείο της διπλής ποινικοποίησης ικανοποιείται. Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, στα οποία αντιστοιχεί η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του εφεσείοντα, είναι εκείνα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Αρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, της απάτης κατά παράβαση του Αρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Αρθρου 298 του Ποινικού Κώδικα και των Αρθρων 255, 269 και 270 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν σε αδικήματα κλοπής, κλοπής από διευθυντές και κλοπής από αντιπροσώπους. Για όλα τα πιο πάνω αδικήματα προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους. Επομένως και ο 3ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Ο 5ος λόγος αφορά σε κατ’ ισχυρισμό σφάλματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι του πρωτόδικου δικαστηρίου του οποίου η απόφαση εφεσιβάλλεται. Εν πάση όμως περιπτώσει, για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω, θεωρούμε ότι κανένα από τα κατ’ ισχυρισμό σφάλματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ευσταθεί.  Επομένως ούτε και ο 5ος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο