Mιχαήλ Iωάννη Eλένη και Άλλη ν. Xαράλαμπου Γεωργίου Πότση και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 574

(2011) 1 ΑΑΔ 574

[*574]22 Μαρτίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧΑΗΛ,

2. ΦΑΝΗ ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείουσες-Αιτήτριες,

v.

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΤΣΗ,

2. ΠΑΝΙΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΚΡΙΔΗ,

3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

4. ΠΕΤΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

5. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΜΑΚΡΙΔΗ,

6. ΚΟΝΤΟVADIA ESTATES LTD,

7. ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ «ΖΑΧΑΡΟΜΥΛΟΣ ΛΤΔ»,

8. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

    & ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Kαθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2008)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Συνοριακή διαφορά Απόρριψη αίτησης των αιτητριών από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σε σχέση με την επίλυση συνοριακής διαφοράς μεταξύ των κτημάτων τους και των κτημάτων των καθ’ ων η αίτηση ― Απόρριψη Έφεσης/Αίτησης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, η οποία είχε υποβληθεί με βάση το Άρθρο 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Δεδικασμένο (Res Judicata) ― Αρχή του δεδικασμένου ― Δημιουργία κωλύματος δεδικασμένου λόγω ύπαρξης άλλης δικαστικής απόφασης ― Προϋπόθεση, η ταύτιση διαδίκων και αντικειμένου.

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Ανάγκη για επίδοση της αιτιολογημένης Απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον Καν. 6(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Δια[*575]δικαστικών Κανονισμών του 1956.

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Εξουσία του Διευθυντή Κτηματολογίου να προβαίνει στη διόρθωση λαθών και παραλείψεων δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απερρίφθη η Έφεση/Αίτηση των εφεσειουσών εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 3.8.2004, σχετικά με την επίλυση συνοριακής διαφοράς του κτήματός τους με τα εφαπτόμενα με αυτό κτήματα των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση 1 – 7.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη χωρομετρική εργασία κατέληξε ότι το εμβαδόν του τεμαχίου των εφεσειουσών είναι 9.030 τ.μ. αλλά εκ παραδρομής στον τίτλο ιδιοκτησίας αναγράφονται 10.368 τ.μ..

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε υποχρέωση να διατάξει τη διόρθωση του κατ’ ισχυρισμόν λάθους σε εκείνο το στάδιο αφού αυτό αφορούσε στην αναγραφή της έκτασης του κτήματος στον τίτλο ιδιοκτησίας και δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την αποτύπωση του κτήματος των εφεσειούσων στα εν χρήσει σχέδια του Κτηματολογίου.

Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

 α)   Η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πρόωρη ενόψει της εκκρεμούσας αίτησης των εφεσειουσών για αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων.

 β)   Δημιουργήθηκε σύγκρουση και/ή αντίθεση μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και δύο ήδη εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων.

 γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο και/ή νομολογία περί «Δεδικασμένου».

 δ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και/ή αμέλησε και/ή παρέλειψε να επιληφθεί του αιτήματος των εφεσειουσών ότι μέχρι τις 4/9/2006 δεν τους επιδόθηκε η αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή σύμφωνα με τον Καν. 6(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956.

 ε) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν νομικά αβάσιμος ο ισχυρισμός των εφεσειουσών ότι έπρεπε να προηγηθεί η διόρ[*576]θωση του εμβαδού του τεμαχίου τους πριν εκδώσει τις αποφάσεις του για συνοριακές διαφορές, είναι εσφαλμένη.

στ)  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη ή επαρκώς αιτιολογημένη.

Αποφασίστηκε ότι:

 α)   Οι εφεσείουσες υπέβαλαν αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων στις 19/5/2006 ενώ ήδη εγνώριζαν από τις 21/11/2005 ότι η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση στις 6/6/2006. Την ημέρα εκείνη, ενώ εκκρεμούσε η αίτηση για αποκάλυψη, άρχισε η ακρόαση χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς των εφεσειουσών. Ο συνήγορος των εφεσειουσών δήλωσε ενώπιον του Εφετείου ότι έγινε τελικά η αιτούμενη αποκάλυψη εγγράφων. Ενόψει των ανωτέρω, δεν ευσταθεί ο λόγος έφεσης υπό το α) ανωτέρω.

 β)   Οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν την δημιουργία δεδικασμένου με την έννοια που να θεωρείται άκυρη η εκκαλούμενη απόφαση ούτε και ετίθετο θέμα σύγκρουσης των αποφάσεων, στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείουσες, με την υπό έφεση απόφαση.

 γ) Οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο και/ή τη νομολογία περί του δεδικασμένου.

 δ)   Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η έκθεση (Αιτιολογημένη Απόφαση) ημερ. 30/9/2004 παραλήφθηκε από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 4/10/2004. Όταν στις 4.9.2006 ο συνήγορος των εφεσειουσών παραπονέθηκε ότι δεν πήρε την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, με οδηγίες του Δικαστηρίου του δόθηκε αντίγραφο αυτής και η δίκη συνέχισε χωρίς να εγερθεί θέμα παρατυπίας ή αντικανονικότητας, τέτοιας μάλιστα που να επηρέαζε με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειουσών.

 ε) Ο συνήγορος των εφεσειούσων δέχθηκε ενώπιον του Εφετείου ότι η επίλυση της συνοριακής διαφοράς γίνεται με βάση το σχέδιο που δεν αμφισβητούν και όχι τον τίτλο. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην επίλυση της διαφοράς χωρίς να διατάξει πρώτα την διόρθωση του λάθους.

στ)  Η θέση των εφεσειουσών ότι στερείται αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας η πρωτόδικη απόφαση, δεν ευσταθεί ούτε και έχει τεκμηριωθεί.

[*577]         Δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε σχετικά με την αξιολόγηση της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας, που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) και υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 5, 6, 7 και 8, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1125,

Μάρκου v. Πασχάλη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 829.

Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λυκούργου, E.Δ.), (Aίτηση/Έφεση Aρ. 395/2004), ημερ. 13/12/2007.

Α. Τόκας, για τις Εφεσείουσες.

Σ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 2.

Α. Παπαλλής, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

Χρ. Ιωάννου, για τους Εφεσίβλητους 5, 6 και 7.

Ελ. Θεοδοσίου (κα), με Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 8.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες/αιτήτριες εφεσιβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 13/12/2007 που εκδόθηκε στην Έφεση/Αίτηση Αρ. 395/2004 με την οποία οι εφεσείουσες ζητούσαν την ακύρωση σει[*578]ράς αποφάσεων του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 3/8/2004 σχετικά με την επίλυση συνοριακής διαφοράς του κτήματος τους με εφαπτόμενα με αυτό κτήματα των εφεσιβλήτων/καθ’ ων η αίτηση 1-7.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Οι εφεσείουσες/αιτήτριες (πιο κάτω οι εφεσείουσες) είναι ιδιοκτήτριες κατά ½ μερίδιο εξ αδιαιρέτου του κτήματος με αρ. εγγραφής 17582, Φ/Σχ. 53/55, Τεμ. 1814 στο χωριό Ύψωνας της Λεμεσού. 

Ο εφεσίβλητος 1 είναι ιδιοκτήτης του Τεμ. 1822, ο εφεσίβλητος 2 του Τεμ. 1821, οι εφεσίβλητοι 3 και 4 συνιδιοκτήτες του Τεμ. 1820 και οι εφεσίβλητοι 5, 6 και 7 συνιδιοκτήτες του Τεμ. 1815· όλα του ιδίου Φύλλου/Σχεδίου και στην ίδια τοποθεσία με το ακίνητο των εφεσειουσών.

Οι εφεσείουσες στις 23/4/2003 υπέβαλαν αίτηση (ΑΧ7/2003) στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (εφεσίβλητο 8) για επίλυση συνοριακής διαφοράς μεταξύ του κτήματος τους και των προαναφερθέντων κτημάτων των εφεσιβλήτων. Αφού προηγήθηκαν και επιτόπιες εξετάσεις, ο εφεσίβλητος 8 εξέδωσε 4 αποφάσεις με τις οποίες απέρριψε την αίτηση των εφεσειουσών και τις ειδοποίησε σχετικά με επιστολή του 3/8/2004. Οι αποφάσεις αυτές έχουν ως ακολούθως:

(α)       Απόφαση (τεκμ. 7 στην πρωτόδικη διαδικασία) που επιλύει τη διαφορά μεταξύ του τεμ. 1814 (των εφεσειουσών) και του τεμ. 1822 του εφεσίβλητου 1.

(β)       Απόφαση (τεκμ. 8 στην πρωτόδικη διαδικασία) που επιλύει τη διαφορά μεταξύ του τεμαχίου 1814 (των εφεσειουσών) και του τεμ. 1821 του εφεσίβλητου 2.

(γ)        Απόφαση (τεκμ. 9 στην πρωτόδικη διαδικασία) που επιλύει τη διαφορά μεταξύ του τεμ. 1814 (των εφεσειουσών) και του τεμ. 1820 των εφεσιβλήτων 3 και 4.

(δ)       Απόφαση (τεκμ. 10 στην πρωτόδικη διαδικασία) που επιλύει τη διαφορά μεταξύ του τεμ. 1814 (των εφεσειουσών) και του τεμ. 1815 των εφεσιβλήτων 5, 6 και 7.

Οι εφεσείουσες προσέβαλαν την προαναφερθείσα απόφαση του Διευθυντή (εφεσίβλητου 8) με την Έφεση/Αίτηση Aρ. 395/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με βάση το Αρθρο 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, στην οποία αίτηση επισύναψαν όλες τις προανα[*579]φερθείσες αποφάσεις, ισχυριζόμενες, με την παράθεση 19 λόγων, ότι η κατάληξη του Διευθυντή είναι εσφαλμένη.

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο συνήγορος του εφεσίβλητου 2 και ο συνήγορος των εφεσιβλήτων 3 και 4 δήλωσαν (σελ. 10 των πρακτικών) ότι δέχονται την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή όσον αφορά τους δικούς τους πελάτες, αφού και οι ίδιοι καταχώρησαν τις Εφέσεις/Αιτήσεις Aρ. 395/2004 (οι εφεσίβλητοι 3 και 4) και 400/2004 (ο εφεσίβλητος 2) με τις οποίες ζητούν και αυτοί την ακύρωση της απόφασης. Έτσι την εγκυρότητα της απόφασης του Διευθυντή υποστήριξαν μόνο οι εφεσίβλητοι 1, 5, 6, 7 και 8.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής (πιο κάτω το πρωτόδικο δικαστήριο) αφού εξέτασε την ενώπιον της μαρτυρία (προφορική και ένορκες δηλώσεις) δέχθηκε ως πιο ορθή τη μαρτυρία του μάρτυρα των καθ’ ων η αίτηση/εφεσιβλήτων αρ. 1, προσοντούχος στον κλάδο Αγρονομικής-Τοπογραφικής Μηχανικής με μακρά πείρα στο δημόσιο τομέα, ο οποίος έχει επιβλέψει τη χωρομετρική εργασία για σκοπούς έκδοσης της απόφασης του Διευθυντή. Με βάση τη χωρομετρική εργασία κατέληξε ότι το εμβαδόν του τεμ. 1814 (των εφεσειουσών) είναι 9.030 τ.μ. αλλά από παραδρομή στον τίτλο ιδιοκτησίας αναγράφονται 10.368 τ.μ.. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έκρινε αξιόπιστο τον εμπειρογνώμονα μάρτυρα των καθ’ ων η αίτηση και απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα μάρτυρα των εφεσειουσών, κατάληξε ως εξής:

«Έχω μελετήσει την ενώπιόν μου προφορική και έγγραφη μαρτυρία, υπό το πρίσμα των όσων η αίτηση προσδιορίζει ως ελαττώματα των αποφάσεων του Διευθυντή και ως λόγους για τους οποίους αυτές θα πρέπει να ακυρωθούν ή να τροποποιηθούν.  Καθοδηγούμενη υπό τη σχετική νομολογία καταλήγω ότι η αίτηση είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.»

Προχωρεί το πρωτόδικο δικαστήριο και εξηγεί τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση του και καταλήγει ως ακολούθως:

«Επί τη βάσει των όσων καταγράφει η Αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή» ημερ. 30.9.04, η οποία είναι καταχωρισμένη στο φάκελο της διαδικασίας, καθώς και των γεγονότων όπως αυτά έχουν αποδειχθεί, κρίνω ότι στην προκείμενη περίπτωση όλες οι ενέργειες του Διευθυντή υπήρξαν καθ’ όλα νόμιμες. Ως καθ’ όλα νόμιμες, επαρκώς αιτιολογημένες και προκύπτουσες μετά από τη δέουσα έρευνα των κρίσιμων νομικών και πραγματικών δεδομένων, κρίνω και τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.  Τέλος, ως [*580]νομικά αβάσιμο θεωρώ και τον ισχυρισμό των αιτητριών σύμφωνα με τον οποίο της έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων του Διευθυντή έπρεπε να προηγηθεί η διόρθωση του εμβαδού του τεμαχίου τους. Υπενθυμίζω την επιτακτική υποχρέωση του Διευθυντή να επιλύει την εκάστοτε ενώπιόν του συνοριακή διαφορά επί τη βάσει του υλικού που διαθέτει (Μάρκου v. Πασχάλη (ανωτέρω) και Pitsillides a.ο. v. Nasif (ανωτέρω). Άλλωστε, ο Διευθυντής δηλώνει ότι θα προβεί σε αυτή τη διόρθωση επί τη βάσει του Αρθρου 61 του Κεφ. 224 (δείτε την παρα. 14 της «Αιτιολογημένης Απόφασης του Διευθυντή», καταχωρισμένη στο φάκελο της διαδικασίας).

Με έρεισμα όλα τα πιο πάνω η αίτηση/έφεση απορρίπτεται.»

Αναφορικά με τους εφεσίβλητους 1, 5, 6, 7 και 8 η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ τους ενώ αναφορικά με τους υπόλοιπους εφεσίβλητους χωρίς έξοδα.

Η έφεση

Οι εφεσείουσες καταχώρησαν την παρούσα έφεση την οποία βασίζουν σε 6 λόγους ως ακολούθως:

(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πρόωρα άρχισε την ακρόαση της υπόθεσης στις 6/6/2006 ενώ εκκρεμούσε ενώπιον του αίτηση των εφεσειουσών ημερ. 19/5/2006 για αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων που είχε στην κατοχή του ο εφεσίβλητος 8.

(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δημιούργησε σύγκρουση και/ή αντίθεση και/ή αντιπαράθεση μεταξύ των ήδη εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων στις εφέσεις/αιτήσεις με αρ. 394/2004 ημερ. 3/7/2006 (τεκμ. 15 στην αίτηση) και 400/2004 ημερ. 7/7/2006 (τεκμ. 16 στην αίτηση) και της προσβαλλόμενης απόφασης.

(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο και/ή νομολογία περί «Δεδικασμένου».

(δ) Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και/ή αμέλησε και/ή παρέλειψε να επιληφθεί του αιτήματος των εφεσειουσών ότι μέχρι τις 4/9/2006 δεν τους επιδόθηκε η αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή σύμφωνα με τον Καν. 6(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956.

[*581](ε) Εσφαλμένα έκρινε νομικά αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσειουσών ότι έπρεπε να προηγηθεί η διόρθωση του εμβαδού του τεμαχίου της σύμφωνα με τις επιταγές του Αρθρου 61 του Κεφ. 224 προτού προχωρήσει στην έκδοση των αποφάσεων του για συνοριακές διαφορές με τα συνορεύοντα κτήματα.

(στ) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη ή επαρκώς αιτιολογημένη ή είναι εσφαλμένα αιτιολογημένη αναφορικά με τα συμπεράσματα για τη διαίρεση της απόφασης του Διευθυντή σε 4 αποφάσεις, τη μη λήψη υπόψη των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις Εφέσεις/Αιτήσεις Αρ. 394/2004 και 400/2004 και την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης προσέχουμε ότι ενώ η Έφεση/Αίτηση καταχωρήθηκε από τις 2/9/2004, υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 και παραθέτει 19 λόγους γιατί η απόφαση του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, οι εφεσείουσες υπέβαλαν αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων στις 19/5/2006 ενώ ήδη εγνώριζαν από τις 21/11/2005 ότι η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση στις 6/6/2006. Την ημέρα εκείνη, ενώ εκκρεμούσε η αίτηση για αποκάλυψη, άρχισε η ακρόαση χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς των εφεσειουσών. Αντίθετα ο συνήγορος τους ανέφερε τα εξής: «Εν πάση περιπτώσει ενόψει όλων αυτών μπορούμε να αρχίσουμε αν το σεβαστό δικαστήριο συμφωνεί να προχωρήσουμε στην ακρόαση της διαδικασίας». Επίσης η δικηγόρος του εφεσίβλητου 8 από τον οποίο ζητείτο η αποκάλυψη εγγράφων, δήλωσε ότι ήταν έτοιμη να δώσει το σχετικό φάκελο για επιθεώρηση από την ίδια ημέρα αλλά ο συνήγορος των εφεσειουσών εισηγήθηκε να γίνει τούτο σε άλλη ημερομηνία. Ενώπιόν μας δήλωσε ο συνήγορος των εφεσειουσών ότι έγινε τελικά η αιτούμενη αποκάλυψη εγγράφων.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι οι εφεσείουσες δεν μπορούν να παραπονούνται ότι ήταν πρόωρη η έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης στις 6/6/2006 και έτσι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με την υπό έφεση απόφασή του ο Διευθυντής (εφεσίβλητος 8) επέφερε σύγκρουση με τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις στις Εφέσεις/Αιτήσεις Aρ. 394/2004 ημερ. 3/7/2006 (τεκμ. 15) και 400/2004 ημερ. 7/7/2006 (τεκμ. 16) που είχαν εκδοθεί από δυο διαφορετικούς δικαστές.

Στην Έφεση/Αίτηση Aρ. 394/2004 εφεσείοντες/αιτητές ήσαν οι Πέτρος Ελευθερίου και Παναγιώτης Ελευθερίου και εφεσίβλη[*582]τοι/καθ’ ων η αίτηση 1. ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2) Φάνη Ιωάννου Μιχαήλ και (3) Ελένη Ιωάννου Μιχαήλ δηλαδή οι εφεσείουσες στην παρούσα. Η απόφαση ημερ. 3/7/2006 ήταν όπως η αίτηση εναντίον του Διευθυντή αποσυρθεί και η απόφαση ημερ. 3/8/2004 ακυρωθεί και το Κτηματολόγιο προχωρήσει σε επανεξέταση της συνοριακής διαφοράς.

Στην Έφεση/Αίτηση Aρ. 400/2004 εφεσείων/αιτητής ήταν ο Πανίκος Κυριάκου Μακρίδης και εφεσίβλητοι/καθ’ ων η αίτηση οι εφεσείουσες στην παρούσα. Εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με την οποία η απόφαση του Διευθυντή (ο οποίος δεν ήταν διάδικος) ημερ. 3/8/2004 που είχε εκδοθεί στην αίτηση ΑΧ7/2003 ακυρωθεί και όπως ο Διευθυντής προχωρήσει άμεσα στην επανεξέταση της συνοριακής διαφοράς των διαδίκων. Οι αποφάσεις που ακυρώθηκαν με τις υποθέσεις αυτές είναι δυο από τις 4 αποφάσεις του Διευθυντή ημερ. 3/8/2004 και συγκεκριμένα τα τεκμ. 8 και 9.

Με τις πιο πάνω αποφάσεις στις Υποθέσεις Aρ. 394/2004 και 400/2004 ακυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή ημερ. 3/8/2004 στην έκταση που αφορούσε τις εφεσείουσες στη δική μας υπόθεση από τη μια και τους εφεσίβλητους 2. Πανίκο Κυριάκου Μακρίδη, 3. Παναγιώτη Κωνσταντή Ελευθερίου και 4. Πέτρο Κωνσταντή Ελευθερίου από την άλλη. Όσον αφορά τους υπόλοιπους εφεσίβλητους στην παρούσα, η υπό έφεση απόφαση του Διευθυντή ημερ. 3/8/2004 δεν έχει επηρεαστεί και εφόσον οι εφεσίβλητοι αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στις εν λόγω υποθέσεις (394/2004 και 400/2004) τότε δεν τίθεται θέμα είτε σύγκρουσης των αποφάσεων αυτών με την υπό έφεση απόφαση, είτε δεδικασμένου που να ισχύει αυτομάτως και για τους υπόλοιπους εφεσίβλητους με την έννοια να θεωρείται άκυρη η απόφαση. Ιδιαίτερα όσον αφορά τους εφεσίβλητους 5, 6 και 7 το δικό τους ακίνητο (τεμ. 1815) δεν είναι στο ίδιο σύνορο με τα κτήματα των υπολοίπων εφεσιβλήτων αλλά είναι από την άλλη πλευρά του κτήματος των εφεσειουσών. Εφόσον για τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 ήδη ακυρώθηκε η απόφαση, πριν την έκδοση της υπό έφεση απόφασης, δεν χρειαζόταν να κηρύξει ξανά το πρωτόδικο δικαστήριο άκυρη την απόφαση του Διευθυντή για τους εν λόγω εφεσίβλητους. Επομένως απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο και/ή τη νομολογία περί του δεδικασμένου. Τα όσα αναφέραμε κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης οδηγούν στην απόρριψη και του λόγου αυτού αφού, όσον αφορά τους εφεσίβλητους 1, 5, 6 και 7 δεν υπήρξε ταύτιση διαδίκων και αντικειμένου όπως απαιτεί η νομολογία. (Βλ. [*583]μεταξύ άλλων Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1125).

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε και/ή αμέλησε και/ή παρέλειψε να επιληφθεί αιτήματός τους ότι «μέχρι τις 4/9/2006» δεν τους επιδόθηκε η Αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή (εφεσίβλητου 8).

Σύμφωνα με τον Καν. 6 των προαναφερθέντων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956 (όπως έχουν τροποποιηθεί μέχρι και το 2006) προβλέπονται τα ακόλουθα:

«6(1) The Director shall, when so requested by a person aggrieved by any order, notice or decision of the Director made or given under the provisions of the Law, who signifies an intention to appeal against such order, notice or decision, furnish such person with a statement of his reasons therefore, which statement shall be filed with the Registrar together with the summons (Form 2).

(2) Where an office copy of the summons (Form 2) is served on the Director under the provisions of Rule 5, he shall, within fourteen days after the date of such service, file with the Registrar a statement of the reasons for the order, notice or decision appealed against, unless he shall have previously supplied such statement to the person aggrieved under the provisions of paragraph (1) of this rule:

Provided that the Director may, within the aforesaid period of     fourteen days, apply to the Court ex parte for an extension of time, and shall forthwith give notice of any extension allowed by the Court to all parties to the proceedings.

(3) On filing his statement of reasons with the Registrar, the Director shall leave, for each party to the proceedings, a copy thereof for service plus a duplicate of such copy for the affidavit of service.”

Σε δική μας μετάφραση

«6(1) Ο Διευθυντής, όταν ζητηθεί τούτο από πρόσωπο το οποίο παραπονείται για οιοδήποτε διάταγμα, ειδοποίηση ή απόφασή του που έγινε ή δόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και το οποίο εκδηλώνει την πρόθεση του να εφεσιβάλει τέτοιο διάταγμα, ειδοποίηση ή απόφαση, θα εφοδιάζει το εν λόγω πρόσωπο με έκθεση των λόγων που υποστηρίζουν αυτά, η οποία έκθεση θα καταχωρείται στον Πρωτοκολλητή μαζί με το κλητήριο (Τύπος 2).

[*584](2) Όταν επίσημο αντίγραφο του κλητηρίου (Τύπος 2) επιδίδεται στο Διευθυντή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 5, ο Διευθυντής μέσα σε 14 μέρες μετά την ημερομηνία τέτοιας επίδοσης θα καταχωρεί στον Πρωτοκολλητή έκθεση των λόγων που στηρίζουν το διάταγμα, ειδοποίηση ή απόφαση που τελεί υπό έφεση, εκτός αν έχει προηγουμένως εφοδιάσει με τέτοια έκθεση το παραπονούμενο πρόσωπο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. (1) του Κανονισμού αυτού:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται, μέσα στην προαναφερθείσα περίοδο των 14 ημερών, να αποταθεί μονομερώς στο δικαστήριο για παράταση χρόνου και θα δίδει αμέσως ειδοποίηση για οιαδήποτε παράταση που δόθηκε από το δικαστήριο, σε όλα τα μέρη της διαδικασίας.

(3) Κατά την καταχώρηση της έκθεσης με τους λόγους στον Πρωτοκολλητή, ο Διευθυντής θα αφήνει για κάθε μέρος της διαδικασίας αντίγραφο αυτής για επίδοση και επιπλέον δυο τέτοια αντίγραφα για την ένορκη δήλωση επίδοσης.»

Ενόψει των πιο πάνω ο Διευθυντής τότε μόνο είχε καθήκον να δώσει έκθεση με τους λόγους της απόφασής του προς τις εφεσείουσες αν αυτές ζητούσαν την έκθεση από το Διευθυντή σύμφωνα με την παραγ. 1 του Καν. 6 οπότε και θα έπρεπε να επισυνάψουν αυτή στην Έφεση/Αίτηση. Περαιτέρω σύμφωνα με τον Καν. 6(3) το καθήκον του Διευθυντή είναι να αφήσει στον Πρωτοκολλητή αρκετά αντίγραφα της Αιτιολογημένης Απόφασης για σκοπούς επίδοσης και ένορκης δήλωσης επίδοσης. Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η έκθεση (Αιτιολογημένη Απόφαση) ημερ. 30/9/2004 παραλήφθηκε από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 4/10/2004. Παρόλο που δε φαίνεται από το φάκελο σε ποιούς επιδόθηκε η εν λόγω έκθεση, προσέχουμε ότι όταν στις 4/9/2006 ο συνήγορος των εφεσειουσών παραπονέθηκε ότι δεν πήρε την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, με οδηγίες του Δικαστηρίου του δόθηκε αντίγραφο αυτής και η δίκη συνέχισε χωρίς να εγερθεί θέμα παρατυπίας ή αντικανονικότητας, τέτοιας μάλιστα που να επηρέαζε με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειουσών. Καταλήγουμε λοιπόν ότι ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε ισχυρισμό των εφεσειουσών ότι έπρεπε ο Διευθυντής να προβεί πρώτα στη διόρθωση λάθους αναφορικά με το εμβαδόν του κτήματός τους σύμφωνα με το Αρθρο 61 του Κεφ. 224 και μετά να προχωρήσει στην επίλυση της [*585]συνοριακής διαφοράς.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του θέμα για επίλυση συνοριακής διαφοράς σύμφωνα με το Αρθρο 58 του Κεφ. 224. Αφού αναφέρθηκε σε νομολογία (Μάρκου v. Πασχάλη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 829) σύμφωνα με την οποία από τη στιγμή που ο Διευθυντής έχει τέτοια αίτηση τότε επιβάλλεται η υποχρέωση σ’ αυτόν να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση και δεν έχει εξουσία να αφήσει το θέμα χωρίς λύση και αφού τόνισε και το γεγονός ότι το λάθος ήταν κατά την αναγραφή της έκτασης του κτήματος στον τίτλο ιδιοκτησίας και δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την αποτύπωση του κτήματος των εφεσειουσών στα εν χρήσει σχέδια του κτηματολογίου, κατέληξε ότι δεν ήταν υπόχρεο να διατάξει διόρθωση του λάθους σε εκείνο το στάδιο. Ότι δεν επηρεάστηκε το κτήμα των εφεσειουσών όπως αποτυπώνεται στα σχετικά σχέδια, το δέχθηκε και ο πρώτος μάρτυρας τους κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Με το πέρας αυτής της έφεσης και ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, θα μπορούν οι εφεσείουσες να υποβάλουν αίτηση με βάση το Αρθρο 61 για διόρθωση του λάθους στον τίτλο όπως άλλωστε αναφέρει και ο εφεσίβλητος 8 στην αιτιολογημένη απόφαση του παράγρ. 14. Περαιτέρω ο συνήγορος των εφεσειουσών δέχθηκε ενώπιόν μας ότι η επίλυση της συνοριακής διαφοράς γίνεται με βάση το σχέδιο που δεν αμφισβητούν και όχι τον τίτλο. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην επίλυση της διαφοράς χωρίς να διατάξει πρώτα την διόρθωση του λάθους.

Τέλος με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη αναφορικά (α) με τα συμπεράσματα του για τη διαίρεση της απόφασης του Διευθυντή σε 4 αποφάσεις, (β) τη μη λήψη υπόψη των αποφάσεων του δικαστηρίου στις Εφέσεις/Αιτήσεις Aρ. 394/2004 και 400/2004, και (γ) την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

Στην έκταση που το παράπονο αφορά στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις στις Υποθέσεις Aρ. 394/2004 και 400/2004 έχουμε ήδη καλύψει το θέμα κατά την εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου έφεσης.

Όσον αφορά το παράπονο ότι το δικαστήριο «διαίρεσε» την απόφαση του Διευθυντή σε 4 αποφάσεις, επίσης δεν ευσταθεί.  Μπορεί η απόφαση να λήφθηκε την ίδια ημέρα (3/8/2004) και επί της ίδιας αίτησης δηλαδή της ΑΧ7/2003, όμως ο ίδιος ο Διευθυντής απευθυνόμενος προς τις εφεσείουσες και πληροφορώντας τες σχετικά με την απόφαση του, όπως επιβάλλει το Αρθρο 58(3) του Κεφ. 224, έστειλε [*586]4 διαφορετικές ειδοποιήσεις ως εξής: Μια για το Τεμ. 1814 και το τεμ. 1822, άλλη για το Τεμ. 1814 και το Τεμ. 1821, άλλη για το Τεμ. 1814 και το Τεμ. 1820 και άλλη για τα Τεμ. 1814 και 1815, όπως οι ειδοποιήσεις αυτές επισυνάπτονται και στην Έφεση/Αίτηση Aρ. 395/2004 που καταχώρησαν οι εφεσείουσες και είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Βέβαια η Αιτιολογημένη Απόφαση καλύπτει όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις όπως αναφέρεται ρητά στην παράγραφο 11 αυτής. Επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εξέταση της υπόθεσης έκανε αναφορά σε 4 αποφάσεις. Δεν βρίσκουμε ότι η αναφορά του δικαστηρίου σε 4 αποφάσεις να δημιούργησε οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό στις εφεσείουσες. Αντίθετα τέτοια αναφορά, σε 4 δηλαδή αποφάσεις, ήταν αναγκαία αφού οι εφεσείουσες επισύναψαν στην Έφεση/Αίτησή τους 4 διαφορετικές αποφάσεις.

Εξετάσαμε και τα όσα παραπονούνται οι εφεσείουσες σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά δεν βρίσκουμε να υπάρχει οτιδήποτε που να μας δικαιολογεί να επέμβουμε στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Αυτό που πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι εφόσον με τις Εφέσεις/Αιτήσεις Aρ. 394/2004 και 400/2004 η απόφαση του Διευθυντή όσον αφορά τις εφεσείουσες από τη μια και τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 από την άλλη ακυρώθηκε από τον Ιούλιο του 2006, εκκρεμούσης της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης, έπρεπε οι εφεσείουσες να μην επιμένουν να έχουν αυτούς ως διάδικους. Εν πάση όμως περιπτώσει, ενώπιον μας δηλώθηκε ότι οποιαδήποτε απόφαση εκδοθεί δεν θα υπάρχει θέμα εξόδων μεταξύ εφεσειουσών και εφεσιβλήτων 3 και 4, ο δε εφεσίβλητος 2 δεν εμφανίστηκε στην παρούσα έφεση.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) και υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 5, 6, 7 και 8, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) και υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 5, 6, 7 και 8, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο