Tουμάζου Tουμάζος ν. S.P.S. Restaurants Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 700

(2011) 1 ΑΑΔ 700

[*700]8 Απριλίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΤΟΥΜΑΖΟΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,

Εφεσείων,

v.

S.P.S. RESTAURANTS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 229/2008, 230/2008, 231/2008)

 

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για είσπραξη καθυστερημένων και τρεχόντων ενοικίων υποστατικού τα οποία είχαν συμφωνηθεί και οφείλοντο στη βάση ενοικιαστηρίου εγγράφου τριετούς διάρκειας μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή ― Ανταπαιτήσεις με τις οποίες επιδιωκόταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το εύλογο ενοίκιο για το ενοικιασθέν υποστατικό ήταν χαμηλότερο του συμφωνηθέντος και επίσης απόφαση ότι η επίδικη συμφωνία επηρεαζόταν από δόλο και ψευδείς παραστάσεις και ήταν, ως εκ τούτου, άκυρος στα σημεία επηρεασμού της ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς εξέδωσε απόφαση στις αγωγές υπέρ του ιδιοκτήτη για τα αναλογούντα ενοίκια και απέρριψε τις ανταπαιτήσεις του ενοικιαστή, λόγω του ότι αποκλειστική αρμοδιότητα εξέτασης αυτών είχε, μετά τον τερματισμό του ενοικιαστηρίου εγγράφου, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγές για οφειλόμενα και καθυστερημένα ενοίκια ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Αντιφάσεις μεταξύ μαρτυρίας και τεκμηρίου ― Δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν όταν είναι επουσιώδεις.

Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Θέσμια ενοικίαση ― Βασική προϋπόθεση για μετατροπή της συμβατικής σχέσης σε θέσμια ενοικίαση ― Χρόνος ανέγερσης ακινήτου που ενοικιάζεται προς τρίτο πρόσωπο.

[*701]Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικίασης ― Ισχυρισμός από τον ενοικιαστή για ύπαρξη δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων από τους ιδιοκτήτες κατά το χρόνο ενοικίασης του υποστατικού ― Κατά πόσο η μη αποκήρυξη από τον ενοικιαστή της επίδικης συμφωνίας, επηρέαζε τις αξιώσεις του σε σχέση με τον καθορισμό του δικαίου ενοικίου.

Οι εφεσίβλητοι, ιδιοκτήτες υποστατικού στην οδό Στασικράτους στη Λευκωσία, ήγειραν τρεις αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντος, στον οποίο είχαν ενοικιάσει το υποστατικό για τρία έτη από 1.11.2004 μέχρι 31.10.2007 έναντι του μηνιαίου ενοικίου των £2.000, πλέον Φ.Π.Α. Η κάθε μια από τις αγωγές αυτές αφορούσε το αντίστοιχο ενοίκιο που ο εφεσείων καθυστερούσε να καταβάλει για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2005. Οι αγωγές συνενώθηκαν και εκδικάστηκαν μαζί με την ανταπαίτηση που ήγειρε ο εφεσείων σε κάθε μια από αυτές, με την οποία επιδιωκόταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το εύλογο ενοίκιο του υποστατικού ήταν £500 μηνιαίως, δήλωση ότι το υπό αυτού καταβληθέν ποσό κάλυπτε τα ενοίκια της περιόδου Νοεμβρίου 2004 μέχρι και Μαΐου 2006 (μέρος) και απόφαση ότι η επίδικη συμφωνία στα σημεία που επηρεαζόταν από τις ψευδείς παραστάσεις και δόλο των εφεσειόντων ήταν άκυρη. Με την υπεράσπισή του ο εφεσείων παραδέχθηκε την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά ισχυρίστηκε ότι παραπλανήθηκε από τους εφεσίβλητους, διά του διευθυντή αυτών Σάββα Μουζούρη, στο ότι η επιχείρηση που στεγαζόταν στο υποστατικό γνωστή με το όνομα «Septembers» ήταν καθόλα νόμιμη, διαθέτουσα όλες τις απαραίτητες και αναγκαίες άδειες προς λειτουργία, καθώς και τις απαραίτητες άδειες οικοδομής, ενώ το ενοικιασθέν υποστατικό δεν ήταν εν τέλει αυτό το οποίο του παρέστησαν οι εφεσίβλητοι εφόσον δεν περιελάμβανε και το στεγασμένο περίβολο και άλλο ακάλυπτο χώρο, εκτός από το ίδιο το κατάστημα και το μεσοπάτωμά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του αποσυνέδεσε τις αγωγές, εκδίδοντας υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, σε κάθε μια από αυτές, απόφαση για τα αναλογούντα ενοίκια με σχετικό τόκο, πλέον έξοδα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την αναστολή των ανταπαιτήσεων λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Και αυτό επειδή ο εφεσείων είχε εγείρει τις ανταπαιτήσεις του μετά τον τερματισμό της ενοικίασης από τους εφεσίβλητους στις 11.7.2005 όταν του δόθηκε ειδοποίηση (Τεκμ. 3) τερματισμού της ενοικίασης από 31.8.2005, με αποτέλεσμα να καταστεί θέσμιος ενοικιαστής και οι ανταπαιτήσεις του να εμπίπτουν πλέον στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.

[*702]Επί της ουσίας της διαφοράς το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Σάββα Μουζούρη, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους των εφεσιβλήτων και τη θέση του ότι ουδέποτε προέβηκε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις σχετικά με τη συμπερίληψη στο ενοικιασθέν υποστατικό είτε του συνόλου του υπαιθρίου χώρου, είτε της δυνατότητας εξασφάλισης αδειών.

Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ουσία της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως προς το ότι είχε παραπλανηθεί από δηλώσεις του Μουζούρη είτε σε σχέση με την έκταση του υποστατικού, είτε σε σχέση με τη νομική κατάστασή του, χαρακτήρισε δε τον εφεσείοντα ως άτομο που τον χαρακτήριζε «η πονηριά και το θράσος», η δε προσπάθειά του να πείσει ότι ήταν ένας εύπιστος άνθρωπος που θυματοποιήθηκε από τους εφεσίβλητους έπεσε στο κενό.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση με τρεις εφέσεις οι οποίες και συνεκδικάστηκαν. Στόχος των εφέσεων ήταν η ολική ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης τόσο επί του σημείου της αναστολής της ανταπαίτησης, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, όσο και επί του σημείου της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Κακώς ισχυρίσθηκε ο εφεσείων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι διά του Τεκμηρίου 3 η ενοικίαση τερματίστηκε και ότι κατέστη θεσμία με συνακόλουθη την αναστολή της ανταπαίτησης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστατο δόλος, απάτη ή ψευδείς παραστάσεις κατά το χρόνο ενοικίασης του υποστατικού από τους εφεσίβλητους προς τον εφεσείοντα. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ως ορθή την κρίση του Δικαστηρίου επί όλων των θεμάτων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία επηρέαζαν την ουσία της υπόθεσης, αποφάνθηκε ότι διαμορφώνεται από το σύνολο των θεμάτων αυτών το εξής πραγματικό υπόβαθρο:

Ότι αναφορικά με τις εφεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία εφόσον τα οφειλόμενα τότε ενοίκια των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2005, ήσαν τρέχοντα ενοίκια κατά τη διάρκεια της συμφωνίας ενοικίασης και πριν αυτή τερματισθεί με την επιστολή των εφεσιβλήτων στις 11.7.2005.

Περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εν πάση περιπτώσει δικαιοδοσία εφόσον απεκαλύφθη ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ότι το επίμαχο υποστατικό είχε ανεγερθεί μετά την 31.12.1999 και επομένως ο τερματισμός της συμφωνίας ενοι[*703]κίασης δεν μετέτρεπε τη συμβατική σχέση σε θέσμια ενοικίαση εφόσον, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, δεν πληρούτο η βασική προϋπόθεση του χρόνου ανέγερσης ακινήτου που ενοικιάζεται προς τρίτο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις και αποφάνθηκε ότι:

1.  Τόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο όσο και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έπρεπε να αναζητήσουν αυτόβουλα την πληροφορία αναφορικά με την ημερομηνία ολοκλήρωσης του κτιρίου, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο υποστατικό, καθοριστική για την αντίστοιχη δικαιοδοσία τους. Ιδιαιτέρως από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ασχολήθηκε με το θέμα της δικαιοδοσίας, όταν αυτό ηγέρθηκε από τους διαδίκους χωρίς να είχε καν δικογραφηθεί, ώστε να παρεχόταν εκ προοιμίου η στερεά βάση επί της οποίας θα ήταν δυνατή η οικοδόμηση του σχετικού επιχειρήματος.  Αλλά και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, όφειλε αυτοδύναμα να ελέγξει τις παραμέτρους της δικής του κατ’ εξοχήν δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας να επιληφθεί της διαφοράς, είτε δηλώνονταν ενώπιόν του εκ συμφώνου αποφάσεις, είτε στα πλαίσια εκδίκασης της υπόθεσης.

2.  Εάν οι εφεσίβλητοι εφεσίβαλαν την απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ως προς την έλλειψη δικαιοδοσίας του, τότε θα συζητείτο η έφεση αναφορικά με την απόφαση αναστολής της εξέτασης της ανταπαίτησης εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από 31.8.2005, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, είχε αποκλειστική δικαιοδοσία για την διαφορά που προέκυψε. Όμως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ανταπαίτησης και οι επ’ αυτής εφέσεις παραμένουν άνευ αντικειμένου ενόψει της παράδοσης του ακινήτου στις 9.12.2008. Επομένως, δεν υπάρχει πλέον ζήτημα εξέτασης εκείνου του μέρους της ανταπαίτησης που αφορούσε σε δήλωση του Δικαστηρίου σχετικά με το χώρο που, κατ’ ισχυρισμόν του εφεσείοντος, κατελάμβανε η συμφωνία ενοικίασης ή σε απόφαση με την οποία να ακυρώνεται η συμφωνία κατά την έκταση που αυτή ήταν προϊόν δόλου ή ψευδών παραστάσεων.

3.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν αποκήρυξε τη συμφωνία ενοικίασης παρά τη θέση του περί εξαπατήσεώς του από τους εφεσίβλητους, τον εμποδίζει από του να ισχυρίζεται ότι το ενοίκιο που θα έπρεπε να πλήρωνε ήταν πολύ ολιγότερο του καθορισθέντος με τη συμφωνία. Πρόταση που εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν δυνατό [*704]να είχε οποιαδήποτε νομική βάση, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία καθορισμού ενοικίου. Ο εφεσείων παρέμενε δεσμευμένος με το συμφωνηθέν ενοίκιο, ώστε να μην είχε τη δυνατότητα υπαναχώρησης. Έπεται ότι και οι υπόλοιπες αξιώσεις της ανταπαίτησης σε σχέση με τον καθορισμό δικαίου ενοικίου, δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχουν. Ο εφεσείων θα έπρεπε να τερματίσει τη σύμβαση υπαιτιότητι των εφεσιβλήτων και να εγείρει αγωγή για την επιστροφή ενοικίων και ενδεχόμενων ζημιών που είχε υποστεί λόγω παρανομίας στη συμφωνία.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των ευρημάτων του. Η μαρτυρία αποκαλύπτει μια εύλογη εκδοχή από πλευράς του Μουζούρη και μια επίπλαστη και διφορούμενη θέση του εφεσείοντος. Οι δε ψευδείς παραστάσεις τις οποίες, κατ’ ισχυρισμόν χρησιμοποίησαν οι εφεσίβλητοι για την ενοικίαση του υποστατικού, ουδόλως έχουν αποδειχθεί.

5.  Η θέση του εφεσείοντος ότι από την, κατ’ ισχυρισμόν, παράνομη συμφωνία δεν εξαγόταν ούτε καν υποχρέωση καταβολής ενοικίου ή τουλάχιστον ενοικίου στο συμφωνηθέν ποσό των £2.000 μηνιαίως, παραγνωρίζει την υπό του εφεσείοντος πραγματική χρήση του υποστατικού και την πληρωμή για σειρά μηνών του ενοικίου, ούτως ώστε να εμποδίζεται εκ των υστέρων να θέτει θέματα τα οποία ανήλθαν στην επιφάνεια τουλάχιστον ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο μετά την καταχώρηση των αγωγών λόγω της μη καταβολής των ενοικίων για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2005 και του συνακόλουθου τερματισμού της ενοικίασης. Άλλωστε το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διέκρινε ότι ελλείψει της επιμαρτύρησης της συμφωνίας από δύο μάρτυρες κατά τις προϋποθέσεις του Άρθρου 77 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η ενοικίαση λογιζόταν ως ενοικίαση επί μηνιαίας βάσεως με την ανάλογη υποχρέωση μηνιαίας πληρωμής του ενοικίου.

     Ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τερματισμός της συμφωνίας με το Τεκμ. 3 ημερ. 11.7.2005, ήταν στα πλαίσια της λογιζομένης πλέον από μήνα σε μήνα ενοικίασης, εφόσον η προειδοποίηση που δόθηκε για παράδοση του υποστατικού μέχρι τις 31.8.2005, έδινε την απαραίτητη προειδοποίηση ενός μηνός στη βάση του ότι το ενοίκιο πληρωνόταν ανά μήνα.

6.  Η διάσταση στην θέση του Μουζούρη ενόρκως, με την παρ. 3 του Τεκμ. 5, που είναι επιστολή του δικηγόρου των εφεσιβλήτων προς τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντος, καταλήγει τελικά να είναι επουσιώδης ενόψει του γεγονότος ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο [*705]Τεκμ. 1, ρητά καθόριζε τους χώρους που αποτελούσαν το υποστατικό στον όρο 1, ενώ με τον όρο 2, ο εφεσείων ως ενοικιαστής, δήλωσε ότι είχε εξετάσει τα υποστατικά τα οποία και βρήκε «της τελείας αρεσκείας του».

7.  Η ευρύτερη λοιπόν κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθόλα εύλογη και επιτρεπτή έχοντας υπόψη το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και τον τρόπο και εξέλιξη που έλαβε η όλη ενοικίαση, περιλαμβανομένης της παράδοσης του υποστατικού και της επιστροφής της κατοχής του στους εφεσίβλητους.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο, των εξόδων λογιζομένων όμως ενιαίως και για τις τρεις εφέσεις, εφόσον αυτές συνεκδικάστηκαν.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον των αποφάσεων του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Zωμενής, A.E.Δ.), (Αγωγές Aρ. 4153/2005, 1834/2005, 2657/2005), ημερομ. 28.3.2008.

Σ. Θεμιστοκλέους (κα), για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στον εφεσείοντα το ιδιόκτητο υποστατικό τους στην οδό Στασικράτους στη Λευκωσία δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ. 11.10.2004 για τρία έτη, της ενοικίασης αρχομένης την 1.11.2004 και ληγούσης την 31.10.2007. Το συμφωνηθέν ενοίκιο καθορίσθηκε στις £2.000 μηνιαίως, πλέον Φ.Π.Α., ενώ όρος του εγγράφου προέβλεπε ότι σε περίπτωση που ο ενοικιαστής παρέλειπε την καταβολή του ενοικίου για οποιοδήποτε μήνα, οι εφεσίβλητοι θα είχαν δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας και ανάληψης κατοχής του υποστατικού.

[*706]Ο εφεσείων, ενώ αρχικά είχε πληρώσει τα ενοίκια που του αναλογούσαν μέχρι και τον Ιανουάριο του 2005, στη συνέχεια παρέλειψε να καταβάλει τα οφειλόμενα ενοίκια για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2005. Το αποτέλεσμα ήταν η έγερση τριών αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, των υπ’ αρ. 1834/05, 2657/05 και 4153/05, μια αγωγή δηλαδή για κάθε καθυστερημένο μήνα καταβολής του αντίστοιχου ενοικίου. Οι αγωγές συνενώθηκαν και εκδικάστηκαν μαζί με την ανταπαίτηση που ήγειρε ο εφεσείων σε κάθε μια από τις αγωγές, με την οποία επιδιωκόταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι το εύλογο ενοίκιο για το ενοικιασθέν υπ’ αυτού υποστατικό ήταν £500 μηνιαίως, δήλωση ότι το καταβληθέν στο μεταξύ ποσό των £9.200, κάλυπτε τα ενοίκια της περιόδου Νοεμβρίου, 2004 μέχρι και Μαΐου, 2006 (μέρος) και απόφαση ότι η επίδικος συμφωνία στα σημεία που επηρεαζόταν από τις ψευδείς παραστάσεις και δόλο των εφεσειόντων ήταν άκυρος. Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων παραδέχθηκε την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά ισχυρίστηκε ότι παραπλανήθηκε από τους εφεσίβλητους, διά του διευθυντή αυτών Σάββα Μουζούρη, στο ότι η επιχείρηση που στεγαζόταν στο υποστατικό γνωστή με το όνομα «Septembers» ήταν καθόλα νόμιμη, διαθέτουσα όλες τις απαραίτητες και αναγκαίες άδειες προς λειτουργία, καθώς και τις απαραίτητες άδειες οικοδομής, ενώ το ενοικιασθέν υποστατικό δεν ήταν εν τέλει αυτό το οποίο του παρέστησαν οι εφεσίβλητοι εφόσον δεν περιελάμβανε και το στεγασμένο περίβολο και άλλο ακάλυπτο χώρο, εκτός από το ίδιο το κατάστημα και το μεσοπάτωμά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία, ιδιαιτέρως από πλευράς του εφεσείοντος, εξέδωσε στις 28.3.2008 την απόφαση του με την οποία αποσυνένωσε τις αγωγές εκδίδοντας υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, σε κάθε μια από αυτές, απόφαση για τα αναλογούντα ενοίκια με σχετικό τόκο πλέον έξοδα. Συγκεκριμένα για την αγωγή υπ’ αρ. 1834/05, εκδόθηκε απόφαση για £1.100 ή €1.879,46 με τόκο 9% ετησίως από 7.2.2005, στην αγωγή υπ’ αρ. 2657/05, για ποσό £2.000 ή €3.417,20 πλέον τόκο 9% ετησίως από 7.3.2005 και στην Αγωγή Αρ. 4153/05 και πάλι για το ποσό £2.000 ή €3.417,20 πλέον τόκο 9% ετησίως από 7.4.2005. Στην απόφαση του το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ανταπαίτηση σε κάθε μια από τις αγωγές είχε εγερθεί  σε  χρόνο μετά τον τερματισμό της ενοικίασης από τους εφεσίβλητους στις 11.7.2005, όταν δόθηκε  ειδοποίηση (Τεκμήριο 3), τερματισμού της ενοικίασης από 31.8.2005, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να είχε καταστεί θέσμιος ενοικιαστής με αποκλειστική πλέον αρμοδιότητα εξέτασης των ανταπαιτήσεων από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Οι ανταπαιτήσεις επομένως αναστάληκαν λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

[*707]Όσον αφορά την ουσία της διαφοράς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Σάββα Μουζούρη, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους των εφεσιβλήτων και τη θέση του ότι ουδέποτε προέβηκε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις σχετικά με τη συμπερίληψη στο ενοικιασθέν υποστατικό είτε του συνόλου του υπαιθρίου χώρου, είτε της δυνατότητας εξασφάλισης αδειών.  Αντίθετα είχε εξηγήσει κατά την ενοικίαση στον εφεσείοντα τα θέματα αυτά τα οποία κατεγράφησαν και υπογραμμίστηκαν ρητά στη σύμβαση ενοικίασης (Τεκμήριο 1), όπου φαινόταν ότι ο εφεσείων ενοικίαζε το κατάστημα αρ. Δ στη Στασικράτους 37 στη Λευκωσία μαζί με το μεσοπάτωμα, ο δε εφεσείων ως ενοικιαστής υποχρεούτο να εκδώσει επ’ ονόματι του όλες τις απαιτούμενες άδειες από τις αρμόδιες αρχές για τη λειτουργία της επιχείρησης, ενώ οι εφεσίβλητοι ως ιδιοκτήτες δεν έφεραν καμία ευθύνη για την έκδοση των αδειών, ούτε και έδιναν εγγύηση ή διαβεβαίωση ότι ο εφεσείων ως ενοικιαστής θα μπορούσε να λειτουργήσει την επιχείρηση με υφιστάμενες ή μελλοντικές άδειες.

Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ουσία της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως προς το ότι είχε παραπλανηθεί από δηλώσεις του Μουζούρη είτε σε σχέση με την έκταση του υποστατικού, είτε σε σχέση με τη νομική κατάσταση του, χαρακτήρισε δε τον εφεσείοντα ως άτομο που τον χαρακτήριζε «η πονηριά και το θράσος», η δε προσπάθεια του να πείσει ότι ήταν ένας εύπιστος άνθρωπος που θυματοποιήθηκε από τους εφεσίβλητους έπεσε στο κενό. Προς αυτή την κατεύθυνση προσμέτρησε το γεγονός ότι για όλο το διάστημα από το Νοέμβριο του 2004 μέχρι και το 2007, όταν εκδικαζόταν πρωτοδίκως η υπόθεση, ο εφεσείων κατείχε και χρησιμοποιούσε το σύνολο του εξωτερικού χώρου περιλαμβανομένου και του μη αδειούχου, χρησιμοποιώντας μάλιστα και κατασκευές που υπήρχαν στο χώρο τις οποίες ενώ ζητούσε από τους εφεσίβλητους να κατεδαφιστούν, ο ίδιος τις επέκτεινε και τις βελτίωσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στιγμάτισε και τη στάση του εφεσείοντος ότι από το Φεβρουάριο του 2005 κατείχε και εκμεταλλευόταν το χώρο χωρίς να πληρώνει κανένα απολύτως ποσό, ούτε ακόμη και αυτό το οποίο ο ίδιος ισχυριζόταν ότι θα έπρεπε να αναλογούσε στο υποστατικό.

Το Δικαστήριο επίσης δέχθηκε αναφορικά με μία επιταγή ύψους £1.500 (Τεκμήριο 20), που κατέβαλε ο εφεσείων στους εφεσίβλητους, την εκδοχή του Μουζούρη ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε όχι έναντι ενοικίων, αλλά για εξόφληση ποσού που χρωστούσε στους εφεσίβλητους ο προηγούμενος ενοικιαστής του χώρου, κάποιος Σαββίδης, από μια ακάλυπτη επιταγή. Ο Σαββίδης ήταν το [*708]πρόσωπο το οποίο φαίνεται ότι προέβηκε σε διάφορες αυθαίρετες επεκτάσεις και κατασκευές, αλλά οι εφεσίβλητοι τις ανέχθηκαν εφόσον και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν δημιουργούσαν προβλήματα. Απέρριψε την αντίθετη θέση του εφεσείοντος ότι το ποσό των £1.500 αποτελούσε μέρος του ενοικίου εφόσον έδωσε διαφορετικές εξηγήσεις στη μαρτυρία του που δεν ήσαν πειστικές. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων υπεράσπισης που αφορούσαν στην ουσία μαρτυρία από τον Κ.Ο.Τ. σε σχέση με το ιστορικό της επιχείρησης, από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Λευκωσίας, ως προς την ύπαρξη μη αδειούχων κατασκευών που είχαν γίνει κυρίως από τον Σαββίδη, μαρτυρία που επιβεβαιώθηκε και από άτομο που διατηρεί γειτονικό κατάστημα και μαρτυρία ως προς την ενοικιαστική αξία του ακινήτου από εγκεκριμένο εκτιμητή. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του Εύδωρος Μυριανθέα που ήταν ο δικηγόρος που ενεργούσε τότε για τον εφεσείοντα και τις προσπάθειες που έγιναν, χωρίς αποτέλεσμα, με σκοπό τη μείωση του ενοικίου.

Οι εφέσεις οι οποίες επίσης συνεκδικάστηκαν επιδιώκουν την ολική ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης τόσο επί του σημείου της αναστολής της ανταπαίτησης, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, όσο και επί του σημείου της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Κακώς ισχυρίζεται ο εφεσείων το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι διά του Τεκμηρίου 3 η ενοικίαση τερματίστηκε και ότι κατέστη θεσμία με συνακόλουθη την αναστολή της ανταπαίτησης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίστατο δόλος, απάτη ή ψευδείς παραστάσεις κατά το χρόνο ενοικίασης του υποστατικού από τους εφεσίβλητους προς τον εφεσείοντα. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ως ορθή την κρίση του Δικαστηρίου σε όλα τα θέματα.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθούν τα εξής που επηρεάζουν την ουσία της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μνημόνευσε στην απόφαση του ότι στις 2.9.2005 είχε καταχωρηθεί από τους εφεσίβλητους στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων αίτηση για ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου, καθώς και για ανάκτηση των καθυστερημένων ενοικίων από 1.2.2005 μέχρι 30.8.2005. Εκδόθηκε εκεί εκ συμφώνου απόφαση για τα ενοίκια που οφείλονταν από 1.5.2005 μέχρι 31.10.2006 (για περίοδο δηλαδή που δεν αφορούσαν τα ενοίκια αντικείμενο των αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο), ενώ συμφωνήθηκε η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση των αγωγών, η δε αξίωση για ανάκτηση κατοχής αποσύρθηκε.

[*709]Στις 30.9.2009 δηλώθηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντος ενώπιον του Εφετείου ότι μετά την καταχώρηση των υπό κρίση εφέσεων, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εξέδωσε απόφαση στις 27.2.2009 με την οποία έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της ενώπιον του υπόθεσης λόγω έλλειψης καθ’ ύλην αρμοδιότητας εφόσον από την ενώπιον του μαρτυρία το επίδικο υποστατικό ολοκληρώθηκε μετά την 31.12.1999 και επομένως δεν ενέπιπτε εντός του ορισμού του «ακινήτου» του Αρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου αρ. 23/83, όπως τροποποιήθηκε. Δεν αφορούσε δηλαδή κατάστημα προς ενοικίαση στα όρια ελεγχόμενης περιοχής, που είχε συμπληρωθεί μέχρι 31.12.1999. Η απόφαση αυτή περιελήφθη στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος που καταχωρήθηκε στις 4.2.2010. Η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν εφεσιβλήθηκε.

Σημειώθηκε ακόμη μια εξέλιξη όπως δηλώθηκε από τον κ. Παπαθεοδώρου κατά τη δική του αγόρευση ενώπιον του Εφετείου στις 15.3.2011 και καταγράφεται και στην απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, ότι στις 9.12.2008, (μετά δηλαδή την καταχώρηση των  υπό κρίση εφέσεων στις 25.6.2008), ο εφεσείων με επιστολή των δικηγόρων του παρέδωσε τα κλειδιά του επιδίκου στους εφεσίβλητους, οι οποίοι και παρέλαβαν κατοχή, εξ ου και είχαν τότε αποσύρει την αξίωση για ανάκτηση κατοχής του ακινήτου.

Διαμορφώνεται, επομένως, από το σύνολο των πιο πάνω το εξής πραγματικό υπόβαθρο: ότι αναφορικά με τις εφεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία εφόσον τα οφειλόμενα τότε ενοίκια των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2005, ήσαν τρέχοντα ενοίκια κατά τη διάρκεια της συμφωνίας ενοικίασης και πριν αυτή τερματισθεί με την επιστολή των εφεσιβλήτων στις 11.7.2005.

Περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εν πάση περιπτώσει δικαιοδοσία εφόσον απεκαλύφθη ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ότι το επίμαχο υποστατικό είχε ανεγερθεί μετά την 31.12.1999 και επομένως ο τερματισμός της συμφωνίας ενοικίασης δεν μετέτρεπε τη συμβατική σχέση σε θέσμια ενοικίαση εφόσον, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, δεν πληρούτο μια βασική προϋπόθεση, αυτή του χρόνου ανέγερσης ακινήτου που ενοικιάζεται προς τρίτο.

Σημειώνεται στα πλαίσια αυτά, ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων στην απόφαση του αναφερόμενο στο ιστορικό της διαφοράς μνημόνευσε και την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. [*710]22.4.2008, όπου έκρινε σε υποβολή του δικηγόρου του εφεσείοντος (καθ’ ου η αίτηση ενώπιον του), μετά το πέρας της μαρτυρίας του Σάββα Μουζούρη, ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας διότι αυτός κατέστη θέσμιος ενοικιαστής την 1.9.2005, στη βάση αφενός του νομίμου του τερματισμού της ενοικίασης από τους εφεσίβλητους και αφετέρου στη βάση του γεγονότος ότι ο εφεσείων δεν παρέδωσε κενή κατοχή μετά τον τερματισμό. Εξήγησε συναφώς ότι αυτή η ενδιάμεση κρίση λήφθηκε υπό το φως των ενώπιον του τότε δεδομένων, καταγράφοντας ταυτόχρονα τη συμφωνία του με την υπό έφεση απόφαση του πρωτόδικου Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς τη χρονική στιγμή έναρξης της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου έναντι της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων από 31.8.2005, όταν έληξε η προθεσμία που δόθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή τερματισμού για παράδοση του υποστατικού, με συνακόλουθο, όπως λέχθηκε και προηγουμένως, την αναστολή της ανταπαίτησής του.

Τα ως άνω αναφέρθηκαν από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων στην τελική του απόφαση ημερ. 27.2.2009, προφανώς για να εξηγηθεί η κατάληξη του ως προς την εν τέλει κρίση του για την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπό το φως του σημείου χρονικής ανέγερσης του υποστατικού, με τη δικαιολογία ότι ούτε ενώπιον του, αλλά ούτε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου είχε ποτέ τεθεί οτιδήποτε «..... αναφορικά με την ημερομηνία ολοκλήρωσης του κτιρίου, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο υποστατικό.».

Εκείνο το οποίο δύναται να λεχθεί εδώ είναι ότι λανθασμένα και τα δύο Δικαστήρια δεν αναζήτησαν αυτόβουλα την πληροφορία αυτή, καθοριστική για την αντίστοιχη δικαιοδοσία τους. Ιδιαιτέρως από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ασχολήθηκε με το θέμα της δικαιοδοσίας, όταν αυτό ηγέρθηκε από τους διαδίκους χωρίς να είχε καν δικογραφηθεί, ώστε να παρεχόταν εκ προοιμίου η στερεά βάση επί της οποίας θα ήταν δυνατή η οικοδόμηση του σχετικού επιχειρήματος. Αλλά και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, όφειλε αυτοδύναμα να ελέγξει τις παραμέτρους της δικής του κατ’ εξοχήν δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας να επιληφθεί της διαφοράς, είτε δηλώνονταν ενώπιον του εκ συμφώνου αποφάσεις, είτε στα πλαίσια εκδίκασης της υπόθεσης.

Η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ως προς την έλλειψη δικαιοδοσίας του δεν εφεσιβλήθηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων, γεγονός που θα παρείχε έδαφος προς συζήτηση της έφεσης σ’ ό,τι αφορά την απόφαση αναστολής της εξέτασης της ανταπαίτησης εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριό έκρινε ότι από [*711]31.8.2005, αποκλειστική δικαιοδοσία για τη διαφορά που προέκυψε είχε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Όμως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ανταπαίτησης και οι επ’ αυτής εφέσεις παραμένουν άνευ αντικειμένου ενόψει της παράδοσης του ακινήτου στις 9.12.2008. Επομένως, δεν υπάρχει πλέον ζήτημα εξέτασης εκείνου του μέρους της ανταπαίτησης που αφορούσε σε δήλωση του Δικαστηρίου σχετικά με το χώρο που κατ’ ισχυρισμόν του εφεσείοντος κατελάμβανε η συμφωνία ενοικίασης ή σε απόφαση με την οποία να ακυρώνεται η συμφωνία κατά την έκταση που αυτή ήταν προϊόν δόλου ή ψευδών παραστάσεων.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης τέθηκε επίσης το ζήτημα του επηρεασμού των εφέσεων υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι ο εφεσείων δεν αποκήρυξε τη συμφωνία ενοικίασης, παρά τη θέση του ότι εξαπατήθηκε από τους εφεσίβλητους. Αυτό θα ήταν το νομικά ορθό και  αναμενόμενο από τον εφεσείοντα, εφόσον υποστήριζε την ακυρότητα της συμφωνίας λόγω δόλου από τους εφεσίβλητους. Η μη αποκήρυξη της συμφωνίας τον εμποδίζει από του να ισχυρίζεται ότι το ενοίκιο που θα έπρεπε να πλήρωνε ήταν πολύ ολιγότερο του καθορισθέντος με τη συμφωνία. Πρόταση που εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν δυνατό να είχε οποιαδήποτε νομική βάση, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία καθορισμού ενοικίου. Οι διάδικοι όπως φανερώθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, είχαν προσπαθήσει να εξεύρουν λύση για αναπροσαρμογή του ενοικίου χωρίς επιτυχία. Η δέσμευση του εφεσείοντα όμως με το συμφωνηθέν ενοίκιο παρέμενε, όπως ορθά παρατηρήθηκε και πρωτοδίκως, ώστε να μην ήταν δυνατή η υπαναχώρηση του εφεσείοντα. Έπεται ότι και οι υπόλοιπες αξιώσεις της ανταπαίτησης που σχετίζονταν με τον καθορισμό δίκαιου ενοικίου, δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχουν. Ο εφεσείων θα έπρεπε να τερματίσει τη σύμβαση υπαιτιότητι των εφεσιβλήτων και να εγείρει αγωγή για την επιστροφή ενοικίων και ενδεχόμενων ζημιών που είχε υποστεί λόγω παρανομίας στη συμφωνία.

Όσον αφορά την ίδια την αξίωση, δεν διακρίνεται λόγος επέμβασης στα πρωτόδικα ευρήματα. Αναδρομή στη μαρτυρία όπως αυτή αποτυπώθηκε στα πρακτικά, αποκαλύπτει μια εύλογη εκδοχή από πλευράς του Μουζούρη και μια επίπλαστη και διφορούμενη θέση του εφεσείοντος. Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 6 αναφέρονται σε θέματα που σχετίζονται με τη συνομολόγηση της συμφωνίας ενοικίασης και τις μετέπειτα διαπιστωθείσες κατ’ ισχυρισμόν του εφεσείοντος παραβάσεις της συμφωνίας ως προς τα ψεύδη τα οποία χρησιμοποίησε ο Μουζούρης κατά τη σύναψη της ενοικίασης. Αναλώνεται πολύς χρόνος στο λόγο έφεσης 3, σε σχέ[*712]ση με τη μη επέμβαση από τον ίδιο τον εφεσείοντα στο ήδη υφιστάμενο υποστατικό επιμένοντας στη θέση ότι τις διάφορες παράνομες κατασκευές ή επεκτάσεις είχε κάμει ο προηγούμενος ενοικιαστής Γιώργος Σαββίδης και ή η εταιρεία του, χωρίς την αντίδραση των εφεσιβλήτων. Όλα αυτά, όμως, αφορούν στην ουσία την ανταπαίτηση του εφεσείοντος που για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική παράμετρο κατά την εξέταση των εφέσεων.

Το ίδιο αφορά και το λόγο έφεσης 4, που σχετίζεται με τις ψευδείς παραστάσεις των εφεσιβλήτων τις οποίες χρησιμοποίησαν για ενοικίαση του υποστατικού. Αναλώνεται και πάλι χρόνος και υπέρμετρη παραπομπή στα πρακτικά από πλευράς του εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσης του για να καταδειχθεί ότι παρανόμως οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν το χώρο παρουσιάζοντας άδειες του Κ.Ο.Τ. ή άδειες ως προς την οικοδομή και την τελική έγκριση του κτιρίου. Όλα αυτά, όμως, όπως υποδείχθηκε και προηγουμένως, έπρεπε να οδηγούσαν τον εφεσείοντα στην εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης ενοικίασης λόγω δόλου και απάτης και όχι στην παραμονή αυτού στο υποστατικό και τη χρήση του υποστατικού για ορισμένους μήνες καταβάλλοντας αγογγύστως το συμφωνηθέν ενοίκιο. Ούτε βέβαια νομιμοποιείται ο εφεσείων στους λόγους έφεσης 1 και 2 σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ενόψει της εκ των υστέρων παράδοσης των κλειδιών στους εφεσίβλητους.

Λανθασμένα εισηγείται επίσης ο εφεσείων στο λόγο έφεσης αρ. 6, ότι έπασχε θεμελιακά η νομιμότητα της συνομολόγησης της συμφωνίας ενοικίασης ούτως ώστε να μην υπάρχει καν νόμιμο έγγραφο ενοικίασης ή εκτελεστή σύμβαση δυνάμει του ενοικιαστηρίου.  Η θέση ότι από την παράνομη συμφωνία δεν εξαγόταν ούτε καν υποχρέωση καταβολής ενοικίου ή τουλάχιστον ενοικίου στο συμφωνηθέν ποσό των £2.000 μηνιαίως, παραγνωρίζει την υπό του εφεσείοντος πραγματική χρήση του υποστατικού και την πληρωμή για σειρά μηνών του ενοικίου, ούτως ώστε να εμποδίζεται εκ των υστέρων να θέτει θέματα τα οποία ανήλθαν στην επιφάνεια τουλάχιστον ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο μετά την καταχώρηση των αγωγών λόγω της μη καταβολής των ενοικίων για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2005 και του συνακόλουθου τερματισμού της ενοικίασης. Άλλωστε το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διέκρινε ότι ελλείψει της επιμαρτύρησης της συμφωνίας από δύο μάρτυρες κατά τις προϋποθέσεις του Αρθρου 77 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η ενοικίαση λογιζόταν ως ενοικίαση επί μηνιαίας βάσεως με την ανάλογη υποχρέωση μηνιαίας πληρωμής του ενοικίου.

[*713]Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τερματισμός της συμφωνίας με το Τεκμ. 3 ημερ. 11.7.2005, ήταν στα πλαίσια της λογιζομένης πλέον από μήνα σε μήνα ενοικίασης, εφόσον η προειδοποίηση που δόθηκε για παράδοση του υποστατικού μέχρι τις 31.8.2005, έδινε την απαραίτητη προειδοποίηση ενός μηνός στη βάση του ότι το ενοίκιο πληρωνόταν ανά μήνα. Επομένως, ούτε η σχετική αιτίαση ως προς αυτό, ως μέρος των λόγων 1 και 2 της έφεσης, ευσταθεί.

Το μόνο παράπονο του εφεσείοντος το οποίο ενδεχομένως να είχε κάποια υπόσταση όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας στο οποίο και αναφέρθηκε ιδιαιτέρως η κα Θεμιστοκλέους κατά την ενώπιον του Εφετείου αγόρευσή της, ήταν η όντως παρατηρούμενη διάσταση στη θέση του Μουζούρη ενόρκως ότι δεν είχε δει τον εφεσείοντα πριν την ενοικίαση ώστε να του υποδείξει ή επισκεφθεί μαζί του τους χώρους που κάλυπτε το υποστατικό, (σελ. 3 και 22 των πρακτικών), με την παρ. 3 του Τεκμ. 5, που είναι επιστολή του δικηγόρου των εφεσιβλήτων προς τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντος ημερ. 14.2.2005, στην οποία καταγράφεται ότι είχε προηγηθεί της υπογραφής της ενοικίασης επί τόπου επίσκεψη του εφεσείοντος, του προηγούμενου ενοικιαστή Σαββίδη και του Μουζούρη. Η διάσταση αυτή όμως καταλήγει τελικά να είναι επουσιώδης ενόψει του γεγονότος ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο Τεκμ. 1, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ρητά καθόριζε τους χώρους που αποτελούσαν το υποστατικό στον όρο 1, ενώ με τον όρο 2, ο εφεσείων ως ενοικιαστής, δήλωσε ότι είχε εξετάσει τα υποστατικά τα οποία και βρήκε «της τελείας αρεσκείας του.». Κατά τα άλλα, η εν λόγω παρ. 3, στο Τεκμ. 5, επιβεβαιώνει τη θέση του Μουζούρη κατά την ένορκη μαρτυρία του ότι στην επί τόπου επίσκεψη ρητά αναφέρθηκε στον εφεσείοντα ότι η ενοικίαση δεν περιελάμβανε το χώρο «.... με τα δένδρα και τις ξύλινες κατασκευές». Και περαιτέρω ότι ο εφεσείων γνώριζε το χώρο που ήταν προς ενοικίαση εφόσον ο Μουζούρης του τον εξήγησε ρητά προφορικά στο γραφείο του, αλλά το έγραψε και στην πρώτη σελίδα του ενοικιαστηρίου, το οποίο και υπογραμμίστηκε (σελ. 11 των πρακτικών). Φαίνεται δε ότι το παράπονο για ενοικίαση λιγότερου χώρου από αυτόν που πίστευε κατ’ ισχυρισμόν ο εφεσείων, έγινε για πρώτη φορά στις 31.1.2005, τρεις και πλέον μήνες μετά, με την επιστολή του τότε δικηγόρου του εφεσείοντος με το Τεκμ. 6, ημερ. 31.1.2005.

Ως προς τις παρατυπίες που υφίσταντο κατά την επίδικη ενοικίαση, που αναφέρονται και στο Τεκμ. 2, ημερ. 17.11.2005, που είναι επιστολή του Δήμου Λευκωσίας προς την εταιρεία Choreos Development Ltd, η οποία κατασκεύασε την όλη κτιριακή οικοδο[*714]μή όπου βρίσκεται και το υποστατικό, η θέση του Μουζούρη ότι αυτές ήταν σε γνώση του εφεσείοντος, ως γενόμενες από τον προηγούμενο ενοικιαστή, δεχόμενος την υπογραφή της συμφωνίας (σελ. 8 των πρακτικών), έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο σημείωσε, εύλογα, ότι αν ο Μουζούρης έδινε πράγματι διαβεβαιώσεις προς τον εφεσείοντα είτε ως προς την ενοικιαζόμενη έκταση, είτε ως προς τη νομική κατάσταση του υποστατικού ή την ευρύτερη κατάσταση του όλου κτιριακού οικοδομήματος, δεν θα ήταν ταυτόχρονα δυνατό να τονίζει στη γραπτή συμφωνία της ενοικίασης ότι οι εφεσίβλητοι δεν αναλαμβάνουν ευθύνη για την έκδοση οποιωνδήποτε αδειών ή ότι δεν παρείχαν οποιαδήποτε εγγύηση ή διαβεβαίωση, ο δε εφεσείων να υπέγραφε αδιαμαρτύρητα το κείμενο.

Η ευρύτερη λοιπόν κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθόλα εύλογη και επιτρεπτή έχοντας υπόψη το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και τον τρόπο και εξέλιξη που έλαβε η όλη ενοικίαση, περιλαμβανομένης της παράδοσης του υποστατικού και της επιστροφής της κατοχής του στους εφεσίβλητους.

Οι εφέσεις συνεπώς απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο, των εξόδων λογιζομένων όμως ενιαίως και για τις τρεις εφέσεις, εφόσον αυτές συνεκδικάστηκαν.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο, των εξόδων λογιζομένων όμως ενιαίως και για τις τρεις εφέσεις, εφόσον αυτές συνεκδικάστηκαν.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο