Kωνσταντίνου Kώστας και Άλλη ν. Aικατερίνης Kαραμεσίνη (2011) 1 ΑΑΔ 715

(2011) 1 ΑΑΔ 715

[*715]8 Απριλίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 216/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας με τα οποία γίνονταν στην ενάγουσα, γνωστή Ελληνίδα συνθέτη με διδακτορικό τίτλο στη μουσική σύνθεση και πρόσωπο ευρέως γνωστό στην κυπριακή και ελληνική κοινωνία, δυσφημιστικές αναφορές, κακόβουλες ψευδολογίες και αναλήθειες σε σχέση με την σύνθεση ορατόριου για την αγάπη και την ειρήνη το οποίο θα παρουσιαζόταν σε εκδήλωση στους κήπους του Μετοχίου του Κύκκου στη Λευκωσία ― Κατά πόσο τα δημοσιεύματα είχαν γίνει καλή τη πίστει ― Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι υπερασπίσεις οι οποίες ισχύουν στον τομέα του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Δικαίωμα άσκησης κριτικής ως ουσιώδους έκφρασης της ελευθερίας του τύπου ― Εφαρμοστέες αρχές της κυπριακής και αγγλικής νομολογίας και της ευρύτερης ευρωπαϊκής νομολογίας με ιδιαίτερη έμφαση στις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε παραπομπές από το σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander 10η έκδοση ― Το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας πρέπει να εξισορροπείται με το δικαίωμα του πολίτη να τυγχάνει σεβασμού και προστασίας η προσωπικότητα και ατομικότητά του ― Το έργο της εξισορρόπησης αυτής δεν είναι εύκολο έργο ― Κατά πόσο το Άρθρο 17 κ.ε. του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 αντιστρατευόταν το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και γνώμης.

[*716]Συνταγματικό Δίκαιο ― Ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ― Ελευθερία του λόγου και του τύπου ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος ― Πρέπει όμως να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που επίσης προστατεύει το Σύνταγμα, όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων ― Ποίος ο ρόλος του τύπου και η εμβέλεια κριτικής του σε σχέση με πολιτικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα και σε σχέση με ιδιώτες.

Αποζημιώσεις ― Δυσφήμιση ― Λίβελος ― Κριτήρια καθορισμού αποζημιώσεων ― Το επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό των €1.500 εναντίον του εφεσείοντος 1 και το ποσό των €5.000 το οποίο επιδικάσθηκε εναντίον των εφεσειόντων 2 αυξήθηκαν κατ’ έφεση στις €20.000 εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως ― Κατά πόσο ήταν ορθή η απόφαση μη επιδίκασης υπέρ της ενάγουσας παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου σε σχέση με τη συγγραφή δικαστικών αποφάσεων.

Η εφεσίβλητη – ενάγουσα (στο εξής η εφεσίβλητη) καταχώρησε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αξιώνοντας αποζημιώσεις για δυσφήμιση, κακόβουλες ψευδολογίες και αναλήθειες, οι οποίες, κατ’ ισχυρισμόν, προέκυπταν από τη δημοσίευση αριθμού ενυπόγραφων άρθρων του εφεσείοντος 1 και του Αριστείδη Βικέτου, πρώην εναγόμενου 2, στην εφημερίδα «Πολίτης» επί πέντε συνεχείς σχεδόν ημέρες μεταξύ 16.6.2003 και 22.6.2003. Η εφεσίβλητη αξίωνε επίσης παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις και διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται η εφημερίδα και οι συνεναγόμενοί της από το να συνεχίσουν να γράφουν, εκτυπώνουν, εκδίδουν, κυκλοφορούν ή διανέμουν παρόμοια δυσφημιστικά κείμενα εναντίον της. Έναυσμα στην πραγματοποίηση των δημοσιεύσεων έδωσε εκδήλωση στο Μετόχι του Κύκκου με οργανωτή τον Επίσκοπο Νικηφόρο, ο οποίος είχε συστήσει το Παγκόσμιο Βήμα Θρησκειών και Πολιτισμών, κατά την οποία (εκδήλωση) η εφεσίβλητη είχε αναλάβει να συνθέσει ορατόριο για την αγάπη και την ειρήνη, το οποίο και θα παρουσιαζόταν στους κήπους του Μετοχίου, στις 18.6.2003.

Στην αγωγή, εναγόμενοι 1 και 2 ήσαν αντίστοιχα ο Κώστας Κωνσταντίνου (εφεσείων) και Αρ. Βικέτος, αρθρογράφοι της εφημερίδας «Πολίτης» εναγόμενης 3, η οποία εκδιδόταν από τους εναγόμενους 4.

Στην έκθεση απαίτησής της, η εφεσίβλητη, υποστήριζε ότι ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο γνωστή συνθέτης με διδακτορικό τίτλο στη μουσική σύνθεση, πρόσωπο και επιστήμονας ευρύτατα γνωστό στην [*717]κυπριακή και ελληνική κοινωνία, υψηλού ηθικού επιπέδου, αξιοπρεπής και καθόλα έντιμη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 24.4.2008, έκρινε ότι μόνο δύο από τα πέντε δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, ήτοι, μέρος του δημοσιεύματος της 20.6.2003 και το δημοσίευμα ημερ.  22.6.2003. Το τελευταίο δημοσίευμα κρίθηκε άκρως δυσφημιστικό για το άτομο της εφεσίβλητης αφού θεωρήθηκε ότι τη γελοιοποιούσε και τη χλεύαζε, εξευτελίζοντας το έργο της. Το ουσιώδες μέρος του δημοσιεύματος είχε ως ακολούθως: «Δεν αλλάζει,  ούτε και φτιάχνεται κατά παραγγελία ή με μια παχουλή επιταγή, όπως κάτι μουσικά έργα της πλάκας που στήνονται για να εξυμνηθεί ο παραγγελιοδόχος και να θωπευτεί η (ενίοτε αχαλίνευτη) ματαιοδοξία του, λέμε τώρα».

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι υπήρξε κακοβουλία στο προαναφερθέν τελευταίο δημοσίευμα και ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να επικαλεσθούν, με επιτυχία, οποιαδήποτε από τις ισχύουσες υπερασπίσεις, στον τομέα αυτό του δικαίου. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος 1, Κώστα Κωνσταντίνου, για το ποσό των €1.500, πλέον νόμιμο τόκο και για το ποσό των €5.000 για τους εφεσείοντες 2 (πρώην εναγομένους 4), Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ, πλέον νόμιμο τόκο. Καθόρισε επίσης ότι για το ποσό των €1.500, οι εφεσείοντες θα ήσαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπεύθυνοι. Απέρριψε πρόσθετα την αγωγή εναντίον του πρώην εναγομένου 2, Αριστείδη Βικέτου, καταδικάζοντας την εφεσίβλητη στο 1/3 των εξόδων προς όφελός του, ενώ επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της διαδικασίας. Η αγωγή εναντίον της εφημερίδας «Πολίτης», εναγόμενης 3, απεσύρθη πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση επιδιώκοντας για σειρά λόγων την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προϊόν ανεπαρκούς εκτίμησης βασικών γεγονότων της υπόθεσης, ως πάσχουσας λόγω ελλιπούς αιτιολόγησης και ως αποτέλεσμα λανθασμένων ευρημάτων. Υποστήριξαν επίσης ότι κακώς, κατά την πρωτόδική διαδικασία, σε παραγνώριση των εγγράφων προτάσεων, δεν επετράπη η προσκόμιση ή κατάθεση μαρτυρίας σε  σχέση με προηγούμενες εκδηλώσεις της Μονής Κύκκου ή του Παγκόσμιου Βήματος Πολιτισμών και Θρησκειών, αποστερώντας έτσι τους εφεσείοντες από την κατάθεση στοιχείων που κατείχαν για τις οικονομικές καταστάσεις της Μονής Κύκκου. Περαιτέρω, υποστήριξαν οι εφεσείοντες ότι, η απόφαση είναι πλημμελής διότι δεν εξηγείται ο λόγος της αποτυχίας των υπερασπίσεων που ηγέρθηκαν, ενώ λανθασμένα κρίθηκε ότι το τελευταίο δημοσίευμα έγινε κακόβουλα. Τέλος, επέκριναν ως αδικαιολόγητα υψηλό το [*718]ποσό των €5.000 ως αποζημιώσεις, και υποστήριξαν ότι κακώς επιδικάσθηκαν όλα τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, εφόσον από τα πέντε δημοσιεύματα, μόνο ένα και μέρος ενός άλλου κρίθηκαν δυσφημιστικά.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση, παραπονούμενη για το εκδήλως χαμηλό, υπό τις περιστάσεις, επιδικασθέν ποσό αποζημιώσεων, καθώς και για το λανθασμένο της μη επιδίκασης υπέρ της, τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Στο περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσείοντες παρέθεσαν αποφάσεις από την αγγλική, κυπριακή και ευρύτερη ευρωπαϊκή νομολογία με ιδιαίτερη έμφαση σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ καθώς και σε παραπομπές από το σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander 10η έκδοση. Επικαλέσθηκαν επίσης την απόφαση στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, υποστηρίζοντας ότι ενσωματώνει στην κυπριακή νομολογία την τάση που παρατηρείται στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, να φιλελευθεροποιείται ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα της κριτικής ως ουσιώδους έκφρασης της ελευθερίας του τύπου, ιδιαιτέρως με αναφορά σε δημόσια πρόσωπα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  H διάδοση γεγονότων, πληροφοριών, σχολίων και γνωμών, που αποτελεί δικαίωμα, αλλά και εχέγγυο βέβαια της ελευθεροτυπίας, πρέπει να εξισορροπείται με την απαίτηση του κάθε πολίτη σε μια ευνομούμενη δημοκρατία να τυγχάνει σεβασμού και προστασίας η προσωπικότητα και ατομικότητά του, καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμά του να εκφράζεται και να δημιουργεί ελεύθερα, εφόσον βέβαια το πράττει νομίμως. Η εξισορροπητική αυτή άσκηση είναι ιδιαιτέρως δυσχερής. Προς τα πού θα κλίνει η πλάστιγγα στη ζυγαριά των αμφίρροπων αυτών τάσεων στην προσπάθεια αναζήτησης της χρυσής τομής, αναμφίβολα συναρτάται προς τα ήθη, τις αξίες, την ηθική, τον πολιτισμό και την γενικότερη κοινωνική δομή του συγκεκριμένου κράτους. Όμως, η υπόληψη του ανθρώπου παραμένει διαχρονικής αξίας ως το κύτταρο στον κοινωνικό ιστό.  Και όσο και αν η ελευθερία του τύπου αποτελεί μια σταθερά αξία, άλλο τόσο και η υπόληψη του ατόμου παραμένει προεξάρχουσα.

2.  Στην απόφαση της θεμελιακής υπόθεσης της Πλήρους Ολομέλειας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863 – όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΕΔΑΔ, προς απάντηση του κυρίαρχου ερωτήματος που προέκυψε κατά πόσον οι περί της δυ[*719]σφήμισης πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που προϋπήρχαν του Συντάγματος, αντιστρατεύονταν ή συγκρούονταν με την ελευθερία του λόγου και την έκφραση που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος – κρίθηκε ότι το Άρθρο 17 κ.ε. του Κεφ. 148, ήταν συνταγματικό, αλλά και συμβαδίζον με το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και της λήψης και μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών.

3.  Το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου εφόσον το θέμα αποφασίζεται ως πραγματικό ζήτημα.  Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου τεκμαίρεται να εκφράζει την αντίληψη του ιδεατού μέσου κοινού λογικού ανθρώπου. Μαρτυρία ως προς το πώς το δημοσίευμα έγινε αντιληπτό από τον ενάγοντα ή τους μάρτυρές του δεν είναι παραδεκτή και δεν ενέχει σημασία. Το κείμενο ή κείμενα, πρέπει να ιδωθούν σωρευτικά και οι λέξεις να αναγνωσθούν λογικά, χωρίς υπερβολική ανάλυση, ούτε όμως υπερβολική  υποψία.

4.  Η επιτρεπόμενη και ανεκτή κριτική από πλευράς του τύπου, έχει μεγαλύτερη εμβέλεια όταν απευθύνεται σε πολιτικά πρόσωπα ή άλλα δημόσια πρόσωπα, παρά σε ιδιώτες. Και αυτό, όχι διότι τα δημόσια πρόσωπα έχουν λιγότερη υπόληψη, αλλά διότι τα ίδια, εν γνώσει τους, εισέρχονται στο δημόσιο βίο, ως πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, γνωστοί επιχειρηματίες εμπλεκόμενοι σε μεγάλες δημόσιες εταιρείες, ή πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε δημόσιες συζητήσεις. Το λεγόμενο «public status doctrine», που έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία του ΕΔΑΔ δεν επεκτείνεται σε άτομα που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα, όπως εδώ η εφεσίβλητη, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο πρόσωπο, με μόνη την ανάμειξή της στην σύνθεση και παρουσίαση του ορατορίου.

5.  Τα επίδικα δημοσιεύματα είχαν ως πρώτιστο στόχο τον ίδιο τον Επίσκοπο Κύκκου κατά την περίοδο των τότε αναμενόμενων Αρχιεπισκοπικών Εκλογών και την οικονομική διαχείριση της Μονής Κύκκου. Η εφεσίβλητη βρέθηκε στη δίνη της αρθογραφίας αυτής με αφορμή επιστολή της προς την εφημερίδα Πολίτης σε σχέση με την μη προσθήκη του προθέματος «Δρ» μπροστά από το όνομά της, που ενδεχομένως να οφείλετο σε καλόπιστο λάθος. Αλλά λόγω της επιστολής αυτής άρχισε αναιτίως να λοιδορείται. Ο χαρακτηρισμός του ορατορίου ως «έργο της πλάκας» στο δημοσίευμα της 22.6.2003 είναι διπλά δυσφημιστικός για την εφεσίβλητη μια επαγγελματία μουσικό που περάτωσε σπουδές στη μουσική σύνθεση, σε διδακτορικό μάλιστα επίπεδο, επειδή πρώτον αφήνει αιχμές ότι το ορατόριο ήταν πρόχειρο, χωρίς μουσική ου[*720]σία και ποιότητα, γραμμένο προς αστεϊσμό και γέλωτα, «στημένο» κατά παραγγελία και προς κολακεία του Επισκόπου και ότι η ίδια ως συνθέτης γράφει ή ανέχεται να συνθέτει και να παρουσιάζει έργα κατώτερης ποιότητας και για πλάκα. Το δυσφημιστικό νόημα είναι αυταπόδεκτο και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ιδιαίτερη επεξήγηση ή καταγραφή συγκεκριμένης ερμηνείας από το Δικαστήριο, επεξηγηματική της φράσης, ως διατείνονται οι εφεσείοντες. Ούτε και επιδέχεται άλλων αθώων ερμηνειών. Η αναφορά του εφεσείοντος 1 ότι το εννοούσε ως «άγνωστο έργο», δεν ισοδυναμεί, ούτε αποδίδει ορθά το χαρακτηρισμό ως έργο «της πλάκας».

6.  Το έτερο κείμενο, το τελευταίο δηλαδή στη σειρά των επίμαχων δημοσιευμάτων, ορθά διαπιστώθηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «άκρως δυσφημιστικό» για την εφεσίβλητη αφού την γελοιοποιεί και την χλευάζει συγκρίνοντας το έργο της με «το ορατόριο της Κασσιανής» και τη γυναίκα που περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες. Η αναφορά στην περίφημη Βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή και το τροπάριό της, συνάγεται να είναι επίσης δυσφημιστική για την εφεσίβλητη διότι είναι ο συνδυασμός και η αντιπαραβολή του τροπαρίου της Κασσιανής, με το ορατόριο της εφεσίβλητης, που αναδύει το ειρωνικό και χλευαστικό μήνυμα.

7.  Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ενδιατρίψει ιδιαιτέρως στο ζήτημα της απόρριψης των υπερασπίσεων του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και ότι κακώς θεωρήθηκε ότι η δημοσίευση των κειμένων δεν έγινε καλή τη πίστει, συνιστά σαφώς μια σοβαρή αδυναμία στο όλο σκεπτικό του. Το ίδιο ισχύει και για την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δυνάμει του Άρθρου 21 (1)(α) του Κεφ. 148. Είναι όμως ταυτόχρονα σαφές ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις υπερασπίσεις τις οποίες θεώρησε ως μη ισχυρές ενόψει του δυσφημιστικού των δύο κειμένων που έκρινε ότι έπλητταν την εφεσίβλητη.

8.  Η ύπαρξη κακοβουλίας μπορεί να διαφανεί από τη γενική συμπεριφορά του εναγομένου ακόμη και πριν τη δίκη, τη συμπεριφορά και τη στάση του απέναντι στον ενάγοντα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, κακοβουλία από την επιμονή ότι το δυσφημιστικό κείμενο είναι αληθές ακόμη και μετά την παρουσίαση μαρτυρίας που δείχνει το αντίθετο, από την ενασχόληση με την ενάγουσα για σειρά ημερών, όπως στην υπό εξέταση υπόθεση, και ακόμη από τον τρόπο και την έκταση της αντεξέτασής της. Συνάγεται ότι υπήρξε, εν προκειμένω, μια έντονη ενασχόληση με την εφεσίβλητη χωρίς οι εφεσείοντες να ενδιαφέρονταν για την αλήθεια του περιεχομένου [*721]των δημοσιευμάτων τους, γεγονός που εκθεμελιώνει την εισήγηση τους για καλοπιστία.

9.  Ενόψει του μέτρου των αποζημιώσεων το οποίο συναρτάται σε υποθέσεις δυσφήμισης, με τη φύση, το χαρακτήρα, την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ατόμου και τη δοκιμασία στα αισθήματα του ενάγοντος λόγω των δημοσιεύσεων, οι επιδικασθείσες υπέρ της εφεσίβλητης αποζημιώσεις είναι χαμηλές και αυξάνονται, υπό τις περιστάσεις, στις €20.000. Οι τιμωρητικές αποζημιώσεις ορθώς δεν επιδικάσθηκαν. Τέτοιες αποζημιώσεις αποδίδονται κυρίως όταν στόχος είναι η τιμωρία των εναγομένων ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά.

Η έφεση απορρίφθηκε. Η αντέφεση επιτράπηκε. Το ποσό των αποζημιώσεων καθορίστηκε ως ανωτέρω, εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως. Τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, επιδικάσθηκαν ομού, εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

     Παρατήρηση Εφετείου: Η δομή της δικαστικής απόφασης στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον Δικαστή. Είναι όμως πάντοτε ενδεικνυόμενη η καταγραφή των γεγονότων και της μαρτυρίας που αποτελούν τη διαφορά στο αρχικό στάδιο, όχι βεβαίως κατά αχρείαστο λεπτομερή τρόπο, ώστε να είναι κατανοητή η μετέπειτα κατάληξη με την ένταξη των ευρημάτων στις νομικά εφαρμοζόμενες για την περίσταση αρχές.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550,

Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Appli[*722]cation No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008 του EΔAΔ,

Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1954] 1 All E.R. 495,

Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198,

Capital & County’s Bank v. Henty [1882] 7 AC 745,

Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290,

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Γεωργιάδη (2011) 1 A.A.Δ. 407,

Jeynes  v. New Magasines Ltd [2008] EWCA Civ. 130,

Goodwin v. United Kingdom [1996] 22 EHRR 123,

Castells v. Spain [1992] 14 EHRR 445,

Nilsen and Johnsen v. Norway, Appl. Nο. 23118/93, ημερ. 25.11.1999,

Lingens v. Austria A 103 [1986] του EΔAΔ,

Λιοναράκη v. Ελλάδος, Αίτηση Αρ. 1131/05, ημερ. 5.7.2007 του EΔAΔ,

Dichand and Others v. Austria, Application No. 29271/95, ημερ. 26.2.2002 του EΔAΔ,

Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All E.R. 609,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285,

Hνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.ά. v. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893,

Papakokkinou a.o. v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,

Cassell & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aμπίζας, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 10434/03), ημερομ. 24.4.2008.

[*723]Μ. Παναγίδης για Μ. Βορκά, για τους Εφεσείοντες.

Α. Αποστολίδης για Α.Σ. Αγγελίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με αφορμή εκδήλωση στο Μετόχι του Κύκκου με οργανωτή τον Επίσκοπο Νικηφόρο, ο οποίος είχε συστήσει το Παγκόσμιο Βήμα Θρησκειών και Πολιτισμών, η εφεσίβλητη είχε αναλάβει να συνθέσει ορατόριο για την αγάπη και την ειρήνη, το οποίο και θα παρουσιαζόταν στους κήπους του Μετοχίου, στις 18.6.2003.

Η εφημερίδα «Πολίτης» με ενυπόγραφα άρθρα του εφεσείοντα 1, καθώς και του Αριστείδη Βικέτου, πρώην εναγομένου 2, θεώρησε ορθό να προβεί σε δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος και προς τούτο επί πέντε συνεχείς σχεδόν ημέρες μεταξύ 16.6.2003 και 22.6.2003, προέβαινε σε δημοσιεύσεις είτε με ονομαστικές αναφορές στην εφεσίβλητη ή κατά τρόπο που οι αναφορές ουσιαστικά την φωτογράφιζαν. Η εφεσίβλητη προχώρησε στην καταχώρηση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, θεωρώντας ορισμένα από τα δημοσιευθέντα κείμενα δυσφημιστικά για το άτομο της, αξιώνοντας αποζημιώσεις για δυσφήμιση, κακόβουλες ψευδολογίες και αναλήθειες, καθώς και παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ζητήθηκε επίσης διάταγμα παρεμπόδισης της εφημερίδας και των συνεναγομένων αυτής, από το να συνεχίσουν να γράφουν, εκτυπώνουν, εκδίδουν, κυκλοφορούν ή διανέμουν παρόμοια δυσφημιστικά κείμενα εναντίον της εφεσίβλητης.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εφεσίβλητη ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο γνωστή συνθέτης με διδακτορικό τίτλο στη μουσική σύνθεση, πρόσωπο και επιστήμονας ευρύτατα γνωστό στην κυπριακή και ελληνική κοινωνία, υψηλού ηθικού επιπέδου, αξιοπρεπής και καθόλα έντιμη. Οι κατά την πρωτόδικη διαδικασία εναγόμενοι 1 και 2, Κώστας Κωνσταντίνου και Αριστείδης Βικέτος, ήταν αρθρογράφοι της εφημερίδας «Πολίτης» εναγομένης 3, η οποία εκδιδόταν από τους εναγομένους 4.

Δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία πρωτοδίκως που συνίστατο  από τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσίβλητης, του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη, Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Διεθνούς Πολιτι[*724]κής και Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, και του Γεώργιου Κέντα, Λέκτορα Διεθνούς Πολιτικής στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διεθνών Σχέσεων του Intercollege. Από πλευράς της υπεράσπισης έδωσαν μαρτυρία οι Αριστείδης Βικέτος, Κώστας Κωνσταντίνου, Ανδρέας Ιακωβίδης, συνεργάτης στο Τμήμα Μουσικής και Ραδιοφωνικών Προγραμμάτων  του Ρ.Ι.Κ., Ανδρέας Παράσχος, δημοσιογράφος, και Σάββας Σάββας, επαγγελματίας συνθέτης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 24.4.2008, έκρινε ότι μόνο δύο από τα πέντε δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά. Συγκεκριμένα κρίθηκαν ως τέτοια μέρος του δημοσιεύματος της 20.6.2003 και το δημοσίευμα ημερ. 22.6.2003. Το τελευταίο αυτό δημοσίευμα το Δικαστήριο έκρινε άκρως δυσφημιστικό για αυτήν θεωρώντας ότι τη γελοιοποιούσε και τη χλεύαζε, εξευτελίζοντας το έργο της. Αφού έκρινε επίσης ότι το τελευταίο αυτό δημοσίευμα ορμόταν από κακουβουλία και ότι για τα δυσφημιστικά για το πρόσωπο της εφεσίβλητης δημοσιεύματα, δεν ίσχυε οποιαδήποτε υπεράσπιση, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα 1, Κώστα Κωνσταντίνου, για το ποσό των €1.500 πλέον νόμιμο τόκο και για το ποσό των €5.000 για τους εφεσείοντες 2 (πρώην εναγομένους 4), Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ, πλέον νόμιμο τόκο. Καθόρισε επίσης ότι για το ποσό των €1.500, οι εφεσείοντες θα ήσαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα υπεύθυνοι. Απέρριψε πρόσθετα την αγωγή εναντίον του πρώην εναγομένου 2, Αριστείδη Βικέτου, καταδικάζοντας την εφεσίβλητη στο 1/3 των εξόδων προς όφελος του, ενώ επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της διαδικασίας. Να σημειωθεί ότι η αγωγή εναντίον της εφημερίδας «Πολίτης», εναγόμενης 3, απεσύρθη πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Η έφεση επιδιώκει για σειρά λόγων την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προϊόν ανεπαρκούς εκτίμησης βασικών γεγονότων της υπόθεσης, ως πάσχουσας λόγω ελλιπούς αιτιολόγησης και ως αποτέλεσμα λανθασμένων ευρημάτων. Κακώς, επίσης, κατά την πρωτόδική διαδικασία, σε παραγνώριση των εγγράφων προτάσεων, δεν επετράπη η προσκόμιση ή κατάθεση μαρτυρίας σε  σχέση με προηγούμενες εκδηλώσεις της Μονής Κύκκου ή του Παγκόσμιου Βήματος Πολιτισμών και Θρησκειών, αποστερώντας έτσι τους εφεσείοντες από την κατάθεση στοιχείων που κατείχαν για τις οικονομικές καταστάσεις της Μονής Κύκκου. Περαιτέρω, η απόφαση είναι πλημμελής διότι δεν εξηγείται ο λόγος της αποτυχίας των υπερασπίσεων που ηγέρθηκαν, ενώ λανθασμένα κρίθηκε ότι το τελευταίο δημοσίευμα έγινε κακόβουλα. Τέλος, επικρίνεται [*725]ως αδικαιολόγητα υψηλό το ποσό των €5.000 ως αποζημιώσεις, ενώ κακώς επιδικάσθηκαν όλα τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, εφόσον από τα πέντε δημοσιεύματα, μόνο ένα και μέρος ενός άλλου κρίθηκαν δυσφημιστικά. Η εφεσίβλητη με αντέφεση της παραπονείται για το εκδήλως χαμηλό, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ποσό αποζημιώσεων, καθώς και για το λανθασμένο της μη επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων. Δεν υπάρχει αντέφεση επί της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς το μη δυσφημιστικό των τριών δημοσιευμάτων και μέρους του τέταρτου δημοσιεύματος.

Προς κατανόηση της διαφοράς που προέκυψε είναι αναγκαίο να καταγραφούν αυτούσια τα ουσιώδη μέρη των κειμένων που αποτέλεσαν την πρωτόδικη διελκυστίνδα μεταξύ των μερών.  Αφετηρία για την αντιπαράθεση έδωσε το πιο κάτω δημοσίευμα του Αριστείδη Βικέτου στην εφημερίδα «Πολίτης» που εμφανίσθηκε στις 16.6.2003, στα πλαίσια ευρύτερης αρθρογραφίας για τα εκκλησιαστικά δρώμενα:

«Το ορατόριο

Στο Μετόχι του Κύκκου αυτές τις μέρες εργάζονται εντατικά για την μεγάλη εκδήλωση «Ορατόρια για την Αγάπη και την Ειρήνη», που θα παρουσιαστεί στους κήπους του Μετοχίου το βράδυ της προσεχούς Πέμπτης. Οργανωτής της εκδήλωσης είναι το συσταθέν από τον Επίσκοπο Παγκόσμιο Βήμα Θρησκειών και Πολιτισμών.

Για την εκδήλωση λέγεται ότι θα δαπανηθούν περίπου 100 χιλιάδες λίρες. Τα μισά, σύμφωνα με πληροφορίες από την Αθήνα, θα είναι η αμοιβή της κ. Κατερίνας Καραμεσίνη, η οποία έχει συνθέσει το ορατόριο και την οποία φέρεται να συνέστησε στον κ. Νικηφόρο ο επικοινωνιολόγος Αθανάσιος Σαμαράς.

Επισημαίνεται ότι στο διαφημιστικό τηλεοπτικό μήνυμα για την εκδήλωση, αξιοποιείται τηλεοπτική εικόνα του Επισκόπου Νικηφόρου, από την τέλεση θείας λειτουργίας. Χορηγός της εκδήλωσης είναι εκτός από την Μονή Κύκκου, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Το γεγονός προκαλεί αρκετά ερωτηματικά δεδομένης της μεγάλης οικονομικής ευρωστίας της Μονής Κύκκου.»

Η εφεσίβλητη θεώρησε ορθό να αντιδράσει στην αναφορά του ονόματος της στο πιο πάνω κείμενο, αποστέλλοντας επιστολή στην εφημερίδα, η οποία, ως η απαίτηση της, την δημοσίευσε την [*726]επομένη, 17.6.2003:

«Αγαπητέ κε Βικέτο,

Σε σχέση με το άρθρο της Δευτέρας 16 Ιουνίου, 2003, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολίτης στην σελίδα 14 και το οποίο φέρεστε να υπογράφετε, θα ήθελα, όσον αφορά το άτομό μου, να προβείτε σε κάποιες διορθώσεις:

1) Το ορατόριο θα παρουσιασθεί την Τετάρτη 18 Ιουνίου και όχι την Πέμπτη όπως εσφαλμένως αναφέρετε.

2) Όσον αφορά το ποσόν της αμοιβής μου, το οποίο ο «εξ Αθηνών» πληροφοριοδότης σας τοποθετεί στις 50.000 λίρες, θέλω να αναφέρω ότι θα ήταν ακριβές ως εικασία, γιατί σε αυτά τα επίπεδα θέτει η British Academy of Composers την ελάχιστη αμοιβή για σύνθεση τέτοιου μεγέθους και συνθέτη κάτοχο Διδακτορικού, ωστόσο επί του προκειμένου αποδέχθηκα αμοιβή κλάσμα της προβλεπόμενης, ως έμπρακτη απόδειξη της εκτίμησής μου για το έργο του Παγκοσμίου Βήματος και του Επισκόπου Νικηφόρου.

3) Επίσης, αν μου επιτρέπετε μια παρατήρηση, σε σχέση με την ΑΤΗΚ: όταν ένα πολιτισμικό έργο έχει περισσότερους από έναν χορηγούς, δε σημαίνει ότι ο ένας από αυτούς έχει οικονομικό πρόβλημα, αλλά ότι υπάρχει ευρύτερη εκτίμηση για το συγκεκριμένο έργο.

Και τέλος, σε περίπτωση που αναφερθείτε σε μένα στο μέλλον, παρακαλώ να βάζετε το πρόθεμα Δρ πριν από το όνομα, γιατί τυγχάνω Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Sussex στη Μουσική Σύνθεση.»

Ακολούθησε στις 18.6.2003, το εξής δημοσίευμα, τρίτο στη σειρά, με αρθρογράφο τον Κώστα Κωνσταντίνου, το οποίο δεν κρίθηκε δυσφημιστικό:

«•Α, όχι. Δεν ξέρουμε τι λέτε εσείς, αλλά η στήλη χαιρετίζει την ιδέα του Ηγούμενου Κύκκου κ. Νικηφόρου να δώσει μερικές δεκάδες χιλιάδες λίρες σε μια τελείως άσημη (ακόμη) συνθέτη ως ανταμοιβή για την εκτίμησή της «για το έργο του Επισκόπου Νικηφόρου» (sic), όπως η ίδια εξήγησε. Ποιος άλλος θα έδινε τόσα λεφτά για να ακουστεί μια Μελωδία Αγάπης (έστω, προς τιμήν του ιδίου) στους κήπους της αυλής του;

[*727]  • Α, ο Ηγούμενος, άμα είναι για αγάπη, δίνει (και τα) ρέστα (όχι μόνο τις δεκάδες χιλιάδες). Θυσιάζεται. Τι άλλο εκτός από θυσία θα μπορούσε να είναι η κίνησή του να επιτρέψει την επένδυση του διαφημιστικού τηλεοπτικού σποτ (του άγνωστου ορατορίου) με πλάνα του εαυτού του; Τι άλλο εκτός από θυσία μπορεί να είναι αυτή η προσφορά του βάρους της προσωπικότητας του για τον ευγενή σκοπό της Αγάπης;

  • Άλλος, στη θέση του, δεν θα τολμούσε να ρισκάρει το κύρος του για μια παράσταση (προς τιμήν του) στον κήπο του.  Όμως, ο Ηγούμενος άμα είναι για Αγάπη δεν διστάζει. Λίγο άσχετη – και ασεβής, ίσως πούνε κάποιοι .... θρησκόληπτοι – η επένδυση του σποτ με πλάνα του Ηγουμένου σε Θεία Ακολουθία. Όλα, όμως, θυσιάζονται στο βωμό της δόξας. Της δόξας της Αγάπης, εννοούμε. Άλλωστε και η ίδια η εντελώς άσημη (ακόμη) συνθέτης, μας εξήγησε ότι το Μοναστήρι θα πλήρωνε (ακόμη) πιο ακριβά το ορατόριό της καθότι “τυγχάνω διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Sussex” (sic). Και αν ο συνθέτης είναι κάτοχος ντοκτορά, είπε η ίδια πάλι, “η British Academy of Composes” θέτει, “σ’ αυτά τα επίπεδα” (τα πιο ακριβά) την ελάχιστη αμοιβή του.

  • Προσέξετε: Την ελάχιστη. Δηλαδή, η συνθέτης θα μπορούσε να είχε ζητήσει ακόμη περισσότερα και από τα περισσότερα που (χατιρικώς;) δεν ζήτησε τελικά από τον Ηγούμενο! Και εκείνος πιθανότατα θα της τα έδινε, σεβόμενος την ταρίφα της σπουδαίας “British Academy of Composers”. Και διότι, στην Αγάπη δεν κάνει τσιγκουνιές. Σε κάτι τέτοιες προσφορές αγάπης ίσως οφείλεται και η “τρύπα” τριών εκατομμυρίων λιρών που παρουσίασε ο Κύκκος. Αλλά, είπαμε, άμα είναι για την αγάπη, χαλάλι.  Στην ανάγκη, ο Ηγούμενος θα κόψει καμιά εκατοστή οικόπεδα (λέμε τώρα) και θα την κλείσει. Για την αγάπη.  Και γιατί να τσιγκουνευτεί ο άνθρωπος;  Σάμπως, δικά του είναι;

  • Τι είναι όμως η “British Academy of Composers”; Καμιά Ακαδημία; Όχι. Είναι μια ιδιωτική οργάνωση (σ.σ. δείτε την στο www.britishacademy.com) μέλος της οποίας μπορεί να γραφτεί οποιοσδήπτοε (σ.σ. μέσω της ιστοσελίδας της και έναντι 85 στερλινών – δέχονται και πιστωτικές). “Οι πόρτες μας είναι ανοικτές σε όλους τους συνθέτες είτε είναι αναγνωρισμένοι επαγγελματίες είτε αρχάριοι”, γράφει η ιστοσελίδα. Ωστόσο, χθες, όταν την επισκεφθήκαμε, δεν βρήκαμε τη συνθέτη του Ορατορίου του κ. Νικηφόρου κ. Καραμεσίνη, στο Ευρετήριο Μελών που υπάρχει online. Ίσως να  περιμένει να γραφτεί όταν πληρωθεί για την παράσταση του έργου προς τιμήν του Ηγου[*728]μένου, στην αυλή του.

  • Εμείς, πάντως, το αποφασίσαμε: Σήμερα κιόλας θα γίνουμε μέλη της “B.A.C.”, θα αρχίσουμε μαθήματα σε ωδείο και του χρόνου θα συνθέσουμε το Ορατόριο «Νικηφόρος, Αλληλούια, ολέ, ολέ, ολέ!”. Χαζοί είμαστε; Θα δώσουμε 85 στερλίνες και θα κονομήσουμε μισθούς μιας πενταετίας. Ιερά Σύνοδος;  Μα ποια Σύνοδος; Πλάκα μας κάνετε;»

Στις 19.6.2003 ακολούθησε νέο δημοσίευμα (το οποίο και πάλι δεν κρίθηκε δυσφημιστικό), με αρθρογράφο και πάλι τον Αριστείδη Βικέτο στα πλαίσια ευρύτερου άρθρου, το ουσιώδες μέρος του οποίου σχετικά με την εφεσίβλητη, είχε ως εξής:

«Αναφορικά με την Δόκτορα Αικατερίνη Καραμεσίνη, η οποία συνέθεσε το Ορατόριο διευκρινίζουμε ότι στο ρεπορτάζ της περασμένης Δευτέρας δεν αναφέραμε ότι είναι διδάκτωρ στη μουσική σύνθεση του Πανεπιστημίου SUSSEX γιατί η Μονή Κύκκου παρέλειψε ως φαίνεται στις διαφημίσεις προς τον τύπο να βάλει το πρόθεμα Δρ πριν από το όνομα της. Εξάλλου η συνθέτης μας πληροφορεί ότι αποδέχθηκε “αμοιβή κλάσμα της προβλεπόμενης ως έμπρακτη απόδειξη της εκτίμησής μου για το έργο του Παγκοσμίου Βήματος και του Επισκόπου Νικηφόρου”, αλλά παραλείπει να αναφέρει σε πιο ποσό ανέρχεται τελικά η αμοιβή της.»

Η ενασχόληση με το θέμα συνεχίστηκε με τη δημοσίευση στις 20.6.2003, του εξής κειμένου του Κώστα Κωνσταντίνου, στη σελ. 9 της εφημερίδας, μέρος του οποίου κρίθηκε δυσφημιστικό:

«•Ποιοι είναι οι “άσπονδοι εχθροί” (sic) της Ιεράς Μονής Κύκκου, όπως είπε χθες ο Ηγούμενος της κ. Νικηφόρος και πώς, αλήθεια, είναι δυνατόν μια Μονή να έχει εχθρούς; Κατ’ αρχάς, Άγιε Ηγούμενε, η φράση είναι “άσπονδοι φίλοι”. Και πρόκειται για συγκεκριμένη φράση, σχήμα οξύμωρο, το οποίο αναφέρεται σε ανθρώπους οι οποίοι προσποιούνται ότι είναι φίλοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι εχθροί. Μόνο αυτή τη χρήση έχει. “Άσπονδοι εχθροί” δεν γίνεται. Και η ελληνική γλώσσα είναι εξίσου συγκεκριμένη. Δεν αλλάζει, ούτε και φτιάχνεται κατά παραγγελία ή με μια παχουλή επιταγή, όπως κάτι μουσικά έργα της πλάκας που στήνονται για να εξυμνηθεί ο παραγγελιοδόχος και να θωπευτεί η (ενίοτε αχαλίνωτη) ματαιοδοξία του, λέμε τώρα.

  • Η αποκάλυψη από τον «Π», επίσης χθες, μιας θλιβερής [*729]υπόθεσης, της πώλησης οικοπέδων από τα οποία η Ιερά Μονή Κύκκου εισέπραξε 9.2 εκατομμύρια λίρες (σ.σ. η πραγματική αξία τους μπορεί να ήταν και μεγαλύτερη) αλλά και το έλλειμμα σχεδόν τριών εκατομμυρίων που παρουσίασε η Μονή – σε ένα και μόνο χρόνο, το 2002 – μόνο θλίψη μπορεί να προκαλεί.  Σε ποιους; Όχι πάντως στους “εχθρούς” (sic) της Μονής Κύκκου. Σ’ αυτούς, εάν υπήρξαν και εκτός της φαντασίας του Ηγουμένου, θα προκαλούσε χαρά και μόνον αυτό το κατάντημα. Θλίβει, όμως. Θλίβει όλους τους υπόλοιπους πολίτες του τόπου, οι οποίοι παρακολουθούν άναυδοι τα όσα συμβαίνουν.

  • Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ιερά Αρχιεπισκοπή, οι Μητροπολίτες αλλά και οι δύο άλλες Σταυροπηγιακές Μονές κατάφεραν να συμμαζέψουν τα οικονομικά τους και να συνέλθουν από τις απώλειες τους λόγω ΧΑΚ (άλλο και τούτο) η Ιερά Μονή Κύκκου συνέχισε να σκορπάει εκατομμύρια, υπό την κάλυψη βολικών λογιστικών επικεφαλίδων του τύπου “χήρες και ορφανά” ή “Επιστημονικές και Πολιτιστικές Δραστηριότητες”. Το Μετόχι του Κύκκου το οποίο θυμίζει πια περισσότερο Ρωμαϊκό Ανάκτορο παρά μετόχιο Ορθόδοξου Μοναστηριού (σ.σ. και το οποίο διαθέτει, ανάμεσα σ’ άλλα και το πλέον σύγχρονο στούντιο τηλεόρασης στο νησί για να “βγαίνει” άψογος ο Ηγούμενος τις Κυριακές τα πρωινά στα live) έχει γίνει εδώ και καιρό κέντρο διερχομένων.

  • Διάφοροι αδηφάγοι κηφήνες – γνωστοί παρακοιμωμένοι των εκκλησιαστικών κύκλων – βρήκαν την εύκολη λεία.  Μπαινοβγαίνουν στην Αυλή προσφέροντας τις – ενίοτε αμφιβόλου ποιότητος – υπηρεσίες τους, αφαιμάσσοντας οικονομικά το ιστορικό Μοναστήρι αλλά και γελοιοποιώντας το, αυτό κυρίως, μέσα από διάφορα φιάσκο: Από αυτοκρατορικά, λουσάτα, συνέδρια με παραμύθια ότι θα εμφανιστούν, δήθεν, ο Δαλάι Λάμα, ο Πάπας και διάφοροι άλλοι, μέχρι γλέντια με χορούς της κοιλιάς των deluxe συνέδρων στα μπουζούκια και παραστάσεις δεκάδων χιλιάδων λιρών προκειμένου να ακουστούν άγνωστα έργα εξίσου αγνώστων συνθετών, συμβίων (συμπτωματικώς πάντοτε) των ..... επικοινωνιολόγων του Μοναστηρίου.  Διότι πήρε και τέτοιους η Μονή τελευταίως.

  • Αυτά τα τοπικά ρεζιλίκια είναι που βλέπει ο κόσμος και απορεί. Ο κόσμος, όχι οι ..... "εχθροί” (sic). Ο κόσμος, ο οποίος αδυνατεί να αντιληφθεί πώς τέτοια σκάνδαλα συμβαίνουν, έτσι απλά, στην Εκκλησία και αδυνατεί να πιστέψει αυτό που και εμείς μάθαμε κατάπληκτοι: Ότι, σ’ αυτή την περίοδο των οικο[*730]νομικών διορθώσεων, η Ιερά Μονή Κύκκου ξεπουλάει περιουσία εκατομμυρίων προκειμένου να κλείσουν οι τρύπες στα βιβλία που άνοιξαν τα ρεζιλίκια και η διασπάθιση του πλούτου της. Και απομένει τελικά και με ελλείμματα εκατομμυρίων! Οι πιστοί τα λένε, Ηγούμενε. Οι εχθροί του Μοναστηριού είναι γύρω σας. Κάντε ένα λεπτό σιγής και θα τους ακούσετε να ροκανίζουν .....»

Στην προηγούμενη σελ. 8, υπήρχε άλλο κείμενο του Αριστείδη Βικέτου, το οποίο επίσης δεν κρίθηκε δυσφημιστικό, ως εξής:

«Τελικά το .... κλάσμα των δεκάδων χιλιάδων λιρών που πλήρωσε η Ιερά Μονή Κύκκου (κατόπιν οδηγιών του Ηγουμένου της) στη συνθέτη κυρία (ή Δρα) Καραμεσίνη, προκειμένου να συνθέσει και να παρουσιάσει (προς τιμήν του Ηγουμένου της) το Ορατόριο “Μεγαλυτέρα δε όλων η αγάπη”, ήταν απλώς η πρώτη δόση των (πολλών) ευτράπελων αυτής της ιστορίας.  Ευτράπελα που δεν έλειψαν ούτε και από το έντυπο πρόγραμμα της παραστάσεως, το οποίο διανεμήθηκε στους κήπους του Μετοχίου Κύκκου. Η κ. Καραμεσίνη παρουσιάζεται σε κάποιες σελίδες ως “Αικατερίνη Καραμεσίνη” και σε άλλες “ως Δρ Καραμεσίνη”, με τον τίτλο, δηλαδή, με τον οποίο απαιτεί να την προσφωνεί ο Τύπος. Υπάρχουν κι άλλα πολλά, το ωραιότερο, όμως, όλων καταγράφεται στην τελευταία σελίδα (δες φωτογραφία), όπου ο κ. Νικηφόρος αναφέρεται ως “Επίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος”. Κάποιος, μάλιστα, σχολίασε ότι στο διάστημα προετοιμασίας της υπαίθριας παράστασης θεώρησαν ότι μέχρι την ημέρα της εκδήλωσης ο κ. Νικηφόρος θα ήταν Αρχιεπίσκοπος και εκ παραδρομής – μετά τη Σύνοδο της 9ης Ιουνίου – διόρθωσαν μόνο τον τίτλο και άφησαν το “Κύπρου”....!»

Στο τελευταίο κείμενο (το οποίο υπενθυμίζεται ότι κρίθηκε άκρως δυσφημιστικό), που δημοσιεύθηκε στις 22.6.2003, σε αρθρογραφία του Κώστα Κωνσταντίνου, η εφημερίδα έγραψε τα εξής:

«ΜΕΓΑΣ ΕΙΣΑΙ, ΚΥΡΙΕ, και θαυμαστά τα έργα σου ..... Η στήλη σήμερα υποκλίνεται μπροστά στο μεγαλείο της μουσουργού Δόκτορος, η οποία συνέθεσε έναντι αδράς αμοιβής το περίφημο “ορατόριο για την αγάπη και την ειρήνη”. Αυτό που περισσότερο εντυπωσιάζει είναι η ανιδιοτέλεια της δόκτορος η οποία δεν εισέπραξε ούτε την ταρίφα που προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί. Εισέπραξε “κλάσμα” αυτών. Αυτό και μόνο αποδεικνύει πως μεγαλυτέρα δε όλων, η αγάπη (στα φράγκα, Συγχώρα με Απόστολε). Η ανιδιοτελής αγάπη της Δόκτορος, συνάντησε τις ανιδιοτελείς φιλοδοξίες του Επισκόπου Κύπρου [*731](έτσι τον αναφέρει το πρόγραμμα) και έτσι γεννήθηκε το χλιδάτο ορατόριο. Αναμένουμε εναγωνίως τη Μεγάλη Εβδομάδα για να ακούσουμε το “ορατόριο της Κασιανής” για την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, το οποίο βρίσκεται υπό μελοποίηση. Μπορεί να μας στοιχίσει κάτι παραπάνω, αλλά κότζαμ Δόκτορ θα γράψει μουσική. Μιλάμε για τον θηλυκό Ρωμανό τον Μελωδό!

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ γιορτάζουν κάτι καθηγηταράδες, αφού – πού τους χάνεις, πού τους βρίσκεις – στην Αυλή του Κύκκου είναι. Απορώ, πότε βρίσκουν χρόνο να διδάξουν; Βεβαίως, οι συχνότατες επαφές τους, με το (μετέωρο) Βήμα Θρησκειών και Πολιτισμών, τους δίνει την ευκαιρία να διδάξουν ήθος. Προτείνω να μεταταχθούν στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ώστε να συναντήσουν την πραγματική τους κλίση. Αν μάλιστα, ο Επίσκοπος Κύπρου γίνει “Αρχι-επίσκοπος”, τότε θα φτιάξουμε μια Θεολογική Σχολή στους κήπους του Μετοχίου Μονής Κύκκου, ώστε το πνεύμα και οι γνώσεις να γίνουν κτήμα (όχι  στα κτήματα που πούλησε ο Ηγούμενος) όλων των πιστών.

ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ (καλλιτεχνικές και μη) της Μονής Κύκκου δεν περιορίζονται μόνο στη μουσική της Δόκτορος Καραμεσίνη, αφού υπάρχει και η σκηνοθετική ματιά του κ. Σωτήρη Καραμεσίνη (φαντάζομαι πρόκειται για συνωνυμία). Ο κ. Καραμεσίνης φαντάζομαι θα πήρε και αυτός κλάσμα των χρημάτων που θα έπρεπε να εισπράξει για να αναδείξει το ορατόριο “μεγαλυτέρα δε όλων η αγάπη”. Αυτό που μας απασχολεί είναι άλλο. Είναι άραγε δόκτωρ και ο κ. Καραμεσίνης;

ΕΓΩ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ να προτείνω, έναντι κλάσματος της προβλεπόμενης αμοιβής να ανεβάσω με έξοδα της Μονής Κύκκου, το βουκολικό δράμα, “μεγαλύτερος δε όλων ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας” για πέντε φλογέρες, δύο κουδούνια και τρεις γκλίτσες. Τη σκηνοθεσία θα την αναλάβει κάποιος συγγενής μου, ενώ το σκηνικό θα στηθεί στους Κήπους της Αρχιεπισκοπής.

ΣΤΟ ΡΟΛΟ του αγαπητικού θα είναι ένας προικοθήρας και στο ρόλο της βοσκοπούλας μια μετανοημένη μπαργούμαν. Την παράσταση θα τιμήσουν με την παρουσία τους, ο Δαλάι Λάμα, ο Μπρους Λι, ο Τσενγκ Ξιάο Πιγκ και ο Πάπας! Αν δεν έρθουν, δεν πειράζει. Αρκεί να τους αναγγείλουμε.»

Ο βασικός λόγος έφεσης είναι ο πρώτος, ο οποίος διέρχεται ουσιαστικά και τους υπόλοιπους. Στο επίκεντρο του είναι το θεμε[*732]λιακό ερώτημα κατά πόσο τα κριθέντα ως δυσφημιστικά είναι όντως τέτοια. Συμπλέκονται μ’ αυτό το ερώτημα έννοιες περί της ελευθερίας του τύπου ως ουσιαστικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας και η ανοχή που πρέπει να επιδεικνύεται στην κριτική, ακόμη και στη σκληρή ή άκομψη κριτική, ιδιαίτερα στα δημόσια πρόσωπα. Στο εκτενές περίγραμμα των εφεσειόντων, που προώθησε με επιμέλεια ενώπιον του Εφετείου ο κ. Παναγίδης, παρατίθενται αποφάσεις από την αγγλική, κυπριακή και ευρύτερη ευρωπαϊκή νομολογία με ιδιαίτερη έμφαση σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και σε παραπομπές από το σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander 10η έκδ. Οι εφεσείοντες μνημονεύουν επίσης την απόφαση στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, ως προσδιοριστική της ενσωμάτωσης στην κυπριακή νομολογία της τάσης που παρατηρείται στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, να φιλελευθεροποιείται ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα της κριτικής ως ουσιώδους έκφρασης της ελευθερίας του τύπου, ιδιαιτέρως με αναφορά σε δημόσια πρόσωπα.

Είναι ιδιαίτερης σημασίας να τονιστεί σ’ αυτό το στάδιο ότι η διάδοση γεγονότων, πληροφοριών, σχολίων και γνωμών, που αποτελεί δικαίωμα, αλλά και εχέγγυο βέβαια της ελευθεροτυπίας, πρέπει να εξισορροπείται με την απαίτηση του κάθε πολίτη σε μια ευνομούμενη δημοκρατία να τυγχάνει σεβασμού και προστασίας η προσωπικότητα και ατομικότητά του, καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμα του να εκφράζεται και να δημιουργεί ελεύθερα, εφόσον βέβαια το πράττει νομίμως. Η εξισορροπητική αυτή άσκηση είναι ιδιαιτέρως δυσχερής. Προς τα πού θα κλίνει η πλάστιγγα στη ζυγαριά των αμφίρροπων αυτών τάσεων στην προσπάθεια αναζήτησης της χρυσής τομής, αναμφίβολα συναρτάται προς τα ήθη, τις αξίες, την ηθική, τον πολιτισμό και την γενικότερη κοινωνική δομή του συγκεκριμένου κράτους. Όμως, η υπόληψη του ανθρώπου παραμένει διαχρονικής αξίας ως το κύτταρο στον κοινωνικό ιστό.  Και όσο και αν η ελευθερία του τύπου αποτελεί μια σταθερά αξία, άλλο τόσο και η υπόληψη του ατόμου παραμένει προεξάρχουσα.

Πολύ συχνά σε υποθέσεις δυσφήμισης δεν μνημονεύεται από τους διαδίκους η θεμελιακή υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΕΔΑΔ, προς απάντηση του κυρίαρχου ερωτήματος που προέκυψε κατά πόσον οι περί της δυσφήμισης πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που προϋπήρχαν του Συντάγματος, αντιστρατεύονταν ή συ[*733]γκρούονταν με την ελευθερία του λόγου και την έκφραση που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος. Κρίθηκε ότι το Αρθρο 17 κ.ε. του Κεφ. 148, ήταν συνταγματικό, αλλά και συμβαδίζον με το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και της λήψης και μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών. Αναφέρθηκε ότι:

«Υπό το φως των όσων έχουμε διαγράψει, κρίνουμε ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του Κεφ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων .....

Διαπιστώνεται ότι οι περί δυσφήμισης διατάξεις του Κεφ. 148 συνάδουν με τις διατάξεις του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος, συνιστώσες περιορισμούς, αναγόμενες στην προστασία της υπόληψης ατόμου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.4 και 30.2 του Συντάγματος.»

Στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, λέχθηκε ότι:

«Η ελευθερία του λόγου και του τύπου είναι κατοχυρωμένη από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και είναι απόλυτα σεβαστή.  Η ελευθερία όμως αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων.»

Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη – ανωτέρω –, απόφαση όπως έχει λεχθεί της Πλήρους Ολομέλειας, κατά πλειοψηφία 12 Δικαστών έναντι ενός, οδηγήθηκε στο ΕΔΑΔ, το οποίο αφού  την εξέτασε υπό το φως και της δικής του νομολογίας, απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι ο περιορισμός στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης είναι συμβατός με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Στην ομόφωνη απόφαση του το ΕΔΑΔ, στην In the case of Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Application No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης ή του Άρθρου 9, σε σχέση με το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης. Ότι η εθνική νομοθεσία, όπως αποτυπώνεται στα Αρθρα 17 κ.ε. του Κεφ. 148, δεν θέ[*734]τει περιορισμούς πέραν εκείνων που θεωρούνται λογικώς αναγκαίοι, ενώ οι αιτητές είχαν επαρκή προστασία εναντίον αυθαίρετων παρεμβάσεων. Ότι δεν ήταν εναντίον των προνοιών του Άρθρου 10, η εναπόθεση στους ώμους ενός εναγομένου του βάρους απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας ή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

Το ΕΔΑΔ υιοθέτησε περαιτέρω την άποψη ότι κάτω από την παρ. 2 του Άρθρου 10:

«.... the exercise of freedom of expression carries with it “duties and responsibilities”, which also apply to the press. By reason of these “duties and responsibilities”, which are inherent in the exercise of the freedom of expression, the safeguard afforded by Article 10 to journalists in relation to reporting on issues of general interest is subject to the proviso that they are acting in good faith in order to provide accurate and reliable information in accordance with the ethics of journalism.».

Σε μετάφραση:

«.... η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης μεταφέρει μαζί της ‘καθήκοντα και ευθύνες’ που εφαρμόζονται επίσης για την έντυπη δημοσιογραφία. Εξ αιτίας αυτών των ‘καθηκόντων και ευθυνών’ που είναι έμφυτες στην ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η προστασία που παρέχεται από το Άρθρο 10 στους δημοσιογράφους σε σχέση με την αρθρογραφία επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος υπόκειται στην επιφύλαξη ότι ενεργούν καλή τη πίστη με στόχο να προσφέρουν ακριβή και αξιόπιστη πληροφόρηση σύμφωνα με τα δημοσιογραφικά ήθη.»

Όπως ορθά σημειώνουν οι εφεσείοντες, το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου εφόσον το θέμα αποφασίζεται ως πραγματικό ζήτημα. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου τεκμαίρεται να εκφράζει την αντίληψη του ιδεατού μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1954] 1 All E.R. 495, Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά.  (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198, Salmond on the Law of Torts, 16η έκδ., σελ. 142 και Street on Torts, 11η εκδ., σελ. 487-488). Μαρτυρία ως προς το πώς το δημοσίευμα έγινε αντιληπτό από τον ίδιο τον ενάγοντα ή τους μάρτυρες του, δεν είναι παραδεκτή και δεν ενέχει σημασία.  (Capital & County’s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745, Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. [*735]290 και την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Γεωργιάδη (2011) 1 A.A.Δ. 407). Το κείμενο ή κείμενα, πρέπει να ιδωθούν σωρευτικά και οι λέξεις να αναγνωσθούν λογικά, χωρίς υπερβολική ανάλυση, ούτε όμως υπερβολική  υποψία. (Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 και Jeynes v. New Magasines Ltd [2008] EWCA Civ. 130).

Έχοντες υπόψη τις προηγούμενες γενικές αρχές, διαπιστώνεται εν πρώτοις  αντίφαση στο κεντρικό επιχείρημα των εφεσειόντων ως προς το ότι η κριτική εναντίον της εφεσίβλητης ήταν και αναμενόμενη και επιτρεπόμενη, παρά την καυστικότητα της, διότι αυτή κατέστησε τον εαυτό της δημόσιο πρόσωπο. Όπως, όμως, γίνεται αντιληπτό από τα παρατεθέντα προηγουμένως δημοσιεύματα, η όλη αντιπαράθεση άρχισε με τον χαρακτηρισμό της εφεσίβλητης στο πρώτο δημοσίευμα ως «άσημης» και όπως οι ίδιοι οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν και έγινε αποδεκτό και από το Δικαστήριο, ήταν άγνωστη στην Κύπρο. Μάλιστα αποτέλεσε βασικό άξονα της αντεξέτασης της εφεσίβλητης η επαναλαμβανόμενη θέση και υποβολή ότι ήταν άσημη, άγνωστη, το έργο της χωρίς υπόσταση, ότι ήταν στην αρχή της καριέρας της και παρόμοιες υποβολές (σελ. 40, 41 και 49 των πρακτικών). Δεν μπορεί λοιπόν να κατέστησε ξαφνικά τον εαυτό της «δημόσιο πρόσωπο», εντός της έννοιας της νομολογίας, επειδή απλώς δέχθηκε να παρουσιάσει ένα ορατόριο σε μια έστω πολυδιαφημισμένη εκδήλωση του Μετοχίου του Κύκκου. Το δημόσιο πρόσωπο («public figure»), αντλεί τη θέση αυτή από μια διαχρονική ανάμειξη με τα κοινά ώστε το πρόσωπο του να καθίσταται ουσιαστικά δημόσιο, να εκτίθεται, δηλαδή, σε κοινή ή δημόσια θέα ή συζήτηση με κάποια σταθερή συχνότητα είτε λόγω κατοχής μιας συγκεκριμένης δημόσιας ή τοπικής θέσης, είτε λόγω ανάμειξης με δημόσια θέματα.

Όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από την ανάλυση που παρατίθεται στα σχετικά συγγράμματα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η έκδ. (2010), σελ. 432-436 και Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights 2η έκδ. (2009), σελ. 501-503, ο ρόλος του τύπου ως «a public watchdog in a democratic society» (Goodwin v. United Kingdom [1996] 22 EHRR 123), είναι ισχυρότερος σε σχέση με πολιτικά πρόσωπα ή άλλα δημόσια πρόσωπα και ακόμη πιο ισχυρός με αναφορά σε κυβερνήσεις. (Castells v. Spain [1992] 14 EHRR 445). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η επιτρεπόμενη και ανεκτή κριτική είναι μεγαλύτερης εμβέλειας όταν απευθύνεται σε τέτοια δημόσια πρόσωπα, παρά σε ιδιώτες. Το περιθώριο και η έκταση της άσκησης δημόσιας κριτικής μεγεθύνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όχι διότι τα δη[*736]μόσια πρόσωπα έχουν λιγότερη υπόληψη, αλλά διότι τα ίδια, εν γνώσει τους, εισέρχονται στο δημόσιο βίο, ως πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, γνωστοί επιχειρηματίες, που εμπλέκονται σε μεγάλες δημόσιες εταιρείες, ή πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε δημόσιες συζητήσεις. (Nilsen and Johnsen v. Norway, Appl. No. 23118/93, ημερ. 25.11.1999). Το λεγόμενο «public status doctrine», που έχει αναγνωρισθεί μέσα από τη νομολογία του ΕΔΑΔ (Lingens v. Austria A 103 [1986] και Λιοναράκη v. Ελλάδος, Αίτηση Αρ. 1131/05, ημερ. 5.7.2007), δεν επεκτείνεται σε άτομα που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα, όπως εδώ η εφεσίβλητη, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο πρόσωπο, με μόνη την ανάμειξη της στην σύνθεση και παρουσίαση του ορατορίου.

Είναι πρόδηλο από τα δημοσιεύματα, ότι πρώτιστος στόχος των αρθρογράφων ήταν ο ίδιος ο Επίσκοπος Κύκκου εν μέσω των τότε αναμενόμενων Αρχιεπισκοπικών εκλογών και η διαχείριση χρήματος της Μονής Κύκκου. Η εφεσίβλητη βρέθηκε στη δίνη της αρθρογραφίας αυτής, με αφορμή και τη δική της επιστολή προς την εφημερίδα Πολίτης. Αυτό όμως ουδόλως δικαιολογούσε τους εφεσείοντες να εξαπολύσουν μια ανοίκεια αρθρογραφία του τύπου και της έκτασης που καταγράφηκε αυτούσια ανωτέρω. Και όπως εντόπισε και η ίδια η εφεσίβλητη (σελ. 47 των πρακτικών), το πρόβλημα δημιουργήθηκε διότι η ίδια έδωσε την εξήγηση της στην εφημερίδα σε σχέση με την μη προσθήκη του προθέματος «Δρ» μπροστά από το όνομα της που ενδεχομένως να οφειλόταν σε καλόπιστο λάθος. Αλλά λόγω της επιστολής αυτής, άρχισε αναιτίως να λοιδορείται. Και περαιτέρω στη σελ. 49 των πρακτικών, εύστοχα η εφεσίβλητη, σε υποβολή ότι στόχος της κριτικής ήταν ο Επίσκοπος Κύκκου, ανταπάντησε ότι αυτό ήταν διπλά επαίσχυντο διότι αν στόχος της κριτικής ήταν άλλο άτομο, δεν δικαιολογείτο η επίθεση σε τρίτο. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μέρος του δημοσιεύματος της 20.6.2003 ως δυσφημιστικό, καθώς και ολόκληρο το δημοσίευμα στης 22.6.2003. Ο χαρακτηρισμός του ορατορίου ως «έργο της πλάκας», είναι σαφώς δυσφημιστικός για ένα επαγγελματία μουσικό που έχει περατώσει σε διδακτορικό μάλιστα επίπεδο, σπουδές στη μουσική σύνθεση. Η σχετική αναφορά στο δημοσίευμα παρατίθεται, στο ουσιώδες μόνο μέρος του, εκ νέου, χάριν υπενθύμισης:

«Δεν αλλάζει, ούτε και φτιάχνεται κατά παραγγελία ή με μια παχουλή επιταγή, όπως κάτι μουσικά έργα της πλάκας που στήνονται για να εξυμνηθεί ο παραγγελιοδόχος και να θωπευτεί η (ενίοτε αχαλίνευτη) ματαιοδοξία του, λέμε τώρα.»

Στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, η ουσιαστική εξίσωση του [*737]ορατορίου με «έργο της πλάκας» δυσφημεί διπλά την εφεσίβλητη:  πρώτον ότι το ίδιο το έργο που συνέθεσε είναι πρόχειρο, χωρίς μουσική ουσία και ποιότητα, γραμμένο προς αστεϊσμό και γέλωτα, «στημένο» κατά παραγγελία και προς κολακεία του Επισκόπου και ότι η ίδια ως συνθέτης γράφει ή ανέχεται να συνθέτει και να παρουσιάζει έργα κατώτερης ποιότητας και για πλάκα. Σύμφωνα και με την ερμηνεία που δίδεται και από τον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (επανεκτύπωση) σελ. 1430, η φράση «για πλάκα» σημαίνει για αστείο, κάτι μη σοβαρό, για διασκέδαση. Το δυσφημιστικό νόημα είναι αυταπόδεικτο και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ιδιαίτερη επεξήγηση ή καταγραφή συγκεκριμένης ερμηνείας από το Δικαστήριο, επεξηγηματική της φράσης, ως διατείνονται οι εφεσείοντες. Ούτε και επιδέχεται άλλων αθώων ερμηνειών, η δε εξήγηση που εκ των υστέρων ο ίδιος ο εφεσείων 1 ήθελε να δώσει κατά την ένορκη του μαρτυρία ουδόλως ισχύει. Η αναφορά του ότι το εννοούσε ως «άγνωστο έργο» (σελ. 134 των πρακτικών), δεν ισοδυναμεί, ούτε αποδίδει ορθά το χαρακτηρισμό του ως έργο «της πλάκας». Ο ίδιος ο εφεσείων δέχθηκε ότι ο χαρακτηρισμός της πλάκας ήταν «έντονος», ο ίδιος δεν άκουσε το ορατόριο, δεν είχε γνώσεις μουσικής για σκοπούς κριτικής, ως και το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας.

Το έτερο κείμενο, το τελευταίο δηλαδή στη σειρά των επίμαχων δημοσιευμάτων, ορθά διαπιστώθηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «άκρως δυσφημιστικό» για την εφεσίβλητη αφού την γελοιοποιεί και την χλευάζει συγκρίνοντας το έργο της με «το ορατόριο της Κασσιανής» και τη γυναίκα που περιέπεσε σε πολλές αμαρτίες. Η ανάγνωση του σχετικού δημοσιεύματος όντως αποτελεί ισοπεδωτική αντιμετώπιση με πλήρη αδιαφορία για τη φήμη της ίδιας της εφεσίβλητης και το συνθετικό της έργο ως επαγγελματία μουσικού, με ακραία στοιχεία καυστικής κριτικής που εκφεύγουν της οποιασδήποτε καλόπιστης ή έστω διερευνητικής δημοσιογραφίας με ταυτόχρονη αναφορά στη δήθεν ανιδιοτέλεια της εφεσίβλητης από πλευράς αμοιβής, η οποία θεωρείται ότι δεν εισέπραξε ούτε εκείνο το οποίο θα δικαιούτο με βάση την αμοιβή που καθορίζουν οι σχετικοί μουσικοί οργανισμοί. Η ανάγνωση του κειμένου ακόμη και εκεί που δεν αναφέρεται ονομαστικά στην εφεσίβλητη βρίθει από στοιχεία χλευασμού και υπονοούμενα και για το έργο της εφεσίβλητης, αλλά και για την ίδια την προσωπικότητά της, την ακεραιότητα και την εντιμότητά της.

Δεν είναι εύστοχες οι παρατηρήσεις των εφεσειόντων στο περίγραμμα τους σε σχέση με την θεώρηση του έργου της εφεσίβλητης ως μη τυγχάνον  επιδοκιμασίας ή ότι ο ίδιος ο συντάκτης του δη[*738]μοσιεύματος δεν θα έπρεπε να είχε παρακολουθήσει το έργο ή να ήταν καταρτισμένος για να εκφέρει γνώμη. Οι θέσεις αυτές αντιστρατεύονται τη νομολογιακή θεώρηση ότι για την επιτυχία είτε της υπεράσπισης της αλήθειας, είτε αυτής του εντίμου σχολίου, θα πρέπει να αποδεικνύεται το αληθές ή το ουσιωδώς αληθές του κειμένου ώστε κατά τα επ’ αυτού σχόλια να είναι εύλογα ή έντιμα. Η αναφορά στην περίφημη Βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή και το τροπάριο της, συνάγεται να είναι επίσης δυσφημιστική για την εφεσίβλητη διότι είναι ο συνδυασμός και η αντιπαραβολή του τροπαρίου της Κασσιανής, με το ορατόριο της εφεσίβλητης, που αναδύει το ειρωνικό και χλευαστικό μήνυμα.

Οι θέσεις των εφεσειόντων ότι τα καταγραφέντα στα θεωρηθέντα ως δυσφημιστικά δημοσιεύματα αποτελούν απλώς αξιολογικές κρίσεις («value judgments»), τις οποίες το ΕΔΑΔ θεωρεί μέσα από τη νομολογία του ως επιτρεπτές και διακριτές από δηλώσεις γεγονότων, εφόσον οι πρώτες δεν μπορούν να αποδειχθούν, δεν είναι ορθές. Παραγνωρίζεται ότι η νομολογία έχει ταυτόχρονα εξηγήσει ότι το Αρθρο 10 της Συνθήκης δεν καλύπτει και τη δυνατότητα οι δημοσιογράφοι να μπορούν να εκφράζουν οποιαδήποτε γνώμη ασχέτως του πόσο καταστροφική μπορεί να είναι για τον ενάγοντα, χωρίς καμία μαρτυρία προς απόδειξή τους. Κάποια πραγματική βάση θα πρέπει να υπάρχει για να είναι ανεκτή η αξιολογική κρίση επ’ αυτής. (Dichand and Others v. Austria, Application No. 29271/95, ημερ. 26.2.2002). Παρά τη φιλελεύθερη ερμηνεία που δίδει το ΕΔΑΔ σε ό,τι αφορά τις αξιολογικές αυτές κρίσεις από τον τύπο, εν τούτοις, όταν ελλείπει εντελώς οποιαδήποτε πραγματική βάση, τότε το κείμενο παραμένει δυσφημιστικό. Γενικά η νομολογία του ΕΔΑΔ δέχεται τη φιλελεύθερη αυτή προσέγγιση περισσότερο όταν πρόκειται για κριτική πολιτικών προσώπων ή της κυβέρνησης εκ του λόγου ότι η ενασχόληση αυτών των προσώπων με το δημόσιο βίο είναι ηθελημένη, εμφανής και συνεχής. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με την περίπτωση της εφεσίβλητης.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται με το δεύτερο λόγο έφεσης ότι δεν έγιναν δεκτές με ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ερωτήσεις ή και κατάθεση μαρτυρίας σε σχέση με άλλες εκδηλώσεις της Μονής Κύκκου και του Παγκόσμιου Βήματος Πολιτισμών και Θρησκειών στα πλαίσια των οποίων κατά τη θέση των εφεσειόντων ήταν εμφανής η σπατάλη των χρημάτων και η προσπάθεια εξύμνησης ή προβολής του έργου του Επισκόπου Κύκκου. Ορθά, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας διότι δεν ήταν ζήτημα σχετικό με την αγωγή δυσφήμισης που ήγειρε η ίδια η εφεσίβλητη. Το πρωτό[*739]δικο Δικαστήριο δεν εκδίκαζε αγωγή δυσφήμισης από τον ίδιο τον Επίσκοπο Κύκκου, ώστε η προηγούμενη κατ’ ισχυρισμόν συμπεριφορά του ιδίου ή του Παγκοσμίου Βήματος Πολιτισμών και Θρησκειών να καθίσταντο επίδικα θέματα. Ορθά οι συνήγοροι της εφεσίβλητης εισηγούνται ότι ουσιαστικά τα δημοσιεύματα ήθελαν να πλήξουν τον ίδιο τον Επίσκοπο, αλλά αυτό το οποίο στην πραγματικότητα έκαναν ήταν να δυσφημίσουν και την εφεσίβλητη, η οποία είχε αυτόνομο δικαίωμα έγερσης αγωγής.

Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις υπερασπίσεις του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος και ότι κακώς θεωρήθηκε ότι υπήρξε κακοπιστία στη δημοσίευση των κειμένων, είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενδιέτριψε ιδιαιτέρως στο ζήτημα και αυτό αποτελεί σαφώς μια σοβαρή αδυναμία στο όλο σκεπτικό του. Το ίδιο ισχύει και για την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δυνάμει του Αρθρου 21(1)(α) του Κεφ. 148, το οποίο επίσης το Δικαστήριο δεν σχολίασε. Παρά την παρατηρούμενη αυτή  αδυναμία, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις υπερασπίσεις τις οποίες θεώρησε ως μη ισχυρές ενόψει του δυσφημιστικού των δύο κειμένων που έκρινε ότι έπλητταν την εφεσίβλητη. Συνάγεται και από τα προλεχθέντα σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι τα κείμενα ξέφευγαν από ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «έντιμος» σχολιασμός, εφόσον και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονταν οι εφεσείοντες ή τουλάχιστον μέρος αυτών δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ώστε να ήταν δυνατή η επιτυχία της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου.

Οι εφεσείοντες δεν μπορούν από τη μια να επικαλούνται το δικαίωμα σε αξιολογική κρίση, υπό την κάλυψη του μανδύα της ελευθερίας του τύπου, και, από την άλλη να κατατάσσουν το έργο της ως «της πλάκας», χωρίς να μπορούν να αποδείξουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Οι εφεσείοντες δεν μπορούν να απομονώνουν ως γεγονότα μόνο εκείνα που είναι αυταπόδεικτα όπως δηλαδή το γεγονός της σύνθεσης ενός ορατορίου από την εφεσίβλητη και της παρουσίασης του σε συγκεκριμένη εκδήλωση και να παραγνωρίζουν τα υπόλοιπα, υποβάλλοντας μάλιστα στην εφεσίβλητη κατά την αντεξέταση της (σελ. 49 των πρακτικών), ότι τα δημοσιεύματα ήταν «ευθυμογραφήματα».

Βάλλεται επίσης η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το εύρημα του περί κακοβουλίας το οποίο ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει. Η ύπαρξη κακοβουλίας μπορεί να διαγνωσθεί εξ αντικειμένου από μια σειρά παραγόντων που αναδύονται μέσα [*740]από την ίδια τη δημοσίευση. Στο σύγγραμμα του Gatley on Libel and Slander, 8η έκδ., σελ. 550-564, αναφέρεται ότι η κακοβουλία μπορεί να διαφανεί από τη γενική συμπεριφορά ενός εναγομένου ακόμη και πριν από τη δίκη, τη συμπεριφορά και τη στάση του απέναντι στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης και μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Η επιμονή ότι το δυσφημιστικό κείμενο είναι αληθές, ακόμη και μετά την παρουσίαση μαρτυρίας που δείχνει το αντίθετο, αποτελεί ένδειξη κακοβουλίας.  Η χρήση των συγκεκριμένων λέξεων επίσης μπορεί να είναι τέτοια που να οδηγεί σε συμπέρασμα κακοβουλίας. Η μη αναζήτηση των απόψεων του υποκείμενου στο δυσφημιστικό δημοσίευμα, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του δημοσιεύματος, είναι επίσης στοιχείο που σύμφωνα και με την υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All E.R. 609, απογυμνώνουν τους ισχυρισμούς ενός εναγομένου περί καλής πίστης. Η ενασχόληση επίσης εδώ με την εφεσίβλητη για σειρά ημερών, ακόμη ο τρόπος και η έκταση της αντεξέτασης της, που επιβεβαίωσε την πολεμική εναντίον της, (σελ. 23-50 των πρακτικών), αποτελεί ένδειξη του συνεχούς ανελέητου σφυροκοπήματος της και επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε καλόπιστη κριτική, ιδιαιτέρως όταν αυτή είναι τόσο ειρωνική και χλευαστική ώστε κάθε προσπάθεια εκ μέρους των εφεσειόντων προώθησης του καλόπιστου του δημοσιεύματος να πίπτει στο κενό. Συνάγεται ότι υπήρξε μια έντονη ενασχόληση με την εφεσίβλητη χωρίς οι εφεσείοντες να ενδιαφέρονταν για την αλήθεια του περιεχομένου των δημοσιευμάτων τους, γεγονός που εκθεμελιώνει την εισήγηση τους για καλοπιστία.

Ως προς το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων οι θέσεις των διαδίκων είναι εντελώς αντίθετες. Κρίνεται, όμως, ότι οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις είναι ανεπαρκείς υπό τις περιστάσεις και θα πρέπει να αυξηθούν. Όπως έχει λεχθεί στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, το μέτρο των αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα, την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου και τη δοκιμασία που υφίσταται ο ενάγων στα αισθήματα του λόγω των δημοσιεύσεων. Στην υπόθεση Hνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.ά. v. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, επιβεβαιώθηκε ότι ο τραυματισμός της υπόληψης του πολίτη ως ανεξάρτητης και αυτοτελούς ανθρώπινης ύπαρξης επιφέρει ανάλογη αποκατάσταση υπό τύπο αποζημιώσεων. (Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη – πιο πάνω –).

Απορρέει από τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστη[*741]ρίου, καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, ότι η εφεσίβλητη, μεταξύ άλλων, κατέχει Διδακτορικό και Master of Arts στη Μουσική Σύνθεση από το Sussex University του Ηνωμένου Βασιλείου με υποτροφία από το Ωνάσειο Ίδρυμα και με ευρύτερες σπουδές μουσικής, πιάνου, φούγκας, αντίστιξης και αρμονίας, καθώς και σπουδές στον μοντέρνο χορό και χορογραφία στην Αθήνα, Βοστώνη και Λονδίνο. Έχει κερδίσει το διαγωνισμό Σύνθεσης Χορωδιακού Έργου «Chanctonbury Chorus Composition Competition» για το Millennium στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ κέρδισε ειδικό έπαινο για την πρώτη της όπερα στο διεθνή Διαγωνισμό Όπερας «Nancy Van de Vate International Composition Competition for Opera» (USA, Austria, 2003). Έχει συνθέσει πλείστα όσα έργα, όπως αναφέρονται στο βιογραφικό της, μεταξύ των οποίων και Συμφωνικά Τραγούδια για την Ευρώπη σε ποίηση 25 σύγχρονων διακεκριμένων ποιητών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ευκαιρία της διεύρυνσης και της ένταξης και της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού τον Μάιο του 2004. Το δε Ορατόριο για την Αγάπη και την Ειρήνη που παρουσιάστηκε στους κήπους του Μετοχίου Κύκκου, έτυχε και νέας εκτέλεσης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από το Ίδρυμα Ανδρέα Παπανδρέου.    

Έχοντας υπόψη την καλλιτεχνική πορεία της εφεσίβλητης το έργο της οποίας έγινε αποδεκτό εν πολλοίς και από διεθνείς κριτικούς όπως εξάγεται από δημοσιεύματα που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 11, με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο της «Song of Dionysus: Concerto for saxophone and orchestra» (που απαντά εν πολλοίς και την υπεράσπιση περί της ποιότητας του έργου της εφεσίβλητης γενικότερα), οι δοθείσες αποζημιώσεις κρίνονται χαμηλές και θα πρέπει να αυξηθούν. Οι εφεσείοντες ουδόλως προσπάθησαν να μετριάσουν την καταρράκωση του κύρους και της αξιοπρέπειας της εφεσίβλητης. Επέμεναν μέχρι τέλους στην προώθηση των υπερασπίσεων τους, ακόμη και κατ’ έφεση. Κατά την έναρξη της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, οι εφεσείοντες, μέσω της τότε συνηγόρου τους, επέδειξαν ετοιμότητα να προσφέρουν απολογία στην εφεσίβλητη. Πλην όμως χωρίς να παραδέχονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων, αναιρώντας έτσι αυτή τούτη την προσφορά απολογίας, η οποία συνεπώς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ειλικρινής.

Κρίνεται ότι το ορθό ποσό αποζημιώσεων υπό τις περιστάσεις είναι το ποσό των €20.000. Κρίνεται, περαιτέρω, ότι δεν δικαιολογείται η απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Τέτοιες αποζημιώσεις αποδίδονται κυρίως όταν στόχος είναι η τιμωρία των ενα[*742]γομένων ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά (Papakokkinou a.o. v. Κanther (1982) 1 C.L.R. 65 και Cassell & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801).

Καταληκτικά, θα ήταν ορθό να επισημανθεί, ως προς τη δομή της απόφασης, ότι η μη παράθεση της μαρτυρίας, έστω και κατά συνοπτικό τρόπο, με το σκεπτικό ότι το περιεχόμενο της «..... είναι καταγραμμένο στα πρακτικά των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου και στην ολότητα του έχει μελετηθεί με μεγάλη προσοχή και λεπτομέρεια από το Δικαστήριο στο πλαίσιο μελέτης της παρούσας υπόθεσης και ετοιμασίας της απόφασης», δεν εφοδιάζει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα δε το Εφετείο, με εκείνη τη σφαιρική αντίκρυση της διαφοράς, τη φύση και την έκταση της που είναι αναγκαία προς εύκολη κατανόηση του σκεπτικού. Βέβαια η δομή της δικαστικής απόφασης στο ακολουθούμενο δικαιϊκό σύστημα στην Κύπρο εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον Δικαστή. Η καταγραφή όμως των γεγονότων και της μαρτυρίας που αποτελούν τη διαφορά στο αρχικό στάδιο, όχι βεβαίως κατά αχρείαστο λεπτομερή τρόπο, ώστε να είναι κατανοητή η μετέπειτα κατάληξη με την ένταξη των ευρημάτων στις νομικά εφαρμοζόμενες για την περίσταση αρχές, είναι πάντοτε ενδεικνυόμενη.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται. Το ποσό των αποζημιώσεων καθορίζεται στις €20.000, εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως. Τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης επιδικάζονται ομού, εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται. Το ποσό των αποζημιώσεων καθορίζεται ως ανωτέρω, εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως. Τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, επιδικάζονται ομού, εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο