(2011) 1 ΑΑΔ 806
[*806]10 Μαΐου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΜΙΤΣΑΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
SALWA CHAPARIAN,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2008)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που λήφθηκε ερήμην του εναγομένου ― Προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης είναι η ικανοποιητική εξήγηση της καθυστέρησης στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό και η απόδειξη εκ πρώτης όψεως ύπαρξης καλής υπεράσπισης στην αγωγή.
Πολιτική Δικονομία ― Επίδοση κλητηρίου εντάλματος ― Ποίος είναι ο ορθός τρόπος επίδοσης όταν το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η επίδοση απουσιάζει από το σπίτι του ή από το συνήθη τόπο εργασίας του ― Δ.5, θ.2 (1) (ιι) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την διαδοχική υιοθέτηση των ιδίων ή παρόμοιων ένδικων μέσων.
Στις 29.11.1996 η εφεσίβλητη – ενάγουσα (η εφεσίβλητη) καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος – εναγομένου (ο εφεσείων) με την οποία αξίωνε το ποσό των 230.580,00 μάρκων Γερμανίας και 50.000,00 δολαρίων Αμερικής. Ο εφεσείων παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση, αν και η αγωγή του είχε επιδοθεί και στις 5.3.2001, η εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση εναντίον του για τα αξιούμενα με την αγωγή της ποσά.
Στις 22.2.2008 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της προαναφερθείσας απόφασης προβάλλοντας τους ακόλουθους δύο λόγους: (α) δεν έλαβε γνώση της αγωγής αφού το πρόσωπο στο [*807]οποίο αυτή επιδόθηκε του είναι άγνωστο και (β) είχε καλή υπεράσπιση στην αγωγή, ενόψει της ανυπαρξίας οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ του ιδίου και της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, πληροφορήθηκε για πρώτη φορά για την αγωγή και την έκδοση απόφασης στις 29.10.2003, όταν του επιδόθηκε η Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 693/2003. Αμέσως έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του να διερευνήσουν το θέμα και, στις 10/5/2004, καταχώρησε Αίτηση Παραμερισμού της απόφασης, η οποία, όμως, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, λόγω μη επίδοσής της. Όταν του επιδόθηκε νέα Ειδοποίηση Πτώχευσης, προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού ημερομηνίας 22/2/2008. Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού και τον Μάϊο του 2004 χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση.
Η εφεσίβλητη πρόβαλε την αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσείοντος να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή, την καθυστέρησή του στην υποβολή της αίτησης, την έλλειψη καλής υπεράσπισης επί της ουσίας της αγωγής και την εν γένει συμπεριφορά του που συνιστούσε παράδειγμα περιφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και πρόκληση προς το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση απόρριψης της αίτησης του εφεσείοντος ημερομηνίας 22/2/2008 για παραμερισμό της εν λόγω απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω της ανυπαρξίας καλής υπεράσπισης, της γνώσης του εφεσείοντος για την ύπαρξη της αγωγής και της παράλειψής του να εμφανιστεί στη διαδικασία, της μεγάλης του καθυστέρησης και αδιαφορίας που αυτός επέδειξε από το 2000 όταν του επιδόθηκε προσωπικά η έκθεση απαίτησης, και της εν γένει στάσης του, η οποία συνιστούσε περίπτωση κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Ο εφεσείων προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης: 1) Η επίδοση της αγωγής δεν έγινε νομότυπα και το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τα θέματα που την αφορούσαν και 2) Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τις συνθήκες έκδοσης της απόφασης, παρά τη διαπιστωθείσα μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής από την εφεσίβλητη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος αυθαίρετα, όπως ο ίδιος ισχυρίζετο, αλλά στη βάση αξιολόγησης όλων των στοιχείων που παρατέθηκαν ενώπιόν του. Το [*808]Δικαστήριο διαπίστωσε, μέσα από το φάκελο, ότι, προτού εκδοθεί η επίδικη απόφαση, είχε επιδοθεί προσωπικά στον ίδιο η έκθεση απαίτησης, γεγονός που του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση όχι μόνο της ύπαρξης της αγωγής που καταχωρήθηκε εναντίον του με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αλλά και όλων των λεπτομερειών, στις οποίες η εφεσίβλητη στήριζε την αξίωσή της.
2. Είναι σαφές ότι ο εφεσείων έλαβε γνώση της αγωγής πριν από την έκδοση της απόφασης και αδικαιολόγητα παρέλειψε να ενδιαφερθεί γι’ αυτή.
3. Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Η περί του αντιθέτου θέση στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του εφεσείοντος δεν ευσταθεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Phylactou a.o. v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Μούγης v. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997,
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941,
Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Μαλιετζή (2004) 1 Α.Α.Δ. 1616,
Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43,
Κωνσταντινίδη v. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαλογήρου, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 7526/1996), ημερ. 4.7.2008.
[*809]Ρ. Χατζηαράπη (κα), για Κ. Μελά και Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη εναντίον του εφεσείοντα, επειδή αυτός παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση εναντίον του απόφασης για το αξιούμενο ποσό των 230.580,00 μάρκων Γερμανίας και 50.000,00 δολαρίων Αμερικής. Σημειωτέον ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 29/11/1996 και η απόφαση εκδόθηκε στις 5/3/2001. Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση απόρριψης της αίτησης του εφεσείοντα ημερομηνίας 22/2/2008 για παραμερισμό της εν λόγω απόφασης.
Ο εφεσείων, για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, με την αίτησή του, πρόβαλε δύο λόγους: Πρώτο, ότι δεν έλαβε γνώση της αγωγής, αφού το πρόσωπο στο οποίο αυτή επιδόθηκε του είναι άγνωστο και, δεύτερο, ότι, με την εφεσίβλητη, δεν έχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση, γεγονός που απολήγει στην ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, για την εναντίον του αγωγή και έκδοση απόφασης πληροφορήθηκε, για πρώτη φορά, στις 29/10/2003, όταν του επιδόθηκε η Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 693/2003. Αμέσως έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του να διερευνήσουν το θέμα και, στις 10/5/2004, καταχώρισε Αίτηση Παραμερισμού της απόφασης, η οποία, όμως, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, λόγω μη επίδοσής της. Όταν του επιδόθηκε νέα Ειδοποίηση Πτώχευσης, προχώρησε στην καταχώριση της αίτησης παραμερισμού ημερομηνίας 22/2/2008.
Η εφεσίβλητη, για απόρριψη της αίτησης, πρόβαλε την αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρίσει εμφάνιση στην αγωγή, την καθυστέρησή του στην υποβολή της αίτησης, την έλλειψη καλής υπεράσπισης επί της ουσίας της αγωγής και, τέλος, την εν γένει συμπεριφορά του, «κλασσικό παράδειγμα περιφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και πρόκληση προς το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης».
Σε σχέση με την επίδοση της αγωγής, για την οποία στο φάκελο υπάρχει ένορκη δήλωση επιδότη ότι έγινε στην Τασούλα Γεωργιάδου - «εντεταλμένη υπάλληλο» του εφεσείοντα - και η εφεσίβλητη, με την ένορκη δήλωσή της προς υποστήριξη της ένστασης, πρόβαλε ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν υπάλληλός του, δόθηκε άδεια και αντεξετάστηκε η εφεσίβλητη, η οποία, σε ερώτηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ως προς το κατά πόσο αυτή γνώριζε τη συγκεκριμένη γυναίκα και ποια ήταν η δουλειά της, απάντησε: «Μπορεί να εργάζετο στον Εναγόμενο». Ο επιδότης δε ζητήθηκε να αντεξεταστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τις εισηγήσεις των συνηγόρων και καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία* σε σχέση με τον παραμερισμό απόφασης, απέρριψε την αίτηση, για λόγους που αφορούν τη μη ύπαρξη καλής υπεράσπισης, τη γνώση του εφεσείοντα για την ύπαρξη της αγωγής και την παράλειψή του να εμφανιστεί στη διαδικασία, τη μεγάλη καθυστέρηση και αδιαφορία που αυτός επέδειξε, τουλάχιστον από το 2000 όταν του επιδόθηκε προσωπικά η Έκθεση Απαίτησης, και την εν γένει στάση του, η οποία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Το Δικαστήριο, καίτοι αναγνώρισε την ύπαρξη καθυστέρησης από πλευράς της εφεσίβλητης στην προώθηση της αγωγής της, απέρριψε ως αναληθή τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι, για την αγωγή και την εναντίον του απόφαση, ενημερώθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2003, όταν του επιδόθηκε η πρώτη Ειδοποίηση Πτώχευσης. Έκρινε ότι το σημαντικό στην υπόθεση δεν ήταν εάν ορθά επιδόθηκε η αγωγή, αλλά εάν ο εφεσείων έλαβε γνώση γι’ αυτήν. Από τη στιγμή δε που αποδεδειγμένα αυτός γνώριζε, τουλάχιστον από το 2000 που του επιδόθηκε προσωπικά η Έκθεση Απαίτησης, για την αγωγή, ο ισχυρισμός του ότι δε γνώριζε την Τασούλα Γεωργιάδου και, συνεπώς, αυτή δεν του παρέδωσε την αγωγή, καταρρίπτεται. Ενώ γνώριζε για την αγωγή, αδιαφόρησε και ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν τον Οκτώβριο του 2003. Καταχώρισε δε την πρώτη Αίτηση Παραμερισμού τον Μάιο του 2004, χωρίς να δώσει για την καθυστέρηση αυτήν οποιαδήποτε εξήγηση. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η αίτηση ημερομηνίας 22/2/2008 ήταν η τρίτη στη σειρά και όχι η δεύτερη, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε. Η στάση του, στην απουσία οποιασδήποτε αποδεκτής εξήγησης γιατί αφέθηκαν οι δύο προηγούμενες αιτήσεις, οι οποίες καταχωρήθηκαν με καθυστέρηση, να απορριφθούν - η μία λόγω μη προώθησής της και [*811]η άλλη λόγω μη επίδοσής της - συνιστούσε περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
Η αίτηση απορρίφθηκε και λόγω έλλειψης ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Τα στοιχεία, κατέληξε το Δικαστήριο, και οι αποδείξεις που παρέθεσε η εφεσίβλητη, μεταξύ των οποίων και βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον εφεσείοντα ότι αυτός έλαβε το αξιούμενο ποσό και θα το επέστρεφε, αντιπαραβαλλόμενα με το γενικό και αόριστο ισχυρισμό του ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ του και της εφεσίβλητης, δεν αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στο ζήτημα της επίδοσης της αγωγής. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αυτή δεν έγινε νομότυπα και το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τα θέματα που την αφορούσαν. Ο δεύτερος, σχετικός με τον πρώτο, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τις συνθήκες έκδοσης της απόφασης, παρά τη διαπιστωθείσα μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής από την εφεσίβλητη.
Η συνήγορος του εφεσείοντα, τόσο με το περίγραμμα αγόρευσής της όσο και ενώπιόν μας, υπέβαλε ότι ο εφεσείων, καίτοι δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι δε γνώριζε το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε η αγωγή, κρίθηκε αναξιόπιστος και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του, σε αντίθεση με την εφεσίβλητη, η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεχτή, παρά το ότι αυτή, αντεξεταζόμενη, αναίρεσε τον ισχυρισμό της ότι η Τασούλα Γεωργιάδου, στην οποία επιδόθηκε η αγωγή, ήταν υπάλληλος του εφεσείοντα. Αναφέρθηκε, επίσης, στην ένορκη δήλωση του επιδότη και υπέβαλε ότι η αναφορά σ’ αυτήν ότι η αγωγή επιδόθηκε σε «εντεταλμένη υπάλληλο» του εφεσείοντα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.5, θ.2(1)(ιι) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, (οι «Θεσμοί»), για να είναι η επίδοση καλή. Τέλος, παρέπεμψε στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43, για να υποστηρίξει ότι και στην παρούσα δικαιολογείται ο παραμερισμός της απόφασης, εφόσον το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε η αγωγή είναι άγνωστο στον εφεσείοντα.
Η Δ.5, θ.2(1)(ιι) των Θεσμών προβλέπει τα εξής:-
“2.- (1) The service shall, whenever it is practicable, be ef[*812]fected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left -
(i) ..............................................................................................
(ii) with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment; or
.................................................................................................“
(Ελεύθερη μετάφραση:
«2.(1) Η επίδοση πρέπει, όποτε τούτο είναι πρακτικά δυνατό, να πραγματοποιείται με την άφεση του αντιγράφου στο πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η επίδοση, αλλά, εάν το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η επίδοση δεν ευρίσκεται στο σπίτι του ή στο συνηθισμένο τόπο εργασίας του, η επίδοση θα θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί, εάν το αντίγραφο αφήνεται -
(ι) ........................................................................................
(ιι) σε οποιοδήποτε πρόσωπο προφανώς τέτοιας ηλικίας και το οποίο είναι υπεύθυνο του τόπου εργασίας του· ή
......................................................................................»
Σε σχέση με το ζήτημα της επίδοσης, στην Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd, (πιο πάνω), αποφασίστηκε ότι:- (σελ. 48-49)
«Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το Άρθρ. 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των ‘θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών’ του Συντάγματος.
Οι περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και η αχλύς που περιβάλλει την επίδοση - δεν είναι καν γνωστό το πρόσωπο στο οποίο αφέθηκε το κλητήριο και η ιδιότητα του - δεν μας αφήνουν αμφιβολία για το παράτυπο της επίδοσης, με βάση την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.»
[*813]Η αναφορά στην ένορκη δήλωση του επιδότη σε «εντεταλμένη υπάλληλο» έχουμε την άποψη ότι δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα παρά ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο, δηλαδή η Τασούλα Γεωργιάδου, ήταν πρόσωπο υπεύθυνο στον τόπο εργασίας του εφεσείοντα, έτσι ώστε δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση της συνηγόρου πως, επειδή τέτοια ορολογία δεν προβλέπεται στη Δ.5 των Θεσμών, η επίδοση είναι παράτυπη. Τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από εκείνα της υπόθεσης στην Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd, (πιο πάνω). Εκεί επρόκειτο για επίδοση σε νομικό πρόσωπο και απουσίαζε εντελώς η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο αφέθηκε το Κλητήριο Ένταλμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο το νομότυπο της επίδοσης. Στην περίπτωσή μας, η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε η αγωγή καταγραφόταν ρητά και ήταν ζήτημα ποια εκδοχή θα γινόταν αποδεχτή - ή εκείνη του επιδότη, λαμβανομένων υπόψη και των υπολοίπων στοιχείων του φακέλου, ή εκείνη του εφεσείοντα.
Το Εφετείο, είναι καλά γνωστό, ότι επεμβαίνει για ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ανυπόστατα, ή παράλογα, ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που αυτό αποδέχεται ως αξιόπιστη. Από τη στιγμή που είναι εύλογα επιτρεπτό το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα συγκεκριμένα ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την αίτηση παραμερισμού, αναζήτησε - ορθά, κατά την άποψή μας - κατά πόσο η εκδοχή του εφεσείοντα ότι αυτός δεν έλαβε γνώση της αγωγής, επειδή το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοσή της του ήταν άγνωστο, ήταν αληθής. Για το ζήτημα αυτό υπήρχαν, από τη μια, η ένορκη δήλωση του επιδότη, ο οποίος, σημειωτέον, δε ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να αντεξεταστεί, και τα στοιχεία του φακέλου και, από την άλλη, η θέση του εφεσείοντα, ο οποίος, επίσης, δεν αντεξετάστηκε. Το Δικαστήριο δε συνυπολόγισε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, αφού αυτή, όπως το ίδιο καταγράφει στην απόφασή του, αντεξεταζόμενη, δέχθηκε ότι δε γνώριζε εάν η Τασούλα Γεωργιάδου ήταν υπάλληλος του εφεσείοντα. Αιτιολόγησε, όμως, γιατί δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα. Διαπίστωσε, μέσα από το φάκελο, ότι, προτού εκδοθεί η επίδικη απόφαση, είχε επιδοθεί προσωπικά στον ίδιο η Έκθεση Απαίτησης, γεγονός που του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση όχι μόνο της ύπαρξης της αγωγής που καταχωρήθηκε εναντίον του με γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, αλλά και όλων των λεπτομερει[*814]ών, στις οποίες η εφεσίβλητη στήριζε την αξίωσή της. Σημαντικό ήταν εάν ο εφεσείων έλαβε γνώση της αγωγής και αυτό απαντάτο από την επίδοση προσωπικά σ’ αυτόν της Έκθεσης Απαίτησης, και καθιστούσε επουσιώδες, στα πλαίσια της αίτησης, εάν η Τασούλα Γεωργιάδου ήταν ή όχι υπάλληλός του. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του για το πότε αυτός έλαβε γνώση της αγωγής δεν αντικατοπτρίζει την αλήθεια ήταν αποτέλεσμα ορθής αξιολόγησης των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης, τα οποία δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν. Η απόρριψη της εκδοχής του δεν έγινε αυθαίρετα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, αλλά στη βάση αξιολόγησης όλων των ενώπιόν του στοιχείων.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης, για να καταδείξει το αβάσιμο της έφεσης, μας παρέπεμψε, επίσης, και σε επιστολή ημερομηνίας 29/11/1999, με την οποία συνήγορος, ενεργώντας για λογαριασμό του εφεσείοντα, πρότεινε στον τότε συνήγορο της εφεσίβλητης, ο οποίος καταχώρισε την αγωγή, την παροχή εγγύησης για την είσπραξη του λαβείν της, την οποία, όμως, αυτή απέρριψε. Σύμφωνα με τη συνήγορο του εφεσείοντα, η επιστολή αυτή δεν υποδηλοί οποιαδήποτε γνώση του σε σχέση με την αγωγή, αφού σ’ αυτή δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην αγωγή.
Ο εφεσείων είναι σαφές ότι έλαβε γνώση της αγωγής πριν από την έκδοση της απόφασης και αδικαιολόγητα παρέλειψε να ενδιαφερθεί γι’ αυτή. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης δεν είναι χωρίς σημασία. Το περιεχόμενο της επιστολής τείνει και αυτό να καταδείξει τη γνώση του εφεσείοντα για την αγωγή, πριν, ακόμα, την επίδοση σ’ αυτόν της Έκθεσης Απαίτησης. Είναι γεγονός ότι στην επιστολή δεν αναφέρεται αριθμός αγωγής. Αναφέρεται, όμως, ως θέμα: «Χρέος προς την κ. Salva Ohannes Chaparian από το Λίβανο» και ακολουθεί, μεταξύ άλλων, πρόταση, με την εξής κατάληξη:-
«3. Μόλις έχω τυχόν σχόλια σου θα υπογραφούν τα έγγραφα και θα πληρωθεί το ποσόν των Λ.Κ.2.000 οπότε θα χρειασθή μια επιστολή σου ότι ο χρεώστης Παν. Νέμιτσας ανέλαβε με το γραμμάτιον που υπεγράφη και την ενεχυρίαση μετοχών του την εξόφληση του χρέους του εις πλήρη ικανοποίηση της πελάτιδας σου SALVA OHANNES SHAPARIAN.»
Δεδομένης της θέσης του εφεσείοντα ότι με την εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση, εύλογα γεννιέται το ερώτημα γιατί στην εν λόγω επιστολή ο εφεσείων κατονομάζεται ως χρεώστης και γίνεται πρόταση παροχής εγγύησης για χρέος του [*815]προς την εφεσίβλητη;
Καίτοι δεν υπάρχει χωριστός λόγος έφεσης σ’ ό,τι αφορά την κατάληξη περί μη ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, επειδή στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του εφεσείοντα προβάλλεται ότι η εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση δεν είναι κριτήριο αποφασιστικής σημασίας, θεωρούμε χρήσιμο να παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την Κωνσταντινίδη v. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774:- (σελ. 1779)
«Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.»
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο