Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (Kύπρου) Λτδ, Nέστωρας Kυριακίδης (2011) 1 ΑΑΔ 816

(2011) 1 ΑΑΔ 816

[*816]11 Μαΐου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΝΕΣΤΩΡΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας-Εναγόμενος,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2008)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα για παρεμπόδιση αποξένωσης ακίνητης ιδιοκτησίας ― Κατά πόσο δεν έπρεπε να εκδοθεί λόγω (α) απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος, (β) παραβίασης των διατάξεων των Άρθρων 2, 5 και 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν.138(Ι)/01) και (γ) παραβίασης του Άρθρου 51 Α του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, κατά την έκδοση του σχετικού Πιστοποιητικού Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας.

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Παροχή πληροφοριών σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση σε μητρώο ή άλλο βιβλίο που τηρείται σε κάθε Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ― Άρθρο 51 Α του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.

Προσωπικά δεδομένα ― Κατά πόσο η έκδοση Πιστοποιητικού Έρευνας του Κτηματολογίου, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 5 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν.138(Ι)/01).

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται μετά από μονομερή αίτηση ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων.

Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες, τραπεζικός οργανισμός, ενήγαγαν τον εφεσείοντα – εναγόμενο αξιώνοντας το ποσό των £53.652,96, πο[*817]σό που ισοδυναμούσε με το υπόλοιπο του ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού του εφεσείοντος, ο οποίος είχε δημιουργηθεί από τη συμμετοχή του στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», στη βάση του οποίου οι εφεσίβλητοι του παραχώρησαν πιστωτικές διευκολύνσεις με αποκλειστικό σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών.

Οι εφεσίβλητοι, εξασφάλισαν κατόπιν μονομερούς αιτήσεως η οποία στηριζόταν τόσο στα Άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όσο και το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, απαγορευτικό διάταγμα ώστε ο εφεσείων να μην έχει τη δυνατότητα να αποξενώσει το συγκεκριμένο ακίνητο που αναφέρετο στην αίτησή τους. Η εν λόγω μονομερής αίτηση είχε επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει ένσταση. Το Δικαστήριο, εκδίδοντας το προαναφερθέν διάταγμα, διευκρίνισε ότι αυτό κάλυπτε μόνο το μερίδιο του εφεσείοντος, το οποίο ήταν το 1/12 μερίδιο του όλου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υποστήριξε ότι:

1.  Η παράλειψη αναφοράς στο αιτητικό της αίτησης και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ότι ο εφεσείων δεν ήταν ιδιοκτήτης ολόκληρου του επίδικου τεμαχίου, αλλά κατείχε μόνο το 1/12 μερίδιο αυτού, ισοδυναμούσε με παράλειψη ουσιώδους γεγονότος.

2.  Το σχετικό Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας λήφθηκε στις 7.2.2007, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε στις 25.4.2007, δηλαδή προτού οι εφεσίβλητοι καταστούν ενάγοντες, ώστε να δικαιούνται να το εξασφαλίσουν από το Κτηματολόγιο, δυνάμει του Άρθρου 51Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224.

3.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λήψη από τους εφεσίβλητους του προαναφερθέντος Πιστοποιητικού από το Κτηματολόγιο, δεν συνιστούσε παραβίαση των Άρθρων 2, 5 και 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν.138(Ι)/01), είναι εσφαλμένη.

4.  Η παράλειψη των εφεσιβλήτων να αναφέρουν στην αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, συνιστά απόκρυψη με σκοπό την παραπλάνηση του δικαστηρίου.

[*818]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπήρχε περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραπλανηθεί, αφού η ένορκη δήλωση παρέπεμπε στο Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας, το οποίο επισυναπτόταν στην ένορκη δήλωση ως Τεκμήριο Α και από το οποίο φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης μόνο του 1/12 μεριδίου του Τεμαχίου 143.

2.  Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είχε τη δυνατότητα να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία, δυνάμει του Άρθρου 51 Α (2) του Κεφ. 224, μεταξύ άλλων προσώπων που περιλαμβάνονται στον ορισμό του όρου «ενδιαφερόμενο πρόσωπο», και σε εξουσιοδοτημένο δικηγόρο και σε κάθε «πρόσωπο που δεν καθορίζεται με τον τρόπο αυτό στο οποίο ο Διευθυντής ήθελε ειδικά διατάξει την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας».  Με αυτά τα δεδομένα, ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη το σχετικό Πιστοποιητικό Έρευνας.

3.  Το Άρθρο 5(2) του Νόμου 138(Ι)/01 επιτρέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, μεταξύ άλλων, όταν «η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από νόμο». Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είχε υποχρέωση, δυνάμει του Άρθρου 51Α(1), να εκδώσει το σχετικό Πιστοποιητικό, νοουμένου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του Άρθρου 51Α. Επομένως η έκδοση του σχετικού Πιστοποιητικού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβαίνει τις διατάξεις του Άρθρου 5 του Νόμου 138(Ι)/01. Το Άρθρο 12 του Νόμου, το οποίο επίσης επικαλείται ο εφεσείων, δεν είναι σχετικό, εφόσον άπτεται των δικαιωμάτων του εφεσείοντος να γνωρίζει τα προσωπικά δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και τη διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

4.  Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του. Η πλευρά του εφεσείοντος παρέλειψε να ζητήσει όπως αντεξετάσει είτε τον ενόρκως δηλούντα, είτε τον εκτιμητή για το θέμα της αξίας του ακινήτου και ιδιαίτερα του μεριδίου των εφεσειόντων. Δεν προκύπτει η παραπλάνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ή η αποδοχή στοιχείων τα οποία δεν υποστηρίζονταν εκ πρώτης όψεως από μαρτυρία ή η άσκηση της δια[*819]κριτικής του ευχέρειας κατά εσφαλμένο τρόπο κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολωμονίδη, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2535/2007), ημερ. 29.2.2008.

Μ. Φλωρέντζος, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες είναι τραπεζικός οργανισμός και, μεταξύ άλλων, ασχολούνται με δανειοδοτήσεις και παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων. Ο Εφεσείων-Εναγόμενος μετά από αίτησή του τον Μάρτιο του 1999, συμμετείχε στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», στη βάση του οποίου οι Εφεσίβλητοι του παραχώρησαν πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού, με δικαίωμα παρατραβήγματος μέχρι £30.000, με αποκλειστικό σκοπό την αγορά και πώληση χρηματιστηριακών αξιών. Σε κάποιο στάδιο το όριο αυξήθηκε στις £50.000. Για καλύτερη εξασφάλιση των υποχρεώσεών του έναντι των Εφεσιβλήτων, υπέγραψε έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων χρηματιστηριακών αξιών.

Στις 24.8.2006 ο λογαριασμός του Εφεσείοντος παρουσίαζε υπόλοιπο £51.441,84. Οι Εφεσίβλητοι ειδοποίησαν κατ’ επανάληψη τον Εφεσείοντα ότι οι μετοχές που ήταν ενεχυριασμένες, ήταν πολύ χαμηλότερες σε αξία από την υφιστάμενη οφειλή του και τον κάλεσαν, σύμφωνα με τους όρους του Σχεδίου, είτε να παραχωρήσει πρόσθετες εξασφαλίσεις είτε να εξοφλήσει τον λογαριασμό του. Ο Εφεσείων δεν συμμορφώθηκε και οι Εφεσίβλητοι σύμφω[*820]να με τους όρους του Σχεδίου προχώρησαν στην πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, με αποτέλεσμα να εισπράξουν το ποσό των £1.266. Στη συνέχεια, με επιστολή τους τερμάτισαν την πιστωτική διευκόλυνση που του είχαν παραχωρήσει και τον κάλεσαν να εξοφλήσει το υπόλοιπο που προέκυψε μετά τον συμψηφισμό και το οποίο ανερχόταν κατά την 31.3.2007 στις £53.652,96.

Στη συνέχεια, οι Εφεσίβλητοι ενήγαγαν τον Εφεσείοντα για την πιο πάνω οφειλή του. Ταυτόχρονα, καταχώρησαν μονομερή αίτηση, με την οποία ζήτησαν διάταγμα το οποίο να απαγορεύει και/ή εμποδίζει τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο, να πωλήσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει, υποθηκεύσει ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο αποξενώσει το συγκεκριμένο ακίνητο που αναφέρεται στην αίτησή τους. Η αίτηση στηριζόταν τόσο στα Άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όσο και στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

Το Δικαστήριο, θεωρώντας ότι δεν αποδείχθηκε το κατ’ επείγον της αίτησης, διέταξε όπως η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Ο Εφεσείων καταχώρησε γραπτή ένσταση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του με τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση και αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων, έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις τόσο του Άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όσο και του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Έκρινε επίσης, ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των Εφεσιβλήτων και ότι ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.  Διευκρίνισε ότι το διάταγμα κάλυπτε μόνο το μερίδιο του Εφεσείοντος, το οποίο ήταν το 1/12 μερίδιο του όλου. Επιδίκασε επίσης, τα έξοδα της αίτησης, υπέρ των επιτυχόντων Εφεσιβλήτων. Δεν φαίνεται να εξέτασε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του Κεφ. 6, θεωρώντας προφανώς ότι αυτές δεν εφαρμόζονταν.

Ο Εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο, προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε το απαγορευτικό διάταγμα επί του 1/12 μεριδίου του επίδικου ακινήτου, απαγορεύοντας με αυτό τον τρόπο την αποξένωση ή επιβάρυνσή του. Συγκεκριμένα ο δικηγόρος του Εφεσείοντος παραπονείται ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, εφόσον παρέλειψαν να αναφέρουν στο αιτητικό της αιτήσεώς τους και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ότι ο Εφεσείων δεν ήταν ιδιοκτήτης ολό[*821]κληρου του επίδικου τεμαχίου, αλλά κατείχε μόνο το 1/12 μερίδιο. Εσφαλμένα, κατά την άποψή του, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το γεγονός δεν το εμπόδιζε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και ότι δεν χρειαζόταν τροποποίηση του αιτητικού της αίτησης, ώστε να δείχνει επακριβώς το μερίδιο που κατείχε ο Εφεσείων.

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος. Παρά τον γενικό τρόπο που διατυπώθηκε η αναφορά στο αιτητικό της αίτησης για την έκταση της ιδιοκτησίας του Εφεσείοντος, δεν υπήρχε περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο να παραπλανηθεί, αφού η ένορκη δήλωση παρέπεμπε στο Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας, το οποίο επισυναπτόταν στην ένορκη δήλωση ως Τεκμήριο Α και από το οποίο φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο Εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης μόνο του 1/12 μεριδίου του Τεμαχίου 143. Επίσης, στην εκτίμηση του Ξ. Στεφάνου, η οποία επισυναπτόταν ως Τεκμήριο Α στην αίτηση, γίνεται αναφορά στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού άλλων μεριδίων.

Το δεύτερο παράπονο του Εφεσείοντος που διατυπώθηκε στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε καν να λάβει υπόψη το Τεκμήριο Α, καθότι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του, λήφθηκε παράνομα. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος του, το σχετικό Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας λήφθηκε στις 7.2.2007, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε στις 25.4.2007, δηλαδή προτού οι Εφεσίβλητοι καταστούν ενάγοντες, ώστε να δικαιούνται να το εξασφαλίσουν από το Κτηματολόγιο, δυνάμει του Άρθρου 51Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτό το παράπονο. Το Άρθρο 51Α του Κεφ. 224 προβλέπει ότι:-

«51Α.-(1) Ο Διευθυντής παρέχει σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την καταβολή του νενομισμένου τέλους, οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση σε κάθε μητρώο ή άλλο βιβλίο που τηρείται σε κάθε Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» σημαίνει τον κύριο, τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους του, τον κύριο οποιωνδήποτε δέντρων, οικοδομημάτων ή άλλων αντικειμένων επί της γης η οποία ανήκει σε άλλο πρόσωπο και αντίστροφα, το δικαιούχο οποιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας, το πρόσωπο [*822]που ικανοποιεί το Διευθυντή ότι είναι προτιθέμενος αγοραστής ή ενυπόθηκος δανειστής, τον ενάγοντα σε οποιαδήποτε αγωγή κατά του κυρίου της ιδιοκτησίας αυτής, τον εξ επαγγέλματος εκτιμητή ο οποίος θα ήθελε ορισμένες πληροφορίες για τους σκοπούς της εκτίμησης ορισμένης ακίνητης ιδιοκτησίας για υπόθεση που σχετίζεται με αναγκαστική απαλλοτρίωση όπως και δικηγόρο στον οποίο αποδειγμένα έχει ανατεθεί από οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα πρόσωπα να ζητήσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με οποιαδήποτε καταχώρηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) και περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που δεν καθορίζεται με τον τρόπο αυτό στο οποίο ο Διευθυντής ήθελε ειδικά διατάξει την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Μπορεί οι Εφεσίβλητοι κατά το χρόνο έκδοσης του σχετικού Πιστοποιητικού να μην ήταν ακόμη ενάγοντες, αλλά το Άρθρο 51Α(2) του Κεφ. 224 παρείχε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου τη δυνατότητα να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία, μεταξύ άλλων προσώπων που περιλαμβάνονται στον ορισμό του όρου «ενδιαφερόμενο πρόσωπο», και σε εξουσιοδοτημένο δικηγόρο και σε κάθε «πρόσωπο που δεν καθορίζεται με τον τρόπο αυτό στο οποίο ο Διευθυντής ήθελε ειδικά διατάξει την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας». Με αυτά τα δεδομένα, ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη το σχετικό Πιστοποιητικό Έρευνας. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος ότι για σκοπούς έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, ο δικαστής είχε υποχρέωση να αναζητήσει ειδική αιτιολογία εκ μέρους του Διευθυντή, με την οποία να αιτιολογείται ο τρόπος άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Η εξέταση του πρωτόδικου δικαστηρίου στα πλαίσια έγκρισης ή όχι παρεμπίπτοντος διατάγματος, άπτεται θεμάτων ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητικού δικαίου και επομένως ήταν αχρείαστο στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας το πρωτόδικο δικαστήριο να υπεισέλθει σε θέματα που αφορούσαν καθαρά το διοικητικό δίκαιο.

Με τον δεύτερο λόγο, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η λήψη από τους Εφεσίβλητους του Πιστοποιητικού Έρευνας από το Κτηματολόγιο δεν συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων των Άρθρων 2, 5 και 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν. 138(Ι)/01). Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, η έκδοση του Πιστοποιητικού Έρευνας έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 5 του [*823]Νόμου 138(Ι)/2001, αφού η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του Εφεσείοντος δεν ενέπιπτε στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το συγκεκριμένο άρθρο. Επομένως, εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η λήψη της συγκεκριμένης μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν λανθασμένη και παράνομη.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος έφεσης. Το Άρθρο 5(2) του Νόμου 138(Ι)/01 επιτρέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, μεταξύ άλλων, όταν «η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από νόμο». Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είχε υποχρέωση, δυνάμει του Άρθρου 51Α(1), να εκδώσει το σχετικό Πιστοποιητικό, νοουμένου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του Άρθρου 51Α. Επομένως η έκδοση του σχετικού Πιστοποιητικού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβαίνει τις διατάξεις του Άρθρου 5 του Νόμου 138(Ι)/01. Το Άρθρο 12 του Νόμου, το οποίο επίσης επικαλείται ο Εφεσείων, δεν είναι σχετικό, εφόσον άπτεται των δικαιωμάτων του Εφεσείοντος να γνωρίζει τα προσωπικά δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και τη διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, και διαφορετική να ήταν η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου σημείου, εν πάση περιπτώσει δεν θα επηρεαζόταν η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αφού ήταν παραδεχτό από τον Εφεσείοντα ότι ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης του 1/12 μεριδίου (βλ. παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσής του). Επομένως, ακόμα και αν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν λάμβανε υπόψη το Πιστοποιητικό Έρευνας, θα μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του Εφεσείοντος για την έκταση της ιδιοκτησίας του.

Ο τρίτος λόγος αφορά στην εσφαλμένη, κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντος, αποδοχή της εκτίμησης του εκτιμητή των Εφεσιβλήτων. Όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, ο εκτιμητής δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες περιοχές και ότι η αξία της γης δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η παράλειψη των Εφεσιβλήτων να αναφέρουν στην αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, συνιστά απόκρυψη με σκοπό την παραπλάνηση του δικαστηρίου. Κατά την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του ακριβή στοιχεία για την αξία του ακινήτου.

[*824]Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση με τη μονομερή διαδικασία, ώστε να εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση οι σχετικές αρχές για πλήρη αποκάλυψη (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597 και Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχου Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606). Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του. Η πλευρά του Εφεσείοντος παρέλειψε να ζητήσει όπως αντεξετάσει είτε τον ενόρκως δηλούντα, είτε τον εκτιμητή για το θέμα της αξίας του ακινήτου και ιδιαίτερα του μεριδίου των Εφεσειόντων. Δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραπλανήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ή ότι έλαβε στοιχεία τα οποία δεν υποστηρίζονταν εκ πρώτης όψεως από μαρτυρία ή ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατά τρόπο εσφαλμένο.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο