Oργανισμός Xρηματοδοτήσεως Tραπέζης Kύπρου Λτδ ν. Xρίστου Xαρίδη (2011) 1 ΑΑΔ 825

(2011) 1 ΑΑΔ 825

[*825]11 Μαΐου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 3.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 50/2010)

 

Πολιτική Δικονομία ― Τροποποίηση δικογράφων ― Αίτηση για τροποποίηση τίτλου αγωγής και υποκατάσταση διαδίκου ― Επιτυχία αίτησης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται με φειδώ ― Η καθυστέρηση στην υποβολή της σχετικής αίτησης συνιστά αρνητικό παράγοντα ― Απαιτείται δε η παροχή ικανοποιητικών εξηγήσεων για την καθυστέρηση.

Πολιτική Δικονομία ― Εκχώρηση δικαιωμάτων ή μεταβίβαση τίτλου εκκρεμούσας αγωγής ― Δυνατότητα συνέχισης της αγωγής από το πρόσωπο το οποίο απέκτησε τον τίτλο ή το δικαίωμα ― Δ.12, κ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Ποία η ακολουθητέα διαδικασία συνέχισης της διαδικασίας μεταξύ νέου και υφιστάμενου διάδικου.

Πολιτική Δικονομία ― Ένσταση σε αίτηση ― Ανάγκη συμμόρφωσης προς τη Δ.48, κ.4(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε στις 23.12.1999.

Αγωγή ― Εκχώρηση δικαιωμάτων αγωγής ― Δ.12, κ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερομηνίας 13.12.2005, εκδοθέντος στη βάση του περί Εταιρειών Νόμου, μεταβιβάστηκε ολόκληρη η επιχείρηση, ιδιοκτησία, δικαιώματα και υποχρεώσεις των εναγόντων – εφεσειόντων (στο εξής οι εφεσείοντες) στην εταιρεία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ» (στο εξής η αιτήτρια τράπεζα) και έγινε ταυτόχρονα η διάλυση των εφεσειόντων χωρίς εκκαθάριση. Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος 3 (στο εξής ο εφεσίβλητος) ήταν εγγυητής μαζί με τον ενα[*826]γόμενο 2 της πρωτοφειλέτιδας εναγόμενης 1 σε συμφωνίες ενοικιαγοράς μεταξύ της πρωτοφειλέτιδας και των εφεσειόντων. Οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν αποδεχθεί την απαίτηση που είχε εγερθεί από τους εφεσείοντες για οφειλόμενα ενοίκια δυνάμει συμφωνιών ενοικιαγοράς και εκδόθηκε εναντίον τους απόφαση εκ συμφώνου κατά το 2005. Η εκδίκαση της αγωγής η οποία είχε αρχίσει κατά την 17.9.2009, περιοριζόταν στην προώθηση της απαίτησης εναντίον του εναπομείναντος εναγόμενου 3 εφεσίβλητου, εγγυητή. Τότε εγέρθηκε θέμα ως προς την ύπαρξη του ορθού διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου οπόταν και καταχωρήθηκε αίτηση εκ μέρους της αιτήτριας τράπεζας με την οποία αξιωνόταν τροποποίηση, τόσο του τίτλου της αγωγής, όσο και κάποιων παραγράφων της έκθεσης Απαίτησης. Η αίτηση είχε ως νομική βάση κατά κύριο λόγο τη Δ.12, Δ.25, κ.1, 2, 3, 5 και 6, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση υπαλλήλου της αιτήτριας τράπεζας. Ο ομνύων αναφερόταν στο προαναφερθέν δικαστικό διάταγμα ημερομηνίας 13.12.2005 και υποστήριζε ότι οι πιο πάνω εξελίξεις, καθιστούσαν αναγκαία την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ώστε οι εφεσείοντες να αντικατασταθούν με την «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», ήτοι, την αιτήτρια τράπεζα, εκ Λευκωσίας. Κατέστη επίσης αναγκαίο όπως τροποποιηθεί και η έκθεση Απαίτησης για να συνάδουν τα γεγονότα που αναφέρονταν σ’ αυτή με την τωρινή κατάσταση πραγμάτων. Σύμφωνα πάντα με τον ομνύοντα, η αιτούμενη τροποποίηση ήταν τυπική και γινόταν «νόμιμα και αμέσως μόλις εκρίθη αναγκαία ....»

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε γραπτή ένσταση στηριζόμενη στους ίδιους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως και η αίτηση και δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία δεν ενέκρινε το προβληθέν αίτημα και απέρριψε την αίτηση με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η διάλυση των εφεσειόντων Ο.Χ.Τ.Κ. Λτδ είχε γίνει κατά το 2005 ενώ η υπό εξέταση αίτηση υποβλήθηκε κατά το 2009 χωρίς η αιτήτρια τράπεζα να δώσει εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η κατάσταση δεν διαφοροποιείτο από την έκδοση του διατάγματος ημερ. 13.12.2005 με βάση την περί Εταιρειών αίτηση, δεδομένου ότι για τη συνέχιση των νομικών διαδικασιών απαιτείτο η έγκαιρη λήψη περαιτέρω αναγκαίων διαβημάτων εκ μέρους της αιτήτριας τράπεζας.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

[*827]1.      Η ένσταση παραβίαζε τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, αφού δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα τον παράγοντα της καθυστέρησης της υποβολής της αίτησης και της μη επαρκούς αιτιολόγησής της.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Κληρίδη, Δ., συμφωνούντος και του Νικολάτου, Δ.:

1.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, κ.4(1) δεν είναι απαραίτητο όπως μια Ένσταση  συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, παρά μόνο σε ένορκη δήλωση παρατίθενται οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία η Ένσταση βασίζεται και τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας. Επομένως, αυτή καθ’ αυτή η παράλειψη καταχώρησης συνοδευτικής ένορκης δήλωσης δεν είναι μοιραία, πλην όμως θα είχε ως αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη κατ’ ένσταση μόνο όσα γεγονότα ήταν εμφανή από το φάκελο της αγωγής. Η κανονικότητα όμως της Ένστασης πάσχει λόγω του γεγονότος ότι στο κυρίως σώμα της Ένστασης δεν εξειδικευόταν κανένας Λόγος Ένστασης, κατά παράβαση της Δ.48, κ.4(1). Σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες της Διαταγής αυτής, η οποία τροποποιήθηκε στις 23.12.1999, κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και «θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης». Και οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή στο φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις. Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στα οποία αυτοί στηρίζονται. Ο συγκεκριμένος δε Τύπος 47 με τον οποίο πρέπει να συνάδει κάθε Ένσταση, ρητά απαιτεί την παράθεση εξειδικευμένων λόγων ένστασης. Ο εφεσίβλητος στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εξειδίκευσε ή παρέθεσε κανένα λόγο ένστασης παρά μόνο πρόβαλε κάποια γεγονότα και κάποιους ισχυρισμούς που κατέγραψε στο κυρίως σώμα της Ένστασής του.

2.  Παρ’ όλη την πεποίθηση της αιτήτριας τράπεζας ότι δεν απαιτείτο άλλο δικονομικό διάβημα, αφού είχε εξασφαλίσει το γενικής εφαρμογής Διάταγμα ημερ. 13.12.2005 με την αίτησή της δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, όταν τέθηκε θέμα αμφισβήτησης ύπαρξης του ορθού διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου, τότε υπέβαλε την αίτησή της για τροποποίηση, χωρίς αργοπορία.

     Δεν φαίνεται επομένως να σημειώθηκε οποιαδήποτε μη καλόπιστη καθυστέρηση ή οποιαδήποτε αργοπορία μετά που διαφάνηκε η [*828]αναγκαιότητα για λήψη του συγκεκριμένου διαβήματος, η δε αιτιολογία για τη μη λήψη του διαβήματος νωρίτερα, ήταν εμφανής τόσο μέσω της προηγηθείσας διαδικασίας, όσο και μέσω της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης.

3.  Το Δικαστήριο εκαλείτο με την αίτηση της αιτήτριας τράπεζας όπως υποκαταστήσει το όνομα του ενός διαδίκου από άλλο και αυτό μπορούσε να γίνει δικονομικά στη βάση τόσο της Διαταγής 12 όσο και της Διαταγής 25 στις οποίες βασιζόταν η αίτηση και θα είχε ως αποτέλεσμα τη νόμιμη συνέχιση της διαδικασίας από το νέο διάδικο. Παραχωρουμένης δηλαδή της θεραπείας τροποποίησης του ονόματος του διαδίκου, εγκρινόταν η υποκατάστασή του και παρείχετο συνακόλουθα και η άδεια για συνέχιση της διαδικασίας από τον ίδιο, την οποία και εδικαιούτο.

4.  Όπως οι ίδιες οι πρόνοιες της Δ.12, κ.3 αναφέρουν, σε περίπτωση εκχώρησης δικαιωμάτων ή μεταβίβασης τίτλου εκκρεμούσας αγωγής, η αγωγή μπορεί να συνεχισθεί από το πρόσωπο το οποίο απέκτησε τον τίτλο ή το δικαίωμα. Σχετική δε αίτηση υποβάλλεται για σκοπούς δικονομικής τάξης, ενώ σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, κ.8(1)(p) η αίτηση για άδεια συνέχισης διαδικασίας μεταξύ υφιστάμενου και νέου διάδικου μπορεί να γίνει μονομερώς (ex parte).

Υπό Νικολαΐδη, Δ.:

1.  Η καθυστέρηση δεν ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση για τροποποίηση. Η αναφορά στην καθυστέρηση γίνεται συμπληρωματικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ένα λακωνικό και διακριτικό τρόπο επισημαίνει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν η πρέπουσα, υπενθυμίζοντας ότι η αιτήτρια εταιρεία, δηλαδή η Τράπεζα Κύπρου, θα μπορούσε να ζητήσει να υποκατασταθεί στα δικαιώματα των εφεσειόντων, επικαλούμενη τη Δ.12. Η Δ.12 αναφέρεται στην αλλαγή διαδίκων, λόγω θανάτου ή πτώχευσης ενός των διαδίκων. Παρ’ όλον ότι στη νομική βάση της παρούσας αίτησης, αναφέρεται και η Δ.12, εν τούτοις είναι προφανές ότι δεν αξιώνεται θεραπεία για αντικατάσταση διάδικου, αλλά μόνο για τροποποίηση των δικογράφων.

2.  Δεν υπάρχει αιτούμενη θεραπεία για αντικατάσταση διαδίκου βάσει της Δ.12. Μόνο θεραπείες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης.

3.  Τα γεγονότα της υπόθεσης μπορούσαν εύκολα να διαπιστωθούν από το φάκελο της υπόθεσης. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο δεν [*829]εμποδίζετο από του να εξετάσει το επιχείρημα του εφεσίβλητου για τη δημιουργηθείσα καθυστέρηση, μόνο και μόνο επειδή ο σχετικός ισχυρισμός δεν πήρε τη μορφή ένορκης δήλωσης. Εξ άλλου δεν είναι απαραίτητο όπως η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, εκτός αν η ένσταση βασίζεται σε γεγονότα που δεν είναι προφανή στο φάκελο. Ακριβώς δε, στην παρούσα υπόθεση τα σχετικά γεγονότα ήταν προφανή, εξ ου και το Δικαστήριο αναφέρεται σ’ αυτά με μεγάλη λεπτομέρεια.

4.  Η αναγκαιότητα αλλαγής των εφεσειόντων – εναγόντων ή τροποποίησης των δικογράφων, συνιστούσαν καθήκον των εφεσειόντων οι οποίοι, πράγματι, παρέλειψαν να εκπληρώσουν τις δικονομικές τους υποχρεώσεις, παρά το ότι είχαν παρέλθει τέσσερα χρόνια από την αλλαγή στο υφιστάμενο νομικό καθεστώς.

5.  Η δικαιολογία των εφεσειόντων ότι δεν αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της αίτησης, δεν συνιστά ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση. Περαιτέρω το κύριο δικονομικό διάβημα που έπρεπε να ληφθεί, μαζί με την αίτηση για τροποποίηση, ήταν η αίτηση για αλλαγή διάδικου.

6.  Εκείνο το οποίο θα έπρεπε πρώτα να διερευνηθεί ήταν το κατά πόσο χωρίς προηγούμενη άδεια συμμετοχής στη διαδικασία, η αιτήτρια τράπεζα είχε καν δικαίωμα να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση.

7.  Με το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 13.12.2005 διατάσσεται η συνέχιση από την Τράπεζα Κύπρου όλων των διαδικασιών που εκκρεμούν από ή εναντίον των εφεσειόντων. Η αναφορά όμως αυτή του διατάγματος είναι γενική και έγινε μέσα στα πλαίσια της αναγκαίας από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, επικύρωσης από Δικαστήριο του ειδικού ψηφίσματος που είχε υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση. Μια όμως τόσο γενική αναφορά που σκοπό είχε τη δικαστική επικύρωση της εκχώρησης της επιχείρησης των εφεσειόντων στην Τράπεζα Κύπρου, δεν μπορεί να δεσμεύει κάθε αντίδικό τους, χωρίς προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάσθηκαν υπέρ των εφεσειόντων, ενώ τα έξοδα της αίτησης και οποιαδήποτε έξοδα χάθηκαν, επιδικάσθηκαν εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

[*830]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92,

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44,

C. & A. Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075,

Κουή v. Χριστοδούλου (2010) 1 A.A.Δ. 401.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσία (Λυκούργου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 5502/2005), ημερ. 29.1.2010.

Στ. Πολυβίου (κα) με Μ. Ναθαναήλ (κα), για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει ο Κληρίδης Δ.. Με αυτή συμφωνεί ο Νικολάτος Δ.. Εγώ θα εκδώσω χωριστή απόφαση.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είχε αρχίσει κατά την 17.9.2009 μετά από αρκετές αναβολές, η ακρόαση της Αγωγής Αρ. 5502/05 η οποία αφορούσε σε διεκδίκηση ποσού £16.293,09 από τον ενάγοντα Οργανισμό Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ως υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει συμφωνιών ενοικιαγοράς και εγγύησης. Η εναγομένη 1 εγκαλείτο ως πρωτοφειλέτιδα, οι δε εναγόμενοι αρ. 2 και 3 ως εγγυητές. Οι εναγόμενοι 1 και 2 αποδέχθηκαν την απαίτηση και εκδόθηκε εναντίον τους απόφαση εκ συμφώνου κατά το 2005. Η εκδίκαση της αγωγής η οποία άρχισε κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, περιοριζόταν στην προώθηση της απαίτησης εναντίον του εναπομείναντος εναγομένου 3 – εγγυητή. Ορκίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η Μ.Ε.1 υπάλληλος των εναγόντων, από την οποία και ζητήθηκε να παρουσιάσει τη δήλωση της ως κύρια εξέταση και να καταθέσει στο Δικαστήριο κάποια τεκμήρια. Διεξήχθηκε τότε ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του συνηγόρου του εναγόμενου 3, του Δικαστηρίου και της συνηγόρου των εναγόντων:

[*831]«κ. Χατζηϊωάννου: Θέλω να μελετήσω τα έγγραφα που θα κατατεθούν ως τεκμήρια. Γιατί μπορεί να φέρω ένσταση και δεν είμαι έτοιμος τώρα.

Δικαστήριο: Χρειάζεται να διακόψουμε για λίγο για να μελετήσετε τα έγγραφα;

κ. Χατζηϊωάννου: Μα τώρα που βλέπω τα έγγραφα οι ενάγοντες είναι ανύπαρκτοι.

κα Μιχαηλίδου: Η εταιρεία έχει διαλυθεί. Ο συνάδελφος εγείρει θέμα ότι δεν μπορεί να τεθεί το θέμα ως οργανισμός. Είχαμε μία συνδιαβούλευση κατά πόσο μπορεί να γίνει τροποποίηση. Όμως η θέση μου είναι ότι από τη στιγμή που έχουν μεταφερθεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις δεν χρειάζεται. Δεν έχουμε ακόμη ειδοποιήσει τον Πρωτοκολλητή. Ως εκ τούτου ζητώ αναβολή για να ειδοποιήσουμε τον Πρωτοκολλητή.

κ. Χατζηϊωάννου: Όμως η εταιρεία έχει διαλυθεί. Έχει εκχωριστεί στην τράπεζα η όλη ύπαρξη.

Δικαστήριο: Υφίστανται σήμερα οι ενάγοντες με άλλο όνομα ή έχουν διαλυθεί;

κ. Χατζηϊωάννου: Όχι. Υπάρχει διάταγμα διάλυσης και ότι θα συνεχίσουν με την Τράπεζα Κύπρου. Θα αλλάξει ο ενάγοντας.

Δικαστήριο: Δηλαδή δεν πρόκειται απλώς για μεταβολή της ονομασίας των εναγόντων. Πόσες μέρες χρειάζεστε για να δείτε το θέμα της συνέχισης της διαδικασίας;

κα Μιχαηλίδου: Από τη στιγμή που δεν έχει αναφερθεί στην υπεράσπιση όμως;

Δικαστήριο: Αυτό δεν έχει να κάνει με την υπεράσπιση. Αυτό το ελέγχω και εγώ αυτεπαγγέλτως. Αν είναι φυσικό πρόσωπο και το πρόσωπο είναι εντάξει. Όμως, αν είναι νομικό πρόσωπο, εγώ βασίζομαι σε μαρτυρία. Υπάρχει ενώπιόν μου ένα γεγονός για αμφισβήτηση ύπαρξης διαδίκου.

κα Μιχαηλίδου: Ζητώ χρόνο για να δω πως θα εξελιχθεί.

Δικαστήριο: Η αγωγή παραμένει για οδηγίες στις 30.9.09 στις 9:00. Οιαδήποτε αίτηση από πλευράς των εναγόντων να καταχωριστεί εν τω μεταξύ και να οριστεί τότε ........»

[*832]Μετά την πιο πάνω εξέλιξη και την πρόωρη διακοπή της διαδικασίας, υποβλήθηκε από τους ενάγοντες αίτηση η οποία αποσκοπούσε στο να καλύψει το θέμα που ηγέρθηκε ως προς την ύπαρξη του ορθού διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου.

Αιτητές στην υποβληθείσα αίτηση ήταν η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και με το αιτητικό της εζητείτο η ακόλουθη θεραπεία:

«Α. Διάταγμα με το οποίο να τροποποείται ο τίτλος της υπό τον ως άνω αριθμό αγωγής και των συναφών δικογράφων δια της απαλείψεως του ονόματος των εναγόντων ως «Οργανισμός Χρημ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ» και αντικατάστασής τους με τους «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, εκ Λευκωσίας».

Β. Διάταγμα με το οποίο να τροποποιείται η Έκθεση Απαίτηση ως ακολούθως:

1.  Διαγραφή της παραγράφου 1 της Έκθεσης Απαίτησης και αντικατάστασής της με τα ακόλουθα:

«1.(α) Οι ενάγοντες είναι τραπεζίτες και καθ’ όλον τον ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο διεξήγαγαν και διεξάγουν τραπεζικές εργασίες σε ολόκληρη την Κύπρο με κεντρικά γραφεία στη Λευκωσία. Μέχρι την 11.7.04 οι ενάγοντες λειτουργούσαν με το όνομα «Τράπεζα Κύπρου Λτδ» και από τις 12.7.04 οι ενάγοντες έχουν μετονομασθεί σε «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ».

(β) Ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν χρηματοδοτικός οργανισμός και διεξήγαγε εργασίες σε όλη την Κύπρο.

(γ) Δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 13.12.05 στην Αίτηση με Αρ. 531/05 του Ε.Δ. Λευκωσίας το οποίο καταχωρήθηκε νομίμως και δεόντως στις 2.1.06 στον Έφορο Εταιρειών, ολόκληρη η επιχείρηση και ή ιδιοκτησία και ή υποχρεώσεις και ή δικαιώματα συμπεριλαμβανομένων και συμβολαίων ενοικιαγοράς του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ μεταβιβάστηκαν και ή εκχωρήθηκαν και ή ανατέθηκαν και ή παραχωρήθηκαν στους ενάγοντες.

[*833](δ) Δυνάμει του πιο πάνω αναφερομένου διατάγματος ημερ. 13.12.05 ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ διαλύθηκε χωρίς εκκαθάριση σύμφωνα με το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης ως το ψήφισμα που υιοθετήθηκε κατά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση του Μετόχου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ που έλαβε χώρα κατά την 30η Νοεμβρίου, 2005.»

2.(α) Τροποποίηση της παραγράφου 2 της Έκθεσης Απαίτησης και αντικατάστασή της ως ακολούθως:

«Δυνάμει εγγράφου συμφωνίας γενομένης εν Λευκωσίας την 11.6.04 μεταξύ του Οργανισμού Χρημ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, (εν τοις εφεξής καλούμενος ως ο «Οργανισμός») και των εναγομένων συνεφωνήθη όπως ο Οργανισμός – ιδιοκτήτης ενοικιάσει εις το εναγόμενο 1 – ενοικιαστή υπό την εγγύηση και/ή κάλυψη των εναγομένων 2 & 3, και όπως ο εναγόμενος 1 – ενοικιαστής παραλάβει από τον Οργανισμό – ιδιοκτήτη, υπό την εγγύηση και/ή κάλυψη των εναγομένων 2 & 3, τον εξοπλισμό οικίας και Ινστιτούτου ως τα επισυνημμένα τιμολόγια Αρ. 08652/ 08653 αντί του συμφωνηθέντος ποσού των £12.000 πλέον £5.485,04 κόστος Πίστωσης πλέον £28,24 χαρτόσημα, υπό τους κάτωθι κυρίως όρους.»

(β) Διαγραφή της φράσης 2η γραμμή της υποπαραγράφου 2Δ της εν λόγω παραγράφου «εις τους ενάγοντες» και αντικατάστασης της με τη φράση «στον Οργανισμό».»

Εζητούντο περαιτέρω όπως εγκριθούν και άλλες συναφείς τροποποιήσεις σε διάφορα σημεία της Έκθεσης Απαίτησης που είχαν σχέση με την επελθούσα αλλαγή στο νομικό πρόσωπο που θα συνέχιζε τη δικαστική διαδικασία στην προαναφερθείσα αγωγή.

Στην αίτηση της Τράπεζας παρετίθετο ως νομική βάση κατά κύριο λόγο οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.12, Δ.25, κ. 1, 2, 3, 5 και 6. Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση υπαλλήλου της αιτήτριας Τράπεζας. Ο ομνύων αναφερόταν σε Διάταγμα που είχε εκδώσει ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατά την 13.12.2005 στην Αίτηση Αρ. 531/2005. Η αίτηση εκείνη είχε γίνει στη βάση των Άρθρων 60, 65, 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και αφορούσε σε επικύρωση προταθέντος Σχεδίου Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης του ενάγο[*834]ντος Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λίμιτεδ (Ο.Χ.Τ.Κ.) με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (Τ.Κ.Δ.Ε.). Με το εκδοθέν διάταγμα επικυρώθηκε το προταθέν Σχέδιο το οποίο, κατά κύριο λόγο, προνοούσε για την εκχώρηση και τη μεταβίβαση από τον Ο.Χ.Τ.Κ. Λτδ όλης της επιχείρησης, της ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του προς την Τ.Κ.Δ.Ε. Λτδ. Μεταξύ δε των πολλών προνοιών του εκδοθέντος διατάγματος περιλαμβάνονταν και οι ακόλουθες:

«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ δυνάμει του παρόντος διατάγματος την συνέχιση από και ή εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ πάντων των νομικών διαδικασιών που εκκρεμούν από και ή εναντίον του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ κατά την ημερομηνία υλοποίησης του Σχεδίου Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ δυνάμει του παρόντος διατάγματος όπως εγκριθεί και δη δια του παρόντος εγκρίνεται η διάλυση του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ χωρίς εκκαθάριση, σύμφωνα με το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης, ως το ψήφισμα που υιοθετήθηκε κατά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση του Μετόχου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ που έλαβε χώρα κατά την 30ην Νοεμβρίου, 2005.»

Αντίγραφο του προαναφερθέντος διατάγματος επισυναπτόταν στην ένορκη δήλωση του ομνύοντος στην οποία, όπως προστίθετο, ο Ο.Χ.Τ.Κ. Λτδ διαλύθηκε χωρίς εκκαθάριση σύμφωνα με το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης και σαν συνέπεια της εκχώρησης και μεταβίβασης όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του προς την Τ.Κ.Δ.Ε. Λτδ, κατέστη αναγκαίο όπως τροποποιηθεί ο τίτλος της αγωγής και αντικατασταθούν οι ενάγοντες με τους αιτητές. Κατέστη επίσης αναγκαίο όπως τροποποιηθεί και η έκθεση Απαίτησης για να συνάδουν τα γεγονότα που αναφέρονταν σ’ αυτή με την τωρινή κατάσταση πραγμάτων. Σύμφωνα πάντα με τον ομνύοντα, κατόπιν νομικής συμβουλής από τους νομικούς συμβούλους των αιτητών, η αιτούμενη τροποποίηση ήταν τυπική και γινόταν «νόμιμα και αμέσως μόλις εκρίθη αναγκαία .....»

Ο εναγόμενος 3 καταχώρησε γραπτή Ένσταση στην αίτηση της Τ.Κ.Δ.Ε. Λτδ. Η ένσταση βασιζόταν στους ίδιους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως και η αίτηση και δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση. Όπως αναφερόταν στο κυρίως σώμα της [*835]Ένστασης, τα γεγονότα στα οποία αυτή στηριζόταν φαίνονταν στο φάκελο του Δικαστηρίου, και παρατίθεντο στο σώμα της Ένστασης 12 συνολικά τέτοια γεγονότα και/ή ισχυρισμοί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εξεδίκασε την αίτηση, εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία δεν ενέκρινε το προβληθέν αίτημα και απέρριψε την αίτηση με έξοδα υπέρ του εναγόμενου 3.

Η ορθότητα της ενδιάμεσης εκείνης απόφασης αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Στην εκκαλούμενη απόφαση, γίνεται κατ’ αρχάς μια λεπτομερής παράθεση της χρονολογικής εξέλιξης της αγωγής, των αναβολών που είχαν παραχωρηθεί και τους λόγους για τους οποίους είχαν αυτές ζητηθεί. Το Δικαστήριο δε, προβαίνει ακολούθως στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Πράγματι, η διάλυση των εναγόντων δεν οδηγεί, αφ’ εαυτής, στην εξάλειψη του επίδικου αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον του καθ’ ου η αίτηση. Αυτό θα μπορούσε να επιβιώσει και να συνεχίσει να αποτελεί το αντικείμενο αντιδικίας. Οι αιτητές, ως νόμιμοι διάδοχοι των εναγόντων (δυνάμει του διατάγματος ημερ. 13.12.05), θα μπορούσαν να ζητήσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να επιτύχουν να υποκατασταθούν, στα πλαίσια της προκείμενης δικαστικής διαδικασίας, στη θέση των εναγόντων. Την περίπτωση ρυθμίζει η Δ.12, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης.

Οι αιτητές θα μπορούσαν, επίσης, να ζητήσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να επιτύχουν την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής καθώς και της έκθεσης απαίτησης, ως την επιδιώκουν δια της αίτησης. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παρουσιάζονται, πράγματι, τυπικές. Ούτε η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας θα δημιουργούσε, κατ’ αρχήν, ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης [Φοινιώτης v. Greenmar (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33]. Έχει παγίως νομολογηθεί πως ακόμη και μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας είναι δυνατή η επιδίωξη τροποποίησης δικογράφου.»

Για να προχωρήσει όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο και να προσθέσει τα εξής:

«Όμως, σε τέτοια περίπτωση η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ. Απαιτείται δε η παροχή εξηγή[*836]σεων για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης ...»

Ακολούθως δε, το Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογιακές αρχές που διέπουν τα της καθυστέρησης στην υποβολή αιτήσεων για τροποποίηση και τα της μη παροχής ικανοποιητικών εξηγήσεων γι’ αυτήν, ως παράγοντα αρνητικού στην έγκριση τέτοιων αιτημάτων. Αφού δε διαπίστωσε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η διάλυση του ενάγοντα Ο.Χ.Τ.Κ. Λτδ είχε γίνει κατά το 2005 ενώ η υπό εξέταση αίτηση υποβλήθηκε κατά το 2009, σημείωσε ότι για τη μεγάλη αυτή αργοπορία τους για 4 σχεδόν χρόνια, οι αιτητές δεν παρέσχαν εξήγηση και απέρριψε την αίτηση προσθέτοντας πως ούτε και το γεγονός ότι το διάταγμα ημερ. 13.12.2005 με βάση την περί Εταιρειών αίτηση διαφοροποιούσε την κατάσταση, δεδομένου ότι για τη συνέχιση των νομικών διαδικασιών απαιτείτο η έγκαιρη λήψη περαιτέρω αναγκαίων διαβημάτων εκ μέρους των αιτητών.

Ένας από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης αναφέρεται στο γεγονός ότι η Ένσταση του εφεσίβλητου δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

1ος Λόγος Έφεσης – Το γεγονός ότι η Ένσταση δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση.

Όπως υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, το Δικαστήριο αδιαφόρησε για το γεγονός ότι η Ένσταση δεν υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση και αντί να την αγνοήσει και απορρίψει, έλαβε υπόψη του τους εκτιθέμενους επί της Ένστασης λόγους.

Αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει εφ’ όσον σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, κ. 4(1) δεν είναι απαραίτητο όπως μια Ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, παρά μόνο σε ένορκη δήλωση παρατίθενται οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία η Ένσταση βασίζεται και τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας. Επομένως, αυτή καθ’ αυτή η παράλειψη καταχώρησης συνοδευτικής ένορκης δήλωσης δεν είναι μοιραία, πλην όμως θα είχε ως αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη κατ’ ένσταση μόνο όσα γεγονότα ήταν εμφανή από το φάκελο της αγωγής.

Όμως, βρισκόμενοι στο σημείο τούτο θα πρέπει να εντοπίσουμε μια άλλη σοβαρή παράλειψη η οποία καθάπτετο της κανονικότητας της Ένστασης. Αυτή αναφέρεται στο γεγονός ότι στο κυρίως σώμα της Ένστασης, κατά παράβαση της Δ.48, κ.4(1) δεν εξειδικευόταν κανένας Λόγος Ένστασης. Σύμφωνα με τις επιτακτικές [*837]πρόνοιες της Διαταγής αυτής, η οποία τροποποιήθηκε στις 23.12.1999, κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και «θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης». Και οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή στο φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις. Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στα οποία αυτοί στηρίζονται. Ο συγκεκριμένος δε Τύπος 47 με τον οποίο πρέπει να συνάδει κάθε Ένσταση, ρητά απαιτεί την παράθεση εξειδικευμένων λόγων ένστασης ως εξής:

«Η ένσταση βασίζεται (α) ...............

Οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης είναι οι ακόλουθοι: ........»

Εδώ όμως, ο εφεσίβλητος δεν εξειδίκευσε ή παρέθεσε κανένα λόγο ένστασης παρά μόνο πρόβαλε κάποια γεγονότα και κάποιους ισχυρισμούς που κατέγραψε στο κυρίως σώμα της Ένστασής του.

Στην απόφασή του το Εφετείο στην υπόθεση Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92, είχε τονίσει τα εξής σχετικά:

«... Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή. Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιους ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.»

Πέραν όμως της πιο πάνω επισήμανσης, στην υπό εξέταση περίπτωση δεν θα πρέπει να δοθεί συνέχεια στο θέμα τούτο, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον άλλης πτυχής που αφορά την κανονικότητα της Ένστασης και επειδή ούτε πρωτόδικα ηγέρθηκε το θέμα τούτο με τον ακριβή τρόπο που έχουμε επισημάνει. Παρόμοια προσέγγιση είχε γίνει άλλωστε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Σοφοκλέους v. Ταβελούδη (ανωτέρω).

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους προβληθέντες Λόγους Έφεσης αρ. 2 και 3.

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 και 3. Η ύπαρξη και σημασία του Διατάγματος [*838]ημερ. 13.12.2005 και ο παράγοντας της καθυστέρησης και μη επαρκούς δικαιολόγησης της.

Αρχίζοντας με το θέμα της υπέρμετρης αργοπορίας των εφεσειόντων να υποβάλουν την αίτησή τους, όπως την επεσήμανε και έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε τα ακόλουθα:

Είναι φανερό από την περικοπή την οποία παραθέσαμε προηγουμένως από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, ότι το Δικαστήριο απέδωσε σ’ αυτόν τον παράγοντα αποφασιστική σημασία. Οι επισημάνσεις του Δικαστηρίου ότι οι αιτητές ως νόμιμοι διάδοχοι των εναγόντων δυνάμει Διατάγματος θα μπορούσαν να επιτύχουν να υποκαταστήσουν τους ενάγοντες, ότι την περίπτωση ρυθμίζει η Δ.12 η οποία περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης, ότι οι αιτητές θα μπορούσαν να ζητήσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να επιτύχουν την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της Απαίτησης «ως την επιδιώκουν δια της αίτησης», και ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παρουσιάζονται πράγματι τυπικές, καταδεικνύουν, και ορθά, ότι εξαιρουμένου του θέματος της αργοπορίας, του οποίου η εξέταση ακολούθησε τις πιο πάνω επισημάνσεις, η αίτηση θα μπορούσε να είχε εγκριθεί. Το αίτημα όμως απορρίφθηκε λόγω της αργοπορίας την οποία επεσήμανε το Δικαστήριο και την παράλειψη δικαιολόγησής της.

Κατά την άποψή μας αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.

Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, επιβεβαιώθηκε κατ΄αρχάς η λεγόμενη σύγχρονη τάση της νομολογίας όπως τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμη και αν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση εκείνη, η αγωγή είχε καταχωρηθεί κατά το 1986 ενώ το συγκεκριμένο αίτημα τροποποίησης υποβλήθηκε κοντά το 1998, δηλαδή περί τα 12 χρόνια αργότερα και ενώ η ακρόαση είχε προηγουμένως αρχίσει και διεξαχθεί μερικώς δύο φορές αλλά διατάχθηκε η εξ υπαρχής ακρόαση λόγω διορισμού των εκδικαζόντων Προέδρων ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση και εγκρίνοντας την αίτηση επεσήμανε και τα εξής:

[*839]

«Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση. Η έννοια της καθυστέρησης προϋποθέτει βέβαια τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας. Αυτή τη δυνατότητα θα πρέπει εδώ, σε επίπεδο θεωρητικό, να την υποθέσουμε. Διότι θα έπρεπε εξ αρχής να ήταν γνωστή στο συνήγορο των εφεσειόντων η δικονομική ανάγκη για την παροχή λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου. Που σημαίνει πως υπήρξε σφάλμα. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε, καθώς μας φαίνεται, να οφειλόταν σε ο,τιδήποτε άλλο από εκείνο που ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόσφερε ως εξήγηση στο Δικαστήριο, ήτοι, ότι τελούσε με την αντίληψη, βάσει της δικής του πείρας, πως δεν αναμενόταν και δεν χρειαζόταν η έκθεση λεπτομερειών των διατάξεων και κανόνων του αλλοδαπού δικαίου. Η πρωτόδικη άποψη ότι η εν λόγω εξήγηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική νομίζουμε πως δεν εδικαιολογείτο. Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπήρχε ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.»

Κατά παρόμοιο τρόπο όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση, στην υπό εξέταση περίπτωση καθίσταται φανερό και αυταπόδεικτο από τα ήδη παρατεθέντα στοιχεία, ότι ο λόγος για τον οποίο οι αιτητές δεν είχαν αποταθεί νωρίτερα στο Δικαστήριο ζητώντας τις αιτηθείσες τροποποιήσεις, οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξη αναγκαιότητας γι’ αυτές, παρά μόνο όταν με την επιχειρηθείσα έναρξη της δίκης, έθιξε το θέμα της αλλαγής διαδίκου ο συνήγορος του εφεσίβλητου και έδωσε κάποιες ενδείξεις και το Δικαστήριο. Παρ’ όλη δε την πεποίθηση των αιτητών ότι δεν απαιτείτο άλλο δικονομικό διάβημα, αφού είχαν εξασφαλίσει το γενικής εφαρμογής Διάταγμα ημερ. 13.12.2005 με την αίτησή τους δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, όταν τέθηκε θέμα αμφισβήτησης ύπαρξης του ορθού διαδίκου ενώπιον του δικαστηρίου, τότε υπέβαλαν την αίτησή τους για τροποποίηση, χωρίς αργοπορία.

Δεν φαίνεται επομένως να σημειώθηκε οποιαδήποτε μη καλόπιστη καθυστέρηση ή οποιαδήποτε αργοπορία μετά που διαφάνηκε η αναγκαιότητα για λήψη του συγκεκριμένου διαβήματος, η δε αιτιολογία για τη μη λήψη του διαβήματος νωρίτερα, ήταν εμφανής τόσο μέσω της προηγηθείσας διαδικασίας, όσο και μέσω της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ότι το Δικαστήριο θεώρησε πως η υπό εξέταση αίτηση θα μπορούσε να επιτύχει και να εγκριθεί όπως είχε υποβλη[*840]θεί, αν δεν παρεμβαλλόταν το θέμα της καθυστέρησης και αργοπορίας στη λήψη του δικονομικού εκείνου διαβήματος, όπως το διέκρινε το Δικαστήριο. Δεν θα υπήρχε άλλωστε λόγος να αφιερώσει το Δικαστήριο δύο περίπου σελίδες στην απόφασή του για το θέμα της αργοπορίας, αν είχε ήδη κρίνει ότι η αίτηση ήταν εν πάση περιπτώσει δικονομικά ανυπόστατη και καταδικασμένη σε αποτυχία.

Εάν παρά ταύτα, ήθελε θεωρηθεί ότι επιπρόσθετα ήταν που το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να αποτύχει λόγω αργοπορίας στην υποβολή της ενώ είχε προηγουμένως εντοπίσει και δικονομικό κώλυμα στη ζητούμενη θεραπεία και αυτή η προσέγγιση θα ήταν, κατά την άποψή μας, εσφαλμένη.

Τόσο οι πρόνοιες της Δ.12 όσο και οι πρόνοιες της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τις οποίες επικαλούνταν οι αιτητές στην αίτηση τους, μαζί με το συνοδευτικό υλικό που περέσχαν μέσω της ένορκης δήλωσης τους και των τεκμηρίων, υποστήριζαν και δικαιολογούσαν πλήρως την αιτούμενη θεραπεία που εζητείτο. Οι αιτητές είχαν ήδη εξασφαλίσει την έγκριση του Δικαστηρίου για τη νομιμοποίηση της δυνατότητας τους όπως συνεχίσουν τη δικαστική διαδικασία στην αγωγή μέσω του Διατάγματος της 13.12.2005 και  εκείνο που  εζητείτο με την αίτηση τους, ήταν η τυπική εφαρμογή της νέας κατάστασης πραγμάτων στα πλαίσια της εκκρεμούσας αγωγής, με την υποκατάσταση του υφιστάμενου ενάγοντα από το νέο ο οποίος δικαιωματικά μπορούσε να συνεχίσει την αρξάμενη διαδικασία. Είτε αυτή η θεραπεία χαρακτηριζόταν ως «υποκατάσταση» ή «τροποποίηση» ή και τα δύο, ή άλλως πως, δεν ενέχει καμιά σημασία. Το Δικαστήριο εκαλείτο όπως εγκρίνει την επελθούσα αλλαγή με υποκατάσταση του ονόματος του ενός διαδίκου από άλλο και αυτό μπορούσε να γίνει δικονομικά στη βάση τόσο της Διαταγής 12 όσο και της Διαταγής 25 στις οποίες βασιζόταν η αίτηση και θα είχε ως αποτέλεσμα τη νόμιμη συνέχιση της διαδικασίας από το νέο διάδικο. Παραχωρουμένης δηλαδή της θεραπείας τροποποίησης του ονόματος του διαδίκου, εγκρινόταν η υποκατάσταση του και παρείχετο συνακόλουθα και η άδεια για συνέχιση της διαδικασίας από τον ίδιο, την οποία και εδικαιούτο.

Όπως οι ίδιες οι πρόνοιες της Δ.12, κ.3 αναφέρουν, σε περίπτωση εκχώρησης δικαιωμάτων ή μεταβίβασης τίτλου εκκρεμούσας αγωγής, η αγωγή μπορεί να συνεχισθεί από το πρόσωπο το οποίο απέκτησε τον τίτλο ή το δικαίωμα. Σχετική δε αίτηση υποβάλλεται για σκοπούς δικονομικής τάξης, ενώ σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48, κ.8(1)(p) η αίτηση για άδεια συνέχισης διαδικασίας μεταξύ υφιστάμενου και νέου διάδικου μπορεί να [*841]γίνει μονομερώς (ex parte).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση έγκρισης της αίτησης ως το αιτητικό της. Οδηγίες για ανταλλαγή τροποποιημένων δικογράφων να δοθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης αίτησης και οποιαδήποτε έξοδα χάνονται, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

Τα έξοδα της έφεσης να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να εγκριθούν από το Εφετείο, τα δε έξοδα της πρωτόδικης αίτησης να υπολογισθούν από τον οικείο Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, να είναι δε πληρωτέα στο τέλος της δίκης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας σε αγωγή για οφειλόμενα ενοίκια δυνάμει ενοικιαγοράς, μάρτυς των εφεσειόντων-εναγόντων αναφέρθηκε στη μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εναγόντων στην εταιρεία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», δυνάμει δικαστικού διατάγματος στην Αίτηση υπ’ Αρ. 531/2005, ημερομηνίας 13.12.2005 και ταυτόχρονης διάλυσης των εφεσειόντων, χωρίς εκκαθάριση. Ύστερα από σχετική αίτηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εναγόντων η υπόθεση αναβλήθηκε και τελικά στις 28.9.2009 καταχωρήθηκε από την εταιρεία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ», (στο εξής «οι αιτητές»), αίτηση με την οποία αξιωνόταν τροποποίηση, τόσο του τίτλου της αγωγής, όσο και κάποιων παραγράφων της έκθεσης απαίτησης. Η αίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια και οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της απόφασης με την παρούσα έφεση.

Η αίτηση έχει ως νομική βάση τη Δ.12, Δ.25, θ.θ.1, 2, 3, 5 και 6, τη Δ.48, θ.θ. 1, 2, 4 και 8 (1), (2) και (8), τη Δ.63, θ.θ. 1, 2 (1), (2) και τέλος τη Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση υπαλλήλου των αιτητών ο οποίος ανέφερε ότι δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 13.12.2005, ολόκληρη η επιχείρηση με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και των συμβολαίων ενοικιαγοράς της εταιρείας των εφεσειόντων, μεταβιβάστηκαν [*842]και/ή εκχωρήθηκαν στους αιτητές.

Με την ένστασή του ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 3 πρόβαλε ότι η διάλυση των εφεσειόντων-εναγόντων επέφερε και την εξάλειψη του αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον του. Υποστήριξε επίσης ότι το γεγονός της απόκρυψης της διάλυσης των εφεσειόντων αφορούσε συμπεριφορά παραπλανητική και καταχρηστική και τέλος ότι η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα. Η ένσταση δεν συνοδεύτηκε από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε αρχικά ότι η διάλυση της εταιρείας των εφεσειόντων δεν οδηγεί αφ’ εαυτής στην εξάλειψη του επίδικου αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον του εφεσίβλητου, το οποίο θα μπορούσε να επιβιώσει και να συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας, εφ’ όσον οι αιτητές, ως νόμιμοι διάδοχοι των εφεσειόντων, θα μπορούσαν να αξιώσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να επιτύχουν να υποκατασταθούν στα πλαίσια της προκείμενης δικαστικής διαδικασίας στη θέση των εφεσειόντων. Ορθώς το δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι την περίπτωση ρυθμίζει η Δ.12, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης.

Το δικαστήριο ανάφερε επίσης ότι οι αιτητές θα μπορούσαν να ζητήσουν και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να επιτύχουν, την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, καθώς και της έκθεσης απαίτησης, εφ’ όσον οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παρουσιάζονται, πράγματι, τυπικές.

Στη συνέχεια το δικαστήριο ασχολήθηκε με την τετραετή, σχεδόν, καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης. Η διάλυση των εφεσειόντων πραγματοποιήθηκε στις 13.12.2005, ενώ η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 28.9.2009. Το δικαστήριο επικεντρώθηκε και στην παράλειψη των εφεσειόντων να δικαιολογήσουν την πολύ μεγάλη αυτή καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης η οποία, όπως αναφέρει, επέτρεψε στον εφεσίβλητο να ζητήσει την απόρριψή της.

Τελικά το δικαστήριο, αφού τόνισε ότι όποιος αξιώνει ορισμένη θεραπεία βαρύνεται με την απόδειξη της συνδρομής των νομοθετημένων και νομολογημένων προϋποθέσεων για την έγκριση του αιτήματός του, απέρριψε την αίτηση.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες, αφού υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε την ύπαρξη της νέας νομικής οντότητας η οποία είχε και το δικαίωμα να συνεχίσει όλες [*843]τις υφιστάμενες αγωγές των εφεσειόντων, περιλαμβανομένης και της παρούσας αγωγής, επικεντρώθηκαν κυρίως στην προσπάθειά τους να προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση αμφισβητώντας το σκεπτικό του δικαστηρίου για απόρριψη λόγω υπερβολικής καθυστέρησης στην υποβολή του σχετικού αιτήματος.

Οι εφεσείοντες επισημαίνουν επίσης ότι η ένσταση του εφεσίβλητου, κατά παράβαση των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, δεν συνοδευόταν από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση στην οποία να επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης, όπως προβλέπεται στη Δ.48, θ.4.

Θα πρέπει να τονιστεί από την αρχή ότι δεν είναι ορθό το επιχείρημα ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση για τροποποίηση ήταν η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης. Η αναφορά στην καθυστέρηση γίνεται συμπληρωματικά. Ουσιαστικός λόγος απόρριψης της αίτησης ήταν άλλος. Το δικαστήριο με ένα λακωνικό και διακριτικό, θα έλεγα τρόπο, επισημαίνει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν η πρέπουσα, υπενθυμίζοντας ότι η αιτήτρια εταιρεία, δηλαδή η Τράπεζα Κύπρου, θα μπορούσε να ζητήσει να υποκατασταθεί στα δικαιώματα των εφεσειόντων, επικαλούμενη τη Δ.12. Η Δ.12 αναφέρεται στην αλλαγή διαδίκων, λόγω θανάτου ή πτώχευσης ενός των διαδίκων. Παρ’ όλον ότι στη νομική βάση της παρούσας αίτησης, αναφέρεται και η Δ.12, εν τούτοις είναι προφανές ότι δεν αξιώνεται θεραπεία για αντικατάσταση διάδικου, αλλά μόνο για τροποποίηση των δικογράφων.

Η επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Το τι εννοούσε το δικαστήριο φαίνεται και από το γεγονός ότι στην απόφαση, ενώ αναφέρεται ότι για αντικατάσταση των εφεσειόντων με τους αιτητές, η αίτηση θα έπρεπε να γίνει με βάση τη Δ.12, προχωρεί και σημειώνει ότι οι αιτητές θα μπορούσαν επίσης να ζητήσουν και επιτύχουν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες και την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης. Δεν υπάρχει αιτούμενη θεραπεία για αντικατάσταση διαδίκου βάσει της Δ.12. Μόνο θεραπείες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης.

Θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα της καθυστέρησης της καταχώρησης της αίτησης. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν ηγέρθη και δεν επεξηγήθηκε με τον ορθό και νομότυπο τρόπο από τον εφεσίβλητο στην ένστασή του και συνεπώς ο παράγων αυτός δεν έπρεπε να εξεταστεί από το δι[*844]καστήριο. Απλά προέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή αναφορά της πορείας εκδίκασης της υπόθεσης. Στις 24.11.2005 εκδόθηκε εκ συμφώνου εναντίον των εναγομένων 1 και 2 απόφαση. Ο εφεσίβλητος ήταν ο εναγόμενος 3. Στις 22.11.2005 ο εφεσίβλητος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα για διάφορους λόγους, είτε ύστερα από κοινό αίτημα των δύο διαδίκων, είτε ύστερα από αίτηση μιας των πλευρών. Η υπόθεση αναβαλλόταν, είτε για οδηγίες, είτε για ακρόαση, μέχρι τις 17.9.2009 οπότε και διαπιστώθηκε η ανάγκη για αλλαγή των διαδίκων.

Με τα γεγονότα, τόσο εύκολα διαπιστούμενα από το φάκελο της υπόθεσης, δεν μπορώ να δεκτώ ότι το δικαστήριο εμποδίζεται από του να εξετάσει το επιχείρημα του εφεσίβλητου για τη δημιουργηθείσα καθυστέρηση, μόνο και μόνο επειδή ο σχετικός ισχυρισμός δεν πήρε τη μορφή ένορκης δήλωσης. Εξ άλλου δεν είναι απαραίτητο όπως η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, εκτός αν η ένσταση βασίζεται σε γεγονότα που δεν είναι προφανή στο φάκελο. Ακριβώς δε, στην παρούσα υπόθεση τα σχετικά γεγονότα ήταν προφανή, εξ ου και το δικαστήριο αναφέρεται σ’ αυτά με μεγάλη λεπτομέρεια.

Από την άλλη, δεν αποτελεί δικαιολογία για την καθυστέρηση το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ο εφεσίβλητος ζητούσε συνεχώς αναβολή της υπόθεσής του, ούτε και το γεγονός ότι ουδέποτε από την ημέρα καταχώρησης του διατάγματος και του σχεδίου αναδιάρθρωσης στον Έφορο Εταιρειών, μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης, ήγειρε θέμα ορθών διαδίκων προς το δικαστήριο.

Η καθυστέρηση δεν δικαιολογείται με αναφορά στη συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Ο εφεσίβλητος δεν είχε καμία υποχρέωση να εγείρει θέμα αναγκαιότητας αλλαγής των εφεσειόντων-εναγόντων ή τροποποίησης των δικογράφων. Οι κινήσεις αυτές συνιστούσαν καθήκον των εφεσειόντων οι οποίοι, πράγματι, παρέλειψαν να εκπληρώσουν τις δικονομικές τους υποχρεώσεις, παρά το ότι είχαν παρέλθει τέσσερα χρόνια από την αλλαγή στο υφιστάμενο νομικό καθεστώς.

Είναι αλήθεια ότι έχει νομολογιακά αποφασιστεί ότι όσο αμελώς ή καθυστερημένα κι αν καταχωρείται μια αίτηση για τροποποίηση, θα πρέπει να παραχωρείται σχετικό διάταγμα, αν η δικαιοσύνη εξυπηρετείται με αυτό τον τρόπο. Έχει όμως επί[*845]σης επισημανθεί (C. & A. Pelekanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075), ότι θα πρέπει να δίδεται ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση, γιατί η όσο το δυνατό συντομότερη λήξη της αντιδικίας είναι ιδιαίτερα επιτακτική και αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Η δικαιολογία των εφεσειόντων ότι δεν αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της αίτησης, δεν επαρκεί. Δεν συνιστά ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση. Περαιτέρω το κύριο δικονομικό διάβημα που έπρεπε να ληφθεί, μαζί με την αίτηση για τροποποίηση, ήταν η αίτηση για αλλαγή διάδικου.

Δεν θα ήθελα, εξ άλλου, να συζητήσω, στο σημείο αυτό, κατά πόσο οι πιο πάνω αρχές που εφαρμόζονται στην περίπτωση καθυστέρησης καταχώρησης αίτησης για τροποποίηση, ισχύουν και στις περιπτώσεις αιτήσεων για αλλαγή διάδικου. Επίσης δεν τίθεται θέμα καλοπιστίας των εφεσειόντων. Η καλή πίστη δεν αποτελεί κριτήριο. Εν πάση περιπτώσει, όπως είπα και προηγουμένως, ο λόγος απόρριψης της αίτησης δεν ήταν, ούτως ή άλλως, η καθυστέρηση υποβολής της.

Στην παρούσα υπόθεση σημειώνεται ότι η αιτήτρια εταιρεία κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αίτηση για τροποποίηση χωρίς να υποβάλει προηγουμένως οποιαδήποτε αίτηση να καταστεί διάδικος στη διαδικασία. Ούτε εξασφαλίστηκε άδεια από το πρωτόδικο δικαστήριο για συμμετοχή της στη διαδικασία. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είχε διερευνηθεί πρώτα το κατά πόσο, χωρίς προηγούμενη άδεια συμμετοχής στη διαδικασία, η αιτήτρια είχε καν δικαίωμα να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση (βλέπε Κουή v. Χριστοδούλου (2010) 1 A.A.Δ. 401).

Λίγα λόγια για το διάταγμα στην αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ’ αρ. 531/2005, που καταχωρήθηκε βάσει των Αρθρων 64, 65, 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Είναι αλήθεια ότι στο πιο πάνω διάταγμα διατάσσεται η συνέχιση από την Τράπεζα Κύπρου όλων των διαδικασιών που εκκρεμούν από ή εναντίον των εφεσειόντων. Η αναφορά όμως αυτή του διατάγματος είναι γενική και έγινε μέσα στα πλαίσια της αναγκαίας από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, επικύρωσης από δικαστήριο του ειδικού ψηφίσματος που είχε υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση. Μια όμως τόσο γενική αναφορά που σκοπό είχε τη δικαστική επικύρωση της εκχώρησης της επιχείρησης των εφεσειόντων στην Τράπεζα Κύπρου, δεν μπορεί να δεσμεύει κάθε αντίδικό τους, χωρίς προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης. Ένα τέ[*846]τοιο διάταγμα δεν αντικαθιστά, αυτομάτως, τους εφεσείοντες σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση, με έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, ενώ τα έξοδα της αίτησης και οποιαδήποτε έξοδα χάθηκαν, επιδικάζονται  εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο