Σαρρής Aνδρέας ν. Aνδρέα Kαλλέγια και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 958

(2011) 1 ΑΑΔ 958

[*958]3 Ιουνίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΡΡΗΣ,

Εφεσείοντας,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΛΕΓΙΑ,

2. ΔΟΜΝΙΚΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3. ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΡΦΑΚΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 225/2008)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Η αγωγή του ενάγοντος – εφεσείοντος (στο εξής ο εφεσείων) με την οποία αξίωνε εναντίον των εναγομένων – εφεσιβλήτων (στο εξής οι εφεσίβλητοι) ποσό Λ.Κ.50.000, ως αποζημιώσεις για ζημιές που είχε υποστεί λόγω ισχυριζομένου δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή συνωμοσίας και/ή κλοπής και/ή οικειοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων και του αποκλεισμού του από την κατοχή, χρήση, διαχείριση και εκμετάλλευση επιχείρησης μπυραρίας που είχε και την παράνομη έξωσή του από αυτή, απορρίφθηκε για λόγους σχετιζόμενους με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του στην αγωγή. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης την ανταπαίτηση κρίνοντας ότι και οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεσή τους στην ανταπαίτηση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας επτά λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούσαν στην αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγησή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, εφαρμόζοντας τις αρχές, που διέπουν τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επέμβαση σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που στηρίζονται [*959]στην αξιοπιστία των μαρτύρων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Παπαϊωάννου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4730/2003), ημερ. 7.5.2008.

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Ποιητής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή του ο ενάγων-εφεσείων αξίωσε εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων ποσό Λ.Κ.50.000, ως αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη λόγω του δόλου και/ή των ψευδών παραστάσεων και/ή της συνωμοσίας και/ή της κλοπής και/ή οικειοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων και του αποκλεισμού του από την κατοχή, χρήση, διαχείριση και εκμετάλλευση επιχείρησης μπυραρίας που είχε, και την παράνομη έξωση του απ’ αυτήν.  Περαιτέρω ο ενάγων-εφεσείων αξίωσε το προαναφερόμενο ποσό και λόγω παράβασης της συμφωνίας ενοικίασης που υπήρχε μεταξύ του και του εναγόμενου 1-εφεσίβλητου από τη μια και της εναγόμενης 3-εφεσίβλητης από την άλλη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του. Άκουσε τον ίδιο τον ενάγοντα-εφεσείοντα και άλλους οχτώ μάρτυρες του. Στη συνέχεια άκουσε τoν 1ο  εναγόμενο-εφεσίβλητο που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας της Υπεράσπισης.

Tο πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Για τον εφεσείοντα ανέφερε ότι δεν πείστηκε ότι οι ισχυρισμοί του ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η μαρτυρία [*960]του διέπετο από νευρικότητα και αοριστία και σε πολλά σημεία στερείτο πειστικότητας και ήταν υπερβολική. Ακόμα το δικαστήριο είχε σοβαρές αμφιβολίες αν ο εφεσείων γνώριζε ή αντελήφθη τι ακριβώς είχε συμφωνηθεί μεταξύ του και του 1ου εφεσίβλητου. Ο εφεσείων δεν γνώριζε ακόμα αν η συμφωνία μεταξύ του και του εφεσίβλητου ήταν προφορική ή «και γραπτή» και ποιοι ήταν οι ακριβείς όροι της συμφωνίας. Απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ως αναξιόπιστη και ως συγκρουόμενη με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 7.

Για τους Μ.Ε. 2, 3, 4, 5, 6, 8 και 9 το δικαστήριο ανέφερε ότι δεν μπορούσε να πει ότι δεν του έκαναν καλή εντύπωση όμως, στη μαρτυρία τους, μόνο μηδαμινή βαρύτητα μπορούσε να δοθεί αφού τίποτε δεν πρόσθετε στη μαρτυρία του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι Μ.Ε. 2 ήταν ο κ. Παύλος Παπακώστας, υπάλληλος στην Σ.Π.Ε. Μακράσυκας. Μετά που κλήθηκε να καταθέσει, δηλώθηκαν κάποια παραδεκτά γεγονότα ως προς τη διατήρηση λογαριασμού του εφεσείοντα στην προαναφερόμενη Σ.Π.Ε.. Μ.Ε. 3 ήταν ο κ. Κωστάκης Χαραλάμπους, ασχολούμενος με ξυλουργικές εργασίες, ο οποίος γνώριζε ότι εφεσείων και εφεσίβλητος 1 ήταν συνέταιροι.  Μ.Ε. 4 ήταν ο κ. Παναγιώτης Λάμπρου, ελαιοχρωματιστής, ο οποίος σε κάποιο στάδιο έβαψε τη μπυραρία του εφεσείοντα, αλλά δεν γνώριζε για τα οικονομικά της μπυραρίας. Μ.Ε. 5 ήταν ο κ. Δημήτρης Λεοντίου, ο οποίος επίσης έβαψε την μπυραρία σε κάποιο στάδιο αλλά και πάλι δεν γνώριζε αν η μπυραρία ήταν κερδοφόρα. Μ.Ε. 6 ήταν ο κ. Μιχάλης Σταυρίδης, τραπεζικός υπάλληλος. Μ.Ε. 8 ήταν η κα. Χρύσω Πρωτογύρου, η οποία γνώριζε ότι εφεσείων και εφεσίβλητος 1 διατηρούσαν κοινό λογαριασμό στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Κάτω Βαρωσίων Λτδ, για κάποιο χρονικό διάστημα. Μ.Ε. 9 ήταν ο κ. Ανδρέας Κατσιώνης, ο οποίος γνώριζε ότι η δουλειά της μπυραρίας είχε αυξηθεί λόγω του κόσμου που έφερνε σ’ αυτήν ο εφεσείων.

Μ.Ε. 7 ήταν ο κ. Ανδρέας Γιαννακού, λογιστής-ελεγκτής. Ο μάρτυρας αυτός παρουσίασε τα τεκμήρια 47 και 48 έγγραφα που σχετίζονταν με τις λογιστικές και οικονομικές καταστάσεις της μπυραρίας. Σε κάποιο στάδιο της μαρτυρίας του ο Μ.Ε. 7 είπε ότι πρόσφερε υπηρεσίες, δηλαδή έκαμε ελεγκτική εργασία, με βάση τα στοιχεία που είχε στα χέρια του. Τα περισσότερα στοιχεία τα πήρε από το λογιστή της μπυραρίας και από τον εφεσείοντα. Για οτιδήποτε δεν είχε στοιχεία, όπως είπε, αναγκάστηκε να λάβει πληροφορίες.

Για τον Μ.Ε. 7 το δικαστήριο είπε ότι κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας αλλά δεν έκανε καλή εντύπωση στο δικαστήριο. Το δικα[*961]στήριο παρατήρησε ότι δεν μπορεί να αποδοθεί βαρύτητα στο τεκμήριο 47 επειδή το έγγραφο δόθηκε στον Μ.Ε. 7 από τον εφεσείοντα. Ήταν άγνωστο από ποιον ετοιμάστηκε και από πού προκύπτουν οι αριθμοί που αναφέρονται στο έγγραφο. Επιπροσθέτως δεν συνδέθηκε το τεκμήριο 47 με την παρούσα υπόθεση. Όσον αφορά το τεκμήριο 48, το δικαστήριο παρατήρησε, ότι και πάλι ο Μ.Ε. 7 δεν εξήγησε με βάση ποιους υπολογισμούς είχε καταλήξει στο αποτέλεσμα του. Δεν ανέφερε και δεν εξήγησε ο μάρτυρας, στο δικαστήριο, από πού προέκυπταν τα ποσά των εξόδων της μπυραρίας και πώς υπολόγισε το κέρδος της. Συνεπώς το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ενώπιόν του τα αναγκαία στοιχεία ή τα επιστημονικά κριτήρια για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και έτσι η μαρτυρία του Μ.Ε. 7–εμπειρογνώμονα, δεν πληρούσε τις θεμελιωμένες προϋποθέσεις για να γίνει αποδεκτή.

Για τον εφεσίβλητο 1 το δικαστήριο είπε ότι δεν έπεισε για την αλήθεια και την συνέπεια των θέσεων του. Η μαρτυρία και αυτού ήταν διάχυτη από ανακρίβειες και αοριστίες. Και αυτός ήταν συγχυσμένος, όπως συγχυσμένος ήταν και ο εφεσείων.

Σαν αποτέλεσμα, το δικαστήριο δεν μπόρεσε να προβεί σε οποιαδήποτε ασφαλή ευρήματα ουσίας και κατά συνέπεια απέρριψε και την αγωγή και την ανταπαίτηση εφόσον ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του στην αγωγή και οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους στην ανταπαίτηση.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα. Και οι επτά λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιοπιστία των  μαρτύρων και την αξιολόγηση της από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στη μαρτυρία του εφεσείοντα σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των Μ.Ε. 2, 3, 4, 5, 6, 8 και 9. Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών δεν της απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα και παρόλο που η μαρτυρία αυτή επιβεβαίωνε τις θέσεις του εφεσείοντα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στις μαρτυρίες των προαναφερομένων μαρτύρων στις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ’ ισχυρισμό, κακώς δεν απέδωσε βαρύτητα. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 7 ο οποίος επίσης, εσφαλμένα κατ’ ισχυρισμό, δεν έγινε πιστευτός. Ο τέταρτος λόγος έφεσης και πάλι αφορά στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως αόριστης και υπερβολικής. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό αντιφατικότητα της πρωτόδικης απόφασης σε ουσιώδη ζητήματα τα οποία αναφέ[*962]ρονται στη σελ. 18 της απόφασης. Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, αλλά και στην παράλειψη των εφεσιβλήτων 2 και 3 να εμφανιστούν στο δικαστήριο και να δώσουν μαρτυρία. Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος της εφεσίβλητης 3 η οποία δεν εμφανίστηκε.

Είναι γνωστές οι θέσεις της νομολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον των πρωτοδίκων δικαστηρίων. Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι εκείνο που παρακολουθεί τους μάρτυρες που δίνουν μαρτυρία ενώπιόν του και είναι στην κατάλληλη θέση για να αξιολογήσει τη μαρτυρία τους. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει σε ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπου αυτά δεν δικαιολογούνται ή όπου η αξιολόγηση καταλήγει σε παράλογα συμπεράσματα. Στην παρούσα υπόθεση δεν θεωρούμε ότι ενδείκνυται η παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους και εξηγήσεις γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία πράγματι χαρακτηρίζεται από αοριστία, ασάφεια και ασυνέπεια. Επιπρόσθετα συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η μαρτυρία των Μ.Ε. 2-9, εκτός του Μ.Ε. 7, δεν ήταν ουσιαστική και δεν μπορούσε να αποδοθεί σ’ αυτήν οποιαδήποτε πραγματική βαρύτητα. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δηλαδή ότι οι μάρτυρες αυτοί ενίσχυαν τη μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία εν πάση περιπτώσει ορθά απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Αναφορικά με τον Μ.Ε. 7 επίσης συμφωνούμε ότι αυτός ο μάρτυρας, ο οποίος εμφανίστηκε ως εμπειρογνώμονας, δεν έδωσε στο δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες, ως εμπειρογνώμονας, για να μπορέσει το δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Η μαρτυρία του βασιζόταν σε στοιχεία και πληροφορίες που πήρε από άλλους και περιέχει αυθαίρετα και μη δικαιολογημένα συμπεράσματα.

Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό αντιφατικότητα της πρωτόδικης απόφασης και πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα. Η σελ. 18 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται στις αδυναμίες της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Το γεγονός ότι το δικαστήριο δέχεται ότι ο εφεσείων, σε κάποιο στάδιο, συνήψε κάποιο δάνειο και η μαρτυρία αυτή υποστηριζόταν και από τη μαρτυρία του Μ.Ε. 6 και δεν είχε αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, δεν φαίνεται να τεκμηριώνει τους βασικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα ούτε και να αποδεικνύει την υπόθεση του εναντίον των εφεσιβλήτων. Δεν θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από αντιφατικότητα.

[*963]Το παράπονο του εφεσείοντα ότι δεν εμφανίστηκαν και δεν έδωσαν μαρτυρία οι εφεσίβλητες 2 και 3 επίσης δεν είναι βάσιμο.  Δεν είχαν υποχρέωση οι εφεσίβλητες 2 και 3 να εμφανιστούν στο δικαστήριο και να δώσουν μαρτυρία. Ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων δεν εξασφάλισε απόφαση υπέρ του και εις βάρος της εφεσίβλητης 3 ήταν επειδή η μαρτυρία του κρίθηκε ως αναξιόπιστη και απορρίφθηκε και επομένως η αξίωση του εναντίον όλων των εφεσιβλήτων παρέμεινε ατεκμηρίωτη.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο