(2011) 1 ΑΑΔ 1000
[*1000]9 Ioυνίου, 2011
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΧΙΑODAN LIU,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 2/2010)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου ― Πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση και έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου ― Σύγχυση βάρους αποδείξεως και αξιοπιστίας των μαρτύρων ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς το βάρος αποδείξεως της πατρότητας του τέκνου.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η αίτηση της αιτήτριας – εφεσείουσας (στο εξής η εφεσείουσα) για αναγνώριση της ανήλικης θυγατέρας της Χριστίνας, η οποία γεννήθηκε στις 19.8.2003, ως νόμιμης θυγατέρας του καθ’ ου η αίτηση – εφεσίβλητου (στο εξής ο εφεσίβλητος). Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο διαμετρικά αντίθετες εκδοχές ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Η μεν εφεσείουσα ισχυρίζετο ότι το Σεπτέμβριο του 2002 άρχισε να έχει σεξουαλική επαφή και σχέσεις με τον εφεσίβλητο, οι οποίες, με μια μικρή διακοπή, συνεχίστηκαν μέχρι το Φεβρουάριο του 2003 με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος και να γεννήσει την ανήλικη Χριστίνα. Ο δε εφεσίβλητος αρνείτο παντελώς ότι είχε οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση με την εφεσείουσα.
[*1001]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν είχε αποσείσει το βάρος αποδείξεως.
Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από πλευράς εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προτού καταλήξει σε ευρήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπάρχει μια εμφανής σύγχυση στην πρωτόδικη απόφαση του βάρους αποδείξεως και της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η διαπίστωση ότι το βάρος απόδειξης της πατρότητας του παιδιού της εφεσείουσας βρίσκεται στους ώμους της, αποτελεί ορθή νομική αρχή. Σ’ αυτό το σημείο επικεντρώθηκε η παράθεση της μαρτυρίας, η διαπίστωση των γεγονότων που και πάλι συνδέθηκαν και αλληλοεξαρτήθηκαν με την προσαχθείσα μαρτυρία και την αναγκαιότητα αξιολόγησής τους.
2. Το βάρος απόδειξης και η αξιοπιστία των μαρτύρων είναι δύο έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται.
3. Η συζήτηση σε συνάρτηση με το βάρος απόδειξης και η δοσμένη ανάγκη ύπαρξης θετικής μαρτυρίας προκειμένου να θεμελιωθεί η ζητούμενη πατρότητα, απαιτείται όπως διεξαχθεί στη βάση των γεγονότων που έχουν αποδειχθεί. Το Δικαστήριο κατέγραψε ότι δεν παρουσιάστηκε θετική μαρτυρία, επί του προκειμένου, χωρίς αυτή η διαπίστωση να εδράζεται σε ευρήματα γεγονότων, στοιχείο το οποίο αδυνατίζει την εγκυρότητα του τελικού αποτελέσματος και καταδεικνύει σύγχυση νομικών εννοιών.
4. Πρώτιστος στόχος του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να ήταν – ενόψει των ενώπιόν του αντίθετων εκδοχών του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας – η, με συγκεκριμένο τρόπο, αποτίμηση της αξιοπιστίας τους ώστε να καταφανούν οι αξιόπιστοι ισχυρισμοί. Συγκεκριμένη συνταγή δεν υπάρχει, είναι όμως ανεπίτρεπτο να αποτελεί την αφετηρία διαπίστωσης της αξιοπιστίας τους, το βάρος απόδειξης που φέρει η πλευρά του κάθε διάδικου.
5. Η αναφορά που έγινε παρεμπιπτόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε παραδείγματα αναξιοπιστίας της εφεσείουσας δεν συνδέονται με την υπόλοιπη δομή της απόφασης και δεν μπορούν να ενταχθούν στο σύνολό της.
6. Ταυτοχρόνως, δεν διαπιστώνεται ότι έγινε αξιολόγηση της μαρτυ[*1002]ρίας του εφεσίβλητου, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με την άρνησή του να προβεί σε παραχώρηση γενετικού υλικού ώστε να διενεργηθεί ανάλυση και εξέταση DNA. Παρόλο που πρωτοδίκως επισημαίνεται αυτή η άρνηση, εντούτοις δεν αποκρυσταλλώνεται η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί του θέματος.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτο τον παραμερισμό της απόφασης και την ανάγκη έκδοσης διατάγματος επανεκδίκασης.
Η έφεση επιτράπηκε, με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα ψηφιστούν. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που πρέπει να γίνει με την αναγκαία σπουδή λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση καταχωρήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου, 2004. Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος v. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ.), (Aίτηση Aρ. 4/2004), ημερ. 22.12.2009.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Μ. Βορκάς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
[*1003]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ως μητέρα της ανήλικης Χριστίνας, η οποία γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου, 2003, ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος είναι ο πατέρας της ανήλικης και ως εκ τούτου καταχώρισε, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναγνωρίζεται ο εφεσίβλητος ως ο φυσικός πατέρας της ανήλικης.
Η υπόθεση προωθήθηκε για ακρόαση και η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι γνώρισε τον εφεσίβλητο τον Ιούνιο του 2002, όταν ο τελευταίος διατηρούσε σχέση με μια άλλη επίσης Κινέζα, συγκάτοικο της. Το Σεπτέμβριο του 2002 άρχισε, όπως ήταν ο ισχυρισμός της, να έχει σεξουαλική επαφή και σχέσεις με τον εφεσίβλητο, οι οποίες, με ένα μικρό διάλειμμα, συνεχίστηκαν μέχρι το Φεβρουάριο του 2003. Ως αποτέλεσμα αυτής της σχέσης η εφεσείουσα έμεινε έγκυος και γέννησε την ανήλικη Χριστίνα, όπως αναφέραμε πιο πάνω.
Υπήρξε παντελής άρνηση εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι είχε οποιαδήποτε σχέση σεξουαλική ή άλλη με την εφεσείουσα. Προβλήθηκε από πλευράς της τελευταίας ότι η συχνή σεξουαλική τους συνάφεια γινόταν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα, το οποίο βρισκόταν απέναντι από κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων, που διέθετε ο εφεσίβλητος. Ο τελευταίος αρνήθηκε ότι είχε πρόσβαση στο εν λόγω διαμέρισμα πριν τον Μάρτη του 2003. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης η σύλληψη πρέπει να έγινε μέσα στο Νοέμβριο του 2002. Κατέθεσαν επίσης εκτός από τους δύο εμπλεκόμενους και τρία άλλα άτομα των οποίων η μαρτυρία είχε περιστραφεί γύρω από θέματα τα οποία είχαν σχέση με την κατοχή του εν λόγω διαμερίσματος και την αγορά του εκ μέρους του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Δεν είχε η εφεσείουσα αποσείσει το βάρος απόδειξης, όπως ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου.
Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από πλευράς εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προτού καταλήξει σε ευρήματα.
Μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνουμε μια εμφανή σύγχυση του βάρος απόδειξης με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Η διαπίστωση ότι το βάρος απόδειξης της πατρότητας του παιδιού της εφεσείουσας βρίσκεται στους ώμους της, αποτελεί ορθή νομική αρχή. Σ’ αυτό το σημείο επικεντρώθηκε η παράθεση της μαρτυρίας, η διαπίστωση των γεγονότων που και πάλι συνδέθηκαν και αλληλοεξαρτήθηκαν με την προσαχθείσα μαρτυρία και την [*1004]αναγκαιότητα αξιολόγησής τους.
Το βάρος απόδειξης και η αξιοπιστία των μαρτύρων είναι δύο έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E. v. Χατζηνέστορος (1990)1 Α.Α.Δ. 41, ιδιαιτέρως στη σελίδα 46, είναι πιστεύουμε χαρακτηριστικό:
«Οφείλουμε πρώτα να αποσαφηνίσουμε το θέμα σύμπλεξης της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βάρος απόδειξης που έθιξε ο δικηγόρος της Τράπεζας ως θέματος που επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης. Κατά τη νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο και οπωσδήποτε οδηγεί σε ακύρωση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου. Η υποχρέωση του ενάγοντα ή αιτητή σε κάθε δοσμένη υπόθεση να αποσείσει την ευθύνη που αφορά στο βάρος απόδειξης γεννιέται εφόσον το δικαστήριο διαπιστώνει καταρχήν ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος που φέρει το βάρος έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για τα ευρήματα του δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Κades v. Νicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212, 216 το δικαστήριο προέβη με καθαρότητα στη διάκριση των δύο θεμάτων και τις επιπτώσεις τους στην κρίση του δικαστηρίου.
"Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter. The rules defining the burden of proof and the circumstances of its discharge, have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court."
Στην προγενέστερη απόφαση Charalambous a.o. v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, 107 το δικαστήριο προειδοποίησε για την αποφυγή τέτοιας σύγχισης από πρωτόδικο δικαστήριο.
Εξίσου χρήσιμες είναι και οι παρατηρήσεις στην υπόθεση Agapiou as executor of the will of Costas Epaminondas v. Annetas Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, όπου στη σελ. 263 αναφέρεται:
“In this case the Court determined the issue of discharge of the burden cast on the parties without making the necessary findings [*1005]respecting the credibility of witnesses. To what extent the evidence of the several witnesses who testified before the Court was accepted as creditworthy, we are wholly in the dark: ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
In the absence of findings on the credibility of witnesses, it was impossible for the Court to ponder their evidence and decide on a balance of probabilities whether the plaintiff with regard to the claim and the defendant with regard to the counterclaim, discharged the burden separately cast on them."
Αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου η διαπίστωση ποια μαρτυρία είναι αξιόπιστη και ποια όχι, με ανάλογα συγκεκριμένα συμπεράσματα. Η συζήτηση σε συνάρτηση με το βάρος απόδειξης και η δοσμένη ανάγκη ύπαρξης θετικής μαρτυρίας προκειμένου να θεμελιωθεί η ζητούμενη πατρότητα, απαιτείται όπως διεξαχθεί στη βάση των γεγονότων που έχουν αποδειχθεί. Το Δικαστήριο κατέγραψε ότι δεν παρουσιάστηκε θετική μαρτυρία, επί του προκειμένου, χωρίς αυτή η διαπίστωση να εδράζεται σε ευρήματα γεγονότων, στοιχείο το οποίο αδυνατίζει την εγκυρότητα του τελικού αποτελέσματος και καταδεικνύει σύγχυση νομικών εννοιών.
Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής είχε ενώπιον του τις διαμετρικά, όπως επισημαίνει, αντίθετες εκδοχές του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας. Ο πρώτιστος στόχος του έπρεπε να ήταν η, με συγκεκριμένο τρόπο, αποτίμηση της αξιοπιστίας τους ώστε να καταφανούν οι αξιόπιστοι ισχυρισμοί. Συγκεκριμένη συνταγή δεν υπάρχει, είναι όμως ανεπίτρεπτο να αποτελεί την αφετηρία διαπίστωσης της αξιοπιστίας τους, το βάρος απόδειξης που φέρει η πλευρά του κάθε διάδικου.
Στην υπό εξέταση περίπτωση αυτό έγινε. Αποτέλεσε την αφετηρία κρίσης της αξιοπιστίας το βάρος απόδειξης που είχε η εφεσείουσα και η όλη αντίκριση των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εφεσίβλητου δομήθηκαν στη βάση του βάρους αυτού. Eνώ ουσιαστικά η αίτηση κρίθηκε πριν τη συμπλήρωση του κειμένου, έγινε και παρεμπιπτόντως αναφορά από τον πρωτόδικο δικαστή, σε παραδείγματα αναξιοπιστίας της εφεσείουσας. Αυτά είναι ασύνδετα με την υπόλοιπη δομή της απόφασης και δεν μπορούν να ενταχθούν στο σύνολό της.
Ταυτοχρόνως, δεν διαπιστώνουμε να έγινε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με την άρνηση του να προβεί σε παραχώρηση γενετικού υλικού ώστε να διε[*1006]νεργηθεί ανάλυση και εξέταση DNA. Παρόλο που πρωτοδίκως επισημαίνεται αυτή η άρνηση, εντούτοις δεν αποκρυσταλλώνεται η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί του θέματος.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτο τον παραμερισμό της απόφασης και την ανάγκη έκδοσης διατάγματος επανεκδίκασης.
Η έφεση επιτρέπεται, με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα ψηφιστούν. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που πρέπει να γίνει με την αναγκαία σπουδή λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση καταχωρήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου, 2004. Τα έξοδα της πρώτης, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης, δίκης.
Η έφεση επιτρέπεται, με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα ψηφιστούν. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που πρέπει να γίνει με την αναγκαία σπουδή λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση καταχωρήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου, 2004. Τα έξοδα της πρώτης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο