Περικλέους Iωάννης Xαραλάμπους ν. Mαρίας Παναγιώτου Eγγλέζου και Άλλης (2011) 1 ΑΑΔ 1015

(2011) 1 ΑΑΔ 1015

[*1015]9 Ιουνίου, 2011

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΕΓΓΛΕΖΟΥ,

2. ΠΑΝΟΣ ΕΓΓΛΕΖΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Έφεση Αρ. 5/2010)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών ― Αξίωση η οποία στηρίζεται σε εμπίστευμα ― Κατά πόσο οι περιουσιακές οικογενειακές διαφορές αφορούν αποκλειστικά και μόνο άτομα που είναι ή διετέλεσαν μεταξύ τους σύζυγοι, ώστε να αποκλείεται η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο στην περίπτωση εξυπακουόμενου εμπιστεύματος επί της περιουσίας τρίτου προσώπου και δη νομικής οντότητας, επί της οποίας εγείρεται αξίωση από τον ένα εκ των συζύγων ως συνεισφορά στην αύξηση της αξίας της ― Κατά πόσο η φύση της αξίωσης, η οποία στηρίζεται επί των αρχών του δικαίου της επιείκειας (equity), αποτελεί ή όχι κώλυμα για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο ― Ευρεία ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας και ανάλυση αυθεντιών.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Αύξηση της περιουσίας του ενός εκ των συζύγων σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων ― Ο άλλος σύζυγος δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Οικογενειακό Δικαστήριο απαιτώντας την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή ― Άρθρο 14 (1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε.

Λέξεις και Φράσεις ― “Περιουσία” στο Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε.

[*1016]Λέξεις και Φράσεις ― “Περιουσιακές σχέσεις” στο Άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90, ως τροποποιήθηκε.

Η εφεσίβλητη 2 (εφεξής η εταιρεία) έχει μετόχους τους γονείς της εφεσίβλητης 1. Στις 4.3.1986 η εταιρεία είχε αγοράσει ακίνητο (οικόπεδο), εγγεγραμμένο στην Ιερά Μονή Κύκκου. Μετά το γάμο της εφεσίβλητης 1, ο οποίος τελέστηκε στις 10.6.1999, με τον εφεσείοντα, οικοδομήθηκε οικία η οποία αποτέλεσε το συζυγικό οίκο του ζεύγους μέχρι τη διάσταση το Σεπτέμβριο 2003. Η εταιρεία παραμένει εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, φέρεται δε μετά τη διάσταση να ενοικίασε την οικοδομή στην εφεσίβλητη 1.

Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο επιδιώκοντας το ήμισυ της ως άνω ακίνητης περιουσίας ως συνεισφορά και όλη την κινητή περιουσία η οποία βρίσκεται εντός της οικίας. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας των διαδίκων κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους με διάφορους τρόπους.

Τόσο η εφεσίβλητη 1, όσο και η εταιρεία, αρνήθηκαν γενικά όλες τις θέσεις του εφεσείοντος και ήγειραν προδικαστική ένσταση, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση αναφορικώς με την εταιρεία καθότι οποιαδήποτε εναντίον της αξίωση δεν εμπίπτει σε διαφορά εντός των προνοιών του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις ως άνω θέσεις με βάση την ανάλυση στην οποία προέβη της υφιστάμενης νομολογίας, εκδίδοντας διάταγμα αναστολής της περαιτέρω ενώπιόν του διαδικασίας, παραπέμποντας τη διαφορά μεταξύ εφεσείοντος και εταιρείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προς περαιτέρω χειρισμό. Η αξίωση του εφεσείοντος αναφορικά με την εφεσίβλητη 1, παρέμεινε ενώπιόν του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Ο συνήγορός του υποστήριξε ότι η συνεισφορά, ως χαρακτηριστικό των περιουσιακών διαφορών, αποτελεί την ειδοποιό διαφορά και ως εκ τούτου άτομο το οποίο δικαιούται σε συνεισφορά δεν μπορεί να αποστερείται του δικαιώματός του να προωθήσει την αξίωσή του ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με μόνο το στοιχείο ότι η αυξηθείσα περιουσία ή μέρος αυτής κατέχεται ή εμφανίζεται να κατέχεται καταπιστευματικά από τρίτο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο αποκλεισμός του εφεσείοντος από του να διεκδικεί την αξίωσή του για συνεισφορά ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου προσκρούει, κατά το συνήγορο, στην αρχή της ισότητας και οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, διότι δεν μπορεί [*1017]εάν ο ένας των συζύγων λειτουργεί διά εμπιστευματοδόχου, να αποκλείει τον έτερο εφόσον η βάση της όλης μεταξύ τους διαφοράς έγκειται στην απόκτηση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου, ή με προοπτική την τέλεση του γάμου.

Το θέμα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσο οι περιουσιακές οικογενειακές διαφορές αφορούν αποκλειστικά και μόνο άτομα που είναι ή που διετέλεσαν μεταξύ τους σύζυγοι, ώστε να αποκλείεται η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο στην περίπτωση εξυπακουόμενου εμπιστεύματος επί της περιουσίας τρίτου προσώπου και δη νομικής οντότητας, επί της οποίας εγείρεται αξίωση από τον ένα εκ των συζύγων ως συνεισφορά στην αύξηση της αξίας της.

Η εταιρεία υποστήριξε την πρωτόδικη κρίση. Υπέβαλε συναφώς ότι η έννοια των «περιουσιακών σχέσεων» ως ορίζεται από το Νόμο, και η δικαιοδοσία που καθορίζεται για τα Οικογενειακά Δικαστήρια κατά το Άρθρο 111 του Συντάγματος, ως τροποποιήθηκε, δεν αφήνουν περιθώρια ερμηνείας άλλης από εκείνης που επιβάλλει τον περιορισμό της δικαιοδοσίας σε διαφορές που προκύπτουν μεταξύ συζύγων και όχι άλλων ατόμων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενόψει του εγειρόμενου θέματος, προέβη σε εκτενή αναδρομή στη σχετική νομολογία, ώστε να αναζητηθεί ο λόγος της απόφασης στη Λογγίνου v. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, την οποία, μεταξύ άλλων δικαστικών αποφάσεων, είχε επικαλεσθεί η εταιρεία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τις διατάξεις του Άρθρου 2 και του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε και από τις διατάξεις του Άρθρου 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90, ως τροποποιήθηκε, παρατηρείται, κατά πρώτο λόγο, ως πρόδηλη απόρροια ότι είναι ουσιαστικά παρόμοιες οι νομοθετικές ρυθμίσεις σε σχέση με την έννοια και το εύρος της «περιουσίας» και των «περιουσιακών σχέσεων». Καλύπτουν οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία που δυνατόν να αποκτήθηκε πριν, ή μετά το γάμο από οποιοδήποτε από τους συζύγους. Η κατά τη διάρκεια του γάμου απόκτηση περιουσίας τεκμαίρεται ότι είναι προς όφελος και των δύο συζύγων, με τεκμαιρόμενη συνεισφορά στην αύξηση το 1/3 από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο, κατά τα προνοούμενα από το εδάφιο (2) του Άρθρου 14, εκτός βέβαια εάν δυνάμει επαρκούς μαρτυρίας, η περιουσία δυνατόν να κατανεμηθεί διαφορετικά. Αν η περιουσία απο[*1018]κτάται πριν το γάμο, τότε πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτή κτήθηκε με την προοπτική γάμου. Κατά τα άλλα ισχύει και πάλι το τεκμήριο του 1/3, ως συνεισφορά του ενός των συζύγων προς τον άλλο. Κατά δεύτερο λόγο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι στα περιουσιακά στοιχεία συγκαταλέγεται κάθε κινητή ή ακίνητη περιουσία εφόσον αποκτήθηκε από εκάτερο των συζύγων, ως λογική δε προέκταση αυτού θα πρέπει να εντάσσεται ως περιουσιακό στοιχείο και αυτό που αποκτάται εκ μέρους ή για λογαριασμό του ή της συζύγου. Η προέκταση αυτή είναι εννοιολογικά και νομικά επιτρεπτή διότι διαφορετικά θα καταστρατηγούντο οι πρόνοιες της νομοθεσίας.

2.  Η συνεισφορά και ο υπολογισμός της είτε κατά τεκμήριο, είτε κατά τη προσαγόμενη μαρτυρία, αφορά διαφορά που προκύπτει μεταξύ των συζύγων και εμπίπτει αξιωματικά στο οικογενειακό δίκαιο και εκδικάζεται βέβαια από το αρμόδιο κατά τόπο Οικογενειακό Δικαστήριο. Το πώς αποδεικνύεται όμως η συνεισφορά αυτή δυνατόν να διέρχεται μέσα από άλλους τομείς του δικαίου. Τέτοιοι τομείς όπως το δίκαιο των εμπιστευμάτων, ρητών, εξυπακουόμενων ή τεκμαιρόμενων («express, implied or constructive trusts»), αφορούν κατ’ εξοχήν το δίκαιο της επιείκειας. Δίκαιο που έχει διαχρονική εφαρμογή, οι αρχές του οποίου διασώζουν, μακριά από τυπικούς και ανελαστικούς κανόνες, τις συναλλαγές και διεισδύουν στην ουσία των πραγμάτων, ώστε να αποδίδεται πραγματική δικαιοσύνη.

3.  Το δίκαιο είναι ενιαίο και η άρνηση χρησιμοποίησης πτυχών του, θα οδηγούσε σε κατατεμαχισμό διαδικασιών, παράλογα αποτελέσματα και ενδεχομένως άρνηση δικαιοσύνης. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ζητήματα εμπιστεύματος που καθορίζουν το συμφέρον των συζύγων («beneficial interest»), απαντώνται κατά μείζονα λόγο στις υποθέσεις οικογενειακών διαφορών, που σχετίζονται ιδιαιτέρως με την απόκτηση και την κατανομή της οικογενειακής στέγης στη βάση συνήθως εξυπακουόμενου, επαγόμενου ή τεκμαιρόμενου εμπιστεύματος.

4.  Ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της θεραπείας, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία, εφόσον βεβαίως η διαφορά είναι οικογενειακής φύσεως. Ζητήματα συνεισφοράς από τον ένα σύζυγο στον άλλο, εμπίπτουν κατ’ εξοχήν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στη δικαιοδοσία του οποίου, όπως έχει επιβεβαιώσει κατ’ επανάληψη η νομολογία, ο νομοθέτης, με τις τροποποιήσεις που επέφερε στη νομοθεσία, θέλησε να εντάξει κάθε πιθανή διαφορά.

5.  Ακόμη το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ανασκοπήσει τη σχετική νομολογία, με αναφορά και στο [*1019]τροποποιηθέν Άρθρο 111 του Συντάγματος με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο αρ. 95/89, και να επιβεβαιώσει τη ρητή πρόθεση του νομοθέτη να διευρύνει τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων επί όλων σχεδόν των θεμάτων με εξαίρεση, όπως αναφέρθηκε, τη λύση του γάμου μεταξύ μελών των θρησκευτικών ομάδων.

6.  Η νομολογία έχει αναγνωρίσει πως δεν παύει η διαφορά να εκδικάζεται κατ’ αρμοδιότητα από το οικείο Οικογενειακό Δικαστήριο, έστω και αν η αξίωση διατυπώνεται με θεραπείες του δικαίου της επιείκειας. Όπου ο σύζυγος ή η σύζυγος θεωρούνται να κατέχουν περιουσιακό στοιχείο στη βάση εμπιστεύματος, η διαφορά εμπίπτει στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Αν το περιουσιακό αυτό στοιχείο κατέχεται από τρίτο πρόσωπο, τυχαίως ή με πρόθεση καταδολίευσης, θα ήταν παράλογο να θεωρείτο ότι η διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Δεν είναι του παρόντος η ανάπτυξη της δυνατότητας εντοπισμού («tracing») του περιουσιακού στοιχείου στα χέρια τρίτου ή ακόμη και σε ταμείο («fund»), στο οποίο έγινε ανεπίτρεπτα ανάμειξη χρημάτων, αλλά η θεραπεία αυτή του δικαίου της επιείκειας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις ύπαρξης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ καταπιστευματοδόχου («trustee») και δικαιούχου («beneficiary of trust»), αλλά επεκτείνεται σε κάθε σχέση που διέπεται από σχέση εμπιστοσύνης («fiduciary relationship»).

7.  Η υπόθεση Ανδρέου v. Ανδρέου Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896 στην οποία κυρίως βασίστηκε η εταιρεία, κρίθηκε επί διαφορετικών στην ουσία δεδομένων στη βάση της ερμηνείας και ή εφαρμογής των Άρθρων 14(Γ) και 14(Δ) του Νόμου αρ. 232/91, που σχετίζονται με τις δόλιες μεταβιβάσεις ή μεταβιβάσεις περιουσίας με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του Άρθρου 14Α. Η αγωγή εκεί είχε καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο πριν την έναρξη σε εφαρμογή του Νόμου αρ. 232/91 και εν πάση περιπτώσει δεν έγινε πλήρης ανάλυση του λόγου στις υποθέσεις Λογγίνου v. Λογγίνου και των μεταγενέστερων αυτής αποφάσεων, οι οποίες επίσης αφορούν θέματα περιουσιακών οικογενειακών διαφορών. Η δε απόφαση στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου υπό την ιδιότητά του ως συνδιαχειριστή της περιουσία του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461, που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έθεσε απόλυτο κανόνα δικαίου διότι τα λεχθέντα υπό του Εφετείου σχετίζονταν με την αξίωση περιουσίας επί του αποβιώσαντος συζύγου και ήταν με αυτή την έννοια που λέχθηκε ότι οι διαχειριστές της περιουσίας ήσαν ξένοι προς την οικογενειακή διαφορά, ενώ αυτό το οποίο [*1020]αξίωνε η σύζυγος αφορούσε όχι αύξηση στην περιουσία ως συμμετοχής της σ’ αυτή, αλλά διεκδίκηση λόγω κυριότητας.

8.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να μην έχει δικαιοδοσία επειδή η ακίνητη αυτή περιουσία παραμένει εγγεγραμμένη επ’ ονόματι της εταιρείας.  Δεν είναι τόσο το ότι η αξίωση «διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων», όπως λέχθηκε στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου, όσο ότι η αξίωση αρχίζει και τελειώνει με τη σχέση των συζύγων και εξαιτίας αυτής.

     Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως εσφαλμένη και παραμερίζεται, μαζί με την εκδοθείσα διαταγή εξόδων. Το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί των αξιώσεων του αιτητή και εναντίον της εταιρείας και επομένως η υπόθεση παραπέμπεται πίσω σ’ αυτό για τα περαιτέρω.

     Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης 2, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αντίστοιχο Δικαστήριο. Δεν εκδίδεται καμία διαταγή εξόδων όσον αφορά την εφεσίβλητη 1, η οποία στην ουσία δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή εξόδων ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λογγίνου v. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Γρηγορίου v. Γρηγορίου υπό την ιδιότητά του ως συνδιαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461,

Μιχαήλ v. Γιάγκου (Aρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643,

Ανδρέου v. Ανδρέου Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896,

Φιλίππου v. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343,

Re Μανώλης Γιάγκος (1999) 1 Α.Α.Δ. 703,

Μαλαός κ.ά. v. Xρίστου (σύζυγου Aντρέα Μαλαού) κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191,

[*1021]Jones v. Lipman [1962] 1 W.L.R. 832,

Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566,

Χριστοδουλίδου v. Toumaian (2007) 1 Α.Α.Δ. 1024,

Toumaian v. Χριστοδουλίδου (2009) 1 Α.Α.Δ. 881,

Δάμτσα v. Δάμτσα (Αρ. 2) (2006) 1 Α.Α.Δ. 1389,

Σιούκρου v. Ulrich (2011) 1 A.A.Δ. 443.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kούσιου-Xρυσανδρέα, Δ.), (Aίτηση Aρ. 164/2007), ημερ. 12.2.2010.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Κακουλλής, για την Εφεσίβλητη 1.

Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη 2.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εγείρεται προς απόφαση κατά πόσο οι περιουσιακές οικογενειακές διαφορές αφορούν αποκλειστικά και μόνο άτομα που είναι ή που διετέλεσαν μεταξύ τους σύζυγοι, ώστε να αποκλείεται η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο στην περίπτωση εξυπακουόμενου εμπιστεύματος επί της περιουσίας τρίτου προσώπου και δη νομικής οντότητας, επί της οποίας εγείρεται αξίωση από τον ένα εκ των συζύγων ως συνεισφορά στην αύξηση της αξίας της.

Το θέμα ανεφύη κατά την ακρόαση υπόθεσης περιουσιακών διαφορών ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών), υπό τις εξής συνθήκες:  Ο εφεσείων είναι σε διάσταση με τη σύζυγο του, εφεσίβλητη 1, την οποία, σύμφωνα με τα παρουσιασθέντα στην πρωτόδικη διαδικασία δεδομένα, νυμφεύθηκε στις 10.6.1999. Πριν το γάμο και άσχε[*1022]τα προς αυτόν, η εφεσίβλητη 2 (εφεξής «η εταιρεία»), είχε στη βάση αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 4.3.1986, αγοράσει ακίνητο (οικόπεδο), εγγεγραμμένο στην Ιερά Μονή Κύκκου. Μετά το γάμο οικοδομήθηκε οικία η οποία αποτέλεσε το συζυγικό οίκο μέχρι τη διάσταση το Σεπτέμβριο 2003. Η εταιρεία, η οποία έχει μετόχους τους γονείς της εφεσίβλητης 1, παραμένει η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, φέρεται δε μετά τη διάσταση να ενοικίασε την οικοδομή στην εφεσίβλητη 1. Ο εφεσείων με την πρωτόδική αίτηση του υπεστήριξε, στη βάση λεπτομερειών που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας των διαδίκων κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους με διάφορους τρόπους, με αποτέλεσμα να επιδιώκει το ήμισυ της ως άνω ακίνητης περιουσίας ως συνεισφορά, καθώς και όλη την κινητή περιουσία που βρίσκεται εντός της οικίας.

Τόσο η εφεσίβλητη 1, όσο και η εταιρεία, πέραν της γενικότερης αρνήσεως όλων των θέσεων του εφεσείοντος, ήγειραν προδικαστική ένσταση, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση αναφορικώς με την εταιρεία καθότι οποιαδήποτε εναντίον της αξίωση δεν εμπίπτει σε διαφορά εντός των προνοιών του περί Ρυθμίσεως Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις ως άνω θέσεις με βάση την ανάλυση  στην οποία προέβη της υφιστάμενης νομολογίας, εκδίδοντας διάταγμα αναστολής της περαιτέρω ενώπιον του διαδικασίας, παραπέμποντας τη διαφορά μεταξύ εφεσείοντος και εταιρείας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προς περαιτέρω χειρισμό. Η αξίωση του εφεσείοντος αναφορικά με την εφεσίβλητη 1, παρέμεινε ενώπιόν του.

Η κρίση αυτή εφεσιβάλλεται ως λανθασμένη. Ο κ. Ευσταθίου  επιχειρηματολόγησε ότι η απόφαση αντίκειται στη νομολογία και την όλη οικονομία του Νόμου, εφόσον παραγνωρίστηκε η ουσία της αξίωσης του εφεσείοντος που εδραζόταν στη συνεισφορά, έννοια που διαφοροποιεί την εικόνα από όλες τις υπόλοιπες αστικές αξιώσεις. Η συνεισφορά, ως χαρακτηριστικό των περιουσιακών διαφορών, αποτελεί την ειδοποιό διαφορά και ως εκ τούτου άτομο το οποίο δικαιούται σε συνεισφορά δεν μπορεί να αποστερείται του δικαιώματος του να προωθήσει την αξίωση του ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με μόνο το στοιχείο ότι η αυξηθείσα περιουσία ή μέρος αυτής κατέχεται ή εμφανίζεται να κατέχεται καταπιστευματικά από τρίτο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο αποκλεισμός του εφεσείοντος από του να διεκδικεί την αξίωση του για συνεισφορά ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου προσκρούει, κατά το συνήγορο, στην αρχή της ισότητας και οδηγεί [*1023]σε παράλογα αποτελέσματα, διότι δεν μπορεί εάν ο ένας των συζύγων λειτουργεί διά εμπιστευματοδόχου, να αποκλείει τον έτερο εφόσον η βάση της όλης μεταξύ τους διαφοράς έγκειται στην απόκτηση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου, ή με προοπτική την τέλεση του γάμου.

Η εταιρεία υποστηρίζει την πρωτόδικη κρίση. Η έννοια των «περιουσιακών σχέσεων», ως ορίζεται από το Νόμο, και η δικαιοδοσία που καθορίζεται για τα Οικογενειακά Δικαστήρια κατά το Άρθρο 111 του Συντάγματος, ως τροποποιήθηκε, δεν αφήνουν περιθώρια ερμηνείας άλλης από εκείνης που επιβάλλει τον περιορισμό της δικαιοδοσίας σε διαφορές που προκύπτουν μεταξύ συζύγων και όχι άλλων ατόμων. Το θέμα, κατά τον κ. Θεοδώρου, έχει επιλυθεί από σειρά αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπως τις Λογγίνου v. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, Γρηγορίου v. Γρηγορίου, υπό την ιδιότητά του ως συνδιαχειριστή της περουσίας του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461, Μιχαήλ v. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643, Ανδρέου v. Ανδρέου Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 896 και Φιλίππου v. Φιλίππου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1343.

Ενόψει του εγειρόμενου θέματος είναι αναγκαία η αναδρομή στη σχετική νομολογία, ώστε να αναζητηθεί ο λόγος της. Στη Λογγίνου v. Λογγίνου – πιο πάνω – η θεραπεία που ζητείτο από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αφορούσε την επ’ ονόματι του εκεί εφεσείοντος εγγραφή οχήματος το οποίο κατεχόταν και/ή χρησιμοποιείτο από την εφεσίβλητη ως καταπιστευματοδόχος («trustee»), του συζύγου-εφεσείοντος. Η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Δικαστήριο στο Οικογενειακό Δικαστηρίο Λεμεσού, ελλείψει δικαιοδοσίας ενόψει της τροποποίησης που είχε επέλθει στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο αρ. 232/91. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού αποφάσισε, αφού ήγειρε αυτεπάγγελτα ζήτημα δικής του δικαιοδοσίας υπό το φως της θεραπείας στα δικόγραφα, ότι στερείτο τέτοιας δικαιοδοσίας εφόσον θέματα που αφορούν την κυριότητα και την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων δεν εμπίπτουν στο Αρθρο 17(2) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90. Το Εφετείο, αφού διήλθε μέσα από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και τη μέχρι τότε νομολογία, έκρινε ότι ίσχυε ο λόγος της απόφασης στη Re Μανώλης Γιάγκου (Aρ. 1) (1999) 1 Α.Α.Δ. 703, όπου η αξίωση στηριζόταν παρομοίως σε εμπίστευμα, ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της επιζητούμενης θεραπείας. [*1024]Επαναφέροντας την αγωγή ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:

«Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσείων στήριζε την αγωγή του στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα. Αυτά διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Τα Οικογενεικά Δικαστήρια έχουν εξουσία να παρέχουν όλες τις θεραπείες στις οποίες οποιοσδήποτε από τους διαδίκους θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση η οποία στηρίζεται επί των αρχών της επιείκειας (equity) (βλ. Αρθρο 16 του Νόμου 23/90 και Αρθρο 31 του Νόμου 14/60). Ακολουθεί πως η φύση της επίδικης θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο.»

Στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου – πιο πάνω –, η αξίωση της συζύγου αφορούσε το 50% των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντος συζύγου της λόγω δικής της συνεισφοράς στην απόκτησή τους. Η θέση της ήταν ότι το διεκδικούμενο ποσοστό κρατείτο από το διαχειριστή της περιουσίας και άλλων ως εμπιστευματοδόχων, κατά τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε διεκδικήσει το ποσοστό στη βάση της συμμετοχής της στην αύξηση της περιουσίας, όπως ήταν διατυπωμένη η αξίωση της, αλλά συγκεκριμένη περιουσία ως ανήκουσα κατά κυριότητα σ’ αυτήν. Ενώ περαιτέρω, εφόσον ο σύζυγος είχε αποβιώσει δεν ήταν δυνατόν να τίθετο θέμα περιουσιακής διαφοράς ή σχέσης μεταξύ συζύγων ώστε να αποκτούσε αρμοδιότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο. Στα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης, παρουσιαζόταν ότι ο σύζυγος πριν το θάνατο του είχε αποξενώσει διά μεταβιβάσεως μετοχές σε τρίτους και συγκεκριμένα στα παιδιά του από τον πρώτο γάμο. Το Εφετείο έκρινε ότι αυτοί ή  η μεταβίβαση σε τρίτους ξένους, δεν θα μπορούσαν να υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αλλά και οι μετοχές που είχαν παραμείνει ως μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος, δεν φαινόταν να εμπίπτει σε οποιαδήποτε σαφή νομοθετική ρύθμιση.

Στην υπόθεση Μιχαήλ v. Γιάγκου – ανωτέρω – όπου και πάλι αντιμετωπιζόταν αξίωση από τη σύζυγο εναντίον του πρώην συζύγου της στη βάση παράβασης συμφωνίας ή καταπιστεύματος και αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίθηκε ότι αρμοδιότητα είχε το Οικογενειακό και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο, αναφορικά με το συμφέρον στην οικογενειακή στέγη. Πρόκειτο για αξίωση που ηγέρθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας επί κατοικίας που ανεγέρθη σε οικόπεδο που είχε αγοραστεί με προοπτική το γάμο, πληρωθέν και από τους δύο συζύγους, αλλά εγγραφέν επ’ ονόμα[*1025]τι του συζύγου μόνο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε δικαιοδοσία ενόψει του ότι η αγωγή δεν βασίστηκε στο Νόμο αρ. 232/91, αλλά στο κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας. Εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία προνομιακό ένταλμα Prohibition επί τω ότι αποκλειστική αρμοδιότητα είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο. Έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε έτσι ώστε να παρέμενε ορθή η κρίση περί της αρμοδιότητας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το πενταμελές Εφετείο αρνήθηκε να αποκλίνει από το λόγο της Λογγίνου v. Λογγίνου – πιο πάνω – όπου, όπως το έθεσε, τονίσθηκε η «.... εξελικτική ευρύτητα του ορισμού του όρου ‘περιουσιακές σχέσεις’ στο Αρθρο 2 του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Νόμου, που υπάγεται, σύμφωνα με το Αρθρο 11 του εν λόγω Νόμου, στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτει όλες τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με το Νόμο 232/91.». Τονίσθηκε περαιτέρω ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την εξουσία να εφαρμόζει ανάλογα τις αρχές του κονοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας, αν η απαίτηση βασίζεται σ’ αυτές.

Στην Ανδρέου v. Ανδρέου Κυριάκου – ανωτέρω – είχε εγερθεί αξίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με σκοπό την αναγνώριση ότι το ½ μερίδιο της ακίνητης περιουσίας που ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του συζύγου και της εναγόμενης εταιρείας και είχε αποκτηθεί μετά το γάμο, κατεχόταν υπό συνθήκες εμπιστεύματος και έπρεπε να μεταβιβαστεί, κατά το ως άνω μερίδιο, στη σύζυγο. Πολύ αργότερα, η υπόθεση παρεπέμφθη στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο με τη σειρά του έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ της συζύγου και της εταιρείας, αναστέλλοντας ως προς αυτή τη διαδικασία. Η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι ορθά πρωτοδίκως είχε θεωρηθεί ότι η έννοια της «περιουσίας» στο Νόμο αρ. 232/91, αναφερόταν σε περιουσία μεταξύ συζύγων και μόνο. Αυτό, κατά το Εφετείο, συνδυαζόταν με την έννοια της «συμμετοχής σε περιουσία» στα Αρθρα 13-21 του πιο πάνω Νόμου, από όπου προέκυπτε ότι δεν καλύπτονταν διαφορές μεταξύ προσώπων που δεν είναι σύζυγοι μεταξύ τους.

Στη Φιλίππου v. Φιλίππου – πιο πάνω – το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, απέρριψε έφεση εναντίον της ανάληψης δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού σε αίτηση από το σύζυγο που αξίωνε στη βάση συμ[*1026]φωνίας καταπιστεύματος το ½ μερίδιο κτήματος που κατ’ ισχυρισμόν του είχε αυξηθεί σε αξία λόγω συνεισφοράς του.

Συναφώς μπορεί να αναφερθεί και η απόφαση στη Μαλαός κ.ά. v. Xρίστου (σύζυγου Aντρέα Μαλαού) κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1191, όπου το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση ότι τα ζητήματα που εξετάστηκαν ορθά αποφασίστηκαν στη βάση του Αρθρου 14 του Νόμου αρ. 232/91, αφορούσαν δε αγώγιμο δικαίωμα το οποίο είχε ο αιτητής-σύζυγος ο οποίος διεκδικούσε μερίδιο στην κατοικία και στα άλλα περιουσιακά στοιχεία μετά τη λύση του γάμου. Στα πλαίσια της απόφασης λέχθηκε ότι το γεγονός ότι κατά το χρόνο της συμβολής του αιτητή στην επαύξηση της περιουσίας στο τεμάχιο στο οποίο είχε ανεγερθεί η επίδικη κατοικία δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της συζύγου του, δεν εξουδετέρωνε το δικαίωμα του αιτητή για συνεισφορά όταν η ανέγερση της κατοικίας είχε αποκτηθεί πριν από το γάμο και με την προοπτική αυτού. Το τεμάχιο ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της μητέρας της συζύγου, η οποία και είχε συμφωνήσει στην ανέγερση της κατοικίας.

Οι επίδικες διατάξεις στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο αρ. 232/91, ως τροποποιήθηκε, βρίσκονται στο ερμηνευτικό Αρθρο 2, όσον αφορά την έννοια ή τον ορισμό της «περιουσίας» και στο Αρθρο 14, του ιδίου Νόμου, σε σχέση με την αύξηση της περιουσίας και τη συνεισφορά του ενός των συζύγων προς τον έτερο. Οι δύο διατάξεις παρατίθενται αυτούσιες:

Άρθρο 2:

«‘περιουσία’ σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.»

Άρθρο 14(1):

«Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»

Σχετικός είναι και ο ορισμός «περιουσιακές σχέσεις» στο Αρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/90, ως [*1027]τροποποιήθηκε. Έχει ως εξής:

«‘περιουσιακές σχέσεις’ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999.»

Κατά πρώτο λόγο, παρατηρείται, ως πρόδηλη απόρροια από τις πιο πάνω διατάξεις, ότι είναι ουσιαστικά παρόμοιες οι νομοθετικές ρυθμίσεις σε σχέση με την έννοια και το εύρος της «περιουσίας» και των «περιουσιακών σχέσεων». Καλύπτουν οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία που δυνατόν να αποκτήθηκε πριν, ή μετά το γάμο από οποιοδήποτε από τους συζύγους. Η κατά τη διάρκεια του γάμου απόκτηση περιουσίας τεκμαίρεται ότι είναι προς όφελος και των δύο συζύγων, με τεκμαιρόμενη συνεισφορά στην αύξηση το 1/3 από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο, κατά τα προνοούμενα από το εδάφιο (2) του Αρθρου 14, εκτός βέβαια εάν δυνάμει επαρκούς μαρτυρίας, η περιουσία δυνατόν να κατανεμηθεί διαφορετικά. Αν η περιουσία αποκτάται πριν το γάμο, τότε πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτή κτήθηκε με την προοπτική γάμου.  Κατά τα άλλα ισχύει και πάλι το τεκμήριο του 1/3, ως συνεισφορά του ενός των συζύγων προς τον άλλο.

Κατά δεύτερο λόγο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι στα περιουσιακά στοιχεία συγκαταλέγεται κάθε κινητή ή ακίνητη περιουσία εφόσον αποκτήθηκε από εκάτερο των συζύγων, ως λογική δε προέκταση αυτού θα πρέπει να εντάσσεται ως περιουσιακό στοιχείο και αυτό που αποκτάται εκ μέρους ή για λογαριασμό του ή της συζύγου. Η προέκταση αυτή είναι εννοιολογικά και νομικά επιτρεπτή διότι διαφορετικά θα καταστρατηγούντο οι πρόνοιες της νομοθεσίας. Αν, δηλαδή, όπως εδώ, υπάρχει περιουσιακό στοιχείο το οποίο ανήκει σε τρίτο, αλλά με τη συγκατάθεση του χρησιμοποιείται προς όφελος του ή της συζύγου για σκοπούς τέλεσης γάμου ή κατά τη διάρκεια αυτού, τότε η συνεισφορά του ετέρου στην επαύξηση της αξίας αυτού θα ήταν άνευ σημασίας, αν η παρεμβολή του τρίτου εξουδετέρωνε τη συνεισφορά.

Η συνεισφορά και ο υπολογισμός της είτε κατά τεκμήριο, είτε κατά τη προσαγόμενη μαρτυρία, αφορά διαφορά που προκύπτει μεταξύ των συζύγων και εμπίπτει αξιωματικά στο οικογενειακό δίκαιο και εκδικάζεται βέβαια από το αρμόδιο κατά τόπο Οικογενειακό Δικαστήριο. Το πώς αποδεικνύεται όμως η συνεισφορά [*1028]αυτή δυνατόν να διέρχεται μέσα από άλλους τομείς του δικαίου. Τέτοιοι τομείς όπως το δίκαιο των εμπιστευμάτων, ρητών, εξυπακουόμενων ή τεκμαιρόμενων («express, implied or constructive trusts»), αφορούν κατ’ εξοχήν το δίκαιο της επιείκειας. Δίκαιο που έχει διαχρονική εφαρμογή, οι αρχές του οποίου διασώζουν, μακριά από τυπικούς και ανελαστικούς κανόνες, τις συναλλαγές και διεισδύουν στην ουσία των πραγμάτων, ώστε να αποδίδεται πραγματική δικαιοσύνη.

Η φράση «The eye of equity», που χρησιμοποιήθηκε από τον Russell J. στη Jones v. Lipman [1962] 1 W.L.R. 832, 836, θα εισχωρήσει στην ουσία αποδίδοντας πλήρη και τελεία θεραπεία, έχει δε τη θέση του και στις οικογενειακές διαφορές. Το δίκαιο είναι ενιαίο και η άρνηση  χρησιμοποίησης πτυχών του, θα οδηγούσε σε κατατεμαχισμό διαδικασιών, παράλογα αποτελέσματα και ενδεχομένως άρνηση δικαιοσύνης. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ζητήματα εμπιστεύματος που καθορίζουν το συμφέρον των συζύγων («beneficial interest»), απαντώνται κατά μείζονα λόγο στις υποθέσεις οικογενειακών διαφορών, που σχετίζονται ιδιαιτέρως με την απόκτηση και την κατανομή της οικογενειακής στέγης στη βάση συνήθως εξυπακουόμενου, επαγόμενου ή τεκμαιρόμενου εμπιστεύματος. Αναδρομή στο σύγγραμμα των Cretney, Masson και Bailey-Harris: “Principles of Family Law” 7η έκδ. (2003), αποκαλύπτει στο Κεφ. 5 που τιτλοφορείται “Beneficial Entitlement at Law and in Equity”, τον τρόπο με τον οποίο τα Αγγλικά Δικαστήρια αντιμετωπίζουν και επιλύουν οικογενειακές διαφορές σε ό,τι αφορά την απόκτηση της οικογενειακής κατοικίας χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του καταπιστεύματος και τα νομικά τεκμήρια («presumptions»), τα οποία αναδύονται και εφαρμόζονται σε αυτά τα θέματα. Για παράδειγμα, δημιουργείται κατά τεκμήριο επαγόμενο καταπίστευμα («resulting trust»), όπου ένα πρόσωπο συνδράμει απευθείας στην αγορά ακίνητης περιουσίας η οποία όμως αναγράφεται στο όνομα ετέρου. Δημιουργείται επίσης τεκμαιρόμενο καταπίστευμα όταν από τη μαρτυρία, είτε άμεση, είτε διά συμπεριφοράς,  φανερώνεται ότι οι διάδικοι είχαν κοινή πρόθεση να είναι συνιδιοκτήτες της οικογενειακής στέγης.

Γι’ αυτό και στη Λογγίνου v. Λογγίνου – ανωτέρω – αποφασίστηκε ότι ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της θεραπείας, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία, εφόσον βεβαίως η διαφορά είναι οικογενειακής φύσεως. Ζητήματα συνεισφοράς από τον ένα σύζυγο στον άλλο, εμπίπτουν κατ’ εξοχήν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στη δικαιοδοσία του οποίου, όπως έχει επιβεβαιώσει κατ’ επανάληψη η νομολογία, [*1029]ο νομοθέτης, με τις τροποποιήσεις που επέφερε στη νομοθεσία, θέλησε να εντάξει κάθε πιθανή διαφορά. Από την υπόθεση Δαδακαρίδης v. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566, μέχρι την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Χριστοδουλίδου v. Toumaian (2007) 1 Α.Α.Δ. 1024, αναγνωρίστηκε ότι η ανάθεση όλων των υποθέσεων της φύσης των «οικογενειακών σχέσεων», εμπίπτουν φυσιολογικά στον κλάδο του δικαίου γνωστού στην Ελλάδα ως Οικογενειακού Δικαίου, τμήμα του Αστικού Δικαίου. Ακόμη και διαφορές, οικογενειακής φύσεως, πλην της έκδοσης διαζυγίου, για τις Θρησκευτικές Ομάδες, μεταφέρθησαν στο Οικογενειακό Δικαστήριο και τη δικαιοδοσία αυτού, όπως καθιδρύθηκε με το Νόμο αρ. 23/90. Σχετική είναι και η πιο πρόσφατη απόφαση στη Toumaian v. Χριστοδουλίδου (2009) 1 Α.Α.Δ. 881, η οποία κινήθηκε στις ίδιες γραμμές, ακολουθώντας τη Δάμτσα v. Δάμτσα (Αρ. 2) (2006) 1 Α.Α.Δ. 1389. Ακόμη πιο πρόσφατα, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην Αλπάϊ Νιαζί Σιούκρου v. Miriam Ulrich (2011) 1 A.A.Δ. 443, είχε την ευκαιρία να ανασκοπήσει τη σχετική νομολογία, με αναφορά και στο τροποποιηθέν Άρθρο 111 του Συντάγματος με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο αρ. 95/89, και να επιβεβαιώσει τη ρητή πρόθεση του νομοθέτη να διευρύνει τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων επί όλων σχεδόν των θεμάτων με εξαίρεση, όπως αναφέρθηκε, τη λύση του γάμου μεταξύ μελών των θρησκευτικών ομάδων.

Η έννοια της συνεισφοράς επομένως στην απόκτηση περιουσιακού στοιχείου αποτελεί καταλύτη στην ένταξη και επίλυση της διαφοράς αυτής στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Το γεγονός ότι το αιτούμενο περιουσιακό στοιχείο τυγχάνει να βρίσκεται εγγεγραμμένο σε τρίτο άτομο ή επ’ αυτού να έχει αξίωση τρίτο πρόσωπο, δεν διαφοροποιεί την ταξινόμηση του θέματος ως ζήτημα δικαίου.  Όχι μόνο η αξίωση επί του περιουσιακού στοιχείου διέρχεται μέσα από την τεκμηρίωση της συνεισφοράς του αιτητή στην αύξηση της περιουσίας, αλλά και ευχερώς συνενώνεται το πρόσωπο το οποίο έχει το περιουσιακό αυτό στοιχείο στην κατοχή του, είτε νόμιμα είτε όχι, ώστε να αποδοθεί ολοκληρωμένα μέσα στην ίδια την αίτηση περιουσιακής διαφοράς, η πρέπουσα συνεισφορά και η απόδοση, διά της έκδοσης του αναγκαίου διατάγματος ή διαταγμάτων, πίσω στον συνεισφέροντα, του περιουσιακού στοιχείου ή της αξίας του.

Με άλλα λόγια, η νομολογία έχει αναγνωρίσει πως δεν παύει η διαφορά να εκδικάζεται κατ’ αρμοδιότητα από το οικείο Οικογενειακό Δικαστήριο, έστω και αν η αξίωση διατυπώνεται με θεραπείες του δικαίου της επιείκειας. Όπου ο σύζυγος ή η σύζυγος θεωρούνται να κατέχουν περιουσιακό στοιχείο στη βάση εμπιστεύ[*1030]ματος, η διαφορά εμπίπτει στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Αν το περιουσιακό αυτό στοιχείο κατέχεται από τρίτο πρόσωπο, τυχαίως ή με πρόθεση καταδολίευσης, θα ήταν παράλογο να θεωρείτο ότι η διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Δεν είναι του παρόντος η ανάπτυξη της δυνατότητας εντοπισμού («tracing») του περιουσιακού στοιχείου στα χέρια τρίτου ή ακόμη και σε ταμείο («fund»), στο οποίο έγινε ανεπίτρεπτα ανάμειξη χρημάτων, αλλά η θεραπεία αυτή του δικαίου της επιείκειας δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις ύπαρξης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ καταπιστευματοδόχου («trustee») και δικαιούχου («beneficiary of trust»), αλλά επεκτείνεται σε κάθε σχέση που διέπεται από σχέση εμπιστοσύνης («fiduciary relationship») (δέστε F.H. Lawson: “Remedies of English Law” σελ. 190-194 και Hanbury and Martin: “Modern Equity”, 16η έκδ. (2001), σελ. 682 κ.ε.).

Η υπόθεση Ανδρέου v. Ανδρέου Κυριάκου - ανωτέρω – στην οποία κυρίως βασίστηκε η εφεσίβλητη εταιρεία, κρίθηκε επί διαφορετικών στην ουσία δεδομένων στη βάση  της ερμηνείας και ή εφαρμογής των Αρθρων 14(Γ) και 14(Δ) του Νόμου αρ. 232/91, που σχετίζονται με τις δόλιες μεταβιβάσεις ή μεταβιβάσεις περιουσίας με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του Αρθρου 14Α. Η αγωγή εκεί είχε  καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο πριν την έναρξη σε εφαρμογή του Νόμου αρ. 232/91 και εν πάση περιπτώσει δεν έγινε πλήρης ανάλυση του λόγου στις υποθέσεις Λογγίνου v. Λογγίνου και των μεταγενέστερων αυτής αποφάσεων, όπως έχουν αναφερθεί ανωτέρω. Η δε απόφαση στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου, που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έθεσε απόλυτο κανόνα δικαίου διότι τα λεχθέντα υπό του Εφετείου σχετίζονταν με την αξίωση περιουσίας επί του αποβιώσαντος συζύγου και ήταν με αυτή την έννοια που λέχθηκε ότι οι διαχειριστές της περιουσίας ήσαν ξένοι προς την οικογενειακή διαφορά, ενώ αυτό το οποίο αξίωνε η σύζυγος αφορούσε όχι αύξηση στην περιουσία ως συμμετοχής της σ’ αυτή, αλλά διεκδίκηση λόγω κυριότητας.

Εδώ η εταιρεία είχε αγοράσει το οικόπεδο πριν από το γάμο, το οποίο με την ανοχή ή συγκατάθεση της χρησιμοποιήθηκε για να οικοδομηθεί οικία προς στέγαση των συζύγων. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θεωρείται πως δεν μπορεί το Οικογενειακό Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία επειδή η ακίνητη αυτή περιουσία παραμένει εγγεγραμμένη επ’ ονόματι της εταιρείας. Δεν είναι τόσο το ότι η αξίωση «διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων», όπως λέχθηκε στη Γρηγορίου v. Γρηγορίου, όσο ότι η αξίωση αρχίζει και τελειώνει με τη σχέση των συζύγων και εξαιτίας αυ[*1031]τής. Διαφορετική αντιμετώπιση (όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο), θα σήμαινε ότι πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί η συνεισφορά του αιτητή στην οικογενειακή περιουσία και μετά να εγερθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση πλέον εμπιστεύματος ή άλλης αξίωσης για να του αποδοθεί το μερίδιο του, αλλά και εκεί θα μπορούσαν να εγερθούν ζητήματα αρμοδιότητας. Τέτοια εξέλιξη είναι ανεπιθύμητη διότι κατακερματίζει σε πέραν του ενός Δικαστηρίου τη διαφορά, ενώ ο πυρήνας της αξίωσης παραμένει ο ίδιος, εμπίπτουσα φυσιολογικά στην οικογενειακή διαφορά. Ταυτόχρονα παραγνωρίζεται και η δυνατότητα ενός αιτητή να χρησιμοποιήσει ως όχημα για τη διαπίστωση και τεκμηρίωση της συνεισφοράς του, εντός της αυτής αξίωσης, του μηχανισμού του καταπιστεύματος ή άλλου μηχανισμού που το δίκαιο προσφέρει προς επίλυση των διαφορών.

Ενόψει όλων των ανωτέρω κρίνεται ότι η  πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και παραμερίζεται, μαζί με την εκδοθείσα διαταγή εξόδων. Το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί των αξιώσεων του αιτητή και εναντίον της εταιρείας και επομένως η υπόθεση παραπέμπεται πίσω σ’ αυτό για τα περαιτέρω.

Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης 2, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αντίστοιχο Δικαστήριο. Καμία διαταγή εξόδων όσον αφορά την εφεσίβλητη 1, η οποία στην ουσία δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή εξόδων ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο