Σάββα Xριστάκης ν. Παναγιώτας Tηλεμάχου (2011) 1 ΑΑΔ 1032

(2011) 1 ΑΑΔ 1032

[*1032]9 Ιουνίου, 2011

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσείων,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Έφεση Αρ. 16/2007)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Αύξηση της περιουσίας του ενός εκ των συζύγων σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων ― Διεκδίκηση μεριδίου εκατέρωθεν επί της αύξησης της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων ως αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμόν συνεισφοράς τους ― Κατά πόσο το εισόδημα από τα ενοίκια αναπαλαιωμένης οικίας της συζύγου συνιστούσε επαύξηση της περιουσίας της.

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών ― Κατά πόσο διαφορά που υπέχει στην ουσία απαίτηση για κάποιου είδους αποζημίωση, υπάγεται ή όχι στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1991 και διαλύθηκε το Δεκέμβριο του 2000, με την έκδοση διαζυγίου εις βάρος της συζύγου. Έξι μήνες μετά τη διάσταση του ζεύγους, η οποία επήλθε το Μάϊο του 1999, η σύζυγος εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και από τότε τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν με τον πατέρα τους στο σπίτι που διέμεναν με τους γονείς τους πριν το χωρισμό.

Ο εφεσείων με αίτησή του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών) προώθησε διάφορες χρηματικές απαιτήσεις ερειδόμενες σε ανάλογη, όπως ισχυρίστηκε συνεισφορά του, η οποία συντέλεσε στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους. Μια από τις διεκδικήσεις του εφεσείοντος αφορούσε στην αύξηση της περιουσίας [*1033]της εφεσίβλητης η οποία επήλθε μετά την αναπαλαίωση και ανακαίνιση μιας παλαιάς οικίας στο Μέσα Χωρίον Πάφου. Η εφεσίβλητη καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση αξιώνοντας το ποσό της δικής της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντος κατά τη διάρκεια του γάμου τους.

Το Δικαστήριο αφού στηρίχθηκε στη μαρτυρία του εκτιμητή που κλήθηκε από την εφεσίβλητη κατέληξε σε διαπίστωση ότι μετά την αναπαλαίωση και ανακαίνιση της παλαιάς οικοδομής, η περιουσία της εφεσίβλητης είχε επαύξηση της τάξεως των Λ.Κ.12.900. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμβολή του εφεσείοντος στην εν λόγω επαύξηση αναλογούσε στο ποσό των Λ.Κ.3.010. Σε σχέση με τα χρέη των διαδίκων που υπήρχαν κατά τη διάσταση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα χρέη αφορούσαν και τους δύο διαδίκους και δεν ήταν δυνατό να ταξινομηθούν ως χρηματική υποχρέωση μόνο του ενός ή του άλλου διαδίκου ώστε να αφαιρεθούν από την όποια επαύξηση της περιουσίας με προοπτική καθορισμού του παθητικού της περιουσίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν ένα κοινό δάνειο προς την Τράπεζα Κύπρου που πήραν οι διάδικοι για τις ανάγκες της οικογένειας το οποίο εξόφλησε ο εφεσείων με ανάλογο όφελος της εφεσίβλητης το οποίο υπολογίστηκε στις Λ.Κ.332 καθώς και άλλο δάνειο από τη Σ.Π.Ε. Σίμου για το οποίο ο εφεσείων πλήρωσε Λ.Κ.1.532 και εκ τούτου, προέκυψε όφελος υπέρ της εφεσίβλητης υπολογιζόμενο στις Λ.Κ.760.

Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των Λ.Κ.4.102 με τόκο προς 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

Κατά την εξέταση της ανταπαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία διαπίστωσε ότι υπήρξε συμβολή της εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα και έκρινε δίκαιο όπως επιδικάσει προς όφελός της Λ.Κ.1.175 με νόμιμο τόκο από της καταχωρήσεως της αγωγής.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της αγωγής και της μερικής επιτυχίας της ανταπαίτησης το Δικαστήριο θεώρησε δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί με τα δικά της έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε την μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης προκειμένου να αποτιμήσει την επαύξηση της αξίας της οικίας της εφεσίβλητης και να καθορίσει το πο[*1034]σοστό της συμβολής του εφεσείοντος στην εν λόγω επαύξηση.

2.  Λανθασμένα δεν αποδόθηκε το ½ του ποσού των Λ.Κ.8.109 που ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό επ’ ονόματι της εφεσίβλητης.

3.  Λανθασμένα το Δικαστήριο δεν του απέδωσε το ήμισυ του συνολικού ποσού των ενοικίων που εισπράχθηκαν κατά την ανακαίνιση της οικίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης προκειμένου να αποτιμήσει την επαύξηση της αξίας της οικίας της εφεσίβλητης και να καθορίσει το ποσοστό της συμβολής του εφεσείοντος στην εν λόγω επαύξηση.

2.  Η εφεσίβλητη εξήγησε ότι μέρος του εν λόγω ποσού, ήτοι, Λ.Κ.6.200 αποτελούσε το σύνολο καταθέσεων χρηματικών δώρων προς αυτή από τη γιαγιά της ενώ το υπόλοιπο, προήλθε από εισοδήματα από τη λειτουργία σφαιριστηρίου που διαχειριζόταν η ίδια και τους τόκους των εν λόγω καταθέσεων. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης σχετικά με αυτή τη πτυχή παρέμεινε ακλόνητη αλλά ούτε και παρουσιάστηκε αντίθετη μαρτυρία η οποία να μπορούσε να εξουδετερώσει πειστικά την εκδοχή της.

3.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από τη Σάββα v. Σάββα (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1025 αποφάνθηκε ότι η επίδικη διαφορά αναφορικά με τα ενοίκια, όντας διαφορά που υπέχει στην ουσία απαίτηση για κάποιου είδους αποζημίωση, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Oικογενειακού Δικαστηρίου. Ούτε και μπορεί το εισόδημα αυτό να αποτελέσει υπό τη στενή έννοια του όρου επαύξηση της περιουσίας του διαδίκου που παραμένει ιδιοκτήτης. Εξ άλλου η απαίτηση επί των ενοικίων εκφεύγει του ουσιώδους χρόνου της διάστασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Σάββα v. Σάββα (Aρ. 2) (2003) 1 A.A.Δ. 1025.

[*1035]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (Σιαμτάνη, Π.), (Aίτηση Aρ. 4/2001), ημερ. 25.10.2007.

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Πολυδώρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1991. Το Μάϊο του 1999 επήλθε διάσταση και το Δεκέμβριο του 2000 εκδόθηκε διαζύγιο σε βάρος της συζύγου. Έξι μήνες μετά τη διάσταση, η σύζυγος εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και από τότε τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν με τον πατέρα τους στο σπίτι που διέμεναν με τους γονείς τους πριν το χωρισμό.

Ο εφεσείων με αίτησή του στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών) προώθησε διάφορες χρηματικές απαιτήσεις ερειδόμενες σε ανάλογη, όπως ισχυρίστηκε συνεισφορά του, η οποία συντέλεσε στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους. Η εφεσίβλητη καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία αξίωσε το ποσοστό της δικής της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια του γάμου τους.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, εκτός από τους διαδίκους κατέθεσαν ως μάρτυρες και δύο εκτιμητές ακινήτων, ένας για την κάθε πλευρά. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, καθόρισε τα πραγματικά γεγονότα και με αναφορά στο νόμο και τη νομολογία που διέπουν το θέμα, κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα.

Μια από τις διεκδικήσεις του εφεσείοντα αφορούσε στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης η οποία επήλθε μετά την αναπαλαίωση και ανακαίνιση μιας παλαιάς οικίας της στο Μέσα Χωρίον Πάφου. Υπήρξε εύρημα του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η ανακαίνιση της οικίας στοίχισε Λ.Κ.15.000 και όχι Λ.Κ.10.000 όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι διά[*1036]δικοι δανείστηκαν από κοινού και αλληλεγγύως Λ.Κ.13.500 από την Τράπεζα Κύπρου και ότι από το ποσό αυτό, Λ.Κ.10.000 χρησιμοποιήθηκαν για την αναπαλαίωση της οικίας και Λ.Κ.3.000 χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση δανείου των διαδίκων προς την Ελληνική Τράπεζα.

Υπήρξε επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανείου που πήραν οι διάδικοι από την Τράπεζα Κύπρου, εξοφλήθηκε από την εφεσίβλητη ενώ ο εφεσείων κατέβαλε μόνο Λ.Κ.1.000. Και εφόσον για την αναπαλαίωση της οικίας δαπανήθηκαν Λ.Κ.10.000 από το ποσό του δανείου που πήραν από την Τράπεζα Κύπρου, το δικαστήριο καθόρισε ότι η αναλογία πληρωμής του δανείου που αφορούσε την οικοδομή (Λ.Κ.10.000) είναι 9 προς 1.

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι το κόστος της αναπαλαίωσης ανήλθε στις Λ.Κ.15.000, το δικαστήριο εξέτασε αν υπήρξε συμβολή του εφεσείοντα και στο υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.5.000. Η διαπίστωση επί του προκειμένου ήταν ότι η συμβολή των διαδίκων ήταν ισότιμη δηλαδή από Λ.Κ.2.500 ο καθένας.

Κατά την εξέταση ως προς το κατά πόσο υπήρξε επαύξηση στην περιουσία της εφεσίβλητης ως αποτέλεσμα της αναπαλαίωσης της οικίας, η πρωτόδικος δικαστής ανέτρεξε στη μαρτυρία των εκτιμητών που κάλεσαν οι διάδικοι και αφού την αξιολόγησε προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία του κ. Γερμανού, σύμφωνα με την οποία, η αξία της οικίας (παλαιάς οικοδομής) πριν την αναπαλαίωση ανερχόταν στις Λ.Κ.9.100 ενώ μετά τη συμπλήρωση των εργασιών της αναπαλαίωσης η αξία της οικίας, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών χώρων, ανήλθε στις Λ.Κ.22.000. άρα επήλθε επαύξηση της τάξης των Λ.Κ.12.900. Η μαρτυρία του εκτιμητή κ. Γιάννη που κλήθηκε από τον εφεσείοντα, σύμφωνα με την οποία η οικία (οικοδομή) είχε μηδενική αξία πριν την αναπαλαίωση δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση.

Ενόψει των πιο πάνω, ανάλογη ήταν και η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι μετά την αναπαλαίωση και ανακαίνιση της παλαιάς οικοδομής, η περιουσία της εφεσίβλητης είχε επαύξηση της τάξεως των Λ.Κ.12.900.

Με βάση τα πιο πάνω, ότι δηλαδή η συνεισφορά του εφεσείοντα στο κόστος της αναπαλαίωσης ανήλθε στις Λ.Κ.3.500 και της εφεσίβλητης στις Λ.Κ.11.500 και η επαύξηση ήταν της τάξης των Λ.Κ.12.900, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμβολή του εφεσείοντα στην εν λόγω επαύξηση αναλογεί στο ποσό των [*1037]Λ.Κ.3.010.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι κατά την ημέρα της διάστασης η εφεσίβλητη διατηρούσε λογαριασμό στο όνομα της στην Τράπεζα Κύπρου με πιστωτικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.8.109 για το οποίο ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι είχε οποιαδήποτε συμβολή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το θέμα των διαφόρων χρεών που υπήρχαν κατά την ημέρα της διάστασης στα οποία αναφέρθηκαν και οι δύο πλευρές χωρίς όμως να συμφωνούν στα ακριβή ποσά. Σχετικά με αυτό το θέμα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα χρέη αφορούσαν και τους δύο διαδίκους και δεν ήταν δυνατό να ταξινομηθούν ως χρηματική υποχρέωση μόνο του ενός ή του άλλου διαδίκου ώστε να αφαιρεθούν από την όποια επαύξηση της περιουσίας με προοπτική καθορισμού του παθητικού της περιουσίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν ένα κοινό δάνειο προς την Τράπεζα Κύπρου που πήραν οι διάδικοι για τις ανάγκες της οικογένειας το οποίο εξόφλησε ο εφεσείων με ανάλογο όφελος της εφεσίβλητης το οποίο υπολογίστηκε στις Λ.Κ.332 καθώς και άλλο δάνειο από τη Σ.Π.Ε. Σίμου για το οποίο ο εφεσείων πλήρωσε Λ.Κ.1.532 και εκ τούτου, προέκυψε όφελος υπέρ της εφεσίβλητης υπολογιζόμενο στις Λ.Κ.760.

Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των Λ.Κ.4.102 με τόκο προς 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

Κατά την εξέταση της ανταπαίτησης, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία διαπίστωσε ότι υπήρξε συμβολή της εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα και έκρινε δίκαιο όπως επιδικάσει προς όφελος της Λ.Κ.1.175 με νόμιμο τόκο από της καταχωρήσεως της αγωγής.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της αγωγής και της μερικής επιτυχίας της ανταπαίτησης το δικαστήριο θεώρησε δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα δικά της έξοδα.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης. Εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εκτιμητή ακινήτων κ. Γερμανού στην οποία το δικαστήριο στηρίχθηκε προκειμένου να αποτιμήσει την επαύξηση της αξίας της οικίας της εφεσίβλητης και να καθορίσει το ποσοστό της συμβολής του εφεσείοντα στην εν λόγω επαύξηση. Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε λάθος στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εκτιμητών. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δέ[*1038]χθηκε τη μαρτυρία του κ. Γερμανού ο οποίος είχε επισκεφθεί την οικία λίγο μετά τη διάσταση ενώ ο άλλος εκτιμητής επισκέφθηκε την οικία για σκοπούς εκτίμησης το Φεβρουάριο του 2007 χωρίς να εισέλθει στο εσωτερικό της οικίας και χωρίς να λάβει υπόψη την αξία της οικίας πριν από την αναπαλαίωση. Αντίθετα, στη δική του εκτίμηση πήρε ως δεδομένο ότι η οικία πριν την αναπαλαίωση είχε μηδενική αξία, πράγμα αντίθετο προς την κοινή λογική αφού, μεταξύ άλλων, αυτή εκατοικείτο πριν από την έναρξη των εργασιών αναπαλαίωσης. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι ο εφεσείων στην αγωγή του είχε προσδώσει αξία στην οικία πριν την αναπαλαίωση. Στο ποσό της δαπάνης για την αναπαλαίωση υπολογίστηκε και η προσωπική εργασία του εφεσείοντα και εν πάση περιπτώσει το συγκεκριμένο κόστος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με το ύψος της επαύξησης της αξίας της περιουσίας.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα δεν αποδόθηκε το ½ του ποσού των Λ.Κ.8.109 που ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό επ’ ονόματι της εφεσίβλητης.

Η εφεσίβλητη εξήγησε ότι μέρος του εν λόγω ποσού ήτοι, Λ.Κ.6.200 αποτελούσε το σύνολο καταθέσεων χρηματικών δώρων που πήρε κατά καιρούς από τη γιαγιά της ενώ το υπόλοιπο, προήλθε από εισοδήματα (σύνολο Λ.Κ.1.000) από τη λειτουργία του σφαιριστηρίου που αυτή διαχειριζόταν και τους τόκους των εν λόγω καταθέσεων. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης σχετικά με αυτή τη πτυχή παρέμεινε ακλόνητη αλλά ούτε και παρουσιάστηκε αντίθετη μαρτυρία η οποία να μπορούσε να εξουδετερώσει πειστικά την εκδοχή της.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα δεν του απέδωσε το ήμισυ του συνολικού ποσού των ενοικίων που εισπράχθηκαν μετά την ανακαίνιση της οικίας. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα σωστά. Αυτό καθίσταται πρόδηλο από  το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα της απόφασης με το οποίο και συμφωνούμε χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε ο,τιδήποτε άλλο.

«Πέραν του γεγονότος ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε πειστική μαρτυρία για το ύψος των ενοικίων πριν και μετά την αναπαλαίωση, ζητείται το ήμισυ των ενοικίων που εισπράττονταν κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή μέχρι τη λύση του γάμου. Διατηρώ την άποψη ότι η αποκόμιση κάποιου εισοδήματος από την αναπαλαιωμένη πλέον οικοδομή και η είσπραξη κάποιου ψηλότερου ενοικίου δεν συνδέεται απαραίτητα με τις εργασίες [*1039]που διεξήχθηκαν πάνω σε αυτό. Ούτε και μπορεί να αποτελέσει το εισόδημα αυτό υπό τη στενή έννοια του όρου επαύξηση της περιουσίας του διαδίκου που παραμένει ιδιοκτήτης. Έχω ακόμα τη γνώμη ότι η απαίτηση επί των ενοικίων εκφεύγει του ουσιώδους χρόνου της διάστασης. Αντλώντας καθοδήγηση από τη Σάββα v. Σάββα (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1025, έχω την άποψη ότι τέτοιας φύσης διαφορά που υπέχει στην ουσία απαίτηση για κάποιου είδους αποζημίωση, δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.»

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο