Damalona Limited ν. Aχιλλέας Φεραίου Eισαγωγές-Eξαγωγές Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1082

(2011) 1 ΑΑΔ 1082

[*1082]17 Ιουνίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

DAMALONA LIMITED,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΦΕΡΑΙΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ-ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2008)

 

Συναλλαγματική ― Εναγόμενοι έδωσαν λευκή μεταχρονολογημένη επιταγή εκδομένη επί της Εμπορικής Τράπεζας, άνευ ανταλλάγματος προς τρίτο πρόσωπο, την οποία το τρίτο πρόσωπο έδωσε προς τους ενάγοντες στα πλαίσια των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών ― Κατά πόσο, υπό τις συνθήκες, οι ενάγοντες κατέστησαν κάτοχοι στην πορεία ή κάτοχοι κατά προσήκοντα τρόπο, ως ορίζει το Άρθρο 29 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, ώστε να δικαιούντο σε απόφαση εναντίον των εναγομένων, όταν παρουσιάζοντας την επιταγή προς προεξόφληση στην Τράπεζα και με την έλευση της κανονικής ημερομηνίας πληρωμής προς εξόφληση, αυτό δεν κατέστη εφικτό κατόπιν εντολής των εφεσειόντων για μη εξαργύρωση της επιταγής ― Κατά πόσο η ημερομηνία κατάθεσης της επίδικης επιταγής για προεξόφληση στην τράπεζα ήταν ή όχι ουσιώδης ― Πως ενεργεί ο τραπεζίτης στην ουσία στην προεξόφληση επιταγής και ποίος είναι ο τελικός οπισθογράφων αυτής.

Συναλλαγματική ― Κάτοχος στην πορεία ή κάτοχος κατά προσήκοντα τρόπο στο Άρθρο 29 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 ― Ποίος θεωρείται τέτοιος κάτοχος.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν συνάγεται, ούτε εξάγεται από συμφραζόμενα ― Αξιολόγηση σημαίνει την με επάρκεια απευθείας και άμεση κρίση του Δικαστηρίου εξ αυτής ταύτης της ένορκης εκδοχής ενός μάρτυρα.

Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (στο εξής οι εφεσίβλητοι) στα πλαίσια των συναλλαγών τους ως εταιρεία γενικού εμπορίου, πώλησαν στον [*1083]πρώην εναγόμενο 2, Αναστάσιο Τσίκκο, μια μηχανή σοβατίσματος μαζί με 50 μέτρα λάστιχο σοβατίσματος έναντι τιμολογίου ημερ. 20.7.04, για το συμφωνηθέν ποσό των £10.000. Ο Τσίκκος τους παρέδωσε προς πληρωμή επιταγή των εφεσειόντων – εναγομένων (στο εξής οι εφεσείοντες) ημερ. 23.7.04, εκδομένη επί της Εμπορικής Τράπεζας, την οποία επιταγή είχαν δώσει οι εφεσείοντες προς τον Τσίκκο, στη βάση συμφωνίας για την εκτελώνιση ειδών ένδυσης τα οποία είχαν παραγγείλει από αυτόν.

Η επιταγή που δόθηκε από τον Τσίκκο στους εφεσίβλητους ήταν λευκή, συμπληρώθηκε δε από τους εφεσίβλητους με το όνομά τους στις 20.7.04, όταν έγινε η μεταξύ Τσίκκου και εφεσιβλήτων συναλλαγή. Όταν οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν την επιταγή προς προεξόφληση στην τράπεζά τους, και με την έλευση της κανονικής ημερομηνίας πληρωμής, προς εξόφληση, αυτό δεν κατέστη εφικτό, εφόσον οι εφεσείοντες είχαν στο μεταξύ δώσει εντολές στην Εμπορική Τράπεζα να μην την εξαργυρώσει επειδή τα παραγγελθέντα από τον Τσίκκο εμπορεύματα δεν παρεδόθησαν τη συμφωνηθείσα ημερομηνία που ήταν η 21.7.04.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάστηκε διϊστάμενη μαρτυρία. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων Αχιλλέα Φεραίου, ο οποίος αναφέρθηκε στις συνθήκες παραλαβής της επιταγής από τον Τσίκκο, ήτοι, ότι την επιταγή την παρέλαβε το απόγευμα της 20.7.04, μεταχρονολογημένη για τις 23.7.04, αλλά στις 21.7.04 μετέβη στην Εμπορική Τράπεζα όπου την κατέθεσε για προεξόφληση. Η προεξόφληση ήταν δυνατή λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν λογαριασμό προεξόφλησης μεταχρονολογημένων επιταγών στα πλαίσια του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησής τους. Στη συνέχεια την ίδια μέρα, δηλαδή στις 21.7.04, ρώτησε τον διευθυντή της τράπεζας Νίκο Βιτσαΐτη, αν θα εξοφλείτο η επιταγή την ημέρα που αυτή ήταν πληρωτέα. Ο Βιτσαΐτης αφού επικοινώνησε με το Γιώργο Λοή, διευθυντή των εφεσειόντων, τον πληροφόρησε ότι η επιταγή δεν θα εξαργυρωνόταν χωρίς να του αναφέρει το λόγο. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του μάρτυρα Βιτσαΐτη, ο οποίος, καταθέτοντας εκ μέρους των εφεσειόντων ως μάρτυρας υπεράσπισης επιβεβαίωσε τη βασική μαρτυρία του Φεραίου, χωρίς όμως να ήταν σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες των ημερομηνιών. Κατέθεσε επίσης και ο υπεύθυνος του Τμήματος εφαρμογών και πληροφορικής της Εμπορικής Τράπεζας Χρίστος Τάττης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είδε στο σύστημα, τις οποίες δεν τροφοδότησε ο ίδιος, παρουσιαζόταν να είχε κατατεθεί η επιταγή για προεξόφληση στις 16.7.04. Προς τούτο κατέθεσε και σχετικό έγγραφο ως Τεκμ. 1.

[*1084]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αξίωση των εφεσιβλήτων εκδίδοντας υπέρ τους απόφαση, μετά από ακροαματική διαδικασία, για το ποσό των €17.086, με νόμιμο τόκο από 1.6.2005, πλέον έξοδα. Η απόφαση αφορούσε μόνο τους εφεσείοντες, λόγω του ότι η αγωγή εναντίον του πρώην εναγόμενου 2 δεν είχε επιδοθεί, εφόσον δεν εντοπιζόταν, όταν δε άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης, το κλητήριο είχε εκπνεύσει. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ημερομηνία κατάθεσης της επιταγής στην τράπεζα ήταν αδιάφορη (είτε ήταν στις 16.7.04, είτε στις 21.7.04). Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της δημιουργηθείσας διαφοράς στη βάση των προνοιών του Άρθρου 27 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262 και της απόφασης στην Τσιακλίδης v. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης περιστρέφοντο γύρω από την, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας με αποτέλεσμα να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην πεπλανημένη αντίληψη ότι η επιταγή κρατείτο από τους εφεσίβλητους ως κάτοχοι αυτής για αξία, δικαιούμενοι με τον τρόπο αυτό σε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων. Η θέση των εφεσειόντων συνίστατο στο ότι υπήρχε ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία έπρεπε να το οδηγήσει σε αντίθετη κατάληξη διότι προέκυπτε ότι η επιταγή είχε κατατεθεί για προεξόφληση στην τράπεζα στις 16.7.04 και όχι στις 21.7.04, ως ήταν η θέση του Φεραίου. Με αυτή τη θεώρηση πραγμάτων όχι μόνο η ημερομηνία κατάθεσης της επιταγής ήταν ουσιώδης, αλλά έχοντας υπόψη την ορθή ημερομηνία, η όλη εκδοχή των εφεσιβλήτων θα κατέρρεε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε το μοιραίο λάθος να μην προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του Τάττη. Η μαρτυρία του ήταν ότι το σύστημα μηχανογράφησης της τράπεζας στο οποίο είχε πρόσβαση λόγω της θέσης του, έφερε στην επιφάνεια ως δεδομένο ότι η επιταγή είχε κατατεθεί προς προεξόφληση στις 16.7.04. Προς επιβεβαίωση τούτου κατατέθηκε και κατάσταση ηλεκτρονικού υπολογιστή (Τεκμ. 1) χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση των δεδομένων, ως είχε ελέγξει ο μάρτυρας. Η κατάσταση αυτή είχε ετοιμαστεί προ πολλού  χρόνου, όταν ζητήθηκε, χωρίς να γνώριζε το λόγο.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία των δύο βασικών μαρτύρων του Φεραίου και του Βιτσαΐτη, εφόσον δεν ήταν δυνατό να ήταν η μαρτυρία αμφοτέρων δεκτή, ως κρίθηκε, χωρίς «ουσιώδη διαφορά».

[*1085]3.    Τα τεκμήρια που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, δεν το προβλημάτισαν ώστε να αναδειχθεί η διάσταση στις ημερομηνίες. Δεν είναι δυνατόν το τιμολόγιο, Τεκμ. Α3, να φέρει ημερομηνία 20.7.04 και η επιταγή η οποία είχε περάσει από τους εφεσείοντες στον Τσίκκο και από τον Τσίκκο στους εφεσίβλητους, να είχε κατατεθεί για προεξόφληση στην τράπεζα στις 16.7.04.

4.  Καίριο πλήγμα στην όλη απόφαση φέρει η αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Τάττη, μαζί με τη μη σφαιρική αντιμετώπιση της ολότητας της μαρτυρίας.

5.  Εφόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονταν την σαφή μαρτυρία που παρουσιάστηκε, έπεται ότι και ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο του Άρθρου 27 του Κεφ. 262, το οποίο χρησιμοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Το Άρθρο 27 γενικώς καθορίζει την έννοια της αξίας και τον κάτοχο για αξία. («value and holder for value»). Ουσιαστικά προσδιορίζει την έννοια της αντιπαροχής για την παροχή σε οποιοδήποτε χρόνο αξίας σε συναλλαγματική, οπότε και ο κάτοχός της θεωρείται ως «κάτοχος για αξία» σε σχέση με τον αποδέκτη («acceptor»), καθώς και για όλα τα μέρη («parties»), που είχαν καταστεί μέρη πριν τον χρόνο αυτό. Η κατοχή της συναλλαγματικής για αξία υπό το φως του εδαφίου (2), δεν αποκλείει όμως ο κάτοχος να είχε γνώση περί δόλου, παρανομίας ή άλλου μειονεκτήματος που επηρεάζει τον τίτλο του (Βλ. Byles on Bills of Exchange and Cheques, 28η έκδ. σελ. 226, παρ. 18-014). Σε σχέση δε με πλέον απομακρυσμένα μέρη στη συναλλαγή (όχι δηλαδή μεταξύ των αμέσως ενδιαφερομένων – εκδότη («drawer») και κομιστή – («payee»), προς τον οποίο θα πληρωθεί η επιταγή, ή συναλλαγματική, χρειάζεται διπλή αντιπαροχή. Αυτή που ο εναγόμενος πήρε για την υποχρέωση που ανέλαβε και εκείνη που ο ενάγων έδωσε για τον τίτλο του.

6.  Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εφεσίβλητοι δεν κατέστησαν κάτοχοι στην πορεία ή κάτοχοι κατά προσήκοντα τρόπο, ως ορίζει το Άρθρο 29 του Κεφ. 262. Συμφώνως του εδαφίου (1)(α), τέτοιος κάτοχος λογίζεται εκείνος που έλαβε τη συναλλαγματική καλή τη πίστει («in good faith») και για αξία («value») και κατά το χρόνο που η συναλλαγματική μεταβιβάστηκε («negotiated»), δεν είχε ειδοποίηση για οποιοδήποτε ελάττωμα στον τίτλο. Όπως αναφέρεται στον Chalmers on Bills of Exchange 13η έκδ. σελ. 94, η συναλλαγματική πρέπει κατ’ αρχάς να είναι δεόντως συμπληρωμένη και κανονική στην όψη της.

[*1086]7.    Στην παρούσα υπόθεση η επιταγή ήταν ασυμπλήρωτη με το όνομα του αποδέκτη. Ο Τσίκκος δεν την οπισθογράφησε παραδίδοντάς την στους εφεσίβλητους.  Έστω και αν οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να συμπληρώσουν με το όνομά τους την επιταγή δυνάμει του Άρθρου 20 του Κεφ. 262, εντούτοις δεν την πήραν για αξία. Η διάσταση στις ημερομηνίες παρουσίασης της επιταγής μεταξύ Φεραίου και Τάττη, δείχνει ότι η επιταγή παρουσιάστηκε στις 16.7.04 και πολύ πριν την ημερομηνία λήξης της, ο Φεραίος πληροφορήθηκε για το ενδεχόμενο μη εξαργύρωσης της επιταγής. Το τιμολόγιο ημερ. 20.7.04, δεν μπορεί να είναι επομένως ορθό.

8.  Στην ουσία οι εφεσείοντες όταν εξέδωσαν την επιταγή προς τον Τσίκκο, δεν πήραν κανένα αντάλλαγμα και συνεπώς δεν λήφθηκε με αξία («for value»). Οι εφεσείοντες εν πάση περιπτώσει γνώριζαν πολύ πριν τις 20.7.04, ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, περί του πιθανού προβλήματος ή ότι η επιταγή υπόκειτο σε ανάκληση.

9.  Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι ο Φεραίος, και κατ’ επέκταση οι εφεσίβλητοι, δεν έλαβαν την επιταγή έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος, στις 20.7.04, όπως οι ίδιοι διατείνονταν.

10.  Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι πολύ διάφορα από την υπόθεση Τσιακλίδης v. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296, την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο εδώ ήταν λανθασμένη με αποτέλεσμα και η κατάληξή του να ήταν εξίσου εσφαλμένη.

Η έφεση επιτράπηκε. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση επιδικάσθηκαν υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσιακλίδης v. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 714.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του [*1087]Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4454/2005), ημερ. 30.9.2008.

Ε. Γεωργίου (κα) με Β. Φιλίππου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Μ. Φλωρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης με την οποία έγινε δεκτή η αξίωση των εφεσιβλήτων υπέρ των οποίων εκδόθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία, απόφαση για το ποσό των €17.086, με νόμιμο τόκο από 1.6.2005, πλέον έξοδα. Η απόφαση αφορούσε μόνο τους εφεσείοντες λόγω του ότι εναντίον του πρώην εναγομένου 2, η αγωγή δεν είχε επιδοθεί, εφόσον δεν εντοπιζόταν, όταν δε άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης, το κλητήριο είχε ήδη εκπνεύσει.

Η διαφορά ανέκυψε ως εξής: Οι εφεσίβλητοι, στα πλαίσια των συναλλαγών τους ως εταιρεία γενικού εμπορίου, πώλησαν στον πρώην εναγόμενο 2, Αναστάσιο Τσίκκο, μια μηχανή σοβατίσματος μαζί με 50 μέτρα λάστιχο σοβατίσματος έναντι τιμολογίου ημερ. 20.7.04, για το συμφωνηθέν ποσό των £10.000. Ο Τσίκκος τους παρέδωσε προς πληρωμή επιταγή των εφεσειόντων ημερ. 23.7.04, εκδομένη επί της Εμπορικής Τράπεζας, την οποία επιταγή είχαν δώσει οι εφεσείοντες προς τον Τσίκκο, όταν ο τελευταίος συνήψε μαζί τους συμφωνία για την εκτελώνιση ειδών ένδυσης τα οποία είχαν παραγγείλει από αυτόν στη βάση δειγμάτων εμπορευμάτων.

Η επιταγή που δόθηκε από τον Τσίκκο στους εφεσίβλητους ήταν λευκή, συμπληρώθηκε δε από αυτούς με το όνομα τους στις 20.7.04, όταν έγινε η μεταξύ τους συναλλαγή, παρουσιάζοντας αυτή την επομένη στην τράπεζα τους προς προεξόφληση και, με την έλευση της κανονικής ημερομηνίας πληρωμής, προς εξόφληση, χωρίς όμως αποτέλεσμα εφόσον οι εφεσείοντες είχαν στο μεταξύ δώσει εντολές στην Εμπορική Τράπεζα να μην εξαργυρωθεί ενόψει της θέσης τους ότι είχε ρητά συμφωνηθεί με τον Τσίκκο από τις 15.7.04, όταν συνήφθηκε η μεταξύ τους συμφωνία, ότι τα παραγγελθέντα από αυτόν εμπορεύματα αξίας £20.000 θα παραδίδονταν μέχρι και την 21.7.04. Ο χρόνος ήταν ουσιώδης ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου, η δε επιταγή είχε δοθεί στον Τσίκκο ως προκαταβολή, η οποία όμως θα [*1088]επιστρεφόταν σε περίπτωση που τα εμπορεύματα δεν θα παραδίδονταν μέχρι τη συμφωνηθείσα ημερομηνία.

Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε πρωτοδίκως δεν ήταν μεγάλης έκτασης, ήταν όμως διϊστάμενη. Εφεσείοντες και εφεσίβλητοι δεν είχαν βέβαια απευθείας συναλλαγή ή σχέση, ήσαν όμως και οι δύο πελάτες της τράπεζας. Ήταν η παρεμβολή της συναλλαγής εκάστου από αυτούς με τον Τσίκκο που τους έφερε εν τέλει σε απευθείας αντιπαράθεση εξαιτίας της επιταγής, η οποία άλλαξε χέρια, με την παράδοση της από τον Τσίκκο, στους εφεσίβλητους, ο οποίος την πήρε από τους εφεσείοντες.

Ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων Αχιλλέας Φεραίος, αναφέρθηκε στις συνθήκες παραλαβής της επιταγής από τον Τσίκκο στα ως άνω πλαίσια. Την επιταγή την παρέλαβε το απόγευμα της 20.7.04, μεταχρονολογημένη για τις 23.7.04, αλλά στις 21.7.04 μετέβη στην Εμπορική Τράπεζα όπου την κατέθεσε για προεξόφληση. Η προεξόφληση ήταν δυνατή λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν λογαριασμό προεξόφλησης μεταχρονολογημένων επιταγών στα πλαίσια του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης τους. Στη συνέχεια την ίδια μέρα, δηλαδή στις 21.7.04, ρώτησε τον διευθυντή της τράπεζας Νίκο Βιτσαΐτη, αν θα εξοφλείτο η επιταγή την ημέρα που αυτή ήταν πληρωτέα. Ο Βιτσαΐτης αφού επικοινώνησε με το Γιώργο Λοή, διευθυντή των εφεσειόντων, εφόσον ήταν και εκείνος πελάτης της τράπεζας, τον πληροφόρησε ότι η επιταγή δεν θα εξαργυρωνόταν χωρίς να του αναφέρει λόγο, διότι δεν του λέχθηκε οτιδήποτε σχετικό από τον Λοή.

Ο Βιτσαΐτης, καταθέτοντας εκ μέρους των εφεσειόντων ως μάρτυρας υπεράσπισης, επιβεβαίωσε τη βασική μαρτυρία του Φεραίου, χωρίς να ήταν όμως σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες των ημερομηνιών. Η επιταγή, όπως θυμόταν, είχε μερικώς προεξοφληθεί, του την έφερε δε στο γραφείο του ο υπάλληλος διότι χρειαζόταν η δική του έγκριση. Λόγω του ότι παρουσιαζόταν να μην υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό των εφεσειόντων, τηλεφώνησε στον Λοή για να εξετάσει κατά πόσο η επιταγή θα εξοφλείτο, οπότε πληροφορήθηκε ότι η επιταγή είχε δοθεί στον Τσίκκο στη βάση δικής τους συναλλαγής, αλλά αν ο Τσίκκος δεν παρέδιδε τα εμπορεύματα μέχρι την Τετάρτη, θα ανακαλούσε την πληρωμή της. Είχε νέα επικοινωνία με το Λοή μετά την Τετάρτη, όταν ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι θα ανακαλείτο η επιταγή λόγω μη τήρησης της συμφωνίας που οι εφεσείοντες είχαν με τον Τσίκκο.

Ο Γιώργος Λοής από την πλευρά του επίσης βεβαίωσε τη μαρ[*1089]τυρία του Βιτσαΐτη, αφού αναφέρθηκε στα δεδομένα της δικής του συναλλαγής με τον Τσίκκο, η οποία συναλλαγή όμως έλαβε χώραν στα γραφεία των εφεσειόντων στις 15.7.04, όπου και εξεδόθη η επιταγή μεταχρονολογημένη, ως η πάγια πρακτική τους όταν αγοράζουν ρούχα με δειγματισμό, για τις 23.7.04. Η επιταγή των £10.000 είχε εκδοθεί ως προκαταβολή έναντι του συνολικού ποσού των £20.000, με το υπόλοιπο της πληρωμής να πραγματοποιείτο με την παράδοση των εμπορευμάτων και με τη ρητή συμφωνία, γραπτώς, ότι αν τα εμπορεύματα δεν παραδίδονταν εγκαίρως, η επιταγή θα επιστρεφόταν. Όταν την επομένη 16.7.04, του τηλεφώνησε ο Βιτσαΐτης ότι ο Φεραίος ήταν στο γραφείο του διερωτούμενος αν η επιταγή θα τιμηθεί στις 23.7.04, ανέφερε στον Βιτσαΐτη περί της συμφωνίας του με τον Τσίκκο και ότι αν ο Τσίκκος δεν παρέδιδε τα εμπορεύματα, η επιταγή δεν θα εξαργυρωνόταν και θα προέβαινε σε ανάκλησή της. Επομένως ο Φεραίος γνώριζε από τις 16.7.04, τη συμφωνία που είχε με τον Τσίκκο.

Κατέθεσαν επίσης ο Γρηγόρης Γρηγορίου, υπεύθυνος στο τμήμα εκτέλεσης πιστώσεων, ο οποίος βεβαίωσε το γεγονός ότι είναι δυνατή η προεξόφληση επιταγών περνώντας τις από ένα ειδικό λογαριασμό, τον «P Account», καθώς και ο υπεύθυνος του Τμήματος εφαρμογών και πληροφορικής της Εμπορικής Τράπεζας Χρίστος Τάττης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είδε στο σύστημα, τις οποίες δεν τροφοδότησε ο ίδιος, παρουσιαζόταν να είχε κατατεθεί η επιταγή για προεξόφληση στις 16.7.04.  Προς τούτο κατέθεσε και σχετικό έγγραφο ως Τεκμ. 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση του δέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία των Φεραίου και Βιτσαΐτη δίδοντας προς τούτο την αιτιολογία του. Αντίθετα, δεν δέχθηκε τη μαρτυρία Λοή, δικαιολογώντας και πάλι την κρίση του, ιδιαιτέρως διότι αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία Βιτσαΐτη. Κρίνοντας ότι η ημερομηνία κατάθεσης της επιταγής στην τράπεζα ήταν αδιάφορη (είτε ήταν στις 16.7.04, είτε στις 21.7.04), δικαίωσε τους εφεσίβλητους εκδίδοντας υπέρ τους απόφαση, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της δημιουργηθείσας  διαφοράς στη  βάση των προνοιών του Άρθρου 27 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262 και της απόφασης στην Τσιακλίδης v. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296.

Και οι έξι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από την, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, λανθασμένη αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας με αποτέλεσμα να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην πεπλανημένη αντίληψη ότι η επιταγή κρατείτο από τους εφεσίβλητους ως [*1090]κάτοχοι αυτής για αξία, δικαιούμενοι με τον τρόπο αυτό σε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων. Η θέση των εφεσειόντων συνίσταται στο ότι υπήρχε ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία έπρεπε να το οδηγήσει σε αντίθετη κατάληξη διότι προέκυπτε ότι η επιταγή είχε κατατεθεί για προεξόφληση στην τράπεζα στις 16.7.04 και όχι στις 21.7.04, ως ήταν η θέση του Φεραίου. Με αυτή τη θεώρηση πραγμάτων όχι μόνο η ημερομηνία κατάθεσης της επιταγής ήταν ουσιώδης, αλλά έχοντας υπόψη την ορθή ημερομηνία, η όλη εκδοχή των εφεσιβλήτων καταρρέει.

Κρίνεται ότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο στις τοποθετήσεις τους. Κατ’ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε το μοιραίο λάθος να μην προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του Τάττη. Η μαρτυρία του όμως ήταν ότι το σύστημα μηχανογράφησης της τράπεζας έφερε στην επιφάνεια ως δεδομένο ότι η επιταγή είχε κατατεθεί προς προεξόφληση στις 16.7.04. Ως υπεύθυνος του τμήματος ανάπτυξης, εφαρμογής και πληροφορικής, είχε πρόσβαση στο σύστημα από το οποίο και συνέδεσε την παρουσιασθείσα επιταγή που ήταν στην κατοχή των εφεσιβλήτων, μέσω του Φεραίου, με κατάθεση της στις 16.7.04, για προεξόφληση. Προς επιβεβαίωση τούτου κατατέθηκε και έγγραφο ως Τεκμ. 1, που ήταν μια κατάσταση που παρήχθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση των δεδομένων, ως είχε ελέγξει ο μάρτυρας. Η κατάσταση αυτή είχε ετοιμαστεί προ πολλού χρόνου, όταν ζητήθηκε, χωρίς να γνώριζε το λόγο.

Η μαρτυρία αυτή συνήδε με τη θέση του Βιτσαΐτη ότι αναμφιβόλως η επίσκεψη του Φεραίου στο γραφείο του έγινε όχι στις 23.7.04, που ήταν η κανονική ημερομηνία εξαργύρωσης της επιταγής, ούτε όμως στις 21.7.04, ημερομηνία για την οποία ερωτήθηκε ευθέως, λέγοντας ότι ήταν περισσότερο χρόνο προηγουμένως. Όπως το έθεσε ήταν «μερικές μέρες πριν τη λήξη ουσιαστικά». (σελ. 29 των πρακτικών). Προκύπτει επομένως ότι η όλη αξιολόγηση των δύο βασικών μαρτύρων του Φεραίου και του Βιτσαΐτη ήταν τουλάχιστον πλημμελής εφόσον δεν ήταν δυνατό να ήταν η μαρτυρία αμφοτέρων δεκτή, ως κρίθηκε, χωρίς «ουσιώδη διαφορά». Αντίθετα, υπήρχε εμφανής διάσταση στις θέσεις των δύο μαρτύρων. Ο Φεραίος, ως ήταν και η δικογραφική σαφής θέση των εφεσιβλήτων, έλαβε στις 20.7.04 από τον Τσίκκο την επίδικη επιταγή, την παρουσίασε δε στην τράπεζα για προεξόφληση την επομένη 21.7.04. Το ίδιο ισχυρίστηκε και στην ένορκη μαρτυρία του, συμπληρωματική της γραπτής δήλωσης, Τεκμ. Α, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, όπου διατράνωσε τη θέση ότι η επιταγή δόθηκε στις 20.7.04 και παρουσιάστηκε για σκοπούς προεξόφλησης την [*1091]επομένη (παρ. 3 και 5). Αντίθετα, η θέση Βιτσαΐτη, παρουσιάζει σαφή χρονική απόκλιση από τα πιο πάνω και όπως ήδη αναφέρθηκε υποστηρίζεται από τη μαρτυρία Τάττη και το Τεκμ. 1.

Πρόσθετα, τα τεκμήρια που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, δεν το προβλημάτισαν ώστε να αναδειχθεί η διάσταση στις ημερομηνίες. Δεν είναι δυνατόν το τιμολόγιο, Τεκμ. Α3, να φέρει ημερομηνία 20.7.04 και η επιταγή η οποία είχε περάσει από τους εφεσείοντες στον Τσίκκο και από τον Τσίκκο στους εφεσίβλητους, να είχε κατατεθεί για προεξόφληση στην τράπεζα στις 16.7.04.

Όλα τα πιο πάνω ήταν σοβαρές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, υποστηρικτικές των θέσεων του Λοή, ότι όντως η συμφωνία με τον Τσίκκο είχε γίνει στις 15.7.04 και ότι την επομένη 16.7.04, είχε λάβει το τηλεφώνημα από τον Βιτσαΐτη, όταν τον είχε πληροφορήσει για τη συμφωνία του με τον Τσίκκο.

Η αποτυχία επομένως του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία Τάττη, μαζί με την μη σφαιρική αντιμετώπιση της ολότητας της μαρτυρίας, φέρει καίριο πλήγμα στην όλη απόφαση. Λανθασμένα εισηγούνται οι εφεσίβλητοι ότι στην ουσία αξιολογήθηκε εμμέσως η κατάθεση Τάττη διά μόνης της αποδοχής της μαρτυρίας Φεραίου και Βιτσαΐτη και της μη αποδοχής της μαρτυρίας Λοή. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν συνάγεται, ούτε εξάγεται από συμφραζόμενα. Αξιολόγηση σημαίνει την με επάρκεια απευθείας και άμεση κρίση του Δικαστηρίου εξ αυτής ταύτης της ένορκης εκδοχής ενός μάρτυρα.

Ήταν επομένως λανθασμένη η τοποθέτηση του Δικαστηρίου ότι δεν ενείχε σημασία η ημερομηνία της κατάθεσης της επιταγής στην τράπεζα. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο η επιταγή ήταν στα χέρια των εφεσιβλήτων ως κομιστών στην κανονική πορεία των πραγμάτων. Αυτό προϋπόθετε κατοχή της επιταγής με αξία. Η ημερομηνία κατάθεσης όμως, έστω για προεξόφληση, ήταν η 16.7.04, ο δε Φεραίος είχε ενημερωθεί από τον Βιτσαΐτη για το ενδεχόμενο μη εξαργύρωσης της επιταγής και επομένως τίθετο σε αμφιβολία η κατοχή της επιταγής για αξία («holder for value»). Σημασία για την κρίση επί της αξίας δεν είχε η αγορά της μηχανής σουβά από τον Τσίκκο από τους εφεσίβλητους, διότι ο Τσίκκος δεν πλήρωσε με δική του επιταγή, αλλά «πλήρωσε» παραδίδοντας (ούτε καν την οπισθογράφησε), τη λευκή επιταγή που έλαβε από τους εφεσείοντες.

Ούτε είχε βέβαια σημασία η ημερομηνία προεξόφλησης («dis[*1092]counting»), για τον καθορισμό του κομιστή στην κανονική πορεία των πραγμάτων ή για αξία, όπως στην ουσία αποφάσισε το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο εύρημα ότι η πληροφόρηση του Φεραίου για την πρόθεση των εφεσειόντων να σταματήσουν την επιταγή, έγινε μετά την κατάθεση της επιταγής για προεξόφληση και αφού μάλιστα προεξοφλήθηκε μέρος του ποσού, ήταν ανεδαφικό και αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία. Η προεξόφληση έγινε σε προγενέστερη της ορισθείσας για πληρωμή της επιταγής ημέρα και αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη διευθέτηση που είχαν οι εφεσίβλητοι με την τράπεζα τους, για προεξόφληση εμπορικών επιταγών, κατατεθειμένες σε ειδικό προεξοφλητικό λογαριασμό.  Στην προεξόφληση, ο τραπεζίτης στην ουσία αγοράζει το αξιόγραφο και καθίσταται αποδέκτης («transferee») για αξία, αλλά ο πελάτης είναι ο τελικός οπισθογράφων και σε περίπτωση μη πληρωμής, το δικαίωμα του τραπεζίτη είναι πρώτιστα εναντίον του πελάτη. (Δέστε για την έννοια του «discounting» και την υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 714, σελ. 724). Εδώ, η τράπεζα πλήρωσε μέρος της επιταγής στα πλαίσια της δικής της συνεργασίας με τους εφεσίβλητους και όπως έδειξε η μαρτυρία, στις 23.7.04, η επιταγή κατατέθηκε κανονικά στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων (Τεκμ. 5), αλλά δεν εξαργυρώθηκε.

Εφόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονταν την σαφή μαρτυρία που παρουσιάστηκε, έπεται ότι και ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο του Άρθρου 27 του Κεφ. 262, το οποίο χρησιμοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Το Άρθρο 27 γενικώς καθορίζει την έννοια της αξίας και τον κάτοχο για αξία. («value and holder for value»).  Ουσιαστικά προσδιορίζει την έννοια της αντιπαροχής για την παροχή σε οποιοδήποτε χρόνο αξίας σε συναλλαγματική, οπότε και ο κάτοχος της θεωρείται ως «κάτοχος για αξία» σε σχέση με τον αποδέκτη («acceptor»), καθώς και για όλα τα μέρη («parties»), που είχαν καταστεί μέρη πριν τον χρόνο αυτό. Η κατοχή της συναλλαγματικής για αξία υπό το φως του εδαφίου (2), δεν αποκλείει όμως ο κάτοχος να είχε γνώση περί δόλου, παρανομίας ή άλλου μειονεκτήματος που επηρεάζει τον τίτλο του. (Δέστε Byles on Bills of Exchange and Cheques, 28η έκδ. σελ. 226, παρ. 18-014). Σε σχέση δε με πλέον απομακρυσμένα μέρη στη συναλλαγή (όχι δηλαδή μεταξύ των αμέσως ενδιαφερομένων – εκδότη («drawer») και κομιστή – («payee»), προς τον οποίο θα πληρωθεί η επιταγή, ή συναλλαγματική, χρειάζεται διπλή αντιπαροχή. Αυτή που ο εναγόμενος πήρε για την υποχρέωση που ανέλαβε και εκείνη που ο ενάγων έδωσε για τον τίτλο του. (Byles - παρ. 18-016).

[*1093]Υπό τις συνθήκες, οι εφεσίβλητοι δεν κατέστησαν κάτοχοι στην πορεία ή κάτοχοι κατά προσήκοντα τρόπο, ως ορίζει το Άρθρο 29 του Κεφ. 262. Συμφώνως του εδαφίου (1)(α), τέτοιος κάτοχος λογίζεται εκείνος που έλαβε τη συναλλαγματική καλή τη πίστει («in good faith») και για αξία («value») και κατά το χρόνο που η συναλλαγματική μεταβιβάστηκε («negotiated»), δεν είχε ειδοποίηση για οποιοδήποτε ελάττωμα στον τίτλο. Όπως αναφέρεται στον Chalmers on Bills of Exchange 13η έκδ. σελ. 94, η συναλλαγματική πρέπει κατ’ αρχάς να είναι δεόντως συμπληρωμένη και κανονική στην όψη της:

«The rights of a holder in due course can only be acquired by a person who takes the bill before it is overdue, and which is ‘complete and regular on the face of it’. Its holder, however honest, can acquire no better title than that of  its transferor.  The holder takes at his peril a blank acceptance ......».

Εδώ, η επιταγή ήταν ασυμπλήρωτη με το όνομα του αποδέκτη. Ο Τσίκκος δεν την οπισθογράφησε παραδίδοντας την στους εφεσίβλητους. Έστω και αν οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να συμπληρώσουν με το όνομα τους την επιταγή δυνάμει του Άρθρου 20 του Κεφ. 262, εντούτοις δεν την πήραν για αξία. Η διάσταση στις ημερομηνίες παρουσίασης της επιταγής μεταξύ Φεραίου και Τάττη, δείχνει ότι η επιταγή παρουσιάστηκε στις 16.7.04 και πολύ πριν την ημερομηνία λήξης της, ο Φεραίος πληροφορήθηκε για το ενδεχόμενο μη εξαργύρωσης της επιταγής.  Το τιμολόγιο ημερ. 20.7.04, δεν μπορεί να είναι επομένως ορθό.  Αναφέρεται στον Byles – ανωτέρω – σελ. 223, παρ. 18-008, ότι:

«However, notice of the facts more or less in detail is not necessary in order to invalidate the title; it is sufficient if the holder had general notice.»

Στη συνέχεια εξηγείται ότι αν ο κάτοχος της συναλλαγματικής δυνατόν να γνώριζε από τις περιστάσεις ότι υπήρχε οτιδήποτε το λανθάνον με τη συναλλαγματική, τότε αυτή η γενική ή εξυπακουόμενη ειδοποίηση θα καταστρέψει τον τίτλο του.  Στην ουσία οι εφεσείοντες όταν εξέδωσαν την επιταγή προς τον Τσίκκο, δεν πήραν κανένα αντάλλαγμα και συνεπώς δεν λήφθηκε με αξία («for value»). Οι εφεσείοντες εν πάση περιπτώσει γνώριζαν πολύ πριν τις 20.7.04, ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου περί του πιθανού προβλήματος ή ότι η επιταγή υπόκειτο σε ανάκληση.

Από όλα τα πιο πάνω, απορρέει αβίαστα ότι ο Φεραίος, και κατ’ [*1094]επέκταση οι εφεσίβλητοι, δεν έλαβαν την επιταγή έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος στις 20.7.04, ως οι ίδιοι διατείνονταν.

Επομένως, τα γεγονότα εδώ είναι πολύ διάφορα από την υπόθεση Τσιακλίδης v. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296, την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο εδώ ήταν λανθασμένη με αποτέλεσμα και η κατάληξη του να ήταν εξίσου εσφαλμένη.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή  εξόδων  ακυρώνεται. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται. Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο