Δημητρίου Aνδρέας και Άλλη ν. Alyona (Alena) Sidorenko (2011) 1 ΑΑΔ 1095

(2011) 1 ΑΑΔ 1095

[*1095]17 Ιουνίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2. ΜΑΓΔΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ALYONA (ALENA) SIDORENKO,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2009)

 

Συμβάσεις Συμφωνία πωλήσεως ακινήτου η οποία είχε κατατεθεί στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης ― Αγωγή από τη σύζυγο του αγοραστή, στην οποία αυτή ισχυρίζετο την ακύρωση της προαναφερθείσας συμφωνίας και τη συνομολόγηση νέας συμφωνίας πωλήσεως του ιδίου ακινήτου προς αυτήν, η οποία είχε επίσης κατατεθεί στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και με την οποία (συμφωνία) οι πωλητές, ιδιοκτήτες του ακινήτου, ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν το ακίνητο από τις υποθήκες και άλλα βάρη που υπήρχαν και όπως μετά την εξόφληση, διατηρήσουν το ακίνητο ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τη θέση των πωλητών ότι η υπογραφή του συζύγου επί της ακυρωτικής συμφωνίας ήταν πλαστή και αποδέχθηκε τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της συζύγου ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς διέταξε ειδική εκτέλεση της νέας συμφωνίας πωλήσεως του ακινήτου στην απουσία αντέφεσης.

Συμβάσεις ― Σύμβαση πωλήσεως ακινήτου ― Ειδική εκτέλεση ― Διέπεται από τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232 ― Διαταγή για ειδική εκτέλεση συμφωνίας στα πλαίσια των εξουσιών του Δικαστηρίου για επίλυση των διαφορών τελειωτικά (Άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60) ― Οι πρόνοιες του Άρθρου 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 δεν εφαρμόζονται στην ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης γης.

Απόδειξη ― Πλαστότητα συμφωνίας ― Αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής συμβαλλόμενου σε συμφωνία πωλήσεως ακινήτου, ο [*1096]οποίος δεν κατέθεσε ως μάρτυρας ― Κατά πόσο αποδείχθηκε ο σχετικός ισχυρισμός ― Κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα ως προς τη γνησιότητα ή μη της προαναφερθείσας υπογραφής ― Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με το βάρος αποδείξεως αναφορικά με τη συγκριτική μαρτυρία περί της υπογραφής τρίτου προσώπου.

Δικηγόροι ― Αντιδεοντολογική συμπεριφορά δικηγόρου ο οποίος ενεργούσε υπό διπλή ιδιότητα ― Κατά πόσο επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Αντέφεση ― Παράλειψη εφεσίβλητης να καταχωρήσει αντέφεση ― Το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60) και η Δ.35, θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών παρέχουν εξουσία στο Εφετείο να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προβλήθηκε είτε με την έφεση είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, προς το σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης.

Δικαστήρια ― Έκδοση διαταγής πρωτόδικου Δικαστηρίου για ειδική εκτέλεση συμφωνίας πωλήσεως ακινήτου, στα πλαίσια των εξουσιών του για επίλυση των διαφορών τελειωτικά ― Άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60).

Οι εφεσείοντες είναι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες του επίδικου κτήματος στην τοποθεσία «Καλόγηροι» Ποταμός Γερμασόγειας στη Λεμεσό. Επί του εν λόγω κτήματος ανήγειραν πολυτελή κατοικία, την οποία, στις 13.9.1996, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, πώλησαν στο Gregorii Sergueev, από τη Ρωσία, (ο “Sergueev”), αντί του ποσού των £300.000,00, το οποίο και τους έχει καταβληθεί σε διάφορες ημερομηνίες.

Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων και ισχυρίζετο στην έκθεση απαίτησής της ότι κατά ή περί το Μάρτιο του 2000, οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τον Sergueev, τότε σύζυγό της, συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας και στις 28/3/2000 υπέγραψαν μαζί της συμφωνία πώλησης του ιδίου κτήματος, για το ίδιο ποσό, το οποίο, ως αναφερόταν, πληρώθηκε, ήδη από το σύζυγό της. Η συμφωνία αυτή κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 31/3/2000, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης σύμφωνα με το Νόμο. Οι εφεσείοντες, με βάση αυτήν, ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν το κτήμα από τις υποθήκες και τα άλλα βάρη που υπήρχαν και, όπως, μετά την εξόφληση, διατηρήσουν αυτό ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση. Ήταν, επίσης, υποχρέωσή τους να εγγράψουν την κατοικία επί του τίτλου ιδιοκτησίας [*1097]το συντομότερο και να μεταβιβάσουν και εγγράψουν το πωληθέν κτήμα επ’ ονόματί της, ελεύθερο εντός τριάντα ημερών μετά από δική της ειδοποίηση, νοουμένου ότι αυτή, ως αλλοδαπή, αποκτούσε τη σχετική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αναγκαία έγκριση εξασφαλίστηκε στις 5/3/2004 και η ίδια, με επιστολή των συνηγόρων της ημερομηνίας 12/3/2004, κάλεσε τους εφεσείοντες όπως προσέλθουν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 26/3/2004, δηλώσουν ότι συμφώνησαν να πωλήσουν την αναφερόμενη περιουσία και υπογράψουν προς τούτο όλα τα αναγκαία έγγραφα που απαιτούνταν για τη μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προσέλθουν. Αυτή, μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο, διαπίστωσε ότι το κτήμα είναι βεβαρημένο με υποθήκες και διατάγματα επιβάρυνσης (memo), τα οποία περιγράφονται, αξίας £180.000,00, περίπου.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτηση, αποδίδοντας την παράλειψή τους να εμφανιστούν στο Κτηματολόγιο στο ότι ο Sergueev, πραγματικός αγοραστής του επίδικου ακινήτου, επικοινώνησε μαζί τους και τους ανέφερε ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος τη συμφωνία ακυρώσεως και ότι τόσο αυτός όσο και οι ίδιοι έπεσαν θύματα απάτης και/ή παραπλανήθηκαν από τις ψευδείς παραστάσεις της εφεσίβλητης, η οποία, αν και γνώριζε ότι αυτός δεν είχε υπογράψει τη συμφωνία ακυρώσεως, τους την παρουσίασε ως προερχόμενη από τον ίδιο και, στην απουσία του, αυτοί την υπέγραψαν.  Η κατάθεση της συμφωνίας με την εφεσίβλητη στο Κτηματολόγιο είναι παράνομη και, ταυτόχρονα, άκυρη, γεγονός, ισχυρίζονται, που ενισχύεται από το ότι αυτή κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο μετά την κατάθεση της πρώτης συμφωνίας με το Sergueev.

Οι εφεσείοντες συνένωσαν την εφεσίβλητη και το Sergueev, ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενους αξιώνοντας εναντίον τους δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ακυρωτική συμφωνία του Μαρτίου του 2000 και η συμφωνία της 28/3/2000 είναι άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και ότι η συμφωνία της 13/9/1996 μεταξύ τους και του Sergueev είναι έγκυρη και δεσμευτική. Αξίωναν, επίσης, αποζημιώσεις για δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις. Στη συνέχεια, η ανταπαίτηση εναντίον του Sergueev αποσύρθηκε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία και εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια, τα οποία έκρινε ότι ήταν ουσιαστικής σημασίας, διαπίστωσε ότι οι εκδοχές των μερών δεν διέφεραν ουσιωδώς, διέφεραν όμως ως προς την αντίληψη των πραγμάτων και, γενικά, ως προς τις περιβάλλουσες συνθήκες για την κατάρτιση της ακυρωτικής συμφωνίας. Ως προς την κατ’ ισχυρισμό πλαστότητα της υπογραφής του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία το πρωτόδικο Δικαστήριο [*1098]δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αληθινή. Δέχθηκε στην ουσία τη θέση της ότι με τον Sergueev, πρώην σύζυγό της, λόγω των μεγάλων διαφορών που είχαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν προβλήματα τα οποία επηρέασαν και την αγορά του επίδικου τεμαχίου. Έγινε επίσης δεκτή η θέση της εφεσίβλητης ότι οι εφεσείοντες εξασφάλισαν την ακύρωση του αρχικού πωλητηρίου εγγράφου του 1996, με την αγωγή τους υπ’ αρ. 9731/1998, η οποία είχε προχωρήσει ερήμην του πρώην συζύγου της ενόψει της κατ’ ισχυρισμόν της εφεσίβλητης πλαστογραφημένης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος σ’ αυτόν. Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων ως προς το ότι η υπογραφή του Sergueev στη συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας ήταν πλαστογραφημένη.

Με δεδομένη την απουσία εμπειρογνώμονα επί του θέματος της πλαστογράφησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev, στη βάση της αρχής ότι ο δικαστής δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα, συγκρίνοντας τη γραφή από μόνος του. Με δεδομένο επίσης ότι το ακίνητο, κατά το χρόνο που εστάλη η επιστολή ημερομηνίας 12.3.2004 ήταν βεβαρημένο με το εμπράγματο βάρος της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας και άλλες επιβαρύνσεις, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η επιστολή αυτή, αποτελούσε απλά, κλήση για άρση των επιβαρύνσεων σύμφωνα με το Άρθρο 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Έκρινε δε ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν για τη μη πραγμάτωση της ειδικής εκτέλεσης, αφού η εφεσίβλητη και, συγκεκριμένα, ο δικηγόρος της, ο οποίος τότε ενεργούσε και για τον πρώην σύζυγό της, δε μερίμνησε ώστε να αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η πρώτη συμφωνία. Δεδομένης, όμως, της ύπαρξης στη συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης ρητού όρου για άρση από τους εφεσείοντες των επιβαρύνσεων χωρίς χρονικό προσδιορισμό, θεώρησε λογικό να τους δοθεί χρόνος τεσσάρων μηνών να άρουν τις επιβαρύνσεις και, στη συνέχεια, δεδομένου ότι, στο μεταξύ, στις 11/12/2007 είχε αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η κατάθεση της πρώτης συμφωνίας, να ακολουθήσει η ειδική εκτέλεση, την οποία διέταξε στα πλαίσια των εξουσιών του, για επίλυση των διαφορών τελειωτικά - (Άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60).

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας με τους περισσότερους λόγους έφεσης, τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα της πλαστότητας της ακυρωτικής συμφωνίας και τις διαπιστώσεις του σε σχέση με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ισχυρίσθηκαν οι εφεσείοντες ότι η μαρτυρία η οποία υπήρχε, δεδομένης και της αρχής ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους για πλαστότητα δεν είναι άλλο από εκείνο της [*1099]απλής πιθανολόγησης, δε δικαιολογούσε τις διαπιστώσεις του. Τα γεγονότα που αυτό είχε ενώπιόν του, σε σχέση με την υπογραφή της ακυρωτικής συμφωνίας αλλά και της επίδικης, δεν αξιολογήθηκαν ορθά, με αποτέλεσμα η ακυρωτική συμφωνία να κριθεί έγκυρη. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη του τις υπογραφές του Sergueev στα διάφορα αντίγραφα της ακυρωτικής συμφωνίας, που είναι εντελώς διαφορετικές από την υπογραφή του στην αρχική συμφωνία, το περιεχόμενο των επιστολών του προς τους δικηγόρους κ. Νεοκλέους και κ. Ονουφρίου, όπου, κατηγορηματικά, αυτός ομιλεί για πλαστότητα, και τη μαρτυρία τους. Η επίδικη σύμβαση, υπέβαλαν, δεδομένου ότι οι ίδιοι την υπέγραψαν έχοντας την πεποίθηση ότι η πρώτη συμφωνία είχε ακυρωθεί, είναι άκυρη. Προέβαλαν, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη μη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ότι η ακυρωτική συμφωνία υπεγράφη ενώπιόν της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Και περαιτέρω, ενώ αυτοί πρόβαλαν στην υπεράσπισή τους ότι ο Sergueev δεν υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία, η εφεσίβλητη δεν απάντησε, ούτε και ανέφερε το 2004, που της ζητήθηκε να παρουσιάσει βεβαίωση, ότι ο Sergueev υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία ενώπιόν της, ώστε οι ίδιοι να προχωρήσουν με τη συμφωνία που υπέγραψαν μαζί της. Η εφεσίβλητη πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό για πρώτη φορά αντεξεταζόμενη. Σχολίασαν, επίσης, οι εφεσείοντες το ζήτημα της διπλής ιδιότητας, υπό την οποία λειτούργησε στην υπόθεση ο κ. Νεοκλέους συνήγορος της εφεσίβλητης.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι, με δεδομένη τη μη απόσυρση της πρώτης συμφωνίας από το Κτηματολόγιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να προχωρήσει στην έκδοση διαταγής για ειδική εκτέλεση, αφ’ ης στιγμής έκρινε ότι η επιστολή της εφεσίβλητης προς τους εφεσείοντες ημερ. 12.3.2004, αποτελούσε μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων.

Η εφεσίβλητη, χωρίς να έχει καταχωρήσει αντέφεση σε σχέση με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η προαναφερθείσα επιστολή, αποτελούσε μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων, υποστήριξε ότι το περιεχόμενό της ήταν σαφές και εμπεριείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να θεωρηθεί νόμιμη κλήση σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Παπαδοπούλου, Δ. συμφωνούντος και του Πασχαλίδη, Δ.:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, εκτιμώντας ότι το ίδιο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα, αναζήτησε, μέσα από όσα οι εφεσείοντες πρόβαλαν, να διαπιστώσει εάν αυτοί [*1100]πέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους. Η αναφορά των ιδίων ότι η υπογραφή δεν ήταν του Sergueev - και αυτό στη βάση σύγκρισης των υπογραφών του στα διάφορα έγγραφα - δεν αποτελεί ασφαλές στοιχείο κρίσης, ιδιαίτερα για ζητήματα για τα οποία απαιτείται εξειδίκευση. Και ο ίδιος ο συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε ότι απαιτείται εξειδίκευση σε θέματα γνησιότητας ή όχι μιας γραφής. Η αντίληψη των εφεσειόντων για την πλαστότητα της υπογραφής στην ακυρωτική συμφωνία σχηματίστηκε στην απουσία των λόγων που έδωσε η εφεσίβλητη και οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί. Η διπλή ιδιότητα του συνηγόρου της εφεσίβλητης κ. Νεοκλέους δεν πέρασε απαρατήρητη από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο και υπέδειξε στον ίδιο τα προβλήματα στη διαδικασία, που προέκυπταν λόγω αυτής του της ιδιότητας, χωρίς, όμως να γίνει, εκ μέρους του, οποιαδήποτε ενέργεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βέβαια, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το όλο ζήτημα κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό.

2.  Η διπλή ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, δεν έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επηρεάσει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην ουσία, η κατάληξη για την εγκυρότητα της ακυρωτικής συμφωνίας στηρίχθηκε στην αποδοχή της θέσης της εφεσίβλητης.

3.  Η επιστολή ημερομηνίας 12.3.2004 δεν αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων. Σαφώς αποτελεί και κλήση σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, (ο «Νόμος») και οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο για μεταβίβαση του πωληθέντος κτήματος, όπως και να άρουν τις όποιες επιβαρύνσεις υπήρχαν σ’ αυτό. Το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που αυτοί κλήθηκαν, υπήρχε κατατεθειμένη η συμφωνία ημερομηνίας 13/9/1996 δεν επιδρούσε και ούτε επηρέαζε τη δική τους υποχρέωση να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο. Οι όποιες δυσκολίες, τυχόν, θα προέκυπταν, λόγω της τότε κατάθεσης στο Κτηματολόγιο της συμφωνίας της 13/9/1996, δε δικαιολογούσε τη μη παρουσίασή των εφεσειόντων σ’ αυτό. Εν πάση περιπτώσει, από την πορεία των γεγονότων, φαίνεται ότι ο κ. Νεοκλέους, ο οποίος τους κάλεσε να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο, είχε τη δυνατότητα, στη βάση του ειδικού πληρεξουσίου από το Sergueev, να αποσύρει από το Κτηματολόγιο την εν λόγω συμφωνία.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και εσφαλμένα δε θεώρησε την [*1101]επιστολή ως κλήση για ειδική εκτέλεση, ορθά προχώρησε, στα πλαίσια των εξουσιών του και με σκοπό την επίλυση της διαφοράς τελεσίδικα, και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δίδοντας, μάλιστα, χρόνο στους εφεσείοντες για άρση των υποθηκών και των άλλων επιβαρύνσεων που είχε το κτήμα.

Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1.  Ο Sergueev δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο και επομένως, η γνησιότητα της υπογραφής του έπρεπε να αποδειχθεί είτε με εμπειρογνώμονη γραφολογική εξέταση ή, με εναλλακτικό τρόπο. Η μαρτυρία γνώμης από άτομο που δεν είναι γραφολόγος, είναι επιτρεπτή «........... εφόσον αποδειχθεί ότι ο μάρτυρας γνωρίζει καλά την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε αυτό το έγγραφο, όπως μπορεί να κάμει π.χ. μια γραμματεύς». (Βλ. σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Το Δίκαιο της Απόδειξης).

2.  Παλαιότερα το βάρος αποδείξεως τόσο στις αστικές όσο και στις ποινικές υποθέσεις σε ότι αφορά τη συγκριτική μαρτυρία περί της υπογραφής τρίτου προσώπου, ήταν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Με την υπόθεση Ewing [1983] Q.B. 1039 καθιερώθηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις το βάρος αποδείξεως είναι το ίδιο όπως και στην κυρίως δίκη, ήτοι, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

3.  Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο και οι συνήγοροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις πρόνοιες του Άρθρου 8 του Criminal Procedure Act 1865, που ισχύει στην Κύπρο, μαζί με το The Common Law Procedure Act 1854, σε σχέση με τον έλεγχο της γνησιότητας ή μη της υπογραφής. Η χρήση των νομοθετημάτων αυτών θα έδινε τη δυνατότητα σε γραφολόγο και εντός ακόμη του Δικαστηρίου να προβεί σε σύγκριση των υπογραφών για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων, χωρίς, δηλαδή, να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Αστυνομία, με την ανάλογη καθυστέρηση που θα σημειωνόταν.

4.  Δεν δόθηκε όμως γραφολογική μαρτυρία και η πλευρά των εφεσειόντων παρέμεινε με την όποια άλλη μαρτυρία υπήρχε στη διάθεση του Δικαστηρίου, το οποίο επομένως ορθά αναφερόμενο στη μαρτυρία της υπεράσπισης παρατήρησε ότι «..... παρουσίασε απλώς την αντίληψη της ή και πεποίθηση της για την πλαστότητα αυτή.». Ορθά περαιτέρω το Δικαστήριο αρνήθηκε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, ενόψει του ότι συμπέρασμα εξ ιδίων του θα ήταν άκρως ανασφαλές.

[*1102]5.           Η ανάμειξη των ρόλων του Ν. Νεοκλέους στην όλη υπόθεση, ενεργώντας υπό διπλή ιδιότητα άλλοτε ως δικηγόρος και άλλοτε ως μάρτυρας γεγονότων ήταν ανεπίτρεπτη, και το Δικαστήριο θα έπρεπε με κάθετη στο θέμα υπόδειξη, να έθετε τέρμα στην ανοχή αυτής της διπλής ιδιότητας. Δεν εντοπίζεται όμως οτιδήποτε στα πρακτικά, παρόλο που το Δικαστήριο μνημονεύει την προσπάθεια αυτή στη σελ. 14 της απόφασής του.

6.  Η διπλή αυτή ιδιότητα του Ν. Νεοκλέους, όπως ορθά εντοπίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκάλεσε πλείστα όσα ερωτήματα και δημιούργησε σύγχυση.

7.  Με την καταστάλαξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα ευρήματά του, δεν υπήρχε περιθώριο θεώρησης της συμφωνίας με την εφεσίβλητη ως παράνομης, ώστε να μην επέρχονται από αυτή νόμιμες υποχρεώσεις στους εφεσείοντες.

8.  Η ουσία εν τέλει της όλης διαφοράς είναι η προσπάθεια απεμπλοκής των εφεσειόντων από τη συμφωνία με την εφεσίβλητη.

9.  Η επιστολή ημερ. 12.3.2004, μπορούσε να έχει ισχύ μόνο δυνάμει του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προνοεί για ειδική εκτέλεση συμβάσεων, στη βάση του ότι κάθε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης εφόσον δεν είναι άκυρη δυνάμει Νόμου, είναι διατυπωμένη γραπτώς και υπογραμμένη από το μέρος που έχει το βάρος της, το δε Δικαστήριο κρίνει ότι η ειδική εκτέλεσή της δεν θα ήταν ανεπιεικής, παράλογη ή πρακτικά ανεφάρμοστη.  Υπό το φως και του εδαφίου (2) του ιδίου άρθρου, που προνοεί ότι οι διατάξεις του Άρθρου 76, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης γης δυνάμει του Κεφ. 232, ορθά το Δικαστήριο, ενόψει και της νομολογίας που διέκρινε τη διαφορά μεταξύ του Άρθρου 76 και του Κεφ. 232, αποφάσισε ότι το αιτητιτκό Α της αγωγής με το οποίο ζητείτο διάταγμα άρσης των εμπράγματων βαρών δυνάμει του όρου 7 της συμφωνίας, ήταν διάφορο και εφαρμόσιμο δυνάμει του Άρθρου 76 από το αιτητικό Γ, που επιζητούσε την ειδική εκτέλεση της ίδιας της συμφωνίας, ειδική εκτέλεση που ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο υπό το φως των διατάξεων του Κεφ. 232, που ρυθμίζει ειδικά τις συμβάσεις πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας.

10.         Στη συνέχεια όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντινομικά έκρινε ότι ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει την ίδια επιστολή και ως βάθρο για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, αφού προηγου[*1103]μένως οι εφεσείοντες συμμορφώνονταν εντός τετραμήνου με το διάταγμα που εξέδωσε προς άρση των επιβαρύνσεων. Το έπραξε αυτό στην προσπάθειά του να επιλύσει τελεσίδικα τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά τις επιταγές και του Άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ.14/60, προς αποφυγή πολλαπλότητας στις διαδικασίες. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί στα πλαίσια της διαφοράς όπως τροχιοδρομήθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη, η οποία ενήργησε στη βάση βέβαια του χειρισμού του συνηγόρου της, ο οποίος ταυτόχρονα με την κλήση προς τους εφεσείοντες να προβούν στην ειδική εκτέλεση της συμφωνίας τους με την εφεσίβλητη, επέλεξε να διατηρεί σε ισχύ υπό τη μορφή κατάθεσης στο Κτηματολόγιο και την πρώτη συμφωνία με τον Sergueev.

11.         Το Άρθρο 3(3) του Κεφ. 232, που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο ως βοηθητικό της κρίσης του ότι ελέγχονται τα δεδομένα που υπάρχουν κατά τη διαδικασία προς έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, ακολουθεί την πρωταρχική διαπίστωση ότι έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που καθορίζονται από το Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου και δεν χρησιμοποιείται εν πάση περιπτώσει αυτόνομα.

12.         Η απουσία αντέφεσης δεν αφήνει στο Εφετείο περιθώριο επέμβασης, ούτε καν συζήτησης της προβαλλόμενης από το περίγραμμα της εφεσίβλητης, της θέσης ότι η επιστολή της 12.3.2004 περιείχε κάθε τι αναγκαίο προς νόμιμη κλήση για ειδική εκτέλεση. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ακριβώς το αντίθετο και αν η εφεσίβλητη ήθελε να το αμφισβητήσει όφειλε να καταχωρήσει αντέφεση.

     Η αντέφεση αποτελεί το ορθό δικονομικό μέτρο προς αμφισβήτηση μέρους της απόφασης, όπως και η έφεση. Η καταχώρηση αντέφεσης σύμφωνα με τη Δ.35, θ.10, δεν είναι αναγκαία.  Αν όμως ο εφεσίβλητος κατά την ακρόαση της έφεσης σκοπεύει να ισχυριστεί ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να διαφοροποιηθεί, τότε οφείλει να δώσει έγγραφη ειδοποίηση της πρόθεσης αυτής, καθορίζοντας με ακρίβεια επί ποίων θεμάτων η απόφαση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και τους λόγους που υποστηρίζουν αυτή τη διαφοροποίηση.

     Η αντέφεση είναι προσδιοριστική της εμβέλειας αναθεώρησης μιας απόφασης και διαπερνά όλο το φάσμα του δικαίου. Ακόμη και στο διοικητικό δίκαιο, η μη καταχώρηση αντέφεσης αφήνει το εκ των υστέρων ζητούμενο, άθικτο με αποτέλεσμα [*1104]να θεωρείται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν παρέχεται λόγος εξέτασής του.

13.         Ενόψει της μη αμφισβήτησης με αντέφεση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες στηρίζονταν επί των ευρημάτων του επί των γεγονότων, αλλά και της νομικής θεώρησης των πραγμάτων, δεν θα παρεχόταν ευχέρεια άλλης διαταγής από την ακύρωση του μέρους της απόφασής του που διατάσσει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσης των εφεσειόντων για άρση των υποθηκών και εμπραγμάτων βαρών. Διαφορετική προσέγγιση διαφοροποιεί και ανατρέπει τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει επ’ αυτών παράπονο. Στο βαθμό αυτό, λοιπόν, θα επιτρεπόταν η έφεση. Η έφεση εναντίον του διατάγματος σε σχέση με την άρση των υποθηκών και βαρών εντός τεσσάρων μηνών, θα απορριπτόταν αφού το εν λόγω διάταγμα ήταν ορθό.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881,

Χρίστου κ.ά. v. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940,

Flower κ.ά. v. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 770,

Κλεάνθη κ.ά. v. Σιάνιου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kυριάκου Γρηγόρη Mακρή κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 180,

Παπακόκκινου, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της Mαρούλλας Π. Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 634,

Σωκράτους v. Σιβιτανίδη, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Aγάπιου Zάκκα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602,

Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766,

Aβραάμ, άλλως Δώρος Φασουλή κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 656,

[*1105]Harrington v. Fry [1824] 1 C & P 289,

Doe d Mudd v. Suckermore [1836] 5 Ad & El 703,

Ewing [1983] Q.B. 1039,

R. v. Stephens [1999] 3 NZLR 81,

R. v. Tahal [1999] 137 CCC 3d 206,

In re Efthymiou (1987) 3 C.L.R. 329,

Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356,

Evand Promotions Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 736,

Σάντης v. X"Βασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288,

Minerva Finance & Investment Limited v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173,

Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1486,

Σαρίκα v. Μιχαηλίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 54,

Ε.Τ.Ε.Κ. v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (2011) 3 A.A.Δ. 461.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Mιλτιάδους, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3126/2004), ημερ. 20.8.2009

Χρ. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.

Αλ. Φράγκου, για Ν. Νεοκλέους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί ο κ. Πασχαλίδης, Δ., θα δοθεί από εμένα. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον κ. Ναθαναήλ, Δ.

[*1106]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 3126/2004, δικαίωσε την εφεσίβλητη - ενάγουσα και εξέδωσε εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων:-

(α)   Διάταγμα, με το οποίο αυτοί διατάσσονταν όπως, εντός τεσσάρων μηνών από την επίδοσή του, απαλλάξουν από συγκεκριμένα βάρη, που εξειδικεύονταν σ’ αυτό, το πωληθέν στην εφεσίβλητη κτήμα, Αρ. Εγγραφής 24223, Φ.Σχ. 54/44, τεμάχιο 722, τοποθεσία «Καλόγηροι», Ποταμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό· και,

(β)   Διάταγμα, με το οποίο αυτοί διατάσσονταν όπως, στη συνέχεια, προβούν σε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας πώλησης του πιο πάνω κτήματος, ημερομηνίας 28/3/2000, σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232, (ο «Νόμος»).

Η ανταπαίτηση των εφεσειόντων απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες, εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες του επίδικου τεμαχίου, αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε, αφού πρώτα δώσουμε τις θέσεις των μερών και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι εφεσείοντες στο πιο πάνω κτήμα ανήγειραν πολυτελή κατοικία, την οποία, στις 13/9/1996, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, πώλησαν στο Georgii Sergueev, από τη Ρωσία, (ο "Sergueev"), αντί του ποσού των £300.000,00. Το εν λόγω ποσό οι εφεσείοντες αποδέχονται ότι τους έχει καταβληθεί σε διάφορες ημερομηνίες.

Στη συνέχεια, σύμφωνα με όσα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται στην Έκθεση Απαίτησής της, κατά/ή περί το Μάρτιο του 2000, οι εφεσείοντες υπέγραψαν με το Sergueev, τότε σύζυγό της, συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας και, κατά τον ίδιο χρόνο, στις 28/3/2000, υπέγραψαν μαζί της συμφωνία πώλησης του ιδίου κτήματος, για το ίδιο ποσό, το οποίο, ως αναφερόταν, πληρώθηκε, ήδη, από το σύζυγό της. Η συμφωνία αυτή κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 31/3/2000, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης σύμφωνα με το Νόμο. Οι εφεσείοντες, με βάση αυτήν, ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν το κτήμα από τις υποθήκες και τα άλλα βάρη που υπήρχαν και, όπως, μετά την εξόφληση, διατηρήσουν αυτό ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση. Ήταν, επίσης, υποχρέωσή τους να εγγράψουν την κατοικία επί του τίτλου ιδιοκτησίας το συντομότερο και να μεταβιβάσουν και εγγράψουν [*1107]το πωληθέν κτήμα επ’ ονόματί της, ελεύθερο εντός τριάντα ημερών μετά από δική της ειδοποίηση, νοουμένου ότι αυτή, ως αλλοδαπή, αποκτούσε τη σχετική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Η αναγκαία έγκριση εξασφαλίστηκε στις 5/3/2004 και η ίδια, με επιστολή των συνηγόρων της ημερομηνίας 12/3/2004, κάλεσε τους εφεσείοντες όπως προσέλθουν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 26/3/2004, η ώρα 8.30 το πρωί, δηλώσουν ότι συμφώνησαν να πωλήσουν την αναφερόμενη περιουσία και υπογράψουν προς τούτο όλα τα αναγκαία έγγραφα που απαιτούνταν για τη μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προσέλθουν. Αυτή, μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο, διαπίστωσε ότι το κτήμα είναι βεβαρημένο με υποθήκες και διατάγματα επιβάρυνσης (memo), τα οποία περιγράφονται, αξίας £180.000,00, περίπου.

Οι εφεσείοντες, με την Έκθεση Υπεράσπισης και την Ανταπαίτησή τους, για την παράλειψή τους να εμφανιστούν στο Κτηματολόγιο, πρόβαλαν ότι ο Sergueev, πραγματικός αγοραστής του επίδικου ακινήτου, επικοινώνησε μαζί τους και τους ανέφερε ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος τη συμφωνία ακυρώσεως και ότι τόσο αυτός όσο και οι ίδιοι έπεσαν θύματα απάτης και/ή παραπλανήθηκαν από τις ψευδείς παραστάσεις της εφεσίβλητης, η οποία, καίτοι γνώριζε ότι αυτός δεν είχε υπογράψει τη συμφωνία ακυρώσεως, τους την παρουσίασε ως προερχόμενη από τον ίδιο και, στην απουσία του, αυτοί την υπέγραψαν. Η κατάθεση της συμφωνίας με την εφεσίβλητη στο Κτηματολόγιο είναι παράνομη και, ταυτόχρονα, άκυρη, γεγονός, ισχυρίζονται, που ενισχύεται από το ότι αυτή κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο μετά την κατάθεση της πρώτης συμφωνίας με το Sergueev.

Οι εφεσείοντες συνένωσαν ως εξ ανταπαιτήσεως εναγομένους την εφεσίβλητη και το Sergueev, αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ακυρωτική συμφωνία του Μαρτίου του 2000 και η συμφωνία της 28/3/2000 είναι άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και ότι η συμφωνία ημερομηνίας 13/9/1996 μεταξύ τους και του Sergueev είναι έγκυρη και δεσμευτική. Αξίωναν, επίσης, αποζημιώσεις για δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις. Στη συνέχεια, η ανταπαίτηση εναντίον του Sergueev αποσύρθηκε.

Η εφεσίβλητη, για να αποδείξει την υπόθεσή της, κατέθεσε η ίδια, κάλεσε δε ως μάρτυρα τον κτηματολογικό υπάλληλο Κ. Πόρακο, ο οποίος αναφέρθηκε στα διάφορα έγγραφα που περιέχονται στο φάκελο του Κτηματολογίου και αφορούν το επίδικο κτήμα, και τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο οποίος παρουσίασε την Αγωγή Αρ. 9731/1998, που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες εναντίον του Sergueev, τότε συζύγου [*1108]της, και η οποία, τελικά, αποσύρθηκε, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Από πλευράς εφεσειόντων, κατέθεσαν ο εφεσείων 1 και ο τότε συνήγορός του, κ. Π. Ονουφρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία και εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του, τα οποία έκρινε ότι ήταν ουσιαστικής σημασίας, διαπίστωσε ότι οι εκδοχές των μερών δε διαφέρουν ουσιωδώς. Σημείωσε ότι εκείνο στο οποίο διέφεραν ήταν η αντίληψη των πραγμάτων από τα μέρη και, γενικά, οι περιβάλλουσες συνθήκες για την κατάρτιση της ακυρωτικής συμφωνίας. Ήταν σαφές, από τη μαρτυρία, ότι η ακυρωτική συμφωνία δεν υπογράφτηκε από το Sergueev στην Κύπρο και ότι αυτός, από το τέλος, τουλάχιστον, του 2003, απέστειλε επιστολές σε διάφορους, ισχυριζόμενος ότι η υπογραφή της ακυρωτικής συμφωνίας δεν έγινε από τον ίδιο. Κοινοποίησε τις θέσεις του αυτές τόσο στο δικηγόρο των εφεσειόντων όσο και στο δικηγόρο της εφεσίβλητης, ζητώντας και από τους δύο συμβουλές για το τι έπρεπε να γίνει. Διαπίστωσε, επίσης, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο κ. Νεοκλέους, στις 31/7/2003, ως δικηγόρος τότε του Sergueev, ζήτησε, με επιστολή του, από τους εφεσείοντες συμμόρφωση με την πρώτη συμφωνία, καλώντας τους να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο και να μεταβιβάσουν επ’ ονόματι του πελάτη του το κτήμα. Η πρώτη αυτή συμφωνία παρέμεινε και βάραινε το κτήμα μέχρι τις 11/12/2007, που, με επιστολή του, ο κ. Νεοκλέους και με χρήση ειδικού πληρεξουσίου του 1998 από το Sergueev, ακύρωσε την κατάθεση της πρώτης συμφωνίας. Δεν παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κακίσει τη διπλή ιδιότητα, υπό την οποία λειτουργούσε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, γεγονός που δημιούργησε σύγχυση και περιέπλεξε την υπόθεση σε μεγάλο βαθμό. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η αντίδραση του Sergueev σε σχέση με την ακυρωτική συμφωνία περιορίστηκε σε μηνύματα και επιστολές και ότι ο ίδιος δεν προχώρησε, σε οποιοδήποτε στάδιο, σε νομικές ενέργειες και διαδικασίες.

Ως προς το ζητούμενο, δηλαδή την κατ’ ισχυρισμό πλαστότητα της υπογραφής του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία, με δεδομένη την αρχή ότι οι μάρτυρες καταθέτουν επί γεγονότων και μόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αληθινή. Οι συνθήκες, κατέληξε, κάτω από τις οποίες υπεγράφη από αυτήν η συμφωνία αγοράς του κτήματος ήταν, όπως η ίδια τις περιέγραψε. Δέχτηκε τη θέση της ότι, από το 2002 που αυτή βρισκόταν σε διάσταση με το σύζυγό της μέχρι το 2006 που εκδόθηκε το διαζύγιό τους από δικαστήριο στη Φλώριδα, είχαν μεγάλες διαφορές, που [*1109]επηρέασαν και την αγορά του επίδικου κτήματος και ότι είναι λόγω των διαφορών τους αυτών που ο πρώην σύζυγός της απέστειλε τις διάφορες επιστολές, ισχυριζόμενος ότι η ακυρωτική συμφωνία ήταν πλαστογραφημένη. Η στάση του άλλαξε μετά την έκδοση του διαζυγίου το 2006, οπόταν και την βοήθησε με τα διάφορα έγγραφα, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση της επίδικης κατοικίας στο όνομά της. Προς το σκοπό αυτό, απέστειλε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής προς το δικηγόρο της, κ. Νεοκλέους, επιστολή, με την οποία βεβαίωνε ότι είχε ακυρώσει την αρχική συμφωνία με τους εφεσείοντες και ότι η μόνη σε ισχύ συμφωνία ήταν η μεταξύ της ίδιας και των εφεσειόντων. Η επιστολή αυτή είναι πιστοποιημένη από συμβολαιογράφο στη Φλώριδα.

Δεκτή έγινε, επίσης, η θέση της σε σχέση με τις συνθήκες διευθέτησης της Αγωγής Αρ. 9731/1998, η οποία προχώρησε στην απουσία του συζύγου της, η διευθέτηση της οποίας οδήγησε στην ακύρωση της πρώτης συμφωνίας με τον τότε σύζυγό της. Για την αγωγή αυτή, κατόπιν συνεννόησης με το σύζυγό της, το Μάρτιο του 2000, ήλθε η ίδια στην Κύπρο από τη Ρωσία. Μετά την απόσυρσή της, όπως είχε συμφωνηθεί στα πλαίσια της διευθέτησης της αγωγής, υπεγράφη η συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και του συζύγου της και, ταυτόχρονα, υπεγράφη η συμφωνία με την οποία η ίδια, πλέον, αγόρασε το ακίνητο.

Η θέση των εφεσειόντων, η οποία, στο βαθμό που αυτή ήταν αντίθετη με τις θέσεις της εφεσίβλητης, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, είχε ως εξής:-

Η υπογραφή του Sergueev στη συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας ήταν πλαστογραφημένη. Αυτό, ισχυρίστηκαν, προέκυπτε από τα πιο κάτω: Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 2000, ο δικηγόρος του Sergueev, κ. Νεοκλέους, επικοινώνησε με το δικηγόρο τους, τον κ. Π. Ονουφρίου, και του ανέφερε ότι ο Sergueev επιθυμούσε να συμβιβάσει την Αγωγή Αρ. 9731/1998, πληρώνοντας το υπόλοιπο, και, παράλληλα, να υπογράψουν συμφωνία ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας και νέα συμφωνία πώλησης του κτήματος με την εφεσίβλητη. Συμφώνησαν και ο τότε δικηγόρος τους κ. Π. Ονουφρίου συνέταξε την ακυρωτική συμφωνία, την οποία και απέστειλε στον κ. Νεοκλέους, για να την υπογράψει ο Sergueev, ο οποίος, καθώς πίστευαν, βρισκόταν στην Κύπρο. Ο κ. Νεοκλέους τους επέστρεψε το έγγραφο, μονογραφημένο στην πρώτη σελίδα και υπογεγραμμένο στη δεύτερη και τους διαβεβαίωσε ότι τόσο η υπογραφή όσο και η μονογραφή ανήκαν στο Sergueev.  Το έγγραφο, τελικά, δεν υπογράφτηκε από τους ιδίους, λόγω αλλαγών που ο κ. Νεοκλέους [*1110]ήθελε να γίνουν στη συμφωνία.  Στη συνέχεια, ο κ. Νεοκλέους, μετά από κάποιες χειρόγραφες αλλαγές στην ακυρωτική συμφωνία, απέστειλε δύο αντίγραφα αυτής στον κ. Ονουφρίου, τα οποία έφεραν διάφορες μονογραφές στα σημεία των αλλαγών και στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας και υπογραφή πάνω από το όνομα του Sergueev, με τη διαβεβαίωση ότι η ακυρωτική συμφωνία υπογράφτηκε από το Sergueev, στο γραφείο του κ. Νεοκλέους, ενώπιον μαρτύρων, περιλαμβανομένου και του ιδίου. Στη βάση των διαβεβαιώσεων αυτών, οι ίδιοι θεώρησαν ως δεδομένο ότι ο Sergueev βρισκόταν στην Κύπρο και είχε υπογράψει προσωπικά την ακυρωτική συμφωνία και, έτσι, λίγο πριν το τέλος του Φεβρουαρίου του 2000, επισκέφτηκαν το γραφείο του κ. Ονουφρίου και ενώπιόν του υπέγραψαν δύο αντίγραφα αυτής, μονογράφοντας την πρώτη σελίδα και τα σημεία των χειρόγραφων αλλαγών. Τα παρέδωσαν στον κ. Ονουφρίου, ζητώντας του να διασφαλίσει την είσπραξη του υπολοίπου, που ο κ. Sergueev όφειλε από την πώληση, πράγμα το οποίο και έγινε.  Αφού εισέπραξαν το υπόλοιπο - ανερχόταν, περίπου, σε £92.000,00 - και πιστεύοντας ότι την ακυρωτική συμφωνία είχε υπογράψει ο Sergueev, στις 28/3/2000, υπέγραψαν με την εφεσίβλητη νέα συμφωνία πώλησης. Επίσης, την ίδια ημέρα, υπέγραψαν ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, εξουσιοδοτώντας τον κ. Νεοκλέους όπως παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο Λεμεσού και υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα για τη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι της εφεσίβλητης. Στα πλαίσια αυτά, έδωσαν, επίσης, οδηγίες και αποσύρθηκε η Αγωγή 9731/1998 ως εξωδίκως διευθετηθείσα, χωρίς έξοδα. Για τον ίδιο λόγο, καθώς προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 4/4/2000, αποσύρθηκε και η ανταπαίτηση.  Στις 31/7/2003, όταν έλαβαν επιστολή από τον κ. Νεοκλέους, με την οποία τους καλούσε να παρουσιαστούν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για τη μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι του Sergueev, εξεπλάγησαν. Μέσω του τότε δικηγόρου τους, πληροφόρησαν τον κ. Νεοκλέους ότι αδυνατούσαν να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο, επειδή το αγοραπωλητήριο έγγραφο της 13/9/1996 είχε ακυρωθεί και αντικατασταθεί με άλλο έγγραφο με την εφεσίβλητη. Με τη λήψη της επιστολής, προχώρησαν, επίσης, σε έρευνα στο Κτηματολόγιο, οπόταν και διαπίστωσαν ότι τόσο το πωλητήριο έγγραφο της 13/9/1996 όσο και το πωλητήριο έγγραφο της 28/3/2000 βρίσκονταν κατατεθειμένα στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού. Λίγο αργότερα, περί το τέλος Νοεμβρίου του 2003, ο Sergueev επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τότε δικηγόρο τους, κ. Ονουφρίου, και τον πληροφόρησε ότι ο ίδιος δεν συγκατατέθηκε στην ακύρωση της συμφωνίας ημερομηνίας 13/9/1996 και στην υπογραφή νέας συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και της συζύγου του και ούτε υπέγραψε οποιαδήποτε ακυρωτική συμφωνία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev, στη βάση της αρχής ότι ο δικαστής δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα, συγκρίνοντας τη γραφή από μόνος του. Μαρτυρία εμπειρογνώμονα σε σχέση με την ισχυριζόμενη πλαστότητα της υπογραφής του Sergueev δεν υπήρχε. Ακολούθως και μετά τη διαπίστωση της εγκυρότητας της συμφωνίας πώλησης με την εφεσίβλητη, εξέτασε, υπό το φως της νομολογίας*, κατά πόσο η επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004** αποτελούσε έγκυρη κλήση για ειδική εκτέλεση, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου, ή μόνο κλήση σύμφωνα με το Άρθρο 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, για άρση των επιβαρύνσεων. Με δεδομένo ότι το ακίνητο, κατά το χρόνο που εστάλη η επιστολή, ήταν βεβαρημένο με το εμπράγματο βάρος της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας και άλλες επιβαρύνσεις, κατέληξε ότι η επιστολή αποτελούσε, απλά, κλήση για άρση τους. Έκρινε δε ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν για τη μη πραγμάτωση της ειδικής εκτέλεσης, αφού η εφεσίβλητη και, συγκεκριμένα, ο δικηγόρος της, ο οποίος τότε ενεργούσε και για τον πρώην σύζυγό της, δε μερίμνησε ώστε να αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η πρώτη συμφωνία. Δεδομένης, όμως, της ύπαρξης στη συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και της [*1112]εφεσίβλητης ρητού όρου για άρση από τους εφεσείοντες των επιβαρύνσεων χωρίς χρονικό προσδιορισμό, θεώρησε λογικό να τους δοθεί χρόνος τεσσάρων μηνών να άρουν τις επιβαρύνσεις και, στη συνέχεια, δεδομένου ότι, στο μεταξύ, στις 11/12/2007 είχε αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο η κατάθεση της πρώτης συμφωνίας, να ακολουθήσει η ειδική εκτέλεση, την οποία διέταξε στα πλαίσια των εξουσιών του, για επίλυση των διαφορών τελειωτικά - (Άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60).

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οκτώ λόγους έφεσης.

Οι πρώτοι επτά, στην ουσία, αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας, αντίκρισε το ζήτημα της πλαστότητας της ακυρωτικής συμφωνίας και τις διαπιστώσεις του σε σχέση με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η μαρτυρία, ισχυρίζονται, η οποία υπήρχε, δεδομένης και της αρχής ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους για πλαστότητα δεν είναι άλλο από εκείνο της απλής πιθανολόγησης, δε δικαιολογεί τις διαπιστώσεις του. Τα γεγονότα που αυτό είχε ενώπιόν του, σε σχέση με την υπογραφή της ακυρωτικής συμφωνίας αλλά και της επίδικης, δεν αξιολογήθηκαν ορθά, με αποτέλεσμα η ακυρωτική συμφωνία να κριθεί έγκυρη. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη του τις υπογραφές του Sergueev στα διάφορα αντίγραφα της ακυρωτικής συμφωνίας, που είναι εντελώς διαφορετικές από την υπογραφή του στην αρχική συμφωνία, το περιεχόμενο των επιστολών του προς τους δικηγόρους κ. Νεοκλέους και κ. Ονουφρίου, όπου, κατηγορηματικά, αυτός ομιλεί για πλαστότητα, και τη μαρτυρία τους.  Η επίδικη σύμβαση, υπέβαλαν, δεδομένου ότι οι ίδιοι την υπέγραψαν επειδή πίστευαν ότι η πρώτη συμφωνία είχε ακυρωθεί, είναι άκυρη. Προβάλλουν, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχτηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι η ακυρωτική συμφωνία υπεγράφη ενώπιόν της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός δε δικογραφήθηκε. Ενώ αυτοί πρόβαλαν στην Υπεράσπισή τους ότι ο Sergueev δεν υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία, η εφεσίβλητη δεν απάντησε, ούτε και ανέφερε το 2004, που της ζητήθηκε να παρουσιάσει βεβαίωση, ότι ο Sergueev υπέγραψε την ακυρωτική συμφωνία ενώπιόν της, ώστε οι ίδιοι να προχωρήσουν με τη συμφωνία που υπέγραψαν μαζί της.  Πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό για πρώτη φορά αντεξεταζόμενη.  Σχολιάζουν, επίσης, οι εφεσείοντες το ζήτημα της διπλής ιδιότητας, υπό την οποία λειτούργησε στην υπόθεση ο συνήγορος της εφεσίβλητης. Με αναφορά στο χρόνο που ο Sergueev απέστειλε τις επιστολές στον κ. Νεοκλέους - 10/2/2003 και 17/3/2003 - και στον κ. [*1113]Ονουφρίου - 31/7/2003 - υπέβαλαν ότι η διαπίστωση ότι ο Sergueev ζητούσε, παράλληλα, συμβουλή και από το δικηγόρο της εφεσίβλητης και από άλλο δικηγόρο, είναι εσφαλμένη. Στον κ. Ονουφρίου αποτάθηκε, όταν ο κ. Νεοκλέους παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τις θέσεις των εφεσειόντων. Με δεδομένο ότι ο Sergueev δεν κατέθεσε ως μάρτυρας, η γνησιότητα της υπογραφής του, εφόσον αυτή αμφισβητείτο από τους εφεσείοντες, θα έπρεπε να αποδειχθεί από τους ιδίους, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Επιστημονική μαρτυρία δεν υπήρχε. Συνεπώς, το βάσιμο του ισχυρισμού τους θα έπρεπε να αναζητηθεί, όπως και αναζητήθηκε από το Δικαστήριο, στην υπάρχουσα μαρτυρία, η οποία, στην ουσία της, δεν ήταν άλλη από την αντίληψη των ιδίων και του κ. Ονουφρίου, όπως αυτή δημιουργήθηκε από τις διάφορες επιστολές που απεστάλησαν από το Sergueev προς τον κ. Νεοκλέους και τον κ. Ονουφρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, εκτιμώντας ότι το ίδιο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα, αναζήτησε, μέσα από όσα οι εφεσείοντες πρόβαλαν, να διαπιστώσει εάν αυτοί πέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους. Η αναφορά των ιδίων ότι η υπογραφή δεν ήταν του Sergueev - και αυτό στη βάση σύγκρισης των υπογραφών του στα διάφορα έγγραφα - δεν αποτελεί ασφαλές στοιχείο κρίσης, ιδιαίτερα για ζητήματα για τα οποία απαιτείται εξειδίκευση.  Ο κ. Ονουφρίου, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, κατέθεσε το τι ο ίδιος πίστευε για την υπογραφή του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία. Όπως ο ίδιος, χαρακτηριστικά, είπε: «... είμαι δικηγόρος και δεν είμαι expert γραφολόγος». Η δήλωσή του αυτή, ουσιαστικά, αναιρούσε τη μαρτυρία του ότι η υπογραφή του Sergueev ήταν πλαστογραφημένη. Αναγνώριζε και αυτός ότι απαιτείται εξειδίκευση σε θέματα γνησιότητας ή όχι μιας γραφής. Η αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ότι την περίοδο που ο πρώην σύζυγός της απέστειλε τις επιστολές διαμαρτυρίας σε σχέση με την ακυρωτική συμφωνία οι σχέσεις τους δεν ήταν αρμονικές, όπως και οι υπόλοιπες διαπιστώσεις του, στις οποίες έχουμε, ήδη, αναφερθεί, καθιστούσαν την απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία καθ’ όλα εύλογη. Η αντίληψη των εφεσειόντων για την πλαστότητα της υπογραφής στην ακυρωτική συμφωνία σχηματίστηκε στην απουσία των λόγων που έδωσε η εφεσίβλητη και οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί. Η σιωπή του Sergueev μετά τον Αύγουστο του 2004, όπως ο κ. Ονουφρίου κατέθεσε, υποστηρίζει τη θέση της εφεσίβλητης ότι αυτός, μετά τη λύση του γάμου τους, άλλαξε τη στάση του απέναντί της και την βοήθησε ώστε να μεταβιβαστεί το ακίνητο επ’ ονόματί της.  Η διπλή ιδιότητα του συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία αποδοκιμάζεται από τη νομολογία*, δεν πέρασε απαρατήρητη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Καθώς προκύπτει μέσα από την απόφαση, υποδείχθηκαν στον κ. Νεοκλέους τα προβλήματα στη διαδικασία, που προέκυπταν λόγω αυτής του της ιδιότητας, χωρίς, όμως, να γίνει, εκ μέρους του, οποιαδήποτε ενέργεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βέβαια, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το όλο ζήτημα κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό.

Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία, με σκοπό να διαπιστώσουμε κατά πόσο η διπλή ιδιότητα του συνηγόρου έχει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επηρεάσει την κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με την εγκυρότητα της ακυρωτικής συμφωνίας. Δεν έχουμε διαπιστώσει να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αφού, στην ουσία, η κατάληξη για την εγκυρότητά της στηρίχτηκε στην αποδοχή της θέσης της εφεσίβλητης.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι ανακόλουθα και αντιφατικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που έκρινε ότι η επιστολή της εφεσίβλητης προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 12/3/2004 αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων, επειδή η πρώτη συμφωνία δεν είχε αποσυρθεί από το Κτηματολόγιο - αποσύρθηκε μετά την καταχώριση της αγωγής, μόλις στις 11/12/2007 - προχώρησε στην έκδοση διαταγής για ειδική εκτέλεση.

Η εφεσίβλητη, χωρίς να έχει καταχωρίσει αντέφεση σε σχέση με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004 αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων, προβάλλει ότι το περιεχόμενό της είναι σαφές και εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε αυτή να θεωρηθεί νόμιμη κλήση σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου.

Το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/60 και η Δ.35, θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών παρέχουν εξουσία στο εφετείο να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με την έφεση είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, προς το σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης - (βλ. Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766 και Aβραάμ, άλλως Δώρος Φασουλή κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 656).

[*1115]Έχουμε εξετάσει με προσοχή την επιστολή ημερομηνίας 12/3/2004, το περιεχόμενο της οποίας έχουμε, ήδη, παραθέσει, και δε συμφωνούμε ότι αυτή αποτελεί μόνο κλήση για άρση των επιβαρύνσεων. Σαφώς αποτελεί και κλήση σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου και οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο για μεταβίβαση του πωληθέντος κτήματος, όπως και να άρουν τις όποιες επιβαρύνσεις υπήρχαν σ’ αυτό. Το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που αυτοί κλήθηκαν, υπήρχε κατατεθειμένη η συμφωνία ημερομηνίας 13/9/1996 δεν επιδρούσε και ούτε επηρέαζε τη δική τους υποχρέωση να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο. Οι όποιες δυσκολίες, τυχόν, θα προέκυπταν, λόγω της κατάθεσης τότε στο Κτηματολόγιο της συμφωνίας της 13/9/1996, δε δικαιολογούσε τη μη παρουσίασή τους σ’ αυτό. Εν πάση περιπτώσει, από την πορεία των γεγονότων, φαίνεται ότι ο κ. Νεοκλέους, ο οποίος τους κάλεσε, είχε τη δυνατότητα, στη βάση του ειδικού πληρεξουσίου από το Sergueev, να αποσύρει από το Κτηματολόγιο την εν λόγω συμφωνία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι εσφαλμένα δε θεώρησε την επιστολή ως κλήση για ειδική εκτέλεση, ορθά προχώρησε, στα πλαίσια των εξουσιών του και με σκοπό την επίλυση της διαφοράς τελεσίδικα, και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δίδοντας, μάλιστα, χρόνο στους εφεσείοντες για άρση των υποθηκών και των άλλων επιβαρύνσεων που είχε το κτήμα.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες παραπονούνται για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την έκβαση της εγερθείσας εναντίον τους αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από την εφεσίβλητη, με την οποία διατάχθηκε η συμμόρφωση τους με όρους της έγγραφης συμφωνίας που υπέγραψαν οι διάδικοι ημερ. 28.3.2000, με παράταση χρόνου τεσσάρων μηνών για σκοπούς συμμόρφωσης από την επίδοση του εκδοθέντος διατάγματος, ενώ διατάχθηκε και η ειδική εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας, μετά την εκπλήρωση της προηγούμενης υποχρέωσης συμμόρφωσης τους με τους όρους εκείνους.

Οι εφεσείοντες ήταν και παραμένουν οι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες τεμαχίου γης στην τοποθεσία Καλόγηροι στον Ποταμό Γερμασόγειας, της επαρχίας Λεμεσού, επί του οποίου και ανήγειραν πολυτελή οικία. Στη βάση συμφωνίας ημερ. 13.9.1996, οι εφεσείοντες πώλησαν και παρέδωσαν το ως άνω τεμάχιο με την οικία στον [*1116]Georgii Sergueev έναντι £300.000, ποσό το οποίο αποδέχονται ότι κατεβλήθη σε αυτούς σε διάφορες ημερομηνίες. Στην πορεία του χρόνου, οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τον εν λόγω αγοραστή συμφωνία ακύρωσης της πιο πάνω πράξης τον Μάρτιο του 2000, ενώ ταυτόχρονα στις 28.3.2000, υπέγραψαν νέα συμφωνία πώλησης του ιδίου τεμαχίου με την ανεγερθείσα επ’ αυτού οικία με την εφεσίβλητη, η οποία κατά τον ουσιώδη εκείνο χρόνο ήταν σύζυγος του Georgii Sergueev. Το τίμημα πωλήσεως παρέμεινε το αυτό το οποίο στη δεύτερη αυτή συμφωνία αναγνωρίστηκε ότι είχε καταβληθεί ήδη στους εφεσείοντες. Η δεύτερη αυτή συμφωνία (όπως και η πρώτη), κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 31.3.2000 με αριθμό ΠΩΛ.294/00, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.  Οι εφεσείοντες τόσο με την αρχική συμφωνία, όσο και με τη μεταγενέστερη, είχαν αναλάβει την υποχρέωση να εξοφλήσουν τις υποθήκες και τα άλλα βάρη που επηρέαζαν το πωληθέν τεμάχιο γης, μετά δε την εν λόγω εξόφληση, να το διατηρήσουν ελεύθερο μέχρι τη μεταβίβαση του στον αγοραστή.

Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να αποκτήσει, ως αλλοδαπή, την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για την αγορά του κτήματος την οποία και εξασφάλισε στις 5.3.2004. Στις 12.3.2004, η εφεσίβλητη, με επιστολή της μέσω των δικηγόρων της, κάλεσε τους εφεσείοντες να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο Λεμεσού στις 26.3.2004 και ώρα 8.30 π.μ. για την αναγκαία μεταβίβαση. Οι εφεσείοντες όμως με δικές τους επιστολές μέσω δικηγόρων, αρνήθηκαν να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο προβάλλοντας αριθμό δικαιολογιών.  Η εφεσίβλητη μετά την εξέλιξη αυτή, κατά τις αρχές Απριλίου του 2004, διαπίστωσε μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο, ότι το τεμάχιο γης εξακολουθούσε, παρά την προαναφερθείσα υποχρέωση των εφεσειόντων, να βαρύνεται με δύο υποθήκες συνολικού ύψους £120.000, καθώς και με δέκα memoranda πέραν των £60.000. Το αποτέλεσμα ήταν η εκ μέρους της έγερση αγωγής αξιώνοντας (i) διάταγμα ειδικής εκτέλεσης των όρων της συμφωνίας σε σχέση με την απαλλαγή του  τεμαχίου από τις υποθήκες και τα εμπράγματα βάρη, (ii) διάταγμα με το οποίο να διατάσσονταν οι εφεσείοντες να πληρώσουν όλους τους σχετικούς φόρους που είχαν σχέση με το πωληθέν τεμάχιο και να προσκομίσουν τα απαραίτητα για τη μεταβίβαση απαλλακτικά έγγραφα, και (iii) διάταγμα διατάσσον την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας.

Οι εφεσείοντες με την υπεράσπιση τους ισχυρίστηκαν ότι ο Sergueev ως αρχικός αγοραστής, είχε επικοινωνήσει μαζί τους πληροφορώντας τους ότι ουδέποτε τον Μάρτιο του 2000 υπέγραψε [*1117]γραπτή συμφωνία ακύρωσης της μεταξύ τους συμφωνίας και επομένως τόσο ο ίδιος, όσο και οι εφεσείοντες, ήσαν θύματα απάτης και ή εξαπατήθηκαν από ψευδείς παραστάσεις της εφεσίβλητης στη βάση των λεπτομερειών που παρέχονταν στην έκθεση υπεράσπισης. Επομένως, εφόσον ουδέποτε υπήρξε νόμιμη ακύρωση του αρχικού συμβολαίου πώλησης, η εφεσίβλητη παρανόμως αξίωνε με την αγωγή της την έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων.  Ανταπαίτησαν, λοιπόν, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 28.3.2000 με την εφεσίβλητη, καθώς και η ακυρωτική αυτής του Μαρτίου του ιδίου χρόνου, ήταν άκυρες, δήλωση ότι  η αρχική συμφωνία ημερ. 13.6.1996 με τον Sergueev ήταν έγκυρη και δεσμευτική, αποζημιώσεις για δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις, καθώς και διάταγμα για απόσυρση της συμφωνίας ημερ. 28.3.2000, από το Κτηματολόγιο Λεμεσού. Να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες συνένωσαν ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενο εκτός από την εφεσίβλητη και τον Sergueev, εναντίον του οποίου, όμως, σε κάποιο στάδιο, απέσυραν την απαίτησή τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία και εξέτασε τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του, έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε καταθέσει την αλήθεια όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεπλάκη στην υπόθεση και υπέγραψε τη συμφωνία αγοράς του τεμαχίου από τους εφεσείοντες.  Δέχθηκε στην ουσία τη θέση της ότι με τον Sergueev, πρώην σύζυγο της, λόγω των μεγάλων διαφορών που είχαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δημιουργήθηκαν προβλήματα που επηρέασαν και την αγορά του εν λόγω τεμαχίου. Ο Sergueev στα πλαίσια των τότε διαφορών τους, έστειλε επιστολές στην Κύπρο ισχυριζόμενος ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος την ακυρωτική συμφωνία, αλλά αντίθετα η υπογραφή του έχει πλαστογραφηθεί. Έγινε επίσης δεκτή η θέση της ότι οι εφεσείοντες είχαν επιδιώξει και πετύχει την ακύρωση του αρχικού πωλητηρίου εγγράφου του 1996, με αγωγή που είχαν καταχωρήσει με αριθμό 9731/98, (Τεκμ. 5), η οποία αγωγή προχώρησε ερήμην του πρώην συζύγου της ενόψει της κατ’  ισχυρισμόν της εφεσίβλητης πλαστογραφημένης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος σ’ αυτόν.  Ως εκ τούτου λήφθηκαν μέτρα ακύρωσης της απόφασης, αφού η ίδια δε ήλθε στην Κύπρο από την Ρωσία τον Μάρτιο του 2000 (ο πρώην σύζυγος της ήταν τότε κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής), κατέβαλε προς διευθέτηση της εκκρεμότητας, ως ισχυρίστηκε, ποσό £30.000 στους εφεσείοντες και £2.000 στους δικηγόρους για απόσυρση της αγωγής. Με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της και του δικηγόρου της, το όλο θέμα διευθετήθηκε οριστικά με αποτέλεσμα την υπογραφή της συμφωνίας ακύρωσης της μεταξύ των εφεσειόντων και του συζύγου [*1118]της αρχικής συμφωνίας, με τον ταυτόχρονο καταρτισμό άλλης συμφωνίας (που κατέθεσε στο Κτηματολόγιο), με την οποία η ίδια πλέον αγόραζε το τεμάχιο.

Η λύση κατέστη δυνατή διότι λίγες μέρες πριν την έκδοση του συνεναιτικού διαζυγίου της με τον Sergueev, στη Φλώριδα των Η.Π.Α. στις 15.2.2006, ο Sergueev συμφώνησε με όλα τα θέματα που προκαλούσαν μεταξύ τους αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα να αποστείλει από τις Η.Π.Α. επιστολή προς το δικηγόρο του Νεοκλή Νεοκλέους στην Κύπρο (Τεκμ. 15), δηλώνοντας (με πιστοποιημένη την υπογραφή του από συμβολαιογράφο της Φλώριδας), ότι όντως είχε ακυρώσει την αρχική συμφωνία με τους εφεσείοντες, η μόνη δε παραμένουσα σε ισχύ συμφωνία ήταν η μεταξύ της εφεσίβλητης και των εφεσειόντων και επομένως το τεμάχιο μετά της επ’ αυτού κατοικίας, θα έπρεπε να μεταβιβαστεί σ’ αυτήν. Η επιστολή αυτή παρελήφθη από τον Ν. Νεοκλέους στις 18.2.2006 (Τεκμ. 16), αφού στάληκε μέσω scan-e-mail.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σ’ άλλες θέσεις της εφεσίβλητης όπως τη μαρτυρία της κατά την αντεξέταση ότι η ακυρωτική συμφωνία είχε υπογραφεί από τον Sergueev στις Η.Π.Α. στην παρουσία της (Τεκμ. 4(3)), ότι ο σύζυγος της την κατηγορούσε ότι ήταν ένοχη απάτης παριστάνοντας στους εφεσείοντες ότι πράγματι υπέγραψε τέτοια ακυρωτική συμφωνία και ότι την πολεμούσε πριν καταφέρουν να συνεννοηθούν για τα περί του διαζυγίου. Το Δικαστήριο εξέτασε τις εκδοχές αυτές της εφεσίβλητης, δεχόμενο στην ουσία τις θέσεις της ως εύλογες, θεωρώντας ότι ο Sergueev είχε φθάσει στο σημείο να αλληλογραφεί  με τον τότε δικηγόρο των εφεσειόντων Πανίκο Ονουφρίου, ζητώντας απ΄ αυτόν να λάβει μέτρα εναντίον της  εφεσίβλητης για το επίδικο τεμάχιο.

Η αντίθετη θέση των εφεσειόντων μέσα από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα 1 και τον τότε δικηγόρο τους Π. Ονουφρίου, δεν έγινε δεκτή στο βαθμό που, πέραν των κοινών σημείων της με τις θέσεις της εφεσίβλητης, ήταν σε σύγκρουση με αυτήν. Κύριο σημείο της δικής τους εκδοχής ήταν η πλαστογραφία της υπογραφής του Sergueev, η οποία πλαστογραφία φαινόταν να αποδεικνύεται από μια σειρά γεγονότων. Στην κρίση τους αυτή, καταλυτικό ρόλο είχε η εμπλοκή του δικηγόρου του Sergueev, Ν. Νεοκλέους, ο οποίος αρχικά μετέφερε στο δικηγόρο των εφεσειόντων την επιθυμία του Sergueev να ακυρώσει την αρχική συμφωνία, συμβιβάζοντας και την Αγωγή υπ’ Αρ. 9731/98. Συντάχθηκε λοιπόν η ακυρωτική συμφωνία την οποία φερόταν να είχε υπογράψει ο Sergueev ενόσω βρισκόταν στην Κύπρο, όπως πίστευαν οι εφεσείοντες, [*1119](Τεκμ. 6(2)), και η οποία αρχικώς δεν υπεγράφη από τους εφεσείοντες λόγω αλλαγών που ήθελε να επιφέρει σ’ αυτήν ο Ν. Νεοκλέους, στη συνέχεια όμως μετά από χειρόγραφες διορθώσεις στο κείμενο από τον Ν. Νεοκλέους, οι οποίες έφεραν μονογραφές στα κείμενα των διορθώσεων και υπογραφή, που ο Ν. Νεοκλέους διαβεβαίωσε τον Π. Ονουφρίου ότι ανήκαν στον Sergueev που υπέγραψε στο γραφείο του στη Λεμεσό, υπέγραψαν και οι ίδιοι στο γραφείο του Π. Ονουφρίου. Και πάλι οι εφεσείοντες πίστευαν ότι ο Sergueev ήταν την ουσιώδη περίοδο στην Κύπρο. Προχώρησαν λοιπόν και εισέπραξαν και το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, £92.000, υπογράφοντας νέα συμφωνία με την εφεσίβλητη, εξουσιοδοτώντας το Ν. Νεοκλέους να υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση του ακινήτου. Στα πλαίσια αυτά εξουσιοδότησαν το δικό τους δικηγόρο να αποσύρει την απαίτηση στην Αγωγή 9731/98, όπως και έγινε, με την απλή δήλωση στο παρουσιαζόμενο στο φάκελο της αγωγής (Τεκμ. 5), πρακτικό ημερ. 4.4.2000, ότι απαίτηση και ανταπαίτηση αποσύρονταν ως εξωδίκως διευθετημένες, χωρίς έξοδα.

Οι εφεσείοντες εξεπλάγηκαν λοιπόν όταν αργότερα στις 31.7.2003 πήραν διπλοσυστημένη επιστολή από τον Ν. Νεοκλέους (Τεκμ. 4(20)), με την οποία ζητούσε από αυτούς να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο προς μεταβίβαση του ακινήτου στον Sergueev στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας ημερ. 13.6.1996, που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο ως ΠΩΕ 642/95. Το Νοέμβριο δε του 2003, ο Sergueev επικοινώνησε  με  τον Π. Ονουφρίου και τον πληροφόρησε ότι ο ίδιος ουδέποτε συγκατατέθηκε στην ακύρωση της συμφωνίας που είχε με τους εφεσείοντες ή στην υπογραφή νέας συμφωνίας με την εφεσίβλητη.

Ο Π. Ονουφρίου έδωσε επίσης ένορκη μαρτυρία ισχυριζόμενος ότι ο Ν. Νεοκλέους τον είχε διαβεβαιώσει ότι ο Sergueev είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία στην Κύπρο ενώπιον του και ότι ουδέποτε του ανεφέρθη ότι η ακυρωτική συμφωνία υπεγράφη στην Αμερική. Έκρινε ως δικηγόρος των εφεσειόντων ότι υπό το φως των όσων γνώριζε, οι εφεσείοντες δεν έπρεπε να προχωρήσουν με τη μεταβίβαση στην εφεσίβλητη ενόψει της ύπαρξης στο Κτηματολόγιο της πρώτης κατάθεσης της συμφωνίας πώλησης, θεωρώντας ότι η υπογραφή στην ακυρωτική συμφωνία δεν ήταν του Sergueev, ο οποίος του είχε, κατά παράκληση του, αποστείλει διάφορα έγγραφα προς μελέτη και με τον οποίο όμως κατέστη αδύνατο να επικοινωνήσει στη συνέχεια.

Η έφεση έχει ως κύριο άξονα της, τον εγερθέντα από τους εφε[*1120]σείοντες ισχυρισμό περί πλαστογραφίας της υπογραφής του Sergueev από την εφεσείβλητη. Ο ισχυρισμός αυτός όταν εγείρεται από διάδικο τον βαρύνει και με την απόδειξή του. Ουσιαστικά εγείρεται  θέμα ότι η ακυρωτική μεταξύ του Sergueev και των εφεσειόντων συμφωνία Τεκμ. 4(3), που υπεγράφη τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου 2000, δεν είχε υπογραφεί από τον Sergueev στην Κύπρο, και ούτε ήταν δική του η υπογραφή. Ο Sergueev, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο και επομένως, η γνησιότητα της υπογραφής του, εφόσον αμφισβητείτο, έπρεπε να αποδειχθεί είτε με εμπειρογνώμονη γραφολογική  εξέταση (συνήθως αποστέλλεται το σχετικό τεκμήριο στην Αστυνομία η οποία αναλαμβάνει με τους γραφολόγους της να γνωματεύσουν κατά πόσο υπάρχει πλαστογραφία ενόψει και της αποκάλυψης εμπλοκής ατόμων σε ποινικά αδικήματα), ή, ακολουθείται εναλλακτικός τρόπος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 77-78, είναι επιτρεπτή μαρτυρία γνώμης και από άτομο που δεν είναι γραφολόγος «..... εφόσον αποδειχθεί ότι ο μάρτυρας γνωρίζει καλά την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε αυτό το έγγραφο, όπως μπορεί να κάμει π.χ. μια γραμματεύς.». Στο σύγγραμμα Cross & Tapper on Evidence 10η έκδ. (2004), στις σελ. 710-712, σημειώνεται ότι η απόδειξη υπογραφής από τρίτο πρόσωπο μπορεί να λάβει τη μορφή μαρτυρίας ότι η υπογραφή είναι του συγκεκριμένου προσώπου, εδραζόμενη στην εξοικείωση που έχει ο μάρτυρας με την υπό αμφισβήτηση υπογραφή, έχοντας δει το πρόσωπο να υπογράφει σε προηγούμενες περιπτώσεις. Η συχνότητα της προηγούμενης παρακολούθησης του προσώπου να υπογράφει έγγραφα, καθώς και η υπογραφή με το μικρό ή το κύριο όνομα, δεν ενέχουν τόση σημασία, αλλά σχετίζονται με τη βαρύτητα τέτοιας μαρτυρίας. Ακόμη, είναι αχρείαστο για το μάρτυρα να έχει δει το πρόσωπο να θέτει την υπογραφή του προηγουμένως σε έγγραφο, διότι είναι αρκετό να έχει λάβει έγγραφα θεωρούμενα ως προερχόμενα από το συγκεκριμένο πρόσωπο, και πάλι αναγόμενο το ζήτημα σε θέμα βαρύτητας. (Harrington v. Fry [1824] 1 C & P 289).  Αναμφίβολα, η βαρύτητα που θα έχει η μαρτυρία της σύγκρισης των υπογραφών διαφοροποιείται κατά πολύ ανάλογα με το βαθμό εξομοίωσης του μάρτυρα με την υπογραφή. (Doe d Mudd v. Suckermore [1836] 5 Ad & El 703). Όπως δε πρόσθετα εξηγείται στον Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003) σελ. 668-669, ενώ παλαιότερα θεωρείται ότι το βάρος απόδειξης τόσο στις αστικές, όσο και στις ποινικές υποθέσεις, σε ό,τι αφορά τη συγκριτική μαρτυρία περί της υπογραφής τρίτου προσώπου, ήταν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, με την υπόθεση Ewing [1983] Q.B. 1039, καθιερώθηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις, το βάρος είναι το ίδιο όπως και στην κυρίως δίκη, δηλαδή, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στις αστικές υποθέσεις, [*1121]όμως, παραμένει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Προστίθεται ότι στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες του Αρθρου 8 του Criminal Procedure Act 1865, που ισχύει στην Κύπρο, μαζί με το The Common Law Procedure Act 1854, αλλά ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε οι συνήγοροι επιχείρησαν να βασιστούν στις πρόνοιες τους. Το Αρθρο 8, επιτρέπει τη σύγκριση υπογραφής με άλλη που έχει αποδειχθεί με ικανοποιητικό για το Δικαστήριο τρόπο, ότι είναι γνήσια. Εδώ, ήταν κοινά αποδεκτό ότι η υπογραφή στην πρώτη συνομολογηθείσα συμφωνία μεταξύ του Sergueev και των εφεσειόντων ημερ. 13.6.1996, (Τεκμ. 4(2)), ανήκε σ’ αυτόν. Ο εφεσείων 1, στη γραπτή του δήλωση, μέρος της μαρτυρίας του Τεκμ. 6, κατέθεσε ως τεκμήριο το ένα από τα πρωτότυπα έγγραφα που υπογράφηκαν μεταξύ τους και το οποίο ήταν στην κατοχή του. Η χρήση των νομοθετημάτων αυτών θα έδινε τη δυνατότητα σε γραφολόγο και εντός ακόμη του Δικαστηρίου να προβεί σε σύγκριση των υπογραφών για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων, χωρίς, δηλαδή, να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Αστυνομία, με την ανάλογη καθυστέρηση που θα σημειωνόταν.

Δεν δόθηκε όμως γραφολογική μαρτυρία και η πλευρά των εφεσειόντων παρέμεινε με την όποια άλλη μαρτυρία υπήρχε στη διάθεση του Δικαστηρίου, το οποίο επομένως ορθά αναφερόμενο στη μαρτυρία της υπεράσπισης παρατήρησε ότι «..... παρουσίασε απλώς την αντίληψη της ή και πεποίθηση της για την πλαστότητα αυτή.». Ορθά περαιτέρω το Δικαστήριο αρνήθηκε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, ενόψει του ότι συμπέρασμα εξ ιδίων του θα ήταν άκρως ανασφαλές.  Όπως αναφέρεται και στον Cross & Tapper on Evidence – πιο πάνω – σελ. 711, η πρακτική να παρουσιάζονται στο ίδιο το Δικαστήριο τα έγγραφα προς σύγκριση έχει αποδοκιμαστεί και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου. Στην R. V. Stephens [1999] 3 NZLR 81, το Εφετείο θεώρησε ανεπίτρεπτη τη διαδικασία αυτή, το ίδιο δε και στον Καναδά με την R. v. Tahal [1999] 137 CCC 3d 206.  Επομένως, λανθασμένα οι εφεσείοντες εισηγούνται το αντίθετο ως μέρος του πρώτου λόγου έφεσης.

Δεν κρίνεται ότι η απόρριψη της θέσης περί πλαστογραφημένης υπογραφής του Sergueev από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσφερόταν ως εύλογη κρίση επί των δεδομένων που υπήρχαν. Οι ισχυρισμοί του Sergueev με τις επιστολές του, αλλά και προφορικά προς τους δικηγόρους, ότι δεν είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία, εξηγήθηκαν ως οφειλόμενοι στις τότε διαφορές του με την εφεσίβλητη και δεν ανταποκρίνονταν εν τέλει στην πραγματι[*1122]κότητα υπό το φως των εξής εύλογων παρατηρήσεων του Δικαστηρίου: (i) ότι η θέση αυτή του Sergueev ουδέποτε μετασχηματίστηκε σε πράξη, ούτε και έλαβε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα, παρά την αρχική εκδηλωθείσα επιθυμία του προς τούτο προς τους Ν. Νεοκλέους και Π. Ονουφρίου να εγερθεί αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, (ii) η υπογραφή του Sergueev στην ακυρωτική συμφωνία έλαβε χώραν το Φεβρουάριο ή Μάρτιο 2000, όταν δεν υπήρχαν ακόμη προβλήματα στις  σχέσεις  του  ζεύγους, (iii) ο Sergueev εν τέλει απέστειλε επιστολή στο Ν. Νεοκλέους στις 10.2.2000 (Τεκμ. 4(6)), όπου φαινόταν η σαφής πρόθεση του να μεταβιβαστεί το ακίνητο στην εφεσίβλητη, (iv) η «εξαφάνιση» του Sergueev μετά την επίλυση των προβλημάτων του με την εφεσίβλητη και την έκδοση του διαζυγίου τους, εφόσον όπως και ο ίδιος ο Π. Ονουφρίου κατέθεσε στη μαρτυρία του, (σελ. 55 των πρακτικών), μετά τον Αύγουστο του 2004, δεν υπήρξε καμιά περαιτέρω επικοινωνία του Sergueev με τον Π. Ονουφρίου, ούτε και ο τελευταίος κατάφερε να τον εντοπίσει οπουδήποτε, παρά το ότι ο Sergueev είχε δηλώσει την επιθυμία του να εγείρει αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης λόγω πλαστογραφίας της υπογραφής του, αναμένονταν δε από αυτόν περαιτέρω οδηγίες και η αποστολή χρημάτων.

Η θέση των εφεσειόντων ότι ο εφεσείων 1 και ο Π. Ονουφρίου γνώριζαν καλά την υπογραφή του Sergueev, παραγνωρίζει όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, ως πρώην σύζυγος του, γνώριζε πολύ καλύτερα από αυτούς την υπογραφή του όπως και η ίδια δήλωσε στη μαρτυρία της. Στα πιο πάνω πλαίσια και η μαρτυρία Π. Ονουφρίου ότι η υπογραφή του Sergueev ήταν πλαστή δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από μια μαρτυρία γνώμης, μειωμένης βέβαια αξίας υπό το φως της ανάμειξης του στο τελικό στάδιο της διαφοράς.

Δεν θα ήταν δυνατό εδώ να παραγνωριστεί η ανεπίτρεπτη ανάμειξη των ρόλων του Ν. Νεοκλέους στην όλη υπόθεση, ενεργώντας άλλοτε ως δικηγόρος και άλλοτε ως μάρτυρας γεγονότων. Αφήνοντας κατά μέρος την εμπλοκή του αρχικά ως δικηγόρου του Sergueev, μετέπειτα την ετοιμότητα του να δώσει μαρτυρία εναντίον της εφεσίβλητης στη βάση της δήλωσης του Sergueev ότι η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε από την εφεσίβλητη (Τεκμ. 4(19)) και εν τέλει την έγερση αγωγής εναντίον των εφεσειόντων αντιπροσωπεύοντας την ίδια την εφεσίβλητη, ο Ν. Νεοκλέους εντελώς λανθασμένα και έξω από κάθε δεοντολογία, διατήρησε τη διπλή ιδιότητα δικηγόρου-μάρτυρα. Ιδιαίτερα αυτή η σύμμειξη των ρόλων είναι εμφανής κατά την αντεξέταση που ο ίδιος υπέβαλε στον Π. Ονουφρίου σε σχέση με το κατά πόσον ο ίδιος είχε δηλώσει ή όχι [*1123]στο συνάδελφο του Π. Ονουφρίου, ότι ο Sergueev είχε υπογράψει την ακυρωτική συμφωνία στο γραφείο του (σελ. 55-61 των πρακτικών). Θα αναμενόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με κάθετη στο θέμα υπόδειξη, να έθετε τέρμα στην ανοχή αυτής της διπλής ιδιότητας. (δέστε In re Efthymiou (1987) 3 C.L.R. 329, Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356, Παπακόκκινου, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της Mαρούλλας Π. Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 634, Evand Promotions Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 736 και Σωκράτους v. Σιβιτανίδη, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Αγάπιου Ζάκκα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602). Δεν εντοπίζεται όμως οτιδήποτε στα πρακτικά, παρόλο που το Δικαστήριο μνημονεύει την προσπάθεια αυτή στη σελ. 14 της απόφασής του.

Η διπλή αυτή ιδιότητα του Ν. Νεοκλέους, όπως ορθά εντοπίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκάλεσε πλείστα όσα ερωτήματα και δημιούργησε σύγχυση. Ιδιαιτέρως η επιστολή του ημερ. 31.7.2003 (Τεκμ. 4(20)), με την οποία εκ μέρους του Sergueev επιζητεί από τους εφεσείοντες συμμόρφωση με την πρώτη συμφωνία, η οποία παρά την ακύρωση της με το Τεκμ. 4(3), παρέμενε κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο, για να ακυρωθεί εν τέλει αρκετά έτη αργότερα στις 11.12.2007, από τον ίδιο το Ν. Νεοκλέους, στη βάση ειδικού πληρεξουσίου από τον Sergueev, μέρος της δέσμης εγγράφων του Τεκμ. 1. Αναμφίβολα, η όλη πορεία που πήρε η υπόθεση ήταν δυσνόητη και έδειχνε παλινδρόμηση στις θέσεις του Sergueev και του δικηγόρου του Ν. Νεοκλέους. Ακόμη, η εμπλοκή του Π. Ονουφρίου σε μεταγενέστερο στάδιο με προοπτική τη δική του ανάμειξη ως δικηγόρου του Sergueev, ενώ ήταν και δικηγόρος των εφεσειόντων, περιέπλεξε ακόμη περαιτέρω τα πράγματα.

Όμως όλα τα ανωτέρω είχαν τη λογική τους εν τέλει εξήγηση, όπως τη διέκρινε το Δικαστήριο, δεχόμενο τις εξηγήσεις της εφεσίβλητης ως προς την τεθλασμένη πορεία που ακολούθησε ο Sergueev και ο δικηγόρος του. Τα όσα κατά τα άλλα εύστοχα επισημαίνει ο συνήγορος των εφεσειόντων για να εισηγηθεί παρανομία στη σύμβαση με την εφεσίβλητη, παραγνωρίζει τις εξηγήσεις που η ίδια έδωσε, αλλά το κυριότερο δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την τελική θέση του Sergueev που όπως εξηγήθηκε πριν, είτε διά θετικής ενέργειας (ακύρωση του δικού του πωλητηρίου εγγράφου μέσω του δικηγόρου του), είτε δια αρνητικής στάσης, (μη λήψη μέτρων εναντίον της εφεσίβλητης), ήταν η αποδοχή της δεύτερης συμφωνίας με την εφεσίβλητη και η μεταβίβαση του τεμαχίου μετά της οικίας σ’ αυτήν. Με την καταστάλαξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα ευρήματα του, δεν υπήρχε περιθώριο θεώρησης της [*1124]συμφωνίας με την εφεσίβλητη ως παράνομης, ώστε από αυτή να μην επέρχονται νόμιμες υποχρεώσεις στους εφεσείοντες.

Η ουσία εν τέλει της όλης διαφοράς, είναι η προσπάθεια απεμπλοκής των εφεσειόντων από τη συμφωνία με την εφεσίβλητη.  Ήταν όμως παραδεκτό ότι τους κατεβλήθη εξ ολοκλήρου το τίμημα πώλησης, στις δε 22.3.2004, με την επιστολή του Π. Ονουφρίου εκ μέρους τους, δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να μεταβιβάσουν το ακίνητο στην εφεσίβλητη μετά την ενυπόγραφη συγκατάθεση του Sergueev ότι συγκατατίθετο στη μεταβίβαση του ακινήτου στη σύζυγο του. Επομένως, όταν έστω μεταγενέστερα της καταχώρησης της πρωτόδικης αγωγής, το κατατεθέν πρώτο πωλητήριο αποσύρθηκε από το Κτηματολόγιο, ενώ ο Π. Ονουφρίου γνώριζε από τον Αύγουστο του 2004, ότι ο Sergueev δεν φαινόταν πρόθυμος και διατεθειμένος να προχωρήσει εναντίον της συζύγου του, οι εφεσείοντες δεν είχαν πλέον λόγο να υπερασπίζονται την αγωγή εναντίον τους που ηγέρθηκε από την εφεσίβλητη. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε, ως φαίνεται από τα πρακτικά, στις 12.5.2009, πολύ αργότερα από την ακύρωση της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας στο Κτηματολόγιο. Η αιτιολογία που δόθηκε από τους εφεσείοντες στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση τους και που προωθήθηκε και κατά την ακρόαση για τη μη παρουσίαση τους στο Κτηματολόγιο στις 26.3.2004, όταν κλήθηκαν προς τούτο από την εφεσίβλητη για να μεταβιβάσουν το ακίνητο, ήταν η εκδηλωθείσα τότε θέση του Sergueev περί πλαστογραφίας της υπογραφής του στην ακυρωτική συμφωνία. Αιτιολογία που είχε όμως εκλείψει κατά την ακρόαση. Αυτό το δήλωσε εξ άλλου και ο Κυριάκος Πόρακος, βοηθός κτηματολογικός λειτουργός ο οποίος καταθέτοντας ως Μ.Ε.1, δήλωσε ότι το πωλητήριο του 1996, διεγράφη από το Κτηματολόγιο στις 14.12.2007, μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως ανεξάρτητη μαρτυρία επί γεγονότων. Ορθά δε το Δικαστήριο κατέληξε ότι η υποχρέωση των εφεσειόντων να άρουν τα ενυπόθηκα και άλλα βάρη επί του ακινήτου παρέμενε διαρκής και μη επηρεαζόμενη από την κλήση που τους έγινε για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας με την εφεσίβλητη που δεν ήταν δυνατόν να γίνει,  αφού παρατύπως ο Ν. Νεοκλέους, εκ μέρους του Sergueev, δεν είχε άρει την κατάθεση στο Κτηματολόγιο της πρώτης συμφωνίας, ενώ λανθασμένα και αξιοπερίεργα, όπως σημειώνεται και πρωτοδίκως, δεν απάντησε καν στην εκφρασθείσα θέση των εφεσειόντων με την επιστολή ημερ. 17.3.2004 (Τεκμ. 4(10)), να λάβει μέτρα ακύρωσης της πρώτης συμφωνίας. Κατέληξε λοιπόν το Δικαστήριο, υπό το φως των ανωτέρω, στη διαπίστωση ότι η μη πραγμάτωση της ειδικής εκτέλεσης δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα των εφεσειόντων.

[*1125]Παραμένει το θέμα της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας με την εφεσίβλητη, την οποία διέταξε ως κατακλείδα το Δικαστήριο, εφόσον προηγείτο η συμμόρφωση των εφεσειόντων με την ανάληψη της δικής τους υποχρέωσης να άρουν τα εμπράγματα βάρη επί του ακινήτου. Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι ο τελευταίος και προσετέθη μετά από τροποποίηση των λόγων έφεσης που επετράπη στις 19.4.2010. Διαπιστώνεται εν προκειμένω όντως μια ανακολουθία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεώρησε την επιστολή του Ν. Νεοκλέους, (Τεκμ. 4(8)), ημερ. 12.3.2004, ως κλήση προς τους εφεσείοντες για άρση των επιβαρύνσεων επί του ακινήτου και όχι ως νόμιμη κλήση προς ειδική εκτέλεση της συμφωνίας δυνάμει του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Αυτό, διότι κατά την ημερομηνία αποστολής του πιο πάνω τεκμηρίου ήταν ακόμη σε ισχύ η πρώτη κατατεθείσα συμφωνία των εφεσειόντων με τον Sergueev, ενώ δεν ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί η περιουσία εφόσον ακόμη ήταν βεβαρυμένη.

Η επιστολή λοιπόν μπορούσε να έχει ισχύ μόνο δυνάμει του  Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προνοεί για την ειδική εκτέλεση συμβάσεων (όπως άλλωστε είναι και ο υπότιτλος του Μέρους VIII του Κεφ. 149), στη βάση του ότι κάθε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης εφόσον δεν είναι άκυρη δυνάμει Νόμου, είναι διατυπωμένη γραπτώς και υπογραμμένη από το μέρος που έχει το βάρος της, το δε Δικαστήριο κρίνει ότι η ειδική εκτέλεση της δεν θα ήταν ανεπιεικής, παράλογη ή πρακτικά ανεφάρμοστη. Υπό το φως και του εδαφίου (2) του ιδίου άρθρου, που προνοεί ότι οι διατάξεις του Αρθρου 76, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης γης δυνάμει του Κεφ. 232, ορθά το Δικαστήριο, ενόψει και της νομολογίας που διέκρινε τη διαφορά μεταξύ του Αρθρου 76 και του Κεφ. 232 (Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881, Χρίστου κ.ά. v. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940, Flower κ.ά. v. Χ"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 770, Κλεάνθη κ.ά. v. Σιάνιου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kυριάκου Γρηγόρη Mακρή κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 180 και Σάντης v. Χ"Βασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288), αποφάσισε ότι το αιτητιτκό Α της αγωγής με το οποίο ζητείτο διάταγμα άρσης των εμπράγματων βαρών δυνάμει του όρου 7 της συμφωνίας, ήταν διάφορο και εφαρμόσιμο δυνάμει του Αρθρου 76 από το αιτητικό Γ, που επιζητούσε την ειδική εκτέλεση της ίδιας της συμφωνίας, ειδική εκτέλεση που ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο υπό το φως των διατάξεων του Κεφ. 232, που ρυθμίζει ειδικά τις συμβάσεις πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας.

Στη συνέχεια, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντινομικά έκρι[*1126]νε ότι ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει την ίδια επιστολή ημερ.  12.3.2004 και ως βάθρο για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, αφού προηγουμένως οι εφεσείοντες συμμορφώνονταν εντός τετραμήνου με το διάταγμα που εξέδωσε προς άρση των επιβαρύνσεων.  Το έπραξε αυτό στην προσπάθεια του να επιλύσει τελεσίδικα τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά τις επιταγές και του Αρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, προς αποφυγή πολλαπλότητας στις διαδικασίες. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί στα πλαίσια της διαφοράς όπως τροχιοδρομήθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη, η οποία ενήργησε στη βάση βέβαια του χειρισμού του συνηγόρου της, ο οποίος ταυτόχρονα με την κλήση προς τους εφεσείοντες να προβούν στην ειδική εκτέλεση της συμφωνίας τους με την εφεσίβλητη, επέλεξε να διατηρεί σε ισχύ υπό τη μορφή κατάθεσης στο Κτηματολόγιο και την πρώτη συμφωνία με τον Sergueev.

Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε και ορθά, ότι εκείνο που εμπόδιζε την ειδική εκτέλεση ήταν η ύπαρξη της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας, δεν ήταν δυνατό, νομικά, η ίδια επιστολή να θεωρείτο και ως νόμιμη κλήση για ειδική εκτέλεση στη βάση της ετεροχρονισμένης πλέον άρσης της κατάθεσης της πρώτης συμφωνίας, 2 χρόνια και 9 μήνες αργότερα το Δεκέμβριο του 2007. Όπως το Δικαστήριο εντόπισε, η εφεσίβλητη θα έπρεπε να επανέλθει μετά την άρση των βαρών, ζητώντας ειδική εκτέλεση. Το Αρθρο 3(3) του Κεφ. 232, που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο ως βοηθητικό της κρίσης του ότι ελέγχονται τα δεδομένα που υπάρχουν κατά τη διαδικασία προς έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, ακολουθεί την πρωταρχική διαπίστωση ότι έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που καθορίζονται από το Αρθρο 2 του ίδιου Νόμου και δεν χρησιμοποιείται εν πάση περιπτώσει αυτόνομα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε την ίδια την επιστολή ως κλήση κάτω από το Κεφ. 232. Επ’ αυτού δεν υπάρχει αντέφεση. Η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερ. 12.3.04 λειτούργησε μόνο ως κλήση προς άρση των επιβαρύνσεων που λογικά και νομικά προηγείτο της ειδικής εκτέλεσης, παρέμεινε αλώβητη. Η απουσία αντέφεσης δεν αφήνει στο Εφετείο, κατά την κρίση μου, περιθώριο επέμβασης, ούτε καν συζήτησης της προβαλλόμενης από το περίγραμμα της εφεσίβλητης, κατά τον σχολιασμό της επί του όγδοου λόγου έφεσης κατά λιτό μάλιστα τρόπο, της θέσης ότι η πιο πάνω επιστολή περιείχε κάθε τι αναγκαίο προς νόμιμη κλήση για ειδική εκτέλεση. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ακριβώς το αντίθετο και αν η εφεσίβλητη ήθελε να το αμφισβητήσει όφειλε να καταχωρήσει αντέφεση.

[*1127]Η αντέφεση αποτελεί το ορθό δικονομικό μέτρο προς αμφισβήτηση μέρους της απόφασης, όπως και η έφεση. Η νομολογία έχει διαγράψει ότι απαιτείται προς συζήτηση και ανάπτυξη θεμάτων και επ’ αυτών απόφαση, η αμφισβήτηση τους με συγκεκριμένο τρόπο, τόσο ουσιαστικά, όσο και δικονομικά. Η καταχώρηση αντέφεσης σύμφωνα με τη Δ.35, θ.10, δεν είναι αναγκαία. Αν όμως ο εφεσίβλητος κατά την ακρόαση της έφεσης σκοπεύει να ισχυριστεί ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να διαφοροποιηθεί, τότε οφείλει να δώσει έγγραφη ειδοποίηση της πρόθεσης αυτής, καθορίζοντας με ακρίβεια επί ποίων θεμάτων η απόφαση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και τους λόγους που υποστηρίζουν αυτή τη διαφοροποίηση.

Στη Minerva Finance & Investment Limited v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173, το Εφετείο αποφάσισε ότι ο εκεί εφεσίβλητος «..... δεν άσκησε αντέφεση ούτε έθεσε οποιοδήποτε θέμα με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35, θ.10 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας ώστε να παρέχεται η δυνατότητα θεώρησης της υπόθεσης από άλλη άποψη.». Το Εφετείο μάλιστα προχώρησε και στη διαπίστωση ότι δεν ήταν δυνατή ούτε η παροχή θεραπείας στη βάση προβαλλόμενων δικογραφικά γεγονότων, έστω και αν αυτή δεν εξειδικευόταν, ακριβώς διότι: «Δεν είναι δυνατό να παραμεριστεί μέρος της πρωτόδικης απόφασης προσδιοριστικό του βάσιμου αιτίας αγωγής που εξειδικεύθηκε, χωρίς αυτό να έχει προσβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο.». Πρόκειτο για αγωγή για απόκτηση ποσού πληρωθέν κατ’ ισχυρισμόν κατά λάθος, για αγορά αυτοκινήτου, ισχυρισμός που δεν στοιχειοθετείτο από τη μαρτυρία, ενώ η απόρριψη πρωτοδίκως των θέσεων του ενάγοντα επί άλλων βάσεων αγωγής, δεν προσεβλήθη με αντέφεση.

Στην Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1486, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος δημιουργίας παραπλανητικής εικόνας μέσα από τις ένορκες δηλώσεις προς έκδοση προσωρινού διατάγματος ως κατεπείγοντος, αποτελούσε αυτοτελή λόγο ακύρωσης και εφόσον δεν είχε εφεσιβληθεί, παρέμεινε άθικτη. Το αυτό βέβαια ισχύει και για αποφασιζόμενα θέματα επί των οποίων δεν καταχωρείται αντέφεση.

Στη Σαρίκα v. Μιχαηλίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 54, δεν ασκήθηκε αντέφεση σε σχέση με διάφορες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς την αμέλεια και τη συντρέχουσα αμέλεια της ενάγουσας και του ιδιοκτήτη κέντρου διασκέδασης στην πίστα του οποίου η ενάγουσα έχασε την ισορροπία της και τραυματίστηκε, με αποτέλεσμα να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση και να εκδοθεί απόφαση υπέρ της ενάγουσας στα ποσά που έκρινε ορθά το πρωτόδικο Δι[*1128]καστήριο, το οποίο απέρριψε, λανθασμένα, την αγωγή, λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος.

Η αντέφεση είναι προσδιοριστική της εμβέλειας αναθεώρησης μιας απόφασης και διαπερνά όλο το φάσμα του δικαίου. Ακόμη και στο διοικητικό δίκαιο, η μη καταχώρηση αντέφεσης αφήνει το εκ των υστέρων ζητούμενο, άθικτο με αποτέλεσμα να θεωρείται από την Ολομέλεια ότι δεν παρέχεται λόγος εξέτασης του. (Δέστε Ε.Τ.Ε.Κ. v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (2011) 3 A.A.Δ. 461).

Στην υπό κρίση υπόθεση, όχι μόνο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επιστολή ημερ. 12.3.04, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κλήση στη βάση του Κεφ. 232 για ειδική εκτέλεση, αλλά προέβηκε και στη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνονταν καν για τη μη μεταβίβαση του τεμαχίου την ορισθείσα ημερομηνία και ώρα όταν κλήθηκαν να μεταβούν στο Κτηματολόγιο και αρνήθηκαν.

Υπό το φως των ως άνω διαπιστώσεων του Δικαστηρίου που στηρίζονταν επί των ευρημάτων του επί των γεγονότων, αλλά και της νομικής θεώρησης των πραγμάτων, αμφότερες των οποίων δεν αμφισβητούνται με αντέφεση, δεν θα παρεχόταν, κατά την άποψη μου, ευχέρεια άλλης διαταγής από την ακύρωση του μέρους της απόφασης του που διατάσσει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσης των εφεσειόντων για άρση των υποθηκών και εμπραγμάτων βαρών. Διαφορετική προσέγγιση διαφοροποιεί και ανατρέπει τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει επ’ αυτών παράπονο. Στο βαθμό αυτό, λοιπόν, θα επέτρεπα την έφεση. Το διάταγμα του Δικαστηρίου σε σχέση με την άρση των υποθηκών και βαρών εντός τεσσάρων μηνών, ήταν ορθό και θα απέρριπτα την έφεση επί τούτου.

Υπό το φως όμως όλων των λεχθέντων, θα θεωρούσα επίσης ορθό και δίκαιο όπως μη επιδικάζονταν οποιαδήποτε έξοδα επί της εφέσεως, της πρωτόδικης διαταγής εξόδων παραμένουσας σε ισχύ.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο