Συμεών Συμεών M. ν. Xριστάκη Γεωργίου, ως Διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Aντώνη Xριστοφή Λαπιέρη (2011) 1 ΑΑΔ 1137

(2011) 1 ΑΑΔ 1137

[*1137]22 Ιουνίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΜΕΩΝ Μ. ΣΥΜΕΩΝ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤH

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣIAΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ

ΑΝΤΩΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦH ΛΑΠΙEΡΗ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Δόλος ― Ψευδείς παραστάσεις ― Παράσταση ως αληθούς, ενός αναληθούς γεγονότος ― Εναγόμενος, κυριαρχώντας στη θέληση του ηλικιωμένου και ασθενούς ενάγοντος, τον εξώθησε να υπογράψει πληρεξούσια έγγραφα και συμφωνία, με τη ψευδή πεποίθηση ότι το μόνο που εξουσιοδοτούσε τον εναγόμενο να κάμνει ήταν να εισπράττει τη σύνταξη και τα ενοίκια που είχε, ενώ τελικώς οι συμφωνίες στόχευαν σε υπέρμετρα επαχθές όφελος για τον εναγόμενο, ήτοι, σε μεταβίβαση επ’ ονόματί του όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ενάγοντος.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση απαιτήσεως ― Δόλος ― Είναι αρκετό αν αποδειχθούν μερικές από τις κατ’ ισχυρισμό λεπτομέρειες δόλου.

Πολιτική Δικονομία ― Έγγραφες προτάσεις ― Λεπτομέρειες ― Πρέπει να ζητηθούν από το διάδικο ― Αν δεν ζητηθούν, είναι δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία για απόδειξη ενός γενικού ισχυρισμού.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Προβολή γενικών ισχυρισμών στα δικόγραφα ― Εάν δεν ζητηθούν λεπτομέρειες των ισχυρισμών αυτών, δεν μπορεί να προβληθεί θέμα ενστάσεως για αποδοχή της σχετικής μαρτυρίας.

[*1138]Ο αποβιώσας Αντώνης Χριστοφή Λαπιέρη ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος ηλικίας 92 ετών κατά την περίοδο του 1995. Ο εφεσείων γνωρίστηκε με τον αποβιώσαντα ο οποίος τον εμπιστεύτηκε, εξαιτίας της ιδιότητάς του ως θεολόγος και λόγω της παράστασης του τελευταίου ότι θα τον βοηθούσε, μέσω των γνωριμιών του, στην υλοποίηση της επιθυμίας (του αποβιώσαντος) να ανεγείρει παρεκκλήσι σε κτηματική του περιουσία.

Στις 10.6.96 ο αποβιώσας υπέγραψε γενικό πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον εφεσείοντα να διαχειρίζεται την περιουσία του με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υποθήκευσης οποιασδήποτε περιουσίας του προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου, μη εξαιρουμένου του ιδίου του εφεσείοντος, καθώς και να δωρίζει ή να δέχεται δωρεές κινητής και ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντος, μη εξαιρουμένου του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του προσωπικά. Στις 21.8.96 καταρτίστηκε το επόμενο πληρεξούσιο έγγραφο και πάλιν γενικής φύσεως με το οποίο παρεχόταν η δυνατότητα στον εφεσείοντα να πωλεί ή να αγοράζει και να μεταβιβάζει περιουσία, χωρίς την εξαίρεση του ιδίου προσωπικά. Κατά την ίδια περίοδο ο αποβιώσας υπέγραψε και μια συμφωνία εξουσιοδοτώντας τον εφεσείοντα να διαχειρίζεται το σύνολο της περιουσίας του, κατά το δοκούν, περιλαμβανομένων και ενεργειών που θα επέβαιναν προς όφελος του ίδιου του εφεσείοντος. Χρησιμοποιώντας αυτά τα πληρεξούσια, ο εφεσείων μεταβίβασε το σύνολο της περιουσίας του αποβιώσαντος στο όνομά του. Ταυτοχρόνως υπογράφηκε και μια συμφωνία ημερ. 11.6.1996, (τεκμ. 17) σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας δεχόταν να μεταβιβαστεί στο όνομα του εφεσείοντος όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του.

Η περιουσία του αποβιώσαντος η οποία βρέθηκε εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του εφεσείοντος, αποτελείτο από 18 τεμάχια. Ο πρώτος καταχώρησε αγωγή εναντίον του δευτέρου ζητώντας την ακύρωση της πιο πάνω εγγραφής και την επανεγγραφή τους στο όνομά του. Μετά το θάνατο του αποβιώσαντος η αγωγή τροποποιήθηκε με την αντικατάσταση του αποβιώσαντος από τον διαχειριστή – εφεσίβλητο, ο οποίος και συνέχισε τις διεκδικήσεις του αποβιώσαντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αγωγή βρίσκοντας ότι ο εφεσείων δια δόλου και με ψευδείς παραστάσεις, κυριαρχώντας στη θέληση του αποβιώσαντος, εξασφάλισε όφελος το οποίο χαρακτηρίστηκε και ως υπέρμετρα επαχθές. Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης των πιο πάνω μεταβιβάσεων, επανεγγραφής των κτημάτων στο όνομα του εφεσίβλητου και επίσης την έκδοση αποφάσεως για £47.000 που αποτελούσε ποσό το οποίο καρπώθη[*1139]κε ο εφεσείων αδίκως.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας το σύνολο των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείτο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία, σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος, χωρίς να υπάρχει δικογραφημένος ισχυρισμός περί τούτου.

Με τους λόγους έφεσης 2, 8, 9 και 10, ο εφεσείων αμφισβητεί ουσιαστικά τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία είχε προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου με αριθμούς 4, 5, 6, 8 και 9 γιατί η μαρτυρία τους παρουσίαζε κενά και είχαν κίνητρο να κατηγορήσουν τον εφεσείοντα, επειδή, ενώ ήταν συγγενείς δεν τους άφησε περιουσία ο αποβιώσας. Ταυτοχρόνως, εισηγήθηκε, το Δικαστήριο κακώς απέρριψε την μαρτυρία του εφεσείοντος η οποία ενισχύεται από το περιεχόμενο των πληρεξουσίων εγγράφων τα οποία υπέγραψε ο αποβιώσας, και επίσης ιδιαιτέρως από τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων που κατέθεσαν για λογαριασμό του, που έδιδαν μια σαφή εικόνα ως προς την ικανότητα του αποβιώσαντος να αντιληφθεί και υπογράψει τα διάφορα αναγκαία έγγραφα. Ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, το θέμα της αξιοπιστίας βρίσκεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή, και στην προκείμενη περίπτωση έγινε σαφής, εμπεριστατωμένη και αναλυτική ανάλυση της μαρτυρίας σε βαθμό που δεν επιτρέπει επέμβαση του Εφετείου.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων πρόβαλε ότι η αποδοχή των καταθέσεων του αποβιώσαντος, που έδωσε στην Αστυνομία και κατατέθηκαν στη δίκη ως τεκμήρια, ενώ ο τελευταίος είχε στο μεταξύ αποβιώσει, ήταν λάθος.

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι πριν από κάθε ενέργεια του αποβιώσαντος, αυτός εξασφάλιζε νομική συμβουλή.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσέβαλε ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συναλλαγές μεταξύ αποβιώσαντος και εφεσείοντος ήταν επαχθείς.

Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι ήταν εσφαλμένη η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των εγγράφων και πληρεξουσίων ως μη αποδεκτών τη στιγμή που κατατέθηκε η ανε[*1140]ξάρτητη μαρτυρία προερχόμενη από την επιστολή του δικηγόρου Κ. Χ"Νικολάου ημερ. 12 Ιουνίου, 1996 και της πιστοποίησης της υπογραφής του αποβιώσαντος από πιστοποιούντα υπάλληλο.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων εισηγείτο ότι η ύπαρξη της Αγωγής Aρ. 12256/2003, και του εκδοθέντος σε αυτή διατάγματος, έπρεπε, να οδηγήσει σε απόρριψη της αγωγής και αποδοχής της προδικαστικής ένστασης που προβλήθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη στιγμή που υπήρχαν γενικοί ισχυρισμοί στα δικόγραφα σε σχέση με την ηλικία, την υγεία, και την πνευματική κατάσταση του αποβιώσαντος και δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες δεν μπορούσε να προβληθεί είτε τότε είτε και τώρα θέμα ενστάσεως για αποδοχή της μαρτυρίας σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος.

2.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας εκτός αν καταδειχθεί ότι αυτά συγκρούονται ή δεν τεκμηριώνονται με την προσαχθείσα μαρτυρία, που κρίνεται από το δικαστή κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης. Στην εξεταζόμενη υπόθεση δεν έχει τεκμηριωθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επεσήμανε ότι υπό αμφισβήτηση δεν ήταν η ικανότητα του αποβιώσαντος να αντιληφθεί και υπογράψει τα διάφορα έγγραφα ή ότι δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά η ψευδής παράσταση που του έγινε ως προς το περιεχόμενό τους, συνδυαζόμενη με την μειωμένη όραση του αποβιώσαντος, όπως την αποδέχτηκε το Δικαστήριο ότι υπήρξε τη δεδομένη περίοδο. Από το σύνολο της απόφασης προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ικανοποιητική εξήγηση γιατί δέχθηκε τους προβληθέντες από πλευράς εφεσιβλήτων ισχυρισμούς.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις καταθέσεις του αποβιώσαντος στην Αστυνομία για να καταλήξει σε συμπεράσματα. Εξηγήθηκε σε έκταση και αναλύθηκε η μαρτυρία που ενίσχυε τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας του αποβιώσαντος, τι τον ενδιέφερε, που δεν ήταν άλλο παρά η επαναφορά της περιουσίας του στο όνομά του.

5.  Σε σχέση με τον έκτο λόγο έφεσης, το εγειρόμενο σε αυτόν θέμα [*1141]αναλύθηκε πρωτοδίκως και δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε σχέση με αυτό.

6.  Όπως εξηγείται στην εκκαλούμενη απόφαση, η όλη δομή των γεγονότων και όχι κάτι απομονωμένα οδήγησε στο συμπέρασμα για επαχθή σύμβαση για τον αποβιώσαντα.

7.  Το Εφετείο δεν έχει πεισθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή του στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκαν ως μη αποδεκτά τα έγγραφα και πληρεξούσια.

8.  Το σκεπτικό απόρριψης της προδικαστικής ένστασης στηριζόμενης επί του διατάγματος που εκδόθηκε στις 3.11.03 είναι ορθό, ενόψει του ότι το υπό αναφορά διάταγμα που εκδόθηκε στην Αγωγή Aρ. 11256/03 στις 3.11.03 δεν τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, όπως αυτά θα ψηφιστούν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουρσουμά, διά του πατρός του Iωακείμ Kουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

Δημήτρη κ.ά. v. Βeven κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 663,

Λεριός v. Αλεξίου κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1195,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,

Κλεάνθη κ.ά. v. Σιάνιου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kυριάκου Γρηγόρη Mακρή κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 180,

Ιακώβου v. Λαϊκής Kυπριακής Τραπέζης (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nαθαναήλ, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 11627/2000), ημερ. 21.12.2007.

[*1142]Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ολόκληρη η κτηματική περιουσία του αποβιώσαντα Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη, αποτελούμενη από 18 τεμάχια, βρέθηκε εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του εφεσείοντα.

Διεκδικήθηκε δικαστικώς η ακύρωση της πιο πάνω εγγραφής των κτημάτων και η επανεγγραφή τους αρχικώς, στο όνομα του αποβιώσαντα και στη συνέχεια, μετά από τροποποίηση της αγωγής, στο όνομα του διαχειριστή-εφεσίβλητου αφού στο μεταξύ ο πιο πάνω Λαπιέρης απεβίωσε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο βρίσκοντας ότι ο εφεσείων δια δόλου και με ψευδείς παραστάσεις, κυριαρχώντας στη θέληση του πιο πάνω αποβιώσαντα, εξασφάλισε όφελος το οποίο χαρακτηρίστηκε και ως υπέρμετρα επαχθές σε βαθμό που οδήγησε στην έκδοση διατάγματος ακύρωσης των πιο πάνω μεταβιβάσεων, επανεγγραφής των κτημάτων στο όνομα του εφεσίβλητου και επίσης την έκδοση αποφάσεως για £47.000 που αποτελούσε ποσό το οποίο καρπώθηκε ο εφεσείων αδίκως.

Με την εξεταζόμενη έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί το σύνολο των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και προτού ασχοληθούμε αναλυτικά με τον κάθε λόγο έφεσης, θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσουμε τα σημαντικότερα σημεία των γεγονότων επί των οποίων στηρίχτηκε η εν λόγω απόφαση.

Ο αποβιώσας ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος τη δε  περίοδο του 1995, ηλικίας 92 ετών. Αυτός είχε διάφορα προβλήματα υγείας, ήταν ένας εξαιρετικά καχύποπτος και ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Είχε προς τούτο ανάγκη φροντίδας. Ο εφεσείων γνωρίστηκε με τον αποβιώσαντα ο οποίος τον εμπιστεύτηκε, εξαιτίας της ιδιότητας του ως θεολόγος και λόγω της παράστασης του τελευταίου ότι θα βοηθούσε, λόγω των γνωριμιών του, στην υλοποίηση της επιθυμίας του αποβιώσαντα να ανεγείρει παρεκκλήσι σε κτηματική του περιουσία. Ως αποτέλεσμα της δημιουργηθείσας σχέσης, μεταξύ των δύο, ο αποβιώσας υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο για να, όπως [*1143]ήταν η πρόθεση του, επιτρέπει στον εφεσείοντα να εισπράττει ενοίκια και τη σύνταξη του, και να καταβάλλει τα έξοδα συντήρησης του. Όπως είναι το εύρημα του Δικαστηρίου ο εφεσείων παρουσίασε στον αποβιώσαντα τρία διαφορετικά γενικά πληρεξούσια για την περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου 1996 και μια συμφωνία, της ιδίας περιόδου, σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας εξουσιοδοτούσε τον εφεσείοντα να διαχειρίζεται το σύνολο της περιουσίας του, κατά το δοκούν, περιλαμβανομένων και ενεργειών που θα επέβαιναν προς όφελος του ίδιου του εφεσείοντα. Χρησιμοποιώντας αυτά τα πληρεξούσια, ο εφεσείων μεταβίβασε το σύνολο της περιουσίας στο όνομά του, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Ταυτοχρόνως υπογράφηκε και μια συμφωνία ημερ. 11.6.1996, (τεκμ. 17) σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας δεχόταν να μεταβιβαστεί στο όνομα του εφεσείοντα όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του.

Η όλη υπόθεση ξεκίνησε μετά από παράπονο που υπέβαλε ο αποβιώσας, σ’ ένα υπεύθυνο γηροκομείου, ότι ο εφεσείων του είχε αποστερήσει όλη του την περιουσία. Έγινε προς τούτο καταγγελία στην Αστυνομία και ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αγωγής.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία, σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα, χωρίς να υπάρχει δικογραφημένος ισχυρισμός περί τούτου. Η αντίθετη εισήγηση από πλευράς εφεσιβλήτων εδράζεται, από τη μια, στο γεγονός ότι η μαρτυρία αυτή είχε εισαχθεί χωρίς ένσταση και επίσης στον τρόπο με τον οποίο ασχολήθηκε με το θέμα ο εφεσείων. Αφιέρωσε, όπως προβλήθηκε, μεγάλο μέρος της προφορικής του μαρτυρίας προσπαθώντας να καταδείξει ότι ο αποβιώσας την περίοδο της υπογραφής των σχετικών πληρεξουσίων, ήταν σε εξαιρετικά καλή φυσική κατάσταση και είχε πολύ καλή όραση.

Εξετάζοντας την Έκθεση Απαίτησης διαπιστώνουμε ότι στην παράγραφο 2 γίνεται αναφορά σε «προβλήματα γήρανσης» στη δε παράγραφο 3 γίνεται αναφορά «σε κατάσταση λόγω ηλικίας» και ταυτοχρόνως στην παράγραφο 2Β της απάντησης επισημαίνεται ότι ο αποβιώσας είχε «λόγω ηλικίας διαφόρων ασθενειών πνευματική και σωματική αναπηρία». Από τη στιγμή που υπήρχαν αυτοί οι γενικοί ισχυρισμοί στα δικόγραφα και δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες δεν μπορούσε να προβληθεί είτε τότε είτε και τώρα θέμα ενστάσεως για αποδοχή αυτής της μαρτυρίας. (Bλ. Κουρσουμά, δια του πατρός του Iωακείμ Kουρσουμά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973, Δημήτρη κ.ά. v. Βeven κ.ά. (1999) 1(Α) [*1144]Α.Α.Δ. 663 και Λεριός v. Αλεξίου κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1195.

Με τους λόγους έφεσης 2, 8, 9 και 10 το τι ουσιαστικώς αμφισβητεί ο εφεσείων είναι τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία είχε προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αρχικώς επισημάνθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία, που δεν έγινε αποδεκτή, ως προς την ικανότητα του αποβιώσαντα να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει το τι ακριβώς υπέγραφε. Δεν έπρεπε, εισηγήθηκε ο κ. Ευτυχίου, να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου με αριθμούς 4, 5, 6, 8 και 9 γιατί η μαρτυρία τους παρουσίαζε κενά και είχαν κίνητρο να κατηγορήσουν τον εφεσείοντα, επειδή, ενώ ήταν συγγενείς δεν τους άφησε περιουσία ο αποβιώσας. Ταυτοχρόνως, εισηγήθηκε, το Δικαστήριο κακώς απέρριψε την μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία ενισχύεται από το περιεχόμενο των πληρεξουσίων εγγράφων τα οποία υπέγραψε ο αποβιώσας, και επίσης ιδιαιτέρως από τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων που κατέθεσαν για λογαριασμό του, που έδιδαν μια σαφή εικόνα ως προς την ικανότητα του αποβιώσαντα να αντιληφθεί και υπογράψει τα διάφορα αναγκαία έγγραφα. Έγινε ιδιαίτερη αναφορά στη μάρτυρα η οποία κατέθεσε και πιστοποιητικό ψυχιάτρου Νικολάου, ως προς την ικανότητα του αποβιώσαντα, κάτι που το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη.

Από πλευράς εφεσιβλήτου, προτάθηκε ότι η σαφής δυσκολία όρασης που παρουσίαζε ο αποβιώσας απετέλεσε αντικείμενο μαρτυρίας τόσο από τον Χρ. Γεωργίου, (Μ.Ε.5) συγγενή του αποβιώσαντα όσο και από τον Σ.Τουφεξή (Μ.Ε.6) γείτονα του αποβιώσαντα και το πρόβλημα αυτό υπήρχε από το 1992. Εν πάση περιπτώσει, εισηγήθηκε ο κ. Πουργουρίδης, το θέμα της αξιοπιστίας βρίσκεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή, και στην προκείμενη περίπτωση έγινε σαφής, εμπεριστατωμένη και αναλυτική ανάλυση της μαρτυρίας σε βαθμό που δεν επιτρέπει επέμβαση του εφετείου.

Συμφωνούμε με την εισήγηση του εφεσιβλήτου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστή.

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας εκτός αν καταδειχθεί ότι αυτά συγκρούονται ή δεν τεκμηριώνονται με την προσαχθείσα μαρτυρία, που κρίνεται από το δικαστή κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης. (Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Κλεάνθη κ.ά. v. Σιάνιου, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kυριάκου Γρηγόρη Mακρή κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 180).

[*1145]Στην εξεταζόμενη υπόθεση υπήρξε μια ενδελεχής, μακρά και εμπεριστατωμένη ανάλυση των διαφόρων εκδοχών, που καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της απόφασης καλύπτοντας, σχεδόν, 36 σελίδες, μέσα από τις οποίες καταφαίνεται με σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο την προσαχθείσα μαρτυρία και την αξιολόγηση της.  Δεν βρίσκουμε να υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα που να στοιχειοθετεί λόγο έφεσης επί του προκειμένου.

Το κύριο παράπονο του εφεσείοντα, όπως είναι διατυπωμένοι οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης, είναι η απουσία δικογραφημένων λεπτομερειών της δράσης του εφεσείοντα ώστε να τεκμηριωθεί δόλος ή έλλειψη εξειδικευμένων ενεργειών που να καταδεικνύουν απάτη ή ψευδείς παραστάσεις. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι η έκθεση απαίτησης δεν ήταν με τον καλύτερο τρόπο διατυπωμένη, κάτι που αναγνωρίζει και η πλευρά του εφεσίβλητου, αλλά, όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως η παράλειψη αναζήτησης λεπτομερειών, ως προς το περιεχόμενο ενός γενικού ισχυρισμού, δεν εμποδίζει την προσαγωγή μαρτυρίας, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση έγινε. Επίσης, όπως ορθώς κρίθηκε, η υπόθεση του εφεσίβλητου δομήθηκε στο γεγονός ότι ο εφεσείων παρέστησε, στον αποβιώσαντα ένα αναληθές γεγονός, ως αληθές. Τον εξώθησε να υπογράψει τα τρία πληρεξούσια έγγραφα και τη συμφωνία, με τη ψευδή πεποίθηση ότι το μόνο που εξουσιοδοτούσε τον εφεσείοντα να κάμνει ήταν να εισπράττει τη σύνταξη και τα ενοίκια που είχε, ενώ τελικώς οι συμφωνίες στόχευαν σε μεταβίβαση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντα στον εφεσείοντα. Αυτό αποτελεί δόλο, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Ιακώβου v. Λαϊκής Kυπριακής Τραπέζης (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992, επί της οποίας στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το έτερο σκέλος του επιχειρήματος εδράζεται στην κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το αναγκαίο βάρος απόδειξης. Ούτε αυτή η εισήγηση έχει έρεισμα. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε, στη συνέχεια, ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που καταδεικνύει την ορθότητα του σκεπτικού του Δικαστηρίου. Σημειώνουμε ιδιαιτέρως ότι οι ενέργειες του εφεσείοντα δεν ήταν, ούτε κρίθηκαν μεμονωμένως, αλλά πάντοτε συνδυαζόμενες, με το μικρό χρονικό διάστημα εντός του Ιουνίου 1996, που υπογράφτηκαν τα τρία πληρεξούσια έγγραφα, και η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, όπως και η όλη στάση και συμπεριφορά του εφεσείοντα που αναλύεται με μεγάλη λεπτομέρεια στην απόφαση. Αναφέρει σχετικώς, ο πρωτόδικος Δικαστής:

[*1146]«Αυτό που καταλογίζεται εδώ με την παρ. 4 της έκθεσης απαίτησης και τις λεπτομέρειες της, είναι ότι ο εναγόμενος είχε παραστήσει στον αποβιώσαντα και/ή τον διαβεβαίωσε ότι το έγγραφο του γενικού πληρεξουσίου που ο τελευταίος υπέγραψε ήταν απλά για να εισπράττει τις συντάξεις και τα ενοίκια του για να πληρώνει τα περί της διαβίωσης του. Στην πραγματικότητα όμως το γενικό πληρεξούσιο που υπέγραψε ο αποβιώσας ήταν γενικής φύσεως που έδινε την ευχέρεια στον εναγόμενο να πράξει ό,τι ήθελε με την περιουσία του αποβιώσαντα. Κρίνεται ότι τα στοιχεία αυτά του δόλου έχουν αποδειχθεί ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Τόσο οι δηλώσεις του αποβιώσαντα στις καταθέσεις του στην Αστυνομία, όσο και οι μεταγενέστερες δηλώσεις του προς τους διάφορους συγγενείς, όπως τους μάρτυρες Χριστάκη Γεωργίου και Μάρκο Σπανό, φανερώνουν ότι εκείνο το οποίο ο εναγόμενος του παρέστησε ήταν ότι το οποιοδήποτε πληρεξούσιο έγγραφο υπογραφόταν από τον ίδιο θα ήταν για την είσπραξη από τις αποταμιεύσεις του αποβιώσαντα διαφόρων ποσών χρημάτων για να χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες περίθαλψης του τόσο κατά τη διαμονή του στο σπίτι του όσο και στα διάφορα γηροκομεία. Είναι όμως φανερό από το πρώτο κιόλας πληρεξούσιο έγγραφο που υπογράφτηκε, που είναι το Τεκμ. «53» ή «84», ημερ. 10.6.96, ότι ο εναγόμενος μπορούσε να διαχειρίζεται την περιουσία του αποβιώσαντα με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένων σύμφωνα με τις παρ. (ζ) και (θ), της υποθήκευσης οποιασδήποτε περιουσίας του προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου, μη εξαιρουμένου του ιδίου του εναγόμενου, καθώς και να δωρίζει ή να δέχεται δωρεές κινητής και ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντος, μη εξαιρουμένου του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του προσωπικά, δηλαδή του εναγόμενου. Μάλιστα, στο επόμενο πληρεξούσιο έγγραφο, και πάλι γενικής φύσεως, που είναι το Τεκμ. «8», ημερ. 21.8.96, η δυνατότητα για τον εναγόμενο να πωλεί ή να αγοράζει και να μεταβιβάζει περιουσία του αποβιώσαντα είναι ευρύτατη, χωρίς να εξαιρείται και ο ίδιος ο εναγόμενος προσωπικά. Αυτό περιέχεται στην παρ. (δ).»

Η ανάλυση της μαρτυρίας που έγινε από τον κ. Ευτυχίου, για να καταδείξει έλλειψη πειστικότητας, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή. Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται ευρεία αναφορά στα γεγονότα που περιέγραψαν οι μάρτυρες του εφεσίβλητου. Σχολιάζονται και συγκρίνονται οι διάφορες μαρτυρίες έτσι ώστε να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα για τη νοοτροπία του αποβιώσαντα, το δύστροπο του χαρακτήρα αλλά ιδιαιτέρως τη δυσαρέσκεια που εξέφραζε όταν ένας τρίτος ασχολείτο με τα οικονομικά του. Επικε[*1147]ντρώθηκε ο εφεσείων στο ιατρικό πιστοποιητικό του ψυχίατρου Στ. Νικολάου, που κατατέθηκε από την αδελφή του Μ.Υ.18. Σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο γιατρός δεν κλήθηκε να καταθέσει, αλλά, ορθώς κατά την άποψη μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι υπό αμφισβήτηση δεν ήταν η ικανότητα του αποβιώσαντα να αντιληφθεί και υπογράψει τα διάφορα έγγραφα ή ότι δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά η ψευδής παράσταση που του έγινε ως προς το περιεχόμενο τους, συνδυαζόμενη με την μειωμένη όραση του αποβιώσαντα, όπως την αποδέχτηκε το Δικαστήριο ότι υπήρξε τη δεδομένη περίοδο. Ενισχυτικό της ορθότητας του συμπεράσματος του δικαστηρίου είναι η περιορισμένη εντολή που ο αποβιώσας έδωσε σε συγγενικό του πρόσωπο την εποχή που βρισκόταν σε ιδιωτική κλινική, και αναφέρεται σχετικώς:

«Τα πιο πάνω πληρεξούσια, ή έστω το Τεκμ. «8» (παρόλο που ο Αιμίλιος Τσίγκης, Μ.Ε.2, δεν μπορούσε να πει ποιες ακριβώς μεταβιβάσεις έγιναν μ’ αυτό), με αυτή την ευρύτητα στο λεκτικό τους, και τα οποία παραδεκτά χρησιμοποιήθηκαν για τη σταδιακή έστω μεταβίβαση των ακινήτων στο όνομα του εναγόμενου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το πληρεξούσιο που είχε δώσει ο αποβιώσας στον Χριστάκη Γεωργίου, Τεκμ. «12», που ακριβώς είχε σκοπό μόνο την απόσυρση χρημάτων και την πληρωμή των εξόδων του αποβιώσαντα στην Κλινική Κναή, αλλά και τις δηλώσεις του ίδιου του αποβιώσαντα στα Τεκμ. «3»(α)-(ε), που ήδη αναλύθηκαν πιο πάνω. Το πληρεξούσιο που είχε δοθεί στον Χρ. Γεωργίου δείχνει ακριβώς την πρόθεση του αποβιώσαντα που δεν ήταν άλλη από τη δική του φροντίδα με τη διαχείριση των χρημάτων που λάμβανε από τα ενοίκια και τη σύνταξη και όχι τη μεταβίβαση της περιουσίας του. Δεν δικαιολογείτο επομένως η υπογραφή οποιουδήποτε άλλου είδους πληρεξουσίου στον εναγόμενο.»

Εξετάζοντας την απόφαση στο σύνολο της θεωρούμε ότι δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί δέχθηκε τους προβληθέντες από πλευράς εφεσιβλήτων ισχυρισμούς. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο αποβιώσας υπέγραψε, αλλά δεν ήταν η επιθυμία του να διορίσει ως γενικό πληρεξούσιο του τον εφεσείοντα ούτε να αποδεχθεί τη μεταβίβαση της περιουσίας του στον τελευταίο, λόγω καλοσύνης ή ευσπλαχνίας. Και τούτο ιδιαιτέρως, όταν υπάρχει εύρημα του Δικαστηρίου, προερχόμενο από την προσαχθείσα μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου ότι ο αποβιώσας ήταν στριφνός και πάρα πολύ καχύποπτος, δύσκολα εμπιστευόταν άτομα, ιδιαιτέρως σε σχέση με την περιουσία του.

[*1148]Ο εφεσείων με τον πέμπτο λόγο έφεσης πρόβαλε ότι η αποδοχή των καταθέσεων του αποβιώσαντα, που έδωσε στην Αστυνομία και κατατέθηκαν στη δίκη ως τεκμήρια, ενώ ο τελευταίος είχε στο μεταξύ αποβιώσει, ήταν λάθος. Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση γιατί το Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις εν λόγω καταθέσεις για να καταλήξει σε συμπεράσματα. Εξηγήθηκε σε έκταση και αναλύθηκε η μαρτυρία που ενίσχυε τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας του αποβιώσαντα, τι τον ενδιέφερε, που δεν ήταν άλλο παρά η επαναφορά της περιουσίας του στο όνομα του, όταν ο τελευταίος εξέφρασε το παράπονο του στον Χαρίλαο Κώστα, που προηγήθηκαν της λήψης των συγκεκριμένων καταθέσεων, όπως και η επανάληψη, του ιδίου παραπόνου, στους μάρτυρες Χρ. Γεωργίου, Μ. Σπανό και Λ. Σιδερά, που επίσης έγινε σε χρόνο πριν από την εμπλοκή της Αστυνομίας.

Προτάθηκε στη συνέχεια από τον εφεσείοντα με τον έκτο λόγο έφεσης, ότι πριν από κάθε ενέργεια του αποβιώσαντα αυτός εξασφάλιζε νομική συμβουλή, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά σε επιστολή που ετοιμάστηκε από τον αποβιώσαντα δικηγόρο Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου. Από πλευράς εφεσίβλητου οι ενέργειες αυτές χαρακτηρίστηκαν ως εκ των υστέρων σκέψεις. Ούτε γι’ αυτό το σημείο έχει έρεισμα να διαμαρτύρεται ο εφεσείων, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε γιατί έκρινε τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ετοιμάστηκε η εν λόγω επιστολή, ως ύποπτες. Η χρονική στιγμή που φέρεται ότι γράφτηκε η επιστολή, που ήταν 12.6.1996, το πληρεξούσιο έγγραφο (10.6.1996) και η συμφωνία (11.6.1996) είχαν ήδη υπογραφτεί. Ούτε η εισήγηση, ότι δόθηκε από τους δικηγόρους κ. Χ"Ιωάννου και Δ. Κακουλλή νομική συμβουλή στοιχειοθετήθηκε. Αναλύεται πρωτοδίκως το θέμα και δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται επέμβασή μας.

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συναλλαγές μεταξύ εφεσείοντα και αποβιώσαντα ήταν επαχθείς για τον τελευταίο είναι λανθασμένο, προτάθηκε με τον έβδομο λόγο έφεσης.

Εξηγώντας τη θέση του ο κ. Ευτυχίου τόνισε ότι ο εφεσείων είχε αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα του αποβιώσαντα, από την περίοδο του 1996 μέχρι το θάνατο του που επήλθε στις 19 Ιουλίου, 2001. Περαιτέρω συνέχισε, είχε αναλάβει μεγάλη κατά την εισήγηση του, ευθύνη, να ανεγείρει εκκλησάκι υλοποιώντας την επιθυμία του αποβιώσαντα. Όπως εξηγείται στην εκκαλούμενη απόφαση, η όλη δομή των γεγονότων και όχι κάτι απομωνομένα οδήγησε στο συμπέρασμα για επαχθή σύμβαση για τον αποβιώσαντα. Αναφέρεται δε σχετικά:

[*1149]«Ακόμη οι όλες συναλλαγές, με προεξάρχουσα τη συμφωνία Τεκμ. «17», είναι από τη φύση τους υπέρμετρα επαχθείς λόγω του ότι επ’ ανταλλάγματι απλώς της φροντίδας, της περίθαλψης και της διατροφής του αποβιώσαντα, αυτός «δέχθηκε» να δωρίσει και μεταβιβάσει στο όνομα του εναγόμενου όλα τα ακίνητα του, αλλά και την κινητή του περιουσία. Το βάρος που επωμίζεται ο εναγόμενος να αποδείξει ότι δεν συνάφθηκε αυτή η συμφωνία και οι μεταγενέστερες δηλώσεις και βεβαιώσεις του αποβιώσαντα λόγω ψυχικής πίεσης, δεν το έχει αποσείσει. Είναι φανερό από τα όσα έχουν καταγραφεί στο σκεπτικό, ότι έντεχνα ο εναγόμενος και με κάθε ευκαιρία έβαζε τον αποβιώσαντα να υπογράφει διάφορα έγγραφα, δηλώσεις και βεβαιώσεις, που μοναδικό σκοπό είχαν να εκθειάσουν την προσωπικότητα, τη «στοργή και αγάπη» και τη φροντίδα που παρείχε ο εναγόμενος, ώστε να δικαιολογηθεί αφενός ο αποκλεισμός των συγγενών του αποβιώσαντα και αφετέρου η μεταβίβαση της περιουσίας, κινητής και ακίνητης, στον εναγόμενο.

Η συμφωνία, Τεκμ. «17», αλλά και όλες οι συναλλαγές που κατά καιρούς «υιοθετήθηκαν» από τον αποβιώσαντα ήταν από μόνες τους συναλλαγές και συμφωνίες υπέρμετρα επαχθείς για τον αποβιώσαντα ενόψει του ότι το σύνολο της περιουσίας του, τόσο όσον αφορά κινητά όσο και όσον αφορά ακίνητα, πέρασε στην ιδιοκτησία του εναγόμενου.»

Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στην πιο πάνω εισήγηση που να δικαιολογεί την επέμβαση μας ιδιαιτέρως όταν η προσφερόμενη δυνατότητα είσπραξης ενοικίων και σύνταξης κατέληξε, όπως φαίνεται, στην αδικαιολόγητη μεταβίβαση στο όνομα του εφεσείοντα των 18 διαφορετικών τεμαχίων γης του αποβιώσαντα.

Ουσιαστικώς με τον ενδέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων διαμαρτύρεται για τη θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των εγγράφων και πληρεξουσίων ως μη αποδεκτών τη στιγμή που κατατέθηκε η ανεξάρτητη μαρτυρία προερχόμενη από την επιστολή του δικηγόρου Κ. Χ"Νικολάου ημερ. 12 Ιουνίου, 1996 και της πιστοποίησης της υπογραφής του αποβιώσαντα από πιστοποιούντα υπάλληλο.

Ούτε γι’ αυτό το εύρημα έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται επέμβαση. Αναφορά στην επιστολή του αποβιώσαντα δικηγόρου Κ. Χ"Νικολάου και στη σημασία που της δόθηκε, έγινε προηγουμένως στην απόφασή μας. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρη[*1150]σε, και ορθώς πιστεύουμε, ύποπτη την παρουσία του ιδίου πιστοποιούντος υπαλλήλου κατά την υπογραφή των διαφόρων εγγράφων από τον αποβιώσαντα, ανεξαρτήτως αν αυτά  εγίνοντο στη Λευκωσία ή στην Πάφο. Παράλληλα δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της Θ. Ιωαννίδου κοινοτάρχη και πιστοποιούντος υπαλλήλου, που παρουσίαζε τον αποβιώσαντα ως υγιέστατο δίδοντας ουσιαστικώς και ιατρική μαρτυρία, όταν, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, για κάθε έγγραφο έπρεπε να του το διαβάσει δυο φορές.

Mε τον τελευταίο λόγο έφεσης η ύπαρξη της Αγωγής Aρ. 12256/2003, και του εκδοθέντος σ’ αυτή διατάγματος, έπρεπε, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, να οδηγήσει σε απόρριψη της αγωγής και αποδοχής της προδικαστικής ένστασης που προβλήθηκε. Εξετάζοντας το συνημμένο στη γραπτή αγόρευση διάταγμα, συμφωνούμε με το σκεπτικό απόρριψης της προδικαστικής ένστασης, στηριζομένης επί τούτου, αφού όπως αναλύεται στην ενδιάμεση απόφαση ημερ. 6.3.2007:

«....... το υπό αναφορά διάταγμα που εκδόθηκε στην αγωγή 11256/03 στις 3.11.03 δεν έχει εφαρμογή εις τα γεγονότα της παρούσης, με δεδομένο ότι διαφορετικό ήταν το λεκτικό του διατάγματος σε εκείνη την υπόθεση, ο δε ενάγων υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής, δεν διαχειρίζεται αυτή τη στιγμή περιουσιακά στοιχεία της διαχείρισης, αλλά προχωρεί με αγωγή ακριβώς για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία ή όχι.».

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα ψηφιστούν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, όπως αυτά θα ψηφιστούν.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο