Khan Jamal Y. και Άλλη ν. Δημοκρατίας του Πακιστάν και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 1211

(2011) 1 ΑΑΔ 1211

[*1211]11 Ιουλίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. JAMAL Y. KHAN,

2. DEENA Y. KHAN,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΚΙΣΤΑΝ,

Εφεσιβλήτων.

ΚΑΙ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ SAGHEER KΗAN,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2010)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Διάταξη 25, θ.1 ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση τροποποίησης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης που υποβλήθηκε σχεδόν προς το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας και αφού είχε ακουστεί η μαρτυρία σημαντικών επί της ουσίας μαρτύρων ― Η έγκριση της αίτησης για τροποποίηση των δικογράφων κατά το στάδιο που υποβλήθηκε, στη συγκεκριμένη έκταση και μορφή, θα προκαλούσε εκτροπή της διαδικασίας από την ορθή της πορεία ― Πότε υφίσταται ζήτημα επαναπροσδιορισμού των επίδικων θεμάτων με την αιτούμενη τροποποίηση.

Μάρτυρες ― Όταν η τροποποίηση δικογράφου με υποβολή αίτησης σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας έχει ως αποτέλεσμα να πρέπει να αγνοηθεί μαρτυρία που έχει δοθεί ή ακόμα και να αντιμάχεται μαρτυρίας που θα πρέπει να δοθεί στα πλαίσια του τροποποιημένου δικογράφου, η τροποποίηση δεν είναι επιτρεπτή.

Με αγωγή που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες (Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν), διεκδίκησαν αποκλειστικό κληρονομικό δικαίωμα επί ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο που αποτελεί μέρος της περιουσίας αποθανόντα  υπηκόου του Πακιστάν.

[*1212]Τα πιο πάνω γεγονότα, αποτέλεσαν το υπόβαθρο της αγωγής  κατά των εφεσειόντων για σειρά θεραπειών.

Η ακρόαση της αγωγής άρχισε το Νοέμβριο του 2008. Ενώ η διαδικασία βρισκόταν στο στάδιο της εξέτασης ενός από τους τελευταίους μάρτυρες των εναγομένων (εφεσειόντων) ζήτησαν αναβολή για να καταχωρήσουν αίτηση τροποποίησης ώστε να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες του δικαίου που επικαλούνταν, προσκομίζοντας μαρτυρία νομικού εμπειρογνώμονα.

Με την αίτηση ζητήθηκαν εκτεταμένες τροποποιήσεις και οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση επί όλου του φάσματος των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση αποφαινόμενο μεταξύ άλλων ότι οι  αιτούμενες τροποποιήσεις ήταν εκτεταμένες και θα οδηγούσαν σε επαναπροσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε πολύ καθυστερημένα και σε πολύ προχωρημένο στάδιο και ότι οι ενάγοντες  είχαν κλείσει την υπόθεση τους χωρίς να τεθούν τα θέματα που εγείρονταν με τις τροποποιήσεις στους μάρτυρες τους, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα τους να επηρεάζονται με τρόπο που δεν μπορούσαν να αποζημιωθούν με έξοδα. Περαιτέρω σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, μαρτυρία που είχε δοθεί θα έπρεπε να αγνοηθεί ή ακόμα και να αντιμάχεται μαρτυρίας που θα έπρεπε να δοθεί στα πλαίσια του τροποποιημένου δικογράφου και ότι θα προκαλείτο περαιτέρω καθυστέρηση.

Η Έφεση στράφηκε κατά της ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση.

Η θέση των εφεσειόντων που προώθησαν με εννέα λόγους έφεσης  ήταν ότι η αιτηθείσα τροποποίηση ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη και ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτηθέντος διατάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε σωστά τις επιπτώσεις που θα είχε στην πορεία της υπόθεσης και στα δικαιώματα των διαδίκων η μερική ή ολική έγκριση της αίτησης και η παραχώρηση άδειας ανάλογων τροποποιήσεων.

[*1213]2.    Η ανάγκη η οποία επέβαλε την υποβολή του αιτήματος για τροποποίηση, σαφώς οφειλόταν σε σφάλμα των δικηγόρων των εφεσειόντων οι οποίοι εξ αρχής έπρεπε να γνώριζαν τη δικονομική ανάγκη για έκθεση λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου το οποίο επικαλούνταν και έπρεπε να αποδείξουν με σχετική μαρτυρία.

3.  Η μεγάλη καθυστέρηση η οποία έχει παρατηρηθεί στην υποβολή της αίτησης, η φύση και η έκταση των αιτούμενων τροποποιήσεων και που ουσιαστικά συνεπάγονταν επαναπροσδιορισμό των επίδικων ζητημάτων, η εκκρεμοδικία της υπόθεσης η οποία υφίσταται περισσότερο από μια δεκαετία, ο ορατός κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης, ο δυσμενής επηρεασμός δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος λόγω της πρόσθετης καθυστέρησης που θα προκαλείτο ως και της ανάγκης κλήτευσης και επανακλήτευσης μαρτύρων, ήταν οι παράγοντες βάσει των οποίων ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και δεν έδωσε άδεια για τροποποίηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Sat Vision Ltd v. Interamerican Property and Casualty Ins. Co. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1811,

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

Associated Leisure Ltd a.o. v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754,

Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33,

Astor Manufacturing & Exporting Co. κ.ά. v. A & G Leventis & Co. (Nigeria) Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,

Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364,

Uniόn Alimentario Sanders S.A. v. Spain (1989), §35, Series A, no. 157; [1990] 12 E.H.R.R. 24,

Saba & Co (T.M.P.) v. T.P.M. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426,

[*1214]Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560,

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44,

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 223,

Kallice Holding Co Ltd v. MTR Metals (Overseas) Ltd (Αρ. 1) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 162,

Evripidou a.o. v. Kannaourou (1985) 1 C.L.R. 24.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταματίου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1259/1999), ημερ. 15.9.2010.

Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Γεωργίου και Ε. Κονναρή, για τους Εφεσίβλητους.

Ε. Φλουρέντζου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 15.9.2010 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων, εναγομένων 1 και 2, ημερομηνίας 31.5.2010 για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και της ανταπαίτησής τους. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η αιτηθείσα τροποποίηση ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη και ότι λανθασμένα το δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτηθέντος διατάγματος. Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες υπεραμύνονται της ορθότητας της εφεσιβαλλόμενης ενδιάμεσης απόφασης. Λέγουν ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εφεσειόντων.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, είναι η Ισλαμική Δημοκρατία του [*1215]Πακιστάν. Με αγωγή που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, διεκδικούν αποκλειστικό κληρονομικό δικαίωμα επί ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στο χωριό Τάλα της Πάφου και αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποθανόντα Sagheer Khan, υπηκόου του Πακιστάν. Η εκδοχή των εφεσιβλήτων είναι ότι ο αποβιώσας δεν άφησε διαθήκη ούτε και κληρονόμους (σύζυγο ή συγγενείς). Ενόψει τούτου, ισχυρίζονται ότι είναι οι μόνοι νόμιμοι δικαιούχοι της περιουσίας του αποβιώσαντα ως bona vacantia καθότι τυγχάνει εφαρμογής ο περί Διαδοχής Νόμος του Πακιστάν (Pakistan Succession Act, Law XXXIX of 1925).

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι τυγχάνει ακόμη εφαρμογής ο Μωαμεθανικός Νόμος του Πακιστάν «Principles of Mohamedan Law, Κεφ. VII, Άρθρο 83», ο οποίος προβλέπει ανάλογη ρύθμιση. Ταυτοχρόνως και επικουρικά επικαλούνται μια άλλη νομοθετική ρύθμιση του Πακιστάν σύμφωνα με την οποία, για θέματα που δεν καλύπτονται από συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια του Πακιστάν εφαρμόζεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Πακιστάν, το Αγγλικό Κοινοδίκαιο και το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου το οποίο προβλέπει πως όταν δεν υπάρχουν νόμιμοι κληρονόμοι, η περιουσία του αποβιώσαντος περιέρχεται στο κράτος bona vacantia.

Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων οι εφεσείοντες 1 και 2 δολίως και με πρόθεση να εξαπατήσουν το Δικαστήριο Πάφου ώστε να επιτύχουν έκδοση διατάγματος διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα, εμφάνισαν τους εαυτούς τους ως τους μοναδικούς κληρονόμους του αποβιώσαντα ενώ γνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ουδεμία συγγένεια είχαν με τον αποβιώσαντα και επιπλέον προσπάθησαν να αποκρύψουν και/ή αλλοιώσουν το δικό τους οικογενειακό δέντρο.

Τα πιο πάνω γεγονότα, όπως συνοπτικά έχουν παρατεθεί, συνθέτουν τον πυρήνα της εκδοχής των εφεσιβλήτων και αποτέλεσαν το υπόβαθρο της αγωγής τους κατά των εφεσειόντων για σειρά θεραπειών, στοχεύοντας αφενός στην εξουδετέρωση και αποτροπή της προσπάθειας των εφεσειόντων να αποκτήσουν δυνάμει κληρονομικής διαδοχής το προαναφερόμενο ακίνητο του αποβιώσαντα στην Τάλα και αφετέρου στην αναγνώριση και κατοχύρωση κληρονομικού δικαιώματος υπέρ των ιδίων επί της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας. Σημειώνουμε ότι στη διαδικασία προστέθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ως εναγόμενος υπό την ιδιότητά του προσωρινού διαχειριστή της περι[*1216]ουσίας του αποβιώσαντος. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην έκθεση υπεράσπισης του, πέραν της γενικής άρνησης της εκδοχής των εφεσειόντων διεκδικεί προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας την επίδικη περιουσία του αποβιώσαντα κατ’ επίκληση της κυπριακής νομοθεσίας ως bona vacantia.

Οι εφεσείοντες στην έκθεση υπεράσπισής τους ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει νομικό κώλυμα δεδικασμένου εμποδίζον τους εφεσίβλητους στην έγερση της αγωγής και/ή στην αμφισβήτηση της εξ αίματος συγγένειας τους με τον αποβιώσαντα καθώς και το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της επίδικης περιουσίας του. Οι εφεσείοντες προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους περί δεδικασμένου, επικαλέστηκαν αποφάσεις ξένων δικαστηρίων (δικαστηρίου της Σαουδικής Αραβίας, δικαστηρίου του Μπαχρέϊν και δικαστηρίου της πόλης Sibi του Πακιστάν), δυνάμει των οποίων αναγνωρίστηκε η συγγένειά τους με τον αποβιώσαντα και το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της περιουσίας του. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι έλαβαν γνωμάτευση από έγκριτο νομικό της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με το domicile του αποβιώσαντα. Πρόβαλαν επίσης ισχυρισμούς για δόλια συμπεριφορά των εφεσιβλήτων καθώς και προσώπων που κατά καιρούς ανέλαβαν την εκπροσώπησή τους για την προώθηση ενεργειών και τη λήψη δικαστικών διαβημάτων προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό όφελος από την περιουσία του αποβιώσαντα, συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης, καθώς και την αμφισβήτηση των νόμιμων κληρονομικών δικαιωμάτων τους (των εφεσειόντων) με στόχο να καρπωθούν οι ίδιοι το όφελος.

Οι εφεσείοντες με την ανταπαίτηση τους επαναλαμβάνουν ότι είναι οι μόνοι εξ αίματος νόμιμοι κληρονόμοι του αποθανόντα Mohamed Saghir Khan και ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι, συνεργαζόμενοι και συνεπικουρούμενοι από τους κατονομαζόμενους δικηγόρους, δολίως και με κακόβουλες διαδικασίες και παραχαράξεις επισήμων και άλλων εγγράφων, επιχειρούν να υφαρπάσουν από αυτούς την περιουσία του αποβιώσαντα.

Η αγωγή των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε τον Μάρτιο του 1999 και τον Σεπτέμβριο του 2001 καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης. Η υπεράσπιση και ανταπαίτηση των εφεσειόντων καταχωρήθηκε το Σεπτέμβριο του 2002 και η απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση τον Οκτώβριο του 2006. Η ακρόαση της αγωγής άρχισε το Νοέμβριο του 2008. Οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) έκλεισαν την υπόθεσή τους. Και ενώ η διαδικασία βρισκόταν στο στάδιο της εξέτασης ενός από τους τελευταίους μάρτυρες των εναγομένων (εφεσειόντων) που είχε κληθεί ως εμπειρογνώμονας [*1217]για το δίκαιο της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν, υποβλήθηκε ένσταση ότι ο μάρτυρας δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες του αλλοδαπού δικαίου καθότι δεν υπήρχε η απαραίτητη αναφορά στα δικόγραφα. Βλ. Sat Vision Ltd v. Interamerican Property and Casualty Ins. Co. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1811. Ενόψει τούτου, οι εφεσείοντες ζήτησαν αναβολή για να καταχωρήσουν αίτηση τροποποίησης ώστε να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες του δικαίου που επικαλούνται, προσκομίζοντας μαρτυρία νομικού εμπειρογνώμονα.

Με την αίτηση που καταχωρήθηκε, ζητείται η προσθήκη συγκεκριμένων συνταγματικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του δικαίου της Σαουδικής Αραβίας, νομικές αυθεντίες του δικαίου του Πακιστάν καθώς και συνάδουσες με τις επιδιωκόμενες τροποποιήσεις, ανάλογες γραπτές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων περικοπών του Κορανίου και του Sunnah (Οδηγίες του Προφήτη) με αντίστοιχες ερμηνευτικές διατάξεις, σχόλια και επεξηγήσεις, πάντοτε υπό μορφή γραπτών προτάσεων με αναφορά σε νομικές αυθεντίες κλπ..

Με την αίτηση ζητείται επίσης η διαγραφή της παρ. 14 της έκθεσης υπεράσπισης και η αντικατάστασή της με νέα παράγραφο. Ζητείται επίσης η προσθήκη νέου κειμένου στο τέλος της παραγράφου 15 της έκθεσης υπεράσπισης αποτελούμενου από δέκα υποπαραγράφους οι οποίες περιέχουν ισχυρισμούς και γεγονότα καθώς και διατάξεις αλλοδαπού δικαίου με αντίστοιχα σχόλια και ερμηνείες. Ζητείται επίσης η προσθήκη νέου κειμένου μετά την τελευταία πρόταση της παραγράφου 16 της έκθεσης υπεράσπισης, αποτελούμενου από εννέα παραγράφους στις οποίες γίνεται αναφορά στο δίκαιο του Πακιστάν που κατ’ ισχυρισμόν διέπει τα επίδικα θέματα συμπεριλαμβανομένων ερμηνευτικών σχολίων κλπ..

Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση η οποία καλύπτει όλο το φάσμα των τροποποιήσεων που οι εφεσείοντες επιδιώκουν να επιφέρουν στα δικόγραφα. Η θέση τους είναι ότι οι τροποποιήσεις που ζήτησαν οι εφεσείοντες, συνιστούν επαναπροσδιορισμό όλων των επίδικων θεμάτων και ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση είναι ασαφείς και αντιφατικοί. Η αίτηση υποβλήθηκε πολύ καθυστερημένα και σε περίπτωση έγκρισης της θα πρέπει να επανακλητευθούν μάρτυρες και να κλητευθούν και πολλοί άλλοι μάρτυρες εμπειρογνώμονες και μη. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα γιατί το δικαστήριο θα βρεθεί ενδεχομένως ενώπιον διλήμματος να αποφασίσει μεταξύ δύο καταθέσεων κάθε μάρτυρα. Η ακροαματική [*1218]διαδικασία θα ξεκινήσει ουσιαστικά από την αρχή και θα προκληθεί νέα υπέρμετρη καθυστέρηση. Η αιτούμενη τροποποίηση είναι ουσιαστική και εκτεταμένη και δυσαναλόγως μεγαλύτερη σε έκταση από την υπάρχουσα υπεράσπιση. Το μεγαλύτερο μέρος της δίκης προχώρησε στη βάση των υφιστάμενων δικογράφων με αναφορά στο κυπριακό δίκαιο ως το δίκαιο που κυρίως διέπει τα επίδικα θέματα ενώ με την τροποποίηση το πλαίσιο της δίκης θα μετατεθεί στη βάση αλλοδαπού δικαίου (νόμων, κανονισμών και αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων) και σε αντίθεση προς τη μέχρι σήμερα δοθείσα μαρτυρία.

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για τροποποίηση για τους λόγους που εκτίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση και συνοπτικά προσδιορίζονται στο τέλος της απόφασης από την οποία και το πιο κάτω απόσπασμα:

“(1) Οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι εκτεταμένες και θα οδηγήσουν σε επαναπροσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.

(2)   Η αίτηση υποβάλλεται πολύ καθυστερημένα και σε πολύ προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.

(3)   Δεν δίδεται επαρκής δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος.

(4)   Οι ενάγοντες έχουν κλείσει την υπόθεση τους χωρίς να τεθούν τα θέματα που εγείρονται με τις τροποποιήσεις στους μάρτυρες τους με αποτέλεσμα τα δικαιώματα τους να επηρεάζονται με τρόπο που δεν μπορούν να αποζημιωθούν με έξοδα.

(5)   Μαρτυρία που έχει δοθεί θα πρέπει να αγνοηθεί ή ακόμα και να αντιμάχεται μαρτυρίας που θα πρέπει να δοθεί στα πλαίσια του τροποποιημένου δικογράφου.

(6)   Θα προκληθεί περαιτέρω καθυστέρηση στην υπόθεση με κίνδυνο να υπάρξει παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και της ανάλογης πρόνοιες της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.»

Οι εφεσείοντες προώθησαν εννέα λόγους έφεσης. Ολοι συγκλίνουν στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εκτίμησε τη σημασία και την αναγκαιότητα των προτεινόμενων τροποποιήσεων και λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις, να δώσει [*1219]οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί δεν επέτρεψε την τροποποίηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και επιμελώς αναφέρθηκε για την κάθε περίπτωση χωριστά και στο τέλος, αποτίμησε σωστά τις επιπτώσεις που θα έχει στην πορεία της υπόθεσης και στα δικαιώματα των διαδίκων η μερική ή ολική έγκριση της αίτησης και η παραχώρηση άδειας ανάλογων τροποποιήσεων.

Με βάση τη Διαταγή 25, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών το δικαστήριο έχει εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφων κατά τέτοιο τρόπο και υπό τέτοιους όρους, με σκοπό τον καθορισμό των πραγματικών επίδικων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Στη Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 αναφέρθηκε ότι τα δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις δικογράφων στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν η ανάγκη για μια τέτοια τροποποίηση οφείλεται σε αμέλεια ή καθυστέρηση νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί σε χρήμα. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με εκείνη που διατυπώθηκε στην Associated Leisure Ltd a.o. v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου συνοψίζονται στη Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33 και επαναλαμβάνονται στην εκκαλούμενη απόφαση. Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στην καθυστέρηση ως σχετικού παράγοντα σε αιτήσεις για τροποποίηση δικογράφων με παραπομπή στη νομολογία που διέπει το συγκεκριμένο θέμα. (Βλ. Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. A. & G. Leventis & Co (Nigeria) Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84, Λυσιώτη v. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364, Uniόn Alimentario Sanders S.A. v. Spain (1989), §35, Series A, no. 157; [1990] 12 E.H.R.R. 24, Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426, Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου K. Σιακόλα (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 44, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου K. Σιακόλα (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 223, Kallice Holding Co Ltd v. M.T.R. Metals (Overseas) Ltd (Αρ. 1) (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 162, Evripidou a.o. v. Kannaourou (1985) 1 C.L.R. 24.

Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση για τροποποίηση υποβλήθηκε σχεδόν προς το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας και όταν ακούστηκε η μαρτυρία σημαντικών επί της ουσίας μαρτύρων. Η ανάγκη η οποία επέβαλε την υποβολή του αιτήματος για τροποποί[*1220]ηση σαφώς οφείλεται σε σφάλμα των δικηγόρων των εφεσειόντων οι οποίοι εξ αρχής έπρεπε να γνώριζαν τη δικονομική ανάγκη για έκθεση λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου το οποίο επικαλούνται και έπρεπε να αποδείξουν με σχετική μαρτυρία. Η έγκριση της αίτησης για τροποποίηση των δικογράφων κατά το στάδιο που υποβλήθηκε, στη συγκεκριμένη έκταση και μορφή αναμφιβόλως θα προκαλούσε εκτροπή της διαδικασίας από την ορθή της πορεία. Η ακρόαση της υπόθεσης επί ουσιωδών ζητημάτων θα άρχιζε σχεδόν από την αρχή με όλες τις συνεπαγόμενες δυσμενείς συνέπειες είτε αυτές αφορούν στην ανεπιθύμητη καθυστέρηση η οποία θα προέκυπτε σε μια εκκρεμούσα υπόθεση η οποία είχε αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από το 1999 και δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί η ακρόαση της είτε αφορούν στις δυσχέρειες που θα αντιμετώπιζε η πλευρά των εφεσιβλήτων εξ αιτίας της ανάγκης που θα προέκυπτε για επανακλήτευση κλπ. μαρτύρων από το εξωτερικό. Συναφής επί του προκειμένου είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι έκλεισαν την υπόθεση τους χωρίς να είχαν τεθεί στους μάρτυρες τους τα θέματα που εγείρονται με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις με αποτέλεσμα να επηρεάζονται τα δικαιώματά τους κατά τρόπο που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθούν με έξοδα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υιοθέτησε το περίγραμμα της αγόρευσης των εφεσιβλήτων/εναγόντων. Ταυτόχρονα όμως προέβη και στην ορθή επισήμανση ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούν να παραγνωρίζουν το γεγονός ότι στις 7.7.2009 το πρωτόδικο δικαστήριο, ενόψει συμφωνίας όλων των διαδίκων, έδωσε οδηγίες όπως τόσο η απαίτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων όσο και η ανταπαίτηση των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και, 2 καθώς και αυτή του εναγομένου 3 (Γενικού Εισαγγελέα) ακουστούν μαζί και ότι ο κάθε διάδικος θα έχει δικαίωμα αντεξέτασης των μαρτύρων που θα καλέσουν οι άλλοι διάδικοι. Ενόψει του γεγονότος της συνεκδίκασης της απαίτησης και των ανταπαιτήσεων οι εφεσείοντες έπρεπε να είχαν επιδιώξει την τροποποίηση όχι μόνο της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους έναντι της απαίτησης των εναγόντων αλλά και την υπεράσπιση τους στην ανταπαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εναγόμενου 3. Επισημαίνει επίσης ότι με την τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης των εφεσειόντων επιχειρείται η εισαγωγή ισχυρισμών που δεν είναι δικογραφημένοι στην Έκθεση Υπεράσπισης που είχαν καταχωρήσει στην ανταπαίτηση που ήγειρε (ο Γενικός Εισαγγελέας) εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 και ότι η μόνη αναφορά που κάνουν σε σχέση με αλλοδαπό δίκαιο είναι στην παράγραφο 3 ότι «... έχουν ζητήσει και λάβει από έγκριτο δικηγόρο/νομικό της Σαουδικής [*1221]Αραβίας νομική γνωμάτευση [legal opinion] σχετικά με το domicile του αποβιώσαντα και επιφυλάσσονται να την παρουσιάσουν στο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, σύμφωνα με τη δέουσα διαδικασία.» Και εφόσον με την Aγωγή Aρ. 1259/99 δεν εκδικάζεται μόνο η απαίτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων και η ανταπαίτηση των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2 έναντι των εναγόντων αλλά συνεκδικάζεται και η ανταπαίτηση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των άλλων διαδίκων σαφώς δεν μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία από πλευράς εφεσειόντων για θέματα που δεν είναι δικογραφημένα και στην υπεράσπιση τους στην ανταπαίτηση του εναγομένου 3.

Έχουμε τη γνώμη πως η μεγάλη καθυστέρηση η οποία έχει παρατηρηθεί στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση, η φύση και η έκταση των τροποποιήσεων που ζητούνται και που ουσιαστικά συνεπάγονται επαναπροσδιορισμό των επίδικων ζητημάτων, η εκκρεμοδικία της υπόθεσης η οποία υφίσταται περισσότερο από μια δεκαετία, ο ορατός κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης, ο δυσμενής επηρεασμός δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος λόγω της πρόσθετης καθυστέρησης που θα υπάρξει και της ανάγκης κλήτευσης και επανακλήτευσης μαρτύρων, αποφαινόμαστε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και δεν έδωσε άδεια για τροποποίηση.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο