
(2011) 1 ΑΑΔ 1265
13 Ιουλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΧΑΤΤΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΧΑΤΤΟΥ,
3. ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΧΑΤΤΟΥ,
ΑΜΦΟΤΕΡΕΣ ΑΝΗΛΙΚΕΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ
ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΜΑΧΑΤΤΟΥ,
Εφεσείουσες-Ενάγουσες,
v.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2008)
Αστικά Αδικήματα ― Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Σύγκρουση μοτοσικλέτας με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας ― Απόδοση κατ’ έφεση συντρέχουσας αμέλειας 20% στον οδηγό του αυτοκινήτου ― Παρά το ότι o εφεσίβλητος περνώντας με πράσινο, εδικαιούτο να θεωρήσει ότι ο θανών δεν θα περνούσε με κόκκινο, οι πραγματικές περιστάσεις του δρόμου, όπως παρατέθηκαν και όπως αυτές συνιστούσαν το υπόβαθρο της κρίσης της αμέλειας ως γεγονότος, δικαιολογούσαν την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας 20% ― Υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε λογικά να αναμένετο να έβλεπε τη μοτοσυκλέτα και να αντιδρούσε αναλόγως.
Αστικά Αδικήματα ― Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Το καθήκον του οδηγού σε διασταυρώσεις δρόμων που ρυθμίζονται με φώτα τροχαίας ― Κριτήριο όχι η πραγματική συνειδητοποίηση του κινδύνου αλλά η ευλόγως αναμενόμενη αντίληψή του.
Μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο σύζυγος της Εφεσείουσας 1 και πατέρας των Εφεσειουσών 2 και 3 συγκρούσθηκε με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας. Η αγωγή που ήγειραν οι Εφεσείουσες, για απώλεια (bereavement) λόγω του θανάσιμου τραυματισμού του συζύγου της Εφεσείουσας 1 και πατέρα των εφεσειουσών 2 και 3, απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και τούτο επειδή έκρινε ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε αμέλεια του Εφεσίβλητου, αποδίδοντας αποκλειστική ευθύνη στο θανόντα.
Προχώρησε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο και καθόρισε, σε περίπτωση που η κατάληξη του επί της ευθύνης θα ανατρέπετο κατ’ έφεση, τις αποζημιώσεις επί βάσης πλήρους ευθύνης. Αυτές ήσαν μηδενικές για την Εφεσείουσα 1, δοθέντος ότι είχε επέλθει διάσταση του ζεύγους και ο θανών δεν δαπανούσε οποιοδήποτε ποσό για αυτήν. Ο καθορισμός αυτός δεν αμφισβητήθηκε με την έφεση ή με αντέφεση.
Πρωτοδίκως εκρίθη μεταξύ άλλων ότι ο εναγόμενος δεν είχε καθήκον συνεχούς παρατήρησης για ένα τέτοιο ενδεχόμενο – όπως να περάσει άλλος οδηγός με κόκκινο - και ότι όπως εκινείτο η μοτοσικλέτα, ήταν αμφίβολο κατά πόσο στον ελάχιστο εκείνο χρόνο θα μπορούσε ο εναγόμενος, λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο συνειδητοποίησης του κινδύνου (thinking distance) να αντιδράσει προς αποφυγή της σύγκρουσης.
Ασκήθηκε έφεση η οποία επικεντρώθηκε στη θέση ότι ήταν λανθασμένη η απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στον θανόντα ενώ στράφηκε και σε σημεία της αξιοπιστίας της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ως προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αξιοπιστία της μαρτυρίας, οι αναφορές που γίνονταν στο περίγραμμα των Εφεσειουσών αποκάλυπταν μεν κάποιες αδυναμίες στο σκεπτικό του Δικαστηρίου αλλά όχι τέτοιες που να επέτρεπαν παρέμβαση.
2. Στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση του Εφεσίβλητου να προχωρεί στη διασταύρωση δεν εξαντλείτο με τη συμμόρφωσή του, την ώρα που περνούσε τα φώτα, με την ένδειξή τους, ώστε ουσιαστικά να εδικαιούτο να προχωρεί «με κλειστά μάτια».
3. Επρόκειτο για μια μεγάλη και ανοικτή διασταύρωση εκτός πόλης, ο εφεσίβλητος εκάλυψε δε 25 μ. από τα φώτα μέχρι το σημείο της σύγκρουσης ενώ ο θανών εκάλυψε 18 μ. από τα δικά του φώτα. Η χρονική διάρκεια του πράσινου φωτός ήταν 7" στην πορεία του Εφεσίβλητου και 30" στην πορεία του θανόντα. Η σύγκρουση έγινε υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτός. Η ορατότητα δε του ανθρώπινου ματιού δεν είναι εστιακή προς ένα σημείο ή μία μονογραμμική κατεύθυνση αλλά ευρείας περιμετρικής γωνίας όπως εκείνη του φωτογραφικού φακού. Υπό αυτές τις περιστάσεις ο Εφεσίβλητος, διατηρώντας έστω στοιχειώδη έλεγχο του δρόμου ενώ εκινείτο στη διασταύρωση, ακόμα και επικεντρωνόμενος, όπως είπε, στην πορεία του, θα μπορούσε λογικά να αναμένετο να έβλεπε τη μοτοσυκλέτα και να αντιδρούσε αναλόγως, ιδιαιτέρως αφού, όπως ο ίδιος είπε, αυτός εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα. Ο ίδιος όμως δεν είδε καθόλου τη μοτοσυκλέτα, εξ’ ου και δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης.
4. Το κρινόμενο ήταν όχι η πραγματική συνειδητοποίηση του κινδύνου αλλά η ευλόγως αναμενόμενη αντίληψη του. Ασφαλώς ο Εφεσίβλητος, περνώντας με πράσινο, εδικαιούτο να θεωρήσει ότι ο θανών δεν θα περνούσε με κόκκινο. Οι πραγματικές όμως περιστάσεις του δρόμου, όπως παρατέθηκαν και όπως αυτές συνιστούσαν το υπόβαθρο της κρίσης της αμέλειας ως γεγονότος, δικαιολογούσαν την απόδοση κάποιας συντρέχουσας αμέλειας στον Εφεσίβλητο, η οποία και καθορίστηκε σε 20%.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς και επιδικάστηκαν αναλόγως σχετικές αποζημιώσεις στις εφεσείουσες καθώς και τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,
Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115,
Varnakides v. Papamichael a.o. (1970) 1 C.L.R. 367,
Davis v. Hassan [1967] 117 Ν.L.J. 72, CA,
Panayides, as natural gurdian of Andreas Panayides Petrou v. Kyriacou (1969) 1 C.L.R. 167.
Έφεση.
Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Oικονόμου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 414/2004), ημερ. 10.4.2008.
Γ. Πιττάτζης, για τις Εφεσείουσες.
Μ. Μικελλίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το πρωί της 29.8.2002 μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο σύζυγος της Εφεσείουσας 1 και πατέρας των Εφεσειουσών 2 και 3 συγκρούσθηκε με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας. Οι Εφεσείουσες, εφ’ όσον ο σύζυγος και πατέρας τους τραυματίσθηκε θανάσιμα, ήγειραν αγωγή για απώλεια (bereavement) δυνάμει των Αρθρων 48(7)-(10) και 58(15) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου. Η αγωγή απερρίφθη καθ’ όσον ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος την εκδίκασε απεφάσισε ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε αμέλεια του Εφεσίβλητου, αποδίδοντας αποκλειστική ευθύνη στο θανόντα. Προχώρησε όμως και καθόρισε, σε περίπτωση που η κατάληξη του επί της ευθύνης θα ανατρέπετο κατ’ έφεση, τις αποζημιώσεις επί βάσης πλήρους ευθύνης. Αυτές ήσαν μηδενικές για την Εφεσείουσα 1, δοθέντος ότι είχε επέλθει διάσταση του ζεύγους και ο θανών δεν δαπανούσε οποιοδήποτε ποσό για αυτήν, και για κάθε μία από τις Εφεσείουσες 2 και 3 £13.600 μέχρι την ημέρα της απόφασης (10.4.2008) με τόκο 4% από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την αγωγή και μετά 8% μέχρι 10.4.2008, και μετά £2.900 για την Εφεσείουσα 2 και £9.000 για την Εφεσείουσα 3, δηλαδή μέχρι την ενηλικίωσή τους. Ο καθορισμός αυτός δεν αμφισβητείται με την έφεση ή με αντέφεση.
Η κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου επί της ευθύνης, η οποία συνιστά και το αντικείμενο της έφεσης, βασίσθηκε στην κρίση του επί της μαρτυρίας.
Ο Εφεσίβλητος, του οποίου τη μαρτυρία το Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη, κατέθεσε ότι εισήλθε στη διασταύρωση με χαμηλή ταχύτητα με το πράσινο, έχοντας προηγουμένως σταματήσει στο κόκκινο.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Μ.Ε. 2 κατέθεσε ότι δεν είχε θέα των ενδείξεων των φώτων τροχαίας όταν οι δύο οδηγοί εισήλθαν στη διασταύρωση, απέδωσε όμως χαμηλή ταχύτητα στη μοτοσικλέτα και, που το ανέφερε μόνο στην ένορκη μαρτυρία του και όχι στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, μεγάλη ταχύτητα στο αυτοκίνητο. Αυτός εκρίθη αναξιόπιστος με ιδιαίτερη αναφορά στη σφοδρότητα της σύγκρουσης και στις ζημιές στο αυτοκίνητο, που αντιστρατεύοντο τον ισχυρισμό του για χαμηλή ταχύτητα της μοτοσυκλέτας, και στη θέση του μάρτυρα την ώρα του δυστυχήματος που αντιστρατεύετο τον ισχυρισμό του ότι δεν είδε τα φώτα.
Αναξιόπιστος εκρίθη και ο Μ.Ε. 5 ο οποίος, φθάνοντας στη σκηνή μετά τη σύγκρουση, είπε ότι ρώτησε τον Εφεσίβλητο για το ποιος είχε περάσει με κόκκινο και εκείνος απάντησε «πράσινο, κόκκινο, κίτρινο, εγώ μάνι-μάνι, τζείνος πάνω μου». Το Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία αυτή μη πειστική με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι άλλη μαρτυρία των ιδίων των Εφεσειουσών έδειχνε τον Εφεσίβλητο να δηλώνει επί τόπου ότι ο ίδιος πέρασε με πράσινο.
Και η μαρτυρία του Μ.Ε. 8 ότι άκουσε το θανόντα να του ψυθιρίζει «εκόψαν μου τον δρόμο», εκρίθη αναξιόπιστη. Τέτοια αναφορά, υπέδειξε το Δικαστήριο, δεν ανεφέρθη στην Αστυνομία επί τόπου, ενώ άλλοι μάρτυρες δεν άκουσαν το θανόντα να μιλά και μάλιστα ο Μ.Ε. 5 είπε ότι δεν μιλούσε.
Επ’ αυτής της άποψης της μαρτυρίας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος κατέληξε ότι «ο εναγόμενος εισήλθε με πράσινο και με τον τρόπο που περιέγραψε και άρα ο Γ. Μαχάττος (ο θανών) με κόκκινο». Προχώρησε δε να απορρίψει και την εισήγηση ότι, και ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, κάνοντας αναφορά στη νομολογία, ανεγνώρισε ότι (σ. 11):
«Όπως εξηγείται στη Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, με αναφορά στη Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115, ο οδηγός που προχωρεί στη διασταύρωση με πράσινο φως έχει μεν δικαίωμα να υποθέσει ότι τα οχήματα διαφορετικής κατεύθυνσης θα συμμορφωθούν με τους κανονισμούς, αλλά έχει και καθήκον, ανάλογα με τις περιστάσεις, να πάρει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει σύγκρουση με αυτοκίνητο που έγκαιρα έχει δει ότι θα έμπαινε στη διασταύρωση κατά παράβαση των κανονισμών. Εφόσον ζήτημα αμέλειας ως προς την παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης τίθεται όταν η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής. Στη Davis v. Hassan [1967] 117 N.L.J. 72, CA, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων επαναλήφθηκε ότι έστω και αν ο κρινόμενος οδηγός εισήλθε στη διασταύρωση με πράσινο, το ζήτημα της αμέλειας του είναι, όπως πάντα, ζήτημα γεγονότων.»
Έκρινε όμως ότι (σ.11-σ.12):
«Εν προκειμένω ο εναγόμενος ανέφερε ότι εισερχόμενος στη διασταύρωση δεν αντελήφθη τη μοτοσικλέτα. Στη συνέχεια έχοντας μάλιστα πρόθεση να στρίψει δεξιά συγκεντρώθηκε στη δική του πορεία. Αλλά μόλις ξεκίνησε καλύπτοντας απόσταση 24,50 μ. (μαρτυρία Μ.Ε. 1 κ. Κυριάκου) η μοτοσικλέτα «ήλθε πάνω του σαν το αεροπλάνο», όπως είπε χαρακτηριστικά. Υπό τέτοιες περιστάσεις ο κίνδυνος δεν ήταν εύλογα εμφανής. Ο εναγόμενος δεν είχε καθήκον συνεχούς παρατήρησης για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και μάλιστα όπως εκινείτο η μοτοσικλέτα, είναι αμφίβολο κατά πόσο στον ελάχιστο εκείνο χρόνο θα μπορούσε ο εναγόμενος, λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο συνειδητοποίησης του κινδύνου (thinking distance) να αντιδράσει προς αποφυγή της σύγκρουσης.»
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τις Εφεσείουσες ανεγνώρισε τη δυσχέρεια της πτυχής της έφεσης του που αφορά την κατάληξη επί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έχοντας υπ’ όψη τις αρχές που διέπουν τη δυνατότητα του Εφετείου να παρέμβει με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θέτοντας το βάρος της αγόρευσης του στην εισήγηση ότι, και επί των ίδιων των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ήταν λανθασμένη η απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στον θανόντα και ότι ο Εφεσίβλητος είναι υπαίτιος συντρέχουσας ευθύνης.
Ως προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αξιοπιστία της μαρτυρίας, οι αναφορές που γίνονται στο περίγραμμα των Εφεσειουσών αποκαλύπτουν μεν κάποιες αδυναμίες στο σκεπτικό του Δικαστηρίου αλλά όχι τέτοιες που να επιτρέπουν παρέμβασή μας. Επισημαίνουμε ότι ο χαρακτηρισμός της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου ως «εντυπωσιακά πειστικής» ακούεται υπερβολικός και σε συνάρτηση με το ότι η αξιοπιστία κρίνεται αντικειμενικά και όχι μόνο με αναφορά στη «φυσικότητα και ευθύτητα» που τόνισε το Δικαστήριο και σε συνάρτηση με τις ίδιες τις αδυναμίες που το Δικαστήριο παρατήρησε στη μορφή και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου η οποία εδόθη κατ’ αρχήν ως γραπτή δήλωση. Περαιτέρω, ως προς το Μ.Ε. 2, υπάρχει κάποια αδυναμία στην κρίση της αξιοπιστίας του με αναφορά στο ότι, ως εκ της θέσης του, θα έπρεπε να είχε δει τα φώτα και άρα εψεύδετο καταθέτοντας ότι δεν τα είδε. Σημειώνουμε ότι ο Μ.Ε. 2 εβρίσκετο σε σκαλωσιά 20 μ. σε απόσταση 150 μ. και πλαγίως των φώτων, το ότι είχε δε, όπως το Δικαστήριο υπέδειξε, «πανοραμική θέα της διασταύρωσης και των φώτων» δεν εσήμαινε και ότι είχε λόγο να παρατηρούσε τα φώτα πριν τη σύγκρουση ή ότι, όπως το Δικαστήριο θεώρησε φυσικό, θα κοίταζε τα φώτα όταν είδε τα δύο οχήματα να εισέρχονται στη διασταύρωση. Εξ άλλου δε, αν ο Μ.Ε. 2 είχε θελήσει να ψευσθεί υπέρ των Εφεσειουσών, γιατί να μην είχε πει ότι είδε τα φώτα και ότι ο Εφεσίβλητος πέρασε με κόκκινο και ο θανών με πράσινο; Όπως είπαμε όμως, αυτά δεν ανατρέπουν τη συνολική εντύπωση της αξιοπιστίας που αποκόμισε το Δικαστήριο, τοσούτο μάλιστα αφού η μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ως προς τα φώτα ήταν ουδέτερη.
Ερχόμενοι τώρα στο θέμα της συντρέχουσας ευθύνης, παρατηρούμε κατά πρώτον ότι η νομολογία είναι δεδομένη. Στη Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, ο Εφεσείων ο οποίος εισήλθε στη διασταύρωση με πράσινο, εκρίθη εν τούτοις ως ευθυνόμενος κατά 25%. Είχε υποβάλει ο Εφεσείων ότι η υπόθεση Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115, στην οποία και βασίζεται ο Εφεσίβλητος ενώπιόν μας, ήταν καθοριστική της θέσης ότι ο οδηγός που εισέρχεται με πράσινο δεν έχει ευθύνη. Το Εφετείο είχε άλλη άποψη, λέγοντας τα εξής (σ. 483-σ. 484):
«Η υπόθεση αυτή είναι σημαντική ως προς τα καθήκοντα των οδηγών σε διασταυρώσεις δρόμων που ρυθμίζονται με φώτα τροχαίας. Είναι ξεκαθαρισμένο όμως ότι κάθε άλλο παρά έθεσε οποιαδήποτε αρχή που θα ήταν δυνατό να αναχθεί σε κανόνα δικαίου που θα διείπε όλες τις περιπτώσεις ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα περιστατικά τους. Αντίθετα, τονίστηκε ότι όσο κι αν ο οδηγός που προχωρούσε στη διασταύρωση με πράσινο φως είχε δικαίωμα να υποθέσει ότι οχήματα που πλησίαζαν τη διασταύρωση από διαφορετική κατεύθυνση θα συμμορφώνονταν με τους κανονισμούς, έτσι που να μη ήταν υποχρεωμένος να μεριμνήσει για την περίπτωση που κάποιο όχημα δεν θα σταματούσε στο κόκκινο φως, είχε καθήκον να πάρει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει σύγκρουση με αυτοκίνητο που είχε έγκαιρα δει ότι θα έμπαινε στη διασταύρωση κατά παράβαση των κανονισμών.»
Η προσέγγιση αυτή είναι διαχρονική. Στην υπόθεση Varnakides v. Papamichael a.o. (1970) 1 C.L.R. 367, και πάλι απεδόθη ευθύνη στον οδηγό που είχε προτεραιότητα, ανάλογη δε προσέγγιση υπήρξε και στην Panayides, as natural gurdian of Andreas Panayides Petrou v. Kyriacou (1969) 1 C.L.R. 167.
Η προσέγγιση αυτή συναρτάται προς τη θεμελιακή έννοια της αμέλειας ως πάντοτε θέμα γεγονότων και όχι κανόνος, ώστε και η σημασία των σημάτων τροχαίας να ανάγεται και να σταθμίζεται στο συνολικό πλαίσιο του καθορισμού των υποχρεώσεων επιμέλειας των χρηστών του δρόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση του Εφεσίβλητου να προχωρεί στη διασταύρωση δεν εξαντλείτο με τη συμμόρφωσή του, την ώρα που περνούσε τα φώτα, με την ένδειξή τους, ώστε ουσιαστικά να εδικαιούτο να προχωρεί «με κλειστά μάτια». Επρόκειτο για μια μεγάλη και ανοικτή διασταύρωση εκτός πόλης, ο ίδιος εκάλυψε δε 25μ. από τα φώτα μέχρι το σημείο της σύγκρουσης ενώ ο θανών εκάλυψε 18μ. από τα δικά του φώτα. Να σημειωθεί ακόμα ότι η χρονική διάρκεια του πράσινου φωτός ήταν 7" στην πορεία του Εφεσίβλητου και 30" στην πορεία του θανόντα. Η σύγκρουση έγινε υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτός (ήταν 9.45 π.μ. μιας καλοκαιρινής μέρας) και η ορατότητα ήταν απρόσκοπτη και ουσιαστικά απεριόριστη. Η ορατότητα δε του ανθρώπινου ματιού δεν είναι εστιακή προς ένα σημείο ή μία μονογραμμική κατεύθυνση αλλά ευρείας περιμετρικής γωνίας όπως εκείνη του φωτογραφικού φακού. Υπό αυτές τις συνθήκες, φρονούμε ότι ο Εφεσίβλητος, διατηρώντας έστω στοιχειώδη έλεγχο του δρόμου ενώ εκινείτο στη διασταύρωση, ακόμα και επικεντρωνώμενος, όπως είπε, στην πορεία του, θα μπορούσε λογικά να αναμένετο να έβλεπε τη μοτοσυκλέτα και να αντιδρούσε αναλόγως, ιδιαιτέρως αφού, όπως ο ίδιος είπε, αυτός εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα. Ο ίδιος όμως δεν είδε καθόλου τη μοτοσυκλέτα, εξ ου και δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης. Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε δει τη μοτοσυκλέτα εισερχόμενος στη διασταύρωση δεν αποκλείει την εφαρμογή της αρχής της Φοινικαρίδης, αφού το κρινόμενο σε τελευταία ανάλυση είναι όχι η πραγματική συνειδητοποίηση του κινδύνου αλλά η ευλόγως αναμενόμενη αντίληψη του. Ασφαλώς ο Εφεσίβλητος, περνώντας με πράσινο, εδικαιούτο να θεωρήσει ότι ο θανών δεν θα περνούσε με κόκκινο. Οι πραγματικές όμως περιστάσεις του δρόμου, όπως τις έχουμε παραθέσει και όπως αυτές συνιστούν το υπόβαθρο της κρίσης της αμέλειας ως γεγονότος, δικαιολογούσαν την απόδοση κάποιας συντρέχουσας αμέλειας στον Εφεσίβλητο, την οποία και καθορίζουμε σε 20%.
Επιτυγχάνει λοιπόν μερικώς και αναλόγως η έφεση και, παραμεριζομένης της πρωτόδικης απόφασης, επιδικάζονται:
1. Στην Εφεσείουσα 2 το αντίστοιχο σε ευρώ των £2.720 με τόκο 4% από 29.8.2002 μέχρι 7.6.2004 και 8% από 7.6.2004 μέχρι 10.4.2008, όπως και το αντίστοιχο σε ευρώ των £580 για την περίοδο από 10.4.2008 μέχρι την ενηλικίωσή της με νόμιμο τόκο.
2. Στην Εφεσείουσα 3 το αντίστοιχο σε ευρώ των £2.720 με τόκο 4% από 29.8.2002 μέχρι 7.6.2004 και 8% από 7.6.2004 μέχρι 10.4.2008, όπως και το αντίστοιχο σε ευρώ των £1.800 για την περίοδο από 10.4.2008 μέχρι την ενηλικίωση της με νόμιμο τόκο.
Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται και επιδικάζονται στις Εφεσείουσες τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση όπως αυτά θα ψηφισθούν.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς και επιδικάζονται αναλόγως σχετικές αποζημιώσεις στις εφεσείουσες καθώς και τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο