J. & M. Loizides Agencies Ltd και Άλλοι ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1280

(2011) 1 ΑΑΔ 1280

[*1280]14 Ιουλίου, 2011

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. J. & M. LOIZIDES AGENCIES LTD.,

2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,

3. ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΪΖΙΔΗ,

    ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΝΕΟΚΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2008)

 

Πολιτική Δικονομία ― Διάταξη 18 ― Αίτηση για συνοπτική απόφαση ─― Εφαρμοστέες αρχές ─― Εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης ― Στο στάδιο εξέτασης της αίτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης ― Ενεργεί μόνο με βάση το ερώτημα κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν ─― Όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση ― Αρχή O΄Brien.

Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσίβλητη τράπεζα, αξίωνε από τους εφεσείοντες – εναγομένους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα από μεν την εφεσείουσα 1 ως πρωτοφειλέτιδα, από δε τους λοιπούς εφεσείοντες ως εγγυητές διάφορα ποσά δυνάμει δανείου. Πρόσθετα, η εφεσίβλητη τράπεζα με την αγωγή της επεδίωκε δια της έκδοσης σχετικού διατάγματος, την εκποίηση της υποθήκης, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν υποθηκεύσει συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους, προς όφελος της εφεσίβλητης.

Μετά την εμφάνιση των εφεσειόντων μετά συνηγόρου, η εφεσίβλητη, με αίτηση της την οποία καταχώρισε με βάση τις πρόνοιες της Δ.18, ζήτησε την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον και [*1281]των τριών εφεσειόντων. Η εν λόγω αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των τελευταίων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία προβαίνοντας σε εκτενή ανάλυση των σχετικών ενόρκων δηλώσεων που τέθησαν ενώπιον του στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, όπως και στη γνωστή ως O’ Brien αρχή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση, απορρίπτοντας το αίτημα τους για χορήγηση άδειας για υπεράσπιση.

Ως εκ τούτου προχώρησε και εξέδωσε απόφαση με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με τέσσερις λόγους έφεσης οι οποίοι συνοψίζονται στο σκεπτικό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε με λανθασμένο τρόπο τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Πασχαλίδη, Δ., συμφωνούντος και του Ερωτοκρίτου, Δ.:

1.  Ό τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το ενώπιον του υλικό βρίσκεται εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου της διαδικασίας της Δ.18 και μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας.

2.  Η απόφαση θα έπρεπε να παραμερισθεί και  να διδόταν στους εφεσείοντες η ευκαιρία να προβάλουν τους δικούς τους ισχυρισμούς, η ορθότητα των οποίων θα κρινόταν στο πλαίσιο διακρίβωσης της ουσίας των επίδικων διαφορών.

3.  Η φύση των νομικών θεμάτων που εγείρονταν και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από πλευράς εφεσειόντων εκρίθη ως τέτοια, που θα έπρεπε να δοθεί η άδεια στους εφεσείοντες να υπερασπιστούν.

Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1.  Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε σε κάποια έκταση στο θέμα δεν αντιστρατεύονται την αρχή που επιτάσσει να μην γίνεται αξιολόγηση των αντικρουόμενων θέσεων ως να εκδικαζόταν η αγωγή από το στάδιο της αίτησης για συνοπτική από[*1282]φαση. Αυτό ισχύει όπου όντως εγείρονται με επαρκείς λεπτομέρειες ζητήματα που συνηγορούν υπέρ της παροχής άδειας για υπεράσπιση είτε εν όλω, είτε εν μέρει ή και με όρους.

2.  Εκεί που οι αιτιάσεις που προβάλλει ο εναγόμενος είναι γενικές και αόριστες και δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, οφείλεται η εξέταση τους αν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει «.... a fair or reasonable probability of the defendant’s having a real or bona fide defence».

3.  Σε καμιά περίπτωση οι εφεσείοντες και ιδιαίτερα η εφεσείουσα 3, δεν παρείχαν τις αναμενόμενες λεπτομέρειες που θα οδηγούσαν σε παροχή του δικαιώματος καταχώρησης υπεράσπισης.

4.  Έστω και στα πλαίσια συνοπτικής απόφασης οι Εναγόμενοι δεν έθεσαν τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που θα οδηγούσαν σε μια εκ πρώτης όψεως αναδυόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή για να τους δοθεί άδεια προς υπεράσπιση.

5.  Αναμενόταν η παραπομπή σε κάποια γεγονότα όπως ότι υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ της εφεσείουσας 3 και της τράπεζας, ποιοι ήταν εκεί παρόντες ή και αναφορά σε ευρύτερα δεδομένα, ώστε να έδινε υπόσταση στον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι η τράπεζα γνώριζε είτε ότι δεν είχε ανάμειξη στις εργασίες της εταιρείας ή ότι δεν είχε οποιοδήποτε όφελος από την υποθήκη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, πλέον Φ.Π.Α.. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε. Δόθηκε άδεια στους εφεσείοντες για καταχώρηση υπεράσπισης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Barclays Bank Plc v. O’ Brien [1994] 1 Α.C. 180,

CY.E.M.S. Co. v. General Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897,

Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Thais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,

Νεάρχου κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 818,

[*1283]Λαζάρου κ.ά. v. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817,

Λούκος Λτδ. κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 418,

Μάρκος Νικολάου Λτδ v. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376,

N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912,

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408,

Wallingford v. Mutual Society [1880] 5 A.C. 685,

Ιn re General Railway Syndicate Whiteley’s Case [1900] 1 Ch. 365,

Anon [1875] W.N. 249,

Royal Bank of Scotland v. Etridge (No. 2) [2001] UKHL 44, [2002] A.C. 773,

National Westminister Bank plc v. Morgan [1985] A.C. 686,

Banque de Paris et des Pays-Bas (Swisse) SA v. de Naray [1984] 1 Lloyd’ s Rep. 21.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kατσικίδης, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 7686/2007), ημερ. 5.9.2008.

Χρ. Μίτσιγγας, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία θα δοθεί από τον Πασχαλίδη, Δ., είναι των Δικαστών Ερωτοκρίτου και Πασχαλίδη. Ο Δικαστής Ναθαναήλ, διαφωνών, θα δώσει τη δική του απόφαση.

[*1284]ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσίβλητη τράπεζα, αξίωνε από τους εφεσείοντες – εναγομένους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα – από μεν την εφεσείουσα 1 ως πρωτοφειλέτιδα, από δε τους λοιπούς εφεσείοντες ως εγγυητές – το ποσό των Λ.Κ.42.676,27 πλέον τόκους 13,7% από 4/6/2007 επί του ποσού Λ.Κ.42.627,60, με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές – 30/6 και 31/12 – το χρόνο. Πρόσθετα, η εφεσίβλητη τράπεζα με την αγωγή της επεδίωκε               δια της έκδοσης σχετικού διατάγματος, την εκποίηση της υπό στοιχεία Β.Υ. 7946/97 υποθήκης, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν υποθηκεύσει συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους, προς όφελος της εφεσίβλητης.

Η ουσία της απαίτησης της εφεσίβλητης, όπως η εν λόγω απαίτηση προκύπτει από το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, έχει ως ακολούθως.

Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 29/10/2001 και απόφασης – έγκρισης ημερομηνίας 23/10/2002, η εφεσίβλητη παραχώρησε στην εφεσείουσα 1 δάνειο και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις με τη μορφή παρατραβήγματος σε τρεχούμενο λογαριασμό, ύψους Λ.Κ.20.000. Με έγγραφη συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 22/11/2000 οι εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν τις απορρέουσες από τη συμφωνία δανειοδότησης της εφεσείουσας 1 υποχρεώσεις της τελευταίας, για σκοπούς δε περαιτέρω εξασφάλισης και εγγύησης προς την εφεσίβλητη, υποθήκευσαν προς όφελος της εφεσίβλητης συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους, λεπτομέρειες της οποίας παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτησης. Επίσης, το παραχωρηθέν στην εφεσείουσα 1 δάνειο εξασφαλίστηκε με δύο ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί του συνόλου του ενεργητικού της εφεσείουσας 1 συγκεκριμένου ύψους, καθώς επίσης και με εκχώρηση από πλευράς εφεσείοντα 2 στην εφεσίβλητη του συνόλου των δικαιωμάτων του, τα οποία απέρρεαν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο ζωής της Eurolife, με αριθμό 90/0120535, ημερομηνίας 28/10/2002. Η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερομηνίας 6/10/2006 τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού επί του οποίου είχαν παραχωρηθεί οι τραπεζικές διευκολύνσεις και κάλεσε την εφεσείουσα 1 να εξοφλήσει το οφειλόμενο μέχρι τότε υπόλοιπο, το οποίο μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους ανερχόταν σε Λ.Κ.42.676,27, πλέον τόκο προς 13,70% από 4/6/2007 επί ποσού Λ.Κ.42.627,60 μέχρι εξοφλήσεως. Παράλληλα κάλεσε και τους εγγυητές, εφεσείοντες 2 και 3, όπως υπό την εν λόγω ιδιότητα τους ως εγγυητές να εξοφλήσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο.

[*1285]Μετά την εμφάνιση των εφεσειόντων μετά συνηγόρου, η εφεσίβλητη, με αίτηση της την οποία καταχώρισε με βάση τις πρόνοιες της Δ.18, ζήτησε την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον και των τριών εφεσειόντων. Η εν λόγω αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των τελευταίων. Στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2, που συνόδευε την ένσταση και της οποίας το περιεχόμενο υιοθετήθηκε από την εφεσείουσα 3 με ρητή αναφορά στη δική της ένορκη δήλωση που επίσης συνοδεύει την ένσταση, προβάλλεται αριθμός ισχυρισμών. Στο βαθμό και την έκταση που ενόψει των λόγων έφεσης, οι εν λόγω ισχυρισμοί μας αφορούν, αυτοί έχουν ως πιο κάτω.

Μέτοχοι στην εφεσείουσα 1 είναι μόνο οι εφεσείοντες 2 και 3, ο μεν πρώτος κατά 60%, η δε δεύτερη κατά 40%. Ο εφεσείων 2 είναι ο μόνος διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας 1, μέσω της οποίας ο εφεσείων 2 διεξαγάγει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του. Η εφεσείουσα 3 ουδέποτε αναμείχθηκε στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εφεσείουσας 1, ούτε και ποτέ είσπραξε οποιοδήποτε μέρισμα. Στη συνέχεια ο εφεσείων 2, αφού παραδέχεται τη σύναψη της συμφωνίας ημερομηνίας 29/10/2001, δυνάμει της οποίας το 2002 παραχωρήθηκαν στην εφεσείουσα 1 τραπεζικές διευκολύνσεις με τη μορφή παρατραβήγματος στον τρεχούμενο λογαριασμό της, αναφέρει και τα εξής:

“7. Κατά το έτος 2002 η εγκριθείσα πιστωτική διευκόλυνση που είχε αυτός ο λογαριασμός ήταν μέχρι Λ.Κ.20.000.

8. Όμως, κατά τις αρχές του έτους 2004, κατόπιν προφορικού αιτήματος μου, εκ μέρους της Εναγόμενης 1, προς τον διευθυντή του εν λόγω Πρατηρίου των Εναγόντων δηλ. τον κ. Ανδρέα Σταυρινού, αυτή η πιστωτική διευκόλυνση βάσει προφορικής διαβεβαίωσης του εν λόγω διευθυντή αυξήθηκε σε Λ.Κ.35.000.

9. Οι Ενάγοντες κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ εμένα και αυτών, βάσει του εν λόγω Τεκμηρίου Β και των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ εμένα και του εν λόγω διευθυντή τους, από το έτος 2004 χρέωναν τον εν λόγω λογαριασμό παράνομα και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων έξοδα υπερβάσεων Λ.Κ.105 κάθε μήνα. Ενδεικτικά, μαζί με την παρούσα επισυνάπτω ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, τις μηνιαίες καταστάσεις του εν λόγω λογαριασμού που απέστελναν οι Ενάγοντες στην Εναγόμενη 1 κατά το έτος 2006 όπου καταφαίνεται αυτό το γεγονός. Δηλαδή, οι Ενάγοντες, παράνομα και κατά παράβαση των μεταξύ μας συμφωνιών, για 3 χρόνια περίπου χρέωναν τον εν λόγω λογαριασμό Λ.Κ.105 μηνιαία και επιπρόσθετα τόκιζαν επί [*1286]καθημερινής βάσης αυτό το ποσό.

10. Επίσης, οι Ενάγοντες, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης μου, οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν των Λ.Κ.20.000 παρουσίαζε αυτός ο λογαριασμός της Εναγόμενης 1 τον χρέωναν με πρόσθετο τόκο 5,25% κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν μεταξύ αυτών και της Εναγόμενης 1.

11. Κατά τα τέλη του έτους 2006, η Εναγόμενη 3 προέβηκε σε εξαργύρωση ενός ασφαλιστηρίου που είχε με την Ασφαλιστική Εταιρεία Eurolife που αποτελεί θυγατρική εταιρεία των Εναγόντων. Από την εν λόγω εξαργύρωση ξεκαθάρισε ένα ποσό Λ.Κ.5.018,71 σεντς το οποίο η Εναγόμενη 3, κατόπιν δικής μου παρότρυνσης, ζήτησε από την εν λόγω Ασφαλιστική να το καταθέσει στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Εναγόμενης 1. Η εν λόγω ασφαλιστική όμως σε συνεννόηση με τους Ενάγοντες παράνομα αντί να καταθέσουν αυτό το ποσό στον εν λόγω λογαριασμό το κατάθεσαν σε προσωπικό λογαριασμό της Εναγομένης 3 που παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο της τάξεως Λ.Κ.10.000. Ο λόγος που προέβηκαν στα πιο πάνω είναι επειδή ο λογαριασμός της Εναγόμενης 1 είναι εξασφαλισμένος με την υποθήκη Υ7946/97 (Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης του κ. Χρ. Παπαλαμπριανού) ενώ για τον εν λόγω προσωπικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξασφάλιση. Κατάσταση λογαριασμού του εν λόγω ασφαλιστηρίου πριν την εξαργύρωση του επισυνάπτεται μαζί με την παρούσα ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2.”

Η εφεσείουσα 3 στη δική της ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αφού υιοθετεί το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα 2, συζύγου της, αναφέρει και τα πιο κάτω:

“7.   Κατά το έτος 1997, ο σύζυγος μου ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης 1 μου ζήτησε να υποθηκεύσουμε το σπίτι μας ως εξασφάλιση του πιστωτικού ορίου (overdraft) που παρείχαν οι Ενάγοντες στην Εναγόμενη 1. Ο σύζυγος μου με διαβεβαίωσε ότι σε καμία περίπτωση δεν κινδυνεύαμε να χάσουμε το σπίτι μας, καθ’ ότι η Εναγόμενη 1 είχε παραχωρήσει και άλλες εξασφαλίσεις στους Ενάγοντες και ότι αυτή η υποθήκη αποτελούσε μια τυπικότητα η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια του σπιτιού μας.

8.  Ως εκ τούτου, δέχθηκα και υποθηκεύτηκε το σπίτι μας προς όφελος των Εναγόντων. Αυτή η υποθήκη φέρει τον αριθμό Υ7946/97 ημερ. 23/9/1997 δηλ. είναι αυτή βάσει της οποίας [*1287]οι Ενάγοντες ζητούν στην Έκθεση Απαιτήσεως τους να προβούν σε πώληση του σπιτιού μας.

9.  Οι Ενάγοντες, παρόλο που γνώριζαν ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με τις εργασίες της Εναγομένης 1 και ότι το προαναφερόμενο ακίνητο ήταν η συζυγική μου οικία, ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ανάφεραν ότι έπρεπε να ελέγξω με ανεξάρτητο τρίτο τις συνέπειες που μπορεί να είχε αυτή η υποθήκευση πριν προχωρήσω να την αποδεχθώ, τη στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ δεν είχα κανένα όφελος απ’ αυτή την υποθήκη παρά μόνον μου ζήτησαν να τους προσκομίσω κάποια έγγραφα και να τους υπογράψω κάποια έγγραφα.

10.  Επίσης, κατά το έτος 2002 όταν υπέγραψα ως εγγυήτρια της Εναγόμενης 1, δηλ. το Τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης του              κ. Χρ. Παπαλαμπριανού, ο σύζυγος μου, υπό την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης 1, μου ανάφερε ότι αυτή η εγγύηση που θα παρείχα ήταν όπως την υποθήκη δηλ. κάτι το τυπικό που καμία συνέπεια δεν θα είχε σ’ εμένα καθ’ ότι η Εναγόμενη 1 είχε δώσει και άλλες εξασφαλίσεις στους Ενάγοντες. Περαιτέρω, οι Ενάγοντες ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ζήτησαν να ελέγξω τους κινδύνους που διέτρεχα με την υπογραφή της εν λόγω εγγυήσεως την στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ, παρόλον που ήμουν σύζυγος του Εναγόμενου 2, από αυτές τις διευκολύνσεις δεν θα είχα κανένα όφελος καθ’ ότι ούτε διευθυντής της Εναγόμενης 1 ήμουν ούτε υπάλληλος της.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, όπως και στη γνωστή ως O’ Brien αρχή, επίκληση της οποίας έκαμε η εφεσείουσα 3, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση, με αποτέλεσμα να απορρίψει το αίτημα τους για χορήγηση άδειας για υπεράσπιση. Ως συνέπεια, προχώρησε και έκδωσε απόφαση με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι ως κοινό παρονομαστή έχουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε με λανθασμένο τρόπο τις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προβαλλόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλη[*1288]τη χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό με ποσά και/ή επιτόκιο που δεν είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, καθώς επίσης και την προβαλλόμενη από την εφεσείουσα 3 υπεράσπιση, σύμφωνα με την οποία, στη δική της περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής η γνωστή ως αρχή O΄ Brien, η οποία καθορίστηκε στην υπόθεση Barclays Bank Plc v. O΄ Brien [1994] 1 Α.C. 180.

Σκοπός των προνοιών της Δ.18 είναι να δώσουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα να πάρει απόφαση, χωρίς να προχωρήσει στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (trial of the action). Αυτό καθίσταται εφικτό μόνο αν αποδείξει την υπόθεση του καθαρά και ο εναγόμενος, αναμφίβολα αδυνατεί να προβάλει καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει δικάσιμο θέμα εναντίον της απαίτησης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί. Με άλλα λόγια ο εναγόμενος δεν αποκλείεται από του να προβάλει υπεράσπιση εκτός και αν η εν λόγω υπεράσπιση προβάλλεται αποκλειστικά για σκοπούς καθυστέρησης και όχι για σκοπούς δικαιοσύνης. Είναι επομένως φανερό ότι η διαδικασία που προβλέπεται από τη Δ.18 είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, μοναδική θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος στο είδος της, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παρακάμπτοντας τη συνηθισμένη διαδικασία που προβλέπεται από τους Θεσμούς αναφορικά με τη διακρίβωση της ουσίας των επίδικων διαφορών και αποκλείοντας τον εναγόμενο από του να προβάλει υπεράσπιση στην αξίωση του ενάγοντα, ή να την αμφισβητήσει, επιτυγχάνει την έκδοση απόφασης υπέρ του τελευταίου.

Όμως, δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αρνείται την οφειλή ή να ισχυρίζεται δόλο ή να παραθέτει μια νομική ένσταση. Η ένορκη δήλωση που καταχωρείται για υποστήριξη της ένστασης πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (he must condescend upon particulars) (CY.E.M.S. Co. Ltd v. Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897, σελ. 902-905, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Thais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239 και Νεάρχου κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ. 818). Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά. v. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, στη σελ. 822, με αναφορά στο σύγγραμμα Supreme Court Practice 1999, 1st Ed., page 174, para 14/4/9, λέχθηκε ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. Σ’ αυτό [*1289]το στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο ενεργεί μόνο με βάση το ερώτημα κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν. Επομένως η προσέγγιση της μαρτυρίας θα περιοριστεί αυστηρά μέσα στα στενά πλαίσια που καθορίζει η φύση της παρούσας διαδικασίας, αποκλειστικός στόχος της οποίας είναι η διαπίστωση ύπαρξης καλής υπεράσπισης και/ή ύπαρξης τέτοιων γεγονότων που να παρέχουν στον εναγόμενο το δικαίωμα υπεράσπισης. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Λούκος Λτδ. κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 418, 423, «Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18». Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας τις θέσεις και τα επιχειρήματά του (βλ. Αρθρο 30 του Συντάγματος).

Επανερχόμενοι στην παρούσα περίπτωση, παρατηρούμε τα πιο κάτω.

Αναφορικά με την προτεινόμενη στη βάση των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου 2, υπεράσπισης, της οποίας το περιεχόμενο έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω – το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης υιοθετείται και από την εφεσίβλητη 3 – το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω υπεράσπιση, έχει ως πιο κάτω:

“(β) Από το Τεκμ. 1 της ενόρκου δηλώσεως του εναγομένου 2, ήτοι, τις μηνιαίες καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που αποστέλλονταν προς την εναγόμενη 1 εταιρεία από τους ενάγοντες, διαπιστώνω τα εξής:

   i.  Οι χρεώσεις για έξοδα υπερβάσεων στις μηνιαίες καταστάσεις, όπως και ο συνήγορος των εναγομένων επισημαίνει στην αγόρευσή του, δεν ανέρχονται στο ποσό των Λ.Κ.105 μηνιαίως, αλλά αυτές για κάθε μήνα είναι διαφορετικού ποσού. Ως εκ τούτου, δεν θα συμφωνήσω ότι, ακόμα και στην περίπτωση που καταλήξω ότι κακώς επιβάλλοντο αυτές οι [*1290]χρεώσεις, θα πρέπει να αποδεχθώ την εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων ότι μπορεί να εξαχθεί και να γίνει αποδεκτός ο μέσος όρος των ποσών αυτών. Το τεκμήριο που ο ίδιος ο εναγόμενος 2 έχει θέσει ενώπιόν μου τον διαψεύδει.

  ii.  Όπως φαίνεται από τις καταστάσεις λογαριασμών των μηνών Ιανουαρίου 2006, Φεβρουαρίου 2006, Μαρτίου 2006, Απριλίου 2006, Μαΐου 2006, Ιουνίου 2006, Ιουλίου 2006, Αυγούστου 2006 και Σεπτεμβρίου 2006, ήτοι μέχρι και το μήνα που προηγείτο της ημερομηνίας τερματισμού της επίδικης συμφωνίας των χρηματοδοτικών διευκολύνσεων (βλ. επιστολή ημερ. 8.10.2006, Τεκμ. Ε της ενόρκου δηλώσεως του κ. Παπαλαμπριανού) σε αυτές αναγράφεται, στις λεπτομέρειες στη σελ. 1, ότι το όριο του λογαριασμού ήταν Λ.Κ.20.000,00. Συνεπώς, ο εναγόμενος 2, και κατ’ επέκταση η εναγόμενη 3 – εφόσον υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του εναγόμενου 2 – αυτοαναιρούνται σε σχέση με τον ισχυρισμό που προβάλλεται στην παράγρ. 8 της ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 2, ότι από τις αρχές του έτους 2004 το όριο του λογαριασμού αυξήθηκε από Λ.Κ.20.000,00 σε ΛΚ.35.000,00. Συνακόλουθα, με τη διαπίστωση αυτή πέφτει στο κενό και είναι άνευ αντικρίσματος και ο ισχυρισμός τους για παράνομη και ή κατά παράβαση των συμφωνηθέντων χρέωση πρόσθετου επιτοκίου ύψους 5,25% στον επίδικο λογαριασμό για τις υπερβάσεις που παρουσίαζε. Ως εκ τούτου, μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου κρίνω ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να αποτελέσουν και δεν συνιστούν υπεράσπιση εν τη εννοία της Δ.18.

  iii. Από το Τεκμ. 1 επίσης διαπιστώνω ότι οι εναγόμενοι είχαν                    το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τα εκάστοτε υπόλοιπα και λεπτομέρειες του επίδικου λογαριασμού από τις μηνιαίες καταστάσεις που τους αποστέλλοντο σε δύο εβδομάδες από την ημερομηνία παραλαβής τους. Πουθενά δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι και την καταχώρηση της ένστασής τους στην παρούσα αίτηση, όχι μόνο τα τελικά υπόλοιπα, αλλά ούτε και τις οποιεσδήποτε λεπτομέρειες των εν λόγω μηνιαίων καταστάσεων. Κάτι άλλωστε που ούτε και προβάλλουν μέσα από τις ενόρκους δηλώσεις τους οι οποίες καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της ένστασής τους στις 18.1.2008.”

Αναφορικά με την προτεινόμενη στη βάση των όσων αναφέρο[*1291]νται στις παραγράφους 7, 8, 9 και 10 της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης 3, υπεράσπισης, των οποίων το περιεχόμενο έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω, το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω υπεράσπιση, έχει ως εξής:

“(α)   Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει ισχυρισμός από τους εναγόμενους ότι ασκήθηκε ψυχολογική βία ή εξαναγκασμός στην εναγόμενη 3 από τους ενάγοντες. Ούτε και μπορώ να δεχθώ ότι στην έννοια της παραπλάνησης ή ψυχολογικής βίας εμπίπτει μια απλή δήλωση από τον εναγόμενο 2 προς την εναγόμενη 3 ότι η υπογραφή  από μέρους της των εγγράφων εγγύησης, υποθήκης και η υποθήκευση του επίδικου ακινήτου, ήταν απλά μια τυπικότητα.

 (β)   Η σχέση μεταξύ πρωτοφειλέτη-εναγόμενης 1, και εγγυήτριας-εναγόμενης 3, δεν είναι, αλλά ούτε και ήταν στενή συναισθηματική σχέση.

 (γ)   Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3-004 στη σελίδα 105 του συγγράμματος Banking Litigation (πιο πάνω), για να επιτύχει η εφαρμογή της αρχής O΄Brien πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι η τράπεζα είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης/απρεπούς συμπεριφοράς του υπαίτιου της συμπεριφοράς αυτής, είτε ότι ο υπαίτιος ήταν αντιπρόσωπος της τράπεζας. Ούτε η εναγόμενη 3, ούτε ο εναγόμενος 2 προβάλλουν τέτοιο ισχυρισμό. Ο ίδιος δε ο εναγόμενος 2 δεν αναφέρει ούτε δέχεται ότι υπήρξε από μέρους του τέτοια συμπεριφορά προς την εναγόμενη 3. Το βάρος δε να αποδείξει αυτή τη γνώση από πλευράς τράπεζας το φέρει ο ίδιος ο εγγυητής. Από την ενώπιόν μου μαρτυρία όχι μόνο δεν αποδεικνύεται τέτοια γνώση ή σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, αλλά ούτε καν ισχυρισμός υπάρχει από πλευράς της εναγόμενης 3 προς τούτο.

Συνακόλουθα, δεν αποδέχομαι ότι η αρχή O΄Brien μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.”

Είναι φανερό ότι τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου βασίστηκαν στην αξιολόγηση του περιεχομένου των ενώπιον του ενόρκων δηλώσεων. Είναι επίσης φανερό ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο κανόνας O΄Brien δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση έχει ως υπόβαθρο τα συμπεράσματα στα οποία το Δικαστήριο κατέληξε ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης, την ορθότητα των οποίων όμως αμφισβητεί έντο[*1292]να η υπεράσπιση, η οποία υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα. Έχουμε την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το ενώπιον του υλικό βρίσκεται εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου της διαδικασίας της Δ.18 και κατά την κρίση μας μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας.

Ως εκ των πιο πάνω, η απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί και συνακόλουθα να δοθεί στους εφεσείοντες η ευκαιρία να προβάλουν τους δικούς τους ισχυρισμούς, η ορθότητα των οποίων θα κριθεί στο πλαίσιο διακρίβωσης της ουσίας των επίδικων διαφορών. Η φύση των νομικών θεμάτων που εγείρονται και των ισχυρισμών που προβάλλονται από πλευράς εφεσειόντων είναι τέτοια, που θα πρέπει να δοθεί η άδεια στους εφεσείοντες να υπερασπιστούν.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρίσουν την υπεράσπιση τους εντός 21 ημερών από σήμερα.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα, τόσο πρωτόδικα, όσο και στην έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα αυτή προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης εκεί όπου ο ενάγων συμμορφούμενος με τις διατάξεις της Δ.18, θ.1, μετατοπίζει το βάρος στους ώμους του εναγομένου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση. Ο εναγόμενος θα πρέπει σύμφωνα με σαφή καθιερωμένη νομολογία να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση. Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ και όπου εμφανώς τα γεγονότα που η πλευρά του εναγομένου παραθέτει μέσα από την ένσταση της, δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση. (Δέστε Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 376).

Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθε[*1293]ση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν «.... ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.». Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars». Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής:

«The defendant’ s affidavit must “condescend upon particulars”, and should, as far as possible, deal specifically with the plaintiff’ s claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it. It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.

A mere general denial that the defendant is indebted will not suffice (Wallingford v. Mutual Society [1880], 5 App. Cas., per Lord Blackburn, at p. 704: Re General Rail, Syndicate, Whitsley’s Case, [1900] 1 Ch., per Lindley, M.R., at p. 369; Anon., [1875] W.N. 249, per Quain, J., at p. 250), unless the grounds on which the defendant relies as showing that he is not indebted are stated (ibid.) .............................................................

........................................................................................................

If the defence relied on is fraud the affidavit should state the particulars of the fraud (Wellingford v. Mutual Society [1880], 5 App. Cas. 685). A mere vague general allegation of fraud is useless (ibid).

Similarly, if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.

Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence.»

Στην υπό κρίση υπόθεση, μεταξύ άλλων, επιδιώχθηκε και η έκδοση απόφασης εναντίον της εφεσείουσας, εναγόμενης 3 πρωτοδίκως, για το ποσό των £42.676,27 με τόκο 13,70% από 4.6.2007, καθώς και διάταγμα πώλησης του κτήματος το οποίο η εφεσείουσα 3, μαζί με τον σύζυγο της εφεσείοντα 2, υποθήκευσε προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγόντων πρωτοδίκως. Σ’ αυτή και μόνο την πτυχή επί της οποίας διατηρώ αντίθετη άποψη, θα εστιάσω την προσοχή [*1294]μου στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, ενόψει και του ευρύτερου αποτελέσματος στο οποίο καταλήγει η πλειοψηφία. Αφού βεβαιώθηκε η οφειλή και επισυνάφθηκαν στην πρωτόδικη αίτηση για συνοπτική απόφαση όλα τα σχετικά έγγραφα εγγύησης και υποθήκης, η εφεσείουσα 3, σε δική της ένορκη δήλωση στην καταχωρηθείσα ένσταση αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής της υποθήκης, ανέφερε ότι η οικία ανήκε εξ ημισείας στην ίδια και το σύζυγο της, ότι αποτελεί τη μόνη ακίνητη περιουσία της, και ότι κατά το 1997, ο εφεσείων 2 σύζυγος της «.... ως αντιπρόσωπος της εναγομένης 1 μου ζήτησε να υποθηκεύσουμε το σπίτι μας ως εξασφάλιση του πιστωτικού ορίου (overdraft) που παρείχαν οι ενάγοντες στην εναγομένη 1». Η εναγομένη 1, δηλαδή η εφεσείουσα 1, είναι εταιρεία προφανώς οικογενειακή στην οποία η ίδια κατέχει, ως αναφέρει στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης της, το 40% των μετοχών. Παρόμοια δήλωση καταγράφεται και στην παρ. 3 της ένορκης δήλωσης του συζύγου της, εφεσείοντα 2.

Ως περαιτέρω διατείνεται, ο σύζυγος της τη διαβεβαίωσε ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα έχαναν το σπίτι τους διότι η εταιρεία είχε  παραχώρησει και άλλες εξασφαλίσεις στους εφεσίβλητους και η υποθήκη αυτή «.... αποτελούσε μια τυπικότητα η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια του σπιτιού μας.». Δέχθηκε επομένως να υποθηκεύσει το σπίτι προς όφελος των εφεσιβλήτων. Στη συνέχεια καταγράφει την εξής θέση στην παρ. 9:

«Οι Ενάγοντες, παρόλο που γνώριζαν ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με τις εργασίες της Εναγομένης 1 και ότι το προαναφερόμενο ακίνητο ήταν η συζυγική μου οικία, ουδέποτε με προειδοποίησαν ή μου ανάφεραν ότι έπρεπε να ελέξω με ανεξάρτητο τρίτο τις συνέπειες που μπορεί να είχε αυτή υποθήκευση πριν προχωρήσω να την αποδεχθώ, την στιγμή μάλιστα που γνώριζαν ότι εγώ δεν είχα κανένα όφελος απ’ αυτή την υποθήκη παρά μόνον μου ζήτησαν να τους προσκομίσω κάποια έγγραφα και να τους υπογράψω κάποια έγγραφα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση εφ’ όλης της αξίωσης αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν αφενός όλες οι προϋποθέσεις της Δ.18, ενώ οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις της παροχής επαρκών λεπτομερειών προς αμφισβήτηση, κατά ουσιαστικό τρόπο, της εναντίον τους απαίτησης.  Με ειδική αναφορά στην πιο πάνω θέση της εφεσείουσας 3 σε σχέση με την προσπάθεια της να υπερασπιστεί την αγωγή ιδιαιτέρως ως προς το επιδιωκόμενο διάταγμα εκποίησης της υποθήκης, έκρινε ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε η εφεσείουσα 3, ότι ο εφε[*1295]σείων 2 σύζυγος της ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας εφεσείουσας 1, ήταν ένας αυτονόητος ισχυρισμός εφόσον ως μέτοχος και η ίδια στην εταιρεία γνώριζε ότι διοικητικός σύμβουλος αυτής ήταν ο σύζυγος της, εφεσείων 2. Περαιτέρω, πουθενά δεν γινόταν ισχυρισμός είτε από την ίδια, είτε από τον σύζυγο της, ο οποίος επίσης προέβη σε δική του ένορκη δήλωση στα πλαίσια της ένστασης για συνοπτική απόφαση, ότι ο σύζυγος της εξουσιοδοτήθηκε ποτέ ή ενεργούσε ρητά ή εξυπακουόμενα ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, δηλαδή της τράπεζας, που ήταν πιστωτής και ορθά το Δικαστήριο σημείωσε αυτό το γεγονός. Περαιτέρω διαπίστωσε και ορθά, κατά την άποψη μου, ότι σε κανένα σημείο η εφεσείουσα 3 δεν προέβαλε τη θέση ή τον ισχυρισμό ότι παραπλανήθηκε κατευθείαν από τους ίδιους τους εφεσίβλητους σε σχέση με τις υποχρεώσεις και ευθύνες της σε οποιονδήποτε χρόνο λόγω της υπογραφής της επίδικης συμφωνίας εγγύησης και υποθήκης.

Στη συνέχεια εξέτασε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας 3, σε σχέση με τα όσα αναπαράχθηκαν ανωτέρω από την παρ. 9 της ένορκης δήλωσης της. Έκρινε ότι η αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Barclays Bank Plc. v. Ο΄Brien [1994] 1 A.C. 180, δεν ίσχυε στην περίπτωση, εφόσον η εφαρμογή της προϋπέθετε την απόδειξη ότι είτε οι εφεσίβλητοι είχαν πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης ή απρεπούς συμπεριφοράς του υπαιτίου τέτοιας συμπεριφοράς, είτε ότι ο υπαίτιος ήταν αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων. Σημειώνοντας ότι ούτε ο εφεσείων 2 στη δική του ένορκη δήλωση δέχθηκε ή ανέφερε ότι ο ίδιος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, αλλά ούτε η εφεσείουσα 3 παρέθεσε στοιχεία που να αποδεικνύουν τέτοια γνώση ή σχέση αντιπροσώπου-αντιπροσωπευόμενου, απέρριψε τη θέση ότι υπήρξε οποιασδήποτε μορφής παραπλάνηση ή ψυχολογική βία από την πιο πάνω απλή δήλωση που η εφεσείουσα 3 κατέγραψε στην ένορκη δήλωση της, ως προς τα όσα της ανέφερε ο σύζυγος της. Δεν μπορούσε επομένως να εξαχθεί εξυπακουόμενη γνώση εκ μέρους των εφεσιβλήτων ως πιστωτών για οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά του συζύγου.

Η θέση αρχής που λήφθηκε στην απόφαση Barclays Bank Plc v. O´Brienανωτέρω – για προστασία των ατόμων που παρέχουν εγγύηση προς όφελος του πιστωτή εμπίπτει στα πλαίσια της ευρύτερης θεωρίας της ανεπίτρεπτης επιρροής («undue influence»), η δε έμφαση η οποία έχει δοθεί μέσα από τη νομολογία έγκειται στην ανεύρεση κάποιας λανθάνουσας συμπεριφοράς εκ μέρους του πιστωτή από την άποψη της κατάχρησης της θέσης εμπιστοσύνης που έχει έναντι του οφειλέτη, κατά τρόπο που να [*1296]φαίνεται ότι υπάρχει εκμετάλλευση του αδύναμου μέρους στη συναλλαγή. Στην εν λόγω απόφαση δόθηκε καθοδήγηση από τη Βουλή των Λόρδων προς τις τράπεζες που παρείχαν πιστώσεις ώστε να προστατεύονται έναντι του κινδύνου να απωλέσουν την ασφάλεια που εδόθη από τον εναγόμενο (με ειδική έμφαση στις συζύγους), λόγω της πιθανότητας να είχε αποσπασθεί η υπογραφή του ως αποτέλεσμα ανεπίτρεπτης επιρροής από τρίτο πρόσωπο. Αναγνωρίσθηκε, ως θέμα πολιτικής, η ανάγκη να εξισορροπείται η επιθυμία προς προστασία των ύπανδρων γυναικών που κινδύνευαν να απωλέσουν τα σπίτια τους, με την ανάγκη για τις πιστώτριες τράπεζες να δανείζουν χρήματα έναντι της ασφάλειας που παρείχετο από την υποθήκευση της κατεχόμενης εξ ημισείας οικογενειακής στέγης. Κατέστη ταυτόχρονα σαφές, ανατρέποντας την εντύπωση που έδωσε η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην ίδια υπόθεση, ότι θα πρέπει να διαπιστωθεί πρώτιστα η ύπαρξη κάποιας αδικοπραξίας («legal wrong»), δηλαδή ανεπίτρεπτης επιρροής είτε πραγματικής, είτε εξυπακουόμενης και δεν ήταν επαρκές για τη σύζυγο απλώς να δηλώνει ότι δεν είχε αντιληφθεί την πραγματική φύση και έννοια της συναλλαγής που υπέγραψε για να αποφύγει τις ευθύνες της έναντι της τράπεζας.

Η απόφαση στην Barclays Bank Plc v. O´Brien ανωτέρω – αποσαφήνισε ότι όπου η τράπεζα δεν έχει πραγματική γνώση γεγονότων που οδήγησαν σε ανεπίτρεπτη επιρροή, δεν χρειάζεται να ανιχνεύσει ειδικά από τη σύζυγο απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο αυτή υπήρξε θύμα ανεπίτρεπτης επιρροής. Η τράπεζα μπορεί να βασιστεί σε αυτό το οποίο δηλώνεται στο έντυπο της αιτήσεως για τη λήψη του δανείου ή την υποθήκευση του συζυγικού οίκου. (Δέστε το σύγγραμμα της Jill Poole: “Casebook on Contract Law” 8η έκδ. σελ. 661-677).

Η αρχή που τέθηκε στην Barclays Bank Plc v. O´Brienανωτέρω – επεξήγηθηκε περαιτέρω, προς περιορισμό της, στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Royal Bank of Scotland v. Etridge (No. 2) [2001] UKHL 44, [2002] A.C. 773, όπου λέχθηκε ότι είναι πάντοτε αναγκαίο και ταυτόχρονα μεγάλης σπουδαιότητας να εξετάζονται επισταμένα τα γεγονότα και οι συνθήκες της κάθε υπόθεσης.  Παρόλο που στην Etridge δεν υπήρχε πρόθεση να κλείσει η πόρτα εντελώς στη θεώρηση των πραγμάτων για την ύπαρξη ανεπίτρεπτης επιρροής με μόνη την προς αυτό θέση του εναγομένου, δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι πίπτει επί των ώμων του εναγομένου να δείξει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η κατ’ ισχυρισμόν ανεπίτρεπτη επιρροή, ιδιαίτερα στις υποθέσεις της εξυπακουόμενης ανεπίτρεπτης επιρ[*1297]ροής. Στο σκεπτικό της απόφασης στην Etridge, ιδιαίτερα μέσα από την ομιλία του Lord Clyde, αποθαρρύνθηκε η απόδοση υπερβολικής έμφασης στην εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή.  Στην δε απόφαση του ο Lord Nicholls ανέφερε ότι:

«Proof that the complainant placed trust and confidence in the other party in relation to the management of the complainant´s financial affairs, coupled with a transaction which calls for explanation, will normally be sufficient, failing satisfactory evidence to the contrary, to discharge the burden of proof.»

Υπάρχουν επομένως τρία στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν για να υπαχθούν τα γεγονότα μιας υπόθεσης στη λεγόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή («presumed undue influence»). Το πρώτο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι εναπόθεσε εμπιστοσύνη στην τράπεζα σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων. Τέτοια εμπιστοσύνη αναφύεται ως θέμα νόμου λόγω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των διαδίκων. Σε αυτές τις σχέσεις εμπεριέχονται οι κατηγορίες του γονέα και παιδιού, επιτρόπου και προστατευόμενου, καταπιστευματοδόχου και δικαιούχου, δικηγόρου και πελάτη και ιατρικού συμβούλου ή ιατρού και ασθενούς. Η σχέση συζύγων δεν εμπίπτει σε αυτές τις κατηγορίες. Επομένως πρέπει να αποδειχθεί ως πραγματικό γεγονός η εναπόθεση εμπιστοσύνης στον εναγόμενο.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι η συναλλαγή χρήζει εξήγησης. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον Lord Nicholls «calls for explanation», αποτελεί την επαναδιατύπωση της φράσης «manifest disadvantage» που χρησιμοποιήθηκε στην ομιλία του Lord Scarman στην υπόθεση National Westminister Bank plc v. Morgan [1985] A.C. 686. Το τρίτο στοιχείο έγκειται στην προσπάθεια απόδειξης εκ μέρους του εναγομένου, (της τράπεζας στην περίπτωση), να ανατρέψει την εξαγωγή εκ πρώτης όψεως συμπεράσματος ανεπίτρεπτης επιρροής και αυτό κατά κανόνα γίνεται με την τράπεζα ως πιστωτή να δείχνει ότι ο εγγυητής, ή, η σύζυγος κατά περίπτωση, ενήργησε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επιρροή έχοντας προς τούτο ικανή αυτόνομη συμβουλή πριν την υπογραφή.  Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ύπαρξη των δύο πρώτων στοιχείων, (δέστε γενικώς για τα πιο πάνω, το σύγγραμμα του Ewan Mckendrick: “Contract law” 6η έκδ. σελ. 363-368).

Κατά την άποψή μου, υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης της νομολογίας, η εφεσείουσα 3 (αλλά και ο σύζυγος της εφεσείων 2), [*1298]έστω και στα πλαίσια συνοπτικής απόφασης δεν έθεσαν τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που θα οδηγούσαν σε μια εκ πρώτης όψεως αναδυόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή για να τους δοθεί άδεια προς υπεράσπιση. Υπενθυμίζεται ότι η εφεσείουσα 3, ως σύζυγος, δεν έθεσε οποιοδήποτε στοιχείο ότι ο εφεσείων 2 σύζυγος της άσκησε οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη επιρροή στο πρόσωπο της είτε πραγματικά, είτε εξυπακουόμενα. Δεν υπάρχει ούτε ισχυρισμός ότι ο σύζυγος εφεσείων 2 ενεργούσε κατ’ εντολή ή ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της τράπεζας, ούτε και αναφέρθηκε οποιοδήποτε γεγονός στην ένορκη δήλωση αμφοτέρων των εφεσειόντων 2 και 3 που να αφήνει έστω και υπόνοια προς κάτι τέτοιο. Μετέπειτα, η συναλλαγή με την υποθήκευση του ενός δευτέρου της συζυγικής οικίας προς όφελος της τράπεζας στις συνθήκες της υπόθεσης, δεν χρήζει εξήγησης εφόσον ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο να υποθηκευθεί το σπίτι προς όφελος της οικογενειακής εταιρείας, εφεσείουσας 1, εφόσον η τελευταία ήθελε περαιτέρω χρηματοδότηση στην οποία η εφεσείουσα 3, είναι κατά 40% μέτοχος.

Επ’ αυτoύ του τελευταίου σημείου, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η υποθήκευση ήταν προς όφελος και της εφεσείουσας 3, εφόσον η παροχή της δανειοδότησης ή της επέκτασης αυτής προς την εφεσείουσα 1 εταιρεία, ωφελούσε οικονομικά και την ίδια ως κατά 40% μέτοχο της. Πρόκειτο επομένως ουσιαστικά για μια καθαρά εμπορική συναλλαγή. Δεν ενέχει σημασία το γεγονός ότι η ίδια δεν ήταν διοικητικός της σύμβουλος, ή, ως δήλωσε, δεν λάμβανε μέρισμα. Η οικονομική επιβίωση της εταιρείας αφορούσε βεβαίως και την ίδια εφόσον ήταν μέτοχος. Στην Barclays Bank Plc v. O´Brienπιο πάνω – στην απόφαση του Lord Browne-Wilkinson, λέχθηκαν τα εξής:

«Therefore, in my judgment a creditor is put on inquiry when a wife offers to stand surety for her husband’ s debts by the combination of two factors: (a) the transaction is on its face not to the financial advantage of the wife; and (b) there is a substantial risk in transactions of that kind that, in procuring the wife to act as surety, the husband has committed a legal or equitable wrong that entitles the wife to set aside the transaction.»

Εδώ, τίποτε ουσιαστικό δεν αποκαλύπτει η ένορκη δήλωση της συζύγου. Σαφώς η συναλλαγή ήταν εμπορικής φύσεως και προς όφελος της, ενώ δεν υπάρχει καταλογισμός από τη σύζυγο στον σύζυγο στα όσα περιέχονται στην παρ. 9 της ένορκης δήλωσης της, ότι ο σύζυγος διέπραξε οποιαδήποτε αδικοπραξία κατά νόμο ή στο δίκαιο της επιείκειας ή ότι τα όσα είπε ήταν παραπλανητικά προς αυτήν. Η τράπεζα στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης δεν είχε εκ [*1299]του γεγονότος και μόνο με βάση τη Royal Bank of Scotland v. Etridgeανωτέρω – ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 ήταν σύζυγοι, εξυπακουόμενη γνώση οποιασδήποτε ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς. Περαιτέρω, η θέση της εφεσείουσας 3 ότι οι εφεσίβλητοι, ως τράπεζα, γνώριζαν ότι δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με τις εργασίες της οικογενειακής εταιρείας, παρέμεινε κενό γράμμα, εφόσον καμιά απολύτως λεπτομέρεια δεν δίνεται από την οποία να απορρέει τέτοιο δεδομένο. Αναμενόταν η παραπομπή σε κάποια γεγονότα όπως ότι υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ της εφεσείουσας 3 και της τράπεζας, ποιοι ήταν εκεί παρόντες ή και αναφορά σε ευρύτερα δεδομένα, ώστε να έδινε υπόσταση στον ισχυρισμό της ότι η τράπεζα γνώριζε είτε ότι δεν είχε ανάμειξη στις εργασίες της εταιρείας ή ότι δεν είχε οποιοδήποτε όφελος από την υποθήκη.

Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο συζήτησε σε κάποια έκταση στο θέμα δεν αντιστρατεύονται την αρχή που επιτάσσει να μην γίνεται αξιολόγηση των αντικρουόμενων θέσεων ως να εκδικαζόταν η αγωγή από το στάδιο της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Αυτό ισχύει όπου όντως εγείρονται με επαρκείς λεπτομέρειες ζητήματα που συνηγορούν υπέρ της παροχής άδειας για υπεράσπιση είτε εν όλω, είτε εν μέρει ή και με όρους. Όμως εκεί που οι αιτιάσεις που προβάλλει ο εναγόμενος είναι γενικές και αόριστες και δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, οφείλεται η εξέταση τους αν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει «.... a fair or reasonable probability of the defendant’s having a real or bona fide defence» (Banque de Paris et des Pays-Bas (Swisse) SA v. de Naray [1984] 1 Lloyd’s Rep. 21, 23).

Ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή, υπό το φως των όσων έχουν καταγραφεί στις ένορκες δηλώσεις των εφεσειόντων 2 και 3, της αρχής που τέθηκε στη Barclays Bank Plc v. O´Brienανωτέρω – και επεξηγήθηκε περαιτέρω στη Royal Bank of Scotland v. Etridge (No. 2). Σε καμιά περίπτωση οι εφεσείοντες και ιδιαίτερα η εφεσείουσα 3, δεν παρείχαν τις αναμενόμενες λεπτομέρειες που θα οδηγούσαν σε παροχή του δικαιώματος καταχώρησης υπεράσπισης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες για καταχώρηση υπεράσπισης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο