Λαζάρου Θεόδωρος ν. Nέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 1325

(2011) 1 ΑΑΔ 1325

[*1325]14 Ιουλίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1. ΝΕΜΕΣΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ

    ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2008)

 

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Σοβαρό εργατικό ατύχημα στο χώρο  εργοταξίου ενώ φορτηγό όχημα κινείτο με την όπισθεν και κτύπησε τον εφεσείοντα ― Αγωγή για αποζημιώσεις συνεπεία προσωπικών βλαβών λόγω ακρωτηριασμού ― Αύξηση κατ’ έφεση του ποσοστού ευθύνης της εργοδότριας εταιρείας και του ανεξάρτητου εργολάβου από 75% σε 100% ― Απόφανση Εφετείου ότι η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος παρέμεινε μια θεωρητική προσέγγιση και άσκηση επί χάρτου ― Δεδομένων των σοβαρότατων μόνιμων καταλοίπων, λανθασμένα δεν δόθηκε αποζημίωση για εργοδότηση μόνιμης οικιακής βοηθού.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Εργατικά ατυχήματα ― Υποχρέωση παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας ― Προβλεπτός κίνδυνος ― Η εφεσίβλητη εκρίθη αμελής διότι δεν είχε προνοήσει για την καθοδήγηση στο χώρο του εργοταξίου των φορτηγών οχημάτων ενώ κινούνταν με την όπισθεν.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει.

Αποζημιώσεις ― Νομολογιακή επισκόπηση των αρχών που καθορίζουν ποια ωφελήματα μπορούν να αφαιρεθούν από τις αποζημιώσεις ― Αναζητείται η πηγή του ωφελήματος, αλλά και ο σκοπός του ― Αν το παρεμφερές ωφέλημα είναι στην πραγματικότητα μέρος της μισθοδοσίας του ενάγοντα, δεν υπάρχει αποχρών λόγος για αφαίρεση του από τον υπολογισμό.

[*1326]Ο εφεσείων τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε εργατικό ατύχημα  με τραγικές συνέπειες για την υγεία του όταν οι τροχοί φορτηγού που κινείτο με την όπισθεν, καταπλάκωσαν το αριστερό του πόδι με αποτέλεσμα να χρειαστεί να ακρωτηριαστεί από το ύψος του άνω τριτομορίου του μηριαίου οστού. Υπεβλήθη σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, και εν τέλει του εφαρμόστηκε από ειδικό κέντρο στην Αθήνα τεχνητό μέλος. Πέραν των εκτεταμένων πόνων και προβλημάτων που αντιμετώπισε, με μόνιμα κατάλοιπα για την υγεία του, κατέστη και παντελώς ανίκανος για εργασία οποιασδήποτε μορφής.

Διεκδίκησε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις τόσο εναντίον της εφεσίβλητης εργοδότριας εταιρείας, όσο και εναντίον του εφεσίβλητου 2, ανεξάρτητου εργολάβου, οδηγού του φορτηγού που προκάλεσε το δυστύχημα.

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η εφεσίβλητη 1 με τον τρόπο που λειτουργούσε το εργοτάξιο επιτρέποντας στα φορτηγά να διακινούνται με την όπισθεν για να ξεφορτώνουν την άσφαλτο στα μηχανήματα, δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας εφόσον δεν είχε επαρκώς μεριμνήσει για την ασφάλεια των εργοδοτουμένων της ενώ διακινούνταν πεζοί στον ευρύτερο χώρο του εργοταξίου. Έκρινε περαιτέρω, ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη ώστε τα φορτηγά οχήματα, όπως αυτό που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2, να καθοδηγούνταν από κάποιο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο κατά τη στιγμή της κίνησης με την όπισθεν.

Κατέληξε, ότι τόσο η εφεσίβλητη, όσο και ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο ούτε και προσκόμισε άλλη μαρτυρία, είχαν ευθύνη για τον τραυματισμό του εφεσείοντος. Καταλόγισε ωστόσο και στον εφεσείοντα ευθύνη κατά 25%, κρίνοντας ότι, κατευθυνόμενος πίσω στο μηχάνημα του δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του φορτηγού, παρόλο που γνώριζε ότι κινούνταν τέτοια φορτηγά στο χώρο και μάλιστα με την όπισθεν και ιδιαιτέρως στην υπό ασφαλτόστρωση λωρίδα στην οποία περπατούσε.

Ο εφεσείοντας σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, δεν χρησιμοποίησε όπως και ο συνάδελφος του με τον οποίο συνομιλούσε εκείνη την ώρα, τη νησίδα που υπήρχε στο χώρο ώστε να ανέλθει επ’ αυτής και να περπατήσει τουλάχιστον κατά μήκος της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των τραυματισμών του εφεσείοντος, τις θέσεις των διαφόρων ιατρών και στα διάφορα τεκμήρια, έκρινε ότι αυτός κατέστη ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία, ακόμη και καθιστική. Επιδίκασε ποσό €250.000 επί πλήρους ευθύνης το οποίο μειώθηκε στις €187.500 [*1327]ενόψει της αποδοθείσας σε αυτόν συντρέχουσας ευθύνης. Απέδωσε επίσης, €105.000, λαμβανομένης υπόψη και της δικής του ευθύνης, ως αποζημιώσεις για απώλειες μισθών από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι και την απόφαση (ήτοι €140.000 μείον 25%), για μελλοντικές απώλειες απολαβών το ποσό των €120.000, ως επίσης και διάφορα ποσά  για αντικατάσταση ή βελτίωση του τεχνητού μέλους, κάθε 4 με 5 έτη, και για μελλοντικές επισκέψεις του εφεσείοντος στην Αθήνα για αντικατάσταση του προσθετικού μέλους, αγορά αναπηρικού οχήματος, ιατρικά έξοδα και σχετικοί τόκοι.

Ο συνυπολογισμός όλων των ποσών απέφερε στον εφεσείοντα το σύνολο των €442.600, με τους προαναφερθέντες τόκους, πλέον έξοδα.

Ασκήθηκε έφεση από τον Εφεσείοντα με την οποία κυρίως αμφισβητήθηκε:

α) ο επιμερισμός ευθύνης στον ίδιο κατά 25% ως επίσης και η πρωτόδικη κρίση ότι ο εφεσείων δεν είχε ανάγκη μόνιμης οικιακής βοηθού, επειδή όπως εκρίθη, ήταν ο ίδιος ικανός για αυτοεξυπηρέτηση.

β) ως εσφαλμένη η απόφαση του Δικαστηρίου κατά τον υπολογισμό της αντιμισθίας του εφεσείοντος, με σκοπό τον καθορισμό της απώλειας των μελλοντικών του απολαβών, να μην λάβει υπόψη τις εισφορές στο Ταμείο Προνοίας, στα Ταμεία αδειών και εορτών και άλλα παρεμφερή ωφελήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένους υπολογισμούς και να αποστερήσει τον εφεσείοντα από πρόσθετα ποσά.

Με αντέφεση υποστηρίχθηκε ότι ο καταλογισμός μόνο 25% ευθύνης στον εφεσείοντα ήταν αδικαιολόγητα χαμηλός και ότι ήταν ο εφεσείων που έφερε 100% ευθύνη για το δυστύχημα ή τουλάχιστον είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε υπό πλάνη στο θέμα του καταλογισμού ευθύνης και του επιμερισμού αυτής κατά 25% στον εφεσείοντα, και δεν θα έπρεπε να του είχε αποδώσει  οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης.

2.  Με δεδομένη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον εκκωφαντικό θόρυβο που επικρατούσε στο εργοτάξιο η οποία ήταν καταλυτική και παρέμεινε χωρίς αμφισβήτηση αλλά και με την επιστολή που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο [*1328]Δικαστήριο την οποία απέστειλε η εφεσίβλητη 1 μετά το ατύχημα σε όλους τους εργοδοτούμενους της, στην οποία ρητά αναγνώριζε το γεγονός ότι θα έπρεπε να υπήρχαν εντεταλμένα άτομα για να καθοδηγούν και να βοηθούν τα οχήματα που πηγαίνουν στο μηχάνημα Premix, δεν ήταν δυνατό ο εφεσείων να είχε συντρέχουσα ευθύνη και μάλιστα της τάξης του 25% επειδή αμέλησε να κινηθεί επί της νησίδας τροχαίας που υπήρχε κατά μήκος της λωρίδας ασφαλτόστρωσης και που εκτεινόταν σε απόσταση 60 περίπου μέτρων. Αυτό και επειδή η βασική μαρτυρία του εφεσείοντος ότι κατά τη διακίνηση του προς τον επιστάτη και κατά την επιστροφή του στο δικό του μηχάνημα δεν υπήρχε διακίνηση οποιουδήποτε φορτηγού στον ευρύτερο χώρο, παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη.

3.  Οι γενεσιουργές αιτίες του ατυχήματος ήταν κατ’ αποκλειστικότητα το ελλιπές σύστημα εργασίας της εφεσίβλητης 1 που δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας ώστε να μην υποβάλλονται οι εργοδοτούμενοι της σε περιττό κίνδυνο καθώς και η αμέλεια του εφεσίβλητου 2, να ελέγξει επαρκώς το χώρο όπισθεν του, ενώ οδηγούσε το όχημα του.

4.  Ο κίνδυνος τραυματισμού εργοδοτούμενου ήταν προβλεπτός και θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η εφεσίβλητη 1 δεν ήταν αμελής και φρόντιζε να αναθέσει σε κάποιο πρόσωπο να καθοδηγεί τα φορτηγά τη στιγμή που κινούνταν με την όπισθεν για να αδειάσουν τα φορτία τους.

5.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της  ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να καθοδηγεί αυτά τα φορτηγά. Η μαρτυρία του εφεσείοντος ότι όταν κινήθηκε προς τον επιστάτη, αλλά και κατά την επάνοδο του δεν είχε αντιληφθεί οποιοδήποτε όχημα, παρέμεινε αναντίλεκτη.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στην απόφαση του έκρινε ότι εφόσον ο εφεσείων περπατούσε στην άκρη της υπό ασφαλτόστρωσης λωρίδας και κοντά στη νησίδα, βρισκόταν εντός του πεδίου ορατότητας του εφεσίβλητου 2, ο οποίος και όφειλε να είχε αντιληφθεί την παρουσία του.

7.  Η παράλειψη του εφεσείοντα να κινηθεί επί της νησίδος δεν δικαιολογούσε εύρημα συντρέχουσας αμέλειας εφόσον έγινε ταυτόχρονα δεκτή η θέση του ότι κατά τη διαδρομή του ουδέν φορτηγό υπήρχε στο εργοτάξιο, ενώ καμιά αντίθετη μαρτυρία δεν υπήρξε. Δεν υπήρχε εμφανής λόγος για τον οποίο ο εφεσείων θα έπρεπε να περπατούσε επί της νησίδος.

[*1329]8.    Η ίδια η διακίνηση τόσο του εφεσείοντος, όσο και άλλων προσώπων που αναφέρθησαν στη μαρτυρία αλλά και η κλήση τους από τον επιστάτη να κινηθούν προς το μέρος του, επιβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε εκείνη τη χρονική περίοδο οποιαδήποτε παρουσία φορτηγών. Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος παρέμεινε μια θεωρητική προσέγγιση και άσκηση επί χάρτου.

9.  Ήταν εσφαλμένος και ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε συντρέχουσα αμέλεια, κρίνοντας ότι υπήρχε παράλειψη του εφεσείοντος να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του φορτηγού. Κάτω από τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο εργοτάξιο, ο εφεσείων δεν είχε λόγο να κοιτάξει προς τα πίσω ιδιαίτερα τη στιγμή που η μαρτυρία ήταν ότι κατ’ αυτή του την κίνηση δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο ή κίνηση φορτηγών οχημάτων.

10.  Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει. Το βάρος αυτό δεν το απέδειξε η εφεσίβλητη 1. Η εναπόθεση καθήκοντος σε διακινούμενο πεζό να κοιτάξει ταυτόχρονα και πίσω του υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις όταν δεν εκδηλώθηκε κίνδυνος, θα ήταν έξω από οποιοδήποτε λογικό καθήκον αυτοπροστασίας.

11.  Η θέση της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων παρέλειψε να παραμείνει στο χώρο εργασίας του, ήτοι στο δικό του μηχάνημα, και/ή περιφερόταν άσκοπα, παραγνωρίζει την αδιάσειστη μαρτυρία ότι ο εφεσείων κινήθηκε προς το απέναντι μηχάνημα  διότι τον φώναξε ο επιστάτης του, σε ώρα μάλιστα που υπήρχε διακοπή της ροής κίνησης.

12.  Η Εφεσίβλητη 1 ουδεμία σχετική μαρτυρία  έδωσε   που  να  εξηγεί το λόγο του δυστυχήματος.

13.  Αντινομικά προς την κρίση του ιδίου του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εφεσείων λόγω του ακρωτηριασμού, δεν του απεδόθη το αναλογούν ποσό για το εξοδολόγιο  εργοδότησης μόνιμης οικιακής βοηθού.

14.  Δικαιολογείτο συντελεστής 12 ετών, με βάση την ηλικία του εφεσείοντος των 47 ετών την 1.11.06 και με δεδομένο ότι η βιολογική ζωή αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από την εργασιακή τοιαύτη, ο πολλαπλασιαστής των 8 ετών που χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για τις μελλοντικές απώλειες μισθών, θα έπρεπε να επιμηκυνθεί στα 12 έτη.

[*1330]15. Το κονδύλι αυτό θα μπορούσε να είχε αποδοθεί για να καλύψει την εργοδότηση οικιακής βοηθού από την ημέρα του ατυχήματος, έστω και αν αυτή είχε εγγραφεί τότε στο όνομα του πατέρα του, εάν είχε ζητηθεί από εκείνη την ημερομηνία.

16.  ο πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντος για συνυπολογισμό των εισφορών στο Ταμείο Προνοίας, στα Ταμεία αδειών και εορτών και άλλα παρεμφερή ωφελήματα, σε μια και μόνο πρόταση, θεωρώντας την εισήγηση «εξωπραγματική και απρόσφορη υπό τις περιστάσεις», και χωρίς, εσφαλμένα, να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

17.  Το Ταμείο Προνοίας λειτουργούσε προς όφελος του εφεσείοντος. Μέρος της μισθοδοσίας του αποκόπτετο ως εισφορά σ’ αυτό και άλλο ισόποσο ως εισφορά του εργοδότη. Δεν νοείτο το Ταμείο Προνοίας να μην συνυπολογιζόταν στο μισθό του εφεσείοντος. Δεν υπήρχε προς τούτο λογική, ούτε και παρουσιάζεται ότι εκ του συνυπολογισμού του, ο εφεσείων αποζημιώνεται διπλά.

18.  Ήταν αφαιρετέα τα ποσά των εισφορών από τον εργοδότη, εφόσον και με βάση τη συλλογική σύμβαση, άρθρο 8, ο εργοδότης κατέβαλλε αυτή την εισφορά σ’ αυτό ακριβώς το Ταμείο.

H έφεση επιτράπηκε κατά το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε με απόφαση με την οποία τα επιδικασθέντα ποσά προσαρμόστηκαν στη βάση της πλήρους ευθύνης, ως επίσης και στη βάση των επιπροσθέτων ποσών που επιδικάστηκαν κατ’ έφεση λαμβανομένων υπόψη και των ωφελημάτων που εκρίθη ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον καθορισμό απώλειας μελλοντικών απολαβών.

Επιδικάστηκε συνολικό ποσόν €641.879,14 εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, ως η μεταξύ τους συμφωνία κατανομής. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δήμος Λεμεσού v. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423,

[*1331]Skapoullaros v. Kaisha a.o. (1979) 1 C.L.R. 448,

Πουμπουρής ν. Ιωάννου και Παρασκευαΐδης (Overseas) Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 503,

Ioannou v. Neophytou Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107,

Jones v. Livox [1952] 2 Q.B. 616,

Laszczyk v. National Coal Board [1954] 3 All E.R. 205,

Κώστα κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Δημητρίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1073,

Nabi v. British Leyland (U.K.) Ltd [1980] 1 W.L.R. 529,

Parry v. Cleaver [1970] 1 A.C. 1,

Lincoln v. Hayman a.ο. [1982] 1 W.L.R. 488,

Mitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796,

Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079,

McCamley v. Cammel Laird Shipbuilders Ltd [1990] 1 All E.R. 854,

National Insurance Co v. Espagne [1961] 105 C.L.R. 569,

Smoker London Fire and Civil Defence Authority [1991] 2 A.C. 502.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαλογήρου, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2451/2002), ημερ. 21.2.2008.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσίβλητη 1.

Λ. Σιακαλλή (κα) για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

[*1332]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραπονείται για τον επιμερισμό ευθύνης στον ίδιο κατά 25% αναφορικά με δυστύχημα το οποίο επισυνέβη κατά τη διάρκεια της εργοδοσίας του με τους εφεσίβλητους 1 (εφεξής «η Νέμεσις»), όταν η Νέμεσις είχε αναλάβει την ασφαλτόστρωση μέρους του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού, στο εργοτάξιο της οποίας εργαζόταν ο εφεσείων. 

Το εργοτάξιο βρισκόταν κοντά στην έξοδο Κοτσιάτη, ο δε εφεσείων απασχολείτο σε ένα από τα δύο μηχανήματα επίστρωσης ασφάλτου, (ονόματι «finishers»), τα οποία δέχονταν ποσότητες ασφάλτου («πρέμιξ»), από φορτηγά τα οποία άδειαζαν τα φορτία αυτά στο αποθηκευτικό χώρο του μηχανήματος ώστε να ακολουθήσει η επίστρωση του οδοστρώματος. Η συγκεκριμένη εργασία του εφεσείοντος ήταν ο χειρισμός του ηλεκτρονικού συστήματος ρύθμισης του ύψους και του πλάτους της ασφάλτου επί του μηχανήματος, το οποίο μηχάνημα οδηγούσε άλλο άτομο. Για τις ανάγκες του εργοταξίου είχαν αποκλεισθεί οι δύο λωρίδες του αυτοκινητόδρομου με κατεύθυνση προς Λευκωσία, ενώ οι άλλες δύο λωρίδες της διπλανής κατεύθυνσης χρησιμοποιούντο από την τροχαία κίνηση ως δρόμος διπλής κατευθύνσεως. Για τη διαδικασία του αδειάσματος των φορτίων επί των μηχανημάτων, τα φορτηγά κινούνταν με οπίσθια ταχύτητα. Ο εφεσίβλητος 2, ανεξάρτητος υπεργολάβος που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη Νέμεσις, ήταν ένας από τους οδηγούς αυτών των φορτηγών που τροφοδοτούσαν τα μηχανήματα με άσφαλτο.

Το ατύχημα, το οποίο είχε καταλυτικές συνέπειες για την περαιτέρω υγεία του εφεσείοντος, συνέβη την 1.9.2000 γύρω στις 11.20 π.μ., καθ’ ον χρόνο ο εφεσίβλητος 2 οδηγούσε το φορτηγό όχημα με αριθμό εγγραφής RZ 086, με οπίσθια ταχύτητα ώστε να προσεγγίσει το μηχάνημα για να αδειάσει το φορτίο με την άσφαλτο. Ο εφεσείων εκείνη τη στιγμή και για τους λόγους που εξήγησε στη μαρτυρία του εκτενώς, περπατούσε στο χώρο του εργοταξίου στην ίδια πορεία με το όχημα που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 2 και το οποίο προηγουμένως ούτε είδε, ούτε άκουσε. Αυτό τόσο διότι αμέσως προηγουμένως δεν κινείτο κανένα φορτηγό στο συγκεκριμένο χώρο, όσο και διότι στο χώρο του εργοταξίου υπήρχε πολύ μεγάλος θόρυβος από τις πέριξ εργασίες εντός του εργοταξίου, αλλά και της τροχαίας κίνησης που κινείτο στις ελεύθερες λωρίδες. Την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχε οποιοδήποτε φορτηγό στο εργοτάξιο για να φέρει άσφαλτο και οι ώρες προσαγωγής αυτών [*1333]των φορτίων ήταν ακανόνιστες. Κατά την αναμονή της έλευσης νέου φορτίου, ο εφεσείων μαζί με άλλο άτομο ξεκίνησαν από το σημείο όπου βρισκόταν το μηχάνημα επίστρωσης (premix) και πορεύθηκαν προς το άλλο μηχάνημα επίστρωσης, όπου συνάντησαν, μεταξύ άλλων, και τον επιστάτη Πέτρο Ψύλλο. Ο λόγος που κινήθηκαν προς την πλευρά του επιστάτη ήταν διότι ο επιστάτης και άλλοι που ήταν μαζί του, τους είχαν κάνει νόημα να τους πλησιάσουν, όταν δε έφθασαν εκεί ο εφεσείων και ο άλλος εργάτης ρωτήθηκαν κατά πόσο ήθελαν να παραγγείλουν και γι’ αυτούς φαγητό από ψησταριά. Αφού ο εφεσείων τους εξήγησε ότι ο ίδιος είχε φέρει μαζί του φαγητό από το σπίτι, κατευθύνθηκε εκ νέου με το συνάδελφο του πίσω προς το μηχάνημα επίστρωσης από όπου εκκίνησαν. Διήνυσε έτσι μια απόσταση περίπου 40-60 μέτρων, πριν κτυπηθεί από το φορτηγό που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2. Οι πίσω αριστεροί τροχοί του φορτηγού καταπλάκωσαν το αριστερό του πόδι, το οποίο συνεθλίβει με αποτέλεσμα να χρειαστεί να ακρωτηριαστεί από το ύψος του άνω τριτομορίου του μοιριαίου οστού. Οι συνέπειες του δυστυχήματος ήταν τραγικές. Ο εφεσείων υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, χρειάστηκε δε στο τέλος να προμηθευτεί από ειδικό κέντρο στην Αθήνα τεχνητό μέλος. Πέραν των εκτεταμένων πόνων και προβλημάτων που αντιμετώπισε, κατέστη και παντελώς ανίκανος για εργασία οποιασδήποτε μορφής.

Διεκδικήθηκαν πρωτοδίκως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις τόσο από τη Νέμεσις, όσο και από τον εφεσίβλητο 2, ως οδηγό του φορτηγού. Οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να αμφισβητήσουν ολοκληρωτικά τόσο την ευθύνη, όσο και το ύψος των αποζημιώσεων που θα έπρεπε να δοθούν στον εφεσείοντα. Αποδέχθηκαν μόνο ότι η ευθύνη μεταξύ τους θα κατανεμόταν εξ ίσου. Εκτεταμένη ήταν η μαρτυρία που προσάχθηκε πρωτοδίκως την οποία το Δικαστήριο αξιολόγησε θεωρώντας ότι το δυστύχημα δεν μπορούσε να ιδωθεί ως οδικό, αλλά ως εργατικό ατύχημα. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η Νέμεσις με τον τρόπο που λειτουργούσε το εργοτάξιο επιτρέποντας στα φορτηγά να διακινούνται με οπίσθια ταχύτητα για να ξεφορτώνουν την άσφαλτο στα μηχανήματα, δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας εφόσον δεν είχε επαρκώς μεριμνήσει για την ασφάλεια των εργοδοτουμένων της ενώ διακινούνταν πεζοί στον ευρύτερο χώρο του εργοταξίου. Δεν υπήρχε πρόβλεψη ώστε τα φορτηγά οχήματα, όπως αυτό που οδήγησε ο εφεσίβλητος 2, να καθοδηγούνταν από κάποιο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο κατά τη στιγμή της οπίσθιας κίνησης τους. Κατέληξε επομένως ότι τόσο η Νέμεσις, όσο και ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος ας σημειωθεί δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο, ούτε και προσκόμισε άλλη μαρτυρία, είχαν ευθύνη για τον τραυματισμό του εφεσείο[*1334]ντος. Καταλόγισε όμως και στον εφεσείοντα ευθύνη κατά 25% διότι ο εφεσείων κατευθυνόμενος πίσω στο μηχάνημα του δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του φορτηγού, παρόλο που γνώριζε ότι κινούνταν τέτοια φορτηγά στο χώρο και μάλιστα με οπίσθια ταχύτητα και ιδιαιτέρως στην υπό ασφαλτόστρωση λωρίδα στην οποία περπατούσε. Μάλιστα, περπατούσε στην άκρη της λωρίδας του υπό ασφαλτόστρωση δρόμου συνομιλώντας με τον άλλο συνάδελφο του χωρίς να χρησιμοποιήσει, όπως και ο συνάδελφος του, τη νησίδα που υπήρχε στο χώρο ώστε να ανέλθει επ’ αυτής και να περπατήσει τουλάχιστον κατά μήκος της.

Όσον αφορά τις αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των τραυματισμών του εφεσείοντος, τις θέσεις των διαφόρων ιατρών και τα διάφορα τεκμήρια, έκρινε ότι αυτός κατέστη ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία, ακόμη και καθιστική. Τα παράπονα του εφεσείοντος για τους πόνους και τις ενοχλήσεις και όλες τις συνακόλουθες δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κρίθηκαν απόλυτα δικαιολογημένα εφόσον ο ακρωτηριασμός απείχε 10 μόλις εκατοστά από τα σκέλη, με εμφανείς τις δυσκολίες τόσο στην εφαρμογή, όσο και στη χρήση του τεχνητού μέλους. Παρουσιάστηκαν στην πορεία οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, ενώ ενεγράφη αρχικά ως άνεργος στην αρμόδια κρατική υπηρεσία το Νοέμβριο του 2004, η οποία όμως τον διέγραψε τον Αύγουστο του έτους 2005, εφόσον κρίθηκε 100% ανάπηρος. Υπό το φως των δεδομένων που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του επιδίκασε στις 21.2.2008, όταν εξέδωσε την απόφαση του, το ποσό των €250.000 επί πλήρους ευθύνης το οποίο ποσό μειώθηκε στις €187.500 ενόψει της αποδοθείσας σε αυτόν συντρέχουσας ευθύνης. Απέδωσε επίσης, αφού προέβη σε διάφορους συλλογισμούς στη βάση της μαρτυρίας, €105.000, λαμβανομένης υπόψη και της δικής του ευθύνης, ως αποζημιώσεις για απώλειες μισθών από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι και την απόφαση, (ήτοι €140.000 μείον 25%). Περαιτέρω, έχοντας υπόψη την ηλικία του εφεσείοντος κατά την ακρόαση, των 49 ετών, τη φύση της απασχόλησης του και τις εν γένει συνθήκες του, καθόρισε ως πολλαπλασιαστή τα 8 έτη. Στη βάση ότι οι απολαβές του εφεσείοντος για το 2007 είχαν καθοριστεί σε €22.300, το ολικό ποσό, ως γινόμενο του πολλαπλασιαστή με τον πολλαπλασιαστέο, ανήρχετο σε €179.040. Από αυτό το ποσό αφαιρέθηκαν €19.040 ως υποχρεώσεις του εφεσείοντος στο φόρο εισοδήματος με αποτέλεσμα να παραμείνει ως ολική απώλεια το ποσό των €160.000, από το οποίο αφαιρέθηκε το ποσοστό του 25% ως συντρέχουσα αμέλεια. Απεδόθη επομένως για μελλοντικές απώλειες απολαβών το ποσό των €120.000.

[*1335]Το Δικαστήριο απέδωσε επίσης ποσό €16.263 ως κόστος για την αντικατάσταση ή βελτίωση του τεχνητού μέλους, κάθε 4 με 5 έτη, καθώς και €3.135 για μελλοντικές επισκέψεις του εφεσείοντος στην Αθήνα για αντικατάσταση του προσθετικού μέλους.  Απεδόθη επίσης ποσό €10.504 για αγορά αναπηρικού οχήματος, €198 για ιατρικά έξοδα και τόκος 8% ετησίως από 1.9.2000, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί του ποσού των €187.500 ως γενικών αποζημιώσεων καθώς και 4% ετησίως από 11.3.2002 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, επί του ποσού των €116.916, ως ειδικές αποζημιώσεις.

Εν τέλει, ο συνυπολογισμός όλων των ποσών απέφερε στον ενάγοντα το σύνολο των €442.600, με τους προαναφερθέντες τόκους, πλέον έξοδα.

Πέραν από την έφεση όσον αφορά την ευθύνη, αμφισβητείται και η πρωτόδικη κρίση ότι ο εφεσείων δεν είχε ανάγκη μόνιμης οικιακής βοηθού, θεωρώντας ότι είναι ο ίδιος ικανός για αυτοεξυπηρέτηση. Εφεσιβάλλεται επίσης ως εσφαλμένη η απόφαση του Δικαστηρίου κατά τον υπολογισμό της αντιμισθίας του εφεσείοντος, με σκοπό τον καθορισμό της απώλειας των μελλοντικών του απολαβών, να μην λάβει υπόψη τις εισφορές στο Ταμείο Προνοίας, στα Ταμεία αδειών και εορτών και άλλα παρεμφερή ωφελήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένους υπολογισμούς και να αποστερήσει τον εφεσείοντα από πρόσθετα ποσά.

Η Νέμεσις από την πλευρά της υπέβαλε αντέφεση επί τω ότι ο καταλογισμός μόνο 25% ευθύνης στον εφεσείοντα ήταν αδικαιολόγητα χαμηλός, με εισήγηση ότι ήταν ο εφεσείων που έφερε 100% ευθύνη για το δυστύχημα ή τουλάχιστον είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη. Όσον αφορά τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, η Νέμεσις θεωρεί ότι ορθά ο εφεσείων κρίθηκε ότι ήταν σε θέση να εκτελεί από μόνος του τις οικιακές εργασίες χωρίς να παρίσταται ανάγκη για μόνιμη οικιακή βοηθό, ενώ εάν συνυπολογίζονταν και τα ποσά που αφορούσαν τις εισφορές στο Ταμείο Προνοίας, Ταμείο αδειών και εορτών, ο εφεσείων θα κατέληγε με διπλή αποζημίωση.

Ως προς το θέμα του καταλογισμού ευθύνης και του επιμερισμού αυτής κατά 25% στον εφεσείοντα, κρίνεται ότι το Δικαστήριο λειτούργησε υπό πλάνη και δεν θα έπρεπε να είχε αποδώσει οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης. Η θέση του εφεσείοντος ότι η Νέμεσις ήταν αμελής διότι δεν είχε προνοήσει για την καθοδήγηση στο χώρο του εργοταξίου των φορτηγών οχημάτων ενώ κινούνταν με οπίσθια ταχύτητα είναι ορθή και σε αυτό ακριβώς το εύρημα προέβη και το [*1336]πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο προς τούτο τη μαρτυρία και του Επιθεωρητή Εργασίας, Μ.Ε. 3 και του αστυνομικού εξεταστή, Μ.Ε. 2. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της αναντίλεκτης μαρτυρίας, υπήρχε ανά πάσα στιγμή ένα σύνολο περίπου 25 ατόμων που ήσαν υπάλληλοι της Νέμεσις, αλλά και άλλα άτομα τα οποία επισκέπτονταν το εργοτάξιο για διενέργεια ελέγχων, καθώς και υπαλλήλοι των Δημοσίων Έργων. Ο κίνδυνος τραυματισμού εργοδοτουμένου ήταν συνεπώς προβλεπτός και θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η Νέμεσις «...... φρόντιζε να αναθέσει σε κάποιο πρόσωπο να καθοδηγεί τα φορτηγά τη στιγμή που εκινούντο για να αδειάσουν τα φορτία τους ......». Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Νέμεσις ευθυνόταν για τον τραυματισμό του εφεσείοντος γιατί παρέλειψε να διατηρεί ασφαλές σύστημα εργασίας.  Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επίσης ορθά απέρριψε τη θέση της Νέμεσις ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να καθοδηγεί αυτά τα φορτηγά. Τέτοιο καθήκον ούτε του ανετέθη ποτέ, ούτε είχε ο εφεσείων. Δέχθηκε επίσης ως ορθές τις εξηγήσεις του εφεσείοντος αναφορικά με το λόγο που βρέθηκε να περπατά στο σημείο του ατυχήματος, αλλά και ευρύτερα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εργοτάξιο. Κατέληξε ότι ο θόρυβος ήταν μεγάλος («εκκωφαντικός», κατά το Δικαστήριο), προερχόμενος τόσο από τα μηχανήματα του εργοταξίου, και ιδιαίτερα τους οδωστρωτήρες, όσο και από τη διακίνηση των οχημάτων στην άλλη πλευρά του αυτοκινητόδρομου, υπερκαλύπτοντας έτσι το θόρυβο από την κίνηση του συγκεκριμένου φορτηγού που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2. Προς αυτή την κατεύθυνση η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος στη σελ. 75 των πρακτικών ήταν καταλυτική και παρέμεινε χωρίς αμφισβήτηση. Ο εφεσείων μίλησε για «παντζουρλισμό» και «χαλασμό κόσμου» από τον μεγάλο θόρυβο που υπήρχε στον ευρύτερο χώρο.

Δεν ήταν άνευ σημασίας (και σε αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την αναγκαία βαρύτητα), και η επιστολή που η Νέμεσις μετά το ατύχημα απηύθυνε σε όλους τους εργοδοτουμένους της, στην οποία ρητά αναγνώριζε το γεγονός ότι θα έπρεπε να υπήρχαν εντεταλμένα άτομα για να καθοδηγούν και να βοηθούν τα οχήματα που πηγαίνουν στο μηχάνημα Premix, αλλά αντ’ αυτού «..... αφήνουμε τα φορτηγά να βοηθούνται μόνο από τους καθρέφτες της καμπίνας τους γεγονός που δεν ελέγχουν όλοι την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να μας συμβεί αυτό το τρομερό δυστύχημα.». Και λίγο πιο κάτω στην ίδια επιστολή, αναφέρθηκε: «Δεν επιτρέπετε σε καμία περίπτωση να οδηγούμε το όχημα μας προς τα πίσω χωρίς να υπάρχει καθοδήγηση από άνθρωπο που βρίσκεται στο έδαφος.». (Διατηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία και στα δύο κείμενα).

[*1337]Στα πιο πάνω πλαίσια δεν ήταν δυνατό ο εφεσείων να είχε συντρέχουσα ευθύνη και μάλιστα της τάξης του 25% επειδή αμέλησε να κινηθεί επί της νησίδας τροχαίας που υπήρχε κατά μήκος της λωρίδας ασφαλτόστρωσης και που εκτεινόταν σε απόσταση 60 περίπου μέτρων. Αυτό διότι η βασική μαρτυρία του εφεσείοντος ότι κατά τη διακίνηση του προς τον επιστάτη και κατά την επιστροφή του στο δικό του μηχάνημα δεν υπήρχε διακίνηση οποιουδήποτε φορτηγού στον ευρύτερο χώρο, παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη. Γενικά, πέραν από τη μαρτυρία κυρίως των ιατρών που η Νέμεσις προσκόμισε, ουδεμία μαρτυρία δόθηκε από αυτήν ως προς τις συνθήκες του εργοταξίου, την κίνηση των φορτηγών ή ευρύτερα για την όλη δομή του χώρου. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε την ανυπαρξία οποιασδήποτε μαρτυρίας από πλευράς της Νέμεσις για τις εν γένει περιστάσεις του ατυχήματος. Ο χώρος αυτός αποτυπώθηκε στα Τεκμ. 1 και 5α, όπου φαίνεται ότι το ατύχημα επεσυνέβη σε λωρίδα ασφαλτόστρωσης πλάτους 3,10 μέτρα στην οποία λωρίδα κινήθηκε με οπίσθια ταχύτητα το όχημα του εφεσίβλητου 2. Η νησίδα τροχαίας είναι τριγωνική με τη βάση του τριγώνου να εκτείνεται κατά μήκος της λωρίδας ασφαλτόστρωσης και τις δύο άλλες πλευρές του να εκτείνονται κατά μήκος της εισόδου και εξόδου προς Κοτσιάτη. Η μαρτυρία έδειξε ότι τα φορτηγά που μετέφεραν την άσφαλτο εισέρχονταν από την αριστερή πλευρά της νησίδας (πορεία Ψ στο Τεκμ. 1), εισέρχονταν στη λωρίδα ασφαλτόστρωσης, ευθυγραμμίζονταν και κινούνταν οπισθίως κατά μήκος ολόκληρης της λωρίδας μέχρι να φθάσουν στο μηχάνημα Premix. Ο εφεσείων σύμφωνα με το σημείο Χ στο Τεκμ. 5α, κτυπήθηκε από το φορτηγό ενώ περπατούσε εντός της λωρίδας ασφαλτόστρωσης σε απόσταση 60 εκατοστών από τη δεξιά πλευρά της νησίδας. Ο εφεσείβλητος 2, όπως έχει ήδη λεχθεί, δεν έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο. Παρέμεινε επομένως αναντίλεκτη η μαρτυρία του εφεσείοντος ότι όταν κινήθηκε προς τον επιστάτη, αλλά και κατά την επάνοδο του δεν είχε αντιληφθεί οποιοδήποτε όχημα.

Οι γενεσιουργές αιτίες του ατυχήματος ήταν επομένως κατ’ αποκλειστικότητα το ελλιπές σύστημα εργασίας της Νέμεσις που δεν παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας ώστε να μην υποβάλλονται οι εργοδοτούμενοι της σε περιττό κίνδυνο (Δήμος Λεμεσού v. Χαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 423, Skapoullaros v. Kaisha a.ο. (1979) 1 C.L.R. 448, Πουμπουρής v. Ιωάννου και Παρασκευαΐδης (Overseas) Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 503 και Demetris Ioannou v. Eleni Neophytou Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107), καθώς και η αμέλεια του εφεσιβλήτου 2, να ελέγξει επαρκώς το χώρο όπισθεν του, ενώ οδηγούσε το όχημα του ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε πεζός να διακινείται εντός της λωρίδας [*1338]ασφαλτόστρωσης. Όπως ορθά υποδεικνύει η κα Ερωτοκρίτου στο περίγραμμα αγόρευσης της, παρόλον που ο εφεσίβλητος 2 δεν κατέθεσε ενόρκως, εν τούτοις είχε τεθεί ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία (Τεκμ. 7), καθώς και η μαρτυρία που έδωσε στην ποινική υπόθεση (Τεκμ. 3α), στις οποίες ρητά ανέφερε ότι δεν είχε αντιληφθεί καθόλου την παρουσία του εφεσείοντος. Επίσης ανέφερε ότι η προσοχή του ήταν στραμμένη στους τροχούς του οχήματος του, ώστε να μην «τριφτούν» στη νησίδα. Να σημειωθεί περαιτέρω, ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Επιθεωρητή Εργασίας, Μ.Ε. 3, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, ο υπ’ αυτού έλεγχος της ορατότητας του εφεσίβλητου 2, από τα καθρεφτάκια του φορτηγού οχήματός του, έδειξε ότι υπήρχε πλήρης ορατότητα εκτός από ένα νεκρό σημείο, που δημιουργείτο πίσω από την καρότσα του φορτηγού. Ο εφεσείων κινείτο πλησίον της νησίδας και θα έπρεπε συνεπώς να γινόταν ορατός από τον εφεσίβλητο 2. Έπεται ότι η παράλειψη του να αντιληφθεί τον εφεσείοντα σε οποιοδήποτε χρόνο κατά την οδήγηση του φορτηγού στο εργοτάξιο συνιστούσε αμέλεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλογίζοντας συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα υπέδειξε ότι αυτός έπρεπε να κινηθεί επί της νησίδος. Η παράλειψη όμως αυτή δεν δικαιολογούσε εύρημα συντρέχουσας αμέλειας εφόσον έγινε ταυτόχρονα δεκτή η θέση του ότι κατά τη διαδρομή του ουδέν φορτηγό υπήρχε στο εργοτάξιο. Υπενθυμίζεται ότι καμιά αντίθετη μαρτυρία δεν υπήρξε. Ούτε ο εφεσίβλητος 2 κατέθεσε, ούτε ο επιστάτης Ψύλλος ή οποιοσδήποτε άλλος εργάτης που ήταν τότε μαζί του όταν κλήθηκε ο εφεσείων να τους πλησιάσει από απέναντι, ούτε και ο Ανδρέας Ανδρέου, που περπατούσε μαζί με τον εφεσείοντα, αλλά επί της νησίδος. Επομένως, δεν υπήρχε εμφανής λόγος για τον οποίο ο εφεσείων θα έπρεπε να περπατούσε επί της νησίδος.  Άλλωστε, η ίδια η διακίνηση τόσο του εφεσείοντος, όσο και του Ανδρέου, αλλά και η κλήση τους από τον επιστάτη Ψύλλο να κινηθούν προς το μέρος του, επιβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε εκείνη τη χρονική περίοδο οποιαδήποτε παρουσία φορτηγών. Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος παρέμεινε μια θεωρητική προσέγγιση και άσκηση επί χάρτου. Άλλωστε η κίνηση επί της λωρίδος θα ήταν μόνο για ορισμένα μέτρα εφόσον η βάση του τριγώνου της λωρίδας δεν κάλυπτε ολόκληρη τη λωρίδα ασφαλτόστρωσης, αλλά μόνο μέρος της. Το ατύχημα θα αποφεύγετο εάν υπήρχε εξουσιοδοτημένο άτομο να ελέγχει την οπίσθια κίνηση των οχημάτων, οπότε και θα καθοδηγείτο το φορτηγό ορθά κατά την οπίσθια κίνηση του και καθ’ ον χρόνο δεν θα υπήρχε άλλο άτομο ή άλλο όχημα στη λωρίδα κίνησης. Όπως ανεφέρθη [*1339]και από τον εφεσίβλητο 2 κατά τη μαρτυρία του στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 7705/02, ημερ. 31.8.04, Τεκμ. 3α, δεν υπήρχε κανένα άτομο που τον καθοδηγούσε κατά την οπίσθια κίνηση του φορτηγού οχήματος, η οποία άφηνε αθέατο ένα νεκρό σημείο, όπως ήδη λέχθηκε, πίσω από αυτό.

Ο δεύτερος λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε συντρέχουσα αμέλεια, ήταν η παράλειψη του εφεσείοντος να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του φορτηγού. Κάτω από τις περιστάσεις που επικρατούσαν τον ουσιώδη χρόνο στο εργοτάξιο ο εφεσείων δεν είχε λόγο να κοιτάξει προς τα πίσω ιδιαίτερα τη στιγμή που η μαρτυρία ήταν ότι κατ’ αυτή του την κίνηση δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο ή κίνηση φορτηγών οχημάτων.  Ο Επιθεωρητής Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας Χρύσανθος Νικολάου, Μ.Ε. 3, το έθεσε ορθά στη σελ. 33 των πρακτικών, λέγοντας ότι ένας από τους τρόπους που θα μπορούσε να αποφευχθεί το δυστύχημα ήταν η ύπαρξη ηχητικής σειρήνας επί του φορτηγού, τέτοιας έντασης ώστε να «..... μπορούσε να ακουστεί από τον πεζό ο οποίος δεν έχει οπτική επαφή με το όχημα το οποίο κινείται προς τα πίσω.». Ο εφεσίβλητος 2 στο Τεκμ. 3α, κατέθεσε ότι δεν είδε καθόλου τον εφεσείοντα, παρά μετά που τον καταπλάκωσε, αλλά δεν είδε ούτε και τον συνάδελφο του εφεσείοντα, Ανδρέα Ανδρέου, που κινείτο πάνω στη νησίδα, ενώ κάλυψε με οπίσθια ταχύτητα μια απόσταση γύρω στα 20 μέτρα.  Όπως το έθεσε, είδε τον εφεσείοντα που «ξεφύτρωσε σαν μανιτάρι». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στην απόφαση του έκρινε ότι εφόσον ο εφεσείων περπατούσε στην άκρη της υπό ασφαλτόστρωσης λωρίδας και κοντά στη νησίδα, βρισκόταν εντός του πεδίου ορατότητας του εφεσίβλητου 2, ο οποίος και όφειλε να είχε αντιληφθεί την παρουσία του.

Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που ο ενάγων έχει απέναντι στον εναγόμενο, ή κατ’ ανάγκην σε παράβαση νομοθετικών προνοιών, αλλά στην επίδειξη αμέλειας από πλευράς του να προφυλάξει επαρκώς τον εαυτό του. (Jones v. Livox [1952] 2 Q.B. 616 και Laszczyk v. National Coal Board [1954] 3 All E.R. 205). Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει. (Charlesworth & Perry on Negligence. 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11). Το βάρος αυτό δεν το απέδειξε η Νέμεσις, η οποία στο περίγραμμα αντέφεσης της καταλογίζει αποκλειστική ευθύνη ή το μεγαλύτερο μέρος της αμέλειας στον ίδιο τον εφεσείοντα, για λόγους που έχουν ήδη ουσιαστικά απαντηθεί ανωτέρω. Αντίθετα, η εναπόθεση καθήκοντος σε διακινούμενο πεζό να κοι[*1340]τάξει ταυτόχρονα και πίσω του υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις όταν δεν εκδηλώθηκε κίνδυνος, θα ήταν έξω από οποιοδήποτε λογικό καθήκον αυτοπροστασίας. Προστίθεται ότι η θέση της Νέμεσις ότι ο εφεσείων παρέλειψε να παραμείνει στο χώρο εργασίας του, ήτοι, στο δικό του μηχάνημα finisher, και/ή περιφερόταν άσκοπα, παραγνωρίζει την αδιάσειστη μαρτυρία ότι ο εφεσείων κινήθηκε προς το απέναντι μηχάνημα finisher διότι τον φώναξε ο επιστάτης του, σε ώρα μάλιστα που υπήρχε διακοπή της ροής κίνησης, χωρίς αντίθετη μαρτυρία, ενώ και ο επιθεωρητής εργασίας Χρύσανθος Νικολάου, ανεφέρθη σ’ αυτή τη διακοπή εργασίας στην έκθεσή του, Τεκμ. 12, παρ. 5.3.

Στο τέλος της ημέρας, η Νέμεσις ουδεμία σχετική μαρτυρία  έδωσε που να εξηγεί το λόγο του δυστυχήματος. Οι περιστάσεις προσομοιάζουν με αυτές της υπόθεσης Κώστα κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά., υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Δημητρίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1073.

Όσον αφορά το ζήτημα της οικιακής βοηθού που αποτελεί τον δεύτερο λόγο έφεσης, κρίνεται ότι αντινομικά προς την κρίση του ιδίου του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εφεσείων λόγω του ακρωτηριασμού, δεν του απεδόθη το αναλογούν ποσό για το εξοδολόγιο  εργοδότησης μόνιμης οικιακής βοηθού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια σειρά διαπιστώσεων μετά την αποδοχή της ουσιαστικής μαρτυρίας των ιατρών που κατέθεσαν εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι ο εφεσείων υπέστη ένα πολύ σοβαρό τραυματισμό, ότι ο ακρωτηριασμός του σκέλους έγινε σε ένα πολύ δύσκολο σημείο και παρέμειναν σοβαρότατα μόνιμα κατάλοιπα εξ αιτίας του. Ως διαπιστώθηκε, το τεχνητό μέλος δεν έχει κίνηση στην περιοχή του γονάτου με αποτέλεσμα να υποχρεώνεται ο εφεσείων να βαδίζει με ένα ιδιάζοντα τρόπο που ο διευθυντής του Ορθοπεδικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας Γ. Παπαγιάννης, Μ.Ε. 6, ονόμασε «δρεπανοειδές βάδισμα». Αυτός ο ιδιάζων τρόπος βαδίσματος και η ευρύτερη χολότητα του εφεσείοντα υπερφορτίζει το δεξιό σκέλος προκαλώντας άλλα αλυσιδωτά προβλήματα με εμφανή την πιθανότητα οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων στην άρθρωση του γόνατος του υγιούς σκέλους, καθώς και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των ιατρών του εφεσείοντος ότι είχαν ήδη αναπτυχθεί τέτοιες αλλοιώσεις, απορρίπτοντας τη θέση του ιατρού Χριστοδουλάκη εκ μέρους της Νέμεσις ότι προϋπήρχαν οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις ή ότι προϋπήρχε δισκοπάθεια. Δέχθη[*1341]κε επίσης ότι ήδη σχηματίστηκαν οστεόφυτα και καθίζηση του μεσοσπονδυλίου διαστήματος λόγω των πιέσεων που ασκούνται στη σπονδυλική στήλη εξ αιτίας της μηχανικής βάδισης του εφεσείοντος. Πέραν των πιο πάνω, εμφανίσθηκαν και αλλοιώσεις στο δεξιό γόνατο λόγω της υπερφόρτωσης αυτού κατά τη βάδιση.

Σύμφωνα με την περαιτέρω ιατρική μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν ανέχεται το προσθετικό μέλος για περισσότερο από δύο με τρεις ώρες, διότι ασκείται μεγάλη πίεση στην εσωτερική πλευρά του ισχίου. Το προσθετικό δερματικό μόσχευμα που τοποθετήθηκε μετά από πλαστικές επεμβάσεις ήταν πτωχής ποιότητας, με αποτέλεσμα να τραυματίζεται και να δημιουργούνται πληγές στο εναπομείναν μετά τον ακρωτηριασμό μέρος του ποδιού, ενώ το Δικαστήριο χαρακτήρισε ψυχοφθόρα τη διαδικασία, την οποία είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια της δίκης, της αφαίρεσης του προσθετικού μέλους και της επανατοποθέτησης του. Ο λόγος της αφαίρεσης είναι η ανάγκη ξεκούρασης διότι για τη συγκράτηση του τεχνητού μέλους, ο εφεσείων εφαρμόζει στη μέση του μια χοντρή ζώνη από καουτσιούκ πλάτους 9-10 πόντους που τον πιέζει, του προκαλεί μελανώματα και ιδρώτα, ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο. Η ασύμμετρη βάδιση με τη χρήση του τεχνητού μέλους γίνεται, ως αποδέχθηκε το Δικαστήριο, με μεγάλη δυσκολία, αστάθεια και χωλότητα που προκαλεί φοβερούς πόνους στη μέση. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι αυτή η πίεση λόγω της ασύμμετρης βάδισης, τα προβλήματα, η δυσφορία και η γενικότερη ταλαιπωρία, θα συνοδεύουν τον εφεσείοντα για το υπόλοιπο της ζωής του και δεν θα εξαλειφθούν ούτε με τη χρήση νέου προσθετικού μέλους, σε αντικατάσταση του υφιστάμενου.

Με όλες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο σχολιάζοντας το ζήτημα της ανάπτυξης οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων, θεώρησε ότι «..... πέραν από την επιστημονικότητα του θέματος, είναι τελικά και ζήτημα κοινής λογικής», λανθασμένα δεν δόθηκε αποζημίωση για μόνιμη οικιακή βοηθό. Ήταν κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων κατέστη παντελώς ανίκανος για να εκτελεί την προϋπάρχουσα εργασία του. Ταυτόχρονα, αφού το Δικαστήριο συνεκτίμησε όλες τις ιατρικές μαρτυρίες και τη  μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κατέστη ανίκανος «..... να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία, έστω και καθιστική», απορρίπτοντας έτσι στην ουσία την προς το αντίθετο μαρτυρία του ιατρού Χριστοδουλάκη. Έκρινε απόλυτα δικαιολογημένα τα παράπονα του εφεσείοντος για τους πόνους, τις ενοχλήσεις και τις άλλες δυσχέρειες που αντιμετωπίζει.

[*1342]Παρά ταύτα θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν οικιακή βοηθό διότι ο εφεσείων μπορούσε να εκτελεί βασικές οικιακές εργασίες όπως να μαγειρεύει και να πλένει πιάτα και ότι χρειαζόταν βοήθεια για το γενικότερο καθάρισμα του σπιτιού μόνο μια με δύο φορές την εβδομάδα. Έκρινε, εντελώς εξωπραγματικά, ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να εκτελεί τις οικιακές εργασίες του μαγειρέματος, του σκουπίσματος, του σφογγαρίσματος κλπ. με διαλείμματα ώστε να παρέχεται η ευχέρεια της ξεκούρασης. Παραγνώρισε προς τούτο εντελώς τη μαρτυρία, ιδιαιτέρως του ιατρού Παπαγιάννη, ότι εάν ο εφεσείων κρατά πατερίτσες δεν μπορεί να εκτελεί οικιακά καθήκοντα. Αν δε φορεί το τεχνητό μέλος, οι ενοχλήσεις είναι τέτοιες που δεν είναι δυνατό ή λογικό να εκτελεί εργασίες όπως το σφουγγάρισμα ή το σιδέρωμα ή το στρώσιμο του κρεβατιού ή το ξεσκόνισμα κλπ. Παραγνωρίστηκε ακόμη και η μαρτυρία του Δρ. Χρυσόστομου Γιάλλουρου ότι πρέπει επί καθημερινής βάσεως να ελέγχεται ο ερεθισμός και η τυχόν δημιουργία ανοικτών πληγών λόγω της συνεχούς πίεσης από το προσθετικό μέλος. Στην περίπτωση δημιουργίας τέτοιων ανοικτών πληγών, τότε, για να κλείσουν, ο εφεσείων θα χρειάζεται θεραπεία και αποφυγή πιέσεων το λιγότερο για δύο εβδομάδες ίσως και μήνες. Παραγνωρίστηκε ακόμη και το γεγονός ότι η αρμόδια κυβερνητική υπηρεσία διέγραψε τον Αύγουστο του 2004 τον εφεσείοντα από τον κατάλογο των ανέργων στην οποία ο εφεσείων αποτάθηκε το Νοέμβριο του 2004, εφόσον κρίθηκε 100% ανάπηρος.

Η «κοινή λογική» που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο ως προς τις οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, δεν χρησιμοποιήθηκε και για την περίπτωση της ανάγκης εργοδότησης οικιακής βοηθού. Λανθασμένα, λοιπόν, δεν απεδόθη αυτό το κονδύλι, ενώ εσφαλμένα επίσης διασυνδέθηκε η ανάγκη πρόσληψης μόνιμης οικιακής βοηθού με το γεγονός ότι μαζί με τον εφεσείοντα και την ανήλικη κόρη του διέμενε και η υπερήλικη μητέρα του, η οποία δεν ήταν σε θέση λόγω δικών της προβλημάτων υγείας, να φροντίσει τον εαυτό της. Επομένως, κατά τη λογική που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, οι υπηρεσίες της οικιακής βοηθού απαιτούνταν για να φροντίζει τη μητέρα του και όχι τον ίδιο. Ορθά γίνεται λόγος στην έφεση ότι η απόδοση του κονδυλίου της οικιακής βοηθού έπρεπε να συσχετιζόταν μόνο με την ικανότητα του ιδίου του εφεσείοντα για εκτέλεση των οικιακών εργασιών και όχι με τη διαμονή της μητέρας του στο ίδιο σπίτι.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε, η πρόσληψη οικιακής βοηθού στοίχιζε στον εφεσείοντα ένα μηνιαίο ποσό της τάξεως των €512.58 ή €6.150,97 ετησίως. Θα δικαιολογείτο επίσης συντελε[*1343]στής 12 ετών, έχοντας υπόψη την ηλικία του εφεσείοντος των 47 ετών την 1.11.06 και με δεδομένο ότι η βιολογική ζωή αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από την εργασιακή τοιαύτη και άρα ο πολλαπλασιαστής των 8 ετών που χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για τις μελλοντικές απώλειες μισθών, θα πρέπει λογικά να επιμηκυνθεί στα 12 έτη. Η απόδοση πολλαπλασιαστή της τάξης των 12 ετών, συνάδει και με τα όσα αναφέρονται στον Streets on Torts, 11η έκδ., σελ. 597, ότι με τα δεδομένα του 2003, όταν δημοσιεύτηκε η έκδοση αυτή, τα Αγγλικά Δικαστήρια έδιναν ένα πολλαπλασιαστή 17 ετών σε περίπτωση ατόμων ηλικίας 30 ετών, μειώνοντας τον στα 14 για άτομα των 40 ετών. Το κονδύλι αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί για να καλύψει την εργοδότηση οικιακής βοηθού από την ημέρα του ατυχήματος, έστω και αν αυτή είχε εγγραφεί τότε στο όνομα του πατέρα του, ο οποίος είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, απεβίωσε δε τον Ιούλιο του 2006. Δεν ζητείται όμως κατά την έφεση η κάλυψη της χρονικής αυτής περιόδου από τις 7.2.01 μέχρι τη δικάσιμο, όπως ήταν η αξίωση των λεπτομερειών ειδικών ζημιών στην παρ. 11(γ) της έκθεσης απαίτησης, αλλά από 1.11.06, όταν ο εφεσείων εργοδότησε στο δικό του όνομα, νέα οικιακή βοηθό.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την μη απόδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των ποσών που αφορούσαν τα επιδόματα του Ταμείου Προνοίας, και του Ταμείου αδειών και εορτών, ώστε να προστίθεντο επί του βασικού ποσού του εισοδήματος του εφεσείοντος ως μέρος της απώλειας εισοδημάτων. Η θέση του εφεσείοντος εδώ είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να συνυπολογίσει τα πιο πάνω διότι τα ποσά αυτά αποτελούσαν εισφορές της Νέμεσις προς όφελος του εφεσείοντος και ήταν στην ουσία μέρος της αντιμισθίας του. Σε σχέση με το Ταμείο Προνοίας, μέρος του μισθού του εφεσείοντος κατατίθετο στο Ταμείο Προνοίας, το οποίο θα έπαιρνε με την αφυπηρέτηση του. Το ίδιο οι εισφορές στο Ταμείο αδειών και εορτών ήταν μέρος των απολαβών του, εκ των οποίων πληρωνόταν ο εφεσείων μισθό κατά τις άδειες και αργίες του.

Η αντίθετη θέση της Νέμεσις είναι ότι αν συνυπολογίζονταν τα ποσά αυτά ο εφεσείων θα κατέληγε να αποζημιωθεί διπλά κατ’ αντίθεση προς πάγια νομολογιακή αρχή. Τα ποσά αυτά δεν είναι συνταξιοδοτικά ωφελήματα ώστε να υπολογίζονταν στις εβδομαδιαίες ή μηνιαίες ή ετήσιες απολαβές του εφεσείοντος. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντος για συνυπολογισμό των πιο πάνω ποσών σε μια και μόνο πρόταση, θεωρώντας την εισήγηση «εξωπραγματική και απρόσφορη υπό τις περιστάσεις», και χωρίς, εσφαλμένα, να δώσει [*1344]οποιαδήποτε εξήγηση. Αποτελεί όμως γεγονός ότι με βάση τις συλλογικές συμβάσεις που αφορούσαν και την εργασία του εφεσείοντος, τεκμ. 19-22, το Ταμείο Προνοίας λειτουργούσε στη βάση κανονισμών που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ της εργοδοτικής πλευράς και των συντεχνιών με εκατέρωθεν συνεισφορές από τον εργοδότη και τον εργοδοτούμενο στο 5,5% από 1.1.97 (Αρθρο 15). Το ποσό της εισφοράς αυτής ήταν επιπρόσθετο των απολαβών του, όπως φαίνεται άλλωστε από τις κάρτες πληρωμής που κατατέθηκαν ως Τεκμ. 14(12). Αυτές είναι οι εβδομαδιαίες απολαβές του εφεσείοντος και παρατηρείται ότι κάθε κάρτα χωρίζεται σε τρεις στήλες. Τις απολαβές, τις αποκοπές και τις εισφορές. Η αφαίρεση του ποσού των αποκοπών από το ποσό των απολαβών, έδιδε τον καθαρό εβδομαδιαίο μισθό, ενώ η στήλη των εισφορών αντικατοπτρίζει τις διάφορες εισφορές της Νέμεσις που παρέμεναν σε πίστη του εφεσείοντος για μελλοντική βεβαίως χρήση.

Η βασική αρχή που καθιερώθηκε από τη νομολογία είναι ότι ο ενάγων δεν μπορεί να ανακτήσει πέραν εκείνου που έχει χάσει.  Στον Streets on Torts – πιο πάνω – σελ. 602-603, εξηγείται ότι η αποζημίωση του ενάγοντα μπορεί να επηρεαστεί  από κοινωνικές παροχές που προσφέρονται από το κράτος στη βάση του ότι το κράτος δεν θα επωμισθεί τις οικονομικές συνέπειες της αδικοπραξίας του εναγομένου για τις οποίες ο τελευταίος είναι υπόλογος απευθείας στο κράτος, ενώ από την άλλη ο ενάγων δεν πρέπει να τύχει διπλής αποζημίωσης. Γενικώς, ωφελήματα προς τον ενάγοντα που προέρχονται από χαριστικές ή φιλανθρωπικές πληρωμές ή από ιδιωτική ασφάλεια του ενάγοντα ή της οικογένειας του, τα ασφάλιστρα των οποίων ο ίδιος ή η οικογένεια του κατέβαλλε, δεν είναι αφαιρετέα από το ποσό της αποζημίωσης. (Nabi v. British Leyland (U.K.) Ltd [1980] 1 W.L.R. 529). Έχει εξηγηθεί στην Parry v. Cleaver [1970] 1 A.C. 1, ότι ο ουσιαστικός λόγος μη αφαίρεσης είναι η αγορά του ασφαλιστικού συμβολαίου από τον ίδιο τον ενάγοντα. Το ίδιο και οι τυχόν δωρεές ή φιλανθρωπίες που περιέρχονται στον ενάγοντα για τις οποίες θα ήταν άδικη η αφαίρεση τους με τον συνυπολογισμό τους στο ποσό της αποζημίωσης. Στην ίδια αυτή υπόθεση, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, αποφάσισε ότι η σύνταξη ανικανότητας λόγω της εργασίας δεν ήταν αφαιρετέα, ανεξάρτητα από το αν ήταν με τη συνεισφορά του εργοδότη ή κατά τη διακριτική του ευχέρεια. Ο καθιερωθείς τρόπος ελέγχου ήταν κατά πόσο το όφελος αυτό προτίθετο να καταβαλλόταν ακόμη και αν ο ενάγων αποζημιωνόταν από άλλη πηγή.

Από την άλλη, ωφελήματα από το δημόσιο, όπως κοινωνικές ασφαλίσεις από το κράτος, είναι αφαιρετέα από το ποσό των ει[*1345]δικών αποζημιώσεων (Lincoln v. Hayman and another [1982] 1 W.L.R. 488 και Mitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796). Στην Ιακώβου v. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079, έγινε ανασκόπηση της νομολογίας και αποφασίστηκε ότι ωφελήματα που λαμβάνονταν κάτω από το Ταμείο Ανακουφίσεως Παθόντων στη βάση νομοθεσίας, ήταν αφαιρετέα από τις αποζημιώσεις εφόσον το ποσό της αποζημίωσης και οι εισφορές στο Ταμείο προέρχονταν από τον αδικοπραγήσαντα, ήτοι, το ίδιο το κράτος.

Τέθηκε εκεί το ερώτημα, όπως και στην προαναφερθείσα αγγλική νομολογία, κατά πόσο η συγκεκριμένη παροχή είναι τόσο απομακρυσμένη ώστε να μην λαμβάνεται υπόψη. Αυτό, διότι στη Lincoln – πιο πάνω – είχε αναφερθεί ότι εντελώς παρεμφερή ωφελήματα πρέπει να αφήνονται εκτός υπολογισμού. Από την άλλη, πρέπει να ακολουθείται από τα Δικαστήρια μια πραγματική θεώρηση των δεδομένων.  Αν το παρεμφερές ωφέλημα είναι στην πραγματικότητα μέρος της μισθοδοσίας του ενάγοντα, δεν υπάρχει βέβαια αποχρών λόγος για αφαίρεση του από τον υπολογισμό. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Peter Barrie: Personal Injury, 2η έκδ., σελ. 446, ο εργοδότης συνήθως ή οι ασφαλιστές του, μπορούν να παράσχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς αυτή την κατεύθυνση. Η αμοιβή της εργοδοσίας μπορεί να περιλαμβάνει ωφελήματα που πρέπει να μετατραπούν σε χρηματικό ποσό, όπως η παροχή δανείου από τον εργοδότη για αγορά οχήματος, δικαιολογητικά ή εισιτήρια («vouchers») γεύματος, ιδιωτική ασφάλεια κ.ά..

Εδώ είναι φανερό ότι το Ταμείο Προνοίας λειτουργούσε προς όφελος του εφεσείοντος. Μέρος της μισθοδοσίας του αποκόπτετο ως εισφορά σ’ αυτό και άλλο ισόποσο ως εισφορά του εργοδότη. Δεν νοείται εδώ το Ταμείο Προνοίας να μην συνυπολογιζόταν στο μισθό του εφεσείοντος. Δεν υπήρχε προς τούτο λογική, ούτε και παρουσιάζεται ότι εκ του συνυπολογισμού του, ο εφεσείων αποζημιώνεται διπλά. Στον τομέα των παρεμφερών ωφελημάτων, όπως εξηγείται τόσο στον Street on Torts – πιο πάνω – σελ. 603, όσο και στον Ogus: The Law of Damages, σελ. 222-230, η νομική βάση της εξαίρεσης ή της αφαίρεσης, δεν έχει καθοριστεί με γνώμονα κάποιες συγκεκριμένες και με συνέπεια ακολουθούμενες νομικές αρχές. Στην προσπάθεια κατηγοριοποίησης των νομικών αρχών αναζητείται η πηγή του ωφελήματος, αλλά και ο σκοπός του.

Θεωρείται γενικώς ότι η παραγνώριση ωφελήματος είναι δίκαιη όταν το ωφέλημα προκύπτει από χρήματα που δόθηκαν από ή εκ μέρους του ενάγοντα, τα οποία λόγω πρόνοιας και σύνεσης, [*1346]ο ενάγων επένδυσε κατά τον ορθό τρόπο και προς όφελος του, ακριβώς για να καλύψει και την περίπτωση ατυχήματος.  Περαιτέρω, ο σκοπός του ωφελήματος αναγνωρίζεται ως ουσιαστικός παράγοντας για την εξαίρεση του από τον συνυπολογισμό των αποζημιώσεων ώστε αυτές να μην μειώνονται. Στην υπόθεση National Insurance Co v. Espagne [1961] 105 C.L.R. 569, (της Αυστραλίας), η γενική βάση τέθηκε ως εξής: Ένα ωφέλημα που δίδεται από τρίτο, θα ληφθεί υπόψη, εκτός εάν ο σκοπός του, ρητά ή εξυπακουόμενα ήταν να προμηθεύσει τον ενάγοντα με ένα όφελος προς υποστήριξη του, πρόσθετα οποιασδήποτε αξίωσης ήθελε έχει ο ενάγων εναντίον του εναγομένου.

Όπως δείχνει και η υπόθεση Parry v. Cleaver – ανωτέρω – συνταξιοδοτικά αναπηρικά ωφελήματα δεν αφαιρούνται από το ποσό των αποζημιώσεων. Στη Smoker London Fire and Civil Defence Authority [1991] 2 A.C. 502, η Βουλή των Λόρδων επιβεβαίωσε την Parry v. Cleaver, ως προς το ότι δεν ήταν αφαιρετέο ένα σχέδιο αναπηρικής σύνταξης, έστω και αν εν μέρει συνεισέφερε σ’ αυτό και ο εργοδότης. Στη McCamley v. Cammel Laird Shipbuilders Ltd [1990] 1 All E.R. 854, κρίθηκε μη αφαιρετέο το προϊόν συμβολαίου προσωπικών ατυχημάτων, το οποίο οι εργοδότες πλήρωναν εξ ολοκλήρου προς όφελος όλων των υπαλλήλων τους. Στον Peter Barrie: Personal Injury – ανωτέρω – αναφέρεται στη σελ. 447, ότι εάν το ταμείο σύνταξης λειτουργεί κατά τρόπον ώστε να δημιουργείται ένα χρηματικό αποθεματικό, τότε οι εισφορές του εργοδότη είναι ορθό να προστίθενται στον καθαρό μισθό του εργοδοτούμενου, αντί να εγείρεται χωριστή απαίτηση για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Το Ταμείο Προνοίας λειτουργεί κατά τον αυτό τρόπο. Άρα θα πρέπει να προστεθούν οι εισφορές στον καθαρό μισθό του εφεσείοντος.

Το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει με το Ταμείο αδειών και εορτών. Ο όρος «αποδοχαί», στο ερμηνευτικό Αρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, ως τροποποιήθηκε, περιλαμβάνει «πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως αυτού ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικού χρηματικής αποζημιώσεως ως και την εισφορά του εργοδότου αναφορικώς προς τον μισθωτόν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979 .....». Το Ταμείο αυτό λειτουργεί, επομένως, δυνάμει νομοθεσίας  και άρα ο εφεσείων θα πληρωνόταν τις άδειες του από το Ταμείο, κατ’ αναλογία προς τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Είναι επομένως αφαιρετέα τα ποσά των εισφορών από τον εργοδότη, εφόσον και με βάση τη συλλογική σύμβαση, άρθρο 8, ο εργοδότης κατέβαλλε αυτή την ει[*1347]σφορά σ’  αυτό ακριβώς το Ταμείο. Άλλωστε, αυτές οι εισφορές στόχευαν στην πληρωμή προς τον εφεσείοντα της άδειας του  κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του και όχι βέβαια πέραν αυτής. Το ίδιο ισχύει και για το Ταμείο εορτών. Ο εφεσείων δέχεται στη γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε ως Τεκμ. 14, μέρος της κύριας εξέτασης του, σελ. 14, ότι τις καλοκαιρινές του άδειες τις πληρωνόταν από το Ταμείο αδειών, του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει  κατά το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως εξής:

  (i)  Ο εφεσείων δικαιούται στο πλήρες ποσό των €250.000 που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και ταλαιπωρία του με το ποσοστό 100% ευθύνης να βαρύνει τους εφεσίβλητους 1 και 2, ανά 50% έκαστος, ως η μεταξύ τους συμφωνηθείσα κατανομή, πλέον τόκο 8% ετησίως από 1.9.00, ως καθορίσθηκε πρωτοδίκως, μέχρι εξόφλησης.

 (ii)  Ο εφεσείων δικαιούται επίσης στις €140.000 επί πλήρους ευθύνης που καθορίστηκαν πρωτοδίκως ως αποζημιώσεις για απώλειες μισθών από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την ημέρα έκδοσης της απόφασης.

(iii)  Ο εφεσείων δικαιούται το ποσό των €160.000 επί πλήρους ευθύνης ως καθορίσθηκε από το Δικαστήριο για απώλεια μελλοντικών απολαβών.

(iv)  Ο εφεσείων δικαιούται σε πρόσθετο ποσό €73.811,64 ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων για την εργοδότηση οικιακής βοηθού ήτοι από 1.11.06, με συντελεστή 12 χρόνια, επί ποσού €6.150,97 ετησίως.

(v) Ο εφεσείων δικαιούται επίσης στα εξής δύο επί μέρους ποσά για το Ταμείο Προνοίας: (α) €8.220,30 για τα έτη 2001-2008 που αντιστοιχεί με το 5,5% εισφοράς των εφεσίβλητων 1, (β) €9.847,20 που αντιστοιχεί με το 5,5% εισφορά των εφεσιβλήτων 1 για μελλοντική απώλεια με συντελεστή 8 ετών.

      Σύνολο: €641.879,14 εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, ως η μεταξύ τους συμφωνία κατανομής.

Όλα τα υπόλοιπα επιδικασθέντα πρωτοδίκως ποσά μαζί με [*1348]τους επιδικασθέντες τόκους, που δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ έφεση, καθώς και οι τόκοι επί των ποσών που διαφοροποιούνται διά της εφέσεως, παραμένουν ως έχουν.

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

H έφεση επιτρέπεται κατά το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση με την οποία τα επιδικασθέντα ποσά προσαρμόζονται στη βάση της πλήρους ευθύνης, ως επίσης και στη βάση των επιπροσθέτων ποσών που επιδικάζονται κατ’ έφεση λαμβανομένων υπόψη και των ωφελημάτων που εκρίθη ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον καθορισμό απώλειας μελλοντικών απολαβών.

Επιδικάζεται συνολικό ποσόν €641.879,14 εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, ως η μεταξύ τους συμφωνία κατανομής. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο