Νικολάου Γεώργιος ν. Total Properties Ltd και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 1358

(2011) 1 ΑΑΔ 1358

[*1358]14 Ιουλίου, 2011

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντας-Ενάγοντας,

v.

1. TOTAL PROPERTIES LTD.,

2. ΠΑΝΙΚΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ,

3. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΟΛΗ,

4. ΠΑΝΙΚΟΥ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΟΥ,

5. ΜΑΡΙΝΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

6. ΛΑΜΠΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

7. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 124/2010)

 

Εταιρείες ― Ειδοποίηση Απαίτησης πιστωτή ― Άρθρο 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ― Το λεκτικό του προνοεί για ειδοποίηση απαίτησης υπογραμμένη από τον ίδιο τον πιστωτή ― Η σαφήνεια στη διατύπωση των επίμαχων λέξεων του Άρθρου 212(α), δεν επιτρέπει επέκταση του πεδίου εφαρμογής τους έτσι ώστε να καλύπτουν και τις υπογραφές αντιπροσώπων του πιστωτή ή άλλων προσώπων που υπογράφουν εκ μέρους και για λογαριασμό του ― Αν κανόνας δικαίου ή νομοθέτημα απαιτούν την υπογραφή του εγγράφου προσωπικά, τότε η εξουσία υπογραφής του από το πρόσωπο του οποίου η υπογραφή απαιτείται, δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε τρίτο.

Πολιτική Δικονομία ― Ένορκες δηλώσεις ― Πότε είναι επιτρεπτή ένορκη δήλωση από δικηγόρο ― Στις περιπτώσεις  όπου ο ομνύων είναι δικηγόρος, κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ετέθη προς εξέταση αίτηση υποκατάστατης επίδοσης ειδοποίησης απαίτησης η οποία αφορούσε εξ’ αποφάσεως χρέος της εταιρείας και ήταν υπογραμ[*1359]μένη από το δικηγόρο του εξ αποφάσεως πιστωτή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις πρόνοιες της Διαταγής 5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως και σε σχετική νομολογία, απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η Δ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζει την επίδοση δικαστικής κλήσης όπου δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια και ότι το Άρθρο 212(α) του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, προνοεί ρητά ότι τέτοια απαίτηση, όπως και εκείνη της οποίας ζητείτο η υποκατάστατη επίδοση, πρέπει να επιδίδεται στην εταιρεία με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο.

Απέρριψε περαιτέρω την αίτηση  και λόγω γενικότητας και αοριστίας του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης στην οποία αναφέρονταν τα προβλήματα πρόσβασης στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας.

Την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης  ο εφεσείων αμφισβήτησε με ένα λόγο έφεσης, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση ήταν προϊόν λανθασμένης αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του, όπως και εσφαλμένης καθοδήγησης από τη νομολογία

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το βάσιμο ή όχι του απορριφθέντος από το πρωτόδικο δικαστήριο αιτήματος του εφεσείοντα, προϋπόθετε την ύπαρξη έγκυρης ειδοποίησης απαίτησης και συγκεκριμένα ειδοποίησης απαίτησης, η οποία να συνάδει με τις σχετικές προς τούτο πρόνοιες του Άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, άλλως έγκριση του αιτήματος για υποκατάστατη επίδοση θα απέληγε σε έγκριση αιτήματος άνευ αντικειμένου, αφού στην ουσία η ειδοποίηση απαίτησης δεν θα δημιουργούσε έννομα αποτελέσματα.

2.  Το λεκτικό του Άρθρου 212(α) προνοεί για ειδοποίηση απαίτησης «υπογραμμένη από αυτόν», δηλαδή τον πιστωτή. Η σαφήνεια στη διατύπωση των επίμαχων λέξεων του Άρθρου 212(α), δεν επιτρέπει επέκταση του πεδίου εφαρμογής τους έτσι ώστε να καλύπτουν και τις υπογραφές αντιπροσώπων του πιστωτή ή άλλων προσώπων που υπογράφουν εκ μέρους και για λογαριασμό του τελευταίου. Εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμούσε κάτι τέτοιο, μερίμνησε ανάλογα.

3.  Η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω της μη υπογραφής της ειδοποίησης από τον ίδιο τον πιστωτή.

[*1360]4.    Η απουσία ένορκης δήλωσης από πλευράς του επιδότη, ο οποίος  ήταν και το μόνο πρόσωπο που είχε ιδίαν γνώση των εν λόγω γεγονότων, σε συνδυασμό με το γενικό και ασαφή τρόπο εξιστόρησης των γεγονότων στην ένορκη δήλωση, στέρησαν από το δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει ενώπιον του τα πλήρη γεγονότα που περιέβαλλαν το θέμα της μη επίδοσης της ειδοποίησης απαίτησης.

5.  Στην υπό εξέταση περίπτωση καμιά εξήγηση δεν δόθηκε ως προς τους λόγους που οδήγησαν στον καταρτισμό της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, από το δικηγόρο και όχι τον πελάτη.

Παρατήρηση Εφετείου:

“Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο αριθμός και η φύση των εμπορικών συναλλαγών, στη σύγχρονη εποχή που ζούμε, έχει διαφοροποιηθεί ουσιαστικά και προϋποθέτει μια πιο ευέλικτη ρύθμιση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών και στην αμεσότητα που επιβάλλουν οι συναλλακτικές σχέσεις. Εναπόκειται βέβαια στο νομοθέτη να προβεί στη λήψη των αναγκαίων για σκοπούς θεραπείας μέτρων, τα οποία να σημειωθεί εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με παρόμοια νομικά συστήματα όπως και στον τόπο μας.”

Η έφεση απορρίφθηκε. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Εταιρεία Σκυροποιΐας  «ΛΕΩΝΙΚ» Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1457,

R. v. Kent JJ. [1873] L.R. 8 Q.B. 305,

R. v. Cowper [1890] 24 Q.B.D. 533,

France v. Dutton [1891] 2 Q.B.D. 208,

Goodman v. J. Eban Ltd. [1954] 1 All E.R. 763,

London County Council v. Vitamins Ltd. [1955] 2 All E.R. 229,

In Re Horne (a bankrupt) [2000] 4 All E.R. 550,

Re Prince Blucher, Ex. P. Debtor [1931] 2 Ch. 70,

[*1361]Hyde v. Johnson [1836] 2 Bing NC 776; 132 ER 299,

Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528,

Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86,

Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162,

Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348,

Wilson v. Wallani 5(1) Digest 7645 (2nd Reissue),

In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,

Rybolovlev κ.ά. v. Rybolovleva κ.ά. (2010) 1(Α) A.A.Δ. 82.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 10718/2002), ημερ. 12.4.2010.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 2/3/2007 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εταιρείας Total Properties Limited (η εταιρεία) για Λ.Κ.7.000.000, πλέον τόκους, πλέον έξοδα και Φ.Π.Α. επί των εξόδων. Η εκτέλεση της απόφασης αναστάληκε για τρεις μήνες από την έκδοσή της.

Μετά την παρέλευση της περιόδου αναστολής, ο εφεσείων επιχείρησε να επιδώσει στην εταιρεία ειδοποίηση απαίτησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 212(α) του Κεφ. 113. Η συγκεκριμένη ειδοποίηση απαίτησης αφορούσε το εξ’ αποφάσεως χρέος της εταιρείας και ήταν υπογραμμένη από το δικηγόρο του εξ αποφάσεως πιστωτή. Αντίγραφο της δικαστικής απόφασης επισυνάπτετο στην ειδοποίηση.

[*1362]Επειδή δεν κατέστη εφικτή η επίδοση της ειδοποίησης στην εταιρεία, ο εφεσείων, με μονομερή αίτηση του, την οποία καταχώρισε στα πλαίσια της αγωγής στην οποία εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, επιδίωξε την έκδοση διατάγματος για υποκατάστατο επίδοση της ειδοποίησης, εισηγούμενος τρεις διαφορετικούς τρόπους υποκατάστατης επίδοσης. Συγκεκριμένα, εισηγείται την τοιχοκόλληση αντίγραφου της ειδοποίησης στην κύρια είσοδο της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην οδό Κυπράνωρος 13 στη Λευκωσία, επί της οποίας βρίσκεται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, την ανάρτηση αντίγραφου της ειδοποίησης εντός των ανελκυστήρων της πολυκατοικίας και τέλος, την αποστολή με διπλοσυστημένη επιστολή στη συγκεκριμένη διεύθυνση, αντίγραφου της ειδοποίησης.

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση του εφεσείοντα, ο δικηγόρος του τελευταίου, μεταξύ άλλων ισχυρίζεται και τα πιο κάτω:

“3. Η πιο πάνω Διεύθυνση είναι πολυκατοικία. Όπως μου ελέχθη από τον επιδότη που επιχείρησε να επιδόσει την Απαίτηση, ο ανελκυστήρας δεν μπορεί να ανεβεί μέχρι τον 5ο Όροφο της εν λόγω πολυκατοικίας που είναι το γραφείο των Εναγομένων χωρίς κωδικό τον οποίο δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να τον μάθει. Οι Εναγόμενοι στο χώρο εκείνο έχουν διάφορες εταιρείες και χρησιμοποιούν διάφορα ονόματα ανάλογα με την περίπτωση όπως τους βολεύει. Για παράδειγμα αν ο επιδότης ρωτήσει για την TOTAL PROPERTIES LTD αυτοί λέγουν ότι εκεί είναι άλλη εταιρεία για σκοπούς αποφυγής λήψης διάφορων εγγράφων.

  4. Πιστεύω ότι οι Καθ’ων η Αίτηση σκόπιμα δεν επιτρέπουν εύκολη πρόσβαση στο εγγεγραμμένο γραφείο τους για να αποφεύγουν την επίδοση σ’ αυτούς των διαφόρων διαδικασιών όπως η εκδοθείσα Απαίτηση στην υπό τον άνω τίτλο και αριθμό Αγωγή. Επίσης πιστεύω ότι οι Καθ’ων η Αίτηση σκόπιμα δεν προσδιορίζουν επακριβώς τον αριθμό γραφείου που είναι το εγγεγραμμένο γραφείο τους για να αποφεύγουν την επίδοση σ’ αυτούς των διαφόρων διαδικασιών όπως η εκδοθείσα Απαίτηση στην υπό τον άνω τίτλο και αριθμό Αγωγή.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις πρόνοιες της Διαταγής 5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τις οποίες η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα κα Χατζημιχαήλ είχε επικαλεστεί πρωτοδίκως για επίρρωση των επί του προκειμένου θέσεων [*1363]της, όπως και σε σχετική νομολογία (C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Εταιρεία Σκυροποιΐας «ΛΕΩΝΙΚ» Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1457) απέρριψε την αίτηση με το εξής σκεπτικό:

“Η Δ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζει την επίδοση δικαστικής κλήσης όπου δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Το Άρθρο 212(α), όμως, προνοεί ρητά ότι τέτοια απαίτηση, όπως και αυτή της οποίας ζητείται η υποκατάστατη επίδοση, πρέπει να επιδοθεί στην εταιρεία με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο.”

Την αίτηση το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και γιατί το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του δικηγόρου κ. Παπαθεοδώρου, η οποία συνόδευε την αίτηση και το οποίο συνιστούσε το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου η αίτηση εδραζόταν, ήταν γενικό και αόριστο με αποτέλεσμα ο λόγος που δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της ειδοποίησης απαίτησης να μην προκύπτει με σαφήνεια.

Την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων αμφισβητεί με ένα λόγο έφεσης, ήτοι, ότι η απόφαση είναι προϊόν λανθασμένης αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του, όπως και εσφαλμένης καθοδήγησης από τη νομολογία και ιδιαίτερα από την απόφαση στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited (πιο πάνω).

Εξετάζοντας την έφεση, εντοπίστηκε εκ προοιμίου κατά τη μελέτη της ένα ουσιαστικό πρόβλημα το οποίο δεν απασχόλησε είτε το πρωτόδικο δικαστήριο, είτε το συνήγορο και το οποίο στερεί την έφεση από οποιοδήποτε υπόβαθρο καθιστώντας την άνευ αντικειμένου, χωρίς να χρειάζεται επανάνοιγμα της, εφόσον τα όσα ακολουθούν αποτελούν το αναντίλεκτο πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Και αυτό, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η διαδικασία που ακολούθησε ο εφεσείων, να εισάξει δηλαδή την αίτηση για υποκατάστατο επίδοση στα πλαίσια της αγωγής ήταν ή όχι ορθή, ή αν θα έπρεπε να καταχωρηθεί γενική ή ακόμη και εταιρική αίτηση, ερώτημα που δεν χρειάζεται τελικώς να απαντηθεί.

Το βάσιμο ή όχι του απορριφθέντος από το πρωτόδικο δικαστήριο αιτήματος του εφεσείοντα, προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης ειδοποίησης απαίτησης και συγκεκριμένα ειδοποίησης απαίτησης, η οποία να συνάδει με τις σχετικές προς τούτο πρόνοιες του Άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, άλλως έγκριση του αιτήματος για υποκατάστατη επίδοση θα απέληγε σε έγκρι[*1364]ση αιτήματος άνευ αντικειμένου, αφού στην ουσία η ειδοποίηση απαίτησης δεν θα δημιουργούσε έννομα αποτελέσματα.

Σύμφωνα με το Άρθρο 212(α), εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της αν πιστωτής, στον οποίο η εταιρεία οφείλει ποσό που υπερβαίνει τις £500, επέδωσε στην εταιρεία, παραδίδοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της, ειδοποίηση απαίτησης υπογραμμένη από αυτόν (under his hand, σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο) για το ποσό της απαίτησης και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις βδομάδες παρέλειψε να καταβάλει το ποσό ή να το εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή. (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Σύμφωνα με την πάγια και τόσο παλιά όσο και η ιστορία του κοινοδικαίου, γενική αρχή του κοινοδικαίου, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι υπέγραψε δεόντως ένα έγγραφο αν το υπέγραψε το ίδιο προσωπικά, ή αν το έγγραφο υπεγράφη εκ μέρους και για λογαριασμό του, από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, οπόταν και η υπογραφή του αντιπροσώπου του θεωρείται ως δική του υπογραφή. (R. v. Kent JJ. [1873] L.R. 8 Q.B. 305, R. v. Cowper [1890] 24 Q.B.D. 533, France v. Dutton [1891] 2 Q.B.D. 208, Goodman v. J. Eban Ltd. [1954] 1 All E.R. 763, London County Council v. Vitamins Ltd. [1955] 2 All E.R. 229 και In Re Horne (a bankrupt) [2000] 4 All E.R. 550). Από την άλλη όμως, αν κανόνας δικαίου ή νομοθέτημα απαιτούν την υπογραφή του εγγράφου προσωπικά, τότε η εξουσία υπογραφής του εν λόγω εγγράφου από το πρόσωπο του οποίου η υπογραφή απαιτείται, δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε τρίτο. (Βλ. Re Prince Blucher, Ex. P. Debtor [1931] 2 Ch. 70 και Hyde v. Johnson 1(2) Digest (2nd Reissue)).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι η προτιθέμενη για επίδοση ειδοποίηση απαίτησης ήταν υπογραμμένη όχι από τον εξ αποφάσεως πιστωτή προσωπικά, αλλά από το δικηγόρο του, το ζητούμενο είναι κατά πόσο οι λέξεις «υπογραμμένη από αυτόν» ή κατά το αγγλικό κείμενo «under his hand», στο Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113, απαιτούν προσωπική υπογραφή και συγκεκριμένα απαιτούν όπως η προνοούμενη από το συγκεκριμένο άρθρο ειδοποίηση απαίτησης φέρει την προσωπική υπογραφή του πιστωτή και όχι οποιουδήποτε αντιπροσώπου του.

Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συ[*1365]νήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες. Όπως πολύ εύστοχα λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, στη σελ. 533, «Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του Νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη». (Βλ. επίσης, Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348).

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το λεκτικό του Άρθρου 212(α) προνοεί για ειδοποίηση απαίτησης «υπογραμμένη από αυτόν», δηλαδή τον πιστωτή, ή κατά το αγγλικό κείμενο «a demand under his (the creditors) hand». Στην υπόθεση Wilson v. Wallani 5(1) Digest 7645 (2nd Reissue), η γραπτή αποποίηση που είχε υπογραφεί, αντί από τον trustee προσωπικά, από τους δικηγόρους του, κρίθηκε άκυρη για σκοπούς του Άρθρου 23 του Bankruptcy, Act 1869, το οποίο να σημειωθεί έχει έκτοτε ακυρωθεί και το οποίο προνοούσε για έγγραφη αποποίηση «under the trustees hand». Στην υπόθεση Re Prince Blucher, Ex. P. Debtor [1931] 2 Ch. 70, η γραπτή πρόταση του χρεώστη στους πιστωτές του για σχέδιο σύνθεσης ικανοποίησης των οφειλών του, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 16(1) του Bankruptcy, Act 1914, κρίθηκε άκυρη γιατί δεν ήταν υπογραμμένη από τον ίδιο, αλλά από τους δικηγόρους του. Κι αυτό γιατί, όπως λέχθηκε, οι λέξεις «signed by him» που προνοούντο από το σχετικό άρθρο ήταν σαφείς και ρητές και έτσι δεν παρείχετο περιθώριο, έστω και αν ο χρεώστης λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν ήταν σε θέση να συζητήσει και γενικά να αντιληφθεί θέματα που αφορούσαν τις επιχειρήσεις του, τροποποίησης ή αλλοίωσης του λεκτικού του άρθρου ή πρόσδοσης σ’ αυτό ερμηνείας η οποία θα τροποποιούσε ή θα διαφοροποιούσε τις πραγματικά σαφείς πρόνοιες του.

Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι η σαφήνεια στη διατύπωση των επίμαχων λέξεων του Άρθρου 212(α), δεν επιτρέπει επέκταση του πεδίου εφαρμογής τους έτσι ώστε να καλύπτουν και τις υπογραφές αντιπροσώπων του πιστωτή ή άλλων προσώπων που υπογράφουν εκ μέρους και για λογαριασμό του τελευταίου. Εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμούσε κάτι τέτοιο, μερίμνησε ανάλογα. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστούν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, οι οποίες προνοούν ρητά ότι, «Όταν, δυνάμει του Νόμου αυτού, απαιτείται όπως υπογραφτεί οποιοδήποτε έγγραφο ή γραπτό κείμενο από οποιοδήποτε πρόσωπο, δεν είναι αναγκαίο όπως αυτό υπογράψει τούτο ιδιοχεί[*1366]ρως, αλλά είναι αρκετό αν η υπογραφή του τεθεί επ’ αυτού από κάποιο άλλο πρόσωπο με ή δυνάμει εξουσιοδότησής του». Στην παρούσα περίπτωση είναι καθαρό ότι τέτοια άδεια ή εξουσιοδότηση δεν δόθηκε από τις πρόνοιες του Άρθρου 212(α), ούτε και είναι δυνατό να εισαχθούν στο λεκτικό του συγκεκριμένου Άρθρου.

Έχουμε την άποψη ότι οι επίμαχες λέξεις δεν μπορούν να σημαίνουν οτιδήποτε άλλο από ειδοποίηση απαίτησης η οποία έχει υπογραφεί προσωπικά από αυτόν τον ίδιον τον πιστωτή. Η πρόθεση του νομοθέτη έχει εκφρασθεί με το συγκεκριμένο τρόπο, εφόσον δε στην υπό κρίση περίπτωση ο πιστωτής για κάποιο λόγο δεν υπέγραψε ο ίδιος την προτιθέμενη για σκοπούς επίδοσης ειδοποίηση απαίτησης, δεν μπορεί, έστω και αν το αίτημα του για υποκατάστατο επίδοση εγκρινόταν, να αποκομίσει όφελος από τις συγκεκριμένες πρόνοιες. Για σκοπούς εξακρίβωσης κατά πόσο ένα έγγραφο είναι «under the hand» του χορηγούντα, η υπογραφή είναι περισσότερο από μια απλή τυπικότητα ή επισημότητα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα μιας τέτοιας υπογραφής έχει προ πολλού γίνει αποδεκτή μέσω της κοινής χρήσης και πρακτικής, ως η αναγνωρισμένη και αδιαμφισβήτητη ένδειξη της ηθελημένης έγκρισης του εγγράφου, ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση όπου η διαδικασία διάλυσης συνιστά το σοβαρότερο ουσιαστικά μέτρο που μπορεί να ληφθεί εναντίον νομικού προσώπου, αφού επηρεάζει αυτή την ίδια την ύπαρξη και την οντότητα του με σοβαρές συνέπειες σε μετόχους και πιστωτές του.

Η πιο πάνω κατάληξή μας σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης, η οποία ως αποτέλεσμα θα πρέπει να απορριφθεί.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο αριθμός και η φύση των εμπορικών συναλλαγών, στη σύγχρονη εποχή που ζούμε, έχει διαφοροποιηθεί ουσιαστικά και προϋποθέτει μια πιο ευέλικτη ρύθμιση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών και στην αμεσότητα που επιβάλλουν οι συναλλακτικές σχέσεις. Εναπόκειται βέβαια στο νομοθέτη να προβεί στη λήψη των αναγκαίων για σκοπούς θεραπείας μέτρων, τα οποία να σημειωθεί εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με παρόμοια νομικά συστήματα όπως και στον τόπο μας (Insolvency Rules (1986) Statutory Instrument 1986/1925, r. 4.4(3)).

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και για ακόμα ένα λόγο.

Η αίτηση για υποκατάστατο επίδοση της απαίτησης πληρωμής συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του δικηγόρου του εφεσεί[*1367]οντα, κ. Γ. Παπαθεοδώρου. Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι από το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης δεν προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της απαίτησης πληρωμής στην εταιρεία, έχει ως εξής:

“Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, παρατηρώ ότι από την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση δεν προκύπτει με σαφήνεια που βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, ενώ ο ίδιος ο κ. Παπαθεοδώρου αναφέρει ότι οι εναγόμενοι έχουν διάφορες εταιρείες στον χώρο και, αν ρωτηθούν για την Εναγόμενη, λέγουν ότι εκεί είναι άλλη εταιρεία. Από την αναφορά του αυτή προκύπτουν δύο ερωτήματα: Αφ’ ενός, εάν όντως εκεί που ρωτά ο επιδότης βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγόμενης εταιρείας, και υπάρχει κάποιο αρμόδιο πρόσωπο εκεί, τότε ο επιδότης θα μπορούσε να επιδόσει τα έγγραφα είτε αυτοί τα παραλάμβαναν είτε όχι. Αφ’ ετέρου, εάν τα γραφεία της Εναγόμενης εταιρείας δεν βρίσκονται εκεί, τότε ακόμη και αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, οι Εναγόμενοι δεν θα λάβουν γνώση.”

Διεξήλθαμε την ένορκη δήλωση του κ. Παπαθεοδώρου που συνοδεύει την αίτηση. Συμμεριζόμαστε την πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το σκεπτικό του οποίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Η εικόνα που αναδύεται μέσα από την εν λόγω ένορκη δήλωση αναφορικά με τα γεγονότα που σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα κατέστησαν ανέφικτη την επίδοση της απαίτησης πληρωμής στην εταιρεία στη συγκεκριμένη διεύθυνση, κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη είναι. Η απουσία ένορκης δήλωσης από πλευράς του επιδότη, ο οποίος να σημειωθεί είναι και το μόνο πρόσωπο που έχει ιδίαν γνώση των εν λόγω γεγονότων, σε συνδυασμό με το γενικό και ασαφή τρόπο εξιστόρησης των εν λόγω γεγονότων στην ένορκη δήλωση, στέρησαν στην ουσία από το δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει ενώπιον του πλήρη τα γεγονότα που περιβάλλουν το θέμα της μη επίδοσης της ειδοποίησης απαίτησης.

Σ’ αυτό το στάδιο και με δοσμένο το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για υποκατάστατη επίδοση, καταρτίστηκε από δικηγόρο, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στις πιο κάτω επισημάνσεις, σε σχέση με το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους.

[*1368]Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της απαίτησης πληρωμής, είχε καταρτιστεί από το δικηγόρο του αιτητή κ. Γ. Παπαθεοδώρου, ο οποίος δεν χειρίστηκε την υπόθεση πρωτόδικα, την χειρίστηκε όμως κατ’ έφεση. Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι είναι ανεπιθύμητο να ορκίζεται ως προς τα γεγονότα δικηγόρος και όχι ο ίδιος ο διάδικος, εκτός βέβαια και αν αυτό είναι αναγκαίο, οπόταν και ο δικηγόρος, εφόσον έχει καταστήσει τον εαυτό του μάρτυρα γεγονότων, κωλύεται λόγω ασυμβιβάστου να συνεχίσει να ενεργεί ως δικηγόρος του διαδίκου πελάτη του. (In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319 και Rybolovlev κ.ά. v. Rybolovleva κ.ά. (2010) 1(Α) A.A.Δ. 82). Στις περιπτώσεις δε όπου ο ομνύων είναι δικηγόρος, «κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών». (Rybolovlev κ.ά. (πιο πάνω)). Στην υπό εξέταση περίπτωση καμιά εξήγηση δεν δίδεται ως προς τους λόγους που οδήγησαν στον καταρτισμό της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, από το δικηγόρο και όχι τον πελάτη. Αυτά ως επισημάνσεις για το γεγονός του καταρτισμού της ένορκης δήλωσης από τον κ. Παπαθεοδώρου.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο