(2011) 1 ΑΑΔ 1377
[*1377]14 Ιουλίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ARISTO DEVELOPERS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 211/2010)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Προϋποθέσεις έκδοσης σύμφωνα με το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60) και το Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 ― Απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης προσωρινού διατάγματος ― Απαιτούμενη μαρτυρία ― Άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στην έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Επείγον – Εφαρμοστέες αρχές ― Απόφανση περί της ορθότητας έκδοσης διατάγματος στη βάση μονομερούς αίτησης ― Δεν επηρέασε το επείγον η εισαγωγή της μονομερούς αίτησης με την αγωγή, τρεισήμισι χρόνια μετά την επίδικη συμφωνία ― Σημασίας εκρίθη ο χρόνος στον οποίο προέκυψε η πληροφόρηση περί της αποξένωσης της επίδικης περιουσίας ― Είναι θεμιτό για ένα διάδικο να αναμένει την τελεσφόρηση εξώδικης διευθέτησης ή και την αποπληρωμή ενός χρέους πριν από την έγερση αγωγής.
Συμβάσεις ― Σύμβαση πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας Μητρόπολης με ιδιωτική εταιρεία ― Απόρριψη εισήγησης περί αντισυνταγματικότητας στην έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο δεσμευόταν εκκλησιαστική περιουσία ― Εκρίθη ότι η Μητρόπολη αυτοβούλως και προς προώθηση των οικονομικών της συμφερόντων συνεβλήθη με τους εφεσίβλητους, ασκώντας δικαίωμα με βάση το ιδιωτικό δίκαιο και δεν νομιμοποιείτο να επικαλείται τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23.
Σύνταγμα ― Ερμηνεία του Συντάγματος ― Βάση της ερμηνείας του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι το Αγγλικό [*1378]κείμενο αλλά το Ελληνικό.
Σύνταγμα ― Εκκλησία της Κύπρου ― Εκκλησιαστική περιουσία ― Η προϋπόθεση της έγγραφης συναίνεσης της εκκλησιαστικής αρχής για τη δέσμευση της περιουσίας της ισχύει μόνο στο χώρο του Δημοσίου δικαίου ― H ερμηνεία της συνταγματικής πρόνοιας του Άρθρου 23 και ειδικότερα των παραγράγων 7 και 9 σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία ― Ο Καταστατικός Χάρτης της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου και οι πρόνοιες του για συνομολόγηση ιδιωτικής συμφωνίας σχετικά με αγοραπωλησία ή εκμίσθωση γης.
Εταιρεία ανάπτυξης γης ήγειρε αγωγή εναντίον της Μητρόπολης Πάφου για παράβαση συμφωνίας πώλησης γης στο πλαίσιο της οποίας εξασφαλίστηκε σε μονομερή βάση προσωρινό διάταγμα, το οποίο στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε από το Δικαστήριο. Με αυτό απαγορευόταν στην εναγόμενη να πωλήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει ή άλλως πως αποξενώσει, τα επίδικα τεμάχια γης που αποτελούσαν αντικείμενο της σύμβασης το τίμημα της οποίας η εταιρεία είχε ήδη καταβάλει στη Μητρόπολη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της Εναγόμενης Μητρόπολης ότι το εκδοθέν διάταγμα ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες συμφώνως των θέσεων της Μητρόπολης, απαγόρευαν την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού σε περιουσία εκκλησιαστικού οργανισμού χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Έκρινε, ακόμα, ότι πληρούνταν και όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, καθώς και οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ενώ και το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της επενδυτικής εταιρείας.
Η εναγόμενη καθ’ ης η αίτηση, άσκησε έφεση προβάλλοντας κατά κύριο λόγο ότι:
α) η έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος και η οριστικοποίηση του αντίκειντο στο Σύνταγμα.
β) η μοναδική εξαίρεση που αναγνωρίζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος για την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση της Εκκλησίας, αφορά τους πολεοδομικούς σκοπούς.
γ) Δεν υπήρχε επείγον και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του προσωρινού διατάγματος.
[*1379]Αποφασίστηκε ότι:
A. Υπό Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούντος και του Πασχαλίδη, Δ.:
1. Οι παράγραφοι 7 και 9, του Συντάγματος πρέπει να αντικρίζονται και να εντάσσονται στις ευρύτερες πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Απαιτείται η συναίνεση της εκκλησίας εάν σκοπείται δέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τα δημόσια ήθη, αλλά εξαιρούνται τα θέματα που αφορούν όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις προς το συμφέρον της πολεοδομίας.
2. Δεν επρόκειτο για περίπτωση άσκησης από το Δημόσιο μονομερώς διοικητικής εξουσίας που επηρεάζει την εκκλησία. Στην προκειμένη, η εφεσείουσα αυτοβούλως και προς προώθηση των οικονομικών της συμφερόντων συνεβλήθη με τους εφεσίβλητους, ασκώντας δικαίωμα με βάση το ιδιωτικό δίκαιο.
3. Η εφεσείουσα οικειοθελώς υπέγραψε σύμβαση η οποία της επιτρέπεται από τον Κατασταστικό Χάρτη και δεν νοείται όταν καλείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της να επικαλείται τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23. Τέτοια επίκληση ισοδυναμεί με ανισότητα των όπλων και ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας.
4. Αν η εφεσείουσα είχε σκοπό να επικαλεσθεί συνταγματικά της δικαιώματα κατά τον τρόπο αυτό, όφειλε να το αποκαλύψει κατά τη σύναψη της συμφωνίας ώστε και οι εφεσίβλητοι να γνώριζουν εκ των προτέρων τι θα αντιμετώπιζαν και όχι επιμελώς να το απέκρυπτε.
5. Είναι θεμιτό για ένα διάδικο να αναμένει την τελεσφόρηση εξώδικης διευθέτησης ή και την αποπληρωμή ενός χρέους προτού εγείρει την αγωγή και δεν επηρέασε την έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση το γεγονός ότι η μονομερής αίτηση εισήχθηκε στις 19.3.2010 με την καταχώρηση της αγωγής, ενώ τα γεγονότα παρέπεμπαν σε συμφωνία ημερ. 17.10.2006.
6. Η εφεσείουσα αποδέχτηκε ότι συνήψε άλλη συμφωνία με άλλη επενδυτική εταιρεία και ισχυρίστηκε ότι θα επωμιζόταν ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν μπορούσε να προχωρήσει σε πωλήσεις και θα βρισκόταν σε παραβίαση της συμφωνίας της με την άλλη εταιρεία. Προέκυπτε επομένως ότι εκτός και εάν εκδιδόταν το διάταγμα, η εφεσείου[*1380]σα είχε σκοπό να προχωρήσει και σε άλλες πωλήσεις τεμαχίων γης με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για τους εφεσίβλητους.
7. Το κριτήριο που καθιστούσε επείγουσα την έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση δεν ήταν πότε οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν το γεγονός της σύναψης της συμφωνίας της εφεσείουσας με την άλλη εταιρεία, αλλά πότε προέκυψε η πληροφόρηση περί της αποξένωσης της επίδικης περιουσίας.
8. Δεν ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί περί απόκρυψης γεγονότων. Το τι τυχόν διημείφθη πριν από την υπογραφή της συμφωνίας, δεν αποτελούσε ζήτημα που έπρεπε να αποκαλυφθεί, εφόσον υπήρχε καταγεγραμμένη η ίδια η συμφωνία.
9. Το δικαίωμα των εφεσιβλήτων δεν εξαντλείτο στο ποσό των £250.000 της εγγυητικής που δόθηκε από την Εφεσείουσα, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά στο συμφωνηθέν ποσό των αποζημιώσεων, πλέον τόκους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια τόσο για τη μονομερή έκδοση του, όσο και για την οριστικοποίησή του.
Β. Υπό Παπαδοπούλου, Δ.:
1. Υιοθετήθηκαν οι αποφάνσεις της πλειοψηφίας σε σχέση με την ερμηνεία των προνοιών των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
2. Δεν στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της θεραπείας μονομερώς. Πηγή των πληροφοριών των εφεσιβλήτων ήταν δημοσίευμα σε καθημερινή εφημερίδα, το οποίο έγινε στις 16/6/2009, δηλαδή εννέα μήνες πριν από την αναζήτηση της θεραπείας, και αφορούσε την οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας για το έτος 2008.
3. Παρά το καταληκτικό στην τελευταία επιστολή των εφεσίβλητων προς την εφεσείουσα ότι ανέμεναν τη διευθέτηση συνάντησης εντός επτά ημερών, η οποία δεν προέκυπτε ότι πραγματοποιήθηκε, καταχώρησαν την αγωγή εννιά μήνες αργότερα. Τα όσα προέβαλαν περί ανοχής τους επειδή επρόκειτο για εκκλησιαστικό οργανισμό, δεν αποτελούσαν ικανοποιητική εξήγηση. Δεν έδωσαν εξήγηση γιατί από το 2009, το όλο ζήτημα κατέστη κατεπείγον το Μάρτιο του 2010.
4. Η αναζήτηση από τους εφεσίβλητους της θεραπείας μονομερώς ήταν φανερό ότι έγινε για σκοπούς άλλους από την οικονομική [*1381]κατάσταση της εφεσείουσας. Έγινε με σκοπό να πιεστεί η εφεσείουσα να καταβάλει το κατ’ ισχυρισμό, οφειλόμενο ποσό.
5. Η πηγή των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντος δεν αποκαλύφθηκε, αλλά ούτε και προσδιορίστηκε χρονικά πότε περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων η συνεργασία της εφεσείουσας με άλλη εταιρεία και πότε αυτοί άρχισαν να πωλούν τεμάχια από τις εκτάσεις της γης των οποίων ζητείτο η δέσμευση. Αυτή η μη αποκάλυψη απογύμνωνε εντελώς το κατεπείγον του αιτήματός τους.
6. Δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις για επίκληση του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, δηλαδή χορήγηση θεραπείας στην απουσία του αντιδίκου.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Petrides v. The Greek Communal Chamber a.o. (1963) 2 C.L.R. 417,
Holy Bishopric of Paphos v. Republic of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 1371,
Ιερός Ναός Χρυσελεούσας Στροβόλου εκπροσωπουμένου διά των κ.κ. Σίμου Συμεωνίδη, Προέδρου και Χρίστου Παρασκευόπουλου, Ταμία ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3074,
Πανιερώτατος Ηγούμενος Κύκκου κ. Νικηφόρου εκ μέρους της Ιεράς Μονής Κύκκου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3362,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342,
Stavros Hotel Apartments Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 836,
Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947,
Χ"Βασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203,
Quantum Telecommunications Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 901,
Seamark Consultancy Services Limited κ.ά. ν. Joseph Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162,
[*1382]Χ"Γαβριήλ κ.ά. v. Επενδυτικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 606,
Ρένα Αριστοτέλους Λτδ v. Benfleet Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280,
Brink’s Mat Ltd v. Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350,
Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,
Zein κ.ά. v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606,
Χαραλάμπους, ασκούσα επιχειρήσεις υπό την εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία L’Exclusif Numero Douze ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953,
Odysseos v. A. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,
Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520,
ABP Holding Ltd κ.ά v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,
Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453,
Spidertrade Com Finance. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 A.A.Δ. 121.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Xαραλάμπους, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 837/2010), ημερ. 24.6.2010.
Λ. Γεωργίου με Μ. Φλωρέντζο και Χλ. Τοφαρίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Ν. Παπαγεωργίου με Ρ. Χαραλάμπους (κα) και Χρ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ, με [*1383]την οποία συμφωνεί και ο Δικαστής Πασχαλίδης. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα παραπονείται για την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει στις 24.6.2010 το προσωρινό διάταγμα που το ίδιο είχε εκδώσει πάνω σε μονομερή βάση στις 22.3.2010. Τόσο με το προσωρινό, όσο και με το οριστικοποιηθέν διάταγμα, απαγορεύθηκε στην εφεσείουσα να πωλήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει ή άλλως πως αποξενώσει τα τεμάχια γης που αναφέρονται λεπτομερώς στο διάταγμα.
Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων παραπέμπει σε αρχική μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 23.2.2001, με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνήσει με την εφεσείουσα να αγοράσουν την έκταση γης που αναφερόταν στο προσωρινό διάταγμα στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφου. Το τίμημα της αγοράς είχε εξοφληθεί πλήρως από τους εφεσίβλητους. Η εφεσείουσα πριν την ολοκλήρωση των μεταβιβάσεων, ζήτησε την απαλλαγή και επιστροφή σ’ αυτήν μέρους της γης με σκοπό να τύχει εκμετάλλευσης, ενοποιώντας την με άλλη έκταση γης που κατείχε στην ίδια περιοχή. Ως αποτέλεσμα υπεγράφη νέα συμφωνία ημερ. 17.10.2006, με την οποία ακυρώθηκε η αρχική, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι θα επέστρεφαν σχεδόν όλη την αγορασθείσα περιουσία που αποτελείτο από ένα τεμάχιο 50 σκαλών και 87 από 100 οικόπεδα (πλην δηλαδή εκείνων των οικοπέδων που είχαν ήδη πωληθεί σε τρίτους από τους εφεσίβλητους), και με τη συναντίληψη ότι οι εφεσίβλητοι θα λάμβαναν γη ίσης αξίας σε συμφωνηθείσες περιοχές. Λόγω του ότι αυτή η ίσης αξίας γη ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με πιθανότητα να περιερχόταν σε κάποιο στάδιο στην ιδιοκτησία της εφεσείουσας, συμφωνήθηκε όπως αν αυτό δεν επιτυγχανόταν μέχρι τις 31.12.2008, τότε η εφεσείουσα θα υποχρεούτο να καταβάλει προς τους εφεσίβλητους το συμφωνημένο ποσό των £8.470.000 πλέον τόκους. Δόθηκε ταυτόχρονα από την εφεσείουσα και εγγυητική επιστολή ύψους £250.000 προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Η εφεσείουσα δεν εξασφάλισε την ιδιοκτησία από την Κυπριακή Δημοκρατία των τεμαχίων που είχαν συμφωνηθεί να αναλογίσουν στους εφεσίβλητους δυνάμει της νέας συμφωνίας και παρά τις οχλήσεις των εφεσιβλήτων, η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε ούτε με την υποχρέωση της να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό. Ηγέρθηκε επομένως αγωγή στις 19.3.2010 με την οποία οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, απαίτησαν από την εφεσείουσα, ως εναγόμενη, το ποσό των €15.471.854,21 πλέον διάφορους τόκους [*1384]για διάφορες περιόδους, πλέον έξοδα. Ταυτόχρονα εισήχθηκε και αίτηση σε μονομερή βάση για έκδοση προσωρινού διατάγματος υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του Σάββα Γεωργιάδη, ενός των διευθυντών των εφεσιβλήτων. Πέραν της αναφοράς στην ένορκη δήλωση στις δύο συμφωνίες, οι οποίες και επισυνάφθηκαν και της παραπομπής στην αλληλογραφία που ανταλλάγηκε μεταξύ των μερών, η οποία επίσης επισυνάφθηκε, ο ενόρκως δηλών ανέφερε ότι ήταν επείγον να εκδοθεί το διάταγμα αφενός διότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να δεχθεί πίεση η εφεσείουσα να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και αφετέρου διότι η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας δεν ήταν εύρωστη εφόσον, σύμφωνα με δημοσίευμα το οποίο επισυνάφθηκε ως τεκμήριο, κατά τα τέλη του 2008 η εφεσείουσα είχε αποθεματικά μόλις €17.500.000. Περαιτέρω, υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι η εφεσείουσα είχε προβεί σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξης γης, έχοντας πωλήσει διάφορα τεμάχια από αυτά που θα έπρεπε να αναλογίσουν στους εφεσίβλητους δυνάμει της συμφωνίας, εισπράττοντας και οικειοποιούμενη τα αντίστοιχα ποσά πώλησης. Καθίστατο επομένως επείγον να εκδοθεί το διάταγμα λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της εφεσείουσας, αλλά και με γνώμονα να διατηρηθούν τα τεμάχια γης που θα έπρεπε να λάβουν οι εφεσίβλητοι και τα οποία σταδιακά αποξενώνονταν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ακρόαση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος μετά την καταχώρηση και της σχετικής ένστασης από πλευράς της εφεσείουσας. Με την απόφαση του ημερ. 24.6.2010, οριστικοποίησε το διάταγμα με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, απορρίπτοντας όλες προς το αντίθετο θέσεις της, που κατά την άποψη της οδηγούσαν στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Κυρίαρχο στοιχείο στις εισηγήσεις της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το εκδοθέν διάταγμα ερχόταν σε αντίθεση με τις καθαρές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες, συμφώνως των θέσεων του συνηγόρου της εφεσείουσας, απαγορεύουν την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού σε περιουσία εκκλησιαστικού οργανισμού χωρίς τη συγκατάθεση του. Οι πρόνοιες αυτές, κατά τη θέση της εφεσείουσας, προστάτευαν και προστατεύουν την εκκλησιαστική περιουσία και στις σχέσεις της με οποιονδήποτε πολίτη που έχει διαφορά με αυτή και όχι μόνο έναντι του δημοσίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, κατά τα άλλα, ότι όλες οι προϋποθέσεις του Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, καθώς και οι προϋποθέσεις του Αρθρου 5 του περί Πολι[*1385]τικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο επίσης στηριζόταν η μονομερής αίτηση, ικανοποιούνταν, ενώ και το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς υπέρ των εφεσιβλήτων ούτως ώστε να διατηρηθεί η κατάσταση των πραγμάτων ως είχε αμέσως πριν την έγερση της αγωγής. Απέρριψε επίσης τις θέσεις της εφεσείουσας ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον προς έκδοση μονομερούς του προσωρινού διατάγματος ή ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.
Κατά την έφεση ηγέρθηκαν τα ίδια ουσιαστικά θέματα με ιδιαίτερη εμμονή της εφεσείουσας στη θέση ότι η έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος και η οριστικοποίηση του αντίκεινται στο Σύνταγμα κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε προηγουμένως. Σε γραπτό κείμενο αγόρευσης ενώπιον του Εφετείου, υποβοηθητικό του περιγράμματος αγόρευσης, η εφεσείουσα πρόσθεσε στο επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας και τη θέση ότι το σημείο στίξεως του κόμματος, ως αυτό υπάρχει στο επίσημο κείμενο του Συντάγματος, ακολουθεί τη φράση «προς το συμφέρον της Πολεοδομίας» στο Άρθρο 23.9, ούτως ώστε το κείμενο να είναι σαφές ως προς την αναγκαιότητα να απαιτείται η γραπτή συγκατάθεση της Εκκλησίας και για την αναγκαστική εκτέλεση οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης ή την αναγκαστική εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων. Μάλιστα, προχωρεί η εισήγηση, στο αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23.9, η εξαίρεση για σκοπούς πολεοδομίας για τους οποίους δεν απαιτείται η συγκατάθεση της Εκκλησίας, τοποθετείται στο τέλος της παρ. 9, με αποτέλεσμα να είναι σαφέστατο ότι η μοναδική εξαίρεση που αναγνωρίζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος για την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση της Εκκλησίας, αφορά τους πολεοδομικούς σκοπούς.
Εντελώς αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων. Προτείνουν ότι η ορθή ερμηνεία των ως άνω συνταγματικών προνοιών είναι ότι οι πρόνοιες που σχετίζονται με τη συγκατάθεση των εκκλησιαστικών αρχών, αφορούν μόνο τις συναλλαγές της εκκλησίας με το δημόσιο και την επιβολή φορολογίας τελών και άλλων επιβαρύνσεων που σχέση έχουν με την άσκηση κρατικής εξουσίας και όχι με δικαιώματα που απορρέουν στη βάση συμφωνιών του ιδιωτικού δικαίου. Η ερμηνεία αυτή, κατά τους εφεσίβλητους, ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης δεν απαγόρευσε με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα να ενάγεται η εκκλησία περιλαμβανομένου και του δικαιώματος λήψης ενδιάμεσων μέτρων, καθώς και μέτρων εκτελέσεως. Η εφεσείουσα, καθώς και ο οποιοσδήποτε άλλος εκκλησιαστικός οργανισμός, έχει το δικαίωμα του ελευθέρως συμβάλλεσθαι με [*1386]τρίτα πρόσωπα και όπως η εκκλησία έχει το δικαίωμα σε περίπτωση έγερσης αγωγής να λάβει ενδιάμεσα μέτρα ή μέτρα εκτέλεσης απόφασης εναντίον του αντισυμβαλλομένου, παρόμοιο δικαίωμα πρέπει να έχει και ο τελευταίος έναντι της εκκλησίας. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα και θα ήταν κάθετα ενάντια στην αρχή της ισότητας που προστατεύεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Όσον αφορά το επείγον της έκδοσης του διατάγματος, το Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι υπήρχε μαρτυρία για αποξένωση της περιουσίας από πλευράς της εφεσείουσας και ήταν επομένως αναγκαία η έκδοση του σε εκείνο το χρόνο ώστε να μην αποξενωθεί η περιουσία. Ως προς τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ο ισχυρισμός αυτός τέθηκε με αοριστία, ενώ όλα τα ουσιώδη στοιχεία είχαν όντως αποκαλυφθεί. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι η δεσμευθείσα περιουσία αποτελούσε ουσιαστικά αντικείμενο της αγωγής, η περιουσία δε που λέχθηκε από την εφεσείουσα ότι είχε προς ικανοποίηση τυχόν απόφασης εναντίον της, ήταν δεσμευμένη με υποθήκες και άλλες επιβαρύνσεις, ενώ δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε δεδομένα σχετικά με την επακριβή αξία της άλλης αυτής περιουσίας.
Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι θα πρέπει πρωτίστως να εξεταστεί η δυνατότητα των εφεσιβλήτων να αιτηθούν και να εκδώσουν προσωρινό διάταγμα απαγορευτικό της αποξένωσης της επίδικης περιουσίας, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της εφεσείουσας. Τα Άρθρα 23.7 και 23.9, έχουν ως ακολούθως:
«7. Η τρίτη και τετάρτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήν προκειμένου περί διατάξεων οιουδήποτε νόμου, περί αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς οιονδήποτε φόρον ή ποινή, περί αναγκαστικής εκτελέσεως οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως, ή περί αναγκαστικής εκτελέσεως συμβατικών υποχρεώσεων ή περί παρεμποδίσεως κινδύνου επαπειλούντος την ζωήν ή την ιδιοκτησίαν.
9. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, περιορισμός ή δέσμευσις του εις την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου δικαιώματος επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις οιανδήποτε επισκοπήν, μοναστήριον, ναόν, ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος [*1387]επί αυτής, ειμή τη εγγράφω συναινέσει της αρμοδίας εκκλησιαστικής αρχής της εχούσης τον έλεγχον της ιδιοκτησίας ταύτης η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων, περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, έβδομης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.»
Οι πιο πάνω παράγραφοι πρέπει να ιδωθούν και να ενταχθούν στις ευρύτερες πρόνοιες του Άρθρου 23. Το Άρθρο προστατεύει και κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απόκτηση, κυριότητα, κατοχή, απόλαυση και διάθεση της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας. Στέρηση ή περιορισμός του δικαιώματος απαγορεύεται εκτός ως προβλέπεται από το ίδιο το Άρθρο και νομοθεσία που θεσπίζεται προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, της υγείας, των ηθών, της πολεοδομίας και της ανάπτυξης της ιδιοκτησίας με σκοπό την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας. Αυτά κατά την παράγραφο 3, ενώ η παράγραφος 4 επεκτείνεται επεξηγηματικά στη δυνατότητα στέρησης ή περιορισμού της ιδιοκτησίας λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η παράγραφος 5 προνοεί για τη χρήση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δέον όπως καταστεί εφικτός και τη ρύθμιση της διαδικασίας επιστροφής του απαλλοτριωθέντος επί τη καταβολή στο επηρεασθέν πρόσωπο του τιμήματος κτήσης. Η παράγραφος 8, αφορά την επίταξη περιουσίας και η παράγραφος 10, τη δυνατότητα αποστέρησης ή περιορισμού βακουφικής ιδιοκτησίας.
Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή και απόλυτα συμβατή τόσο με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 9, εξεταζόμενες αυτούσια, όσο και με τις υπόλοιπες διατάξεις του Άρθρου 23, αλλά και των υπολοίπων συνταγματικών διατάξεων που σχετίζονται με το υπό κρίση θέμα. Η γραμματική ερμηνεία όλων των παραγράφων του Άρθρου 23, καθιστά σαφές ότι στόχος του συνταγματικού νομοθέτη ήταν και είναι η καταχώρηση της ιδιοκτησίας ως αναπαλλοτρίωτου ανθρώπινου δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκει την έκφραση του στο Αρθρο 1 του 11ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου. Η δυνατότητα στέρησης ή περιορισμού, υπό το φως της διατράνωσης αυτής της θεμελιώδους ελευθερίας, ενυπάρχει για συγκεκριμένους και πολύ στενά ερμηνευόμενους σκοπούς, που αφορούν στην ουσία και κυρίως, την πολεοδομία και την αναγκαστική απαλλοτρίωση, τη δημό[*1388]σια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και τα δημόσια ήθη.
Το γενικό και σχεδόν απόλυτο δικαίωμα της ιδιοκτησίας που οριοθετεί και διακηρύσσει η παράγραφος 1 του Άρθρου 23, καθίσταται με την παράγραφο 9 σαφές, ότι επεκτείνεται και καλύπτει και την εκκλησία (χρησιμοποιείται γενικώς η έννοια αυτή για να εντάξει υπό τη σκέπη της κάθε επισκοπή, μοναστήρι, ναό ή άλλο εκκλησιαστικό οργανισμό όπως ρητά αναφέρεται στην παρ. 9), στην οποία πρόσθετα παρέχεται το συνταγματικό ευεργέτημα ότι καμιά αποστέρηση, όρος, περιορισμός ή δέσμευση στην ιδιοκτησία της δεν επιβάλλεται άνευ της έγγραφης συναίνεσης της. Η ανάγκη για την έγγραφη αυτή συναίνεση επεκτείνεται με την καταληκτική περίοδο λόγου της παραγράφου 9, και στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τις πρόνοιες της παραγράφου 3, απαιτείται δηλαδή αυτή η συναίνεση εάν σκοπείται δέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τα δημόσια ήθη, αλλά εξαιρούνται τα θέματα που αφορούν όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις προς το συμφέρον της πολεοδομίας.
Κατά ομοιογενή εννοιολογικά και θεματικά τρόπο, η παράγραφος 9 καταλήγει κατά τρόπο ώστε να καλύψει και τα όσα προνοούνται από την τέταρτη, έβδομη και όγδοη παράγραφο του Άρθρου 23. Οι παράγραφοι αυτοί αφορούν ρητά δεσμεύσεις, περιορισμούς και όρους που επιβάλλονται στην ακίνητη ιδιοκτησία για (i) αναγκαστική απαλλοτρίωση (παρ. 4), (ii) αναγκαστική επιβολή νομοθετικών ρυθμίσεων που σχετίζονται με φόρους, ποινές, ή την εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή την αναγκαστική εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή την παρεμπόδιση κινδύνου που απειλεί τη ζωή ή την ιδιοκτησία (παρ. 7) και (iii) αναγκαστική επίταξη προς επίτευξη εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών οργανώσεων κλπ. (παρ. 8).
Ανάγνωση του συνταγματικού κειμένου, όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας, θα απέληγε στο εξής παράδοξο αποτέλεσμα: να μην χρειάζεται η συγκατάθεση της εκκλησίας για την επιβολή όρων, περιορισμών και δεσμεύσεων «προς το συμφέρον της πολεοδομίας», μία από τις περιπτώσεις που καλύπτει η παράγραφος 3, αλλά να χρειάζεται τέτοια συγκατάθεση όταν το δημόσιο επιθυμεί να προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ή επίταξη ακινήτου, περιπτώσεις που καλύπτουν στην ουσία παρόμοια θεματολογία όπως αυτή της πολεοδομικής ανάπτυξης. Λογικά η διαφοροποίηση αυτή δεν έχει υπόβαθρο. Όπως δεν έχει λογικά υπόβαθρο ούτε η ένταξη των προνοιών της παραγράφου 7 στις εξαιρέσεις που προνοούνται από την παράγραφο [*1389]9, ως εισηγείται η εφεσείουσα, διότι τότε θα ακολουθούσε η αδυναμία να επιβληθεί ή εισπραχθεί οποιοσδήποτε φόρος, ποινή ή κύρωση, ή να εκτελεστεί οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή να εφαρμοστεί οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση. Είναι, ανεξαρτήτως των προηγηθέντων, σαφέστατο ότι η παράγραφος 7 προνοεί γενικώς για μέτρα εκτέλεσης και θα ήταν παράδοξο αν, για παράδειγμα, δικαστική απόφαση θα ήταν αδύνατο να εκτελεστεί χωρίς τη συναίνεση της εκκλησίας.
Έγινε λόγος από την εφεσείουσα για το αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23, όπου κατά τη θέση της η εξαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση της εκκλησίας αφορά μόνο πολεοδομικά θέματα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η σχετική πρόνοια απαντάται σε επιφύλαξη στο τέλος της παραγράφου 9. Το αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23.9 έχει ως εξής:
“9. Notwithstanding anything contained in this Article no deprivation, restriction or limitation of the right provided in paragraph 1 of this Article in respect of any movable or immovable property belonging to any See, monastery, church or any other ecclesiastical corporation or any right over it or interest therein shall be made except with the written consent of the appropriate ecclesiastical authority being in control of such property and the provisions of paragraphs 3, 4, 7 and 8 of this Article shall be subject to the provisions of this paragraph:
Provided that restrictions or limitations for the purposes of town and country planning under the provisions of paragraph 3 of this Article are exempted from the provisions of this paragraph.»
Πράγματι εντοπίζεται διαφορά με το ελληνικό κείμενο. Όμως, αυθεντικό κείμενο είναι μόνο το ελληνικό ή το τούρκικο και όχι το αγγλικό και στο ελληνικό επομένως κείμενο θα πρέπει να βασισθεί η σχετική ερμηνεία. Το Άρθρο 180.1 του Συντάγματος προνοεί ότι:
«Αμφότερα, το ελληνικόν και το τουρκικόν κείμενον του Συντάγματος είναι πρωτότυπα και έχουσι το αυτό κύρος και την αυτήν νομικήν ισχύν.»
Στη δε παράγραφο 2 του Άρθρου 180, καθορίζεται ότι σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ των δύο κειμένων, αυτή επιλύεται από το Ανώτατο Συναταγματικό Δικαστήριο, (τώρα το Ανώτατο Δι[*1390]καστήριο), δι’ αναφοράς στο κείμενο του σχεδίου Συντάγματος που υπογράφηκε στη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή στη Λευκωσία στις 6.4.1960. (Αναφορά, σε περίπτωση έγερσης θέματος ασάφειας στα δύο κείμενα, έγινε στην Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber a.o. (1963) 2 C.L.R. 417). Όπως περαιτέρω εξηγεί ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Γ. Τορναρίτης στο Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Πρώτον, (1979) σελ. 23-24, υπογράφηκε κείμενο του Συντάγματος κατά τη γένεση του Κυπριακού Κράτους, το οποίο ήταν στην Ελληνική ή Τουρκικήν γλώσσαν, αντιστοίχως, που ήταν «.... συμφωνηθέν αντίγραφον του αυθεντικού ελληνικού κειμένου .... του συντάγματος του αναφερομένου εν τω περί Δημοκρατίας της Κύπρου Διατάγματι της Βασιλίσσης της Αγγλίας εν Συμβουλίω του 1960 (Αρ. 1368/1960).» Το αυτό προνοεί και το Αρθρο 2 του Cyprus, Act 1960.
Δεν είναι επομένως το αγγλικό κείμενο που αποτελεί τη βάση της ερμηνείας, αλλά το ελληνικό.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας αναφέρθηκε σε αριθμό αποφάσεων ως προς την εμβέλεια των Άρθρων 23.7 και 23.9. Στη Holy Bishopric of Paphos v. Republic of Cyprus (1987) 3 C.L.R. 1371, ο Τριανταφυλλίδης, Π., ακύρωσε απόφαση στα πλαίσια προσφυγής, για την επιβολή φόρου εισοδήματος σχετικά με δικαιώματα σε μερίσματα από μετοχές που κατείχε η αιτήτρια σε δύο τράπεζες, και την κατακράτηση ποσού που κατά τους καθ’ ων αναλογούσε ως φόρος εισοδήματος επί των μερισμάτων. Οι πρόνοιες των πιο πάνω παραγράφων θεωρήθηκαν ως απαγορεύουσες την αποστέρηση κινητής περιουσίας χωρίς την άδεια της εκκλησίας. Στην Ιερός Ναός Χρυσελεούσης Στροβόλου εκπροσωπουμένου διά των κ.κ. Σίμου Συμεωνίδη, Προέδρου και Χρίστου Παρασκευoπούλου, Ταμία v. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3074, (Κούρρης, Δ.), ακυρώθηκε διάταγμα του Εφόρου Αρχαιοτήτων με το ποίο ορισμένα κτίρια του αιτητή κηρύχθηκαν αρχαία μνημεία, διότι ο περιορισμός αυτός δεν σχετιζόταν με την πολεοδομία και δεν ενέπιπτε στην εξαίρεση του Άρθρου 23.9. Στην Πανιερώτατος Ηγούμενος Κύκκου κ. Νικηφόρου εκ μέρους της Ιεράς Μονής Κύκκου v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3362, (Κρονίδης, Δ.), ακυρώθηκε πράξη απαλλοτρίωσης και επίταξης εκκλησιαστικής γης, εφόσον δεν υπήρχε συναίνεση του αιτητή, ως ορίζει το Άρθρο 23.9.
Όλες οι πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν το διοικητικό δίκαιο και τις υποχρεώσεις και δικαιώματα εκατέρωθεν της εκκλησίας [*1391]και των αρχών του δημοσίου, είτε φορολογικών, είτε άλλων. Σαφώς διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ενώ στις προαναφερθείσες υποθέσεις, το δημόσιο άσκησε μονομερώς διοικητική εξουσία επηρεάζουσα την εκκλησία, εδώ η εφεσείουσα αυτοβούλως και προς προώθηση των οικονομικών της συμφερόντων συνεβλήθη με τους εφεσίβλητους, ασκώντας δικαίωμα με βάση το ιδιωτικό δίκαιο. Τόσο με τον παλαιό Καταστατικό Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου της 23.11.1979, όσο και με τον εκσυγχρονισμένο Καταστατικό Χάρτη της 13.9.2010, επιτρέπεται η συνομολόγηση ιδιωτικής συμφωνίας για την αγοραπωλησία ή εκμίσθωση γης (Άρθρα 205, 206, 207, 208 και 212 του παλαιού Χάρτη και Παράρτημα Γ – Αρθρα 16-30 του νέου Χάρτη), ενώ σε περίπτωση έγερσης αγωγής υπήρχε σχετική ρύθμιση για την έγκριση της από τον αρμόδιο εκκλησιαστικό φορέα στο παλαιό Αρθρο 214 και τώρα στο νέο Αρθρο 32 του Παραρτήματος Γ. Με την άσκηση του δικαιώματος σύναψης σύμβασης ή έγερσης υπεράσπισης αγωγής, επέρχονται βέβαια και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η εφεσείουσα οικειοθελώς υπέγραψε σύμβαση και δεν νοείται όταν καλείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της να επικαλείται τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23. Τέτοια επίκληση ισοδυναμεί με ανισότητα των όπλων και «..... ανισορροπία μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές της επιείκειας» όπως ευστόχως παρατήρησε το Εφετείο διά του Πική, Π., στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342.
Το πρόσθετο επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ήταν δυνατόν για τους εφεσίβλητους να ζητήσουν να καταγραφεί στη συμφωνία η απεμπόληση των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσείουσας, αποτελεί επίπλαστη εκ των υστέρων θέση άνευ ουσίας. Η ίδια η εφεσείουσα με την υπογραφή της συμφωνίας ενέπλεξε εαυτόν σε δικαιώματα και υποχρεώσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να αποφύγει με την ετεροχρονισμένη επίκληση συνταγματικών προνοιών. Αν η εφεσείουσα είχε σκοπό να τις επικαλεσθεί, όφειλε να το αποκαλύψει κατά τη σύναψη της συμφωνίας ώστε και οι εφεσίβλητοι να γνωρίζαν εκ των προτέρων τι θα αντιμετώπιζαν και όχι επιμελώς να το απέκρυπτε.
Τέθηκε από την εφεσείουσα ότι τίποτε το επείγον δεν υπήρχε ώστε να εκδοθεί σε μονομερή βάση το προσωρινό διάταγμα. Είναι νομολογημένο ότι ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν ελλείπει το στοιχείο του κατεπείγοντος διότι αποστερείται με τον τρόπο αυτό η δικαιοδοτική βάση και η εξουσία έκδοσης από το Δι[*1392]καστήριο του διατάγματος πάνω σε μονομερή βάση (δέστε Stavros Hotel Apartments Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 836, 841 και Bαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954). Όπως τονίστηκε περαιτέρω στη Χ"Βασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203, στη σελ. 207: «..... Μόνο όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο, μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκβαση από τα θέσμια της δικαίας δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά.». Επιβεβαίωση της αρχής αυτής έγινε και στη Quantum Telecommunications Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 901. Παρόλο που οι αποφάσεις αυτές εξέτασαν τον κανόνα του επείγοντος στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων, εντούτοις είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο που εκδίδει ex parte το διάταγμα δύναται από μόνο του να επανεξετάσει μετά από την καταχώρηση της σχετικής ένστασης και το ζήτημα του χρόνου ως στοιχείο που εμπίπτει στα πλαίσια της όλης δικαιοδοσίας του να επικυρώσει ή να ακυρώσει το διάταγμα υπό το φως της ολότητας των γεγονότων. Οι θεραπείες που ζητούνται, το πολύπλοκο της υπόθεσης και η όλη διαφορά επιδρούν αναλόγως επί του παράγοντα του χρόνου. (Δέστε Seamark Consultancy Services Limited κ.ά. v. Joseph Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, σελ. 185-186).
Είναι γεγονός ότι η μονομερής αίτηση εισήχθηκε στις 19.3.2010 με την καταχώρηση της αγωγής, ενώ τα γεγονότα παρέπεμπαν σε συμφωνία ημερ. 17.10.2006, όταν ακυρώθηκε η αρχική συμφωνία. Στην ένορκη δήλωση του Σάββα Γεωργιάδη όμως υποστηρίχθηκε στις παρ. 8 και 9, ότι η εφεσείουσα είχε επανειλημμένα αναγνωρίσει και παραδεχθεί την οφειλή της στους εφεσίβλητους. Και περαιτέρω ότι επιδείχθηκε εκ μέρους των τελευταίων ανοχή και ευαισθησία για αρκετό μεγάλο χρονικό διάστημα ακριβώς επειδή αντισυμβαλλόμενος ήταν η εφεσείουσα, εκκλησιαστικός οργανισμός, ώστε να της δοθεί χρόνος καταβολής του ομολογουμένως μεγάλου ποσού. Στην παρ. 11 της ένορκης δήλωσης Γεωργιάδη, φανερώνεται η ανεπιτυχής προσπάθεια των εφεσιβλήτων να τύχουν πληρωμής από την εφεσείουσα. Πέραν των προφορικών επικοινωνιών, αντηλλάγησαν και επιστολές. Επισυνάπτονται επιστολές των εφεσιβλήτων ημερ. 11.12.08 (Τεκμ. 3), ημερ. 16.3.09, μέσω της μητρικής τους εταιρείας (Τεκμ. 4), καθώς και επιστολές των δικηγόρων τους ημερ. 21.5.09 και 24.6.09 (Τεκμ. 5 και 6). Δεν δόθηκαν σ’ όλες απαντήσεις από την εφεσείουσα. Αλλά οι επίσης επισυνημμένες επιστολές ημερ. 10.3.09 και 4.6.09, (Τεκμ. 7 και 8), που αποστάληκαν από την εφεσείουσα, δείχνουν αφενός αποδοχή ουσιαστικά της οφειλής, αλλά και μια μετατόπιση στη θέση της ως προς την όλη συμφωνία, εστιάζοντας το [*1393]ζήτημα στο «πνεύμα» των συζητήσεων και της συμφωνίας.
Έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι είναι θεμιτό για ένα διάδικο να αναμένει την τελεσφόρηση εξώδικης διευθέτησης ή και την αποπληρωμή ενός χρέους προτού εγείρει την αγωγή. (Δέστε Χ"Γαβριήλ κ.ά. v. Επενδυτικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 606 και Ρένα Αριστοτέλους Λτδ v. Benfleet Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280).
Περαιτέρω, επεξηγώντας στη συνέχεια στην παρ. 12, το επείγον της έκδοσης του διατάγματος έγινε αναφορά τόσο στο μέγεθος του ποσού όσο και στην οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας, αλλά και στο ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να δεχθεί πίεση για να αποπληρώσει την οφειλή της. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τα προαναφερθέντα χαρακτήρισε ατυχείς τις δηλώσεις αυτές και αβάσιμες προς στοιχειοθέτηση του επείγοντος. Στη συνέχεια όμως καταγράφηκε στην παρ. 13 της ένορκης δήλωσης ότι η εφεσείουσα είχε προχωρήσει σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξη γης και είχαν ήδη πωλήσει διάφορα τεμάχια γης εισπράττοντας το τίμημα χωρίς να καταβάλλεται η οφειλή στους εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η δήλωση αυτή επαρκούσε για να καταδειχθεί το επείγον της έκδοσης του διατάγματος εφόσον τα τεμάχια γης έπρεπε να παραμείνουν στην κατοχή και ιδιοκτησία της εφεσείουσας ώστε να διασφαλισθεί η εναντίον της απαίτηση των εφεσιβλήτων.
Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες αυτής της συνεργασίας, αλλά πρέπει να υποδειχθεί ταυτόχρονα ότι ουδέν ουσιαστικό ανεφέρθη από την εφεσείουσα στη δική της ένσταση ως προς αυτό το θέμα, ούτε αμφισβητήθηκε η πώληση τεμαχίων γης. Αντίθετα, στην παρ. 7 της ένορκης δήλωσης του Χαράλαμπου Παναγιώτου, έγινε δεκτή η υπογραφή συμφωνίας με την Pafilia Property Developments Ltd στις 30.10.2006. Ο Χαράλαμπος Παναγιώτου στη δική του αντεξέταση εκ μέρους της εφεσείουσας, κατέστησε σαφές ότι υπήρχαν άτομα που αγόρασαν τεμάχια γης λόγω της συνεργασίας της εφεσείουσας με την Pafilia, και τα οποία εμποδίζοντο από του να ενασκήσουν τα δικά τους συμβατικά δικαιώματα, λόγω της ύπαρξης του διατάγματος. Μάλιστα, στην παρ. 14, η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι θα υπέκειτο σε ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν μπορούσε να προχωρήσει σε πωλήσεις σε σχέση με την ανάπτυξη στην Τσάδα βρισκόμενη έτσι σε παραβίαση της συμφωνίας της με την Pafilia. Προκύπτει επομένως ότι εκτός και εάν εκδιδόταν το διάταγμα, η εφεσείουσα είχε σκοπό να προχωρήσει και σε άλλες πωλήσεις τεμαχίων γης με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για τους εφεσίβλητους.
[*1394]Το κριτήριο επομένως που καθιστούσε επείγον την έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση στις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης δεν ήταν πότε οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν το γεγονός της σύναψης της συμφωνίας της εφεσείουσας με την Pafilia (λεπτομέρειες του περιεχομένου της οποίας, ως δέχθηκε στην αντεξέταση του ο Χαράλαμπος Παναγιώτου ουδέποτε μεταφέρθηκαν στους εφεσίβλητους), αλλά πότε προέκυψε η πληροφόρηση περί της αποξένωσης της περιουσίας με βάση αυτή τη συμφωνία και συνεργασία με την εφεσείουσα.
Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει να παρατηρηθεί περαιτέρω ότι κατά την αντεξέταση του Σάββα Γεωργιάδη, ουδέν τέθηκε σ’ αυτόν σε σχέση με αυτή την πώληση τεμαχίων γης στη βάση της συμφωνίας με την Pafilia, ούτε ρωτήθηκε ως προς τον ακριβή χρόνο που οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν για την έναρξη πώλησης του τεμαχίου γης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αυτό το σημείο στην απόφαση του, όπως ορθά σημείωσε και το ότι δεν του υποβλήθηκε καν ότι τα στοιχεία στα οποία παρέπεμψε στην ένορκη δήλωση του δεν καθιστούσαν το όλο θέμα επείγον προς έκδοση του διατάγματος σε μονομερή βάση και δεν είναι νοητό να εγείρεται εκ των υστέρων το θέμα κατ’ έφεση. Παρέμεινε επομένως ουσιώδες ότι η εφεσείουσα επέλεξε να αρχίσει να πωλεί τεμάχια γης χωρίς πρόθεση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι της αναγνωρισμένης στην ουσία οφειλής της προς τους εφεσίβλητους, οι οποίοι όταν το αντιλήφθηκαν κινήθηκαν δικαστικώς.
Τέθηκε επίσης ζήτημα για ακύρωση του διατάγματος λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης. Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως. («uberrima fides»). (Δέστε τις υποθέσεις Brink’s Mat Ltd v. Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350, Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267 και Zein κ.ά. v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606). Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους, ασκούσα επιχειρήσεις από την εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία L’ Exclusif Numero Douze v. Petros Michael Exclusif Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953). Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή [*1395]όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος.
Το παράπονο της εφεσείουσας εδώ είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν τον πραγματικό λόγο της υπογραφής της δεύτερης συμφωνίας, που ήταν η επιθυμία των ίδιων των εφεσιβλήτων να επιστραφούν τα τεμάχια γης στην εφεσείουσα ενόψει πιθανής εξαγοράς των μετοχών του μεγαλυτέρου μετόχου των εφεσιβλήτων, Θεόδωρου Αριστοδήμου, από τον όμιλο Λεπτού. Περαιτέρω, ότι ήταν γνωστή στους εφεσίβλητους η συμφωνία που η εφεσείουσα είχε υπογράψει με την Pafilia και οι προσυμφωνημένες αξίες των οικοπέδων τα οποία είχαν επιστραφεί στην εφεσείουσα από τους εφεσίβλητους. Όλα αυτά ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων, αλλά δεν αποκαλύφθησαν δεόντως ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατά το στάδιο της εισαγωγής της μονομερούς αιτήσεως για έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Οι θέσεις αυτές δεν είναι ορθές. Οι εφεσίβλητοι στο μονομερές στάδιο αναφέρθησαν με πληρότητα στα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη διαφορά και επισύναψαν τις δύο συμφωνίες που είχαν με την εφεσείουσα, καθώς και την ανταλλαγή της σχετικής αλληλογραφίας. Η δεύτερη συμφωνία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και το λεκτικό της είναι σαφές και δεν υποστηρίζει αυτά τα οποία η εφεσείουσα θεωρεί ως απόκρυψη γεγονότων. Στην παρ. 1Δ του προοιμίου της συμφωνίας, ρητά αναφέρεται ότι ήταν η εφεσείουσα που είχε ζητήσει από τους εφεσίβλητους να της επιστραφούν τόσο το τεμάχιο, όσο και τα οικόπεδα τα οποία δεν είχαν ήδη διατεθεί ώστε να έχει η εφεσείουσα τη δυνατότητα να τα συμπεριλάβει σε ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό για την καλύτερη αξιοποίηση των προσφερόμενων κινήτρων στα πλαίσια της αναβάθμισης του γηπέδου Tsada Golf, οι εργασίες του οποίου ήταν υπό εξέλιξη. Αυτή η παράγραφος πρέπει να συνδυαστεί και με την παράγραφο 1Β, όπου ρητά αναφέρεται ότι τα οικόπεδα και το τεμάχιο βρίσκονται πλησίον του γηπέδου με την ονομασία Tsada Golf που ανήκει στην εφεσείουσα και είναι μέρος μεγαλύτερης έκτασης γης που ανήκει και πάλι στην εφεσείουσα. Αναμφίβολα το τι τυχόν διεμείφθη πριν την υπογραφή της συμφωνίας, δεν αποτελεί ζήτημα που έπρεπε να αποκαλυφθεί, εφόσον υπάρχει καταγεγραμμένη η ίδια η συμφωνία, το λεκτικό της οποίας είναι σαφέστατο.
Όσον αφορά τη γνώση των εφεσιβλήτων για τη συνεργασία της εφεσείουσας με την Pafilia, απορρέει και πάλι, ως ήδη ανεφέρθη ανωτέρω στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος του επείγοντος, ότι στην παρ. 13 της ένορκης δήλωσης Γεωργιάδη αναφέρεται η συνεργασία της εφεσείουσας με εταιρεία ανάπτυξης γης και δεν [*1396]προκύπτει από οπουδήποτε ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν συγκεκριμένα για το περιεχόμενο της συμφωνίας της εφεσείουσας με την Pafilia. Σημειώνεται ότι ενώ στην παρ. 7 της ένορκης δήλωσης Παναγιώτου αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν για τη συμφωνία και τους όρους της, κατά την αντεξέταση του τελευταίου έγινε δεκτό ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι είχαν ενημερωθεί από την εφεσείουσα για τους όρους της συμφωνίας.
Ενόψει των πιο πάνω δεν στοιχειοθετείται η αιτίαση περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από το Δικαστήριο.
Τέλος, γίνεται εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν κατά τη συνομολόγηση της δεύτερης συμφωνίας να λάβουν πλέον ικανοποιητικές εξασφαλίσεις ούτως ώστε να ήταν δυνατόν να καλυφθεί τυχόν απόφαση εναντίον της εφεσείουσας. Ο λόγος αυτός είναι πασιφανώς εσφαλμένος, διότι οι συμβαλλόμενοι αποφάσισαν ελευθέρα βουλήσει τους όρους της δεύτερης συμφωνίας και δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να εγείρεται ζήτημα ότι ο ένας εκ των συμβαλλομένων δεν προνόησε για την εξασφάλιση καλύτερων όρων. Η εγγυητική επιστολή ύψους £250.000, θεωρήθηκε επαρκής και είναι αδικαιολόγητη η θέση της εφεσείουσας ότι με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος οι εφεσίβλητοι επεδίωξαν μεγαλύτερη εξασφάλιση από εκείνη που προέβλεπε η σύμβαση. Αναμένεται από έκαστο των συμβαλλομένων να τηρεί τις υποχρεώσεις του, ιδιαιτέρως όταν ο ένας εξ αυτών είναι εκκλησιαστικός οργανισμός. Η εγγυητική των £250.000, σύμφωνα με την παρ. 6 της δεύτερης συμφωνίας, αποτελούσε εγγύηση για την πιστή εκτέλεση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας και όπως καταληκτικά αναφέρεται, δόθηκε «.... χωρίς κανένα επηρεασμό των δικαιωμάτων της ARISTO που απορρέουν από αυτή τη συμφωνία.». Το δικαίωμα των εφεσιβλήτων δεν εξαντλείται στο ποσό των £250.000 της εγγυητικής, αλλά στο συμφωνηθέν ποσό των αποζημιώσεων, πλέον τόκους.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εντός της νομολογίας όλες τις παραμέτρους για την έκδοση προσωρινού διατάγματος και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια τόσο για τη μονομερή έκδοση του, όσο και για την οριστικοποίηση του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
[*1397]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 837/2010, την οποία καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων, εξέδωσε, στις 19/3/2010, στη βάση μονομερούς αίτησης, Διάταγμα, με το οποίο οι εφεσείοντες εμποδίζονται να πωλήσουν, υποθηκεύσουν, επιβαρύνουν, ή άλλως πως αποξενώσουν τεμάχια γης που αναφέρονται λεπτομερώς σ’ αυτό.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι το εκδοθέν Διάταγμα, το οποίο οριστικοποιήθηκε μετά που ακούστηκε και η πλευρά των εφεσειόντων.
Βάση της αγωγής, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το υπό έφεση Διάταγμα, αποτελεί η παράβαση συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 17/10/2006. Με αυτήν, ακυρώθηκε προηγούμενη συμφωνία, ημερομηνίας 23/2/2001, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνήσει όπως αγοράσουν από τους εφεσείοντες την έκταση γης στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφου στην οποία αφορά το προσωρινό Διάταγμα. Το τίμημα της αγοράς είχε εξοφληθεί πλήρως, οι εφεσείοντες, όμως, πριν την ολοκλήρωση των μεταβιβάσεων, ζήτησαν επιστροφή της πωληθείσας γης, με σκοπό να την εκμεταλλευτούν, ενοποιώντας την με άλλη έκταση γης που κατείχαν στην ίδια περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή, στις 17/10/2006, της νέας συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι θα επέστρεφαν την αγορασθείσα περιουσία, πλην των οικοπέδων που είχαν πωληθεί από αυτούς σε τρίτα πρόσωπα, τα οποία οι εφεσείοντες ανέλαβαν, όπως, με την εξασφάλιση των τίτλων, μεταβιβάσουν επ’ ονόματι των αγοραστών. Συμφωνήθηκε, επίσης, όπως οι εφεσείοντες μεταβιβάσουν επ’ ονόματι των εφεσιβλήτων ίσης αξίας γη, την οποία ανέμεναν ότι θα αποκτούσαν. Σε περίπτωση, όμως, που η μεταβίβαση της εν λόγω ακίνητης περιουσίας επ’ ονόματι των εφεσιβλήτων δεν πραγματοποιείτο μέχρι 31/12/2008, οι εφεσείοντες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στους εφεσίβλητους το ποσό των £8.470.000,00, πλέον τόκους. Ανέλαβαν, επίσης, όπως παραδώσουν στους εφεσίβλητους εγγυητική επιστολή ύψους £250.000,00, προς το σκοπό πιστής εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από τη συμφωνία. Η εγγυητική αυτή δεν μπορούσε να ανανεωθεί μετά τις 31/12/2008. Ήταν, επίσης, όρος της συμφωνίας ότι, εάν οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους μέχρι 31/12/2008, η εγγυητική θα καθίστατο πληρωτέα, ως συμφωνημένη αποζημίωση από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους, για τη μη έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων [*1398]που απέρρεαν από τη συμφωνία. Οι εφεσείοντες δεν εξασφάλισαν την περιουσία την οποία ανέλαβαν να μεταβιβάσουν και, ως αποτέλεσμα, οι εφεσίβλητοι, με την πιο πάνω αγωγή, διεκδίκησαν το ποσό των £8.470.000,00, πλέον τόκους.
Προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση του προσωρινού Διατάγματος, ο εκ των διευθυντών των εφεσιβλήτων Σάββας Γεωργιάδης, σε ένορκη δήλωσή του, αφού παρέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης, επισυνάπτοντας τα αντίγραφα των συμβάσεων, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«11. Οι Ενάγοντες ζήτησαν επανειλημμένα από τους Εναγόμενους πληρωμή του εν λόγω ποσού και περαιτέρω υπήρξαν τόσο προφορικές επικοινωνίες μεταξύ μας με σκοπό εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα, όσο και ανταλλαγή γραπτών επιστολών με πλειοψηφία δικών μας επιστολών, με τις οποίες απαιτούσαμε την καταβολή από τους Εναγομένους του οφειλόμενου βάσει του Τεκμηρίου 2 ποσού των €16.404.466,77 πλέον τόκους από 01/01/2009. Επισυνάπτεται επιστολή των Εναγόντων προς τους Εναγομένους ημερομηνίας 11/12/2008 ως Τεκμήριο 3, επιστολή του διευθύνοντος συμβούλου της Εταιρείας Dolphin Capital Investors, μητρικής εταιρείας των Εναγόντων, ημερομηνίας 16/03/2009 ως Τεκμήριο 4 και επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων ημερομηνίας 21/05/2009 και 24/06/2009 ως Τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα. Περαιτέρω, επισυνάπτονται επιστολές των Εναγομένων προς τους Ενάγοντες και τους δικηγόρους τους ημερομηνίας 10/03/2009 και 04/06/2009 ως Τεκμήρια 7 και 8.
12. Είναι επείγον όπως εκδοθεί το παρόν διάταγμα, αφού όπως φαίνεται από τη στάση των Εναγομένων είναι ο μόνος τρόπος να δεχτούν πίεση να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό. Το επείγον καθορίζεται, εκτός από το μέγεθος του οφειλόμενου ποσού, και από την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Εναγόμενοι, οι οποίοι σύμφωνα με δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όπως φαίνεται και σε δημοσίευμα της εφημερίδας ‘ΠΟΛΙΤΗΣ’ ημερομηνίας 16 Ιουνίου, 2009, το οποίο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 9, κατά το τέλος του 2008 είχε αποθεματικά μόλις 17,5 εκατομμύρια ευρώ το οποίο μόλις και καλύπτει το οφειλόμενο προς τους Ενάγοντες ποσό. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το παρόν διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο σε περίπτωση [*1399]επιτυχίας της αγωγής μας, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης και της κρίσης στην αγορά και με δεδομένο την καθυστέρηση μέχρι την ολοκλήρωση της αγωγής, αφού υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι Εναγόμενοι να μην έχουν τα κεφάλαια και τους πόρους σε μεταγενέστερο στάδιο να πληρώσουν την τεράστια οφειλή τους.
13. Από βάσιμες πληροφορίες που έχουμε, οι Εναγόμενοι έχουν προχωρήσει σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξης γης και έχουν πωλήσει διάφορα τεμάχια από τις εκτάσεις γης που περιγράφονται στην παράγραφο 5 ανωτέρω, εισπράττοντας το αντίστοιχο τίμημα πώλησης, το οποίο και οικειοποιούνται, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η οφειλή προς τους Ενάγοντες για το συνολικό ποσό. Λόγω τούτου, είναι επείγον όπως εκδοθεί το παρόν διάταγμα, έτσι που να καταστεί αδύνατη η περαιτέρω πώληση και αποξένωση της επίδικης γης, η οποία θα πρέπει να παραμείνει στην κατοχή των Εναγομένων μέχρι οι Ενάγοντες να πάρουν το λαβείν τους, διαφορετικά θα βρεθούμε σε δυσχερέστατη θέση σε σχέση με τους Εναγομένους.»
Οι εφεσείοντες, με την ένστασή τους, πρόβαλαν ότι οι εφεσίβλητοι δε νομιμοποιούνταν στην έκδοση του απαγορευτικού Διατάγματος. Σε ένορκη δήλωση του οικονομικού διευθυντή τους - Χαράλαμπου Παναγιώτου, προς υποστήριξη της ένστασης, ανέφεραν ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν για τη συμφωνία την οποία αυτοί είχαν, από 30/10/2006, συνάψει με την εταιρεία Pafilia Property Developers Ltd., (η “Pafilia“), και το απέκρυψαν από το Δικαστήριο, όπως απέκρυψαν και τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η έκδοση του απαγορευτικού Διατάγματος, αφού, στα πλαίσια της εν λόγω συμφωνίας, η Pafilia αγόρασε τη συγκεκριμένη γη για να ανεγείρει κατοικίες και να τις πωλήσει. Κάποιες από αυτές πωλήθηκαν, οι αγοραστές, όμως, ενόψει της δέσμευσης με το προσωρινό Διάταγμα της ακίνητης περιουσίας τους, εμποδίζονται να προχωρήσουν στην κατάθεση των αγοραπωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Υποστήριξαν, επίσης, με αναφορά στις επισυνημμένες στην αίτηση επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ αυτών και των εφεσιβλήτων και σε δημοσίευμα καθημερινής εφημερίδας για την οικονομική τους κατάσταση, ότι το Διάταγμα δεν έπρεπε να εκδοθεί, αφού δεν είχε στοιχειοθετηθεί το κατεπείγον του αιτήματος, στη βάση του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Όλες οι επιστολές που επισυνάπτονταν στην αίτηση ανάγονταν στα έτη 2008 και 2009 και δεν εξηγήθηκε γιατί το Μάρτιο του 2010 κατέστη επείγον να εκδοθεί μονομερώς απαγορευτικό διάταγμα. Επίσης, ανέφεραν ότι οι ίδιοι είναι ιδιοκτήτες μεγάλης αξίας κινητής και ακίνητης περιουσίας, κάτοχοι του 25% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας St. George Enterprises Ltd., η οποία είναι ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου St. George στην Πάφο και ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας τους είναι μεγαλύτερη από την εκτιμημένη αξία που καταγράφεται στο δημοσίευμα της 16/6/2009. Πρόβαλαν, περαιτέρω, αντίθεση του εκδοθέντος Διατάγματος με τις πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, οι οποίες, ισχυρίστηκαν, δεν αφορούν μόνο τη σχέση της περιουσίας της εκκλησίας με το δημόσιο, αλλά επεκτείνονται και στη σχέση της με τους ιδιώτες. Η επιβολή, κατέληξαν, οποιουδήποτε περιορισμού στην περιουσία εκκλησιαστικού οργανισμού προϋποθέτει τη συγκατάθεσή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις τρεις βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, στη βάση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και του Άρθρου 5 του Κεφ. 6, όπως αυτές αναλύθηκαν από τη νομολογία*, έκρινε ότι αυτές πληρούνται - υπάρχει, δηλαδή, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και κίνδυνος, σε περίπτωση επιτυχίας της, να είναι δύσκολο ή αδύνατο σε μεταγενέστερο στάδιο να εκτελεστεί η απόφαση, εάν δεν εκδοθεί το προσωρινό Διάταγμα.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραγράφων 12 και 13 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι δε συνέτρεχε οτιδήποτε το κατεπείγον, ώστε να αποκτούσε το Δικαστήριο, στα πλαίσια μονομερούς αίτησης, δικαιοδοσία για παροχή θεραπείας. Συγκεκριμένα, ανέφερε τα εξής:-
«Παρόλο ότι ο μάρτυρας που προέβη σ’ αυτήν την ένορκη δήλωση αντεξετάστηκε δεν υποβλήθηκε σ’ αυτόν από τη συνήγορο της Καθ’ ης η Αίτηση-Εναγόμενης ότι αυτά που αναφέρει δεν συνιστούν επείγον ζήτημα για έκδοση διατάγματος, κρίνω ότι αυτή η αναφορά του ενόρκως δηλούντος για λογαριασμό της Ενάγουσας-Αιτήτριας είναι τουλάχιστον ατυχής, λανθασμένη και αβάσιμη για να στοιχειοθετηθεί το επείγον που απαιτείται για έκδοση διατάγματος με μονομερή αίτηση. Παρόλα ταύτα όμως, στη συνέχεια της παραγράφου αυτής [*1401]μετά την πιο πάνω αναφορά, αλλά και στην παράγραφο 13 αναφέρονται γεγονότα και ισχυρισμοί που στοιχειοθετούν το επείγον που απαιτείται για έκδοση μονομερώς κάποιου διατάγματος. Απ’ ό,τι τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος προέκυπτε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση-Εναγόμενη συνεβλήθη με τρίτη εταιρεία αξιοποίησης γης και συνυπογράφει πωλητήρια έγγραφα σε άλλα πρόσωπα, με αποτέλεσμα η μεν Καθ’ ης η Αίτηση-Εναγόμενη να εισπράττει χρήματα από τέτοιες πωλήσεις ενώ η οφειλή της προς την Ενάγουσα εταιρεία παραμένει ακέραιη και η ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η Αίτηση να μειώνεται ουσιωδώς. ... Είναι η κρίση μου ότι η ατυχής και ανεδαφική αυτή δήλωση που υπάρχει στην αρχή της παραγράφου 12 της ενόρκου δηλώσεως, δεν εξουδετερώνει το επείγον που προκύπτει από την υπόλοιπο μαρτυρία (ένορκη δήλωση και αντεξέταση του μάρτυρα της Αιτήτριας-Ενάγουσας). Κρίνω επίσης ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μου οτιδήποτε που να δείχνει ότι η Αιτήτρια-Ενάγουσα απέκρυψε οτιδήποτε από το Δικαστήριο και δεν προσήλθε με καθαρά χέρια.»
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αντίθεσης των περιορισμών που τέθηκαν επί της περιουσίας των εφεσειόντων με τις συνταγματικές πρόνοιες των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23, κατέληξε ότι:-
«Ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε, και αυτό είναι το πνεύμα των συνταγματικών προνοιών, να προστατεύσει την εκκλησιαστική και βακκουφική περιουσία έναντι της κρατικής εξουσίας και όχι έναντι οποιουδήποτε πολίτη - πιστού ο οποίος διεκδικεί δικαιώματα και μάλιστα στη βάση συμβατικών υποχρεώσεων της εκκλησίας. Δεν είναι ορθή η θέση ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν ή δεν είναι εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις που λήφθησαν εναντίον εκκλησιαστικού οργανισμού χωρίς τη συγκατάθεση του.
Η συγκατάθεση της εκκλησίας που απαιτούν οι πρόνοιες της παραγράφου 9 του Άρθρου 23 δεν καλύπτει υποχρεώσεις της εκκλησίας που ρυθμίζονται με βάση το ιδιωτικό δίκαιο και πολύ ρητά και απερίφραστα στην παράγραφο 9 του Άρθρου 23 αναφέρονται τα εξής:
‘... η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων, περί ων αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων προς το συμφέρον πολεοδομίας, και της τετάρτης, εβδόμης και ογδόης παρα[*1402]γράφου του παρόντος άρθρου.’
Είναι ολοφάνερο ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 7 εξαιρούνται από την πιο πάνω ρύθμιση που προβλέπεται από την παράγραφο 9. Αυτό σημαίνει ότι μια δικαστική απόφαση που λήφθηκε από οποιονδήποτε πολίτη με βάση σύμβαση ιδιωτικού δικαίου είναι και εκτελεστή και εκτελεστέα και δεν απαιτείται καμία συγκατάθεση της εκκλησίας προς τούτο.»
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας και συμφωνώ με τις κρίσεις και τις παρατηρήσεις της σε σχέση με την ερμηνεία των προνοιών των παραγράφων 7 και 9 του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, δε θα τα επαναλάβω. Δε συμφωνώ, όμως, ως προς τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της θεραπείας μονομερώς. Είναι καλά νομολογημένο ότι, σε μονομερείς αιτήσεις, τα γεγονότα που σχετίζονται με το κατεπείγον του αιτήματος για τη χορήγηση της θεραπείας είναι ουσιώδη.
Στη Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, σε σχέση με το κατεπείγον, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 604-605)
«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.
Όπως διαπιστώνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., σε δύο αποφάσεις του - (In Re Stavros Hotel Apartments Ltd. κ.ά. (Aρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 In Re B.P. Cyprus Ltd. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 861, το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 9 του Κεφ. 6.
Στη Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, σελ. 1462, τονίστηκε ότι:-
‘Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.’»
[*1403]Εξετάζοντας τις παραγράφους 12 και 13 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης, στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε για να καταλήξει στο κατεπείγον, θεωρώ ότι αυτές κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο αποκαλύπτουν. Όπως ορθά αυτό έκρινε, δεν μπορεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να θεωρηθεί ως λόγος στοιχειοθέτησης του κατεπείγοντος για έκδοση μονομερώς διατάγματος η άσκηση πίεσης στον αντίδικο για καταβολή, κατ’ ισχυρισμό, οφειλόμενου ποσού. Το μέγεθος, όμως, της οφειλής και η οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων, στην οποία, επίσης, στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούν να εξετάζονται ανεξάρτητα του χρόνου και της πηγής των πληροφοριών. Πηγή των πληροφοριών των εφεσιβλήτων ήταν δημοσίευμα σε καθημερινή εφημερίδα, το οποίο έγινε στις 16/6/2009, δηλαδή εννέα μήνες πριν από την αναζήτηση της θεραπείας, και αφορούσε την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων για το έτος 2008. Στη Spidertrade Com Finance Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 A.A.Δ. 121, η καθυστέρηση οκτώ μηνών στη λήψη μέτρων και η απουσία εξηγήσεων γι’ αυτήν οδήγησαν σε απόρριψη αιτήματος για προσωρινό διάταγμα. Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσίβλητοι, ενώ επισυνάπτουν στην αίτησή τους όλη την αλληλογραφία η οποία ανταλλάχθηκε με τους εφεσείοντες και η οποία σταματά με επιστολή τους ημερομηνίας 24/6/2009, δε δίδουν οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρησή τους στην καταχώριση της αγωγής και, συνακόλουθα, της αίτησης. Παρά το καταληκτικό στην τελευταία αυτή επιστολή τους ότι ανέμεναν τη διευθέτηση συνάντησης εντός επτά ημερών, η οποία δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε, καταχωρούν την αγωγή εννιά μήνες αργότερα. Τα όσα προβάλλουν περί ανοχής τους επειδή επρόκειτο για εκκλησιαστικό οργανισμό, δεν αποτελούν ικανοποιητική εξήγηση, όταν, μάλιστα, ένα μήνα προηγουμένως, σε επιστολή τους ημερομηνίας 21/5/2009, ρητά αναφέρουν στους εφεσείοντες ότι, αν οι τελευταίοι δεν καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό εντός 15 ημερών, θα προχωρήσουν στη λήψη δικαστικών μέτρων χωρίς άλλη ειδοποίηση.
Η αναζήτηση από τους εφεσίβλητους της θεραπείας μονομερώς είναι φανερό ότι έγινε για σκοπούς άλλους από την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων. Έγινε με σκοπό να πιεστούν οι εφεσείοντες να καταβάλουν το, κατ’ ισχυρισμό, οφειλόμενο ποσό. Οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι αναφέρουν στην επιστολή τους προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 16/3/2009 ότι ο κλάδος με τον οποίο ασχολούνται αντιμετωπίζει προβλήματα και οι οικονομικές πιέσεις που δέχονται είναι ασφυκτικές. Η εξήγηση που έδωσαν για ανοχή εκ μέρους τους, επειδή διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους εφεσείοντες, όπως προκύπτει από την ίδια επιστολή, θα μπορού[*1404]σε να γίνει δεκτή μέχρι την ημέρα της επιστολής, όταν, μάλιστα, αναφέρουν σ’ αυτήν ότι δεν είχαν άλλα περιθώρια. Δεν έδωσαν εξήγηση γιατί από το 2009 το όλο ζήτημα κατέστη κατεπείγον το Μάρτιο του 2010. Θεωρώ ότι η αναφορά που γίνεται στην αρχή της παραγράφου 12 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης είναι όχι ατυχής έκφραση αλλά έκφραση που αποδίδει τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι εφεσίβλητοι προχώρησαν μονομερώς. Προς την ίδια κατεύθυνση κατατείνουν και οι λόγοι που παρατίθενται στο τέλος της παραγράφου 12 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησής τους.
Θέση των εφεσειόντων, με την ένστασή τους, ήταν ότι αυτοί διαθέτουν μεγάλη περιουσία, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους, που ισχυρίστηκαν, όμως, ότι αυτή είναι βεβαρημένη με υποθήκες, γεγονός που μειώνει σημαντικά την αξία της. Ακριβή στοιχεία ως προς την αξία της δε δόθηκαν. Ούτε τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων, στα οποία, επίσης, στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώ ότι επαρκούν για να καταδειχθεί το κατεπείγον της έκδοσης του Διατάγματος. Η παράγραφος αυτή διαπνέεται από αοριστία. Η πηγή των πληροφοριών του ενόρκως δηλούντος δεν αποκαλύπτεται, αλλά ούτε και προσδιορίζεται χρονικά πότε περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων η συνεργασία των εφεσειόντων με άλλη εταιρεία και πότε αυτοί άρχισαν να πωλούν τεμάχια από τις εκτάσεις της γης των οποίων ζητείτο η δέσμευση - (βλ. Δ.39, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (πιο πάνω)). Οι εφεσείοντες, τόσο με την ένστασή τους όσο και με όσα ο ενόρκως δηλών γι’ αυτούς ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, έθεταν θέμα γνώσης των εφεσιβλήτων, πολύ πριν από την υπογραφή της συμφωνίας της 17/10/2006, ότι αυτοί συζητούσαν με την εταιρεία Pafilia για την ανάπτυξη ακίνητης περιουσίας τους, για την οποία, μάλιστα, και οι εφεσίβλητοι είχαν ενδιαφερθεί. Οι συζητήσεις, διευκρίνισε, με την εταιρεία Pafilia, αρχικά, δεν αφορούσαν το τεμάχιο που είχε πωληθεί στους εφεσίβλητους με τη συμφωνία της 23/2/2001. Αυτό περιλήφθηκε στη συμφωνία με την Pafilia μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 17/10/2006. Για τη διαπραγμάτευση με την Pafilia μίλησε ο ίδιος με τον κ. Γεωργιάδη - (ενόρκως δηλών για τους εφεσίβλητους) - στον οποίο, όμως, δεν ανέφερε όλες τις λεπτομέρειές της.
Έχοντας υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι, με την αίτησή τους, δεν αποκάλυψαν χρονικά πότε έλαβαν γνώση για τη συνεργασία, όπως την αποκάλεσαν, των εφεσειόντων με εταιρεία ανάπτυξης γης και όσα κατά την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντος γι’ αυ[*1405]τούς διευκρινίστηκαν, θεωρώ ότι δεν καταδείχθηκε οτιδήποτε που να προσδίδει επείγοντα χαρακτήρα στο αίτημα για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος. Η μη αποκάλυψη πότε αυτό περιήλθε σε γνώση τους και ποια η πηγή των πληροφοριών τους απογυμνώνει εντελώς το κατεπείγον του αιτήματός τους.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για επίκληση του Άρθρου 9 του Κεφ. 6, δηλαδή χορήγηση θεραπείας στην απουσία του αντιδίκου. Θα κατέληγα σε αποδοχή της έφεσης και ακύρωση του εκδοθέντος Διατάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο