Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (2011) 1 ΑΑΔ 1422

(2011) 1 ΑΑΔ 1422

[*1422]18 Iουλίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL),

Εφεσείοντες-Ενάγουσα,

v.

ΝΙΚΟΥ Κ. ΣΙΑΚΟΛΑ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2005)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Μη καταγραφή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιολόγηση των μαρτύρων των Εφεσειόντων ― Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιόν του, αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου για την ορθότητα της εκδοχής της τράπεζας ― Λήψη μαρτυρίας που δεν καλυπτόταν από αντίστοιχους δικογραφημένους ισχυρισμούς και ιδιαίτερα από λεπτομέρειες των πράξεων που κατά τον Εφεσίβλητο συνιστούσαν δόλο ― Επηρέασαν άμεσα και καθοριστικά την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το Εφετείο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια παρέμβασης για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, όταν αυτά κρίνονται εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής μορφής αντιφάσεις οι οποίες αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης ― Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης.

Απόδειξη ― Βάρος απόδειξης ― Οι κανόνες που καθορίζουν το βάρος της απόδειξης και τις περιστάσεις της απόσεισης του, δεν έχουν [*1423]καμία σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δ.19, θ.13 ― Οι πρόνοιες της στοχεύουν στο να εμποδίσουν την έγερση κατά τη δίκη νέων ζητημάτων που θα καταλάμβαναν τον αντίδικο του εξ απροόπτου.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δ.19, θ.4 ― Σε περίπτωση που ο διάδικος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε απάτη, θα πρέπει να δίδονται πλήρεις λεπτομέρειες στο δικόγραφο.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δ.19, θ.19 ― Αρκεί στο δικόγραφο να αναφέρεται «το αποτέλεσμα» («effect»), χωρίς να χρειάζεται να παρατεθεί ολόκληρο ή μέρος του εγγράφου, εκτός εάν οι ακριβείς λέξεις του εγγράφου είναι ουσιώδεις.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιόν του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δεν συνάδει με αυτά.

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, η υπόθεση που τέθηκε ενώπιον του διεκδικεί τα σκήπτρα της μακρύτερης από απόψεως χρονικής διάρκειας και έκτασης μαρτυρίας αγωγής που εκδικάστηκε ποτέ στην Κύπρο. Τα γεγονότα που οδήγησαν σε αντιδικία στην παλαιά αυτή υπόθεση, είχαν διαδραματισθεί μεταξύ 1975 - 1977 σε διάφορες χώρες όπως στο Λίβανο, στην Κύπρο, στη Νιγηρία, στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Η δε αγωγή καταχωρήθηκε το 1986.

Η Εφεσείουσα είναι τραπεζικός οργανισμός με έδρα το Λίβανο.  Ενήγαγε τον Εφεσίβλητο υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή των υποχρεώσεων της Ελληνικής εταιρείας Eurotrade προς την οποία οι Εφεσείοντες είχαν παράσχει τραπεζικές διευκολύνσεις μεταξύ των ετών 1975-77. Τα ζητήματα που αφορούσαν στα πραγματικά γεγονότα είχαν μακρύ ιστορικό, αναγόμενο σε σειρά περίπλοκων εξελίξεων στις συμβατικές σχέσεις των διαδίκων.

Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, το δίκαιο το οποίο διήπε όλες τις μεταξύ των Εφεσειόντων και της Eurotrade συναλλαγές, καθώς επίσης και την εγγύηση που έδωσε ο Εφεσίβλητος και το σχετικό επιτόκιο είναι το Λιβανικό δίκαιο. Επί αυτής της βάσης, αξίωσαν τις ακόλουθες θεραπείες εναντίον του Εφεσίβλητου, υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή των υποχρεώσεων Eurotrade:-

Α.    Το ποσό των $465.914 σαν υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού.

[*1424]Β.   Το ποσό των $132.815 σαν υπόλοιπο επί εισπραχθεισών σταλιών.

Γ. Σύνθετο τόκο επί των ανωτέρω ποσών με το επιτόκιο το οποίο χρέωναν οι τράπεζες που συνεργάζονταν με τους Εφεσείοντες για συναλλαγές σε δολάρια πλέον 1,5%, από την 10.12.77 μέχρι πληρωμής.

Δ.    Απόδοση λογαριασμών ως προς τα ποσά τα οποία η εταιρεία Eurotrade εισέπραξε από την κυβέρνηση της Νιγηρίας σαν σταλίες και διαταγή του Δικαστηρίου για την πληρωμή από τον Εφεσίβλητο ποσού ίσου προς 1% επί του εισπραχθέντος ποσού το οποίο υπερβαίνει το ποσό των $18.881.562, πλέον τόκο σύμφωνα με την παράγρ. (Γ) ανωτέρω.

Με την Υπεράσπισή του ο Εφεσίβλητος, ο οποίος  ενήχθη υπό την ιδιότητα του εγγυητή, αμφισβήτησε μεταξύ άλλων και κατά κύριο λόγο την ύπαρξη των εγγράφων που υπογράφηκαν για το άνοιγμα λογαριασμών και για την παροχή διευκολύνσεων και πιστωτικών επιστολών. Αρνήθηκε επίσης ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δημιουργούν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις στην εταιρεία Eurotrade ή στους εγγυητές της. Όπως ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, τόσο η συμφωνία της Eurotrade με τους Εφεσείοντες για την παροχή διευκολύνσεων όσο και οι ιδιαίτεροι όροι για την αμοιβή τους, τελούσαν υπό ένα υπέρτερο όρο, ή προϋπόθεση ότι θα εκτελείτο εις το ακέραιο και μέχρι τέλους η συναλλαγή προμήθειας τσιμέντου στη Νιγηρία με τις υπηρεσίες των Εφεσειόντων. Αυτός όμως ο στόχος δεν επιτεύχθηκε για διάφορους λόγους, με αποτέλεσμα η Eurotrade να ανατρέχει σε άλλες τράπεζες.

Αυτό το οποίο παραδεχόταν ο Εφεσίβλητος ήταν ότι στις 26.8.1976, η Νιγηριανή κυβέρνηση και η Ελληνική εταιρεία Eurotrade συνήψαν συμφωνία, για την εφαρμογή όμως της οποίας, οι Εφεσείοντες αδυνατούσαν ή αρνήθηκαν να παράσχουν την απαιτούμενη τραπεζική εγγύηση των $2.000.000 προς τις αρχές της Νιγηρίας και γι’ αυτό η Eurotrade απευθύνθηκε και εξασφάλισε την εγγύηση από την Ελβετική τράπεζα Ruari Anstalt

Με την πληρωμή του ποσού των $315.000 προς τους Εφεσείοντες, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ακόμα ότι κανένα χρεωστικό υπόλοιπο δεν οφειλόταν σ’ αυτούς, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος της Eurotrade.

Αρνήθηκε επίσης  ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνταν να χρεώνουν τους αναφερόμενους στην Έκθεση Απαίτησης τόκους, προμήθειες και έξοδα. Παρέθεσε δε στη συνέχεια της Έκθεσης Υπεράσπισής του, διάφορους λόγους για τους οποίους, όπως υποστήριξε, οι [*1425]Εφεσείοντες με πράξεις ή παραλείψεις τους απώλεσαν το δικαίωμά τους να στραφούν εναντίον του ίδιου σαν εγγυητή.

Τέλος, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το κατάλληλο δίκαιο δεν ήταν το Λιβανικό ή το Κυπριακό δίκαιο, αλλά το Ελληνικό, με βάση το οποίο οι αξιώσεις των Εφεσειόντων θα έπρεπε να θεωρηθούν ότι είχαν παραγραφεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων στην απόφαση του, ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι τους οφείλεται οποιοδήποτε ποσό και ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εις βάρος τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη ως αποτέλεσμα των πραγματικών ευρημάτων του αλλά και επειδή όπως έκρινε, οι εφεσείοντες απέτυχαν α) λόγω της αδυναμίας τους να τεκμηριώσουν με απαραίτητα και ακριβή στοιχεία την ύπαρξη του ζητουμένου ή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου, και β) λόγω των αποδειχθεισών δικών τους μεμπτών ενεργειών, πράξεων ή παραλείψεων διαχείρισης του λογαριασμού.

Η αγωγή απερρίφθη και λόγω έλλειψης όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, κεφαλαιώδους σημασίας στοιχείων. Το βασικό, κυρίαρχο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των ευρημάτων του ήταν ότι οι εφεσείοντες είτε δεν εφάρμοζαν τα συμφωνηθέντα, είτε τα εφάρμοζαν κατά το δοκούν, ή τα εφάρμοζαν κατά τρόπο ο οποίος παρέμεινε άγνωστος και πέραν ελέγχου.

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση προβάλλοντας 11 λόγους έφεσης οι οποίοι επικεντρώθηκαν σε προβολή θέσεων ότι έγινε αποδεκτή μη δικογραφημένη μαρτυρία και ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας σε πολλά σημεία που αφορούσαν και σε πολλά έγγραφα.

Πολλοί λόγοι έφεσης περί παραβίασης της δικογράφισης απορρίφθηκαν και επιβεβαιώθηκε η σχετική ορθότητα των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Ερωτοκρίτου, Δ., συμφωνούντος και του Αρτέμη, Π.:

1.  Ότι μέρος του πρώτου λόγου έφεσης ευσταθούσε. Δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η σοβαρή παράλειψη του Εφεσίβλητου να δικογραφήσει τους κυριότερους ισχυρισμούς του, αναφορικά με [*1426]τα Τεκμήρια 72 και 74. Το ότι τα δύο έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα, το συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή. Έκτοτε τροποποίησε την Έκθεση Υπεράσπισής του δύο φορές, χωρίς όμως να συμπεριλάβει αυτό τον πολύ σημαντικό ισχυρισμό του. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, αφού αυτή θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως εκτός δικογράφου και είτε θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί, είτε να μην είχε ληφθεί υπόψη.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εδικαιολογείτο να θεωρήσει ότι ο Εφεσίβλητος, όταν «βρέθηκε αντιμέτωπος με τα δύο έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη», αφήνοντας να νοηθεί ότι βρέθηκε εξ απροόπτου, εδικαιούτο να ισχυριστεί ότι τα έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα. Δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ο Εφεσίβλητος είχε γνώση για την ύπαρξη των συγκεκριμένων εγγράφων από προηγουμένως.

3.  Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν επρόκειτο «για μια απλή αγωγή στην οποία ο ενάγων βασίζει την απαίτησή του πάνω σε π.χ. ένα γραπτό γραμμάτιο ή μια γραπτή συμφωνία που υπογράφηκε από τα δύο μέρη οπότε ο εναγόμενος στην υπεράσπισή του θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει ότι η ισχυριζόμενη υπεράσπιση του είναι π.χ. η πλαστογράφηση της υπογραφής του, το non est factum κλπ. ....». Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να μην ήταν μία η συμφωνία αλλά πολλές, όμως αναφορικά με το υπόλοιπο του λογαριασμού και την ισοτιμία, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ήταν σαφέστατοι και παρέπεμπαν ρητά σε έγγραφη συμφωνία. Οι Εφεσείοντες ορθά δικογράφησαν τους ισχυρισμούς τους και ο Εφεσίβλητος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρέθηκε προ απροόπτου.

4.  Δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στις παραγρ. 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησης, «δεν περιγραφόταν ή “φωτογραφιζόταν” κανένα συγκεκριμένο έντυπο ή εγγραφή επί του οποίου ο εναγόμενος να έθεσε την υπογραφή του» και ως εκ τούτου δεν ήταν λογικό να αναμένεται από τον ίδιο στην Έκθεση Υπεράσπισης του να ήταν πιο σαφής. Ο τρόπος που οι Εφεσείοντες δικογράφησαν τους ισχυρισμούς τους, ήταν απόλυτα επαρκής και σύμφωνος με τους γενικούς κανόνες δικογράφησης.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιόν του, αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου για την ορθότητα της [*1427]εκδοχής της τράπεζας.

6.  Με δεδομένο ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των μαρτύρων της κάθε πλευράς, η σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας τους, ήταν επιτακτική. Ενόψει της διάστασης της μαρτυρίας για τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190(9), το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καθήκον να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας.

7.  Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα πιο πάνω τεκμήρια. Οι τρεις μάρτυρες των Εφεσειόντων (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3) που κατάθεσαν επί του θέματος, υποστήριξαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που υποστήριξε ο Εφεσίβλητος. Με δεδομένη την πιο πάνω διάσταση, το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει τα αληθή γεγονότα, αφού προηγουμένως αποφαινόταν για το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια και ποιος όχι.

8.  Η μη καταγραφή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιολόγηση των μαρτύρων των Εφεσειόντων, αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74, καθώς και η λήψη μαρτυρίας που δεν καλυπτόταν από αντίστοιχους δικογραφημένους ισχυρισμούς και ιδιαίτερα από λεπτομέρειες των πράξεων που κατά τον Εφεσίβλητο συνιστούσαν δόλο, επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αφού εκθεμελιώνει ένα σημαντικό υπόβαθρο της πρωτόδικης κρίσης και ευρημάτων, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

9.  Δεν εξετάστηκαν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, ενόψει της διαπιστωθείσας ανάγκης για επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Όλη η υπεράσπιση του Εφεσίβλητου βασιζόταν στην άρνηση της δέσμευσης του και δεν μπορούσε να θεωρηθεί, ότι το δικόγραφο του τον απέκλειε να ισχυρισθεί ότι, αν και επρόκειτο για την υπογραφή του, δεν επρόκειτο για κείμενο στο οποίο αυτή είχε τεθεί όταν ετέθη και στο πλαίσιο που εφαίνετο ότι ετέθη.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς δεν αποδέχεται, για τους λόγους που εξηγεί, ως αξιόπιστη προς απόδειξη της υπόθεσής της τη μαρτυρία της Εφεσείουσας ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίσθηκαν τα τεκμήρια 72 και 74.

[*1428]3.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο απευθύνθηκε με σχολαστικότητα και λογική στην ενώπιον του μαρτυρία και εξήγησε δεόντως γιατί καταλήγει να θεωρεί «την εκδοχή της ενάγουσας διάτρητη, ακροσφαλή και απορριπτέα».

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στο εύρημα του ότι ο Εφεσίβλητος «δεν είχε θέσει την υπογραφή του ή και τη σφραγίδα της εταιρείας του, είτε σε κείμενο που παρουσίαζε συμπληρωμένο αριθμό με υπόλοιπο λογαριασμού, είτε συμφωνηθείσα ισοτιμία νομισμάτων», και τούτο ήταν ασφαλώς εύρημα βασιζόμενο σε κρίση αξιοπιστίας.

5.  Συγχρόνως, εξήγησε τους προβληματισμούς που το οδήγησαν στην κατάληξη ότι η εκδοχή της Εφεσείουσας, όπως προέκυπτε βεβαίως από τη μαρτυρία της, δεν μπορούσε να θεωρηθεί πειστική, που και πάλι συνιστούσε εύρημα διερχόμενο μέσα από κρίση αξιοπιστίας.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο. Τα έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση επιδικάστηκαν υπέρ των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Yποθέσεις:

Ayia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 A.A.Δ. 549,

United Dominion Trust Ltd v. Western [1976] Q.B.D. 513,

Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826,

Παφίτης κ.ά. v. Κουκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154,

Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 A.A.Δ. 24,

Πουρίκκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507,

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974,

[*1429]Wynne v. Mαυρονικόλα, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138,

Αθανασίου κ.ά., ως Διαχειριστές της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All E.R. 326,

R.C.K. Sports Ltd, ως έχει μετονομαστεί από Palinex Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ.1074,

Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E. v. Χ"Νέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,

Liu v. Τριφταρίδη (2011) 1 A.A. 1000,

Κωνσταντίνου ν. Κρασιά (2005) 1 Α.Α.Δ. 162,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κωστάκη, ανήλικου, μέσω των γονέων του και φυσικών κηδεμόνων του Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kληρίδης, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 747/2005), ημερ. 15.9.2005.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου. Με αυτή συμφωνεί και ο Αρτέμης, Π.. Ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε αγωγή που καταχωρίστηκε το 1986. Λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που τελικά την εκδίκασε, ορθά αισθάνθηκε την ανάγκη, λόγω του παραπόνου που δια[*1430]τυπώθηκε για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, να εξηγήσει, έστω και συνοπτικά, στην αρχή της απόφασής του, τους λόγους της καθυστέρησης. Συγκεκριμένα ανέφερε:-

«Τα γεγονότα που οδήγησαν στην αντιδικία στην παλαιά αυτή υπόθεση, είχαν διαδραματισθεί μεταξύ 1975 - 1977 σε διάφορες χώρες όπως στο Λίβανο, στην Κύπρο, στη Νιγηρία, στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Η αγωγή καταχωρήθηκε αρκετά αργότερα, κατά το 1986. Διάφορες όμως συγκυρίες γεγονότων δεν επέτρεψαν την εκδίκαση της νωρίτερα. Μεγάλος αριθμός ενδιάμεσων διαδικασιών, εφέσεις, εκδικάσεις εξ υπαρχής (de novo) και αναβολές προκάλεσαν, μεταξύ άλλων την δυσάρεστη αυτή καθυστέρηση.

Η ίδια η εκδίκαση και πλήρης αποπεράτωση της ακρόασης υπήρξε ιδιαίτερα επίπονη και μακρά, σε βαθμό που να διεκδικεί τα σκήπτρα της μακρύτερης από απόψεως χρονικής διάρκειας και έκτασης μαρτυρίας αγωγής που εκδικάστηκε ποτέ στην Κύπρο.»

Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων

Η Εφεσείουσα είναι τραπεζικός οργανισμός με έδρα το Λίβανο. Ενάγει τον Εφεσίβλητο υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή των υποχρεώσεων της ελληνικής εταιρείας Hellas Eurotrade Ltd, στο εξής «η Eurotrade», προς την οποία οι Εφεσείοντες είχαν παράσχει τραπεζικές διευκολύνσεις μεταξύ των ετών 1975-77. Επειδή τα γεγονότα είναι πολλά και περίπλοκα, θα ακολουθήσουμε τον τρόπο που τα συνοψίζει το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η World Trade Shipping Corporation, στο εξής «η WT Shipping», αλλοδαπή εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσε γραφεία στην Ελλάδα και ελεγχόταν από κάποιο καπετάνιο Διονύσιο Μπαγλαντζή. Η Eurotrade είχε συσταθεί στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1975 με μετόχους τον Εφεσίβλητο, με ποσοστό 40% του μετοχικού της κεφαλαίου, και 3 άλλα πρόσωπα, τον Σπυρίδωνα Αρμπούζη από την Ελλάδα, τον Ευάγγελο Γεωργιάδη από την Αμμόχωστο και τον επίσης εξ Ελλάδος, Διονύσιο Μπαγλαντζή, οι οποίοι κατείχαν από 20% ο καθένας. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο Εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος τόσο της Eurotrade όσο και της WT Shipping.

Ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε η Eurotrade, ήταν για να αναλάβει την εκτέλεση ενός σημαντικού συμβολαίου που είχε εξασφαλίσει το Μάρτιο του 1975 η WT Shipping, από το Υπουργείο Άμυ[*1431]νας της Νιγηρίας, για την προμήθεια προς αυτό 240.000 μετρικών τόνων τσιμέντου για τις ανάγκες του. Η τιμή είχε συμφωνηθεί στα $60 κατά μετρικό τόνο και επομένως η συνολική αξία του συμβολαίου ανερχόταν σε $14.400.000.

Μεταξύ των υποχρεώσεων τις οποίες αναλάμβαναν οι Νιγηριανές αρχές, πέραν της πληρωμής της αξίας του τσιμέντου, περιλαμβανόταν και η υποχρέωση για εκφόρτωση, μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα, των πλοίων που προσέγγιζαν το λιμάνι του Λάγος μεταφέροντας το τσιμέντο. Σε περίπτωση που η  εκφόρτωση δεν θα γινόταν μέσα στη χρονική περίοδο που είχε συμφωνηθεί, οι Νιγηριανές αρχές υποχρεούνταν να πληρώσουν στους προμηθευτές (Eurotrade), ανάλογα με την ποσότητα που μετέφερε το πλοίο, ποσό σταλιών (demurrages) μέχρι $4.100 για κάθε ημέρα καθυστέρησης εκφόρτωσης, για κάθε ένα πλοίο.

To συμβόλαιο πρόβλεπε επίσης για την παροχή εκ μέρους της WT Shipping, εγγυητικής επιστολής για την καλή εκτέλεση του συμβολαίου (performance bond). Ο Εφεσίβλητος περί το τέλος Μαρτίου του 1975 προσέγγισε τους Εφεσείοντες στο Λίβανο, από τους οποίους αιτήθηκε τόσο την χρηματοδότηση της Eurotrade για την εκτέλεση του συμβολαίου, όσο και την έκδοση εγγυητικής επιστολής προς τις Νιγηριανές αρχές για πιστή εκτέλεση του συμβολαίου. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεργαστούν. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, η σχετική συμφωνία προέβλεπε ότι οι Εφεσείοντες θα παρείχαν στην Eurotrade την αναγκαία χρηματοδότηση και όλες τις απαραίτητες για τη διεκπεραίωση του συμβολαίου τραπεζικές διευκολύνσεις και εγγυήσεις. Ο Εφεσίβλητος, ενεργώντας πάντα σαν εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Eurotrade, στις 7.6.1975, ενώ βρισκόταν στη Βηρυτό, υπόγραψε τα σχετικά έγγραφα για άνοιγμα λογαριασμού, πιστωτικών επιστολών και άλλων διευκολύνσεων.

Για την εκτέλεση του συμβολαίου, η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας, κατά το Μάιο του 1975 άνοιξε ανέκκλητη πιστωτική επιστολή για το ποσό του συμβολαίου, ήτοι $14.400.000. Αυτή η πιστωτική επιστολή επιβεβαιώθηκε από τη Γαλλική τράπεζα Bank Nationale de Paris, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο Παρίσι. Για σκοπούς συντομίας, η Γαλλική Τράπεζα θα αναφέρεται σαν «ΒΝΡ».

Τον Ιούνιο του 1975, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τα οποία πήγαζαν από το συμβόλαιο με την κυβέρνηση της Νιγηρίας καθώς και από την πιστωτική επιστολή που ανοίχθηκε, εκχωρήθηκαν από την W. T. Shipping προς τη νεοϊδρυθείσα τότε εταιρεία Eurotrade. Στη συνέχεια (16.6.1975), η Εurotrade εκχώρησε αμετάκλητα όλα τα έσοδα που θα προέρχονταν από την πιστωτική επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, προς τους Εφεσείοντες, όπως προέβλεπε η μεταξύ τους συμφωνία. Κατά την ίδια μέρα, η Eurotrade συμφώνησε εγγράφως όπως καταβάλλει στους Εφεσείοντες συγκεκριμένα ποσοστά αμοιβής, για τις διάφορες υπηρεσίες που θα της πρόσφερε.*

Την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 17.6.1975, τόσο ο Εφεσίβλητος όσο και οι δύο από τους τρεις άλλους μετόχους της Eurotrade, Σ. Αρμπούζης και Ε. Γεωργιάδης, υπέγραψαν εγγύηση με την οποία αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα εγγυούνταν στους Εφεσείοντες όλες τις υποχρεώσεις της Eurotrade, σε σχέση με τις παρεχόμενες σ’ αυτούς υπηρεσίες. Με βάση την εγγύηση αυτή ενάγεται ο Εφεσίβλητος.

Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, η συνεργασία μεταξύ των Εφεσειόντων και της Eurotrade, άρχισε να εφαρμόζεται στην πράξη. Διευθετούνταν αγορές μεγάλων ποσοτήτων τσιμέντου από την Ελλάδα και άλλες χώρες και μεταφέρονται στη Νιγηρία με ενοικιαζόμενα πλοία. Όλες οι τραπεζικές συναλλαγές διενεργούνταν όπως είχε συμφωνηθεί, μέσω των Εφεσειόντων. Ο λογαριασμός τον οποίο είχε ανοίξει η Eurotrade, ετηρείτο σε Λιβανέζικες Λίρες (Λ.Λ.).

Σε κάποιο στάδιο της συνεργασίας, προέκυψαν δυσκολίες, επειδή στο μεταξύ είχε ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο, ο οποίος προκαλούσε προβλήματα στις συγκοινωνίες, στις επικοινωνίες, στη διακίνηση, στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κλπ., τα οποία είχαν αντίκτυπο στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών των Εφεσειόντων. Κάποιες ημέρες παρέμεναν κλειστά τα γραφεία τους, σε κάποιες περιόδους τα γραφεία μετακινούνταν σε άλλη περιοχή, ηλεκτρικές συσκευές, όπως γραφομηχανές και τηλέτυπα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν κατά διαστήματα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, οι Εφεσείοντες προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι της Eurotrade.

Επικαλούμενη αυτού του είδους τα προβλήματα, η Eurotrade με [*1433]χειρόγραφη επιστολή της ημερ. 27.2.1976 (τεκμήριο 70), η οποία υπογραφόταν από τον Εφεσίβλητο, ζήτησε από τους Εφεσείοντες την αποδέσμευση της εκχώρησης προς αυτούς των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, μέσω της ΒΝΡ. Σε περίπτωση αποδέσμευσης, δήλωνε έτοιμη να αναλάβει κάποιες δεσμεύσεις προς όφελος των Εφεσειόντων, κυρίως ως προς την πληρωμή συμφωνηθείσας προμήθειας και ειδικής προμήθειας επί σταλιών. Οι Εφεσείοντες θέτοντας κάποιους όρους, αποδέχθηκαν να αναστείλουν τη δέσμευση της Eurotrade για την εκχώρηση των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας. Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 27.2.1976, ο Εφεσίβλητος, ο οποίος βρισκόταν στη Βηρυτό, υπέγραψε στα γραφεία των Εφεσειόντων ένα σημαντικό έγγραφο εκ μέρους της Eurotrade. Πρόκειται για το Τεκμήριο 72. Με αυτό, αναγνώριζε ότι η Eurotrade όφειλε στους Εφεσείοντες το ποσό των Λ.Λ. 5.399.315,35, το οποίο αντιπροσώπευε το υπόλοιπο του λογαριασμού της. Σύμφωνα δε πάντα με τους Εφεσείοντες, την επομένη, δηλαδή 28.2.1976, ο Εφεσίβλητος υπέγραψε και δεύτερο έγγραφο, τεκμήριο 74, με το οποίο επιβεβαίωνε ότι η εξόφληση του χρεωστικού λογαριασμού της Eurotrade με τους Εφεσείοντες, θα γινόταν με ισοτιμία Λ.Λ. 2,38 προς $1. Ο Εφεσίβλητος αρνείται έντονα ότι υπόγραψε έγγραφα με τέτοιο περιεχόμενο.

Στις 10.3.1976, οι Εφεσείοντες προέβηκαν σε μετατροπή του νομίσματος του λογαριασμού της Eurotrade από Λ.Λ. σε δολάρια Η.Π.Α.. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε αυτή η μετατροπή είναι αμφισβητούμενες και ιδιαίτερα το ζήτημα κατά πόσο αυτή η μετατροπή έγινε κατόπιν παράκλησης και/ή με τη γνώση ή συγκατάθεση της Eurotrade, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.

Ακολουθούμε την εξέλιξη των γεγονότων, όπως αυτή περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση. Μετά τη συγκατάνευσή τους για αποδέσμευση της εκχώρησης των προσόδων, οι Εφεσείοντες κατέγραψαν την αποδοχή και την ακριβή φύση και όρους της αποδέσμευσης που παραχώρησαν, σε τηλετυπικό μήνυμα (τεκμήριο 85), το οποίο στις 11.3.1976, απέστειλαν στη γαλλική τράπεζα ΒΝΡ. Συγκεκριμένα, με το μήνυμα εκείνο, οι Εφεσείοντες, θέτοντας συγκεκριμένους όρους, εξουσιοδοτούσαν την ΒΝΡ να αναστείλει προσωρινά τα δικαιώματα των Εφεσειόντων ως δικαιούχων της ανέκκλητης εκχώρησης των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας. Όμως, διατήρησαν το δικαίωμα να τερματίσουν την αναστολή και να επαναφέρουν τα δικαιώματά τους όποτε ήθελαν κρίνει πρέπον.

[*1434]Λίγες μέρες αργότερα, όταν η Eurotrade φαίνεται να είχε παραδώσει ποσότητα 195.620 μ.τ. τσιμέντου, ανέκυψαν διαφορές μεταξύ της και των Νιγηριανών αρχών. Με διάφορες προφάσεις η επιβεβαιώσασα τράπεζα ΒΝΡ, ακολουθώντας οδηγίες των Νιγηριανών αρχών, αρνείτο να διαπραγματευθεί έγγραφα φόρτωσης, όταν συνειδητοποίησε πως η εκφόρτωση τόσων μεγάλων ποσοτήτων τσιμέντου στη Νιγηρία θα απαιτούσε 29 ολόκληρα χρόνια να γίνει, θα στοίχιζε εκατομμύρια δολάρια σε σταλίες και θα παραβίαζε διεθνείς κανονισμούς που διέπουν πιστωτικές επιστολές οι οποίες προβλέπουν για τμηματικές φορτώσεις. Δόθηκαν τότε (15.3.1976) οδηγίες από τις Νιγηριανές αρχές στην ΒΝΡ, όπως μη εκτελούνται πλέον υποχρεώσεις στη βάση της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας. Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε στη λήψη δικαστικών μέτρων στη Γαλλία από την Eurotrade εναντίον της ΒΝΡ. Μετά από επίπονες διαβουλεύσεις, στις 26.8.1976 επιτεύχθηκε συμβιβαστική συμφωνία μεταξύ του Ομοσπονδιακού Υπουργού Μεταφορών της Νιγηρίας και της Eurotrade, στη βάση της οποίας θα καταβάλλονταν προς την Eurotrade κάποια ποσά και έκαστος των συμβαλλομένων θα αποδεσμευόταν από όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του και από κάθε τυχόν ευθύνη ή απαίτηση που σχετιζόταν με το συμβόλαιο προμήθειας τσιμέντου. Αυτά τα ποσά, αντιπροσώπευαν την αξία ποσοτήτων τσιμέντου που ενώ είχαν παραληφθεί δεν είχαν πληρωθεί, ύψους $2.124.000, πλέον ένα μη εκκαθαρισθέν ποσό που οφειλόταν για σταλίες, όπως προέβλεπε το αρχικό συμβόλαιο. Οι Νιγηριανές δε αρχές, υποχρεούντο όπως με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας πληρώσουν στην Eurotrade ένα ποσό ύψους $6.000.000, ενώ το υπόλοιπο ποσό για αξία τσιμέντου και σταλιών, θα επληρώνετο μετά την παρουσίαση από την Eurotrade τραπεζικής εγγύησης ύψους $2.000.000 προς όφελος των Νιγηριανών αρχών. Η Eurotrade ζήτησε από τους Εφεσείοντες να διευθετήσουν τα της κατάθεσης της τραπεζικής εγγύησης εκ μέρους της, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία. Οι Εφεσείοντες αρνήθηκαν να το πράξουν, διαμαρτυρόμενοι έντονα για παράκαμψή τους στην επίτευξη της συμφωνίας, με αποτέλεσμα η Eurotrade να εξασφαλίσει την εγγύηση από άλλη τράπεζα της Γενεύης.

Τόσο για τα $6.000.000 που εισέπραξε τον Σεπτέμβρη 1976 όσο και άλλο ποσό $5.004.405 που εισέπραξε αργότερα βάσει της συμφωνίας, η Eurotrade δεν χρησιμοποίησε το λογαριασμό που διατηρούσε με τους Εφεσείοντες, αλλά έδωσε οδηγίες όπως τα σχετικά εμβάσματα γίνουν μέσω άλλων τραπεζών. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η Eurotrade, εκμεταλλευόμενη την προσωρινή αναστολή της εκχώρησης των προσόδων της πιστωτικής επιστολής, τους παρέκαμ[*1435]ψε και χωρίς να τους ενημερώσει προέβηκε στην ακύρωση του συμβολαίου με τη Νιγηρία και κατάφερε να εισπράξει αρκετά εκατομμύρια δολάρια χωρίς να τα εμβάσει στο λογαριασμό που διατηρούσε με τους Εφεσείοντες, έτσι ώστε να αποφύγει την εξόφληση του χρεωστικού της υπολοίπου και τον έλεγχο επί του συνόλου των προσόδων που εισέπραξε, για σκοπούς υπολογισμού της συμφωνηθείσας προμήθειας των Εφεσειόντων.

Οι Εφεσείοντες, ισχυρίζονται ότι το χρεωστικό υπόλοιπο  του λογαριασμού της Eurotrade (εξαιρουμένων σταλιώνανερχόταν στις 30.9.1976 σε $380.528. Αυτό το ποσό παρέμεινε απλήρωτο και έκτοτε φέρει σύνθετο και απεριόριστης χρονικής διάρκειας τόκο, σύμφωνα με το Λιβανικό δίκαιο. Αυξήθηκε έτσι σε ποσό $465.914 κατά την 10.12.77 και σε $1.672.952 κατά την 31.12.1986. Ως προς τις σταλίες, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν τους δόθηκε ακριβής κατάσταση των ποσών που εισπράχθηκαν από τις Νιγηριανές αρχές σαν σταλίες, πλην όμως οι ίδιοι πληροφορήθηκαν από την Eurotrade ότι μέχρι τις 17.10.1977 η τελευταία είχε εισπράξει ποσό $18.881.562. Λόγω του ότι η συμφωνηθείσα προμήθεια την οποία δικαιούνταν οι Εφεσείοντες στα ποσά των σταλιών ήταν 1%, ισχυρίζονται ότι η Eurotrade τους όφειλε $188.815, ποσό έναντι του οποίου αυτή κατέβαλε $56.000 και έτσι παρέμεινε υπόλοιπο $132.815.

Σύμφωνα πάντα με τους Εφεσείοντες, το δίκαιο το οποίο διέπει όλες τις μεταξύ των Εφεσειόντων και της Eurotrade συναλλαγές, καθώς επίσης και την εγγύηση που έδωσε ο Εφεσίβλητος και το σχετικό επιτόκιο είναι το Λιβανικό δίκαιο. Επί αυτής της βάσης, αξιώνουν τις ακόλουθες θεραπείες εναντίον του Εφεσίβλητου, υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή των υποχρεώσεων της Eurotrade:-

Α. Το ποσό των $465.914 σαν υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού.

Β. Το ποσό των $132.815 σαν υπόλοιπο επί εισπραχθεισών σταλιών.

Γ.  Σύνθετο τόκο επί των ανωτέρω ποσών με το επιτόκιο το οποίο χρέωναν οι τράπεζες που συνεργάζονταν με τους Εφεσείοντες για συναλλαγές σε δολάρια πλέον 1,5%, από την 10.12.77 μέχρι πληρωμής.

Δ. Απόδοση λογαριασμών ως προς τα ποσά τα οποία η Eurotrade εισέπραξε από την κυβέρνηση της Νιγηρίας σαν σταλίες και διαταγή του Δικαστηρίου για την πληρωμή από τον Εφεσίβλητο ποσού ίσου προς 1% επί του εισπραχθέντος ποσού το οποίο υπερβαίνει το ποσό των $18.881.562, πλέον τόκο σύμφωνα με την παράγρ. (Γ) ανωτέρω.

[*1436]Οι ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου

Με την Υπεράσπισή του ο Εφεσίβλητος, ο οποίος υπενθυμίζουμε ότι ενάγεται υπό την ιδιότητα του εγγυητή, κατά κύριο λόγο αμφισβητεί την ύπαρξη των εγγράφων που υπογράφηκαν για το άνοιγμα λογαριασμών και για την παροχή διευκολύνσεων και πιστωτικών επιστολών. Επίσης, αρνείται ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δημιουργούν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις στη Eurotrade ή στους εγγυητές της. Όπως ισχυρίζεται, τόσο η συμφωνία της Eurotrade με τους Εφεσείοντες για την παροχή διευκολύνσεων όσο και οι ιδιαίτεροι όροι για την αμοιβή τους, οι οποίοι είχαν ενσωματωθεί στην επιστολή τους ημερ. 16.6.1975 (Τεκμήριο 41), τελούσαν υπό ένα υπέρτερο όρο, ή προϋπόθεση ότι θα εκτελείτο εις το ακέραιο και μέχρι τέλους η συναλλαγή προμήθειας τσιμέντου στη Νιγηρία με τις υπηρεσίες των Εφεσειόντων. Αυτός όμως ο στόχος δεν επιτεύχθηκε για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων ήταν:- (α) Ο πόλεμος στο Λίβανο, (β) η ακύρωση ή μη συμμόρφωση της Νιγηρίας με την συμφωνία ανοίγματος της πιστωτικής επιστολής, γεγονός που ανάγκασε τη Eurotrade να συνάψει συμβιβαστική συμφωνία στις 26.8.1976 και (γ) η αδυναμία και/ή άρνηση των Εφεσειόντων να παράσχουν διευκολύνσεις, με αποτέλεσμα η Eurotrade να ανατρέχει σε άλλες τράπεζες.

Περαιτέρω στην Υπεράσπισή του, ο Εφεσίβλητος αρνείται τα περί συμφωνίας καταβολής ποσοστού προμήθειας επί των ποσών που θα εισέπραττε η Eurotrade ως σταλίες από τη Νιγηρία. Αρνείται ακόμα όλους τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων περί της υπογραφής από τον ίδιο, εγγύησης ημερ. 17.6.1975 για τις υποχρεώσεις της Eurotrade. Αρνείται ότι η Eurotrade ζήτησε ή συμφώνησε για τη μετατροπή του υπολοίπου του λογαριασμού της από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια. Αρνείται ακόμα τους ισχυρισμούς για την προσωρινή αναστολή της εκχώρησης των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της Νιγηρίας, παραδέχεται όμως ότι πληρώθηκε στους Εφεσείοντες το ποσό των $72.000 σε σχέση με φορτώσεις στη Νιγηρία. Αρνείται επίσης ότι υπέγραψε έγγραφα (τεκμήρια 72 και 74), στις 27.2.1976 και στις 28.2.1976 εκ μέρους της Eurotrade με τα οποία συμφωνούσε για το υπόλοιπο του λογαριασμού της και για την εξόφληση του με συγκεκριμένη ισοτιμία μετατροπής Λιβανέζικων Λιρών σε Δολάρια.

Αυτό το οποίο παραδέχεται ο Εφεσίβλητος είναι ότι στις 26.8.1976, η Νιγηριανή κυβέρνηση και η Eurotrade συνήψαν συμφωνία, για την εφαρμογή όμως της οποίας, οι Εφεσείοντες αδυνατούσαν ή αρνήθηκαν να παράσχουν την απαιτούμενη τραπεζική εγγύηση των $2.000.000 προς τις αρχές της Νιγηρίας και γι’ αυτό η [*1437]Eurotrade απευθύνθηκε και εξασφάλισε την εγγύηση από την Ελβετική τράπεζα Ruari Anstalt. Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο Εφεσίβλητος, με δεδομένο ότι η αξία της εξαχθείσας ποσότητας τσιμέντου μέχρι την 15.3.1976 ήταν $9.613.000, το ποσό των $202.000 που φαίνεται από καταστάσεις ότι είχαν εισπράξει οι Εφεσείοντες, υπερβαίνει το ποσοστό του 1% που επικαλούνται ότι εδικαιούντο.

Ο Εφεσίβλητος στην Έκθεση Υπεράσπισής του, περαιτέρω αρνείται όλους τους υπολογισμούς των Εφεσειόντων για την αμοιβή τους, καθώς επίσης και το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της Eurotrade. Όπως ισχυρίζεται, η Eurotrade στις 6.9.1976 κατάθεσε στο λογαριασμό των Εφεσειόντων στην ΒΝΡ ποσό $315.000 προς εξόφληση οποιουδήποτε υπολοίπου. Αργότερα δε, στις 10.1.1977, η Eurotrade έδωσε λεπτομερή στοιχεία για την είσπραξη από τον Εφεσίβλητο τριών επιταγών συνολικού ύψους $500.000. Αφού δε υπολόγισε το υπόλοιπο που οφειλόταν υπό μορφή αμοιβής, στους Εφεσείοντες, ως αποτέλεσμα της είσπραξης των επιταγών, δηλαδή ποσό $26.978, τους ενημέρωσε ότι αυτό βρισκόταν στη διάθεσή τους.

Με την πληρωμή του ποσού των $315.000 προς τους Εφεσείοντες, ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι κανένα χρεωστικό υπόλοιπο δεν οφειλόταν σ’ αυτούς, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος της Eurotrade. Αρνείται δε ότι οι Εφεσείοντες δικαιούνταν να χρεώνουν τους αναφερόμενους στην Έκθεση Απαίτησης τόκους, προμήθειες και έξοδα. Παραθέτει δε στη συνέχεια της Έκθεσης Υπεράσπισής του, διάφορους λόγους για τους οποίους, όπως υποστηρίζει, οι Εφεσείοντες με πράξεις ή παραλείψεις τους απώλεσαν το δικαίωμά τους να στραφούν εναντίον του ίδιου σαν εγγυητή.

Τέλος, ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το κατάλληλο δίκαιο δεν είναι το Λιβανικό ή το Κυπριακό δίκαιο, αλλά το Ελληνικό, με βάση το οποίο οι αξιώσεις των Εφεσειόντων θα πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν παραγραφεί. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε δίκαιο και αν εφαρμοστεί στις επίδικες συναλλαγές, η όποια ευθύνη είτε των πρωτοφειλετών είτε του ίδιου σαν εγγυητή, αν δεν έχει παραγραφεί, έχει εκλείψει, με αποτέλεσμα οι αξιώσεις των Εφεσειόντων να μην μπορούν να ικανοποιηθούν.

Η πρωτόδικη δικαστική διαδικασία και η κατάληξη του Δικαστηρίου

Όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, η προφορική μαρτυρία που δόθηκε πρωτοδίκως, ήταν μακρά και συνοδεύτηκε από [*1438]την κατάθεση τεράστιου όγκου εγγράφων, 292 τον αριθμό, πολλά από τα οποία αποτελούνται τα ίδια από δεκάδες άλλα έγγραφα. Για την καταγραφή της μαρτυρίας χρειάστηκαν 150 συνεδρίες, 12.500 στενογραφημένες σελίδες, ενώ τα αποστενογραφημένα πρακτικά ανέρχονται στις 4.730 σελίδες.

Εκ μέρους των Εφεσειόντων κατάθεσαν πρωτοδίκως 6 συνολικά μάρτυρες:- Ο Πρόεδρος των Εφεσειόντων κ. F. Saab (Μ.Ε. 1), o κ. F. Bechara (Μ.Ε. 2), ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Πιστωτικών Επιστολών των Εφεσειόντων, ο κ. Α. Atamian (Μ.Ε. 3), υπεύθυνος τότε του Τμήματος Συναλλάγματος των Εφεσειόντων, ο κ. J. Takla (Μ.Ε. 4), δικηγόρος από το Λίβανο και νομικός σύμβουλος διαφόρων τραπεζών, η κα Τζούλια Κιτρομηλίδου (Μ.Ε. 5), Account Executive στη διεύθυνση πρακτορείου Reuters (Cyprus) Ltd και ο κ. Α. Χατζηγεωργίου (Μ.Ε. 6), ο οποίος εργοδοτείτο από τη Federal Βank of the Middle East Ltd, αδελφή εταιρεία των Εφεσιβλήτων.

Από πλευράς του Εφεσίβλητου, πλην του ιδίου, έδωσαν μαρτυρία άλλοι 6 μάρτυρες:- Ο κ. Τ. Παπαδόπουλος (Μ.Υ. 2), λογιστής κατά τον ουσιώδη χρόνο της Eurotrade σε σχέση με την επίδικη συναλλαγή, o κ. Ε. Chamoun (Μ.Υ. 3), Λιβάνιος δικηγόρος ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας επί του Λιβανικού δικαίου, ο κ. Α. Τζιωρτζής (Μ.Υ. 4), Πρωτοκολλητής, ο κ. Μ. Λαμπριανίδης (Μ.Υ. 5), Ανώτερος Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας και ο κ. Π. Ιωαννίδης (Μ.Υ. 6), ένας εκ των συνηγόρων του Εφεσίβλητου, ο οποίος προτού δώσει τη μαρτυρία του, αποσύρθηκε από την υπόθεση, με άδεια του δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την αγωγή με την πολυσέλιδη απόφασή του, αποτελούμενη από 122 σελίδες, κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι τους οφείλεται οποιοδήποτε ποσό και ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εις βάρος τους. Το καταληκτικό μέρος της απόφασης, στο οποίο αναφέρονται τα συμπεράσματα του δικαστηρίου, έχει ως ακολούθως:-

«Με την αγωγή της η ενάγουσα τράπεζα επιζητεί σαν κύρια θεραπεία την καταβολή σ’ αυτήν του ποσού των $465.914 σαν υπολοίπου της ΗΕΤ (Eurotrade) από την προαναφερθείσα συναλλαγή, περιλαμβανομένων τόκων, προμηθειών και άλλων εξόδων (παρα. 61(Α) της Έκθεσης Απαιτήσεως). Επί του ποσού τούτου διεκδικεί περαιτέρω και σύνθετο τόκο ίσο προς τα επιτόκια τα οποία χρέωναν ή χρέωναν οι συνεργαζόμενες με αυτήν τράπεζες σε σχέση με συναλλαγές σε δολάρια ΗΠΑ, πλέον [*1439]1½% επ’ αυτών, πληρωτέο από τις 10.12.77 μέχρι εξόφλησης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα ευρήματα μου στα κύρια θέματα τα οποία απασχόλησαν κατά τη δίκη και τα οποία έχω παραθέσει προηγουμένως, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

Αναπόφευκτα προκύπτει το τελικό συμπέρασμα ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη του διεκδικούμενου ή οποιουδήποτε άλλου συγκεκριμένου χρέους. Παρουσίασε το πιο πάνω ποσό σαν το αποτέλεσμα μιας παραδεδεγμένης μέχρις ενός σταδίου οφειλής, και/ή σαν αποτέλεσμα τελικού λογαριασμού. Ως προς το πρώτο απέτυχε σαν αποτέλεσμα των πραγματικών ευρημάτων στα οποία έχω προβεί. Ως προς το δεύτερο απέτυχε για δύο λόγους:

α. Λόγω της αδυναμίας της να τεκμηριώσει με απαραίτητα και ακριβή στοιχεία την ύπαρξη του ζητουμένου ή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου, και

β. Λόγω των αποδειχθεισών δικών της μεμπτών ενεργειών, πράξεων ή παραλείψεων διαχείρισης του λογαριασμού.

Οι πιο πάνω βασικοί λόγοι, έχουν καταστήσει την απαίτηση της όχι μόνο σαν μη αποδειχθείσα, αλλ’ έχουν περαιτέρω δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η οποία να καθιστά τη στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε λογαριασμού, μια προοπτική τελείως αδύνατη. Ακόμα δηλαδή και εάν είχε κάποιος όλη την καλή προαίρεση να εγκύψει πάνω στα προσφερθέντα στην υπόθεση στοιχεία αγωνιζόμενος να καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα εφαρμόζοντας αυτή τη φορά τα ορθά και συμφωνηθέντα, αυτό το εγχείρημα, το οποίο, τονίζω, δεν είναι το Δικαστήριο που θα αναμενόταν να αναλάβει, θα ήταν εγχείρημα εκ των πραγμάτων αδύνατο, λόγω έλλειψης κεφαλαιώδους σημασίας στοιχείων. Το βασικό, κυρίαρχο συμπέρασμα το οποίο εξάγεται στη βάση των ευρημάτων μου είναι ότι η ενάγουσα είτε δεν εφάρμοζε τα συμφωνηθέντα, είτε τα εφάρμοζε κατά το δοκούν, ή τα εφάρμοζε κατά τρόπο ο οποίος παρέμεινε άγνωστος και πέραν ελέγχου.

Με αυτές τις διαπιστώσεις και λαμβανομένης υπόψη της προηγούμενης άλλης κατάληξης μου ως προς τη διεκδίκηση προμήθειας για σταλίες, αναπόφευκτα η αγωγή απορρίπτεται.»

Οι Εφεσείοντες με 11 λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προς υποστήριξη των λόγων έφε[*1440]σης, ο δικηγόρος τους καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης αποτελούμενο από 206 σελίδες και κατά την ημέρα ακρόασης της έφεσης, πρόσθετο 40σέλιδο έγγραφο, αντί αγόρευσης. Από πλευράς Εφεσίβλητου, το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του καταλαμβάνει 302 σελίδες, ενώ το γραπτό κείμενο αγόρευσης, το οποίο κατατέθηκε αντί απάντησης στην αντίστοιχη αγόρευση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, ανέρχεται σε 33 σελίδες.

Ενόψει του αχρείαστα τεράστιου όγκου υλικού που οι δικηγόροι επέλεξαν να θέσουν ενώπιόν μας και της διαφορετικότητας των λόγων έφεσης, δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τον κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά.

Αποδοχή μη δικογραφημένης μαρτυρίας - Λόγος έφεσης 1

Πρόκειται για δικονομικής φύσης λόγο έφεσης. Οι Εφεσείοντες, προβάλλουν ότι το δικαστήριο παραγνωρίζοντας τη Δ.19, θ.5 και θ.13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και τις αρχές της νομολογίας, εσφαλμένα δέχθηκε μαρτυρία από τον Εφεσίβλητο και τους μάρτυρές του, η οποία δεν καλυπτόταν από την Έκθεση Υπεράσπισης, που ήταν συνταγμένη κατά τρόπο γενικό και αόριστο και δεν παρείχε τις αναγκαίες λεπτομέρειες, ισχυρισμούς και γεγονότα.

Η μαρτυρία στην οποία αναφέρεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, καταγράφεται στη σελ. 42 της πρωτόδικης απόφασης ως ακολούθως:-

«α. Τα έγγραφα τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί για το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού της ΗΕΤ (Eurotrade) (Τεκμήρια 32, 33, 35, 36).

β. Το έγγραφο το οποίο ενσωματώνει συμφωνία ενάγουσας–ΗΕΤ (Eurotrade) για το είδος και ύψος χρεωπιστώσεων (Τεκμήριο 41).

γ. Το έγγραφο – εγγύηση που υπόγραψε ο εναγόμενος σε σχέση με τις υποχρεώσεις της ΗΕΤ (Eurotrade) (Τεκμήριο 50).

δ. Τα έντυπα της ενάγουσας με τα οποία ο εναγόμενος φέρεται να συμφώνησε για χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της ΗΕΤ (Eurotrade) και με την ισοτιμία μετατροπής από Λ.Λ. σε $ΗΠΑ (Τεκμήρια 72 και 74 αντίστοιχα).»

(α) Τα Τεκμήρια 32, 33, 35 και 36

Όπως ορθά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, τα συγκεκριμένα έγγραφα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, υπογράφηκαν από τον Εφεσίβλητο και χρησιμοποιήθηκε για το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού της Eurotrade. Οι σχετικοί ισχυρισμοί των Εφεσειόντων περιλαμβάνονται στις παραγρ. 19, 21 και 22 της Έκθεσης Απαίτησης.

Ο Εφεσίβλητος με τις παραγρ. 14 και 15 της Έκθεσης Υπεράσπισής του, αρνείται τις παραγράφους 19-22 της Έκθεσης Απαίτησης και θέτει τους Εφεσείοντες σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους με την προσκόμιση των πρωτότυπων εγγράφων.

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιόν μας, ότι ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του, ενώ έκαμε αναφορά στις δύο ομάδες εγγράφων που υπέγραψε τον Απρίλιο και Ιούνιο του 1975, ισχυρίστηκε ότι οι λειτουργοί της τράπεζας (Saab και Khoury) του εξήγησαν ότι τα τραπεζικά αυτά έγγραφα ήταν έγγραφα που απαιτούνταν, τόσο από την Κεντρική Τράπεζα του Λιβάνου, όσο και από τους Εφεσείοντες, για το άνοιγμα λογαριασμού. Τα έγγραφα δεν του είχαν επεξηγηθεί ούτε και του είχαν μεταφραστεί* και αυτός ενεργώντας με καλή πίστη τα υπέγραψε, αφού ο Μ. Saab, τότε Πρόεδρος των Εφεσειόντων, του εξήγησε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο θα γινόταν ειδική συμφωνία για τις χρεώσεις της τράπεζας, όπως και έγινε (Τεκμήριο 41).

Το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 45 της απόφασής του, έκρινε ότι:-

«Υπό το φως των προαναφερθεισών αναφορών στα δικόγραφα, αδυνατώ να συμφωνήσω ότι η πλευρά του εναγομένου εκωλύετο να εγείρει τα θέματα που ήγειρε και να προσκομίσει σχετική μαρτυρία ως προς αυτά. Η ενάγουσα στο δικόγραφο της επικαλείται κάποια έγγραφα, παραθέτει ισχυρισμούς ως προς την ύπαρξη σ’ αυτά όρων και επικαλείται τη δεσμευτικότητά τους. Η πλευρά του εναγομένου αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιων εγγράφων, αρνείται ότι δεσμεύεται η ΗΕΤ (Eurotrade) από τους όρους τέτοιων εγγράφων και επιφυλάσσεται στο να αντικρούσει το πλήρες κείμενο τους. Κατά δε την ακρόαση, η ενάγουσα επικαλέστηκε σε έκταση τα έγγραφα εκείνα, η σημασία και επιπτώσεις των οποίων επεξηγήθηκαν αναλυτικά τόσο από τον Πρόεδρο της, όσο και από το νομικό της εμπειρογνώμονα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν αδιανόητο να μην επιτραπεί στην πλευρά του εναγομένου να αντιμετωπίσει αυτή τη μαρτυρία προωθώντας τις δικές της θέσεις ως προς την μη δεσμευτικότητα τέτοιων εγγράφων και αντίκρουση της αντίθετης άποψης της ενάγουσας.»

Ο κ. Μιχαηλίδης, εισηγήθηκε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί ρητά στην Έκθεση Υπεράσπισης. Από τη στιγμή που, όπως φαίνεται από την παράγρ. 15 της Έκθεσης Υπεράσπισης, δεν καταγράφηκαν ρητά, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να τους είχε αγνοήσει. Σύμφωνα με την εισήγηση του, το δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε και στη συνέχεια αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, ότι τα τραπεζικά έγγραφα «υπεγράφηκαν καλή τη πίστει αλλά ήταν άνευ αξίας και δεν εδέσμευαν την Hellas Eurotrade ή τον Εναγόμενο, διότι επρόκειτο να υπογραφεί άλλη ειδική συμφωνία αργότερα»*. Ο κ. Μιχαηλίδης, με αναφορά στην Ayia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 A.A.Δ. 549, εισηγήθηκε ότι η γενική άρνηση ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης, δεν εξυπακούει και τη δυνατότητα προβολής κατά τη δίκη άλλων θετικών γεγονότων που αποδυναμώνουν ή καθιστούν ανεδαφική την Έκθεση Απαίτησης. Όπως ανέφερε, άλλο να αρνείσαι την ύπαρξη εγγράφων και εντελώς διαφορετικό να ισχυρίζεσαι ότι τα έγγραφα είναι τυπικά και μη δεσμευτικά.

Από την άλλη, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ανέφερε ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης διατυπώθηκε ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου ότι τα Τεκμήρια 32, 33, 35 και 36 δεν τον δέσμευαν. Εισηγήθηκε ότι ενδεικτικό της δικογράφησης του συγκεκριμένου ισχυρισμού, αποτελεί και το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες στην παράγρ. 11 της Απάντησης στην Υπεράσπιση, αρνούνται τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, που προβλήθηκαν στην παράγρ. 14 της Έκθεσης Υπεράσπισης και επιμένουν στο αντίθετο, ότι δηλαδή ο Εφεσίβλητος όντως υπέγραψε όλα τα σχετικά έγγραφα γνωρίζοντας πλήρως όλους τους όρους και αναληφθείσες υποχρεώσεις και ως εκ τούτου τόσο ο ίδιος όσο και η Eurotrade για την οποία ενεργούσε, δεσμεύονται από αυτούς και κωλύονται να προφασίζονται άγνοια.

Έχουμε εξετάσει τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, αλλά δεν συμφωνούμε. Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή. κατ’ αρχάς, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση της Δ.19, θθ.5 και 13, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων. Η Δ.19, θ.5 δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον ο Εφεσίβλητος για τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν στηριζόταν σε δόλο, ώστε να είναι υπόχρεος να παραθέσει λεπτομέρειες στο δικόγραφό του. Η Δ.19, θ.13 αφορά στην υποχρέωση του διαδίκου να εγείρει με το δικόγραφό του όλα τα ζητήματα που δείχνουν ότι η υπόθεση του αντιδίκου του δεν ευσταθεί. Οι πρόνοιες της Δ.19, θ.13 στοχεύουν στο να εμποδίσουν την έγερση κατά τη δίκη νέων ζητημάτων που θα καταλάμβαναν τον αντίδικο του εξ απροόπτου. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Εφεσείοντες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι καταλήφθηκαν εξαπίνης, αφού όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, στην παράγρ. 11 της Απάντησής τους, οι Εφεσείοντες αναφέρονται στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου και ιδιαίτερα στο επίδικο θέμα ότι ο Εφεσίβλητος ενόψει της υπογραφής του δεν δύναται να προφασίζεται άγνοια των εγγράφων (βλ. «join issue» Δ.19, θ.17). Κατά την άποψή μας, ο τρόπος με τον οποίο ο Εφεσίβλητος δικογράφησε τις θέσεις του, αν και θα μπορούσε να ήταν καλύτερος, εντούτοις επέτρεπε στο δικαστήριο να εξετάσει τη σχετική μαρτυρία, αφού, με τις δικογραφημένες θέσεις των δύο μερών, η μαρτυρία αφορούσε σε ένα από τα επίδικα θέματα.

(β) Το Τεκμήριο 41

Πρόκειται για επιστολή της Eurotrade ημερ. 16.6.1975 προς τους Εφεσειόντες, με την οποία αποδεχόταν, ως αντάλλαγμα της διαχείρισης από τους Εφεσείοντες της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, να τους καταβάλει συγκεκριμένα ποσοστά χρεώσεων για καθορισμένες υπηρεσίες*.

Για να αποφανθούμε κατά πόσο το συγκεκριμένο έγγραφο θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάσουμε τους σχετικούς ισχυρισμούς που προβάλλονται στα δικόγραφα. Στην παράγρ. 23 της Έκθεσης Απαίτησης, γίνεται ειδική αναφορά στο συγκεκριμένο έγγραφο και παρατίθεται ολόκληρο το ουσιώδες μέρος του εγγράφου, ήτοι οι σχετικές υπηρεσίες και οι αντίστοιχες χρεώσεις.

Με την παράγρ. 17 της Έκθεσης Υπεράσπισής του, ο Εφεσίβλητος δεν φαίνεται να αρνείται ότι η Eurotrade απέστειλε την επιστολή, αλλά ρητά επιφύλαξε το δικαίωμά του να αναφερθεί κατά τη δίκη που θα ακολουθούσε, στο αληθές νόημα της επιστολής και στις επιπτώσεις. Στη συνέχεια, εξηγεί τις συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκε η επιστολή και τους λόγους που, κατά τους ισχυρισμούς του, οι Εφεσείοντες δεν τίμησαν τις υποσχέσεις τους έναντι της Eurotrade, ώστε να δικαιούνται στις αμοιβές που αναφέρονται στην επιστολή.

Οι Εφεσείοντες στην Απάντηση της Υπεράσπισης, αρνούνται [*1444]τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου και ισχυρίζονται ότι είχαν εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις τους προς τη Eurotrade και ότι εδικαιούνταν την αμοιβή η οποία καθοριζόταν στο Τεκμήριο 41.

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων ανέφερε ότι στη δίκη που ακολούθησε, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Τεκμήριο 41 περιέχει ποσοστά αμοιβής για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην επιστολή, καθώς και ποσοστά τα οποία εφαρμόζονταν για τους τρεχούμενους λογαριασμούς, είτε σε Λιβανέζικες Λίρες, είτε σε άλλα νομίσματα, όμως δεν ήταν έγγραφο που αφορούσε στο άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού ή στον τρόπο λειτουργίας του. Ο Εφεσίβλητος για πρώτη φορά ισχυρίστηκε στη δίκη ότι τα τραπεζικά έγγραφα ήταν τυπικά και ότι τα υπέγραψε για το άνοιγμα του λογαριασμού, αλλά το περιεχόμενό τους δεν τον δέσμευε, αφού η μόνη δεσμευτική συμφωνία ήταν η ειδική συμφωνία που έγινε με το Τεκμήριο 41. Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία αυτή δεν έπρεπε να είχε γίνει δεχτή από το δικαστήριο, αφού ο Εφεσίβλητος δεν πρόβαλε τέτοιους ισχυρισμούς στην Έκθεση Υπεράσπισής του και συγκεκριμένα ότι το Τεκμήριο 41 ήταν το μόνο έγγραφο που τον δέσμευε.

Δεν συμφωνούμε. Έχοντας υπόψη τον τρόπο που ο Εφεσίβλητος δικογράφησε τους ισχυρισμούς τους, στην παράγρ. 17 της Έκθεσης Υπεράσπισης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο Εφεσίβλητος δεν εμποδιζόταν να προωθήσει τις θέσεις που προώθησε και ιδιαίτερα ότι το Τεκμήριο 41 ενσωματώνει τη μόνη δεσμευτική συμφωνία ως προς τις χρεοπιστώσεις μεταξύ των μελών. Όπως ορθά εξηγεί το πρωτόδικο δικαστήριο:-

«Η ενάγουσα είχε παραθέσει το κείμενο των ουσιωδών μερών του εγγράφου, και ο εναγόμενος δεν το αρνήθηκε στην Υπεράσπιση του, απλά επιφυλάχθηκε να αναφερθεί στο νόημα και αποτέλεσμα του, κατά τη δίκη. Η ενάγουσα είχε προηγουμένως αναφερθεί σε άλλα έγγραφα που κατά την άποψή της, της έδιδαν γενικά δικαιώματα και δεν ισχυρίστηκε στην Έκθεση Απαίτησης ότι τα περιλαμβανόμενα στο τεκμήριο 41 συμφωνηθέντα είναι επιπρόσθετα των όποιων άλλων είχαν συμφωνηθεί. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο εναγόμενος ενώ αρνείται άλλα συμφωνηθέντα, δέχεται το τεκμήριο 41 χωρίς όμως να προσθέτει ότι τα όσα εκεί είχαν συμφωνηθεί ήσαν και τα μόνα που δεσμεύουν.  Υπό τις περιστάσεις, νομίζω ότι αυτό το τελευταίο εξυπακούεται και είχε το δικαίωμα υπό τις περιστάσεις ο εναγόμενος να το προωθήσει κατά τη δίκη σαν ξεκαθαρισμένη τοποθέτηση.»

[*1445](γ) Το Τεκμήριο 50

Πρόκειται για το έγγραφο με το οποίο ο Εφεσίβλητος και οι δύο συνέταιροί του, εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις της Eurotrade και το οποίο δικογραφείται στις παραγρ. 25-28 της Έκθεσης Απαίτησης. Επειδή με την παράγρ. 19 της Έκθεσης Υπεράσπισής του ο Εφεσίβλητος αρνείται την ύπαρξη ή το περιερχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου, ο συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι από τη στιγμή που το έγγραφο παρουσιάστηκε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να προβεί σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος εψεύδετο. Με τον επακόλουθο συνειρμό ότι αφού ψευδόταν γι’ αυτό το έγγραφο, θα πρέπει να ψευδόταν και για τα άλλα έγγραφα των οποίων αρνείτο την ύπαρξη και ζητούσε την παρουσίασή τους με την ελπίδα ότι αυτά θα είχαν απολεσθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Λίβανο.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για διαδικαστικής φύσης λόγο έφεσης και όχι για λόγο που άπτεται των ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ενόψει των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το αρνητικό εύρημα για την αξιοπιστία του Εφεσίβλητου, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, είναι ορθή.

(δ) Τεκμήρια 72 και 74

Πρόκειται για δύο κρίσιμα έγγραφα για την υπόθεση των Εφεσειόντων. Το Τεκμήριο 72 παρουσιάζεται από τους Εφεσείοντες, ως το έγγραφο με το οποίο ο Εφεσίβλητος αναγνώρισε το υπόλοιπο του λογαριασμού της Eurotrade, το οποίο οφειλόταν στους Εφεσείοντες. Το Τεκμήριο 74 είναι και αυτό υπογεγραμμένο από τον Εφεσίβλητο και παρουσιάζεται ως το έγγραφο με το οποίο συμφωνήθηκε η ισοτιμία για τη μετατροπή του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού της Eurotrade από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής. Για τα δύο έγγραφα γίνεται αναφορά στις παραγρ. 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησης. Ο Εφεσίβλητος, με τις παραγρ. 27 και 28 της Έκθεσης Υπεράσπισής του, αρνείται τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων και ειδικά για το Τεκμήριο 74, αρνείται την ισοτιμία.

Ο Εφεσίβλητος στη δίκη που ακολούθησε, ισχυρίστηκε ότι τα Τεκμήρια 72 και 74 ήταν πλαστογραφημένα. Το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 49 της απόφασης έκρινε ότι:-

[*1446]«Ο εναγόμενος, αρνούμενος το περιεχόμενο των παραγράφων τούτων, παρέσχε στον εαυτό του το περιορισμένο πράγματι δικαίωμα να ισχυριστεί κατά την δίκη ότι:

α. Δεν συμφώνησε εγγράφως στις 27.2.76 εκ μέρους της ΗΕΤ (Eurotrade) ότι αυτή χρεωστούσε το ποσό των Λ.Λ.5.399.315,35.

β. Δεν επιβεβαίωσε εγγράφως στις 28.2.76 ότι θα εφαρμοζόταν σταθερή ισοτιμία 2,38:1 για την μελλοντική μετατροπή και εξόφληση του χρεωστικού λογαριασμού.

Αυτά τα περιορισμένα θα μπορούσε ο εναγόμενος να τα είχε προβάλει κατά τη δίκη. Όταν δε βρέθηκε αντιμέτωπος με τα δύο έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη και σημειώθηκαν σαν τεκμήρια, έγγραφα τα οποία έφεραν την υπογραφή του και είχαν τις πιο πάνω ημερομηνίες και φέρονταν να επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω, τότε εδικαιούτο ασφαλώς ο εναγόμενος να ισχυριστεί ότι μπορεί τα έγγραφα να φέρουν την υπογραφή του πλην όμως ούτε τα υπόγραψε στις 27 και 28.2.76 όπως αναφερόταν στην Έκθεση Απαίτησης, ούτε όταν υπόγραψε εκείνα τα έγγραφα συμφωνούσε είτε για το ισχυριζόμενο υπόλοιπο, είτε για την ισχυριζόμενη ισοτιμία. Όταν ρωτήθηκε να δώσει κάποια εξήγηση για την ύπαρξη της υπογραφής του στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο εναγόμενος αναφέρει ότι σε προηγούμενες επισκέψεις του στα γραφεία της ενάγουσας τράπεζας του δίδονταν διάφορα έντυπα της τράπεζας για να τα υπογράψει χωρίς να είναι συμπληρωμένα, και αυτός καλή τη πίστη τα υπόγραψε.

Έχω την άποψη ότι αφ’ ης στιγμής μέσα στην Έκθεση Απαίτησης και ειδικότερα στις παρα. 36 και 37 δεν περιγραφόταν ή «φωτογραφιζόταν» κανένα συγκεκριμένο έντυπο ή έγγραφο επί του οποίου ο εναγόμενος έθεσε την υπογραφή του ή διά του οποίου αυτός συμφωνούσε για το ένα ή το άλλο θέμα, δεν θα αναμενόταν στην Έκθεση Υπεράσπισης του να ήταν ο ίδιος πιο σαφής και να αναφερόταν στο αν πράγματι υπήρχε τέτοιο έγγραφο και αν πράγματι έφερε την υπογραφή του, τότε θα επρόκειτο περί δόλου ή απάτης. Σε σχέση με τούτο λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι στο πλαίσιο της δίκης κατατέθηκαν εκ μέρους των δύο πλευρών στην αντιδικία εκατοντάδες έγγραφα προς απόδειξη αντικρουόμενων ισχυρισμών, τα οποία ήσαν στην κατοχή τους και θα ήταν τουλάχιστον πολύ δύσκολο να γνωρίζει ένας ποιο έγγραφο προόριζε η άλλη πλευρά για να εξυπηρετήσει τον σκοπό της απόδειξης της μιας ή της άλλης θέσης της, του ενός ή του άλλου ισχυρισμού της. Εδώ δεν πρόκειται για μια απλή αγωγή στην οποία ο ενάγων βασίζει την απαίτηση του πάνω σε π.χ. ένα γραπτό γραμμάτιο ή μια γραπτή συμφωνία που υπογράφηκε από τα δύο μέρη οπότε ο εναγόμενος στην υπεράσπιση του θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει ότι η ισχυριζόμενη υπεράσπιση του είναι π.χ. η πλαστογράφηση της υπογραφής του, το non est factum κ.λ.π.. (Βλπ. Halsbury’s Laws of England 4th Edn. Vol. 9 para. 284, United Dominion Trust Ltd. v. Western [1976] Q.B.D. 513).»

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Εφεσίβλητος δικογράφησε τους ισχυρισμούς του, δεν του επέτρεπε να ισχυριστεί κατά τη δίκη ότι τα έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα.

Προτού απαντηθεί το ερώτημα, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τους εκατέρωθεν δικογραφημένους ισχυρισμούς σχετικά με τα δύο έγγραφα. Στις παραγρ. 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι*:-

«36. On or about 27.2.1976 Defendant, acting again as the representative of Hellas Eurotrade Ltd, agreed in writing that Hellas Eurotrade Ltd owed in respect of the aforesaid banking facilities granted to it by Plaintiffs as aforesaid the sum of Lebanese Pounds 5.399.315,35.

37. On the following day, namely 28.2.1976, the Defendant, acting again as the representative of Hellas Eurotrade Ltd, confirmed in writing that a fixed rate of LL2,38 for $1 be applied for the future conversion and settlement of the debtor account of Hellas Eurotrade Ltd with Plaintiffs.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:-

«36. Κατά ή περί τις 27.2.1976 ο Εναγόμενος, ενεργώντας και πάλιν ως ο αντιπρόσωπος της Hellas Eurotrade Ltd, συμφώνησε εγγράφως ότι η Hellas Eurotrade Ltd όφειλε, σε σχέση με τις προαναφερόμενες τραπεζικές υπηρεσίες που της παρείχαν οι Ενάγοντες, όπως αναφέρεται πιο πάνω, το ποσό των Λιβανέζικων Λιρών 5.399.315,35.

37. Την επόμενη μέρα, ήτοι 28.2.1976, ο Εναγόμενος, ενεργώ[*1448]ντας και πάλιν ως ο αντιπρόσωπος της Hellas Eurotrade Ltd, επιβεβαίωσε εγγράφως ότι μια σταθερή ισοτιμία ΛΛ2,38 για $1 θα εφαρμοζόταν για τη μελλοντική μετατροπή και εξόφληση του χρεωστικού λογαριασμού της Ηellas Eurotrade Ltd που διατηρούσε με τους Ενάγοντες.»

Ο Εφεσίβλητος απαντά στους πιο πάνω ισχυρισμούς των Εφεσειόντων με τις παραγρ. 27 και 28 της Έκθεσης Υπεράσπισής του:-

«27. The Defendant denies paragraph 36 of the Statement of Claim.

28. The Defendant denies paragraph 37 of the Statement of Claim. The Defendant further disputes and denies the rate of exchange of the Lebanese pound as against the US Dollars given therein.».

Σε ελεύθερη μετάφραση:-

«27. Ο Εναγόμενος αρνείται την παράγραφο 36 της Έκθεσης Απαίτησης.

28. Ο Εναγόμενος αρνείται την παράγραφο 37 της Έκθεσης Απαίτησης. Ο Εναγόμενος περαιτέρω αμφισβητεί και αρνείται την αναφερόμενη εκεί ισοτιμία μετατροπής Λιβανέζικων Λιρών σε Δολάρια ΗΠΑ.»

Στη μαρτυρία του ο Εφεσίβλητος σε σχέση με το Τεκμήριο 72, το οποίο αφορούσε στο συμφωνημένο υπόλοιπο του λογαριασμού, ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα εξής (βλ. σελ. 1762 πρακτικών):-

«Σας διαβεβαιώ κ. Πρόεδρε ότι ουδέποτε και χωρίς αμφιβολία, ουδέποτε έβαλα την υπογραφή μου και την σφραγίδα της Η.Ε.Τ. (Eurotrade) κάτω από αυτό το κείμενο που βλέπω σε αυτό το έγγραφο».

......................... «Αυτό είναι πλαστογραφημένο έγγραφο και δεν έχω καμιά αμφιβολία περί τούτου».

Τα ίδια περίπου ισχυρίστηκε για το Τεκμήριο 74 (ισοτιμία μετατροπής) (βλ. σελ. 1763-64).

Σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Μιχαηλίδη, αν αυτή ήταν η βάση της εκδοχής του Εφεσίβλητου, θα έπρεπε να την είχε ρητά και ξεκάθαρα δικογραφήσει. Το έγγραφο δεν το έβλεπε για πρώτη φορά. Ανεξάρτητα του τι άφησε να νοηθεί ο Εφεσίβλητος (ότι δεν είχε γνώση), τα έγγραφα, ανέφερε ο κ. Μιχαηλίδης, ήταν σε [*1449]γνώση του από πριν. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι:-

(α) Στις 6.12.85, δηλαδή πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα της αγωγής 11078/85 (Τεκμήρια 190 και 216) στο οποίο ήταν επισυνημμένα τα δύο έγγραφα. Η αγωγή εκείνη απεσύρθη για να καταχωρηθεί η παρούσα, αλλά είναι φανερό ότι είχε γνώση των εγγράφων.

(β) Στις 18.2.86 παρέλαβε το κλητήριο (Τεκμήριο 217) της παρούσας αγωγής. Όπως ο Εφεσίβλητος εξήγησε στη μαρτυρία του (σελ. 1764 των πρακτικών):-

«Όταν το πήρα κύριε Πρόεδρε, πρέπει να σας πω τα αισθήματα, την μεγάλη μου στενοχώρια, την πικρία και την αγανάκτηση που ένοιωσα όταν είδα εκείνα τα έγγραφα στο προηγούμενο κλητήριο γι’ αυτό μόλις το έφερε ο επιδότης το πήρα, έγραψα πάνω, πιστεύω και στα δύο «There is fraud in this case». Επεδόθη 18.2.76 και έβαλα την υπογραφή μου.»

Και στη σελίδα 2318 των πρακτικών:-

«Είδα αυτά τα πράγματα και είπα στους συνεργάτες μας και στον κ. Μιτσίδη την έκπληξη μου και την αγανάκτηση μου ότι είδα αυτά τα έγγραφα πάνω που έχει αυτές τις σφραγίδες με την υπογραφή μου και την σφραγίδα της Hellas Eurotrade που ουδέποτε έθεσα την υπογραφή μου κάτω από αυτά τα κείμενα».

(γ) Πέραν των πιο πάνω, τα Τεκμήρια 72 και 74 κατατέθηκαν ενώπιον του κ. Α. Κραμβή, όταν η ακρόαση της αγωγής ξεκίνησε ενώπιόν του, όταν ήταν Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να διακοπεί, όταν διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό συνέβη πολλά χρόνια πριν επαναρχίσει η υπόθεση ενώπιον του κ. Κ. Κληρίδη, ο οποίος τελικά εκδίκασε την αγωγή.

Κατά τον κ. Μιχαηλίδη, τα πιο πάνω δείχνουν ότι ο Εφεσίβλητος είχε γνώση των εγγράφων, πριν καταχωρήσει την Έκθεση Υπεράσπισής του. Επίσης, ο Εφεσίβλητος ξεκαθάρισε ότι βλέποντας τα έγγραφα σχημάτισε αμέσως την εντύπωση ότι επρόκειτο για υπόθεση πλαστογραφίας. Γι’ αυτό και όταν του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα στην παρούσα αγωγή (Τεκμήριο 217), σημείωσε στο πάνω δεξιό μέρος: «There is fraud in this case» («Υπάρχει δόλος σ’ αυτήν την υπόθεση»).  Κατά τον κ. Μιχαηλίδη, το ότι ήταν έντονη η πεποίθησή του περί πλαστογραφίας των Τεκμηρίων 72 και 74, φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα από τη μαρτυρία του Εφε[*1450]σίβλητου, κατά την κυρίως εξέταση (σελ. 1762 των πρακτικών).

Σε ερώτηση στην αντεξέταση, αν αυτόν τον ισχυρισμό τον ανέφερε στους δικηγόρους του, απάντησε στη σελ. 2320 των πρακτικών:-

«Με τους δικηγόρους μου συζητήσαμε διάφορα θέματα.  Δεν θυμάμαι τις λέξεις αυτές αν τις είπα ή όχι.

Ε. Ότι πρόκειται περί πλαστογραφίας το είπατε;

Α. Βεβαίως το είπα και είχα αντίγραφο αυτού του πράγματος το Τεκμήριο 217. Που γράφει «There is fraud in this case»»

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, καθώς και τη σχετική επιχειρηματολογία των δικηγόρων των διαδίκων, είναι η κατάληξή μας ότι αυτό το μέρος του λόγου έφεσης 1, ευσταθεί.

Σύμφωνα με τη Δ.19, θ.4 κάθε διάδικος έχει υποχρέωση να εκθέτει στο δικόγραφο του σε συνοπτική μορφή τα ουσιώδη γεγονότα στα οποία στηρίζεται η υπόθεσή του, όχι όμως και τη μαρτυρία. Σε περίπτωση που ο διάδικος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε απάτη, θα πρέπει να δίδονται πλήρεις λεπτομέρειες στο δικόγραφο και να δηλώνεται ότι οι πράξεις αυτές έγιναν με δόλο. Συγκεκριμένα, η Δ.19, θ.5 προβλέπει σε μετάφραση, ότι:-

«Σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο διάδικος που καταθέτει δικόγραφο, στηρίζεται σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, απάτη, κατάχρηση εμπιστοσύνης, εσκεμμένη παράλειψη ή ψυχική πίεση, πλήρεις λεπτομέρειες τούτου θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο. Στην περίπτωση απάτης, οι δόλιες πράξεις, για τις οποίες προβάλλεται ισχυρισμός, πρέπει να εκτεθούν ειδικά και να δηλωθεί ότι οι πράξεις αυτές έγιναν με δόλο.»

Εκτός των πιο πάνω, η Δ.19, θ.13 προβλέπει σε μετάφραση ότι:-

«13. Ο εναγόμενος ή ο ενάγων, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα ζητήματα που δείχνουν, ότι η αγωγή ή η ανταπαίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει, ή ότι η συναλλαγή είναι είτε άκυρη είτε ακυρώσιμη σε νομικό σημείο, και σε όλους τους λόγους υπεράσπισης ή απαίτησης, ανάλογα με την περίπτωση, οι οποίοι εάν δεν εγείρονταν, πιθανόν να καταλάμβαναν την αντίθετη πλευρά εξ απροόπτου, ή θα ήγειραν επίδικα ζητήματα για γεγονότα, τα οποία δεν προκύπτουν από προηγούμενα δικόγραφα, όπως για παράδειγμα απάτη, παρα[*1451]γραφή ή περιορισμό χρόνου, απαλλαγή, πληρωμή, εκτέλεση ή γεγονότα, τα οποία δείχνουν παρανομία οποιουδήποτε είδους, ή καθιστούν την απαίτηση ή την ανταπαίτηση ανεκτέλεστη.»

Περαιτέρω η Δ.19, θ.16 προβλέπει ότι, ένας διάδικος όταν αρνείται στο δικόγραφό του ένα ισχυρισμό γεγονότος, όπως εδώ την ύπαρξη των δύο εγγράφων, δεν πρέπει να το πράττει με υπεκφυγές (evasively), αλλά να απαντά στην ουσία του θέματος.

Με βάση τις πιο πάνω δικονομικές υποχρεώσεις, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η σοβαρή παράλειψη του Εφεσίβλητου να δικογραφήσει τους κυριότερους ισχυρισμούς του, αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74. Το ότι τα δύο έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα, το συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή. Έκτοτε τροποποίησε την Έκθεση Υπεράσπισής του δύο φορές, χωρίς όμως να συμπεριλάβει αυτό τον πολύ σημαντικό ισχυρισμό του.

Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, στην παράγρ. 1.22 του περιγράμματος αγόρευσής του, διατυπώνει παράπονο ότι οι Εφεσείοντες στις παραγρ. 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησής τους, δεν κάνουν αναφορά:- (α) σε οποιοδήποτε έγγραφο, (β) ότι η δήθεν «συμφωνία» του υπολοίπου των λογαριασμών της Eurotrade σε Λιβανέζικες Λίρες είχε «υπογραφεί» δύο φορές από τον Εφεσίβλητο και (γ) ότι και οι δύο υπογραφές του Εφεσίβλητου είχαν τεθεί επί ενός πλαισίου σφραγίδας, τοποθετημένης σε τυπικό έγγραφο της τράπεζας.

Δεν συμφωνούμε ότι οι Εφεσείοντες είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να δικογραφήσουν αυτές τις λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την Δ.19, θ.18 το περιεχόμενο οποιουδήποτε εγγράφου δεν είναι ανάγκη να δικογραφείται, εκτός και αν οι ακριβείς λέξεις είναι ουσιώδεις, που δεν είναι η περίπτωσή μας. Όπως αναφέρεται στη Δ.19, θ.19, αρκεί στο δικόγραφο να αναφέρεται «το αποτέλεσμα» («effect»), χωρίς να χρειάζεται να παρατεθεί ολόκληρο ή μέρος του εγγράφου, εκτός εάν οι ακριβείς λέξεις του εγγράφου είναι ουσιώδεις. Παρόμοιες είναι και οι πρόνοιες της Δ.19, θ.22 σε σχέση με συμβάσεις.

Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατά την άποψή μας, δέχθηκε τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, αφού αυτή θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως εκτός δικογράφου και είτε θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί, είτε να μην ληφθεί υπόψη. Όπως αναφέρθηκε στη Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826, η Έκθεση Υπεράσπισης αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του αντιδίκου του και το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει ζη[*1452]τήματα που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας. Η αναφορά του δικηγόρου των Εφεσειόντων στην υπόθεση Παφίτης κ.ά. v. Κουκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154, στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 A.A.Δ. 24, είναι εύστοχη. Στη σελίδα 1158 της απόφασης, αναφέρονται τα ακόλουθα, σχετικά με τη σημασία του προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων:-

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134 κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής».

Απόλυτα σχετική είναι και η δεύτερη απόφαση στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Μιχαηλίδης. Πρόκειται για την υπόθεση Πούρικκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-

«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι για τους σκοπούς έκδοσης της απόφασής του το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιόν του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δε συνάδει με αυτά. Τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Δέστε επί του προκειμένου Homeros Th. Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Τηλέμαχος Γεωργιάδης κ.ά. ν. Οδυσσέα Πατσαλίδη κ.ά. (1959-1960) 24 Α.Α.Δ. 275, Christakis Loucaides ν. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134, Νίκος Έλληνας ν. Αθανασίας Γιαννή κ.ά. (1958) 23 Α.Α.Δ. 22 και A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 C.L.R. 81.».

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι ο Εφεσίβλητος με τον τρόπο που δικογράφησε τους ισχυρισμούς του «παρέσχε στον εαυτό του το περιορισμένο πράγματι δικαίωμα να ισχυριστεί κατά τη δίκη» αυτά τα οποία ισχυρίστηκε στις παραγράφους 27 και 28 της Έκθεσης Υπεράσπισής του*.

Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εδικαιολογείτο να θεωρήσει ότι ο Εφεσίβλητος, όταν «βρέθηκε αντιμέτωπος με τα δύο έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη», αφήνοντας να νοηθεί ότι βρέθηκε εξ απροόπτου, εδικαιούτο να ισχυριστεί ότι τα έγγραφα ήταν πλαστογραφημένα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι ο Εφεσίβλητος είχε γνώση για την ύπαρξη των συγκεκριμένων εγγράφων από προηγουμένως. Επίσης, δεν ευσταθεί η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στις παραγρ. 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησης, «δεν περιγραφόταν ή “φωτογραφιζόταν” κανένα συγκεκριμένο έντυπο ή εγγραφή επί του οποίου ο εναγόμενος να έθεσε την υπογραφή του» και ως εκ τούτου δεν ήταν λογικό να αναμένεται από τον ίδιο στην Έκθεση Υπεράσπισης του να ήταν πιο σαφής. Κατά την κρίση μας, ο τρόπος που οι Εφεσείοντες δικογράφησαν τους ισχυρισμούς τους, ήταν απόλυτα επαρκής και σύμφωνος με τους γενικούς κανόνες δικογράφησης. Συγκεκριμένα οι Εφεσείοντες ανέφεραν ότι στις 27.2.1976 ο Εφεσίβλητος εκ μέρους της Eurotrade «συμφώνησε εγγράφως» ότι η Eurotrade τους όφειλε το ποσό των Λ.Λ.5.399.315,35, το οποίο αναφερόταν στην παράγραφο 36 της Έκθεσης Απαίτησης.

Σε ό,τι αφορά το Τεκμήριο 74 και πάλι η δικογραφημένη θέση των Εφεσειόντων ήταν ξεκάθαρη. Στην παράγρ. 37 της Έκθεσης Απαίτησης, ανέφεραν ότι «την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 28.2.1976 ο Εναγόμενος ενεργώντας και πάλιν εκ μέρους της Hellas Eurotrade Ltd, επιβεβαίωσε εγγράφως ....» την ισοτιμία μετατροπής νομισμάτων. Διερωτόμαστε τι άλλο θα μπορούσαν να αναφέρουν οι Εφεσείοντες, ώστε να είναι πιο σαφείς. Το σημαντικό είναι ότι αναφέρονται ρητά σε έγγραφη συμφωνία, που ευθέως παραπέμπει στην ύπαρξη εγγράφου. Ορθά ο κ. Μιχαηλίδης υποδεικνύει ότι αν η υπεράσπιση είχε οποιεσδήποτε αμφιβολίες, που δεν έπρεπε να είχε, εφόσον τα έγγραφα ήταν ήδη στην κατοχή της προ πολλού, όφειλε να είχε ζητήσει δυνάμει της Δ.28 θ.6 να της δοθεί άδεια για να επιθεωρήσει τα συγκεκριμένα και άλλα έγγραφα. Περαιτέρω, θα προσθέταμε ότι ο Εφεσίβλητος είχε επίσης το δικαίωμα να ζητήσει (α) ένορκη αποκάλυψη των εγγράφων που είχαν στην κατοχή τους οι Εφεσείοντες, δυνάμει της Δ.28, θ.1 και (β) προσα[*1454]γωγή των εγγράφων, δυνάμει της Δ.28, θ.4.

Εσφαλμένη είναι επίσης και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «εδώ δεν πρόκειται για μια απλή αγωγή στην οποία ο ενάγων βασίζει την απαίτησή του πάνω σε π.χ. ένα γραπτό γραμμάτιο ή μια γραπτή συμφωνία που υπογράφηκε από τα δύο μέρη οπότε ο εναγόμενος στην υπεράσπισή του θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει ότι η ισχυριζόμενη υπεράσπιση του είναι π.χ. η πλαστογράφηση της υπογραφής του, το non est factum κλπ. .....». Δεν συμφωνούμε. Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να μην ήταν μία η συμφωνία αλλά πολλές, όμως αναφορικά με το υπόλοιπο του λογαριασμού και την ισοτιμία, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ήταν σαφέστατοι και παρέπεμπαν ρητά σε έγγραφη συμφωνία ημερ. 27.2.1976 και 28.2.1976, αντίστοιχα. Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.19, θ.19 και 22 θεωρούμε ότι οι Εφεσείοντες ορθά δικογράφησαν τους ισχυρισμούς τους και ο Εφεσίβλητος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρέθηκε προ απροόπτου. Αντίθετα, είχε προηγούμενη γνώση των εγγράφων και όφειλε να διατυπώσει με σαφήνεια τις θέσεις του περί απάτης, ώστε να θέσει τις «γραμμές του τραίνου» για να μπορέσει κατά τη δίκη να τεκμηριώσει τον σχετικό ισχυρισμό του με ανάλογη μαρτυρία. Εκείνοι που βρέθηκαν προ εκπλήξεως κατά τη δίκη ήταν οι Εφεσείοντες, αφού κατά παράβαση των προνοιών της Δ.19, θ.13 ο Εφεσίβλητος στην Έκθεση Υπεράσπισης δεν δικογράφησε καθόλου τους ισχυρισμούς του περί πλαστογραφίας των δύο εγγράφων.

Παρά τα προδιαγραφόμενα προβλήματα, ως αποτέλεσμα της επιτυχίας του λόγου έφεσης 1, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τον επόμενο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι απόλυτα συνυφασμένος με τα θέματα που μόλις έχουμε εξετάσει.

Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74 - Λόγος έφεσης 2

Και αυτός ο λόγος, όπως και μέρος του λόγου έφεσης 1, αφορά στα Τεκμήρια 72 και 74. Όμως ο παρών λόγος έφεσης δεν αφορά στη δικονομική πλευρά του θέματος, αλλά στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και τα ευρήματα ουσίας επί των δύο Τεκμηρίων. Υπό αυτή την έννοια, είναι συμπληρωματικός του λόγους έφεσης 1.

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε θέσει την υπογραφή του ή/και τη σφραγίδα της εταιρείας του κάτω από το κείμενο που εμφανίζεται δακτυλογραφημένο πάνω στα [*1455]Τεκμήρια 72 και 74 και κατά συνέπεια τα Τεκμήρια αυτά δεν είχαν οποιαδήποτε νομική δέσμευση. Οι Εφεσείοντες θεωρούν το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι είναι το προϊόν ελαττωματικής αξιολόγησης της μαρτυρίας και ότι είναι εσφαλμένο και αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία.

Το ιστορικό που αφορά τόσο στο Τεκμήριο 72 όσο και στο Τεκμήριο 74, το έχουμε ήδη παραθέσει. Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, τα δύο τεκμήρια προέκυψαν μετά την αποδοχή του αιτήματος της Eurotrade (χειρόγραφη επιστολή, τεκμήριο 70) να αποδεσμευτεί προσωρινά από την εκχώρηση των προσόδων της προς τους Εφεσείοντες. Προς υλοποίηση της κατ’ ισχυρισμό συμφωνίας και του αιτήματος της Eurotrade για μετατροπή του λογαριασμού της σε δολάρια, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι στις 27.2.1976 ο Εφεσίβλητος, ο οποίος τις μέρες εκείνες επισκέφθηκε το Λίβανο για διευθέτηση του θέματος, με το Τεκμήριο 72, συμφώνησε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού της Eurotrade μέχρι εκείνη την ημερομηνία, ήταν Λ.Λ.5.399.319,35. Επίσης, ότι με την υπογραφή του Τεκμηρίου 74 την επόμενη ημέρα, συμφώνησε στην ισοτιμία για τη μετατροπή του λογαριασμού σε δολάρια Αμερικής.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με το Τεκμήριο 72. Πρόκειται για τυποποιημένο έγγραφο της τράπεζας στο οποίο το κάθε σημείο αναγράφεται τόσο στην αραβική όσο και στην αγγλική γλώσσα. Στο μπροστινό μέρος, αναγράφεται στα αγγλικά η λέξη «Client» (πελάτης) και στον κενό χώρο που ακολουθεί αναφέρεται σε δακτυλογραφημένη μορφή το όνομα «N. Shacolas Hellas Eurotrade Ltd» και πιο κάτω, η ημερ. «27.2.76». Σε άλλο σημείο της ίδιας σελίδας του εντύπου, δίπλα ακριβώς και κάτω από τη στήλη «Debit» καταγράφεται το ποσό των «5.399.315,35», το οποίο σύμφωνα με τα υπόλοιπα στοιχεία του εντύπου, φαίνεται να αναφέρεται στον υπόλοιπο τρεχούμενο λογαριασμό. Στο πίσω μέρος στο πάνω αριστερό μέρος, στη στήλη «Remarks», υπάρχει μια ευμεγέθης σφραγίδα στην οποία υπάρχει με τυπωμένη μορφή αραβικό κείμενο και στο δεξιό μέρος, δαχτυλογραφημένα τα πιο κάτω:-

«Beirut 27.2.76.

We hereby declare having received your statement of our account No 100534 showing a debtor balance of LL.5.399.315,35 and confirm correctness.»

Στο κάτω μέρος του κειμένου υπάρχει σφραγίδα της Hellas Eurotrade Ltd και πάνω στη σφραγίδα είναι τοποθετημένη η υπογρα[*1456]φή του Εφεσίβλητου με πράσινο μελάνι.

Το Τεκμήριο 73 είναι μαυρόασπρη φωτοτυπία της δεύτερης σελίδα του Τεκμηρίου 72.

Ερχόμαστε τώρα στο Τεκμήριο 74, το οποίο φέρει ημερ. 28.2.1976. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πρόκειται για το ίδιο εκτυπωμένο έντυπo, όπως το Τεκμήριο 72. Με αυτό συμφωνήθηκε, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, η ισοτιμία για τη μετατροπή του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού της Eurotrade από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής. Στη δεύτερη σελίδα, στο αριστερό μέρος στη στήλη «Remarks», υπάρχει, όπως και στο Τεκμήριο 72, η ίδια υπερμεγέθης σφραγίδα με τα αραβικά γράμματα σε πλαίσιο, κάτω από την οποία είναι τοποθετημένη η σφραγίδα της Eurotrade και η υπογραφή του Εφεσίβλητου, με πράσινο μελάνι. Στο δεξιό μέρος του πλαισίου της σφραγίδας και σε διάκενο μεταξύ των αραβικών γραμμάτων, αναγράφονται με γραφομηχανή στην αγγλική γλώσσα τα ακόλουθα:-

«Beirut 28.2.1976

We hereby confirm that a fixed rate of L.L. 2.38 for the US $ be applied for the future conversion and settlement of our debtor account with your Bank.

28.2.1976»

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, Μ.Ε.1, F. Saab, Προέδρου των Εφεσειόντων και των υπαλλήλων της Τράπεζας M.E.2, Beshara και Μ.Ε.3, Atamian, κατά τη συνάντηση του Εφεσίβλητου με τους Εφεσείοντες στο Λίβανο, ο πρώτος ζήτησε όπως του παρασχεθεί κατάσταση του λογαριασμού της Eurotrade. Το λογιστήριο των Εφεσειόντων ετοίμασε μακροσκελή κατάσταση και την παρέδωσε στον Εφεσίβλητο. Πρόκειται για το Τεκμήριο 71, στο οποίο φαίνεται να καταγράφονται όλες οι χρεώσεις και πιστώσεις που αφορούσαν στο λογαριασμό. Στο τέλος, αναφέρεται το ποσό Λ.Λ.5.399.315,35 DR. Μαζί με το Τεκμήριο 71, δόθηκε και το έντυπο – Τεκμήριο 72 – στο οποίο αναγραφόταν στην πρώτη σελίδα το πιο πάνω υπόλοιπο του λογαριασμού, ενώ στο πίσω μέρος υπήρχε η σφραγίδα με τα αραβικά γράμματα. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.2, Beshara, o Εφεσίβλητος αφού είδε το υπόλοιπο του λογαριασμού που αναγραφόταν στην πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 72, γύρισε το έγγραφο και υπόγραψε κάτω από την αραβική σφραγίδα, τοποθετώντας και τη σφραγίδα της Eurotrade. Μετά την τοποθέτηση της σφραγίδας της Eurotrade και της υπογραφής του Εφεσίβλητου, εκτυπώθηκε ένα φωτοαντίγραφο του Τεκμηρίου 72. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 81 της απόφασής του:-

[*1457]«Τόσο το πρωτότυπο, όσο και το φωτοαντίγραφο, δόθηκαν σε δύο διαφορετικούς δακτυλογράφους, οι οποίες και δακτυλογράφησαν μέσα στο πλαίσιο της Αραβικής σφραγίδας το Αγγλικό κείμενο. Αφού δακτυλογραφήθηκε το Αγγλικό κείμενο από τις δύο δακτυλογράφους, πράγμα που έγινε έτσι λόγω του φόβου διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος εξαιτίας των εχθροπραξιών, έδωσαν το ένα από αυτά στον εναγόμενο, δηλαδή το φωτοαντίγραφο και κράτησαν οι ίδιοι το πρωτότυπο, στο οποίο και έθεσαν τα αρχικά των ονομάτων τους. Το πρωτότυπο είναι το τεκμ. 72 και το αντίγραφο το τεκμ. 73.»

Αναφορικά με το Τεκμήριο 74, οι μάρτυρες ανέφεραν ότι κατά τη συνάντηση στις 27.2.1976 ο Εφεσίβλητος ζήτησε όπως του δοθεί από την τράπεζα η ισοτιμία μεταξύ Λιβανέζικης Λίρας και Δολαρίων Αμερικής. Όμως, επειδή η ώρα ήταν προχωρημένη και οι τράπεζες είχαν κλείσει, του ζητήθηκε να επανέλθει την επόμενη, πράγμα που έπραξε. Σε συνάντηση που είχε με τον τότε Πρόεδρο των Εφεσειόντων, αποβιώσαντα Μ. Saab, πατέρα του νυν Προέδρου της Τράπεζας, F. Saab (M.E.1) και με τον Μ.Ε.3, δόθηκε στον Εφεσίβλητο η ισοτιμία 2,38 Λ.Λ. προς 1$ Η.Π.Α.. Η ισοτιμία αυτή φαίνεται να ικανοποίησε τον Εφεσίβλητο και ακολουθήθηκε παρόμοια διαδικασία για συμπλήρωση του Τεκμηρίου 74, όπως αυτή που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του Τεκμηρίου 72 και 73.  Δηλαδή, φωτοτυπήθηκε το έντυπο με την αραβική σφραγίδα και αφού δαχτυλογραφήθηκε μέσα στο πλαίσιο το αγγλικό κείμενο από δύο δαχτυλογράφους, δόθηκαν ακολούθως τα δύο έγγραφα στον Εφεσίβλητο, ο οποίος τα υπέγραψε στο πίσω μέρος, τοποθετώντας και τη σφραγίδα της Eurotrade. Το πρωτότυπο (Τεκμήριο 74) κρατήθηκε από τον τότε Πρόεδρο των Εφεσειόντων, ενώ το άλλο αντίτυπο, το πήρε ο Εφεσίβλητος [Τεκμήριο 190(9)].

Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του δεν αρνήθηκε ότι η υπογραφή που εμφανιζόταν στα Τεκμήρια 72 και 74 είναι η δική του και η σφραγίδα ότι είναι αυτή της Eurotrade. Όμως, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι υπέγραψε υπό τις συνθήκες που περιέγραψαν οι μάρτυρες των Εφεσειόντων. Ισχυρίστηκε ότι το 1975-1976 επισκέφθηκε τους Εφεσείοντες στο Λίβανο. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις, πιθανός το Σεπτέμβριο του 1975, του ζητήθηκε να υπογράψει τουλάχιστον τρία ασυμπλήρωτα έγγραφα, όμοια με τα Τεκμήρια 72 και 74. Στα έγγραφα υπήρχε η υπερμεγέθης αραβική σφραγίδα. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι οι Εφεσείοντες αργότερα συμπλήρωσαν αυτά τα έγγραφα, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει οτιδήποτε και τα παρουσίασαν ως τα Τεκμήρια 72 και 74.

[*1458]Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πείστηκε καθόλου με την «εκδοχή που δόθηκε εκ μέρους της ενάγουσας τράπεζας». Με αναφορά στη μαρτυρία, προχωρεί και εξετάζει τα διάφορα επιχειρήματα που προβλήθηκαν υπέρ της μιας ή της άλλης «εκδοχής» για να καταλήξει ότι:-

«Υπό αυτές τις περιστάσεις και με βάση τα προαναφερθέντα ευρήματα μου σύμφωνα με τα οποία ο εναγόμενος δεν είχε θέσει την υπογραφή του ή και τη σφραγίδα της εταιρείας του, είτε σε κείμενο που παρουσίαζε συμπεπληρωμένο αριθμό με υπόλοιπο λογαριασμού, είτε συμφωνηθείσα ισοτιμία νομισμάτων, έπεται ότι καμιά δεσμευτικότητα ή νομική αξία ενέχουν τα αντίστοιχα τεκμήρια που έχουν παρουσιαστεί.»

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης του εισηγείται ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου σε σχέση με τα Τεκμήρια 72, 73, 74 και 190(9), συγκρούονται με τη συντριπτική μαρτυρία που δόθηκε στη δίκη. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και γενικά της «εκδοχής» της υπεράσπισης περί πλαστογραφίας, είναι αφύσικη, μετέωρη και παράλογη, αφού δεν αποδείχθηκε κανένας λόγος γιατί οι Εφεσείοντες ως ένας έγκυρος τραπεζικός οργανισμός και οι μάρτυρες της, να συνωμοτήσουν για την πλαστογραφία εγγράφων. Σύμφωνα με το δικηγόρο των Εφεσειόντων, το δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τους μάρτυρες των Εφεσειόντων, ενώ εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της υπεράσπισης. Κατά τον κ. Μιχαηλίδη, το σοβαρότερο σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ότι παραγνώρισε το γεγονός ότι όλα τα έσοδα της Eurotrade από την πιστωτική επιστολή της Νιγηρίας, είχαν εκχωρηθεί στους Εφεσείοντες, οι οποίοι ήταν απόλυτα εξασφαλισμένοι. Επομένως, διερωτήθηκε ο κ. Μιχαηλίδης, γιατί οι Εφεσείοντες να εγκαταλείψουν την απόλυτη ασφάλεια που είχαν, χωρίς να πληρωθούν ή να κατοχυρωθούν πλήρως ότι θα έπαιρναν τα ποσά που τους οφείλονταν. Γιατί να εγκαταλείψουν την ασφάλεια που είχαν και να καταφύγουν σε ανωμοσία και σε πλαστογραφία εγγράφων, για να πληρωθούν τα όσα τους οφείλονταν.

Από την άλλη, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, στις 67 σελίδες του περιγράμματός του που αφιερώνει στον υπό συζήτηση λόγο έφεσης, αναφέρεται στις διαφορετικές εκδοχές που έδωσε ο κάθε μάρτυρας για τους Εφεσείοντες αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190(9).  Επίσης, εξηγεί με λεπτομέρεια τις διαφορές που εντόπισε μεταξύ των πιο πάνω εγγράφων. Στη συνέχεια, εισηγείται ότι η εκδοχή του Εφεσίβλητου, ήταν η μόνη ορθή. Δηλαδή, ότι τα έγγραφα υπογράφηκαν χωρίς να είναι συμπληρωμένα, σε μια από τις τρεις επισκέψεις του Εφεσίβλητου στο Λίβανο, [*1459]πριν τον Φεβρουάριο του 1976. Πιο πιθανή επίσκεψη είναι αυτή του Σεπτεμβρίου του 1975. Σύμφωνα με το δικηγόρο του Εφεσίβλητου, χρόνια μετά την εν λευκώ υπογραφή των εγγράφων, οι Εφεσείοντες «πλαστογράφησαν τα έγγραφα αυτά τοποθετώντας εκ των υστέρων κείμενα μη συμφωνηθέντα πάνω από τις υφιστάμενες υπογραφές». Αναφορικά με το Τεκμήριο 74, ο κ. Δημητρίου, εκ μέρους του Εφεσίβλητου, τόνισε ότι οι Εφεσείοντες δεν έχουν θέσει το απαιτούμενο δικονομικό υπόβαθρο που να τους επιτρέπει να προβούν σε οποιαδήποτε αναφορά και να προβάλουν οποιαδήποτε επιχειρήματα.

Είναι φανερό ότι ο λόγος έφεσης αφορά στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες των Εφεσειόντων.  Είναι γνωστές οι αρχές ότι το έργο αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες που παρουσιάζονται ενώπιον του, λόγω της αμεσότητας που έχει μαζί τους. Όμως το Εφετείο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια παρέμβασης για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, όταν αυτά κρίνονται εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής μορφής αντιφάσεις οι οποίες αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο (βλ. Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138 και Αθανασίου κ.ά. ως Διαχειριστές της περουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, σε συνάρτηση πάντοτε με τα επιχειρήματα των δικηγόρων περί της ορθότητας ή μη των ευρημάτων. Κατά την κρίση μας, ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Οι παρατηρήσεις μας συνοψίζονται πιο κάτω:-

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας για τον κάθε μάρτυρα που έδωσε μαρτυρία ενώπιόν του, αλλά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις δύο εκδοχές που δόθηκαν, για να σημειώσει ότι δεν πείστηκε καθόλου για την ορθότητα της εκδοχής της τράπεζας. Με δεδομένο ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των μαρτύρων της κάθε πλευράς, η σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη κρί[*1460]ση του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας τους, ήταν επιτακτική. Ενόψει της διάστασης της μαρτυρίας για τις συνθήκες υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190(9), το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καθήκον να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας. Όπως αναφέρθηκε στη Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All ER 326 και υιοθετήθηκε στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, ανωτέρω, εύρημα επί της αξιοπιστίας μάρτυρα σημαίνει κρίση του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι την αλήθεια στο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα πιο πάνω τεκμήρια. Οι τρεις μάρτυρες των Εφεσειόντων (Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3) που κατάθεσαν επί του θέματος, υποστήριξαν διαφορετικά πράγματα από αυτά που υποστήριξε ο Εφεσίβλητος. Με δεδομένη την πιο πάνω διάσταση, το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει τα αληθή γεγονότα, αφού προηγουμένως αποφαινόταν για το ποιος μάρτυρας έλεγε την αλήθεια και ποιος όχι (βλ. R.C.K. Sports Ltd, ως έχει μετονομαστεί από Palinex Sports Ltd v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ.1074). Μόνο αφού διαπιστωθεί ότι η μαρτυρία που προσκόμισε ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης, έχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στα επόμενα στάδια που αφορούν στο βάρος και στο επίπεδο απόδειξης. Στην υπόθεση Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212, στη σελ. 216, το δικαστήριο διακρίνοντας τα διάφορα στάδια, ανέφερε τα εξής:-

«Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter. The rules defining the burden of proof and the circumstances of its discharge, have nothing to do with the credibility of witnesses. A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court.

Και σε ελεύθερη μετάφραση:-

«Απόφαση για την αξιοπιστία μαρτύρων είναι ένα ζήτημα εντελώς ξεχωριστό και διαφορετικό από τη στάθμιση της μαρτυρίας προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια πλευρά κλίνει η πλάστιγγα. Εάν η μαρτυρία ενός μάρτυρα απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, δεν παραμένει οτιδήποτε για να σταθμιστεί στη συνέχεια. Οι κανόνες που καθορίζουν το βάρος της απόδειξης και τις περιστάσεις της απόσεισης του, δεν έχουν καμία σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ενας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός ή μη πιστευτός, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με την άποψη την οποία έχει σχηματίσει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του.»

[*1461]Τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Kades, πιο πάνω, υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E. v. Χ"Νέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41 και πιο πρόσφατα στην υπόθεση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Liu v. Τριφταρίδη (2011) 1 A.A. 1000.

Η μη καταγραφή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιολόγηση των μαρτύρων των Εφεσειόντων, αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74, καθώς και η λήψη μαρτυρίας που δεν καλυπτόταν από αντίστοιχους δικογραφημένους ισχυρισμούς και ιδιαίτερα από λεπτομέρειες των πράξεων που κατά τον Εφεσίβλητο συνιστούσαν δόλο, επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αφού εκθεμελιώνει ένα σημαντικό υπόβαθρο της πρωτόδικης κρίσης και ευρημάτων, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό (βλ. Κωνσταντίνου v. Κρασιά (2005) 1 Α.Α.Δ. 162 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αλέξανδρου Κωστάκη ανήλικου, μέσω των γονέων του και φυσικών κηδεμόνων του Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432). Ως αποτέλεσμα της επιτυχίας μέρους του λόγου έφεσης 1 που αφορά στα τεκμήρια 72 και 74 και της επιτυχίας του λόγου έφεσης 2 ως προς την αξιολόγηση των μαρτύρων, καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί χωρίς να είναι ανάγκη να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, ενόψει της διαπιστωθείσας ανάγκης για επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο. Τα έξοδα, τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η διιστάμενη απόφασή μου εδράζεται στην πλήρη συμφωνία μου με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου, ως ήτο τότε, ως προς τα θέματα τα οποία εξετάζονται από τους αδελφούς μου Δικαστές στα πλαίσια των λόγων έφεσης 1 και 2 και επί των οποίων η απόφασή τους απολήγει σε επιτυχία της έφεσης.

Ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σε σχέση με τα τεκμήρια 72 και 74, αρκεί να παραπέμψω στο απόσπασμα από τη σελίδα 49 της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο παρατίθεται και από τους αδελφούς μου στις αποφάσεις τους, για να πω ότι το σκεπτικό του εκφράζει και τη δική μου αντίληψη της εφαρμογής των κανόνων της δικογραφίας στα δεδομένα της υπόθεσης. Όλη η υπεράσπιση του Εφεσίβλητου εβασίζετο στην άρνηση της δέσμευσης του και δεν μπο[*1462]ρούσε να θεωρηθεί, κατά τη δική μου κρίση, ότι το δικόγραφο του τον απέκλειε να ισχυρισθεί ότι, αν και επρόκειτο για την υπογραφή του, δεν επρόκειτο για κείμενο στο οποίο αυτή είχε τεθεί όταν ετέθη και στο πλαίσιο που εφαίνετο ότι ετέθη.

Ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας που αφορούσε τα τεκμήρια 72 και 74, και πάλι παραπέμπω στο πληρέστατο, όπως το θεωρώ, σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου, ως ήτο τότε, στις σελίδες 83-87, για να πω και πάλι ότι δεν μπορώ να διαπιστώσω λανθασμένη προσέγγιση του που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου. Το παραθέτω:

«Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι η εκδοχή που δόθηκε εκ μέρους της ενάγουσας τράπεζας δεν με έπεισε καθόλου για την ορθότητα της. Κατ’ αρχήν, το βασικό επιχείρημα ότι σαν ένας έξυπνος επιχειρηματίας που ήταν ο εναγόμενος, δεν θα υπέγραφε ποτέ οποιαδήποτε έγγραφα εν λευκώ, δεν βρίσκει εδώ ιδιαίτερο έρεισμα για δύο βασικούς λόγους:

Κατά πρώτον, ο εναγόμενος δεν υπέγραφε έγγραφα που του έδιδε ο πρώτος τυχόν, αλλά τυποποιημένα έντυπα για χρήση από τον τραπεζίτη του ενόσω αυτός διέμενε σε άλλη χώρα. Κατά δεύτερο λόγο, εάν ένας έξυπνος επιχειρηματίας όπως ο εναγόμενος δεν θα αναμενόταν να υπόγραφε ασυμπλήρωτα τραπεζικά έντυπα, πόσο μάλλον δεν θα αναμενόταν να υπέγραφε συμπληρωμένο ένα έγγραφο στο οποίο η εταιρεία του παρουσιαζόταν σαν χρεώστης αρκετών εκατομμυρίων, πιστοποιώντας την ορθότητα ενός αριθμού. Ενός αριθμού στον οποίο θα μπορούσε να καταλήξει κάποιος μόνο μετά από την υποβολή σ’ αυτόν καταστάσεων λογαριασμών και άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ας σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή τέτοια ή άλλη συγκεντρωτική κατάσταση λογαριασμού της ΗΕΤ δεν είχε δοθεί σ’ αυτήν. Η κατάσταση λογαριασμού – τεκμ. 214 δόθηκε στον εναγόμενο κατά την συνάντηση της 27.2.76 οπότε και κατά τον ισχυρισμό, υπογράφηκαν τα πιο πάνω έγγραφα. Το ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να ελεγχθεί εκεί στο πόδι η ορθότητα των αναγραφομένων σ’ αυτήν στοιχείων, είναι αδιαμφισβήτητο. Πρόκειται για μία καθόλου εύκολη στην ανάγνωση και τεράστια σε διαστάσεις πλάτους και μήκους κατάσταση. Οι συνήγοροι κατά τη δίκη αναφέρονταν σ’ αυτήν με τον χαρακτηρισμό «το σεντόνι». Χαρακτηρισμό που δεν ήταν αδικαιολόγητος. Αν μπορούσε λοιπόν να χαρακτηρισθεί σαν μη υπεύθυνο για ένα καλό επιχειρηματία να υπογράψει προς τον τραπεζίτη του τυπικά έγγραφα εν λευκώ, πόσο περισσότερο ανεύθυνο θα ήταν να υπέγραφε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, [*1463]χωρίς κανένα έλεγχο και χωρίς ακόμα να του ζητηθεί (σύμφωνα με το Μ.Ε.3), ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της εταιρείας του ήταν το αναγραφέν και, το χειρότερο, ότι συμφωνούσε με την ορθότητα αυτού του αριθμού. Αυτό, πραγματικά μόνο επιχειρηματίας με πλήρη έλλειψη υπευθυνότητας θα έπραττε και σίγουρα ο εναγόμενος δεν μου φάνηκε καθόλου να ήταν τέτοιος. Ας σημειωθεί δε ότι 5 μόνο ημέρες πριν από την υπογραφή αυτού του εγγράφου, η ΗΕΤ απηύθυνε επιστολή από την Αθήνα προς την ενάγουσα στην Βηρυτό στην οποία επισύναπτε λεπτομερείς λογαριασμούς με τα στοιχεία τα οποία αυτή κατείχε και σ’ αυτούς ο λογαριασμός της ΗΕΤ στην ενάγουσα παρουσιαζόταν πιστωτικός (Τεκμήριο 69). Ανεξάρτητα από το εάν η ενάγουσα είχε παραλάβει ή όχι εκείνη την επιστολή μέχρι την 28.2.76, θα ήταν πραγματικά τουλάχιστο παράδοξο ο ίδιος ο εναγόμενος που υπέγραψε την επιστολή – τεκμ. 69 με πιστωτικό υπόλοιπο, να υπέγραφε 5 μέρες αργότερα, επιβεβαίωση χρεωστικού υπολοίπου εκατομμυρίων Λιβανέζικων Λιρών, χωρίς καν να την ελέγξει. Σειρά επιχειρημάτων ανέπτυξε ο συνήγορος του εναγομένου για κατάρριψη του ισχυρισμού ότι η υπογραφή των τεκμηρίων 72, 73 και 74, 190(9) έγινε όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Συμμερίζομαι τους ίδιους προβληματισμούς οι οποίοι καθιστούν την εκδοχή της ενάγουσας διάτρητη, ακροσφαλή και απορριπτέα.

Ως προς δε την ισχυριζόμενη συμφωνία μετατροπής του νομίσματος τήρησης του λογαριασμού, παρατηρώ επιπρόσθετα τα ακόλουθα: Υπήρξε εξαρχής και διάχυτη η θέση της ενάγουσας ότι ήταν ο εναγόμενος ο οποίος επιθυμούσε και επιζητούσε τη μετατροπή του νομίσματος τήρησης του χρεωστικού λογαριασμού της ΗΕΤ σε Δολλάρια αντί Λιβανέζικες Λίρες και ότι η μετατροπή έγινε κατόπιν οδηγιών του ιδίου. Συμφωνία γραπτή, ή γραπτές ευθείες οδηγίες προς τούτο δεν υπάρχουν. Ως προς το σε ποιο ή σε ποια ακριβώς έγγραφα ή συμφωνίες βασίστηκε η ενάγουσα, είναι ένα θέμα το οποίο η ουσιώδης μαρτυρία του Μ.Ε.1 Προέδρου της ενάγουσας δεν ξεκαθάρισε. Η μαρτυρία του διακινείτο μεταξύ των τεκμηρίων 59 και 74 και επικλήσεων για προφορικές οδηγίες και επιθυμίες του εναγομένου. Σε κάποιο στάδιο της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.1 κατέθεσε πως μετά την υπογραφή του τεκμ. 74, της «συμφωνίας της ισοτιμίας» όπως τη χαρακτήρισε, η μετατροπή μπορούσε πλέον να γίνει οποτεδήποτε. Όπως διευκρίνισε, το τεκμ. 74 αναφέρεται σε μία συμφωνημένη ισοτιμία η οποία θα εφαρμόζετο κατόπιν εκείνης της ημερομηνίας (δηλ. της 28.2.76) για τη μετατροπή Λ.Λ. ανεξόφλητων υπολοίπων σε δολλάρια Αμερικής. Παρόλο δε ότι το έντυπο – τεκμ. 74 δεν είναι το σύνηθες έγγραφο, χρησιμοποιήθηκε με παρόμοιο τρόπο όπως [*1464]και το τεκμ. 72 για επιβεβαίωση της ισοτιμίας συναλλάγματος για μετατροπή της Λ.Λ. Ως προς συμφωνία ή οδηγίες του εναγομένου για μετατροπή του λογαριασμού σε λογαριασμό δολαρίων κατά τις 10.3.76 (ημερομηνία που έγινε η μετατροπή), ο Μ.Ε.1 επικαλέστηκε την επιστολή του εναγομένου ημερ. 29.8.75 (τεκμ. 59). Όμως ούτε το κείμενο της επιστολής – τεκμ. 59 οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα, αλλ’ ούτε και τα γεγονότα που ακολούθησαν και ιδιαίτερα η ισχυριζόμενη υπογραφή του τεκμ. 74 που μιλά για «future conversion» (μελλοντική μετατροπή).

Στην επιστολή – τεκμ. 59 η οποία είναι χειρόγραφη του εναγομένου εκ μέρους της ΗΕΤ αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«... This is to confirm to you our wish to have all proceeds resulting from the above LIC maintained in our account with you in USA DOLLARS CURRENCY.

These instructions will remain in force unless specifically amended and formulated to you by writing on our part.

Should under any circumstances our account in Lebanese currency be overdrawn, you are hereby authorized to automatically convert from the US dollars Account to cover the overdraft.

Since our Lebanese Account (Currency) happens to be already overdrawn for payments you have already effected for the operation of this LIC, we mean to apply the above instructions for the coverage of the debit balance from now until the account is completely replenished ...”

Είναι νομίζω φανερό ότι από το κείμενο της πιο πάνω επιστολής όχι μόνο δεν δίδεται καμιά οδηγία για μετατροπή του τρεχουμένου λογαριασμού σε δολάρια, αλλ’ αντίθετα επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του και η συνέχιση του σε Λ.Λ. δίδοντας μόνο οδηγίες ως προς τον τρόπο κάλυψης τυχόν παρατραβήγματος. Εάν δε είχαν δοθεί τέτοιες οδηγίες από τότε ή πριν από τις 28.2.76 γιατί δεν ακολουθήθηκαν και δεν μετατράπηκε το νόμισμα τήρησης του λογαριασμού από Λ.Λ. σε $ΗΠΑ τότε, ή έκτοτε, ή οποτεδήποτε πριν από τις 10.3.76; Και γιατί έγινε στις 10.3.76 και όχι σε οποιαδήποτε προγενέστερη ή μεταγενέστερη ημερομηνία; Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.1 επικαλέστηκε την υπογραφή του τεκμ. 74 χαρακτηρίζοντας το είτε σαν τη συμφωνία για μετατροπή του νομίσματος είτε αλλού, σαν το πράσινο φως που εξουσιοδότησε πλέον την ενάγουσα να προβεί [*1465]στην μετατροπή οποτεδήποτε ήθελε κρίνει πρέπον. Αδυνατώ να αποδεχθώ τη θέση αυτή. Ακόμη και αν δεχτώ ότι ο εναγόμενος πράγματι υπέγραψε το τεκμ. 74 κατά τις 28.2.76 υπό τις συνθήκες που περιέγραψαν οι Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, το ίδιο το κείμενο του Αγγλικού κειμένου του τεκμηρίου αναφέρεται στην ισοτιμία:

“... be applied for the future conversion and settlement of our debtor account ...”

Αυτό δεν οδηγεί παρά σε δύο συμπεράσματα:

α. Ότι συμφωνία, οδηγίες ή πρόθεση μετατροπής δεν υπήρχαν μέχρι τότε εφόσον η μετατροπή θα γινόταν στο μέλλον.

β. Ότι ο χρόνος κατά τον οποίο θα γινόταν η μετατροπή ή ακόμα και το εάν θα γινόταν τέτοια μετατροπή νομίσματος, δεν εσυμφωνείτο ή διευκρινίζετο.

Υπό αυτές τις περιστάσεις η όποια γινόμενη μετατροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά σαν αυθαίρετη και μη συμπεφωνημένη.

Όσον αφορά στα της υπογραφής από τον εναγόμενο των τεκμηρίων 74 και 190(9) με την αναφερόμενη ισοτιμία, για λόγους παρόμοιους όπως και σε σχέση με τα τεκμήρια 72 και 73 αδυνατώ να αποδεχθώ ότι τόσο απερίσκεπτα θα έθετε ο εναγόμενος την υπογραφή του σε ένα τέτοιο κείμενο. Δόθηκε η εξήγηση από πλευράς ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος επιθυμούσε διακαώς να επιτύχει μετατροπή του λογαριασμού σε δολάρια και θα υπέγραφε ουσιαστικά οτιδήποτε για να επιτύχει την προσωρινή αναστολή της εκχώρησης. Γι’ αυτό ετοιμάτηκαν και υπέγραψε, μεταξύ άλλων και τα τεκμήρια 74 και 190(9). Αυτός ο ισχυρισμός δεν πείθει. Εάν είχε πράγματι ζητηθεί και γίνει αποδεκτή η μετατροπή του νομίσματος, τι πιο απλό από του να έγραφε ο εναγόμενος ένα χειρόγραφο κείμενο όπως σωρεία άλλα που κατατέθηκαν σαν τεκμήρια, ζητώντας τη μετατροπή και αντί τούτου χρησιμοποιήθηκε ένα έντυπο που χρησιμοποιείται για τελείως διάφορους σκοπούς και με το οποίο εγκρίνεται απλώς η ισοτιμία της μετατροπής και όχι η ίδια η μετατροπή; Και αν πράγματι η ΗΕΤ μέσω του εναγομένου συμφωνούσε σ’ αυτή την ισοτιμία και την μετατροπή εγγράφως, δεν θα ήταν πραγματικά περίεργο να διαμαρτυρόταν αργότερα τόσο έντονα με επιστολές και μέχρι σήμερα για τούτα; (Βλ. π.χ. επιστολή τεκμ. 161).

Υπό αυτές τις περιστάσεις και με βάση τα προαναφερθέντα [*1466]ευρήματα μου σύμφωνα με τα οποία ο εναγόμενος δεν είχε θέσει την υπογραφή του ή και τη σφραγίδα της εταιρείας του, είτε σε κείμενο που παρουσίαζε συμπεπληρωμένο αριθμό με υπόλοιπο λογαριασμού, είτε συμφωνηθείσα ισοτιμία νομισμάτων, έπεται ότι καμιά δεσμευτικότητα ή νομική αξία ενέχουν τα αντίστοιχα τεκμήρια που έχουν παρουσιαστεί.»

Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνονται ευρήματα αξιοπιστίας παρά μάλλον διατυπώνεται κρίση επί των ενώπιον του Δικαστηρίου αντιθέτων εκδοχών με αναφορά στο βάρος απόδειξης και στη στάθμιση της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο σαφώς δεν αποδέχεται, για τους λόγους που εξηγεί, ως αξιόπιστη προς απόδειξη της υπόθεσής της τη μαρτυρία της Εφεσείουσας ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίσθησαν τα τεκμήρια 72 και 74. Στο παρατεθέν απόσπασμα το Δικαστήριο απευθύνεται με σχολαστικότητα και λογική στην ενώπιον του μαρτυρία και εξηγεί δεόντως γιατί καταλήγει να θεωρεί «την εκδοχή της ενάγουσας διάτρητη, ακροσφαλή και απορριπτέα». Το Δικαστήριο παραπέμπει στο εύρημα του ότι ο Εφεσίβλητος «δεν είχε θέσει την υπογραφή του ή και τη σφραγίδα της εταιρείας του, είτε σε κείμενο που παρουσίαζε συμπληρωμένο αριθμό με υπόλοιπο λογαριασμού, είτε συμφωνηθείσα ισοτιμία νομισμάτων», και τούτο είναι ασφαλώς εύρημα βασιζόμενο σε κρίση αξιοπιστίας. Συγχρόνως, εξήγησε τους προβληματισμούς που το οδήγησαν στην κατάληξη ότι η εκδοχή της Εφεσείουσας, όπως προέκυπτε βεβαίως από τη μαρτυρία της, δεν μπορούσε να θεωρηθεί πειστική, που και πάλι συνιστά εύρημα διερχόμενο μέσα από κρίση αξιοπιστίας.

Εν όψει της κατάληξης της έφεσης που οδηγεί σε επανεκδίκαση, ούτε εγώ βεβαίως θα επεκταθώ στους άλλους λόγους έφεσης, περιοριζόμενος να πω ότι, ως προς τους λόγους έφεσης 1 και 2, θα απέρριπτα την έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστήριο. Τα έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο