Ιωαννίδης Λάμπρος ν. Mάριου Καλλία, ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Intercosmetics Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1522

(2011) 1 ΑΑΔ 1522

[*1522]20 Ιουλίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΜΠΡΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΛΛΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ INTERCOSMETICS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 334/2006)

 

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Αγωγή για αποζημιώσεις ― Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της βλάβης που υπέστη ο εφεσείων και της χρήσης του επίδικου προϊόντος ― Απόρριψη αγωγής εναντίον εισαγωγέα προϊόντος ισιώματος μαλλιών ― Δεν αποδείχθηκε ελαττωματικότητα του προϊόντος ούτε και αμέλεια εκ μέρους του εισαγωγέα ― Πότε υφίσταται αμέλεια κατασκευαστή και διανομέα ― Ελαττωματικό προϊόν ― Συνθήκες που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν ένα προϊόν είναι ελαττωματικό ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πότε οι αναγκαίες οδηγίες και προειδοποιήσεις αναφορικά με τις ιδιότητες του προϊόντος επιφέρουν απαλλαγή από ευθύνη.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Έκταση καθήκοντος επιμέλειας κατασκευαστή και διανομέα ― Απλός διανομέας ή προμηθευτής δεν υπέχει, στον ίδιο βαθμό, καθήκον επιμέλειας όπως ο κατασκευαστής, αλλά και αυτός υπέχει κάποιο καθήκον έρευνας ή επιθεώρησης του προϊόντος και αν αυτό είναι επικίνδυνο για κάποιο λόγο που ίδιος θα έπρεπε να γνωρίζει, τότε η παράλειψη του να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο, ισοδυναμεί με αμέλεια.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Res ipsa Loquitur ― Η αρχή δεν ετύγχανε εφαρμογής εφόσον ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι γνώριζε την αιτία που προκάλεσε τον τραυματισμό του.

Λέξεις και φράσεις ― «Ελαττωματικό προϊόν» στο Άρθρο 4 του περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμος του 1995 (Ν. 105(Ι)(95), όπως τροποποιήθηκε.

[*1523]Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας, εναντίον των εφεσιβλήτων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βλάβη, ψυχική οδύνη, ταλαιπωρία και μείωση εισοδημάτων που κατά τον ισχυρισμό του είχε υποστεί, ως αποτέλεσμα της χρήσης και της εφαρμογής προϊόντος για ίσιωμα μαλλιών το οποίο εισήγαγαν και πωλούσαν στην Κύπρο οι εφεσίβλητοι. Επικαλέστηκε αμέλεια και διαζευκτικά παράβαση θέσμιων καθηκόντων ως και την αρχή του res ipsa loquitur.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον ενάγοντα-εφεσείοντα αναξιόπιστο μάρτυρα, απέρριψε τη μαρτυρία του και κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε ζημιά υπέστη δεν μπορούσε να αποδοθεί στο προαναφερόμενο προϊόν, αλλά στη χρήση την οποία έκανε ο ίδιος.

Κατέληξε ακόμα στο συμπέρασμα ότι λανθασμένα ο εφεσείων δεν κίνησε αγωγή και στον κατασκευαστή του προϊόντος αλλά μόνον στον εισαγωγέα, ότι απέτυχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους του εισαγωγέα αλλά και ότι απέτυχε να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του τραυματισμού του και οποιασδήποτε αμέλειας των εφεσιβλήτων.

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβλήθηκε με επτά λόγους οι οποίοι αφορούσαν τόσο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και σε ισχυρισμούς περί λανθασμένων ευρημάτων. Προσβλήθηκε ακόμα η ορθότητα ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες δεν επετράπησαν ερωτήσεις σε μάρτυρα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.    Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, το επίδικο προϊόν ήταν ελαττωματικό. Δεν απεδείχθη οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της βλάβης που υπέστη και της χρήσης του επίδικου προϊόντος.

2.    Το γεγονός ότι μετά την καταγγελία του εφεσείοντα (που έγινε τρία και πλέον χρόνια αργότερα) οι αρμόδιες υπηρεσίες υπέδειξαν κάποια αλλαγή στη σήμανση του προϊόντος, δεν μπορούσε να καταστήσει το προϊόν ελαττωματικό.

3.    Εφόσον το επίδικο προϊόν δεν περιείχε απαγορευμένες ουσίες και ο κατασκευαστής είχε δώσει οδηγίες χρήσης του προϊόντος που αν τηρούνταν θα παρείχαν ασφάλεια στο χρήστη, οι εφεσίβλητοι προμηθευτές δεν είχαν οποιοδήποτε επιπρόσθετο καθήκον επιμέλειας προς το χρήστη για παροχή άλλων οδηγιών ή προειδοποιήσεων [*1524]αναφορικά με το προϊόν.

4.    Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε παραστάσεις, ότι το επίδικο προϊόν ήταν ακίνδυνο ή ασφαλές, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρήσης του. Η δε βλάβη που υπέστη ο εφεσείων ήταν αποτέλεσμα της δικής του κακής χρήσης του προϊόντος. Ήταν δε, εσφαλμένη η προβληθείσα θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, εκ προοιμίου, ότι ένας προμηθευτής δεν υπέχει ευθύνη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

5.    Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας και τούτο αν θεωρήσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα και δεν βασίζονται στη προσαχθείσα μαρτυρία . Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί έκρινε αναξιόπιστους τον εφεσείοντα και έναν άλλο μάρτυρα του.

6.    Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικο δικαστηρίου ότι στην περίπτωση αυτή δεν ίσχυε η αρχή Res Ipsa Loquitur και το Αρθρο 55 του Κεφ. 148, εφόσον ο εφεσείων ισχυρίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι γνώριζε την αιτία που προκάλεσε τον τραυματισμό του.

7.    Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αποτιμήσει τη ζημιά του εφεσείοντα για σκοπούς κάλυψης του ενδεχομένου ανατροπής της απόφασης του από το Εφετείο, δεν επηρέασε το αποτέλεσμα της έφεσης.

8.    Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε ερωτήσεις επί των προνοιών του Ν. 106(Ι)/2001, ο οποίος δεν ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Άλλες ερωτήσεις που επίσης ορθά δεν επέτρεψε, σχετίζονταν με έλλειψη του αναγκαίου υποβάθρου για την υποβολή των ερωτήσεων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις    βάρος του εφεσείοντα.

Αναφερόμενες Yποθέσεις:

Donοghue v. Stevenson [1932] A.C. 562,

A. v. National Blood Authority [2001] 3 All E.R. 289,

Watson v. Buckley [1940] 1 All E.R. 174,

Savvides v. Mesaritis a.o. (1985) 1 C.L.R. 261,

Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117.

[*1525]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aνωνίου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 8758/2001), ημερ. 28.9.2006.

Λ. Ιωαννίδης, Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Μ. Μιχαήλ για Γ. Κολοκασίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιώνοντας, εναντίον των εφεσιβλήτων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βλάβη, ψυχική οδύνη, ταλαιπωρία και μείωση εισοδημάτων που κατά τον ισχυρισμό του είχε υποστεί ως αποτέλεσμα της χρήσης και της εφαρμογής του προϊόντος με την επωνυμία Glatt, για ίσιωμα μαλλιών, το οποίο κατασκευάζεται από την εταιρεία Schwarzkoph και εισάγεται και πωλείται στην Κύπρο από τους εφεσίβλητους.

Από την έκθεση απαίτησης του εφεσείοντα-ενάγοντα είναι προφανές ότι ο εφεσείων βασίστηκε τόσο στο αστικό αδίκημα της αμέλειας όσο και στην παράβαση των θεσμίων καθηκόντων των εφεσιβλήτων. Συγκεκριμένα γίνεται ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι οι εφεσίβλητοι, ως εισαγωγείς του προαναφερόμενου προϊόντος στην Κύπρο, όφειλαν να είχαν προειδοποιήσει τον εφεσείοντα και γενικότερα τους καταναλωτές ότι το προϊόν ήταν ελαττωματικό και/ή επικίνδυνο και θα έπρεπε να είχαν μεριμνήσει ώστε να αναγραφεί επί του εξωτερικού της χάρτινης συσκευασίας του, προειδοποίηση για τους κινδύνους που εμπεριέχει η χρήση του καθώς και οδηγίες για την ασφαλή χρήση του. Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράβαση των καθηκόντων των εφεσιβλήτων που απορρέουν από συγκεκριμένους νόμους, στην έκθεση απαίτησης αναγράφονται (α) ο περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμος του 1994 (Ν. 74(Ι)/94, όπως τροποποιήθηκε και ιδιαίτερα τα Άρθρα 2, 4, 5, 6 και 30), (β) ο περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμος του 1995 (Ν. 105(Ι)/95, Άρθρα 2, 4-8, 12 και 13 και (γ) ο περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμος του 1994 (Ν. 10(Ι)/94, όπως τροποποιήθηκε), το Άρθρο 16. Ο ενάγων-εφεσείων στην έκθεση απαίτησης του έκανε επίκληση και της αρχής Res Ipsa Loquitur όπως αυ[*1526]τή ενσωματώνεται στο δίκαιο μας με το Άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Υπήρχε και ανταπαίτηση η οποία όμως σε κάποιο στάδιο αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στη θέση του ενάγοντα, όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης του και υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία του ενώπιον του δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτή, τον Φεβρουάριο του 2000 ο ενάγων εφεσείων αγόρασε από φαρμακείο το προαναφερόμενο προϊόν, το οποίο διατίθετο ελεύθερα στην αγορά, με πρόθεση να το εφαρμόσει στα μαλλιά του για να ισιώσουν. Στις 26.2.2000, το βράδυ, αφού ανέγνωσε τις οδηγίες χρήσης, εφάρμοσε το προϊόν με αποτέλεσμα να αλλάξει η υφή και η εμφάνιση των μαλλιών του τα οποία από σγουρά έγιναν ίσια. Στη συνέχεια αριθμός τριχών άρχισε να αποκόπτεται και να εκριζώνεται. Ο εφεσείων υπέστη δερματίτιδα στο τριχωτό μέρος της κεφαλής του, ερυθρότητα και ελαφρό οίδημα. Η τριχόπτωση διάρκεσε τουλάχιστον 3 μήνες ενώ τα σγουρά μαλλιά του αραίωσαν δραματικά, κατά τη διάρκεια των 3 μηνών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία. Έκρινε τον ενάγοντα-εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα και απέρριψε τη μαρτυρία του. Βρήκε ότι αυτός υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τη χρήση του προαναφερόμενου προϊόντος τόσο ως προς την ποσότητα, το χρόνο εφαρμογής του αλλά και την απόσταση χρήσης του προϊόντος από το δέρμα της κεφαλής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε ζημιά υπέστη ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποδοθεί στο προαναφερόμενο προϊόν. Αλλά και αν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης του προϊόντος και της ζημιάς του εφεσείοντα η ζημιά οφειλόταν στη λανθασμένη χρήση του προϊόντος που έκαμε ο εφεσείων και η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τις οδηγίες χρήσης του.

Για τη δεύτερη μάρτυρα του ενάγοντα-εφεσείοντα, την κα. Μαρία Σταύρου, φαρμακοποιό στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή ήταν αξιόπιστη μάρτυρας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της στις 8.10.2003 (δηλαδή μετά από περισσότερα από 3 χρόνια από το συμβάν) η μάρτυρας πήρε γραπτή καταγγελία από τον ενάγοντα-εφεσείοντα με την οποίαν αυτός ζητούσε να γίνει ανάλυση του προαναφερόμενου προϊόντος. Η ανάλυση έδειξε ότι το προϊόν περιείχε την ουσία θειογλυκολικό οξύ η οποία χρησιμοποιείται τόσο σε αποτριχωτικές κρέμες όσο και για το ίσιωμα των μαλλιών και δεν εί[*1527]ναι απαγορευμένη ουσία. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν να δοθούν οδηγίες από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες στην εταιρεία Intercosmetics για αναγραφή ειδικών προφυλάξεων έτσι ώστε το συγκεκριμένο προϊόν να συμμορφώνεται με το Παράρτημα IV του Νόμου 106(Ι)/2001, ο οποίος αφορά σε καλλυντικά και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ, μετά τον ουσιώδη χρόνο.

Για την τρίτη μάρτυρα του ενάγοντα, κα. Ανδρούλλα Ευσταθίου, που είναι Τεχνικός Βαφέας μαλλιών, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι σκοπός της προσέλευσης της στο δικαστήριο ήταν να βοηθήσει την υπόθεση του ενάγοντα, η μαρτυρία της περιείχε αντιφάσεις και ως εκ τούτου η μάρτυρας κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Για τον τέταρτο μάρτυρα του ενάγοντα, τον γιατρό κ. Khaddage, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι αυτός ήταν ειλικρινής μάρτυρας αλλά η μαρτυρία του δεν συνέδεε τη βλάβη που υπέστη ο εφεσείων, με το προαναφερόμενο προϊόν. Ο μάρτυρας, με ειλικρίνεια ανέφερε στο δικαστήριο ότι δεν γνώριζε ποια κρέμα χρησιμοποίησε ο ενάγων-εφεσείων για το ίσιωμα των μαλλιών του.

Με την παρούσα έφεση η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με επτά λόγους, εκ των οποίων όμως ο τέταρτος λόγος, αυτός της κατ’ ισχυρισμό καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, αποσύρθηκε.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο σφάλμα που κατ’ ισχυρισμό διέπραξε το πρωτόδικο δικαστήριο συμπεραίνοντας ότι το επίδικο προϊόν δεν ήταν ελαττωματικό και ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν αμελείς κατά την εισαγωγή και προμήθειά του, στον εφεσείοντα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της Μ.Ε. 3. Ο τρίτος λόγος αφορά στο σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αφού απέρριψε την κατ’ ισχυρισμό ευθύνη των εφεσιβλήτων να μην προχωρήσει στην αποτίμηση της ζημιάς του εφεσείοντα. Ο πέμπτος λόγος αφορά στο κατ’ ισχυρισμό λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι, ως αυτοί που εισάγουν το επίδικο προϊόν στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεν μπορούν να υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με τον Ν. 105(Ι)/95, ανωτέρω. Με τον έκτο λόγο προσβάλλεται η ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι δεν ισχύει, στην παρούσα περίπτωση, η αρχή Res Ipsa Loquitur και το Άρθρο 55 του Κεφ. 148. Με τον έβδομο λόγο προσβάλλεται η ορθότητα ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες δεν επετράπησαν ερωτήσεις στη Μ.Ε. 2 Μαρία Σταύρου αναφορικά με τις διατάξεις του περί Καλλυντικών Προϊόντων Νόμου του 2001 (Ν. 106(Ι)/2001).

[*1528]Το πρώτο θέμα, επομένως, που εγείρεται, είναι το ζήτημα της ελαττωματικότητας του επίδικου προϊόντος και της αμέλειας των εφεσιβλήτων. Ο σχετικός νόμος είναι ο περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμος του 1995 (Ν. 105(Ι)(95), όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του νόμου προϊόν είναι ελαττωματικό όταν δεν υπάρχει ασφάλεια, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων υπό τις οποίες το προϊόν κατέχεται, χρησιμοποιείται ή καταναλώνεται και περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο και τους σκοπούς για τους οποίους το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, την παροχή οποιονδήποτε οδηγιών ή προειδοποιήσεων ή την παροχή οποιονδήποτε δηλώσεων αναφορικά με την κατοχή, τη χρήση ή την κατανάλωση του προϊόντος, τη χρήση επί του προϊόντος ή σε σχέση με αυτό οποιουδήποτε σήματος που αναφέρεται στην ασφάλεια του ή που μπορεί εύλογα να εκληφθεί ότι αναφέρεται στην ασφάλεια του, και το χρόνο κατά τον οποίο το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 ρητά προνοεί ότι προϊόν δεν είναι ελαττωματικό από το γεγονός και μόνο ότι άλλο ασφαλέστερο προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία μεταγενέστερα. Το Άρθρο 6 του νόμου προνοεί ότι χωρίς επηρεασμό της ευθύνης του παραγωγού, ευθύνεται ως να ήταν ο παραγωγός του προϊόντος και κάθε πρόσωπο το οποίο εισήγαγε, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του προϊόν εντός της Δημοκρατίας με σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλον. Το Άρθρο 7 προνοεί ότι η ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, δυνάμει του νόμου, για ζημιά που υπέστη άλλος μπορεί να μειωθεί ή να εκμηδενιστεί στις περιπτώσεις όπου, ενόψει όλων των περιστάσεων, η ζημιά προκαλείται τόσο από ελαττωματικό προϊόν όσο και από υπαιτιότητα του ζημιωθέντος ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί υπό την ευθύνη του ζημιωθέντος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, το επίδικο προϊόν δεν μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ως ελαττωματικό. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε αφού έλαβε υπόψη ότι το συγκεκριμένο προϊόν περιείχε οδηγίες χρήσης στις οποίες ρητά αναφερόταν σε ποιες περιπτώσεις αντενδείκνυται η χρήση του προϊόντος ενώ σ’ αυτές αναγραφόταν και η ελάχιστη απόσταση, από το τριχωτό της κεφαλής, στην οποία θα πρέπει να τοποθετείται το προϊόν, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο μπορεί να παραμείνει το προϊόν στην τρίχα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που ο ίδιος ο ενάγων προσέφερε (της Μ.Ε. 2) το προϊόν δεν περιέχει οποιανδήποτε απαγορευμένη ουσία ούτε και είναι φαρμακευτικό ενώ η αποτριχωτική ιδιότητα του δεν οδηγεί στο ξερίζωμα της τρίχας αλλά στην αποκοπή της και αυτό εξαρτάται από την ποσότητα που θα χρησιμοποιηθεί και την ώρα που θα αφεθεί. Το γεγονός ότι στο ίδιο προϊόν, το 2003, στις οδηγίες χρήσης που [*1529]το συνοδεύουν, αναγράφεται απόσταση 1 εκατοστού αντί ½ εκατοστού, από το δέρμα της κεφαλής (που ήταν η ενδεικνυόμενη απόσταση που αναγραφόταν στις οδηγίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο), δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το προϊόν είναι ελαττωματικό, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ρητή πρόνοια του νόμου. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο τα προβλήματα του εφεσείοντα, αν οφείλονται στο επίδικο προϊόν, αποδίδονται στην κακή χρήση που του έκαμε ο εφεσείων.

Ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό αμέλειας, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη θεμελιακή υπόθεση Donοghue v. Stevenson [1932] A.C. 562 καθώς και στο σύγγραμμα Winfield and Jolowicz on Tort, 17η έκδοση όπου στην παράγραφο 10.3, σελ. 343 αναγράφεται ότι ένας απλός διανομέας ή προμηθευτής δεν υπέχει, στον ίδιο βαθμό, καθήκον επιμέλειας όπως ο κατασκευαστής, αλλά και αυτός υπέχει κάποιο καθήκον έρευνας ή επιθεώρησης του προϊόντος και αν αυτό είναι επικίνδυνο για κάποιο λόγο που ίδιος θα έπρεπε να γνωρίζει, τότε η παράλειψη του να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο, ισοδυναμεί με αμέλεια.

Εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες αρχές, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι λανθασμένα ο εφεσείων δεν κίνησε αγωγή και του κατασκευαστή του προϊόντος αλλά μόνον του εισαγωγέα, ότι απέτυχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους του εισαγωγέα αλλά και ότι απέτυχε να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του τραυματισμού του και της οποιασδήποτε αμέλειας των εφεσιβλήτων.

Όσον αφορά το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό ελαττωματικότητας του επίδικου προϊόντος παρατηρούμε ότι ο ορισμός του ελαττωματικού προϊόντος στον προαναφερόμενο νόμο προσομοιάζει με τον ορισμό που δίδεται στο Άρθρο 2 της Σύμβασης του Στρασβούργου. Η αναφορά στον τρόπο με τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία το προϊόν και η ρητή αναφορά στην παροχή οδηγιών ή προειδοποιήσεων δείχνει ότι, ένας κατασκευαστής, δίνοντας τις αναγκαίες οδηγίες και προειδοποιήσεις αναφορικά με τις ιδιότητες του προϊόντος μπορεί να αποφύγει την ευθύνη. Ένας προμηθευτής, μπορεί, επιπρόσθετα, να αποφύγει την ευθύνη αν δείξει ότι δεν έθεσε το προϊόν σε κυκλοφορία κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του ή ότι το προϊόν δεν ήταν ελαττωματικό, όταν τέθηκε σε κυκλοφορία.

Όσον αφορά τις συνθήκες που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν ένα προϊόν είναι ελαττωματικό, η αναφορά στο σκοπό για τον οποίο πωλείται δείχνει ότι το ίδιο προϊόν μπορεί να είναι ασφα[*1530]λές για την Α χρήση και ανασφαλές για τη Β χρήση. Σχετική είναι η απόφαση A. v. National Blood Authority [2001] 3 All E.R. 289.

Στην προκείμενη περίπτωση συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, το επίδικο προϊόν ήταν ελαττωματικό. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήξαμε αφού λάβαμε υπόψη ότι το προϊόν δεν περιείχε απαγορευμένες ουσίες και είχε οδηγίες που αν τηρούνταν πιστά από τον εφεσείοντα, δεν αποδείχτηκε ότι  θα του  προκαλείτο οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη. Αυτό φαίνεται από τη μαρτυρία της Μ.Ε. 2. Το γεγονός ότι μετά την καταγγελία του εφεσείοντα (που έγινε τρία και πλέον χρόνια αργότερα) οι αρμόδιες υπηρεσίες υπέδειξαν αλλαγή στη σήμανση του προϊόντος ώστε η απόσταση χρήσης του προϊόντος από το τριχωτό της κεφαλής να είναι 1 εκατοστό αντί μισό, δεν μπορεί να καταστήσει το προϊόν ελαττωματικό ιδιαίτερα εφόσον, κατά τον ουσιώδη χρόνο του 2000, δεν ίσχυε ο προαναφερόμενος νόμος του 2001. Επιπρόσθετα παρατηρούμε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι το προϊόν ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματικό, κατά το χρόνο που τέθηκε σε κυκλοφορία από τον προμηθευτή, ούτε και απέδειξε οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της βλάβης που υπέστη και της χρήσης του επίδικου προϊόντος.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για αμέλεια παρατηρούμε ότι το καθήκον επιμέλειας που φαίνεται να εφαρμόζεται για τους προμηθευτές προϊόντων είναι ότι αυτοί θα πρέπει να υποβάλλουν το προϊόν που θέτουν σε κυκλοφορία σε κάποιαν έρευνα ή επιθεώρηση και εάν αυτή δείξει ότι θα πρέπει ο προμηθευτής να δώσει κάποια επιπρόσθετη προειδοποίηση για τις ιδιότητες του προϊόντος τότε θα πρέπει να το πράξει. Εάν δεν είναι βέβαιος (ο προμηθευτής) ότι το επίδικο προϊόν είναι ασφαλές για χρήση δεν θα πρέπει να το παρουσιάσει ως τέτοιο. (Δέστε: Watson v. Buckley [1940] 1 All E.R. 174.)

Στην προκείμενη περίπτωση και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι εφόσον το επίδικο προϊόν δεν περιείχε απαγορευμένες ουσίες και εφόσον ο κατασκευαστής είχε δώσει οδηγίες χρήσης του προϊόντος που αν τηρούνταν θα παρείχαν ασφάλεια στο χρήστη, ο προμηθευτής, δηλαδή οι εφεσίβλητοι, δεν είχαν οποιονδήποτε επιπρόσθετο καθήκον επιμέλειας προς το χρήστη για παροχή άλλων οδηγιών ή προειδοποιήσεων αναφορικά με το προϊόν. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέστησαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι το επίδικο προϊόν ήταν ακίνδυνο ή ασφαλές, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρήσης του. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε πως η βλάβη που υπέστη ο εφεσείων [*1531]ήταν αποτέλεσμα της δικής του κακής χρήσης του προϊόντος και δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε μ’ αυτό το συμπέρασμα.

Σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της Μ.Ε. 3 επαναλαμβάνομε την θεμελιωμένη αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τούτο αν θεωρήσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα και δεν βασίζονται στη μαρτυρία που προσφέρθηκε. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστους μάρτυρες τον εφεσείοντα και την Μ.Ε. 3 και έδωσε επαρκείς λόγους γι’ αυτό το συμπέρασμα. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι ευθύνονται για τη βλάβη που υπέστη, αλλά δεν προχώρησε, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης, να αποτιμήσει τη ζημιά του. Συνηθίζεται, τα πρωτόδικα δικαστήρια, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης τους αλλά και προς κάλυψη του ενδεχομένου ανατροπής της απόφασης τους από το Εφετείο, να προχωρούν και σε αποτίμηση της ζημιάς και βλάβης ενός ενάγοντα έστω και αν απορρίψουν τον ισχυρισμό του ότι για τη βλάβη αυτή ευθύνεται ο εναγόμενος. Αυτή είναι μια παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση, όμως, δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της έφεσης εφόσον το Εφετείο συμφωνεί με το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το ζήτημα της ευθύνης.

Για τον πέμπτο λόγο έφεσης και πάλι διαφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσίβλητοι, ως οι εισαγωγείς του επίδικου προϊόντος στην Κύπρο, δεν μπορούν να υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με το Ν. 105(Ι)/95 ανωτέρω. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Donοghue v. Stevenson (ανωτέρω) έκαμε ειδική αναφορά στο προαναφερόμενο απόσπασμα από το σύγγραμμα Winfield and Jolowicz on Tort (ανωτέρω) όπου εξετάζεται ειδικά η ευθύνη του απλού διανομέα ή προμηθευτή ενός  προϊόντος. Επομένως δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, εκ προοιμίου, ότι ένας προμηθευτής δεν υπέχει ευθύνη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Αναφορικά με τον έκτο λόγο έφεσης και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει η αρχή Res Ipsa Loquitur και το Άρθρο 55 του Κεφ. 148 εφόσον, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων ισχυρίστηκε [*1532]ενώπιον του δικαστηρίου ότι γνώριζε την αιτία που του προκάλεσε τον τραυματισμό του και αυτή ήταν η χρήση της ουσίας θειογλυκολικό οξύ την οποία περιείχε το επίδικο προϊόν. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται όταν το πράγμα ή το αντικείμενο που προκαλεί τη ζημιά αποδεικνύεται ότι βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του εναγόμενου ή των υπηρετών του και το ατύχημα ήταν τέτοιο που, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, δεν θα συνέβαινε αν εκείνοι που είχαν τον έλεγχο του, ασκούσαν την απαιτούμενη επιμέλεια. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο αυτό αποτελεί εύλογη μαρτυρία, στην απουσία εξήγησης από τον εναγόμενο, ότι το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα αμέλειας. Επιπρόσθετα, για να ισχύει η προαναφερόμενη αρχή, θα πρέπει να ικανοποιείται και η προϋπόθεση της παραγράφου (α) του Άρθρου 55, ότι δηλαδή ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών τα οποία προκάλεσαν το συμβάν που οδήγησε στη ζημιά. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι γνώριζε την αιτία της ζημιάς του και εν πάση περιπτώσει ούτε και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής αυτής ικανοποιούνται. (Δέστε: Savvides v. Mesaritis a.ο. (1985) 1 C.L.R. 261, Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 και Αρτέμης και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, Τόμος 2, σελ. 53-55.)

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι η ορθότητα ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου με τις οποίες δεν επετράπησαν κάποιες ερωτήσεις στην Μ.Ε. 2 Μαρία Σταύρου. Εξετάσαμε αυτές τις ενδιάμεσες αποφάσεις και κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τις επέτρεψε. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε ερωτήσεις επί των προνοιών του Ν. 106(Ι)/2001, ο οποίος δεν ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά ούτε και υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να εξηγήσει η μάρτυρας τις πρόνοιες του Νόμου, στο δικαστήριο. Άλλες ερωτήσεις που δεν επέτρεψε το πρωτόδικο δικαστήριο σχετίζονταν με έλλειψη του αναγκαίου υποβάθρου για την υποβολή των ερωτήσεων. Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε επιτρεπτές ερωτήσεις στην Μ.Ε. 2.

Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων κρίνουμε την έφεση αβάσιμη και την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο