Χ.Ε. (2011) 1 ΑΑΔ 1554

(2011) 1 ΑΑΔ 1554

[*1554]18 Αυγούστου, 2011

[ ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964

ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥΣ 33/64, 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 ΚΑΙ 158/88,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Ε.Χ. ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚΔΟΘΕΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ,

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.5.2011, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ

ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 513/11.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 97/2011)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για  άδεια  καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση του διατάγματος απομάκρυνσης της ανήλικης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια  ποινικής υπόθεσης ― Εκρίθη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια συγκεκριμένου νόμου προς το σκοπό της διασφάλισης της σωματικής ακεραιότητας της ανήλικης ― Με την αίτηση για Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα μιας απόφασης και όχι η ορθότητα ― Δεν αποτελεί υποκατάστατο της έφεσης.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Χρόνος υποβολής αίτησης για άδεια ― Το ανώτατο όριο των έξι μηνών που τέθηκε με σχετικούς Κανονισμούς στην Αγγλία και που αργότερα μειώθηκε στους τρεις μήνες αποτελεί χρονικό ορόσημο έξω από το οποίο δεν χορηγείται η άδεια ― Όμως ακόμη και όταν η αίτηση καταχωρείται εντός της προθεσμίας, αυτή υπόκειται στο γενικότερο κανόνα ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

[*1555]Η αιτήτρια, η οποία επεδίωκε την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης certiorari προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος απομάκρυνσης της ανήλικης θυγατέρα της και αφαίρεση της φροντίδας της από τη ίδια, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια σχετικής ποινικής υπόθεσης.

 

Επικαλέστηκε τους εξής λόγους για παραχώρηση άδειας:

α) ότι η αφαίρεση της φροντίδας της ανηλίκου θυγατέρας της, ήταν ζήτημα που άπτετο των οικογενειακών σχέσεων των διαδίκων, που με βάση το Άρθρο 111 του Συντάγματος εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

β) ότι οι λόγοι που το Δικαστήριο επικαλέστηκε οριστικοποιώντας  το διάταγμα απομάκρυνσης, το ενδεχόμενο δηλαδή σωματικής βίας προς την ανήλικη, ήταν άσχετοι προς τις ποινικές κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος πατριός της.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για υπέρβαση δικαιοδοσίας του, εφόσον το Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια συγκεκριμένου νόμου, άκουσε και τις δύο πλευρές και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα χωρίς, σημειωτέον, να τεθεί οποτεδήποτε ενώπιόν του θέμα υπέρβασης δικαιοδοσίας, ότι δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να επιληφθεί τέτοιας αιτήσεως, ή να εκδώσει το διάταγμα απομάκρυνσης της ανήλικης.

2. Το δοσμένο νομοθετικό πλαίσιο του Νόμου αρ. 119(Ι)/2000 και τα όσα ετέθησαν επίσης για πιθανή αντισυνταγματικότητα ολόκληρων των Άρθρων 21 και 22, δεν παρείχαν έρεισμα στην αίτηση , εφόσον δεν διαπιστώθηκε εκ πρώτης όψεως  συζητήσιμο θέμα για τέτοια υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας.

3. Η ένταξη της υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, δεν απέκλειε ειδικές ρυθμίσεις που προνοούνται από συγκεκριμένες νομοθεσίες, όπως το Νόμο αρ. 119(Ι)/2000, για να καλυφθούν ειδικές περιστάσεις.

4. Η διασφάλιση, όπως ανέφερε το κατώτερο Δικαστήριο, της σωματικής ακεραιότητας της ανήλικης, ήταν επιβεβλημένη με βάση τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλωση της, υποστηριζόμενα και από σωρεία τεκμηρίων, η οικογενειακή σύμβουλος, υπό τα δεδομένα της παρακολούθησης της συγκεκριμένης οικογένειας, από το Γρα[*1556]φείο Ευημερίας. Δεν είχαν, κατ’ ανάγκη, εφαρμογή, ή εξαντλούνταν μόνο στο ποινικό κατηγορητήριο που προσήφθη εναντίον του κατηγορούμενου πατριού της ανήλικης και συζύγου της αιτήτριας.

5. Η θέση της οικογενειακής συμβούλου ήταν η ευρύτερη αδυναμία της αιτήτριας να προστατεύει τα παιδιά της, η οποία, παρά την κακοποίηση της ίδιας και του παιδιού από το σύζυγο της, ουδέποτε προέβη σε καταγγελία.

6. Η ερμηνεία που μπορεί να δόθηκε από το Δικαστήριο υπό τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του και στη βάση της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ενώπιον του, δεν μπορούσε να συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλο νομικό σφάλμα. Με δεδομένο ότι δεν είχε διαπιστωθεί συζητήσιμη υπόθεση έλλειψης δικαιοδοσίας, δεν είχε καταδειχθεί, ούτε λόγος παρέκκλισης από τον κανόνα, εφόσον προσφερόταν άλλο ένδικο μέσο, δηλαδή αυτό της έφεσης.

7. Η άδεια δεν εδόθη και για το λόγο της καθυστέρησης υποβολής της αίτησης.

8. Η χορήγηση άδειας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και δεν αποτελεί, ούτε είχε ποτέ σκοπό να αποτελέσει υποκατάστατο της έφεσης. Εκείνο που ελέγχεται με τα προνομιακά εντάλματα είναι η νομιμότητα της όλης διαδικασίας και όχι η ορθότητα της απόφασης. Προσφερόταν αφενός άλλο ένδικο μέσο για την εξέταση των θεμάτων που θίγονταν, αφετέρου δε, δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις για να εδίδετο άδεια κατά παρέκκλιση του καθιερωμένου κανόνα.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Κωνσταντινίδης (2003)1 Α.Α.Δ. 1298,

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,

Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

[*1557]Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

Τ & Μ Οικονόμου και Υιός (2011) 1 Α.Α.Δ. 140,

R v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273.

Aίτηση.

Λ. Βραχίμης, για την Αιτήτρια.

Ex tempore

NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι λόγοι για την άδεια. Θα σας δώσω την απόφαση τώρα.

Καταχωρήθηκε χθες και ορίστηκε σήμερα μονομερής αίτηση της αιτήτριας για παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του διατάγματος απομάκρυνσης της ανήλικης θυγατέρας της, που εκδόθηκε στις 2.5.2011 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια της ποινικής δικαιοδοσίας του, στην Ποινική Υπόθεση υπ’ αρ. 513/2011.

Συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι ότι η οικογενειακή σύμβουλος του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας, Χ.Κ., είχε αιτηθεί διάταγμα απομάκρυνσης της Θ.Σ. από τη μητέρα της, νυν αιτήτριας, και, την τοποθέτησή της σε ασφαλές μέρος, ήτοι την Παιδική Στέγη. Η αίτηση εκείνη είχε ως βάση τα Αρθρα 21 και 22 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, αρ. 119(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 212(Ι)/2004.

Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση, της ίδιας της Χ.Κ., στην οποία υπήρχαν συνημμένα αρκετά τεκμήρια. Σ’ αυτά περιλαμβανόταν απομαγνητοφωνημένη κατάθεση της ανήλικης στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λευκωσίας, κατάθεση της αιτήτριας και άλλων προσώπων σχετικά με την όλη συμπεριφορά του συζύγου της αιτήτριας, ονόματι Χ.Γ., εναντίον του οποίου με αφορμή προηγούμενη καταγγελία της ίδιας της αιτήτριας, μετά από παράπονο που της υπέβαλε η θυγατέρα της περί σε[*1558]ξουαλικής κακοποίησης της από το σύζυγο της, ο οποίος είναι πατριός της ανήλικης, καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου και άσεμνες επιθέσεις, με βάση το σχετικό Νόμο.

Να σημειωθεί ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε αρχικά στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Με αφορμή μεταγενέστερη αναίρεση του παραπόνου από την ανήλικη και κατάθεση εγγύησης από την αιτήτρια, οι μεν κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναστάλησαν από το Γενικό Εισαγγελέα, για να καταχωρηθεί όμως νέα υπόθεση εναντίον του Χ.Γ. την ίδια ημέρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η υπ’ αρ. 513/2011, ο δε κατηγορούμενος απελευθερώθη, χωρίς να επιστρέψει στο συζυγικό οίκο.

Στα πλαίσια της Υπόθεσης Αρ. 513/2011 που καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εξασφαλίστηκε με την προαναφερθείσα αίτηση της Χ.Κ. προσωρινό διάταγμα, το οποίο οριστικοποιήθηκε με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας, όπως προανεφέρθη, 2.5.2011, μετά που ακούστηκε και η πλευρά της νυν αιτήτριας, ενιστάμενης στη διαδικασία εκείνη.

Η αιτήτρια, με την παρούσα αίτηση για προνομιακό ένταλμα, επιδιώκει την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αιτήσεως προς έκδοση εντάλματος Certiorari. Οι λόγοι που επικαλείται στη σχετική έκθεση της και συγκεκριμένα στην παρ. 4, είναι ότι η αφαίρεση της φροντίδας της ανηλίκου θυγατέρας της, που ας σημειωθεί είναι θυγατέρα που προέρχεται από προηγούμενο γάμο της αιτήτριας, είναι ζήτημα που άπτεται των οικογενειακών σχέσεων των διαδίκων, που με βάση το Άρθρο 111 του Συντάγματος εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ότι οι λόγοι που το Δικαστήριο επικαλέστηκε οριστικοποιώντας πλέον το διάταγμα απομάκρυνσης, το ενδεχόμενο δηλαδή σωματικής βίας προς την ανήλικη, ήταν άσχετοι προς τις ποινικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος πατριός της, της άσεμνης επίθεσης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Στα πλαίσια αυτά το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκτήσει δικαιοδοσία να εξετάσει και να εγκρίνει το αίτημα απομάκρυνσης της ανηλίκου σε οριστική πλέον μορφή.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αναφέρθηκε σε συντομία στα δεδομένα της υπόθεσης και έκρινε ότι στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που είχε ενώπιόν του, (να σημειωθεί ότι δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οιουδήποτε προσώπου εκ των ενόρκως δηλούντων), υπήρ[*1559]χαν ικανοποιητικά στοιχεία, τα οποία στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματος, έφεραν στην επιφάνεια τον κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας εναντίον της ανήλικης από τον κατηγορούμενο πατριό της. Αυτό, με δεδομένο ότι από την όλη μαρτυρία ο κατηγορούμενος είχε για σειρά ετών ασκήσει, όπως παρουσιαζόταν, σωματική βία στην ανήλικη. Υπήρχε λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας και προς τούτο το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο αναντίλεκτο γεγονός ότι η οικογένεια της αιτήτριας, δηλαδή η ίδια, ο κατηγορούμενος, τα παιδιά τους, συμπεριλαμβανομένης και της ανήλικης, παρακολουθούνταν από το Γραφείο Ευημερίας από το 2004, στη βάση αναφορών της ίδιας της αιτήτριας για άσκηση σωματικής βίας από τον κατηγορούμενο, πατριό της παραπονούμενης, στα παιδιά. Ανεφέρθη δε ότι τον Ιούνιο του 2010, η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα για νομική αρωγή για υποβολή αίτησης διαζυγίου, στην οποία ως λόγος αναφερόταν αυτή η άσκηση σωματικής βίας, τόσο προς την ίδια, όσο και προς τα ανήλικα παιδιά της.

Η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος εξετάζεται πάντοτε με φειδώ, εν όψει ακριβώς του γεγονότος ότι η  χορήγηση της άδειας και το συνακόλουθο, ενδεχομένως, εκδιδόμενο προνομιακό ένταλμα, αποτελούν ένα προνόμιο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα εξαιρετικό μέτρο που χορηγείται κατ’ εξαίρεση και μόνο και εφόσον, σύμφωνα με τη Νομολογία, παρουσιάζεται από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη και όταν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και πάλι η άδεια δεν δίδεται όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός εάν υπάρχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Ηellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.

Στα πλαίσια του ελέγχου του κατώτερου Δικαστηρίου θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί, υπό τις περιστάσεις, για να δοθεί, κατ’ εξαίρεση πάντοτε, άδεια ή για να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα.

Στις υποθέσεις Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, αναφέρθηκε ότι [*1560]σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί τελικώς το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο. (Δέστε και Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).

Όπως έχει προαναφερθεί, η αίτηση της οικογενειακής συμβούλου έγινε με βάση συγκεκριμένο Νόμο, το Αρθρο 21 του οποίου παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο, το οποίο ορίζεται στο εισαγωγικό και ερμηνευτικό Αρθρο 2, να σημαίνει Πρόεδρο, Ανώτερο Επαρχιακό ή Επαρχιακό Δικαστή, να διατάξει την απομάκρυνση για οποιαδήποτε χρονική περίοδο θύματος, κατά ή μετά την εκδίκαση υπόθεσης βίας εναντίον ανηλίκου, με σκοπό την προστασία του. Το Αρθρο 22 του ίδιου Νόμου, επίσης δίνει την εξουσία της έκδοσης προσωρινού διατάγματος κατόπιν αίτησης, μεταξύ άλλων, και, οικογενειακού συμβούλου, προς έκδοση προσωρινού διατάγματος απομάκρυνσης ανήλικου θύματος μέχρι την καταχώρηση και την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης εναντίον κατηγορουμένου.

Είναι, επομένως, σαφές, εκ πρώτης όψεως, το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για υπέρβαση δικαιοδοσίας του, εφόσον το Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια αυτά, άκουσε και τις δύο πλευρές και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα χωρίς, να σημειωθεί εδώ, να τεθεί οποτεδήποτε ενώπιόν του θέμα υπέρβασης δικαιοδοσίας ότι δηλαδή δεν είχε δικαίωμα να επιληφθεί τέτοιας αιτήσεως, ή να εκδώσει το διάταγμα απομάκρυνσης της ανηλίκου.

Ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας τίθεται για πρώτη φορά σήμερα με την παρούσα αίτηση για τη χορήγηση της άδειας. Παρόλο που δεν αποκλείεται βεβαίως θέμα δικαιοδοσίας να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εξέτασης μίας υπόθεσης, ορθό θα ήταν να εγειρόταν το ζήτημα της υπέρβασης δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ενώπιον του υπόθεσης, δίδοντας έτσι και στο ίδιο το Δικαστήριο την ευκαιρία να ακούσει επιχειρηματολογία και να ασκήσει την εξουσία του αναλόγως, εφόσον είχε ενώπιον του και την νυν αιτήτρια ως ενιστάμενη.

Το δοσμένο νομοθετικό πλαίσιο του Νόμου αρ. 119(1)/2000 και τα όσα ο συνήγορος έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου σήμερα για πιθανή αντισυνταγματικότητα ολόκληρων των Άρθρων 21 [*1561]και 22, δεν παρέχουν έρεισμα στην αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, εφόσον δεν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως να υπάρχει συζητήσιμο θέμα για τέτοια υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρθηκε και κατά τη συζήτηση της παρούσας αιτήσεως, η ένταξη της υπόθεσης στο ευρύτερο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, εφόσον αφορά τη σχέση της αιτήτριας με την ανήλικη δεν αποκλείει ειδικές ρυθμίσεις που προνοούνται από συγκεκριμένες νομοθεσίες, όπως το Νόμο αρ. 119(1)/2000, για να καλυφθούν ειδικές περιστάσεις.

Η διασύνδεση που ο συνήγορος έκαμε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με το λόγο έκδοσης από το Δικαστήριο κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού  του διατάγματος απομάκρυνσης, δηλαδή της σωματικής βίας που κατά το συνήγορο ουδαμώς σχετίζεται με το κατηγορητήριο εναντίον του για σεξουαλική εκμετάλλευση ή σεξουαλική ή άσεμνη επίθεση, δεν υποστηρίζει περαιτέρω το επιχείρημά του για έλλειψη δικαιοδοσίας. Ό,τι τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάστηκε και κρίθηκε δικαστικά, χωρίς να διαβλέπεται οποιοδήποτε ουσιαστικό πρόβλημα στην ανάπτυξη του σκεπτικού και στην κατάληξή του, η οποία δικαιολογείτο από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό.

Ο αποκλεισμός της μητέρας-αιτήτριας από την επαφή με την ανήλικη έγινε στα πλαίσια της συγκεκριμένης νομοθεσίας και θα χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από τη διαδικασία, όπως εξελίχθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, για να πειθόταν το Ανώτατο Δικαστήριο ότι αυτό υπερέβη τη δικαιοδοσία του, ή καταστρατηγήθηκαν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της αιτήτριας με το να απομακρυνθεί η ανήλικη από τη δική της προστασία και παρουσία. Η διασφάλιση, όπως ανέφερε το κατώτερο Δικαστήριο, της σωματικής ακεραιότητας της ανήλικης ήταν επιβεβλημένη, με βάση τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλωση της, υποστηριζόμενα και από σωρεία τεκμηρίων, η οικογενειακή σύμβουλος, στα πλαίσια, ιδιαίτερα της παρακολούθησης της συγκεκριμένης οικογένειας, από το Γραφείο Ευημερίας. Δεν είχαν, κατ’ ανάγκη, εφαρμογή, ή εξαντλούνταν μόνο στο ποινικό κατηγορητήριο που προσήχθηκε εναντίον του κατηγορούμενου πατριού της ανήλικης και συζύγου της αιτήτριας. Αντίθετα, η θέση της οικογενειακής συμβούλου ήταν η ευρύτερη αδυναμία της αιτήτριας να προστατεύει τα παιδιά της, γι’ αυτό και παρακολουθείτο από το Γραφείο Ευημερίας, η οποία, παρά την κακοποίηση της ίδιας και του παιδιού από το σύζυγο της, ουδέποτε προέβηκε σε καταγγελία.

[*1562]Η ερμηνεία που μπορεί να δόθηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια τα οποία είχε ενώπιόν του και στη βάση της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ενώπιόν του, δεν μπορεί να συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλο νομικό σφάλμα. Η υπόθεση Τ. & Μ. Οικονόμου και Υιός (2011) 1 Α.Α.Δ. 140, είναι σχετική.

Με δεδομένο ότι δεν έχει διαπιστωθεί συζητήσιμη υπόθεση όσον αφορά την έλλειψη δικαιοδοσίας, δεν έχει καταδειχθεί, ούτε λόγος παρέκκλισης από τον κανόνα, ότι εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δηλαδή αυτό της έφεσης από την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται η παροχή της άδειας. Σημειώνεται ότι το διάταγμα απομάκρυνσης που είχε εκδοθεί προσωρινώς την 1.3.11, οριστικοποιήθηκε στις 2.5.11, μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του κατηγορούμενου πατριού, η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση σε λιγότερο από ένα μήνα από σήμερα, στις 14.9.11.

Η άδεια δεν θα δοθεί για ένα ακόμη λόγο και αυτός είναι ότι σχετικά καθυστερημένα ήχθηκε η αίτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ναι μεν, ως δικαιολόγησε ο κ. Βραχίμης, υπήρξε ανάγκη για νομική αρωγή από πλευράς της αιτήτριας, νομική αρωγή η οποία δόθηκε στις 14.7.11 στην Αίτηση 16/2011, αλλά έκτοτε έχει διαρρεύσει  πέραν του ενός μηνός για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία. Να σημειωθεί δε περαιτέρω, ότι από την απόφαση στις 2.5.11, η αίτηση για νομική αρωγή καταχωρήθηκε μόλις στις 30.5.11 και εγκρίθηκε στις 14.7.11. Παρόλο που δεν αναφέρεται οτιδήποτε στη σχετική ένορκη δήλωση της αιτήτριας ως προς το λόγο που χρειάστηκε τόσος χρόνος για να εγκριθεί το αίτημα, θα αναμενόταν να γινόταν αναφορά σε προσπάθεια προώθησης της αίτησης για νομική αρωγή το συντομότερο δυνατόν, εφόσον ως ήταν δηλωμένο στην εν λόγω αίτηση, ο σκοπός της παροχής της νομικής αρωγής ήταν να καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση. Υπάρχει επομένως μία σχετική καθυστέρηση που δεν δικαιολογείται, εφόσον η αιτήτρια θεωρεί ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα της δικαιώματα, όπως ανέφερε η ίδια στην αίτηση για νομική αρωγή. Το ανώτατο όριο των έξι μηνών στο οποίο αναφέρθηκε ο συνήγορος που τέθηκε με σχετικούς Κανονισμούς στην Αγγλία και που αργότερα μειώθηκε στους τρεις μήνες (δέστε Πέτρος Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 68-70, παρ. 2.40 – 2.42), αποτελεί χρονικό ορόσημο έξω από το οποίο δεν χορηγείται η άδεια. Όμως ακόμη και όταν η αίτηση καταχωρείται εντός της προθεσμίας, αυτή υπόκειται στο γενικότερο κανόνα ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. (R v. Herrod [*1563][1976] 1 All E.R. 273).

Επαναλαμβάνεται, εν κατακλείδι, ότι η διαδικασία της χορήγησης άδειας αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο επίκλησης της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου. Δεν αποτελεί, ούτε είχε ποτέ σκοπό να αποτελέσει υποκατάστατο της έφεσης ως της συνήθους διαδικασίας ελέγχου των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Εκείνο που ελέγχεται με τα προνομιακά εντάλματα είναι η νομιμότητα της όλης διαδικασίας και όχι η ορθότητα της απόφασης. Προσφέρεται εδώ, αφενός άλλο ένδικο μέσο για την εξέταση των θεμάτων που θίγονται, αφετέρου δε, δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις για να δοθεί η άδεια κατά παρέκκλιση του καθιερωμένου κανόνα, ενώ το κατώτερο Δικαστήριο δεν παρουσιάζεται να ενήργησε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ούτε και τέθηκε ενώπιον του οποιοδήποτε τέτοιο θέμα για εξέταση. Αντίθετα, ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας που δίδεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο από συγκεκριμένο νομοθέτημα.

Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο