Suphire (Finance) Ltd ν. Σάββα Παπαμιχαήλ (2011) 1 ΑΑΔ 1649

(2011) 1 ΑΑΔ 1649

[*1649]22 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

SUPHIRE (FINANCE) LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτου-Εναγoμένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 258/2008)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου ― Αγωγή αξίωσης χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία επενδυτικού λογαριασμού και έφεση εναντίον της απόρριψης της ― Επιβεβαίωση ορθότητας πρωτόδικης κρίσης ότι ενώ προέκυπτε πως ο εφεσίβλητος έδωσε αρχικώς κάποιες εντολές, ήταν ταυτόχρονα βέβαιο πως έγιναν πράξεις χωρίς εντολές.

Έφεση ― Λόγοι έφεσης που άπτονται της αξιοπιστίας ― Η αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Οι εφεσείοντες/ενάγοντες  αξίωσαν με αγωγή χρεωστικό υπόλοιπο ύψους £19.264,04 το οποίο προέκυπτε σύμφωνα με τους ίδιους, από τη λειτουργία επενδυτικού λογαριασμού που δημιουργήθηκε από συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου που συνήψαν με τον εφεσίβλητο/εναγόμενο.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε πως, η συμφωνία τους ήταν άκυρη και σ’ αυτή τη βάση αρνήθηκε την οφειλή και έκαμε ανταπαίτηση. Ήταν η  θέση του πως ποτέ δεν είχε δώσει τις εντολές για την αγορά των μετοχών σε σχέση με τις οποίες οι εφεσείοντες τον χρέωναν, αλλά μόνο για ορισμένες στην αρχή της συνεργασίας τους. Αγωγή και ανταπαίτηση απορρίφθηκαν και ασκήθηκε  έφεση από τους Ενάγοντες.

Αμφισβητήθηκε κυρίως το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο, οι Ενάγοντες  απέτυχαν να αποδείξουν, όπως όφειλαν, ότι το ποσό που αξιώθηκε δημιουργήθηκε σε σχέση με την αγορά μετοχών ύστερα από εντολές του εναγόμενου/εφεσίβλητου.

[*1650]Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν ήταν ορθή η θέση πως το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε την αξιοπιστία απλώς στη βάση της υποκειμενικής εντύπωσης που σχημάτισε για τον εφεσίβλητο, χωρίς αναφορά και συσχετισμό προς τη μαρτυρία.

2. Προς απόδειξη του ισχυρισμού των εφεσειόντων πως απέστελλαν στον εφεσίβλητο εβδομαδιαίες ή μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού προσήχθη μόνο γενικόλογη και αόριστη μαρτυρία. Έγινε συνεπώς δεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου πως ουδέποτε πριν από την αγωγή είχε δει τέτοια κατάσταση λογαριασμού. Ομοίως και σε σχέση με 42 πινακίδια που περιλήφθηκαν στο λογαριασμό του εφεσίβλητου.

3. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη συναφή εξ ακοής μαρτυρία και δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου πως ουδέποτε παρέλαβε και οποιαδήποτε πινακίδια συναλλαγών.

4. Ως προς τις υπόλοιπες επιστολές τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλούνταν όπως και ένα χειρόγραφο τεκμήριο  που περιείχε εξουσιοδότηση για την εξάσκηση πέντε χιλιάδων δικαιωμάτων αγοράς, ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε τη λήψη τους αλλά δεν προέκυπτε από αυτά, πως πράγματι είχε δώσει εντολές ή ότι είχε εκ των υστέρων εγκρίνει.

5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ακριβώς σε συσχετισμό προς το σύνολο της μαρτυρίας. Προέκυπτε, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, ότι έδωσε αρχικώς κάποιες εντολές αλλά ήταν και βέβαιο πως έγιναν πράξεις χωρίς εντολές.

6. Με το μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε δεν ήταν δυνατό να διευκρινιστεί περαιτέρω το θέμα και να θεωρηθεί πως αποδείχθηκε η αξίωση που προϋπέθετε εντολές για τις πράξεις που έγιναν.

7. Οι λόγοι έφεσης αφορούσαν στη βαρύτητα που θα έπρεπε να είχαν τα έγγραφα που ήταν δεκτό ότι παρέλαβε ο εφεσίβλητος, χωρίς όμως αναφορά και στις συναφείς επισημάνσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο ως προς αυτά όσο και ως προς τα άλλα που δεν δέχτηκε ότι στάλθηκαν στον εφεσίβλητο, που ήταν και αυτά στοιχεία σχετικά προς την αξιοπιστία.

8. Οι εφεσείοντες, αμφισβητώντας την ορθότητα απόρριψης μαρτυρίας μάρτυρα της δικής τους πλευράς, αναφέρθηκαν και πάλι στα ίδια έγγραφα και δεν αναφέρθηκαν στις ιδιαίτερες παρατηρήσεις [*1651]του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τους λόγους, ειδικά κατά περίπτωση αλλά και γενικά, για τους οποίους όπως εξήγησε δεν μπορούσε να δεχθεί τη μαρτυρία του.

9. Είναι πάγιο πως η αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν στοιχειοθετείτο λόγος για παρέμβαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xαραλάμπους, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 12241/03), ημερομ. 30.5.2008.

Λ. Διομήδους για Καλλή & Kαλλή, για τους Eφεσείοντες.

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι συνήψαν σύμβαση για την παροχή από τους εφεσείοντες/ενάγοντες προς τον εφεσίβλητο /εναγόμενο, πιστωτικών διευκολύνσεων για αγορά μετοχών. Υπέγραψαν συναφώς συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου και ήταν η θέση των εφεσειόντων πως από τη λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού που δημιουργήθηκε, προέκυπτε χρεωστικό υπόλοιπο £19.264,04 το οποίο και αξίωσαν.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε πως, η συμφωνία τους ήταν άκυρη και σ’ αυτή τη βάση αρνήθηκε την οφειλή και έκαμε ανταπαίτηση.  Ήταν η παράλληλη θέση του πως ποτέ δεν είχε δώσει τις εντολές για την αγορά των μετοχών σε σχέση με τις οποίες οι εφεσείοντες τον χρέωναν αλλά για ορισμένες στην αρχή της συνεργασίας τους και, αυτό το τελευταίο, καθόρισε και την τύχη της αξίωσης. Όπως και εκείνη της ανταπαίτησης. Απορρίφθηκαν και οι δυο και ενώπιόν μας βρίσκεται η έφεση ως προς την αξίωση.

Δεν αμφισβητείται πως, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι όποιες αγορές μετοχών που πραγματοποιούσαν οι εφεσείοντες, για τον εφεσίβλητο, παρά την ύπαρξη γενικού πληρεξουσίου, θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα επί τούτου εντολών του εφεσιβλήτου. Αποτελεί το θέμα των λόγων έφεσης το κατά πόσο ορθά το [*1652]πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι απέτυχαν να αποδείξουν, όπως όφειλαν, ότι το ποσό που αξιώθηκε δημιουργήθηκε σε σχέση με την αγορά μετοχών μετά από εντολές του εφεσιβλήτου.

Κατ’ ευθείαν μαρτυρία, με τη μορφή κάποιας μορφής γραπτής εντολής δεν κατατέθηκε. Ούτε κλήθηκαν ως μάρτυρες οι χρηματιστές ή εκπρόσωποί τους. Ως μόνος μάρτυρας των εφεσειόντων κατέθεσε ο Α. Παπαπαρασκευάς, Διευθυντής των Επενδυτικών τους Σχεδίων και αυτός, ως προς το πιο πάνω κρίσιμο θέμα, δεν ανέφερε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Όπως το θέτει το πρωτόδικο δικαστήριο, «οι βασικές θέσεις του Μ.Ε. ως προς το θέμα των εντολών εκφράστηκαν με γενικόλογες και στερεότυπες φράσεις χωρίς αυτός να είναι σε θέση να αναφέρει σε οποιαδήποτε περίπτωση οτιδήποτε συγκεκριμένο περί του αν πράγματι δόθηκε ποτέ κάποια εντολή.» Αντιγνωμία σε σχέση με αυτή την περιγραφή δεν διατυπώθηκε. Υποστηρίζουν όμως οι εφεσείοντες πως υπήρχαν έγγραφα που ενίσχυαν την εκδοχή της παροχής εντολών και πως, στη βάση τους, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η μαρτυρία του εφεσιβλήτου και να θεωρηθεί πως, κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, είχαν δοθεί από αυτόν οι απαραίτητες εντολές. Πολύ περισσότερο θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η μαρτυρία του εφεσιβλήτου αφού και ως προς το ζήτημα του ισχυρισμού του για σύναψη της συμφωνίας μετά από ψευδείς παραστάσεις και άλλα, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως δεν είπε την αλήθεια. Οπότε, δεν θα έπρεπε, όπως έκαμε, να τον πιστέψει για τα άλλα, μάλιστα απλώς επειδή, όπως το έθεσε, «παρακολουθώντας τον εναγόμενο στο εδώλιο είμαι πεπεισμένος πως γενικά υπήρξε αξιόπιστος και ειλικρινής μάρτυρας». Χωρίς, δηλαδή, συσχετισμό, οφειλόμενο κατά τη νομολογία, προς τα «υπόλοιπα στοιχεία της δίκης». Σ’ αυτό το πλαίσιο, μέσα από τους έξι επάλληλους λόγους έφεσης, συζήτησε σειρά εγγράφων που κατατέθηκαν και από τα οποία, όπως εισηγούνται, θα έπρεπε να προκύψει το συμπέρασμα πως αν ο εφεσίβλητος «δεν είχε δώσει εντολές για αγορά μετοχών έπρεπε να είχε διαμαρτυρηθεί, πλην όμως δεν το έπραξε». Χωρίς να ήταν αναγκαίο, για να θεωρηθεί ότι απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, να αποδείξει πως η κάθε μια από τις πράξεις ήταν το αποτέλεσμα εντολών του εφεσιβλήτου.

Κατ’ αρχάς το ζήτημα των ψευδών παραστάσεων και των άλλων ήταν θεματολογικά ασύνδετο, αφ’ εαυτού, προς το ζήτημα των εντολών το οποίο, στο πλαίσιο της αντιδικίας, εκτιμήθηκε ως αυτοτελές. Εν πάση περιπτώσει, συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε πως φυσιολογικά οι εφεσείοντες εκφράστηκαν με θετικό τρόπο για το Σχέδιο τους κατά τη διάρκεια παραδεκτής πα[*1653]ρουσίασης του σε ταβέρνα στο Λυθροδόντα από τον Α. Παπαπαρασκευά. Δεν δέχτηκε, όμως, πως από αυτή την παρουσίαση δικαιολογείτο να θεωρηθεί ότι έγιναν ψευδείς παραστάσεις ή ασκήθηκαν πιέσεις όσο και αν προέκυπτε πως ο εφεσίβλητος «αντιλήφθηκε με λάθος τρόπο το επίδικο Σχέδιο» σχηματίζοντας την εντύπωση για επερχόμενη άνοδο του Χ.Α.Κ..

Περαιτέρω, δεν είναι ορθό πως το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε την αξιοπιστία απλώς στη βάση της υποκειμενικής εντύπωσης που σχημάτισε για τον εφεσίβλητο, χωρίς αναφορά και συσχετισμό προς τη μαρτυρία. Πρωτοδίκως οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν αριθμό εγγράφων μεγαλύτερο από εκείνο που τώρα επικαλούνται. Πρέπει να τα δούμε και εκείνα γιατί η κρίση ως προς αυτά διασυνδέεται προς την απόφαση αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσιβλήτου. Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων πως απέστελλαν στον εφεσίβλητο εβδομαδιαίες ή μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού. Προς απόδειξη του προσάχθηκε μόνο η γενικόλογη και αόριστη μαρτυρία του Παπαπαρασκευά και το Δικαστήριο έκρινε πως ήταν παράλογο να στέλλονται τέτοιες καταστάσεις «χωρίς έστω μια συνοδευτική επιστολή ή κυρίως χωρίς τη φύλαξη ενός αντιγράφου». Αποδέχτηκε συνεπώς τη μαρτυρία του εφεσίβλητου πως ουδέποτε πριν την αγωγή είχε δει τέτοια κατάσταση. Τα ίδια και σε σχέση με 42 πινακίδια συναλλαγών που αφορούσαν 21 αγορές και 21 πωλήσεις που περιλήφθηκαν στο λογαριασμό του εφεσιβλήτου. Αυτά όμως παρουσίαζαν ως παραλήπτες τους ίδιους τους χρηματιστές. Αναφέρεται σ’ αυτά «c/o Papamichael Savvas» αλλά πουθενά δεν αναφέρεται διεύθυνσή του. Αντιθέτως αυτά στέλλονταν στην ταχυδρομική θυρίδα των ίδιων των εφεσειόντων. Ενόψει και αυτών, λοιπόν, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη συναφή εξ ακοής μαρτυρία του Παπαπαρασκευά και δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου πως ουδέποτε παρέλαβε οποιαδήποτε πινακίδια συναλλαγών. Παρόμοιο ήταν και το κατά πόσο μαζί με την επιστολή, τεκμήριο 13, την οποία ο εφεσίβλητος παραδεχόταν ότι παρέλαβε, του είχε σταλεί, επισυνημμένη σ’ αυτή, «κατάσταση χαρτοφυλακίου». Ο ίδιος ο Παπαπαρασκευάς δεν είχε αναφερθεί σχετικά στη γραπτή του κατάθεση. Αναφέρθηκε στην προφορική του μαρτυρία αλλά, και πάλιν όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπάρχει αναφορά για τέτοιο επισυνημμμένο στην ίδια την επιστολή, δηλαδή το τεκμήριο 13, αντίθετα από ό,τι γινόταν σε άλλες περιπτώσεις τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο εξειδικεύει. Είναι λοιπόν σ’ αυτά, και γενικά της εικόνας, με αναφορά στο σύνολο της σχετικής μαρτυρίας που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όπως και πριν τον ισχυρισμό του Παπαπαρασκευά και αποδέ[*1654]χθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου πως δεν είχε παραλάβει ή δει τις καταστάσεις που τώρα παρουσιάζονταν ως επισυνημμένες στο τεκμήριο 13.

Ως προς τις υπόλοιπες τώρα 11 επιστολές τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλούνταν όπως και το χειρόγραφο τεκμήριο 19 που περιείχε εξουσιοδότηση για την εξάσκηση πέντε χιλιάδων δικαιωμάτων αγοράς: Ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε τη λήψη τους αλλά δεν προέκυπτε από αυτές πως πράγματι είχε δώσει εντολές ή ότι είχε εκ των υστέρων εγκρίνει. Περαιτέρω, ειδικά ως προς το τεκμήριο 19, δέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο πως ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες που του υπαγόρευσαν τηλεφωνικώς το κείμενό του πείθοντάς τον πως ήταν προς όφελός του. Όσο και αν θα αναμενόταν να αντιδράσει ο εφεσίβλητος, αυτά δεν συνιστούσαν θετική μαρτυρία για τις εντολές. Τούτου δοθέντος, όπως εκτίμησε το πρωτόδικο δικαστήριο, το θέμα κατέληξε να εξαρτάται από την αξιοπιστία του Παπαπαρασκευά και του εφεσιβλήτου.

Δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του Παπαπαρασκευά. Εξειδίκευσε τις γενικόλογες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε με παραπομπή σε πωλήσεις μέσω των χρηματιστών, χωρίς αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο και χωρίς, εν τέλει, οι εφεσείοντες να έχουν καλέσει τέτοιο χρηματιστή ως μάρτυρα. Συσχετίζοντας δε τη μαρτυρία του προς τα επιχειρήματα, επισήμανε πως το ότι από αυτά προέκυπτε αγορά ή πώληση μετοχών, δεν σήμαινε πως αυτές έγιναν με εντολές του εφεσιβλήτου. Υπέδειξε συναφώς ότι «οι τελευταίες 13 πωλήσεις που έγιναν στις 4.7.03, οι οποίες παρότι είναι παραδεκτό πως έγιναν από τους ίδιους τους ενάγοντες (μετά τον τερματισμό του ‘λογαριασμού’), εν τούτοις στο τεκμήριο 6 δηλώνεται ότι έγιναν από τον εναγόμενο με τη φράση ’sold by customer’, πράγμα που βεβαίως, δεν ευσταθεί».

Αντιθέτως αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου ακριβώς σε συσχετισμό προς το σύνολο της μαρτυρίας. Προέκυπτε, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, ότι έδωσε αρχικώς κάποιες εντολές αλλά ήταν και βέβαιο πως έγιναν πράξεις χωρίς εντολές.  Με το μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε δεν ήταν δυνατό να διευκρινιστεί περαιτέρω το θέμα και να θεωρηθεί πως αποδείχθηκε η αξίωση που προϋπέθετε εντολές για τις πράξεις που έγιναν. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στη βαρύτητα που θα έπρεπε να είχαν τα έγγραφα που ήταν δεκτό ότι παρέλαβε ο εφεσίβλητος, χωρίς όμως αναφορά και στις συναφείς επισημάνσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο ως προς αυτά όσο και ως προς τα άλλα που δεν δέχτηκε ότι στάληκαν στον εφεσίβλητο, που ήταν και αυτά στοιχεία σχετι[*1655]κά προς την αξιοπιστία. Ομοίως οι εφεσείοντες, αμφισβητώντας την ορθότητα της απόρριψης της μαρτυρίας του Παπαπαρασκευά, αναφέρθηκαν και πάλιν στα ίδια έγγραφα και δεν αναφέρθηκαν στις ιδιαίτερες παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τους λόγους, ειδικά κατά περίπτωση αλλά και γενικά, για τους οποίους δεν μπορούσε να δεχθεί τη μαρτυρία του.

Είναι πάγιο πως η αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έχουμε εξετάσει όλα τα δεδομένα και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται λόγος για παρέμβασή μας. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο