Χατζηρούσος Νίνος Α., υπό την ιδιότητά του ως παραλήπτης της Εταιρείας Y. Liasides Developers Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1703

(2011) 1 ΑΑΔ 1703

[*1703]6 Οκτωβρίου, 2011

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΝΟΥ Α. ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Y. LIASIDES DEVELOPERS LTD),

ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΣΜΟΥΣ Δ.16, Θ.9, Δ.20, Θ.1 ΚΑΙ Δ.57, Θ.2, Δ.33, Θ.6 ΚΑΙ 10,

Δ.48, ΘΘ.1-7. Δ.64, ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60

ΑΡΘΡΟ 22, ΣΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113,

ΑΡΘΡΑ 202, 209, 210, 211 (ΣΤ), 213, 214 (1&2), 334-344

ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΘΕΣΜΟΥΣ “COMPANIES RULES”,

Θ.1, 2, 3, 4 ΚΑΙ 5,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6

ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Y. LIASIDES DEVELOPERS LTD, ΜΕ ΑΡ. 20/2009,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

Δ.Ι. ΚΙΤΣΙΟΥ ΓΙΑ ΜΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ

ΑΙΤ. 20/2009 ΣΤΟ Ε.Δ. ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 30/06/2011.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 116/2011)

 

[*1704]Προνομιακά εντάλματα Prohibition ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος prohibition ― Βρίσκονταν σε εξέλιξη άλλες διαδικασίες και δεν είχε καταδειχθεί εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογούσε τη διεκδίκηση προνομιακών ενταλμάτων ενόψει της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας εναντίον της απορριπτικής απόφασης σε αίτηση αναστολής αίτησης διάλυσης εταιρείας.

Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από το να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ’ υπέρβαση της, ή κατά τρόπο που η διαδικασία που ακολουθείται να είναι ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Συνδυάζεται συνήθως και με το προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, εφόσον το τελευταίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το πρώτο απαγορεύει στο Δικαστήριο που έχει υπερβεί δικαιοδοσία, από το να τη συνεχίσει.

Προνομιακά εντάλματα ― Η πάροδος  μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας ― Aίτηση για προνομιακό ένταλμα καταχωρείται εντός της προθεσμίας τριών μηνών.

Εταιρείες ― Διορισμός παραλήπτη δυνάμει εγγράφου εκτός Δικαστηρίου ― Θεωρείται αντιπρόσωπος των κατόχων των ομολόγων και αυτοί ως αντιπροσωπευόμενοι είναι οι υπεύθυνοι για τις ενέργειες αυτού ― Δεν έχει ωστόσο το συνήθη ρόλο στη σχέση «principal-agent» ― Με το διορισμό παραλήπτη αυτός λαμβάνει υπό τον έλεγχο του τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, οι δε εξουσίες της εταιρείας και των διευθυντών της να ενεργούν σε σχέση με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο που καλύπτει το ομόλογο σταματούν, χωρίς όμως να επηρεάζεται η νομική ύπαρξη και οντότητα της εταιρείας.

Ο αιτητής ήταν ο παραλήπτης - διαχειριστής εταιρείας, ιδιότητα που απέκτησε μετά το διορισμό του από Τραπεζικό Οργανισμό, δυνάμει τριών ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης και διορίστηκε ύστερα από την καταχώρηση από πιστωτές, αίτησης διάλυσης της εταιρείας.

Ακολούθησαν διάφορες περιπλοκές οι οποίες αφορούσαν σε διαδικασίες που ακολούθησε ο διαχειριστής, με αποτέλεσμα την καταχώρηση από τον τελευταίο, αίτησης αναστολής της αίτησης διάλυσης η οποία είχε απορριπτική κατάληξη και εναντίον της καταχωρήθηκε έφεση.

[*1705]Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση κλήσεως για έκδοση εντάλματος prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν στο Επαρχιακό Δικαστήριο από το να προχωρήσει να εκδικάσει την αίτηση διάλυσης ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες σε αυτήν.

Προς το σκοπό έγκρισης της αίτησης υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:

α)    Ο παραλήπτης-διαχειριστής αποστερήθηκε της δυνατότητας να εμφανιστεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία της αίτησης διάλυσης.

β)    Λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα μπορούσε να ενστεί στην αίτηση διάλυσης εκ μέρους της εταιρείας και ότι  τέτοιο δικαίωμα έχουν μόνο οι πιστωτές, οι συνεισφορείς ή η εταιρεία και συνεπεία τούτου παραβιάστηκε και το δικαίωμα του να καταχωρήσει την αίτηση αναστολής.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν διαπιστώθηκε λόγος παροχής άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος prohibition. Ο ίδιος ο αιτητής στην ουσία απέκλεισε τον εαυτό του από την επιδίωξη της λήψης άδειας ενόψει του ότι καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης με την οποία απερρίφθη η αίτηση για αναστολή.

2. Δεν μπορούσε να γινόταν πλασματικός διαχωρισμός της θεματολογίας που κάλυπτε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ώστε μέρος της να ήταν εφέσιμο, ενώ το υπόλοιπο να υπόκειτο σε προνομιακό ένταλμα.

3. Υπήρχε σε εκκρεμότητα η αίτηση παρακοής εναντίον του διευθυντή και του γραμματέα της εταιρείας για την άρνηση τους να παραδώσουν τα στοιχεία που ο παραλήπτης-διαχειριστής χρειαζόταν σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου και εκκρεμούσε διαδικασία  αίτησης παύσης του παραλήπτη-διαχειριστή.

4. Ενδεχόμενη εναντίον του παραλήπτη - διαχειριστή επίλυσή της, θα καθιστούσε και τη δική του αίτηση για αναστολή της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, άνευ αντικειμένου.

5. Η ίδια η αίτηση διάλυσης ήταν ορισμένη για οδηγίες και σε εκείνη την ημερομηνία θα μπορούσαν να τεθούν σφαιρικά τα διάφορα εκκρεμούντα ζητήματα ώστε να διδόταν και χρόνος παράδοσης των σχετικών στοιχείων.

[*1706]6.    Δεν διαπιστωνόταν να υπήρχε καν συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η δυνατότητα του παραλήπτη-διαχειριστή δεν επεκτεινόταν στην αμφισβήτηση της αίτησης διάλυσης εκ μέρους της ίδιας της εταιρείας, διότι αυτό θα σήμαινε την υπερκάλυψη των εξουσιών των ιδίων των διευθυντών να ενστούν στη διάλυση της εταιρείας τους.

7. Το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε τα εγερθέντα ζητήματα εντός της δικαιοδοσίας του και χωρίς να την υπερβεί. Αν η απόφασή του ήταν λανθασμένη, αυτό θα κρινόταν κατά την έφεση.

8. Ο παραλήπτης-διαχειριστής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία που προνοείται από το Άρθρο 337(1) του Κεφ. 113, επιδιώκοντας την έκδοση οδηγιών από το Δικαστήριο σε θέματα που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων του.

9. Δεν είχε καταδειχθεί εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογούσε τη διεκδίκηση προνομιακών ενταλμάτων ενόψει της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας δηλαδή της ασκηθείσας έφεσης εναντίον της απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως αναστολής.

10.   Η απόρριψη της  αίτησης δικαιολογείτο και λόγω της επιδειχθείσας καθυστέρησης στην καταχώρησή της.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 464,

Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298,

Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965,

Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,

Μικρού (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 609,

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 853,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

[*1707]R. v. Electricity Commisioners [1924] 1 K.B.D. 204,

Gomba Holdings Uk Ltd v. Homan [1986] 3 All E.R. 94,

Moss Steamship Co. v. Whinney [1912] A.C. 254,

Bank of New Zealand v. Essington Developments Ptd Ltd [1991] 5 ACSR 86,

In Re Thames Freightlines Ltd [1981] NZCLC 98,

Newhart Developments Ltd v. Co-op Commercial Bank Ltd [1978] 2 All E.R. 896,

Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2017,

R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273.

Aίτηση.

Φρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αιτήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (δικαιοδοσία εταιρειών), από του να προχωρήσει να εκδικάσει και να αποφασίσει την αίτηση υπ’ αρ. 20/09 και ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης.

Ο αιτητής υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση υπό την ιδιότητα του ως παραλήπτης-διαχειριστής της εταιρείας Y. Liasides Developers Limited, (εφεξής «η εταιρεία»), ιδιότητα που απέκτησε μετά το διορισμό του από την Alpha Bank Cyprus Ltd (εφεξής «η τράπεζα»), δυνάμει τριών ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης. Ως παραλήπτης-διαχειριστής της εταιρείας διορίστηκε στις 26.11.2009, μετά την καταχώρηση στις 24.2.2009 της υπ’ αρ. αίτησης 20/09 από τους πιστωτές Ν. Βρυώνης & Υιοί Υδραυλικές Εγκαταστάσεις Λίμιτεδ, προς διάλυση της εταιρείας. Ως αναφέρεται στην έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, η αίτηση διάλυσης ορίστηκε για οδηγίες σε τέσσερεις διαφορετικές ημερομηνίες και εν τέλει για ακρόαση στις 9.2.2010, με δικαίωμα καταχώρησης ένστασης.

[*1708]Δημιουργήθηκαν περιπλοκές ως εξής: Ο παραλήπτης-διαχειριστής απέστειλε καθηκόντως δυνάμει του Αρθρου 340(1)(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ειδοποίηση στο διευθυντή και γραμματέα της εταιρείας ώστε να του παρασχεθούν οι σχετικές λεπτομέρειες των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της για να αποκτήσει πλήρη γνώση των δεδομένων της. Λόγω της άρνησης του διευθυντή και του γραμματέα να υποβάλουν σ’ αυτόν τα σχετικά στοιχεία, ο ίδιος αναγκάστηκε να καταχωρήσει την αίτηση υπ’ αρ. 120/09 στις 18.12.2009, αιτούμενος την έκδοση διατάγματος με το οποίο να υποχρεώνονταν οι εν λόγω αξιωματούχοι της εταιρείας να ετοιμάσουν και υποβάλουν έκθεση δυνάμει του Αρθρου 341 του Κεφ. 113. Προηγήθηκε η καταχώρηση της υπ’ αρ. αίτησης 114/09 ημερ. 3.12.2009 από την εταιρεία και αριθμό πιστωτών αυτής, με την οποία αξιώνεται η ακύρωση του διορισμού του ως παραλήπτη-διαχειριστή. Στη συνέχεια το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε στις 28.1.2011, διάταγμα στην υπ’ αρ. 120/09 αίτηση με το οποίο ο διευθυντής και ο γραμματέας διατάσσονταν να παραδώσουν τη σχετική έκθεση ενεργητικού και παθητικού. Λόγω της μη συμμόρφωσης των ατόμων αυτών με το εν λόγω διάταγμα, καταχωρήθηκε αίτηση παρακοής ημερ. 3.8.2011, η οποία εκκρεμεί.

Λόγω των υποχρεώσεων, ευθυνών, καθηκόντων, αλλά και δικαιωμάτων που έχει ως παραλήπτης-διαχειριστής να προστατεύσει τα δικαιώματα της εταιρείας, αλλά και της τράπεζας αποφεύγοντας ταυτόχρονα τον επηρεασμό των δικαιωμάτων των υπολοίπων πιστωτών, μεταξύ των οποίων και η εταιρεία, αναγκάστηκε, ενόψει του ότι δεν είχε τα απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες από το διευθυντή και γραμματέα της εταιρείας, να καταχωρήσει στις 15.1.2010, αίτηση αναστολής της αιτήσεως διάλυσης της εταιρείας ώστε να προστατεύσει και να διαφυλάξει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της υπό διαχείριση εταιρείας. Η αίτηση για αναστολή εκδικάστηκε με αποτέλεσμα το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να εκδώσει στις 30.6.2011 ενδιάμεση απόφαση απορριπτική του αιτήματός του. Εναντίον αυτής της απόφασης κατεχωρήθη έφεση στις 14.7.2011.

Κατά τον αιτητή, η παροχή άδειας για καταχώρηση κλήσεως για έκδοση prohibition είναι αναγκαία διότι ο παραλήπτης-διαχειριστής αποστερήθηκε της δυνατότητας να εμφανιστεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία της αίτησης διάλυσης, του Δικαστηρίου αποφασίζοντας λανθασμένα ότι δεν θα μπορούσε να ενστεί στην ίδια την αίτηση διάλυσης εκ μέρους της εταιρείας, εναντίον της οποίας εκκρεμεί αίτηση εκκαθάρισης. Συναφώς, παραβιάστηκε και το δικαίωμα του να καταχωρήσει την αίτηση αναστολής εφόσον, κατά το Δικαστήριο, τέτοιο δικαίωμα έχουν μόνο οι πιστωτές, οι συνει[*1709]σφορείς ή η εταιρεία και όχι ο παραλήπτης-διαχειριστής.

Ο κ. Χατζηχάννας αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη του δικαιώματος του παραλήπτη-διαχειριστή να λάβει τη σχετική άδεια, εγκατέλειψε για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας διάφορα άλλα κατ’ ισχυρισμόν νομικά σφάλματα που διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ότι λανθασμένα ανέλαβε δικαιοδοσία κατά παράβαση του Αρθρου 209 του Κεφ. 113 και ότι η ένσταση στην αίτηση αναστολής αναφερόταν σε γεγονότα που δεν προέκυπταν από το φάκελο της διαδικασίας και προερχόταν από πιστωτές που δεν είχαν έννομο συμφέρον να ενστούν. Αυτά, ως ανέφερε, θα αποτελέσουν το αντικείμενο της έφεσης που καταχωρήθηκε. Διαχώρισε τα παρόντα θέματα ως χρήζοντα εξέτασης λόγω του γεγονότος ότι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ζητήματα προς εξέταση κατά την έφεση, αλλά και διότι δεν υπάρχει άλλο εναλλακτικό ένδικο μέσο εφόσον η έφεση θα εξετάσει την ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ το προνομιακό ένταλμα prohibition αποσκοπεί στην παρεμπόδιση προώθησης μιας εντελώς παράνομης και παράτυπης διαδικασίας εφόσον το Δικαστήριο υπερέβη το νόμο και παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.  Περαιτέρω, η Δ.35, θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν προσφέρεται ως βάση για αίτημα αναστολής της πρωτόδικης διαδικασίας εφόσον, κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναστολή χωρεί μόνο σε σχέση με εκτέλεση απόφασης και όχι με την εξέλιξη της συνέχισης της πορείας της υπόθεσης.

Όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 464). Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Tζεννάρο Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η [*1710]ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας (δέστε Μικρού (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 609).

Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ’ εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ’ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

Ειδικά για το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition, το οποίο επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, εξηγείται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» στο Κεφ. 5. σελ. 216-218, ότι το prohibition εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από του να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ’ υπέρβαση της, ώστε να μην συνεχίζονται δικαστικές διαδικασίες καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά τρόπο που η διαδικασία που ακολουθείται είναι ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην παρ. 5.05, σελ. 218, ότι το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition δεν προσφέρεται για την ακύρωση διαταγής κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά έχει βασικό σκοπό να «...... εμποδίσει τα κατώτερα Δικαστήρια να ενεργούν εκτός των πλαισίων της δικαιοδοσίας τους ή κατά παράβαση των νόμων της χώρας.».

Το prohibition συνδυάζεται συνήθως και με το προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, εφόσον το τελευταίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το πρώτο απαγορεύει στο Δικαστήριο που έχει υπερβεί δικαιοδοσία, από του να τη συνεχίσει. Δεν χωρεί βέβαια εναντίον τελεσίδικης απόφασης ούτε εναντίον νομοθετικής αρχής ή σώματος (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law, 5η έκδ., σελ. 540-541). Όπως εξηγήθηκε από τον Atkin L.J. στην υπόθεση R. v. Electricity Commisioners [1924] 1 K.B.D. 204, και τα δύο αυτά προνομιακά εντάλματα έλκουν την καταγωγή τους από τα βάθη του χρόνου και σχετίζονται στην ουσία με την υπέρβαση της  δικαιοδοσίας των κατωτέρων Δικαστηρίων. Το prohibition  απαγορεύει τη συνέχιση της διαδικασίας, (επί ποινή περιφρόνησης), ενώ το certiorari σκοπεί στη μεταφορά του πρακτικού και της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στο ανώτερο Δικαστήριο, για να εξετα[*1711]στεί η νομιμότητα αυτών και εν ανάγκη, να ακυρωθούν.

Δεν διαπιστώνεται λόγος παροχής άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος prohibition. Ο ίδιος ο αιτητής στην ουσία απέκλεισε τον εαυτό του από την επιδίωξη της λήψης άδειας ενόψει του ότι καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης με την οποία απερρίφθη η αίτηση για αναστολή. Ο συνήγορος του αιτητή ρωτήθηκε ευθέως κατά τη συζήτηση της αίτησης κατά πόσο η έφεση υφίσταται, με την απάντηση να είναι καταφατική και με την πρόσθετη δήλωση ότι αυτή θα προωθηθεί. Αναγνώρισε επομένως ο αιτητής την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου και δεν μπορεί να γίνεται πλασματικός διαχωρισμός της θεματολογίας που καλύπτει η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ώστε μέρος της να είναι εφέσιμο, ενώ το υπόλοιπο να υπόκειται σε προνομιακό ένταλμα.  Αν υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας, ως ο ισχυρισμός του αιτητή, αυτή διατρέχει ολόκληρη την απόφαση και όχι μέρος της.  Για τους λόγους που θα εξηγηθούν όμως στη συνέχεια, δεν διαπιστώνεται εν πάση περιπτώσει τέτοια υπέρβαση δικαιοδοσίας.

Όπως υποδείχθηκε πρόσθετα στο συνήγορο κατά την ακρόαση, όχι μόνο εδώ ο αιτητής έχει στα χέρια του το όπλο της έφεσης για να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση, αλλά προωθεί ή και υπάρχουν παράλληλα και άλλα ένδικα μέσα που στοχεύουν κατ’ ουσία στην επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Κατ’ αρχάς, υπάρχει σε εκκρεμότητα η αίτηση παρακοής εναντίον του διευθυντή και του γραμματέα της εταιρείας στην άρνηση τους να παραδώσουν τα στοιχεία που ο παραλήπτης-διαχειριστής χρειάζεται σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση) που εκδόθηκε στις 28.1.2011. Η αίτηση παρακοής ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 23.9.2011, χωρίς να υπάρξει πληροφόρηση από το συνήγορο ως προς την εξέλιξη της. Επομένως μπορεί να θεωρηθεί ότι η αίτηση έχει πάρει τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με αποτέλεσμα, εάν δοθούν τελικώς τα στοιχεία, ο παραλήπτης-διαχειριστής να μπορεί να έχει στα χέρια του όλα τα δεδομένα που χρειάζεται.  Κατά δεύτερο λόγο, εκκρεμεί η διαδικασία της αίτησης παύσης του παραλήπτη-διαχειριστή, η οποία ως αναφέρεται στην παρ. 22 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, είναι ήδη ορισμένη για ακρόαση στις 7.11.2011. Ο αιτητής την εκλαμβάνει ως παντελώς ανυπόστατη, πλην όμως η ενδεχόμενη εναντίον του επίλυση της, θα καταστήσει και τη δική του αίτηση για αναστολή της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, άνευ αντικειμένου. Τρίτον, η ίδια η αίτηση διάλυσης είναι ορισμένη για οδηγίες, ως συνάγεται από την παρ. 9 της πιο πάνω ένορκης δήλωσης, στις 21.10.2011. Κατ’ αυτή την ημερομηνία θα μπορούν να τεθούν σφαιρικά τα διάφορα εκκρεμούντα ζητήμα[*1712]τα ώστε να δοθεί και χρόνος παράδοσης των σχετικών στοιχείων. Τα πιο πάνω αναφέρονται χωρίς να παρίσταται εδώ η ανάγκη να συζητηθεί η ορθότητα της θέσης του συνηγόρου ότι δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τις διατάξεις της Δ.35, θ.18.

Όσον αφορά την ίδια την ουσία της αίτησης για λήψη άδειας, δεν διαπιστώνεται να υπάρχει καν συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση, διότι παρόλο που δεν καταχωρήθηκαν τα ίδια τα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης ώστε να διαπιστωθεί εξ αυτών η επακριβής εμβέλεια του ρόλου του αιτητή στην υπό εξέταση αίτηση, εντούτοις ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του όχι μόνο ως παραλήπτη («receiver»), (ως φαίνεται στον τίτλο της καταχωρηθείσας αίτησης), αλλά και ως διαχειριστή («manager») (παρ. (α) όνομα και περιγραφή της ιδιότητας του και παρ. Γ(α) της Έκθεσης και παρ. 1, 11, 12, 15, 26 και 27 της ένορκης δήλωσης). Παρόλο που δεν προσφέρεται η επίδικη αίτηση για μια σε βάθος ανάλυση επί των εξουσιών του παραλήπτη–διαχειριστή, μπορεί να λεχθεί ότι σύμφωνα με τα συγγράμματα Pennington: Company Law, 3η έκδ., σελ. 427 και 435 και Ranking & Spicer’ s Company Law, 11η έκδ., σελ. 219, ένας παραλήπτης ο οποίος διορίζεται δυνάμει εγγράφου εκτός Δικαστηρίου θεωρείται αντιπρόσωπος («agent») των κατόχων των ομολόγων και κατά συνέπεια αυτοί ως αντιπροσωπευόμενοι («principals») είναι και οι υπεύθυνοι για τις ενέργειες αυτού.  Ο ρόλος του παραλήπτη-διαχειριστή, όπως υποδεικνύει ο Pennington στη σελ. 427, δεν έχει το συνήθη ρόλο που είναι γνωστός στη σχέση «principal-agent», όπως δε αναφέρεται επί λέξει:

«But such a receiver does not owe the duties of a real agent to the company, and so the company cannot give him instructions as to the way he shall exercise his powers and he is not liable in damages to the company for exercising them negligently.»

Όπως υπέδειξε επίσης η απόφαση στη Gomba Holdings Uk Ltd v. Homan [1986] 3 All E.R. 94:

«Although nominally the agent of the company, his primary duty is to realise the assets in the interests of the debenture holder and his powers of management are really ancillary to that duty.»

Τα πιο πάνω είναι σύμφωνα και με τη γενικότερη αρχή ότι με το διορισμό παραλήπτη αυτός λαμβάνει υπό τον έλεγχο του τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, οι δε εξουσίες της εταιρείας και των διευθυντών της να ενεργούν σε σχέση με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο που καλύπτει το ομόλογο σταματούν, χωρίς [*1713]όμως να επηρεάζεται η νομική ύπαρξη και οντότητα της εταιρείας.  (Moss Steamship Co. v. Whinney [1912] A.C. 254). Βέβαια, εάν το ομόλογο καλύπτει στην ουσία ολόκληρη ή το πλείστο μέρος της περιουσίας της εταιρείας, τότε οι διευθυντές της εταιρείας ουσιαστικά δεν ελέγχουν την εμπορική δραστηριότητά της.

Πέραν των πιο πάνω, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απορρίπτοντας την αίτηση αναστολής αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του Derek French: “Applications to Wind up Companies”, 2η έκδ., σελ. 270, σε σχέση με τα καθήκοντα του παραλήπτη μιας εταιρείας. Παραμένει υπό αμφισβήτηση κατά πόσο σε αίτηση διάλυσης της εταιρείας αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της ίδιας της εταιρείας ή τα συμφέροντα των πιστωτών που διόρισαν τον παραλήπτη. Γίνεται αναφορά σε δύο αποφάσεις τις οποίες χρησιμοποίησε το Δικαστήριο, τις Bank of New Zealand v. Essington Developments Ptd Ltd [1991] 5 ACSR 86 και In Re Thames Freightlines Ltd [1981] NZCLC 98, 112, από τις δικαιοδοσίες της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας αντίστοιχα, όπου εξετάστηκε η εξουσία παραληπτών υπό τέτοιες συνθήκες.

Φαίνεται ότι η δυνατότητα του παραλήπτη-διαχειριστή δεν επεκτείνεται στην αμφισβήτηση της αίτησης διάλυσης εκ μέρους της ίδιας της εταιρείας, διότι αυτό θα σήμαινε την υπερκάλυψη των εξουσιών των ιδίων των διευθυντών να ενστούν στη διάλυση της εταιρείας τους. Παρουσιάζεται δε ότι σε περίπτωση που ο παραλήπτης επιθυμεί να αμφισβητήσει την αίτηση διάλυσης της εταιρείας, εκείνος που πρέπει να το πράξει είναι ο πιστωτής που τον διόρισε και όχι ο ίδιος ο παραλήπτης. Στη δεύτερη των πιο πάνω υποθέσεων παρατηρήθηκε μάλιστα ότι ένας παραλήπτης ο οποίος εμφανίζεται προς αμφισβήτηση της αίτησης διάλυσης χωρίς να έχει προς τούτο εκ του νόμου εξουσία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είτε αντιπροσωπεύει τον πιστωτή που τον διόρισε ή ότι ενεργεί ο ίδιος ως πιστωτής για τα έξοδα της εκκαθάρισης της εταιρείας, («receivership»).

Τα πιο πάνω πρέπει λοιπόν να ιδωθούν υπό το φως της πραγματικής υπόστασης του παραλήπτη-διαχειριστή που πρωτίστως επιδιώκει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών που τον διόρισαν, (δέστε Brenda Hannigan: Company Law, σελ. 732-733). Οι διευθυντές διατηρούν κατάλοιπο εξουσίας που περιλαμβάνει και τη δυνατότητα να εγείρουν αγωγή εναντίον των κατόχων ομολόγων που διόρισαν τον παραλήπτη-διαχειριστή (Newhart Developments Ltd v. Co-op Commercial Bank Ltd [1978] 2 All E.R. 896).

[*1714]Απορρέει από τα πιο πάνω, ότι το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε τα εγερθέντα ζητήματα εντός της δικαιοδοσίας του και χωρίς να την υπερβεί. Αν η απόφαση του ήταν λανθασμένη, αυτό θα κριθεί κατά την έφεση.

Πρόσθετα, ο παραλήπτης-διαχειριστής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία που προνοείται από το Αρθρο 337(1) του Κεφ. 113, επιδιώκοντας την έκδοση οδηγιών από το Δικαστήριο σε θέματα που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων του (Brenda Hannigan: Company Law – ανωτέρω – σελ. 734). Η δυνατότητα αυτή θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως πρόσθετο ένδικο μέσο προς επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Η θέση και απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αιτηθεί των οδηγιών του Δικαστηρίου κάτω από το Αρθρο 337(1) του Κεφ. 113, διότι δεν προέκυπτε ζήτημα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ήταν στην ουσία obiter, εφόσον η επιδιωχθείσα αίτηση ενώπιον του από τον αιτητή δεν έθεσε το θέμα πάνω σ’ αυτή τη βάση.  Η αίτηση βασίστηκε γενικώς και αορίστως στα Αρθρα 334-344 του Κεφ. 113, χωρίς στο σώμα της να ζητούντο οδηγίες. Η δε άλλη θέση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν είναι συνεισφορέας ή πιστωτής ή η ίδια η εταιρεία στη βάση του Αρθρου 215, (αντίστοιχο του s. 226 του Companies, Act 1948), είναι προφανώς λανθασμένη διότι την σύμμειξε με την ενώπιον του αίτηση αναστολής εφόσον το εν λόγω άρθρο αφορά την αναστολή αγωγών ή άλλων διαδικασιών που εκκρεμούν εναντίον της εταιρείας ενόψει αίτησης διάλυσης της, και όχι βέβαια την ίδια την αίτηση διάλυσης, (δέστε Palmer’s Company Law 21η έκδ., σελ. 797 και Pennington´s Company Law, 4η έκδ., σελ. 701). Αυτό όμως ελέγχεται κατ’ έφεση, δεν αποτελούσε το κύριο έρεισμα της απόφασης του και δεν είναι και το βασικό υπόβαθρο της υπό κρίση αίτησης.

Υπενθυμίζεται ότι η παρούσα αίτηση αφορά προνομιακό ένταλμα, ήτοι, εξέταση της νομιμότητας της απόφασης και όχι της ορθότητάς της.

Στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση σε προσομοιάζουσες με την παρούσα υπόθεση συνθήκες. Είχε εκδοθεί διάταγμα διάλυσης της αιτήτριας εταιρείας αφού είχε προηγηθεί απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως για αναστολή της διαδικασίας διάλυσης. Η αίτηση απερρίφθη ενόψει του γεγονότος ότι δεν είχε καταδειχθεί εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί τη διεκδίκηση προνομιακών ενταλμάτων ενόψει της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας δηλαδή της ασκηθείσας έφεσης εναντίον της απορριπτι[*1715]κής απόφασης επί της αιτήσεως αναστολής.

Η απόρριψη της παρούσας αίτησης δικαιολογείται επίσης και λόγω της επιδειχθείσας καθυστέρησης στην καταχώρηση της. Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 30.6.2011, η δε παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε μόλις στις 29.9.2011. Επιχειρείται βέβαια στις παρ. 45-47 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, εξήγηση της καθυστέρησης που εντοπίζεται στην διαπίστωση λίγες ημέρες πριν την υποβολή της υπό κρίση αίτησης ότι δεν χωρεί καταχώρηση αίτησης για αναστολή της διαδικασίας βάσει της Δ.35, θ.18, ενώ λόγω και των διακοπών του καλοκαιριού και των γεγονότων στο Μαρί, οι εργασίες του δικηγορικού γραφείου που εμφανίζεται για τον αιτητή αποσυντονίστηκαν ώστε να δόθηκε τελικώς προτεραιότητα σε άλλες υποθέσεις που ήταν καθυστερημένες, της παρούσας μη θεωρουμένης επείγουσας.

Υποδεικνύεται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70, παρ. 2.40-2.42, με αναφορά και στην R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273, ότι έστω και αν η αίτηση για προνομιακό ένταλμα καταχωρείται εντός της προθεσμίας (αρχικά έξι μήνες και αργότερα τρεις κατά τα λαμβανόμενα στην Αγγλία), αυτή υπόκειται στον γενικότερο κανόνα ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Κρίνεται ότι υπό τις περιστάσεις υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση με αποτέλεσμα να αφήνονται οι διάφορες διαδικασίες στο κατώτερο Δικαστήριο να προχωρούν ταυτόχρονα με αποτέλεσμα να συμπιέζεται ο χρόνος επίλυσής τους.

Πριν την κατάληξη, είναι οφειλόμενο να λεχθεί ότι παρατηρείται μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην πορεία της αίτησης διάλυσης, η οποία καταχωρηθείσα στις 24.2.2009, ακόμη εκκρεμεί 2½ χρόνια μετά. Ακολουθήθηκε μια τεθλασμένη πορεία, ενώ η υπόθεση περιπλέχθηκε από άλλες συναφείς ή παρεμπίπτουσες διαδικασίες, η επίλυση των οποίων επίσης καθυστέρησε ή ακόμη καθυστερεί. Aποτελεί χρέος του Δικαστηρίου να δώσει την αναγκαία  προτεραιότητα στις εκκρεμούσες διαδικασίες ώστε η διαφορά να έχει σύντομη κατάληξη με τη διάγνωση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο