Thomas Liobay Developments Ltd και Άλλοι ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1749

(2011) 1 ΑΑΔ 1749

[*1749]18 Οκτωβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.     THOMAS LIOBAY DEVELOPMENTS LTD.,

2.     ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΘΩΜΑ,

3.     ΛΟΪΖΟΣ Γ. ΘΩΜΑ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/4/2010:

1.     THOMAS LIOBAY DEVELOPMENTS LTD.,

2.     ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΘΩΜΑ,

3.     ΛΟΪΖΟΣ Γ. ΘΩΜΑ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 170/2007)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση Ενοικιαγοράς ― Ισχυρισμοί περί εικονικότητας  της σύμβασης ― Η ύπαρξη των εμπορευμάτων απέκλεισε την εφαρμογή νομολογίας κατά την οποία αποφασίστηκε εικονικότητα λόγω ανυπαρξίας  εμπορευμάτων.

Συμβάσεις ― Παρανομία σύμβασης ― Ο περί Τόκου Νόμος αρ. 2/79 που καταργήθηκε με το Νόμο αρ. 160(Ι)/99 από την 1.1.01 ― Απόρριψη εισήγησης περί παρανομίας λόγω υπέρβασης του ανωτάτου ορίου επιτοκίου που ήταν τότε 9% με βάση τις πρόνοιες του Νόμου ― Δεν είχε εφαρμογή αφού επρόκειτο περί συμφωνίας ενοικιαγοράς στην οποία [*1750]επιβάλλονταν «δικαιώματα» και όχι συμφωνία δανείου όπου επιβάλλετο «τόκος» μέσα στην έννοια της καταργηθείσας προαναφερθείσας νομοθεσίας.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Δεκτότητα μαρτυρίας με τη μορφή όμοιων γεγονότων ― Συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ― Η άσκηση της διέπεται ουσιαστικά από τις ίδιες αρχές τόσο στις ποινικές όσο και στις πολιτικές υποθέσεις, αν και στην περίπτωση των ποινικών υποθέσεων τα δικαστήρια είναι πιο φειδωλά στη δεκτότητα μιας τέτοιας μαρτυρίας ― Στις πολιτικές υποθέσεις τείνουν να αποδέχονται μια τέτοια μαρτυρία, μεταξύ άλλων όταν αυτή κρίνεται λογικά σχετική για σκοπούς επίλυσης του επίδικου θέματος, νοουμένου όμως ότι θα είναι εύλογα πειστική και δεν θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας επιπλέον δύσκολης και αμφισβητούμενης αντιδικίας του ίδιου ακριβώς είδους όπως εκείνης με την οποία το δικαστήριο είναι αντιμέτωπο.

Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν με αγωγή τους, ποσό των Λ.Κ.185.630,56, πλέον τόκους, επικαλούμενοι παράβαση όρων συμφωνίας ενοικιαγοράς, την εγκυρότητα της οποίας οι εφεσείοντες, αμφισβήτησαν ισχυριζόμενοι εικονικότητα και  παράνομη δανειοδότηση.

Η χρηματοδότηση ήταν ύψους Λ.Κ.300.000 και χορηγήθηκε στην εφεσείουσα 1 με τις εγγυήσεις και υποθήκη ακινήτου από τους εφεσείοντες 2 και 3, διευθυντών της εφεσείουσας 1.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης η εφεσείουσα 1 καθυστερούσε την καταβολή ενοικίων, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να τερματίσουν τη συμφωνία και να απαιτήσουν το πιο πάνω ποσό, όπως και την επιστροφή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, εκποίηση της υποθήκης και συναφείς θεραπείες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο σε απόφαση και ότι η ανταπαίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Πρόσθετα, διέταξε την επιστροφή στους εφεσιβλήτους των αντικειμένων που είχαν παραχωρηθεί δυνάμει της επίδικης ενοικιαγοράς και την διά δημόσιου πλειστηριασμού πώληση τους για σκοπούς εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους των εφεσειόντων.

Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητήθηκε με 19 συνολικά λόγους έφεσης με τους οποίους υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α)    Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η επί[*1751]δικη ενοικιαγορά ήταν γνήσια και πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς και όχι ψεύτικη, συγκεκαλυμμένη συμφωνία δανειοδότησης.

β)    Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς δεν παραβίαζε είτε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, είτε τις σχετικές με το επιτρεπόμενο τότε ανώτατο όριο επιτοκίου πρόνοιες, του περί Τόκου Νόμου 2/79.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το γεγονός ότι το θέμα της εικονικότητας προσεγγίστηκε πρωτόδικα ως να μην είχε παρέμβει στην επίδικη συναλλαγή έμπορας, δεν είχε, επενεργήσει αρνητικά με οποιοδήποτε τρόπο στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

2. Η δοθείσα αιτιολογία δεν ήταν ασαφής και αόριστη, αλλά δόθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Δεν διαπιστώνονταν λόγοι που θα δικαιολογούσαν επέμβαση, είτε στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της ενώπιον του μαρτυρίας, είτε στα συμπεράσματα στα οποία  κατέληξε ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης.

3. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά  δεν επέτρεψε την κατάθεση  μαρτυρίας που περιελάμβανε έγγραφα αγνώστου περιεχομένου. Το αίτημα χαρακτηριζόταν από αοριστία, εν πάση δε περιπτώσει, δεν επιτρεπόταν η κατάθεση ως τεκμηρίων «συλλήβδην εγγράφων» και μάλιστα αγνώστου περιεχομένου. Το γεγονός ότι ενδεχομένως το περιεχόμενο του φακέλου να ήταν σχετικό με την υπόθεση, δεν καθιστούσε, την εν λόγω μαρτυρία είτε ουσιώδη είτε αποδεκτή.

4. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά απέρριψε και με βάση τις νομολογημένες αρχές την εισαγωγή μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων βασιζομένης επί παρομοίων γεγονότων (similar facts evidence). Οι λόγοι της απόρριψης εκτίθενται με σαφήνεια και αιτιολογούνται επαρκώς με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία.

5. Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στο περιεχόμενο των ενώπιον του κατατεθέντων εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με τις κατατεθέντες εγκυκλίους «τέθηκαν κάποιοι περιορισμοί στα ανώτατα επιτρεπόμενα πιστωτικά όρια για κάθε τράπεζα και τυχόν υπέρβασή τους δεν ισοδυναμούσε με παρανομία αλλά συνεπαγόταν κυρώσεις εναντίον της τράπεζας με αποκοπή τόκων στους οποίους εδικαιούτο από την Κεντρική Τράπεζα.

[*1752]6.    Ορθά επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έστω και αν εκληφθεί ότι κάποιες από τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας απαγόρευαν την παραχώρηση πιστώσεων για αγορά μετοχών, και πάλι δεν δικαιολογείτο το συμπέρασμα ότι η επίδικη συναλλαγή παραβίαζε την απαγόρευση, και αυτό επειδή η επίδικη συναλλαγή προηγείτο χρονικά των εν λόγω εγκυκλίων.

7. Αναφορικά με τη θέση των εφεσειόντων περί παρανομίας της σύμβασης λόγω υπέρβασης του ανωτάτου ορίου επιτοκίου που ήταν τότε 9% με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου αρ. 2/79 που καταργήθηκε με το Νόμο αρ. 60(Ι)/99 από την 1.1.01, αυτή δεν είχε εφαρμογή αφού επρόκειτο περί συμφωνίας ενοικιαγοράς στην οποία επιβάλλονταν «δικαιώματα» και όχι συμφωνία δανείου όπου επιβάλλεται «τόκος» μέσα στην έννοια της καταργηθείσας προαναφερθείσας νομοθεσίας. Εξ’ άλλου και αν εκαταστρατηγείτο η τότε ισχύουσα νομοθεσία ως προς το ανώτατο επιτόκιο, αυτό το γεγονός δεν θα καθιστούσε την σύμβαση παράνομη, παρά μόνο δεν θα επέτρεπε την χρέωση και είσπραξη του καθ' υπέρβαση τόκου.

8. Η νομολογία που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες δεν είχε εφαρμογή καθ’ ότι στην παρούσα περίπτωση στην οποία τα εμπορεύματα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, ήταν υπαρκτά.

9. Η υιοθέτηση των θέσεων των εφεσιβλήτων οδηγούσε αναπόφευκτα και στην επικύρωση της πρωτόδικης κρίσης για απόρριψη της  ανταπαίτησης.

Η έφεση απερρίφθη με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 781,

Τ.J.S. Enterprises Ltd. κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 108,

Barclays Bank Plc κ.ά. v. J.G.L. (Constructions) Ltd. κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432,

Olds Discount Co. Ltd. v. John Playfair Ltd. [1938] 3 All E.R. 275,

[*1753]O΄Brien v. Chief Constable of South Wales Police [2005] UKHL 26, ημερομηνίας 28/4/2005 / [2005] 2 All E.R. 931,

Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 261,

Κύπρος Αντωνίου & Υιός Λτδ. κ.ά. v. Του Πλοίου “Springwood”  (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 440.,

Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 530,

Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299,

Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 768,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kληρίδης, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 369/2001), ημερομ. 31.5.2007.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή τους, την οποία καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, οι εφεσίβλητοι, χρηματοδοτικός οργανισμός, αξίωναν από τους εφεσείοντες το ποσό των Λ.Κ.185.630,56, πλέον τόκους, επικαλούμενοι παράβαση όρων συμφωνίας ενοικιαγοράς, την εγκυρότητα της οποίας οι εφεσείοντες, αμφισβήτησαν έντονα, ισχυριζόμενοι εικονικότητα και παράλληλα παράνομη δανειοδότηση.

Η επίδικη συμφωνία υπεγράφη στις 4/10/99 και αφορούσε ενοικίαση με δικαίωμα αγοράς επίπλωσης και άλλου ξενοδοχειακού εξοπλισμού στην εφεσείουσα 1, ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευ[*1754]θύνης, ιδιοκτήτρια, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ξενοδοχειακών διαμερισμάτων στο Παραλίμνι, γνωστών ως Laromme Hotel Apartments. Λεπτομερής περιγραφή της επίπλωσης και του εξοπλισμού δίδεται στην έκθεση απαίτησης.

Η χρηματοδότηση ήταν ύψους Λ.Κ.300.000 και χορηγήθηκε στην εφεσείουσα 1 με τις εγγυήσεις και υποθήκη ακινήτου από τους εφεσείοντες 2 και 3, διευθυντών της εφεσείουσας 1.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης η εφεσείουσα 1 καθυστερούσε την καταβολή ενοικίων, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να τερματίσουν τη συμφωνία και να απαιτήσουν το πιο πάνω ποσό, όπως και την επιστροφή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, εκποίηση της υποθήκης και συναφείς θεραπείες.

Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας των αξιώσεων, όπως αυτές προκύπτουν από την έκθεση απαίτησης, θα πρέπει να λεχθεί επίσης ότι οι εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που η συμφωνία ενοικιαγοράς ήθελε αποδειχθεί άκυρη, αξίωναν ποσό Λ.Κ.162.703,20, πλέον μόνιμο τόκο «ως υποκατάσταση και/ή αποζημίωση για ποσό που οι εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) από κοινού και/ή κεχωρισμένα έχουν προσπορισθεί άνευ χρηματικής αιτίας και/ή ως όφελος που έχουν προσπορισθεί από άκυρη σύμβαση και/ή άλλως πως». Το εν λόγω ποσό προκύπτει ως υπόλοιπο μετά την αφαίρεση από το ποσό των Λ.Κ.300.000 του ποσού των Λ.Κ.137.296,80 που οι εφεσείοντες είχαν κατά καιρούς συνολικά καταβάλει έναντι. Το ίδιο ποσό οι εφεσίβλητοι αξιώνουν και διαζευκτικά ως «money had and received», το οποίο οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, να αποκαταστήσουν, αποζημιώνοντας έτσι τους εφεσιβλήτους.

Στην πολυσέλιδη υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες εγείρουν πληθώρα ισχυρισμών, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η θέση ότι η επίδικη συμφωνία δεν αποτελεί έγκυρη, εφαρμόσιμη και/ή πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς. Οι λόγοι που επικαλούνται συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση. Τους παραθέτουμε αυτούσιους:

“1.     Επειδή οι ενάγοντες δεν ήσαν ή κατέστησαν ποτέ ιδιοκτήτες των αντικειμένων ή συμφώνησαν να τα ενοικιάσουν προς την εναγομένη 1.

 2. Επειδή ο σκοπός της σύναψης της συμφωνίας ήταν η χρηματοδότηση της εναγομένης 1 για την αγορά αξιών στο Χ.Α.Κ..

[*1755] 3.   Επειδή η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική αφού οι συμβαλλόμενοι ουδέποτε είχαν την πρόθεση και βούληση να καταρτίσουν πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς.

 4. Επειδή η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη αφού αντίκειται προς τη δημόσια πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και σκοπούσε στην χρέωση τόκων με επιτόκιο που υπερέβαινε το υπό το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο όριο.”

Με ανταπαίτησή τους οι εφεσείοντες διεκδικούσαν αριθμό δηλωτικής φύσεως θεραπειών, με τις οποίες επιδιώκετο η αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης συμφωνίας και παράλληλα η έκδοση διατάγματος ακύρωσής της.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μεν τους εφεσιβλήτους κατέθεσαν δύο μάρτυρες, για δε τους εφεσείοντες, δώδεκα.

Η μαρτυρία των Ε. Μεσιντζή, υπεύθυνου στο Τμήμα Παρακολούθησης Λογαριασμών και Συμβολαίων και Διαχείρισης Επισφαλών Λογαριασμών, των εφεσιβλήτων, στη Λάρνακα, και Ν. Σοφοκλέους, διευθυντή του γραφείου των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, αντίστοιχα, κυλά πάνω στις ίδιες ουσιαστικά γραμμές. Τις συνοψίζουμε:

Το Σεπτέμβρη του 1999 οι εφεσείοντες επισκέφθηκαν το κατάστημα των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα και ζήτησαν χρηματοδότηση ύψους Λ.Κ.300.000 προς κάλυψη των αναγκών τους. Τους διευκρινίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν περιουσία τους με ανάλογες εξασφαλίσεις. Επειδή η εφεσείουσα 1 ήταν ιδιοκτήτρια των τουριστικών διαμερισμάτων Laromme Hotel Apartments, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν την πώληση πρώτα στους εφεσιβλήτους της επίπλωσης και του εξοπλισμού του τουριστικού συγκροτήματος του οποίου η εφεσείουσα 1 ήταν ιδιοκτήτρια, και στη συνέχεια την απόκτηση του από την εφεσείουσα 1, δυνάμει ενοικιαγοράς, εισήγηση την οποία οι εφεσίβλητοι αποδέχτηκαν.

Ακολούθως οι εφεσείοντες, αφού ετοίμασαν κατάλογο των προσφερόμενων αντικειμένων, τον υπέβαλαν στους εφεσιβλήτους. Οι τελευταίοι, επειδή γνώριζαν τους εφεσείοντες και ήταν ενήμεροι του γεγονότος ότι αυτοί ήταν φερέγγυοι και αξιόχρεοι, καθώς επίσης και ότι διέθεταν επαρκή για σκοπούς εξασφαλίσεων υποθηκών, ακίνητη περιουσία, προέβησαν στην υλοποίηση της εισήγησης των εφεσειόντων, χωρίς να προβούν σε έλεγχο των αντικειμένων.

[*1756]Επειδή οι εφεσείοντες παρέβησαν τη συμφωνία ενοικιαγοράς με το να καθυστερούν τις δόσεις τους, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να παρουσιάζει υπόλοιπο Λ.Κ.185.630,56, ποσό στο οποίο περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα ενοικιαγοράς, οι εφεσίβλητοι κατάγγειλαν τη συμφωνία και προσέφυγαν στο δικαστήριο.

Ο λόγος για τον οποίο οι εφεσίβλητοι απαίτησαν πρόσφατες εξασφαλίσεις με τη μορφή υποθήκης ακίνητης ιδιοκτησίας ήταν γιατί, κρίνοντας εκ πείρας, οι εφεσίβλητοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συνολική αξία των αντικειμένων δεν ήταν ικανοποιητική για εξασφάλιση της οφειλής.

Το ποσό της χρηματοδότησης δόθηκε στους εφεσείοντες οι οποίοι ήταν ελεύθεροι να το χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν.

Η εκδοχή των εφεσειόντων, στην ουσία τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου από τους εφεσείοντες 2 και 3 (Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3, αντίστοιχα), των οποίων η μαρτυρία στα ουσιώδη της σημεία, συμπίπτει.

Κεντρικό άξονα της εκδοχής των εφεσειόντων συνιστά η θέση ότι τα αντικείμενα που χρηματοδοτήθηκαν ήταν μεν υπαρκτά και οι υπογραφείσες δηλώσεις πραγματικές, η επίδικη συναλλαγή όμως ήταν εικονική εφόσον η αξία των αντικειμένων δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί χρηματοδότηση του ύψους αυτής που τους χορηγήθηκε, όπως και η θέση ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συναλλαγής ότι το ποσό θα χρησιμοποιείτο από τους εφεσείοντες για σκοπούς επενδύσεων σε χρηματιστηριακές αξίες. Συνοψίζουμε τη μαρτυρία των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3.

Κατά τη διάρκεια της υστερίας το 1999 για επένδυση στο Χ.Α.Κ., οι εφεσείοντες 2 και 3 αποτάθηκαν στη Λαϊκή Τράπεζα για δανειοδότηση ύψους Λ.Κ.300.000 με σκοπό την αγορά μετοχών. Η Λαϊκή Τράπεζα επειδή αντιμετώπιζε, όπως τους λέχθηκε, προβλήματα ρευστότητας και υφίστατο τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας, αφού πρώτα προέβη σε εκτίμηση της αξίας της ακίνητης περιουσίας που οι εφεσείοντες ήταν πρόθυμοι να υποθηκεύσουν για σκοπούς εξασφάλισης του δανείου και ικανοποιήθηκε αναφορικά με το θέμα των προτιθέμενων εξασφαλίσεων, τους παρέπεμψε για τη δανειοδότηση στους εφεσιβλήτους με τους οποίους είχε, όπως τους λέχθηκε, συνεννοηθεί.

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από τους εφεσείοντες να ετοιμάσουν και να υποβάλουν κατάλογο με τα προτιθέμενα για σκοπούς χρηματοδότησης αντικείμενα, πράγμα το οποίοι οι εφεσίβλητοι έπραξαν. Δε[*1757]δομένου ότι η χρηματοδότηση θα εξασφαλιζόταν με υποθήκη, τους λέχθηκε επίσης ότι το γεγονός ότι η αξία των προτιθέμενων για χρηματοδότηση αντικειμένων ήταν χαμηλότερη του ποσού της χρηματοδότησης δεν ενοχλούσε τους εφεσιβλήτους.

Μαζί με τον κατάλογο των αντικειμένων, οι εφεσείοντες εφοδίασαν τους εφεσιβλήτους και με λευκά επιστολόχαρτα με την επωνυμία των τουριστικών διαμερισμάτων της εφεσείουσας 1. Στα εν λόγω επιστολόχαρτα οι εφεσίβλητοι δακτυλογράφησαν έγγραφα περιλαμβανομένου και τιμολογίου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς της επίδικης συναλλαγής. Τα εν λόγω έγγραφα οι εφεσείοντες υπέγραψαν μετά την εγγραφή της υποθήκης.

Το ύψος της χρηματοδότησης ήταν μεν Λ.Κ.300.000, το ποσό όμως που στην πραγματικότητα τους χορηγήθηκε για σκοπούς επένδυσης στο Χ.Α.Κ. ήταν Λ.Κ.280.000. Το υπόλοιπο, με απαίτηση των εφεσιβλήτων, χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς αποπληρωμής καθυστερημένων δόσεων σε άλλα συμβόλαια.

Το ποσό που τους χορηγήθηκε για σκοπούς επένδυσης, κατατέθηκε με οδηγίες των εφεσιβλήτων σε επενδυτικό λογαριασμό που ανοίχθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα, καθότι οι επενδύσεις των εφεσειόντων 2 και 3 στο Χ.Α.Κ. θα διεξάγονταν μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής.

Αν και δεν διαφωνούσαν με τον τρόπο που διατέθηκαν τα χρήματα της χρηματοδότησης, οι εφεσείοντες αρνούντο να εξοφλήσουν το αξιούμενο ποσό, γιατί τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., πράγμα το οποίοι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν, γιατί οι τιμές των μετοχών έπεσαν με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να καταστραφούν οικονομικά και τέλος γιατί ο δικηγόρος τους, τους συμβούλευσε να μην πληρώσουν.

Σε πτυχές της υπόλοιπης προφορικής μαρτυρίας που δόθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας, όπως και στο περιεχόμενο των εγγράφων – τεκμηρίων, θα κάμουμε, εάν και εφόσον βέβαια το απαιτήσουν οι ανάγκες της παρούσας απόφασης μας, σε κατοπινό στάδιο στα πλαίσια εξέτασης των λόγων έφεσης.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αρχικά προσδιόρισε τα επίδικα θέματα, που όπως ο ίδιος διαπίστωσε από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων θα έπρεπε να διαγνωσθούν με την απόφασή του, ως εξής:

1. Ποια είναι η πραγματική φύση της επίδικης σύμβασης.

[*1758]2.    Κατά πόσο η επίδικη σύμβαση ήταν εικονική και ψεύτικη.

3. Κατά πόσο η επίδικη σύμβαση είναι παράνομη επειδή αντιβαίνει προς τη νομοθεσία, τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας ή τη δημόσια πολιτική.

Στη συνέχεια, με αναφορά σε νομολογία (Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 781, Τ.J.S. Enterprises Ltd. κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 108, Barclays Bank Plc κ.ά. v. J.G.L. (Constructions) Ltd. κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432), σκιαγράφησε το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα επίδικα θέματα θα πρέπει να εξεταστούν. Ακολούθως ασχολήθηκε με την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και την ενώπιον του μαρτυρία, την οποία αφού ανέλυσε οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο σε απόφαση, ενώ η ανταπαίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Συνακόλουθα, έκδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για Λ.Κ.185.630,56, πλέον τόκους προς 9% ετησίως, επί των καθυστερημένων δόσεων (λεπτομέρειες παρατίθενται στην έκθεση απαίτησης), πλέον έξοδα, ενώ απέρριψε την ανταπαίτηση με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Πρόσθετα, διέταξε την επιστροφή στους εφεσιβλήτους των αντικειμένων που είχαν παραχωρηθεί δυνάμει της επίδικης ενοικιαγοράς και της διά δημόσιου πλειστηριασμού πώλησης τους για σκοπούς εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους των εφεσειόντων.

Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητείται με 19 συνολικά λόγους έφεσης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων στρέφεται εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η επίδικη ενοικιαγορά είναι γνήσια και πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς και όχι ψεύτικη, συγκεκαλυμμένη συμφωνία δανειοδότησης. Τα πυρά της έφεσης στρέφονται επίσης και εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς δεν παραβιάζει είτε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, είτε τις σχετικές με το επιτρεπόμενο τότε ανώτατο όριο επιτοκίου πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου 2/79, σύμφωνα με τις οποίες το εν λόγω επιτόκιο καθοριζόταν στο 9% ετησίως. Δύο από τους λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα αντίστοιχων ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήματα της υπεράσπισης για να γίνει δεκτή μαρτυρία, ενώ με το 19ο και τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση.

[*1759]Λόγοι έφεσης που στοχεύουν στην ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη ενοικιαγορά δεν είναι εικονική αλλά γνήσια και πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς.

Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως εξής:

“Επομένως, το μόνο ερώτημα που πρέπει να εξετασθεί έγκειται στο κατά πόσο η επίδικη συναλλαγή ήταν μια πραγματική σύμβαση ενοικιαγοράς ή αντίθετα μια ψεύτικη συμφωνία συγκεκαλυμμένης δανειοδότησης.

Έχω παραθέσει προηγουμένως τις βασικές νομολογιακές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα. Με βάση εκείνες τις αρχές, αδυνατώ πραγματικά να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι η επίδικη συναλλαγή ενοικιαγοράς ήταν είτε στους τύπους είτε στην ουσία πλασματική και ψεύτικη. Και τα αντικείμενα στα οποία η σύμβαση αναφερόταν ήταν υπαρκτά με βάση στοιχεία τα οποία έδωσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι ότι τους ανήκαν και πλήρης ταύτιση βούλησης ως προς τη φύση και το αντικείμενο της συναλλαγής ενυπήρχε μεταξύ των συμβαλλομένων. Δεν έχω αμφιβολία βέβαια ότι οι εναγόμενοι χρησιμοποίησαν εκείνη τη μέθοδο χρηματοδότησης υστερόβουλα και με τη γνώση των εναγόντων, για να επιτύχουν την εξασφάλιση χρημάτων που ήταν ο πρώτος και ο απώτερος σκοπός τους. Όμως για την κατάρτιση και την υλοποίηση της συναλλαγής τηρήθησαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες που προβλέπονταν από τη σχετική νομοθεσία και καμιά αρχή του περί Συμβάσεων νόμου είχε παραβιασθεί. Και τα αντικείμενα ήσαν υπαρκτά και κάποιας σημαντικής αξίας. Το εάν η ενάγουσα για να αποδεχθεί να χρηματοδοτήσει τη συναλλαγή με ποσό που δεν βεβαιώθηκε πως ήταν τουλάχιστο ισάξιο της αξίας των αντικειμένων που αγόραζε, δεν είναι γεγονός το οποίο μιαίνει τη συναλλαγή ούτε αλλοιώνει τη φύση της το ότι για εξασφάλιση της καταβολής των ενοικίων η ενάγουσα ζήτησε και πήρε περαιτέρω εξασφαλίσεις. Οι δε επαχθείς όροι της συναλλαγής, όπως τους αποκαλούν οι εναγόμενοι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα συνήθη δικαιώματα τα οποία χρεώνονται σε ενοικιαγορές και τα οποία χωρίς κανένα αθέμιτο εξαναγκασμό ευχαρίστως φαίνεται να είχαν αποδεχθεί οι εναγόμενοι. Όλα αυτά καταδεικνύουν την σύμπτωση βούλησης των συμβαλλομένων να αξιοποιήσουν τις παρεχόμενες από τη νομοθεσία διαδικασίες σαν εναλλακτικές της δανειοδότησης λύσεις. Και δεν μπορεί αργότερα ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος επωφελήθηκε από αυτή τη σύμπραξη να επικαλείται παρανομία και πλασματικότητα για να μη επιστρέψει τα χρήματα που πήρε και χρησιμοποίησε επειδή οι οικονομικοί του σχεδιασμοί απέτυ[*1760]χαν. Άλλη μπορεί να ήταν η περίπτωση εάν τα υπό ενοικιαγορά τεθέντα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα ή τελείως ευτελούς αξίας.

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποτε να ενεργούν οργανισμοί χρηματοδότησης και τη λεπτή διαφορά μεταξύ δανείου και ενοικιαγοράς πολύ χρήσιμο είναι πιστεύω το ακόλουθο απόσπασμα από την Αγγλική απόφαση Olds Discount Co. Ltd. v. John Playfair Ltd. [1938] 3 All E.R. 275, at p. 281.

“... On the other hand, the defendants say that in fact there was no such sale at all that this so-called sale was merely a sham, and that this transaction was merely a method of borrowing money by Messrs Brights from the plaintiffs, and that therefore, the plaintiffs were moneylenders, and, not being registered as such, they cannot recover the money. There is something to be said for that argument, but what one has to remember – and I think that this might be said of almost all bodies which finance hire-purchase agreements (and they are very numerous at the present time) – is that their real function is the lending of money and it must necessarily be so. Although that may be the object and the intention for which they exist, the question is not with what object they employ their money, but the method they have of employing it. If the method employed constitutes a sale, then the transaction is not only the lending of the money but also a purchase of the goods, even although it is only for the purpose of lending money that it is being done in that way. Therefore it seems to me that the question to be decided in this case is whether the plaintiffs have succeeded, by means of the form they adopted, in making a real, though technical, purchase of the goods, or whether they have merely had a security on the goods, the goods always remaining the property of Messrs Bright’s Furniture Depositories, and never having passed to Messrs Olds Discount Co. Ltd. ....”

Όπως πολύ σωστά εντοπίζεται στην πιο πάνω απόφαση, εάν η μέθοδος που ακολουθήθηκε από χρηματοδοτικό οργανισμό συνιστά πώληση, τότε η συναλλαγή δεν αποτελείται μόνο από το δανεισμό χρημάτων αλλά και την αγορά αντικειμένων, έστω και αν ο μόνος σκοπός για τον οποίο η συναλλαγή έγινε κατ’ εκείνο τον τρόπο δεν ήταν άλλος παρά ο δανεισμός χρημάτων. Ακόμα δηλαδή και αν οι συμβαλλόμενοι τεχνηέντως χρησιμοποίησαν τη μέθοδο ενοικιαγοράς για να επιτύχουν το σκοπό τους, που δεν είναι άλλος παρά η χρηματοδότηση, δεν επηρεάζεται η φύση της συναλλαγής ενόσω σ’ αυτήν εμπλέκεται και συμφωνηθείσα αγορά υπαρκτών αντικειμένων.”

[*1761]Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του κ. Μαθηκολώνη έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι ιδιοκτήτρια του ξενοδοχειακού συγκροτήματος Laromme Hotel Apartments, στα διαμερίσματα του οποίου ήταν εγκατεστημένος ο εξοπλισμός, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, και συνακόλουθα αυτού του ίδιου του εξοπλισμού, ήταν η εφεσείουσα 1. Το συγκεκριμένο σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρινόμενο, σύμφωνα με τον κ. Μαθηκολώνη, μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του καθήκοντος του να καταλήξει σε ευρήματα και συμπεράσματα μετά από αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας καθότι «ήταν αδύνατο για το πρωτόδικο δικαστήριο να είχε εξετάσει ορθά το ζήτημα της ύπαρξης γνήσιας πώλησης και γνήσιας αγοράς των αντικειμένων, ενόσω τελούσε κάτω από την πιο πάνω ουσιώδη πλάνη».

Διεξήλθαμε την πρωτόδικη απόφαση και ιδιαίτερα τα αποσπάσματα στα οποία μας έχει παραπέμψει ο κ. Μαθηκολώνης. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε εντοπίσει την ύπαρξη ρητής προς τούτο διαπίστωσης από το πρωτόδικο δικαστήριο. Στις σελίδες της απόφασης στις οποίες μας έχει παραπέμψει ο κ. Μαθηκολώνης, έχουμε όντως εντοπίσει αναφορές σε ιδιοκτησία και κατοχή των αντικειμένων από τους εφεσείοντες 1, οι αναφορές όμως αυτές γίνονται είτε στα πλαίσια παράθεσης των δικογραφημένων ισχυρισμών των εφεσιβλήτων, είτε στα πλαίσια παράθεσης της μαρτυρίας.

Έχουμε όμως εντοπίσει διαπίστωση από πλευράς του πρωτόδικου δικαστηρίου, άρρηκτα, οφείλουμε να πούμε, συνυφασμένη με το θέμα που εξετάζουμε, την οποία να σημειωθεί έχουν εντοπίσει και σχολιάσει και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρενεβλήθη στη συναλλαγή ενοικιαγοράς έμπορος ο οποίος πώλησε τα αντικείμενα στους εφεσιβλήτους. Σ’ αυτό το στάδιο θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για εσφαλμένη διαπίστωση καθότι αντίκειται σε μαρτυρία η οποία μάλιστα δεν αμφισβητείται (βλ. επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς). Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, από αυτή την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση (βλ. απόσπασμα πιο πάνω), προκύπτει αβίαστα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προσήγγισε την κύρια και βασική θέση της υπεράσπισης ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική, θεωρώντας, εσφαλμένα όπως έχουμε επισημάνει, την ανυπαρξία εμπόρου - προμηθευτή των επίδικων αντικειμένων, ως πραγματικό γεγονός.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση έναυσμα για την εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, έδωσε η πλευρά των εφεσειόντων η οποία εισηγήθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι η [*1762]ανυπαρξία εμπόρου καθάπτεται της εγκυρότητας της επίδικης συμφωνίας και συνηγορεί υπέρ της διάγνωσης εικονικότητας της συναλλαγής. Την υποβολή όμως της εν λόγω εισήγησης πρωτόδικα, αρνείται η πλευρά των εφεσειόντων, ο συνήγορος της οποίας μας ανέφερε ότι ουδέποτε η υπεράσπιση υπέβαλε τέτοια εισήγηση. Το κατά πόσο υπεβλήθη ή όχι από την υπεράσπιση η εισήγηση που της καταλογίζεται με την απόφαση, δεν θα μας απασχολήσει εφόσον το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η πατρότητα της εν λόγω εισήγησης, αλλά το κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο έτυχε, ενόψει της εν λόγω διαπίστωσης, εσφαλμένης καθοδήγησης έτσι ώστε η σχετική με την αξιολόγηση της μαρτυρίας κρίση του, να καθίσταται τρωτή και το εγειρόμενο από την υπεράσπιση ζήτημα της εικονικότητας να μην έτυχε της νομικά ορθής προσέγγισης, με αποτέλεσμα η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί γνησιότητας της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς να καθίσταται ακροσφαλής.

Για τους πιο κάτω λόγους η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στη συγκεκριμένη εσφαλμένη διαπίστωσή του, στα πλαίσια συζήτησης και σχολιασμού της εισήγησης που αποδίδει στην υπεράσπιση και παράθεσης του νομικού πλαισίου που διέπει το θέμα που εγείρεται με την εν λόγω εισήγηση, προφανώς, και αυτό προκύπτει από αυτή την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση, για να καταδείξει το ανεδαφικό της θέσης ότι η ανυπαρξία εμπόρου καθάπτεται της εγκυρότητας της επίδικης συμφωνίας ή συνηγορεί υπέρ της διάγνωσης εικονικότητας και παράλληλα να τονίσει τη νομολογιακή θέση την οποία στη συνέχεια, πολύ ορθά κατά την άποψή μας, υιοθέτησε για σκοπούς της πρωτόδικης απόφασης και συγκεκριμένα τη θέση ότι μια σύμβαση ενοικιαγοράς δεν πρέπει υποχρεωτικά να είναι τριμερής, περιλαμβάνουσα έμπορο, χρηματοδότη και μισθωτή. Όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, το θέμα της εικονικότητας εξετάστηκε μέσα στο ορθό, εκτιμούμε, νομολογιακό πλαίσιο το οποίο ο ευπαίδευτος Πρόεδρος σκιαγράφησε με αναφορά, μεταξύ άλλων, και στο σύγγραμμα The Law of Hire Purchase, A.G. Guest, The Law of Hire Purchase 1966 para. 120-121, ως εξής:

“Όπως εκεί διευκρινίζεται, παρ’ όλον ότι οι «διευκολυντικές συναλλαγές» του τύπου «πώληση και ενοικίαση πίσω» πρέπει να αποφεύγονται από εταιρείες χρηματοδότησης, αυτό δεν σημαίνει ότι μια γνησία αγορά αντικειμένων από ένα ιδιοκτήτη συνοδευόμενη από μια γνήσια και ανεξάρτητη ενοικίαση πίσω των ίδιων αντικειμένων, αντιβαίνει τη νομοθεσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, [*1763]όπως προστίθεται, δεν έχει σημασία ότι ο ενοικιαστής στην πραγματικότητα επιθυμεί να εξασφαλίσει δάνειο, νοουμένου ότι η συναλλαγή γίνεται μέσω μιας πραγματικής πώλησης και μιας αληθινής ενοικίασης. Σχετικοί δε παράγοντες οι οποίοι συνήθως δημιουργούν υποψία στα Δικαστήρια είναι και οι ακόλουθοι:

. Το ότι ο αγοραστής τυγχάνει δανειστής χρημάτων.

. Η έκδηλη ή σημαντική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των αντικειμένων και του ποσού που παραχωρείται με την εξασφάλιση τους.

. Η ύπαρξη ασυνήθιστων όρων εναντίον του ενοικιαγοραστή.

. Η ακριβής απεικόνιση της συναλλαγής μέσα από τα καταρτισθέντα έγγραφα.”

Το γεγονός ότι το θέμα της εικονικότητας προσεγγίστηκε πρωτόδικα ως να μην είχε παρέμβη στην επίδικη συναλλαγή έμπορας, δεν έχει, κατά την εκτίμηση μας, επενεργήσει αρνητικά με οποιοδήποτε τρόπο στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Εκτιμούμε ότι η αξιολόγηση και γενικά ο χειρισμός από το πρωτόδικο δικαστήριο, του συνόλου της μαρτυρίας, γραπτής και προφορικής, είναι απόλυτα ορθός και τα συμπεράσματα στα οποία, ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, συνοδεύονται από πλήρη αιτιολογία. Συνιστά επίσης διαπίστωση μας ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν είναι ασαφής και αόριστη, αλλά δίνεται με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Δεν διαπιστώνουμε επομένως λόγους που θα δικαιολογούσαν επέμβαση μας, είτε στον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της ενώπιον του μαρτυρίας, είτε στα συμπεράσματα στα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης.

Αναφορικά με τη θέση της υπεράσπισης, σύμφωνα με την οποία η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε εύρημα ως προς την πραγματική αξία των αντικειμένων πλήττει καίρια και καθοριστικά την κρίση του αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στις σελίδες 12 και 13 της πρωτόδικης απόφασης, στις οποίες να σημειωθεί μας έχει παραπέμψει και ο κ. Μαθηκολώνης, από τις οποίες κάθε άλλο παρά προκύπτει αντιφατικότητα στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η αξία των αντικειμένων δεν ανταποκρινόταν προς το ποσό της ενοικιαγοράς, επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία των εφεσειόντων, καταλήγει στις ορθές κατά την εκτίμηση μας διαπιστώσεις, ότι από τη μαρτυρία δεν μπορεί να εξαχθεί ακριβές συμπέρασμα ως [*1764]προς την πραγματική αξία των αντικειμένων κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά μόνο το συμπέρασμα ότι η πραγματική αξία τους ήταν σημαντικά χαμηλότερη από το ποσό που δόθηκε ως αντάλλαγμα για την αγορά τους. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στις συγκεκριμένες διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αντίθετα, εκτιμούμε ότι το γεγονός ότι τα αντικείμενα ήταν υπαρκτά και κάποιας σημαντικής αξίας, ορθά αξιολογήθηκε στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας και λήφθηκε υπόψη για σκοπούς εξαγωγής συμπερασμάτων. Το εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μαρτυρά του λόγου το αληθές: «Και τα αντικείμενα ήσαν υπαρκτά και κάποιας σημαντικής αξίας. Το εάν η ενάγουσα για να αποδεχθεί να χρηματοδοτήσει τη συναλλαγή με ποσό που δεν βεβαιώθηκε πως ήταν τουλάχιστο ισάξιο της αξίας των αντικειμένων που αγόραζε, δεν είναι γεγονός το οποίο μιαίνει τη συναλλαγή ούτε αλλοιώνει τη φύση της το ότι για εξασφάλιση της καταβολής των ενοικίων η ενάγουσα ζήτησε και πήρε περαιτέρω εξασφαλίσεις».

Αναφορικά με τον αποκλεισμό συγκεκριμένης μαρτυρίας την οποία οι εφεσείοντες επιχείρησαν και δεν τους επετράπη να θέσουν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα σχετικά με το εν λόγω ζήτημα επιχειρήματα που ανέπτυξε ενώπιόν μας ο κ. Μαθηκολώνης, παρατηρούμε τα πιο κάτω.

Κατά τη διάρκεια αντεξέτασης του Μ.Ε. 1, ζητήθηκε από τον τελευταίο να καταθέσει ως τεκμήριο στο δικαστήριο ένα φάκελο με έγγραφα αγνώστου περιεχομένου, των οποίων ο μάρτυς δεν ήταν ο συντάκτης, αλλά και με τα οποία ο μάρτυς δεν είχε συνδέσει με οποιοδήποτε τρόπο τον εαυτό του. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εκτιμούμε δεν επέτρεψε την κατάθεση της προτεινόμενης μαρτυρίας. Όπως εύστοχα επισημαίνεται στην ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου, το αίτημα χαρακτηριζόταν από αοριστία, εν πάση δε περιπτώσει, δεν επιτρεπόταν η κατάθεση ως τεκμηρίων «συλλήβδην εγγράφων» και μάλιστα αγνώστου περιεχομένου. Το γεγονός ότι ενδεχομένως το περιεχόμενο του φακέλου να ήταν σχετικό με την υπόθεση, δεν καθιστούσε, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, την εν λόγω μαρτυρία είτε ουσιώδη είτε αποδεκτή.

Κατά τη διάρκεια αντεξέτασης του Μ.Ε. 2 επιχειρήθηκε η εισαγωγή μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων βασιζομένης επί παρομοίων γεγονότων (similar facts evidence). Η εν λόγω μαρτυρία αφορούσε αντίγραφα κλητηρίων ενταλμάτων σε έξι διαφορετικές αγωγές και άλλα έγγραφα περιλαμβανομένων των συμφωνιών ενοικιαγοράς που είχαν σχέση με τις εν λόγω αγωγές. Αφορούσε επίσης μαρτυρία η οποία θα τίθετο ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή [*1765]ερωτοαπαντήσεων προς το Μ.Ε. 2 και ενδεχομένως άλλους μάρτυρες, η οποία θα σχετιζόταν με τα θέματα τα οποία πραγματεύονταν τα εν λόγω έγγραφα και τα γεγονότα στα οποία αυτά έκαμναν αναφορά. Στόχος της προτεινόμενης μαρτυρίας ήταν να καταδειχθεί στο δικαστήριο ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς είχε γίνει στο πλαίσιο της τακτικής που, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ακολουθούσαν μέχρι τότε οι εφεσίβλητοι και οι αδελφές τους εταιρείες, να καταρτίζουν εικονικά συμβόλαια ενοικιαγοράς με στόχο την καταστρατήγηση της περί Τόκου Νομοθεσίας και της Δημόσιας Πολιτικής και/ή της πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας, έτσι ώστε να καθίστατο δυνατή η χρηματοδότηση των εκάστοτε πελατών τους για σκοπούς επένδυσης σε μετοχές και άλλες αξίες στο Χ.Α.Κ..

Το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμποντας σε νομολογία, κεντρικό άξονα της οποίας αποτελούσε η απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση O΄Brien v. Chief Constable of South Wales Police [2005] UKHL 26, ημερ. 28/4/2005/[2005] 2 All E.R. 931, απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων, βασικά: Γιατί το περιεχόμενο των προτεινόμενων ως μαρτυρία εγγράφων δεν συνιστούσε εξακριβωθέντα γεγονότα, γιατί με δεδομένη την οξεία αντιπαράθεση των διαδίκων σε όλες τις εκκρεμούσες αγωγές, η εξακρίβωση των γεγονότων θα ήταν χρονοβόρα με ενδεχόμενο αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της ενώπιον του διαδικασίας, γιατί τα επίδικα θέματα στην υπό εκδίκαση ενώπιον του υπόθεση θα περιπλέκονταν με ενδεχόμενο η διακρίβωσή τους να καθυστερήσει επί μακρόν και αδικαιολόγητα και τέλος γιατί η προτεινόμενη μαρτυρία ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα, όπως και μειωμένης ισχύος και αξίας, λαμβανομένου υπόψη των επιπτώσεων που θα προέκυπταν από την εισαγωγή της.

Οι αρχές που εφαρμόστηκαν στην υπόθεση O΄Brien (πιο πάνω) και γενικά η προσέγγιση του δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στην εν λόγω υπόθεση, συμπλέουν με τις αρχές που η δική μας σχετική επί του θέματος νομολογία, έχει καθιερώσει. Κατ’ αρχή θα πρέπει να λεχθεί ότι το θέμα της δεκτότητας μαρτυρίας με τη μορφή όμοιων γεγονότων, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η άσκηση της οποίας διέπεται ουσιαστικά από τις ίδιες αρχές τόσο στις ποινικές όσο και στις πολιτικές υποθέσεις, αν και στην περίπτωση των ποινικών υποθέσεων τα δικαστήρια είναι πιο φειδωλά στην άσκηση της επί του προκειμένου εξουσίας τους υπέρ της δεκτότητας μιας τέτοιας μαρτυρίας. Στις πολιτικές υποθέσεις τα δικαστήρια τείνουν να αποδέχονται μια τέτοια μαρτυρία, μεταξύ άλλων όταν αυτή κρίνεται λογικά σχετική για σκοπούς επίλυσης του επίδικου θέματος, νοουμένου όμως ότι θα είναι εύλογα πειστική και δεν θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας επιπλέον δύ[*1766]σκολης και αμφισβητούμενης αντιδικίας του ίδιου ακριβώς είδους όπως εκείνης με την οποία το δικαστήριο είναι αντιμέτωπο. Χρήσιμη αναφορά ως προς τον τρόπο που η κυπριακή νομολογία προσεγγίζει το υπό συζήτηση ζήτημα μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Bαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 261 και Κύπρος Αντωνίου & Υιός Λτδ. κ.ά. v. Tου Πλοίου “Springwood” (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 440.

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές, εκτιμούμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε την επί του προκειμένου διακριτική εξουσία του και απέρριψε την προτεινόμενη μαρτυρία. Οι λόγοι της απόρριψης εκτίθενται με σαφήνεια και αιτιολογούνται επαρκώς με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία.

Αναφορικά με τη θέση της υπεράσπισης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 4, Γ. Ιωάννου, υπαλλήλου στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου στο Τμήμα Ελέγχου Τραπεζών της Κεντρικής Τράπεζας, με αποτέλεσμα να προβεί σε εσφαλμένη αξιολόγηση της, παρατηρούμε τα εξής. Σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα, κατά το έτος 1999 είχε επιβληθεί στη Λαϊκή Τράπεζα από την Κεντρική Τράπεζα ποινή προστίμου για υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου δανεισμού. Επίσης, το 2000 είχε επιβληθεί στη Λαϊκή Τράπεζα ποινή προστίμου για παράβαση προνοιών των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με την αγορά μετοχών. Ο εν λόγω μάρτυρας παρουσίασε επίσης ετήσια στοιχεία για τις διακυμάνσεις των ποσών δανεισμού που είχαν παρασχεθεί, καθώς επίσης και τις εγκυκλίους που εκδόθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα κατά την περίοδο 1999 – 2000 προς τις εμπορικές τράπεζες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στο περιεχόμενο των ενώπιον του κατατεθέντων εγκυκλίων κατέληξε, ορθά εκτιμούμε, στο συμπέρασμα ότι με τις πιο πάνω εγκυκλίους «τέθηκαν κάποιοι περιορισμοί στα ανώτατα επιτρεπόμενα πιστωτικά όρια για κάθε τράπεζα και τυχόν υπέρβαση τους δεν ισοδυναμούσε με παρανομία αλλά συνεπαγόταν κυρώσεις εναντίον της τράπεζας με αποκοπή τόκων στους οποίους εδικαιούτο από την Κεντρική Τράπεζα. Αυτά δεν ίσχυαν για κάθε μορφής πιστώσεις που παρέχονταν από τις τράπεζες. Ειδικότερα όσον αφορούσε σε παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για απόκτηση μετοχών δεν απαγορεύθηκε μια τέτοια παροχή, παρά μόνο γενικά και αόριστα κλήθηκαν οι τράπεζες να τα περιορίσουν και να αυξάνουν το ποσοστό περιθωρίου ασφάλειας τους». Ορθά επίσης εκτιμούμε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έστω και αν εκληφθεί ότι κάποιες από τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας απαγόρευαν την παραχώρηση [*1767]πιστώσεων για αγορά μετοχών, και πάλι δεν δικαιολογείτο το συμπέρασμα ότι η επίδικη συναλλαγή παραβίαζε την απαγόρευση, και αυτό γιατί η επίδικη συναλλαγή προηγείτο χρονικά των εν λόγω εγκυκλίων και πολύ περισσότερο γιατί «εάν κάποιος μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρανόμησε παραβιάζοντας εγκυκλίους ή απαγορεύσεις της Κεντρικής Τράπεζας ή ότι καταστρατηγούσε τη δημόσια πολιτική που χαράζεται από την Κεντρική Τράπεζα, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την ίδια τη Λαϊκή Τράπεζα, η οποία όμως στην παρούσα περίπτωση, αρνήθηκε να προβεί στη σύναψη συμφωνίας δανειοδότησης, προφανώς λόγω περιορισμών στα όρια της και η οποία ούτε η ίδια ούτε ο ευρύτερος όμιλος στον οποίο ανήκει, είναι διάδικος. Εκείνος που τελικά συνήψε την επίδικη συμφωνία ήταν ο ενάγων χρηματοδοτικός οργανισμός, ο οποίος όμως δεν είναι «τράπεζα» και δεν υπόκειται στους προαναφερθέντες περιορισμούς της Κεντρικής Τράπεζας».

Αναφορικά με τη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένα ευρήματα ως προς τις εισηγήσεις των εφεσειόντων, που αναφέρονται στην παρανομία της επίδικης συναλλαγής σε σχέση με την περί Τόκου Νομοθεσία, περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στο σχετικό απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε απόλυτα και ως εκ τούτου υιοθετούμε πλήρως:

“Τα πιο πάνω ισχύουν κατ’ ανάλογο τρόπο και με τις εισηγήσεις των εναγομένων που αναφέρονται σε παρανομία λόγω υπέρβασης του ανωτάτου ορίου επιτοκίου που ήταν τότε 9% με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου αρ. 2/79 που καταργήθηκε με το Νόμο αρ. 160(Ι)/99 από την 1.1.01. Σίγουρα δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Εδώ επρόκειτο περί συμφωνίας ενοικιαγοράς στην οποία επιβάλλονται «δικαιώματα» και όχι συμφωνία δανείου όπου επιβάλλεται «τόκος» μέσα στην έννοια της καταργηθείσας προαναφερθείσας νομοθεσίας. Βλπ. Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 530. Εξ’ άλλου και αν εκαταστρατηγείτο η τότε ισχύουσα νομοθεσία ως προς το ανώτατο επιτόκιο, αυτό το γεγονός δεν θα καθιστούσε την σύμβαση παράνομη, παρά μόνο δεν θα επέτρεπε την χρέωση και είσπραξη του καθ’ υπέρβαση τόκου. Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Aρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, Τσιακλίδης v. Τραπέζης Κύπρου (2005) 1(Α) A.A.Δ. 768.

Προτού στραφούμε στο 19ο και τελευταίο λόγο έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με την πτυχή της σχετικής με την εικονικότητα της επίδικης συναλλαγής επιχειρηματολογία του κ. [*1768]Μαθηκολώνη, της οποίας κεντρικό άξονα συνιστά η απόφαση στην υπόθεση, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Χίνη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 818, στην οποία ο κ. Μαθηκολώνης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η απόφαση στην υπόθεση Χίνη δεν είχε εκδοθεί όταν δόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Αναφορικά με την ουσία της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας του κ. Μαθηκολώνη, παρατηρούμε τα εξής. Οι δύο υποθέσεις διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους ως προς τα γεγονότα. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση όπου η εκδοχή των εφεσιβλήτων κρίθηκε αξιόπιστη και αποτέλεσε τη βάση για εξαγωγή ευρημάτων/συμπερασμάτων, στην υπόθεση Χίνη τα γεγονότα που συνηγορούσαν υπέρ της εικονικότητας της συμφωνίας «βοούσαν», σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου οι οποίες και επικροτήθηκαν κατ’ έφεση. Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης Χίνη συνιστά και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση στην οποία τα εμπορεύματα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, ήταν υπαρκτά, στην υπόθεση Χίνη τα εμπορεύματα ήταν ανύπαρκτα, στοιχείο το οποίο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κατάληξη του δικαστηρίου ότι πρόκειται για εικονική συναλλαγή. Επομένως, η υπόθεση Χίνη διακρίνεται ουσιωδώς από την παρούσα υπόθεση και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Τέλος, με το 19ο και τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας την ανταπαίτηση για να διαπιστώσει ότι αυτή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις θέσεις που προβάλλονται ως υπεράσπιση στην απαίτηση, έτσι ώστε υιοθέτηση των θέσεων των εφεσιβλήτων και απόρριψη των θέσεων των εφεσειόντων, αναπόφευκτα να συνεπάγεται και απόρριψη της ανταπαίτησης. Υπό τις περιστάσεις, ορθά εκτιμούμε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχοντας ορθά αποφασίσει να κάμει δεκτές τις θέσεις των εφεσειόντων, απέρριψε την ανταπαίτηση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο