Eurocypria Airlines Ltd υπό εκκαθάριση μέσω του εκκαθαριστή της Κρις Ιακωβίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2011) 1 ΑΑΔ 1783

(2011) 1 ΑΑΔ 1783

[*1783]20 Οκτωβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

EUROCYPRIA AIRLINES LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 170/2011)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ― Ισοζύγιο της ευχέρειας ― Πότε καθίσταται ανώφελη και αλυσιτελής η ζήτηση θεραπείας με προσωρινό διάταγμα ― Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς απόδοση θεραπείας για έκδοση προσωρινού διατάγματος, το Δικαστήριο δεν ενεργεί επί ματαίω.

Διοικητικό Δίκαιο ― Επίρρωση από το Εφετείο της πρωτόδικης κρίσης ότι τα επίδικα δικαιώματα πρόσβασης που αφορούσαν στον τομέα των αερομεταφορών και στη χρήση του εναερίου χώρου της Δημοκρατίας, δεν ενέπιπταν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αλλά στο Δημόσιο Δίκαιο δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Την εκούσια διάλυση της εφεσείουσας ακολούθησε ο διορισμός  εκκαθαριστή από τους πιστωτές της  στους οποίους περιλαμβανόταν και το απολυθέν προσωπικό της. Ο εν λόγω διορισμός αποσκοπούσε στη διασφάλιση των συμφερόντων του συνόλου των πιστωτών κατά τη διενεργούμενη εκκαθάριση της.

Στο πλαίσιο αυτό καταχωρήθηκε και αγωγή με σχετικές αξιώσεις καθώς επίσης και αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος. Το τελευταίο προσωρινό μέτρο στόχευε στην άμεση διασφάλιση προς όφελος της ενάγουσας των δικαιωμάτων πρόσβασης στο δρομολόγιο Λάρνακα/Πάφος - Αγία Πετρούπολη.

[*1784]Ζητείτο μεταξύ άλλων, ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που να απαγόρευε και να εμπόδιζε την Εναγόμενη 2 και/ή τους διευθυντές και/ή αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους και/ή εκπροσώπους τους από το να χρησιμοποιούν και/ή να οικειοποιούνται τα περιουσιακά στοιχεία της Ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένων των Δικαιωμάτων Πρόσβασης του Δρομολογίου Λάρνακας / Πάφου - Αγίας Πετρούπολης.

Όπως υπεβλήθη, έχοντας η ενάγουσα αυτά στη διάθεση της θα επιχειρείτο από τον εκκαθαριστή η επαναδραστηριοποίηση της δια της αναδιοργάνωσης της ή και δια της εξαγοράς των μετοχών της από κάποιο ενδιαφερόμενο επενδυτή.

Υποστηρίχθηκε ότι αποτελούσαν τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης, περιουσιακό στοιχείο, μέρος του ενεργητικού της και ότι της είχαν αποστερηθεί από την εναγομένη 1, Κυπριακή Δημοκρατία, προς όφελος της εναγομένης 2.

Η αίτηση απερρίφθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν ικανοποιείτο καμιά από τις τρεις προϋποθέσεις για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, οι οποίες απαιτείται όπως συνυπάρχουν με βάση το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου.

Με την έφεση που ασκήθηκε αμφισβητήθηκαν στην ολότητα τους οι πιο πάνω κρίσεις.

Αναφορικά με το κρίσιμης σημασίας θέμα, του κατά πόσο η ανάθεση των επίμαχων δικαιωμάτων πρόσβασης στην εφεσίβλητη 2 αποτελούσε πράξη διοικητικού δικαίου ληφθείσα στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας, το Εφετείο απεφάνθη ότι χωρίς να υπεισερχόταν σε ουσιαστική διερεύνηση του θέματος, θα έπρεπε να παρατηρηθεί πως ανεξάρτητα από ποιο όργανο της Δημοκρατίας διενεργήθηκε η αφαίρεση της άδειας, το αδιαμφισβήτητο γεγονός, παρέμενε ότι η προηγουμένως παραχωρηθείσα προς την εφεσείουσα άδεια αφαιρέθηκε από τις αρχές της Δημοκρατίας.

Αποφάσισε δε περαιτέρω ότι:

1. Ο δικαστικός δε έλεγχος της νομιμότητας των διεργασιών εκείνων λόγω συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της διοίκησης, δεν εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού, αλλά του δημόσιου δικαίου.

2. Με τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναπόφευκτα κατέληξε στο συμπέρασμα περί μη στοιχει[*1785]οθέτησης των δύο πρώτων προϋποθέσεων που τίθενται από το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου και η συλλογιστική στην οποία βασίστηκε, ήταν ορθή.

3. Με αυτή την κατάληξη, καθίστατο αχρείαστη η διερεύνηση άλλου λόγου έφεσης ή άλλου σχετικού θέματος.

4. Ακόμα και αν στοιχειοθετούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του Νόμου, ήταν απορίας άξιο με ποιο τρόπο θα καθίστατο δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδιδόταν το διεκδικούμενο προσωρινό διάταγμα, προς ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32(1).

5. Εκείνο το οποίο εζητείτο με την προσωρινή θεραπεία  ήταν η απαγόρευση ουσιαστικά διενέργειας του επίμαχου δρομολογίου από την εφεσίβλητη 2. Όμως, παράλληλα, σε τίποτε δεν θα ωφελούσε την εφεσείουσα μια τέτοια απαγόρευση, με την έννοια ότι δεν θα καθιστούσε ευχερέστερη την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

6. Αυτή δε η απαγόρευση ουδόλως θα επανέφερε άμεσα ή έμμεσα σε ισχύ την άδεια την οποία κατείχε προηγουμένως η εφεσείουσα την οποία, εν πάση περιπτώσει, ούτε να εμπορευθεί εδικαιούτο, ούτε και να χρησιμοποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, δεδομένου ότι τελούσε υπό εκκαθάριση.

7. Αυτές οι διαπιστώσεις προκαλούσαν και την κλίση της πλάστιγγας ευχέρειας υπέρ της μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Καθιστούσαν δε ανώφελη και αλυσιτελή την έκδοση του ζητούμενου διατάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Odysseos v. Α. Pieris Estates Ltd a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Karydas Taxi Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321,

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453,

Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co Ltd. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1513,

[*1786]Nemitsas Industries Ltd v. S. & S. Maritime Lines Ltd. a.o. (1976) 1 C.L.R. 302,

Constantinides v. Makriyiorghou a.o. (1978) 1 C.L.R. 585,

Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231,

M & M Transport Co. Ltd v. Eteria Astikon Leoforion Lemessou Ltd (1981) 1 C.L.R. 605,

Jonitexo Ltd. v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984)     1 C.L.R. 263,

Πουργουρίδη κ.ά. v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201,

R. (Kibris Turk Hava Yollari) v. The Secretary of State for Transport  a.o. [2010] EWCA Civ. 1093.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμής, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 623/2011), ημερομ. 8.4.2011.

Λ. Παπαφιλίππου με Γ. Χριστοδούλου, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα κύρια γεγονότα τα οποία έχουν σηματοδοτήσει το ιστορικό της αντιδικίας μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητων είχαν συνοψισθεί με επάρκεια από τον πρωτόδικο Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 8.4.2011, η ορθότητα της οποίας τίθεται υπό αμφισβήτηση με την παρούσα έφεση. Μεταφέρουμε εδώ το σχετικό απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση:

“.... Η ενάγουσα είναι αεροπορική εταιρεία η οποία είχε αρχικά συσταθεί ως θυγατρική της εναγομένης 2 και άρχισε να πραγματοποιεί πτήσεις από το 1992. Κατά το Νοέμβριο του 2006 το με[*1787]τοχικό κεφάλαιο της αποκτήθηκε εξ ολοκλήρου από την εναγομένη 1. Έτσι η τελευταία κατέστη η μοναδικός μέτοχος της με αποκλειστική εξουσία στο διορισμό του διοικητικού συμβουλίου της.

Περαιτέρω, είναι παραδεκτό γεγονός ότι κατά πάντα ουσιώδη με την παρούσα αγωγή χρόνο η ενάγουσα κατείχε άδεια εκμετάλλευσης η οποία της επέτρεπε να ασκεί την επιχείρηση του αερομεταφορέα. Χωρίς την άδεια αυτή οπωσδήποτε δε θα μπορούσε να λειτουργήσει. Της χορηγήθηκε από την αρμόδια αρχή αδειοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας αφού ικανοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα ήταν κάτοχος έγκυρου πιστοποιητικού αερομεταφορέα (AOC). Η ερμηνεία των όρων και οι ρυθμίσεις, ανωτέρω, προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1008/2008. Ειδικά όσον αφορά την άδεια εκμετάλλευσης προβλέπεται στο Άρθρο 3, παρα. 1, ότι «Δεν επιτρέπεται σε καμία εγκατεστημένη στην Κοινότητα επιχείρηση να μεταφέρει αεροπορικώς επιβάτες, ταχυδρομείο ή/και φορτίο έναντι αμοιβής ή/και μίσθωσης, εκτός εάν της έχει χορηγηθεί η κατάλληλη άδεια εκμετάλλευσης.» Ενώ σε σχέση με το πιστοποιητικό αερομεταφορέα (AOC) υπάρχει πρόνοια στο Άρθρο 6, παρα. 1 ότι «Η χορήγηση και τήρηση σε ισχύ άδειας εκμετάλλευσης προϋποθέτει την ανά πάσα στιγμή κατοχή εγκύρου AOC που αναγράφει τις καλυπτόμενες από την άδεια εκμετάλλευσης δραστηριότητες.»

Το τελευταίο, προφανώς, τέτοιο πιστοποιητικό αερομεταφορέα είχε εκδοθεί στην ενάγουσα στις 15.7.2008 από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3922/1991, όπως έχει τροποποιηθεί, και θα ίσχυε μέχρι την 31.3.2012. Εκτός και αν, όπως αναφέρεται σ’ αυτό, ετροποποιείτο, αναστέλλετο ή ανακαλείτο (unless varied, suspended or revoked). Παρόμοια εξουσία, για αναστολή και ανάκληση άδειας εκμετάλλευσης, παρέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και στην αρμόδια αρχή έκδοσης τέτοιας άδειας δυνάμει του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008.

Στην περίπτωση της ενάγουσας οι αρμόδιες αδειοδοτικές αρχές ανέστειλαν και τα δύο, ήτοι την άδεια εκμετάλλευσης και το πιστοποιητικό αερομεταφορέα. Η άδεια εκμετάλλευσης ανεστάλη στις 15.11.2010, αρχικά για περίοδο 90 ημερών και στη συνέχεια μέχρι την 29.4.2011. Όσον αφορά το πιστοποιητικό αερομεταφορέα αυτό ανεστάλη επ’ αόριστο από τις 26.11.2010.

Στο μεταξύ, στις 4.11.2010 με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας ανεστάλη το πτητικό της πρόγραμ[*1788]μα και ακολούθως στις 8.11.2010 αποφασίστηκε και η αποδέσμευση όλων των ενοικιαζομένων από αυτή αεροσκαφών. Τέλος, στις 29.11.2010 σε Έκτακτη Γενική Συνέλευση η οποία πραγματοποιήθηκε επί σκοπώ, ο μοναδικός μέτοχος της ενάγουσας, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία, υιοθέτησε ψήφισμα για εκούσια διάλυση της. Συνεπεία της απόφασης αυτής ακολούθησε ο διορισμός του εκκαθαριστή κ. Κρις Ιακωβίδη από τους πιστωτές της ενάγουσας στους οποίους περιλαμβάνεται και το απολυθέν προσωπικό της. Αποσκοπεί ο διορισμός αυτός στη διασφάλιση των συμφερόντων του συνόλου των πιστωτών κατά τη διενεργούμενη εκκαθάρισή της.

Στο πλαίσιο αυτό κατεχωρήθη και η παρούσα αγωγή καθώς επίσης η υπό εξέταση αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος. Ειδικά το τελευταίο προσωρινό μέτρο στοχεύει στην άμεση διασφάλιση προς όφελος της ενάγουσας των δικαιωμάτων πρόσβασης στο δρομολόγιο Λάρνακα/Πάφος – Αγία Πετρούπολη. Έχοντας η ενάγουσα αυτά στη διάθεση της θα επιχειρηθεί από τον εκκαθαριστή η επαναδραστηριοποίηση της δια της αναδιοργάνωσης της ή και δια της εξαγοράς των μετοχών της από κάποιο ενδιαφερόμενο επενδυτή. Θεωρείται ότι αποτελούν τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης περιουσιακό στοιχείο, μέρος του ενεργητικού της, και ότι της έχει αποστερηθεί από την εναγομένη 1, Κυπριακή Δημοκρατία, προς όφελος της εναγομένης 2. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία αποτελεί και η εταιρεία αυτή αδειοδοτημένο αερομεταφορέα και οι μετοχές της κατέχονται κατά 70% από την εναγομένη 1.

Το ιστορικό της τελευταίας πιο πάνω πτυχής που αποτελεί και την ουσία της όλης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων πηγαίνει πίσω μερικά χρόνια, στο 2005. Συγκεκριμένα, στις 21 Φεβρουαρίου, 2005 η Κυπριακή Δημοκρατία ενεργώντας μέσω του αρμόδιου υπουργείου καθόρισε την ενάγουσα για να εξυπηρετεί το δρομολόγιο Λάρνακα/Πάφος-Αγία Πετρούπολη. Η πιο πάνω διευθέτηση κατέστη δυνατή μετά από την υπογραφή στις αρχές του προαναφερθέντος μήνα Μνημονίου Συναντίληψης μεταξύ Κύπρου-Ρωσίας το οποίο παρείχε δικαίωμα στην Κυπριακή Δημοκρατία να καθορίσει έναν αερομεταφορέα για να εξυπηρετεί το πιο πάνω δρομολόγιο.

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η ανάθεση του εν λόγω δρομολογίου στην ενάγουσα κατέστη γνωστή, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, μέσω της προαναφερθείσας επιστολής 21.2.2005 την οποία απέστειλε ο Γενικός Διευθυντής του [*1789]Υπουργείου Συγκοινωνιών στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με κοινοποίηση στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας. Δεν είναι όμως γνωστό πώς και πότε ακριβώς έγινε η ανάθεση στην ενάγουσα. Εν τούτοις, παρά την απουσία, προφανώς τότε, θεσμοθετημένης διαδικασίας για τη ρύθμιση των θεμάτων αυτών ουδείς αμφισβητεί το πιο πάνω γεγονός.

Αργότερα, στο πλαίσιο εναρμόνισης με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 847/2004 ελήφθη δυνάμει του Αρθρου 260 του περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμου 213(Ι)/2002, όπως έχει τροποποιηθεί, σχετική Απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε στις 7.11.2008 με την Κ.Δ.Π. 406/2008. Ρυθμίζει τα της παραχώρησης πρόσβασης σε δρομολόγια μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τρίτης χώρας στο πλαίσιο σχετικής διμερούς αεροπορικής συμφωνίας. Με την Απόφαση αυτή η παραχώρηση πρόσβασης σε δρομολόγιο έχει ορισθεί ως «Άδεια Πρόσβασης» και παραχωρείται ή ανακαλείται δυνάμει των λοιπών σχετικών προνοιών της. Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες της, η Απόφαση σαφώς δεν εφαρμόζεται σε σχέση με άδεια πρόσβασης η οποία είχε παραχωρηθεί πριν από την έκδοση της. Άρα ούτε και στην εν προκειμένω η οποία αφορά το δρομολόγιο Λάρνακα/Πάφος-Αγία Πετρούπολη και είχε παραχωρηθεί στην ενάγουσα κατά το 2005. Όμως, ας σημειωθεί ότι στις 30.3.2009 παρεχωρήθη στην ενάγουσα, δυνάμει των προνοιών της πιο πάνω Απόφασης, άδεια πρόσβασης στο δρομολόγιο Πάφος-Μόσχα-Πάφος, απεριορίστου χρονικής διάρκειας.

Την αμέσως επόμενη ημέρα της αναστολής του πτητικού προγράμματος της ενάγουσας σημειώθηκε και μια άλλη σοβαρή εξέλιξη σε σχέση με τις εργασίες της. Συγκεκριμένα, στις 5.11.2010 ο προϊστάμενος του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας πληροφόρησε γραπτώς τον προϊστάμενο της αντίστοιχης αρχής της Ρωσικής Ομοσπονδίας ότι συνεπεία της προσωρινής αναστολής των εργασιών της ενάγουσας τα δρομολόγια Πάφος-Μόσχα-Πάφος και Λάρνακα/Πάφος-Αγία Πετρούπολη ανατέθησαν, με άμεση εφαρμογή, στις Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ, δηλαδή στην εναγομένη 2. Πολύ αργότερα, στις 30.12.2010, ο Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων ενημέρωσε γραπτώς τον Εκτελεστικό Πρόεδρο της εναγομένης 2 ότι οι αρμόδιες Ρωσικές αρχές είχαν αποδεχθεί τον πιο πάνω καθορισμό όσον αφορά τα προαναφερθέντα δρομολόγια. Στο πλαίσιο δε αυτό, και κατόπιν ενεργειών της, η εναγομένη 2 φέρεται να συνήψε συμφωνίες με τουριστικούς πράκτορες στη Ρωσία με τους οποίους συνεργαζόταν μέχρι πρότινος η ενάγουσα όταν διεξήγε ειδι[*1790]κά το δρομολόγιο Λάρνακα/Πάφος-Αγία Πετρούπολη.

Όλα τα πιο πάνω γεγονότα δε συνέβησαν τυχαία αλλά, προφανώς, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία η ενάγουσα είχε περιέλθει ειδικά κατά τα τελευταία δύο χρόνια της λειτουργίας της. Συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2008 και 2009 η ενάγουσα παρουσίαζε ζημιά αρκετών εκατομμυρίων ευρώ με αποτέλεσμα το διοικητικό συμβούλιο της να αποφασίσει να προβεί σε αναδιοργάνωση της με προοπτική την επαναφορά της στην κερδοφορία. Όμως, τελικώς, ως φαίνεται ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε και στις 8.11.2010 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατό να δοθεί Δήλωση Φερεγγυότητας της ενάγουσας σύμφωνα με το Αρθρο 266 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Βασικά, ήταν εξαιτίας της πιο πάνω διαπίστωσης και συνακόλουθα απόφασης της ενάγουσας που ανακλήθηκαν η άδεια εκμετάλλευσης στις 15.11.2010 και το πιστοποιητικό αερομεταφορέα στις 26.11.2010. Ως γνωστό ακολούθησε στις 29.11.2010 η απόφαση να τεθεί η ενάγουσα σε εκούσια εκκαθάριση ως απόρροια όλων των προηγηθέντων που αναφέρονται πιο πάνω.

Μέρος των καθηκόντων του εκκαθαριστή ο οποίος διορίστηκε από τους πιστωτές της ενάγουσας είναι η διερεύνηση των συνθηκών οι οποίες οδήγησαν την ενάγουσα στην κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Είναι δε η θέση της ενάγουσας, η οποία έχει τεθεί εμφαντικά μέσω της μαρτυρίας καθώς επίσης με την αγόρευση του συνηγόρου της, ότι αυτή οδηγήθηκε στην πιο πάνω κατάσταση εσκεμμένα από την μοναδικό μέτοχο της, την Κυπριακή Δημοκρατία εναγομένη 1, με τη σύμπραξη και της εναγομένης 2 η οποία έχει καρπωθεί και θα συνεχίσει να καρπούται όλα τα οικονομικά οφέλη στα οποία η ενάγουσα δικαιούτο ή θα απολάμβανε από τη συνέχιση των εργασιών της.

Η πλευρά της εναγομένης 2 αμφισβητεί εντόνως τα όσα της αποδίδονται με τη μαρτυρία την οποία προσκόμισε η ενάγουσα μέσω του εκκαθαριστή της σε σχέση με τα ανωτέρω. Περαιτέρω, είναι η εισήγηση του συνηγόρου της ότι τα θέματα αυτά δε θα πρέπει να απασχολήσουν το δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και ότι το ουσιώδες σ’ αυτήν είναι το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.”

Με την προαναφερθείσα αίτησή της για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της αγωγής, η εφεσείουσα ζητούσε από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

[*1791]“Ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει και να εμποδίζει την Εναγόμενη 2 και/ή τους διευθυντές και/ή αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους και/ή εκπροσώπους τους από το να χρησιμοποιούν και/ή να οικειοποιούνται τα περιουσιακά στοιχεία της Ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένων των Δικαιωμάτων Πρόσβασης του Δρομολογίου Λάρνακας/Πάφου – Αγίας Πετρούπολης, τα οποία παραχωρήθηκαν από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων στην Ενάγουσα στις 21/02/2005, σύμφωνα με τις πρόνοιες Μνημονίου Κύπρου – Ρωσίας ημερομηνίας 11/02/2005, μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας αγωγής.”

Παρά τη γενικότητα στη διατύπωση της αιτούμενης θεραπείας, εν τούτοις, ο συνήγορος της εφεσείουσας κατέστησε σαφές ότι το αιτούμενο διάταγμα αφορούσε μόνο στα δικαιώματα πρόσβασης στο συγκεκριμένο δρομολόγιο και κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο της εφεσείουσας.

Σημειώνεται, επίσης, ότι, παρά το γεγονός ότι η αίτηση για έκδοση του προσωρινού διατάγματος είχε υποβληθεί μονομερώς, κατόπιν οδηγιών του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη-εναγομένη 2 και, κατόπιν Ένστασης την οποία η δεύτερη καταχώρησε, διεξήχθη ακρόαση. Ο ευπαίδευτος πρόεδρος του Δικαστηρίου που εξεδίκασε την αίτηση, την απέρριψε, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ικανοποιείτο καμιά από τις τρεις προϋποθέσεις για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, οι οποίες απαιτείται όπως συνυπάρχουν με βάση το Αρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου. Και δεν ικανοποιούνταν κατά κύριο λόγο επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας όπως επιληφθεί της αγωγής, τα επίδικα θέματα της οποίας εμπίπτουν στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, και με αναφορά σε σχετική επί του θέματος νομολογία, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η ανάθεση της εκτέλεσης του δρομολογίου Λάρνακα/Πάφος-Αγία Πετρούπολη στην εφεσίβλητη-εναγομένη 2 συνιστούσε, εκ των πραγμάτων, ανάκληση της άδειας πρόσβασης που κατείχε η εφεσείουσα για το εν λόγω δρομολόγιο. Οι δε πράξεις/αποφάσεις οι οποίες αποστέρησαν από την εφεσείουσα την εν λόγω άδεια, αποτελούσαν πράξεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας.

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ικανοποιείτο στην αίτηση ούτε και η τρίτη προϋπόθεση, που τίθεται από το Αρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, εφόσον δεν [*1792]είχε καταδειχθεί ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της εφεσείουσας στην αγωγή, η εφεσίβλητη-εναγομένη 2 δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον της.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης και προβλήθηκαν προς τούτο τέσσερις συνολικά λόγοι έφεσης.

Όπως και η ίδια η εφεσείουσα εισηγείται οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης, εδράζονται στα ίδια γεγονότα και νομικά σημεία και, επομένως, προσφέρονται όπως συνεξετασθούν.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 1, 2 και 3.

Ο πρώτος λόγος έφεσης εδράζεται στη θέση της εφεσείουσας ότι εσφαλμένα αποφασίσθηκε πρωτόδικα ότι δεν ικανοποιείτο η πρώτη προϋπόθεση του Αρθρου 32, ενώ ο δεύτερος στη θέση της ότι επίσης εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι δεν ικανοποιείτο ούτε η δεύτερη προϋπόθεση. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων.

Όπως είναι φανερό, εφαρμόζονται στην παρούσα διαδικασία οι πρόνοιες του Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως αυτές έχουν επανειλημμένα αναλυθεί στη νομολογία. (Βλ., μεταξύ άλλων, Odysseos v. Α. Pieris Estates Ltd a.o. (1982) 1 C.L.R. 557, Karydas Taxi Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co Ltd. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1513, Nemitsas Industries Ltd v. S. & S. Maritime Lines Ltd. a.o. (1976) 1 C.L.R. 302, Constantinides v. Makriyiorghou a.o. (1978) 1 C.L.R. 585, Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, M. & M. Transport Co Ltd v. Eteria Astikon Leoforion Lemessou Ltd (1981) 1 C.L.R. 605, Jonitexo Ltd. v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263).

Τα κριτήρια και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σε αίτηση για διάταγμα στη βάση του Αρθρου 32 του Νόμου 14/1960 μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

1. Πρέπει να υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη.

2. Να υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.

[*1793]3.     Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα.

Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 έχουν περαιτέρω επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates a.o. (ανωτέρω) και Πουργουρίδη κ.ά. v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201.

Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα.

Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία, επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής πιθανότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις. Απαιτείται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

Η τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία κάτω από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης.

Τελικά, όταν ληφθούν υπόψη όλοι οι ανωτέρω παράγοντες, το Δικαστήριο θα αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα.

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομικές αρχές στα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί, κατόπιν νομικής διερεύνησης, σε διάφορα συμπεράσματα τα κύρια των οποίων συνοψίζονται στα ακόλουθα:

1. Η ανάληψη από την εφεσίβλητη 2 του εν λόγω αεροπορικού δρομολογίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι φέρει τα χαρακτηριστικά του αστικού αδικήματος της παραβίασης θεσμίου καθήκοντος (breach of statutory duty).

2. Δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη αστικού αδικήματος οικειοποίησης δικαιώματος το οποίο κατέχεται με άδεια η οποία παραχωρήθηκε δυνάμει κάποιου νομοθετήματος.

[*1794]3.     Η άδεια πρόσβασης και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα που αφορούν το χώρο των αερομεταφορών και τη χρήση του εναερίου χώρου της Δημοκρατίας, συνιστούν άσκηση της οντότητας και κυριαρχίας του κράτους και δεν μπορούν να εκχωρηθούν, παραχωρηθούν ή τύχουν εμπορικής εκμετάλλευσης από τον κάτοχο της άδειας αερομεταφορέα προς άλλο αερομεταφορέα. Παραχωρηθείσα άδεια αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του αερομεταφορέα στον οποίο παραχωρήθηκε, μόνο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παραχώρησή της, δεδομένου ασφαλώς ότι δεν ανακαλείται προηγουμένως.

4. Η ανάθεση της εκτέλεσης του επίμαχου δρομολογίου στην εφεσίβλητη 2 συνιστούσε, εκ των πραγμάτων, ανάκληση της άδειας που κατείχε η εφεσείουσα για το ίδιο δρομολόγιο και οι ενέργειες οι οποίες έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση συνιστούσαν πράξεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας διοικητικής φύσεως εξουσίας.

Αναφορικά με το κρίσιμης σημασίας θέμα, του κατά πόσο η ανάθεση των επίμαχων δικαιωμάτων πρόσβασης στην εφεσίβλητη 2 αποτελεί πράξη διοικητικού δικαίου ληφθείσα στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας, η εφεσείουσα, στο περίγραμμα αγόρευσής της, συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση ότι, δυνάμει του Αρθρου 2(1) της Απόφασης του 2008 η οποία είχε ληφθεί σύμφωνα με το Αρθρο 260 του περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμου αρ. 213(Ι)/2002 (Κ.Δ.Π. 406/2008), την ευθύνη για την εφαρμογή των διαδικασιών που απορρέουν από την απόφαση και οδηγούν στην παραχώρηση άδειας πρόσβασης, έχει το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. Όμως, όπως έντονα εισηγείται η εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στη διαπίστωση ότι η αρμόδια αρχή για την παραχώρηση δικαιωμάτων πρόσβασης είναι το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, και παραπέμπει προς τούτο στο Αρθρο 4 της Κ.Δ.Π. 406/2008, σύμφωνα με το οποίο η άδεια πρόσβασης παραχωρείται και ανακαλείται από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων κατ’ εφαρμογή των Αρθρων 5 και 6 του Κανονισμού 847/2004 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου δε ότι δεν προσκομίστηκε ποτέ στο Δικαστήριο, ούτε δόθηκε στην εφεσείουσα όταν τη ζήτησε, οποιαδήποτε σχετική απόφαση του Υπουργού, δεν αποκαλύπτεται συγκεκριμένη εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία να αναγάγει το υπό εξέταση θέμα σε θέμα διοικητικού δικαίου.

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε ουσιαστική διερεύνηση του θέματος τούτου, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως, ανεξάρτητα από ποιο [*1795]όργανο της Δημοκρατίας διενεργήθηκε η αφαίρεση της άδειας, το αδιαμφισβήτητο γεγονός, παραμένει ότι η προηγουμένως παραχωρηθείσα προς την εφεσείουσα άδεια αφαιρέθηκε από τις αρχές της Δημοκρατίας εξ’ ου και το παράπονό της περί δόλιας απογύμνωσης περιουσιακών της στοιχείων και ότι τα δικαιώματα διενέργειας του ίδιου δρομολογίου ανατέθηκαν στην εφεσίβλητη 2, που είναι και η βάση του αιτήματός της για προσωρινή θεραπεία απαγόρευσης άσκησης αυτών των δικαιωμάτων.

Ο δικαστικός δε έλεγχος της νομιμότητας των διεργασιών εκείνων λόγω συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων οργάνων της διοίκησης, δεν εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού, αλλά του δημόσιου δικαίου.

Επίρρωση της θέσης ότι τα επίμαχα δικαιώματα πρόσβασης που αφορούν το χώρο των αερομεταφορών και τη χρήση του εναερίου χώρου της Δημοκρατίας δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, παρέχεται και από την πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού  Εφετείου που σχετίζεται με την παράνομη λειτουργία του αεροδρομίου της Τύμπου, στην υπόθεση R. (Kibris Turk Hava Yollari) v. The Secretary of State for Transport and the Republic of Cyprus [2010] EWCA Civ. 1093, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσιβλήτων.

Με τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναπόφευκτα κατέληξε στο συμπέρασμα περί μη στοιχειοθέτησης των δύο πρώτων προϋποθέσεων που τίθενται από το Αρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου και η συλλογιστική στην οποία βασίστηκε, όπως την έχουμε συνοψίσει ανωτέρω, είναι ορθή.

Επομένως, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

Με αυτή βέβαια την κατάληξη, καθίσταται αχρείαστη η διερεύνηση άλλου λόγου έφεσης ή άλλου σχετικού θέματος.

Δεν μπορούμε, όμως, παρά να προσθέσουμε ότι ακόμα και αν στοιχειοθετούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Αρθρου 32(1) του Νόμου, είναι απορίας άξιο με ποιο τρόπο θα καθίστατο δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο αν δεν εκδιδόταν το διεκδικούμενο προσωρινό διάταγμα, προς ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Αρθρου 32(1). Πέραν του θέματος της δυνατότητας των εφεσιβλήτων όπως ικανοποιήσουν οποιοδήποτε τυχόν επιδικασμό αποζημιώσεων εναντίον τους που [*1796]σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στοιχειοθετήθηκε, υπενθυμίζεται ότι, με την αιτούμενη προσωρινή θεραπεία, απλά εκείνο το οποίο εζητείτο και θα μπορούσε να εγκριθεί, ήταν η απαγόρευση ουσιαστικά διενέργειας του επίμαχου δρομολογίου από την εφεσίβλητη 2. Η προσωρινή δηλαδή αποστέρηση από την εφεσίβλητη 2 μέρους των πτητικών προγραμμάτων της τα οποία, σύμφωνα με την εφεσείουσα, είναι ένα προσοδοφόρο περιουσιακό στοιχείο. Όμως, παράλληλα, σε τίποτε δεν θα ωφελούσε την εφεσείουσα μια τέτοια απαγόρευση, με την έννοια ότι δεν θα καθιστούσε ευχερέστερη την απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Αυτή δε η απαγόρευση ουδόλως θα επανέφερε άμεσα ή έμμεσα σε ισχύ την άδεια την οποία κατείχε προηγουμένως η εφεσείουσα την οποία, εν πάση περιπτώσει, ούτε να εμπορευθεί εδικαιούτο, ούτε και να χρησιμοποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, δεδομένου ότι τελεί υπό εκκαθάριση.

Αυτές οι διαπιστώσεις προκαλούν βέβαια και την κλίση της πλάστιγγας ευχέρειας υπέρ της μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Καθιστούν δε ανώφελη και αλυσιτελή την έκδοση του ζητούμενου διατάγματος υπέρ της εφεσείουσας εφόσον, σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς απόδοση θεραπείας όπως η διεκδικούμενη, δεν ενεργεί επί ματαίω.

Η έφεση αναπόφευκτα απορρίπτεται και τα έξοδά της επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο